Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009 | Permalink
"The long,littleness of life"
Πέρασε σχεδόν μία εβδομάδα (ναι,αυτό διάβαζα τις ημέρες του Πάσχα), από το βράδυ που τελείωσα το μεγαλειώδες και αριστουργηματικό βιβλίο του Ιταλογερμανού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ΚΑΠΟΥΤ (Εκδ.Μεταίχμιο,μετάφρ.Παναγ.Σκόνδρας,σελ.652), και ακόμα δεν μπορώ να «βγω από μέσα του». Δύσκολα ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα έργο τέχνης γενικότερα με παρασέρνει τόσο όσο αυτό το «αταξινόμητο» βιβλίο. Το χαρακτηρίζω έτσι γιατί, μυθιστόρημα δεν μπορείς να το πεις, ημερολόγιο μάλλον όχι γιατί τα γεγονότα που περιγράφει δεν ξέρω αν είναι όλα αληθινά ή η λογοτεχνική περιγραφή τους τα κάνει να μοιάζουν σαν επιννοημένες ιστορίες, χρονικό θα ήταν ο ακριβέστερος χαρακτηρισμός, αλλά στο κάτω-κάτω, τι σημασία έχει...Το ΚΑΠΟΥΤ είναι ένα βιβλίο απαραίτητο γιά τον κάθε πολίτη αυτής της γης, γιά τον κάθε αναγνώστη που ζητάει το κάτι παραπάνω από την λογοτεχνία – διαβάζοντας το, ταξιδεύεις στην «καρδιά του σκοταδιού», στην «χώρα του ποτέ», στην κόλαση και την φρίκη του αλληλοσπαραγμού.
Το ΚΑΠΟΥΤ είναι μιά σειρά από ιστορίες, μιά σειρά από εικόνες από το Ανατολικό μέτωπο του Β Παγκόσμιου πολέμου, από το 1941 έως το 1943. Ο Μαλαπάρτε ήταν διαπιστευμένος πολεμικός ανταποκριτής της μεγάλης ιταλικής εφημερίδας Κοριέρε ντε λα σέρα, το βιβλίο του «Η τεχνική του πραξικοπήματος» που εκδόθηκε την δεκαετία του 30 είχε προκαλέσει αίσθηση, οπότε όλες οι πόρτες του Ναζιστικού καθεστώτος και των φίλα προσκείμενων εξουσιών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη (ας μη ξεχνάμε ότι η Ιταλία πολεμούσε ακόμα στο πλευρό του Άξονα) ήταν ανοιχτές. Το αριστοκρατικό του παρελθόν σε συνδυασμό με τις υψηλές (πανευρωπαϊκά) γνωριμίες από τον καιρό του μεσοπολέμου, μαζί με,την περιέργεια γιά τις απόψεις του, του έδιναν ένα «πάσο» γιά να μπαινοβγαίνει σε όλα τα στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια των στρατευμάτων κατοχής, να τους ειρωνεύεται ανοιχτά και να ισορροπεί μεταξύ του να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές ή να τον απελάσουν ή και να τον συλλάβουν.
«Το Καπούτ είναι βιβλίο σκληρό. Η σκληρότητά του είναι η πιό εξαιρετική εμπειρία που αποκόμισα από το θέαμα της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένας δευτερεύων ήρωας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει, απλώς, αξία προσχήματος, εάν τα αναπόφευκτα προσχήματα δεν ανήκαν στηνν τάξη του μοιραίου. Στο Καπούτ ο πόλεμος μετράει, λοιπόν, ως μοιραίο. Δεν έχει διαφορετική ανάμειξη. Θα έλεγα ότι εμπλέκεται όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως θεατής, με την ίδια έννοια με την οποία είναι θεατής ένα τοπίο. Ο πόλεμος είναι το αντικειμενικό τοπίο αυτού του βιβλίου.
Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι το Καπούτ,αυτό το εύθυμο και ανάλγητο τέρας. Καμία λέξη εκτός από τη σκληρή, σχεδόν μυστηριακή γερμανική λέξη Καπούτ, που κυριολεκτικά σημαίνει "σπασμένο, τελειωμένο, κομματιασμένο, συφοριασμένο", δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα αυτού που είμαστε, αυτού που είναι πλέον η Ευρώπη: ένας σωρός ερειπίων. Κι ας είναι σαφέστατο ότι εγώ προτιμώ αυτή την καπούτ Ευρώπη από την Ευρώπη του χτες κι από εκείνη προ εικοσαετίας ή τριακονταετίας. Καλύτερα να πρέπει όλα να ξαναφτιαχτούν, παρά να πρέπει όλα να τα αποδεχτούμε σαν μια αμετάβλητη κληρονομιά.»
Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι(6) μέρη: Τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι και (τελευταίες και νικήτριες-survivors) οι μύγες. Ο συγγραφέας εστιάζει στα ζώα, εκείνα εμπλέκονται στις περισσότερες από τις ιστορίες του (αληθινές ή όχι, κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά) – στα ζώα που υποφέρουν, στα ζώα που θριαμβεύουν,στα ζώα που είναι πιό "ανθρώπινα" από τον "θηριώδη άνθρωπο". Με εικόνες βγαλμένες από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, εικόνες «αποκάλυψης» διαβάζουμε μαγεμένοι γιά άλογα που πάγωσαν στα ΡωσοΦινλανδικά σύνορα σε μιά λίμνη, όταν «αλαφιασμένα από τον τρόμο,τα άλογα του σοβιετικού πυροβολικού,κάπου χίλια ήταν...πολλά χάθηκαν στις φλόγες,μεγάλο μέρος έφτασε ως τη λίμνη,ρίχτηκαν στο νερό»... «...τα άλογα γραπώθηκαν το ένα πάνω στο άλλο τρέμοντας από το κρύο και το φόβο,με το κεφάλι τεντωμένο έξω από το νερό...Τη νύχτα κατέβηκε ο άνεμος του Βορρά. Το κρύο έγινε τρομερό. Μονομιάς, με τον χαρακτηριστικό παλλόμενο ήχο από γυαλί που κρούεται,το νερό πάγωσε. Η θάλασσα, οι λίμνες, τα ποτάμια παγώνουν ξαφνικά, επειδή διαρρηγνύεται απο τη μια στιγμή στην άλλη η θερμική ισορροπία.» Και έτσι το επόμενο πρωί οι στρατιώτες αντικρύζουν ένα απίστευτο θέαμα... «Η λίμνη έμοιαζε με μια απέραντη πλάκα λευκό μάρμαρο, πάνω στην οποία ακουμπούσαν ολόκληρες εκατοντάδες αλογοκεφαλές. Έμοιαζαν κομμένες με μια κοφτή τσεκουριά. Μόνο τα κεφάλια ξεπρόβαλλαν από την κρούστα του πάγου. Όλα τα κεφάλια ήταν στραμμένα στην όχθη. Μέσα στα γουρλωμένα μάτια έκαιγε ακόμη η άσπρη φλόγα του τρόμου.»
Διαβάζουμε ιστορίες γιά σκύλους που "στρατολογούνται" ως καμικάζι στην υπηρεσία του Σοβιετικού στρατού, γιά τάρανδους που ο βηματισμός τους φέρνει στη μνήμη καστανιέτες και Εβραιοπούλες που επανδρώνουν κινούμενα πορνεία προς τέρψη των Γερμανών στρατιωτών και μετά από «εικοσαήμερη υπηρεσία» εκτελούνται, γιά Εβραιόπουλα που εκτελούνται στο γκέτο της Βαρσοβίας σαν ποντίκια και γιά ανθρώπους-ποντίκια στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Διαβάζουμε γιά την μάχη του τελευταίου Σολωμού στο Φινλανδικό ποτάμι με τον Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος αποκαμωμένος που δεν μπορεί να τον πιάσει, διατάζει την εκτέλεσή του σε μιά σκηνή ανθολογίας υπαινικτικής γραφής, γιά τα παιδιά που φοβούνται τα πουλιά επειδή τα ταυτίζουν με τα βομβαρδιστικά και γιά τις μύγες που θριαμβεύουν ανίκητες πάνω από πολέμους και σφαγές.
Εικόνες φρίκης που τις διαδέχονται εικόνες λυρικές μιάς άλλης εποχής. Ο Γερμανός αξιωματικός που έχει ένα γυάλινο μάτι και όταν του φέρνουν μπροστά του τον δεκάχρονο αντάρτη που προσπαθεί να τον σκοτώσει, του λέει θα σου χαρίσω τη ζωή αν μου πεις ποιό μάτι είναι το αληθινό..Ο μικρός του δείχνει το ψεύτικο γιατί του φάνηκε πιό ανθρώπινο. Εικόνες και συζητήσεις λογοτεχνικές ή κοσμικές ενώ έξω γίνεται της μουρλής με την ειρωνία του Μαλαπάρτε να δεσπόζει σαν άλλος Όσκαρ Ουάιλντ να σαρκάζει ανοιχτά την «υψηλή κουλτούρα» και τον «πολιτισμό» των Γερμανών.
Εικόνες που μένεις άφωνος μπροστά τους, όπως η σκηνή με τον αρχηγό των Κροατών Ουστάσι (συνεργατών των Ναζί),τον διαβόητο Άντε Πάβελιτς. Σ’αυτό το κεφάλαιο, ο Μαλαπάρτε μας προετοιμάζει γιά την συνάντηση του με τον Κροάτη αρχηγό γιά να καταλήξει σε ένα λογοτεχνικό tour-de-force:
«...Παρατηρούσα τον Άντε Πάβελιτς, τα χοντρά τριχωτά του χέρια, το χαμηλό, σκληρό, πεισματωμένο μέτωπό του, τα τερατώδη αυτιά του. Κι ένα είδος οίκτου με κυρίευε γι’αυτό τον απλό άντρα, τον καλό, τον γενναιόδωρο, τον πλούσιο σε μια τόσο λεπτή αίσθηση ανθρωπιάς. Η πολιτική κατάσταση τους λίγους εκείνους μήνες είχε σοβαρά επιδεινωθεί. Η εξέγερση των παρτιζάνων φούντωνε σε ολόκληρη την Κροατία, από το Ζέμουν έως το Ζάγκρεμπ. Ένας βαθύς, ειλικρινής πόνος έσκαβε το χλωμό γαιώδες, πρόσωπο του Poglavnik(κροατικά,ο αρχηγός). Πόσο πρέπει να υποφέρει, σκεφτόμουν, αυτή η σπουδαία καρδιά!
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Π* μπήκε μέσα για να αναγγείλει τον πληρεξούσιο υπουργό της Ιταλίας, τον Ραφαέλε Καζερτάνο. «Πείτε του να περάσει» είπε ο Άντε Πάβελιτς. «Ο πληρεξούσιος υπουργός της Ιταλίας δεν πρέπει να περιμένει». Ο Καζερτάνο μπήκε, και μείναμε να συζητήσουμε πολλή ώρα, με μεγάλη απλότητα και εγκαρδιότητα, γιά τα προβλήματα της κατάστασης. Οι συμμορίες των παρτιζάνων προωθούνταν τη νύχτα μέχρι τα προάστεια του Ζάγκρεμπ, αλλά οι πιστοί ustase του Πάβελιτς θα επικρατούσαν σύντομα σε αυτόν τον βαρετό ανταρτοπόλεμο. «Ο κροατικός λαός» έλεγε ο Άντε Πάβελιτς « θέλει να κυβερνηθεί με καλοσύνη και δικαιοσύνη. Κι εγώ είμαι εδώ γιά να εγγυηθώ την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη.»
Όσο μιλούσαμε, παρατηρούσα ένα καλαμένιο πανέρι τοποθετημένο πάνω στο γραφείο, στα αριστερά του Poglavnik. Το καπάκι ήταν ανασηκωμένο, έβλεπες ότι το πανέρι ήταν γεμάτο με θαλασσινά, έτσι μου φάνηκαν, και θα έλεγα μάλιστα με στρείδια, αλλά βγαλμένα από το κέλυφός τους, όπως αυτά που βλέπεις πότε πότε εκτεθειμένα σε μεγάλους δίσκους στις βιτρίνες του Fortnum and Mason στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Ο Καζερτάνο με κοίταξε, κλείνοντας μου το μάτι: «Θα σου άρεσε μια ωραία σούπα με στρείδια, ε;»
«Από την Δαλματία είναι τα στρείδια;» ρώτησα τον Poglavnik.
Ο Άντε Πάβελιτς ανασήκωσε το καπάκι του πανεριού και δείχνοντας μου εκείνα τα θαλασσινά, εκείνη τη γλοιώδη και πηκτοειδή μάζα των στρειδιών, είπε χαμογελώντας, με το καλοσυνάτο και κουρασμένο του χαμόγελο: «Είναι δώρο από τους πιστούς μου ustase: είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια.»
Το βιβλίο του Μαλαπάρτε, ένα διαμάντι, ένα αριστούργημα πραγματικό είναι μπαρόκ, είναι γκροτέσκο, είναι απέραντα λυρικό, είναι εξαιρετικά ποιητικό αλλά και υπερβολικά σκληρό και ωμό. Ο συγγραφέας υιοθετεί την στάση του «καλά να πάθουμε», «είμαστε άξιοι της μοίρας μας». Περιγράφει τις μεγαλοαστικές παρέες και τις αριστοκρατικές συντροφιές ως ανθρώπους αλλού γι’αλλού, τελειωμένους, που το σπίτι τους έχει πάρει φωτιά και αυτοί ασχολούνται με τις ερωτικές τους σχέσεις, με την μόδα. Όταν γυρίζει στην Ιταλία, λίγο προτού αυτή συνθηκολογήσει, και πηγαίνει σε ένα αθλητικό κέντρο, γήπεδο γκολφ κλπ, μιά ηλιόλουστη μέρα, η παρέα που αποτελείται από κόμησες και νεαρούς γόητες συζητάει γιά το ποιός πηδάει ποιά και κουτσομπολεύει τα φορέματα και τις συμπεριφορές λες και δεν τρέχει τίποτα – ο πόλεμος λένε...Ποιός πόλεμος;
Δεν έχω διαβάσει βιβλίο που να περιγράφει τόσο παραστατικά την παρακμή της Ευρώπης, την παρακμή του αστικού τρόπου ζωής του μεσοπολέμου, το τέλος μιάς εποχής. Ο Μαλαπάρτε προκλητικός και εριστικός τα παίζει όλα γιά όλα, όταν περιγράφει στους Γερμανούς αξιωματικούς, την θεωρία του ότι ο Χίτλερ είναι γυναίκα ή όταν ειρωνεύεται τον Χίμλερ γυμνό στην Φινλανδική σάουνα – τον αντιμετωπίζουν σαν «γραφική περίπτωση» διανοούμενου που κάπου τους τσαντίζει αλλά και κάπου τους ιντριγκάρει. Μη το κουράζω άλλο, ο τύπος ήταν Θεός...
Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε γεννήθηκε ως Kurt Erich Suckert κοντά στην Φλωρεντία από Γερμανό πάμπλουτο πατέρα και Ιταλίδα μητέρα το 1898. Ο διχασμός στην ζωή του ήρθε από νωρίς. Γιά λόγους που δεν έχω καταλάβει τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μιά οικογένεια της εργατικής τάξης μακριά από τους γονείς του.Μετά τα έξι του, τον πήρανε κοντά τους αλλά το γερμανικό του όνομα του δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο. Στον Α Παγκόσμιο πόλεμο ήδη δημοσιογράφος στο επάγγελμα, πολεμάει εναντίον των Γερμανών και κερδίζει τον βαθμό του Λοχαγού. Ασπάζεται τον Φασισμό και είναι από τους πρωτεργάτες της μεγάλης Πορεία του Μουσολίνι προς την Ρώμη το 1922.Η κριτική του όμως δημοσιογραφική ματιά τον φέρνει σε ρήξη με το κυβερνών κόμμα. Η έκδοση του πολύ επιτυχημένου του βιβλίου «Η τεχνική του πραξικοπήματος» το 1932, όπου δεν χαρίζεται σε Χίτλερ και Μουσολίνι τον στέλνει στην εξορία γιά 5 χρόνια στο νησί του Λίπαρι (1933 έως 1938). Γενικώς ταλαιπωρείται από το Φασιστικό καθεστώς και φυλακίζεται γιά μικρά χρονικά διαστήματα σχεδόν κάθε χρόνο, η φιλία του όμως με τον γαμπρό του δικτάτορα, τον Τσιάνο, τον σώζει από τα χειρότερα. Προτού ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Κάπρι, όπου η βίλλα που έχτισε γνωστή ως casa Malaparte είναι σημείο αναφοράς (και σκηνικό στην περίφημη Περιφρόνηση του Γκοντάρ). Κατά την διάρκεια του πολέμου και μετά την επιστροφή του από την Φινλανδία φυλακίζεται πάλι από το καθεστώς ώσπου τον απελευθερώνουν οι Αμερικανοί. Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίζει δίωξη ως παλαιός συμπαθών του Φασιστικού κόμματος αλλά αθωώνεται και μεταναστεύει στην Γαλλία στην οποία θα ζήσει μέχρι τον θάνατο του από καρκίνο το 1957. Κατά την διάρκεια του πολέμου ασπάσθηκε τον Κομμουνισμό ενώ προς το τέλος της ζωής του φλέρταρε με τον Μαοϊσμό.
Έγραψε δύο μεγαλειώδη μυθιστορήματα το ΚΑΠΟΥΤ και το ΔΕΡΜΑ, ενώ το 1950 σκηνοθέτησε το κινηματογραφικό έργο Cristo Proibito (Απαγορευμένος Χριστός) που κέρδισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ Βερολίνου το 1951.Στην Αμερική η ταινία έγινε γνωστή με τον τίτλο Strange Deception.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αγαπήθηκε και μισήθηκε στον καιρό του. Άλλοι τον περιγράφουν ως αυθεντικό αριστοκράτη,bon viveur και μεγάλο πνεύμα, άλλοι ως ακραίο, καιροσκόπο, αδίστακτο. Πάντως όλοι αναγνωρίζουν την μεγάλη του αξία ως συγγραφέα. Ο Μαλαπάρτε ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα με τα βιβλία του, με την δράση του – ένας άνθρωπος γιά όλες τις εποχές από αυτούς που δεν υπάρχουν πιά.
«Ήμουν σίγουρα κι εγώ ένα φάντασμα, το θαμπό φάντασμα μιάς μακρινής εποχής, ίσως ευτυχισμένης, μιάς εποχής νεκρής, ίσως, ίσως ευτυχισμένης.»
Το ΚΑΠΟΥΤ είναι μιά σειρά από ιστορίες, μιά σειρά από εικόνες από το Ανατολικό μέτωπο του Β Παγκόσμιου πολέμου, από το 1941 έως το 1943. Ο Μαλαπάρτε ήταν διαπιστευμένος πολεμικός ανταποκριτής της μεγάλης ιταλικής εφημερίδας Κοριέρε ντε λα σέρα, το βιβλίο του «Η τεχνική του πραξικοπήματος» που εκδόθηκε την δεκαετία του 30 είχε προκαλέσει αίσθηση, οπότε όλες οι πόρτες του Ναζιστικού καθεστώτος και των φίλα προσκείμενων εξουσιών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη (ας μη ξεχνάμε ότι η Ιταλία πολεμούσε ακόμα στο πλευρό του Άξονα) ήταν ανοιχτές. Το αριστοκρατικό του παρελθόν σε συνδυασμό με τις υψηλές (πανευρωπαϊκά) γνωριμίες από τον καιρό του μεσοπολέμου, μαζί με,την περιέργεια γιά τις απόψεις του, του έδιναν ένα «πάσο» γιά να μπαινοβγαίνει σε όλα τα στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια των στρατευμάτων κατοχής, να τους ειρωνεύεται ανοιχτά και να ισορροπεί μεταξύ του να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές ή να τον απελάσουν ή και να τον συλλάβουν.
«Το Καπούτ είναι βιβλίο σκληρό. Η σκληρότητά του είναι η πιό εξαιρετική εμπειρία που αποκόμισα από το θέαμα της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένας δευτερεύων ήρωας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει, απλώς, αξία προσχήματος, εάν τα αναπόφευκτα προσχήματα δεν ανήκαν στηνν τάξη του μοιραίου. Στο Καπούτ ο πόλεμος μετράει, λοιπόν, ως μοιραίο. Δεν έχει διαφορετική ανάμειξη. Θα έλεγα ότι εμπλέκεται όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως θεατής, με την ίδια έννοια με την οποία είναι θεατής ένα τοπίο. Ο πόλεμος είναι το αντικειμενικό τοπίο αυτού του βιβλίου.
Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι το Καπούτ,αυτό το εύθυμο και ανάλγητο τέρας. Καμία λέξη εκτός από τη σκληρή, σχεδόν μυστηριακή γερμανική λέξη Καπούτ, που κυριολεκτικά σημαίνει "σπασμένο, τελειωμένο, κομματιασμένο, συφοριασμένο", δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα αυτού που είμαστε, αυτού που είναι πλέον η Ευρώπη: ένας σωρός ερειπίων. Κι ας είναι σαφέστατο ότι εγώ προτιμώ αυτή την καπούτ Ευρώπη από την Ευρώπη του χτες κι από εκείνη προ εικοσαετίας ή τριακονταετίας. Καλύτερα να πρέπει όλα να ξαναφτιαχτούν, παρά να πρέπει όλα να τα αποδεχτούμε σαν μια αμετάβλητη κληρονομιά.»
Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι(6) μέρη: Τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι και (τελευταίες και νικήτριες-survivors) οι μύγες. Ο συγγραφέας εστιάζει στα ζώα, εκείνα εμπλέκονται στις περισσότερες από τις ιστορίες του (αληθινές ή όχι, κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά) – στα ζώα που υποφέρουν, στα ζώα που θριαμβεύουν,στα ζώα που είναι πιό "ανθρώπινα" από τον "θηριώδη άνθρωπο". Με εικόνες βγαλμένες από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, εικόνες «αποκάλυψης» διαβάζουμε μαγεμένοι γιά άλογα που πάγωσαν στα ΡωσοΦινλανδικά σύνορα σε μιά λίμνη, όταν «αλαφιασμένα από τον τρόμο,τα άλογα του σοβιετικού πυροβολικού,κάπου χίλια ήταν...πολλά χάθηκαν στις φλόγες,μεγάλο μέρος έφτασε ως τη λίμνη,ρίχτηκαν στο νερό»... «...τα άλογα γραπώθηκαν το ένα πάνω στο άλλο τρέμοντας από το κρύο και το φόβο,με το κεφάλι τεντωμένο έξω από το νερό...Τη νύχτα κατέβηκε ο άνεμος του Βορρά. Το κρύο έγινε τρομερό. Μονομιάς, με τον χαρακτηριστικό παλλόμενο ήχο από γυαλί που κρούεται,το νερό πάγωσε. Η θάλασσα, οι λίμνες, τα ποτάμια παγώνουν ξαφνικά, επειδή διαρρηγνύεται απο τη μια στιγμή στην άλλη η θερμική ισορροπία.» Και έτσι το επόμενο πρωί οι στρατιώτες αντικρύζουν ένα απίστευτο θέαμα... «Η λίμνη έμοιαζε με μια απέραντη πλάκα λευκό μάρμαρο, πάνω στην οποία ακουμπούσαν ολόκληρες εκατοντάδες αλογοκεφαλές. Έμοιαζαν κομμένες με μια κοφτή τσεκουριά. Μόνο τα κεφάλια ξεπρόβαλλαν από την κρούστα του πάγου. Όλα τα κεφάλια ήταν στραμμένα στην όχθη. Μέσα στα γουρλωμένα μάτια έκαιγε ακόμη η άσπρη φλόγα του τρόμου.»
Διαβάζουμε ιστορίες γιά σκύλους που "στρατολογούνται" ως καμικάζι στην υπηρεσία του Σοβιετικού στρατού, γιά τάρανδους που ο βηματισμός τους φέρνει στη μνήμη καστανιέτες και Εβραιοπούλες που επανδρώνουν κινούμενα πορνεία προς τέρψη των Γερμανών στρατιωτών και μετά από «εικοσαήμερη υπηρεσία» εκτελούνται, γιά Εβραιόπουλα που εκτελούνται στο γκέτο της Βαρσοβίας σαν ποντίκια και γιά ανθρώπους-ποντίκια στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Διαβάζουμε γιά την μάχη του τελευταίου Σολωμού στο Φινλανδικό ποτάμι με τον Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος αποκαμωμένος που δεν μπορεί να τον πιάσει, διατάζει την εκτέλεσή του σε μιά σκηνή ανθολογίας υπαινικτικής γραφής, γιά τα παιδιά που φοβούνται τα πουλιά επειδή τα ταυτίζουν με τα βομβαρδιστικά και γιά τις μύγες που θριαμβεύουν ανίκητες πάνω από πολέμους και σφαγές.
Εικόνες φρίκης που τις διαδέχονται εικόνες λυρικές μιάς άλλης εποχής. Ο Γερμανός αξιωματικός που έχει ένα γυάλινο μάτι και όταν του φέρνουν μπροστά του τον δεκάχρονο αντάρτη που προσπαθεί να τον σκοτώσει, του λέει θα σου χαρίσω τη ζωή αν μου πεις ποιό μάτι είναι το αληθινό..Ο μικρός του δείχνει το ψεύτικο γιατί του φάνηκε πιό ανθρώπινο. Εικόνες και συζητήσεις λογοτεχνικές ή κοσμικές ενώ έξω γίνεται της μουρλής με την ειρωνία του Μαλαπάρτε να δεσπόζει σαν άλλος Όσκαρ Ουάιλντ να σαρκάζει ανοιχτά την «υψηλή κουλτούρα» και τον «πολιτισμό» των Γερμανών.
Εικόνες που μένεις άφωνος μπροστά τους, όπως η σκηνή με τον αρχηγό των Κροατών Ουστάσι (συνεργατών των Ναζί),τον διαβόητο Άντε Πάβελιτς. Σ’αυτό το κεφάλαιο, ο Μαλαπάρτε μας προετοιμάζει γιά την συνάντηση του με τον Κροάτη αρχηγό γιά να καταλήξει σε ένα λογοτεχνικό tour-de-force:
«...Παρατηρούσα τον Άντε Πάβελιτς, τα χοντρά τριχωτά του χέρια, το χαμηλό, σκληρό, πεισματωμένο μέτωπό του, τα τερατώδη αυτιά του. Κι ένα είδος οίκτου με κυρίευε γι’αυτό τον απλό άντρα, τον καλό, τον γενναιόδωρο, τον πλούσιο σε μια τόσο λεπτή αίσθηση ανθρωπιάς. Η πολιτική κατάσταση τους λίγους εκείνους μήνες είχε σοβαρά επιδεινωθεί. Η εξέγερση των παρτιζάνων φούντωνε σε ολόκληρη την Κροατία, από το Ζέμουν έως το Ζάγκρεμπ. Ένας βαθύς, ειλικρινής πόνος έσκαβε το χλωμό γαιώδες, πρόσωπο του Poglavnik(κροατικά,ο αρχηγός). Πόσο πρέπει να υποφέρει, σκεφτόμουν, αυτή η σπουδαία καρδιά!
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Π* μπήκε μέσα για να αναγγείλει τον πληρεξούσιο υπουργό της Ιταλίας, τον Ραφαέλε Καζερτάνο. «Πείτε του να περάσει» είπε ο Άντε Πάβελιτς. «Ο πληρεξούσιος υπουργός της Ιταλίας δεν πρέπει να περιμένει». Ο Καζερτάνο μπήκε, και μείναμε να συζητήσουμε πολλή ώρα, με μεγάλη απλότητα και εγκαρδιότητα, γιά τα προβλήματα της κατάστασης. Οι συμμορίες των παρτιζάνων προωθούνταν τη νύχτα μέχρι τα προάστεια του Ζάγκρεμπ, αλλά οι πιστοί ustase του Πάβελιτς θα επικρατούσαν σύντομα σε αυτόν τον βαρετό ανταρτοπόλεμο. «Ο κροατικός λαός» έλεγε ο Άντε Πάβελιτς « θέλει να κυβερνηθεί με καλοσύνη και δικαιοσύνη. Κι εγώ είμαι εδώ γιά να εγγυηθώ την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη.»
Όσο μιλούσαμε, παρατηρούσα ένα καλαμένιο πανέρι τοποθετημένο πάνω στο γραφείο, στα αριστερά του Poglavnik. Το καπάκι ήταν ανασηκωμένο, έβλεπες ότι το πανέρι ήταν γεμάτο με θαλασσινά, έτσι μου φάνηκαν, και θα έλεγα μάλιστα με στρείδια, αλλά βγαλμένα από το κέλυφός τους, όπως αυτά που βλέπεις πότε πότε εκτεθειμένα σε μεγάλους δίσκους στις βιτρίνες του Fortnum and Mason στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Ο Καζερτάνο με κοίταξε, κλείνοντας μου το μάτι: «Θα σου άρεσε μια ωραία σούπα με στρείδια, ε;»
«Από την Δαλματία είναι τα στρείδια;» ρώτησα τον Poglavnik.
Ο Άντε Πάβελιτς ανασήκωσε το καπάκι του πανεριού και δείχνοντας μου εκείνα τα θαλασσινά, εκείνη τη γλοιώδη και πηκτοειδή μάζα των στρειδιών, είπε χαμογελώντας, με το καλοσυνάτο και κουρασμένο του χαμόγελο: «Είναι δώρο από τους πιστούς μου ustase: είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια.»
Το βιβλίο του Μαλαπάρτε, ένα διαμάντι, ένα αριστούργημα πραγματικό είναι μπαρόκ, είναι γκροτέσκο, είναι απέραντα λυρικό, είναι εξαιρετικά ποιητικό αλλά και υπερβολικά σκληρό και ωμό. Ο συγγραφέας υιοθετεί την στάση του «καλά να πάθουμε», «είμαστε άξιοι της μοίρας μας». Περιγράφει τις μεγαλοαστικές παρέες και τις αριστοκρατικές συντροφιές ως ανθρώπους αλλού γι’αλλού, τελειωμένους, που το σπίτι τους έχει πάρει φωτιά και αυτοί ασχολούνται με τις ερωτικές τους σχέσεις, με την μόδα. Όταν γυρίζει στην Ιταλία, λίγο προτού αυτή συνθηκολογήσει, και πηγαίνει σε ένα αθλητικό κέντρο, γήπεδο γκολφ κλπ, μιά ηλιόλουστη μέρα, η παρέα που αποτελείται από κόμησες και νεαρούς γόητες συζητάει γιά το ποιός πηδάει ποιά και κουτσομπολεύει τα φορέματα και τις συμπεριφορές λες και δεν τρέχει τίποτα – ο πόλεμος λένε...Ποιός πόλεμος;
Δεν έχω διαβάσει βιβλίο που να περιγράφει τόσο παραστατικά την παρακμή της Ευρώπης, την παρακμή του αστικού τρόπου ζωής του μεσοπολέμου, το τέλος μιάς εποχής. Ο Μαλαπάρτε προκλητικός και εριστικός τα παίζει όλα γιά όλα, όταν περιγράφει στους Γερμανούς αξιωματικούς, την θεωρία του ότι ο Χίτλερ είναι γυναίκα ή όταν ειρωνεύεται τον Χίμλερ γυμνό στην Φινλανδική σάουνα – τον αντιμετωπίζουν σαν «γραφική περίπτωση» διανοούμενου που κάπου τους τσαντίζει αλλά και κάπου τους ιντριγκάρει. Μη το κουράζω άλλο, ο τύπος ήταν Θεός...
Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε γεννήθηκε ως Kurt Erich Suckert κοντά στην Φλωρεντία από Γερμανό πάμπλουτο πατέρα και Ιταλίδα μητέρα το 1898. Ο διχασμός στην ζωή του ήρθε από νωρίς. Γιά λόγους που δεν έχω καταλάβει τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μιά οικογένεια της εργατικής τάξης μακριά από τους γονείς του.Μετά τα έξι του, τον πήρανε κοντά τους αλλά το γερμανικό του όνομα του δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο. Στον Α Παγκόσμιο πόλεμο ήδη δημοσιογράφος στο επάγγελμα, πολεμάει εναντίον των Γερμανών και κερδίζει τον βαθμό του Λοχαγού. Ασπάζεται τον Φασισμό και είναι από τους πρωτεργάτες της μεγάλης Πορεία του Μουσολίνι προς την Ρώμη το 1922.Η κριτική του όμως δημοσιογραφική ματιά τον φέρνει σε ρήξη με το κυβερνών κόμμα. Η έκδοση του πολύ επιτυχημένου του βιβλίου «Η τεχνική του πραξικοπήματος» το 1932, όπου δεν χαρίζεται σε Χίτλερ και Μουσολίνι τον στέλνει στην εξορία γιά 5 χρόνια στο νησί του Λίπαρι (1933 έως 1938). Γενικώς ταλαιπωρείται από το Φασιστικό καθεστώς και φυλακίζεται γιά μικρά χρονικά διαστήματα σχεδόν κάθε χρόνο, η φιλία του όμως με τον γαμπρό του δικτάτορα, τον Τσιάνο, τον σώζει από τα χειρότερα. Προτού ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Κάπρι, όπου η βίλλα που έχτισε γνωστή ως casa Malaparte είναι σημείο αναφοράς (και σκηνικό στην περίφημη Περιφρόνηση του Γκοντάρ). Κατά την διάρκεια του πολέμου και μετά την επιστροφή του από την Φινλανδία φυλακίζεται πάλι από το καθεστώς ώσπου τον απελευθερώνουν οι Αμερικανοί. Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίζει δίωξη ως παλαιός συμπαθών του Φασιστικού κόμματος αλλά αθωώνεται και μεταναστεύει στην Γαλλία στην οποία θα ζήσει μέχρι τον θάνατο του από καρκίνο το 1957. Κατά την διάρκεια του πολέμου ασπάσθηκε τον Κομμουνισμό ενώ προς το τέλος της ζωής του φλέρταρε με τον Μαοϊσμό.
Έγραψε δύο μεγαλειώδη μυθιστορήματα το ΚΑΠΟΥΤ και το ΔΕΡΜΑ, ενώ το 1950 σκηνοθέτησε το κινηματογραφικό έργο Cristo Proibito (Απαγορευμένος Χριστός) που κέρδισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ Βερολίνου το 1951.Στην Αμερική η ταινία έγινε γνωστή με τον τίτλο Strange Deception.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αγαπήθηκε και μισήθηκε στον καιρό του. Άλλοι τον περιγράφουν ως αυθεντικό αριστοκράτη,bon viveur και μεγάλο πνεύμα, άλλοι ως ακραίο, καιροσκόπο, αδίστακτο. Πάντως όλοι αναγνωρίζουν την μεγάλη του αξία ως συγγραφέα. Ο Μαλαπάρτε ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα με τα βιβλία του, με την δράση του – ένας άνθρωπος γιά όλες τις εποχές από αυτούς που δεν υπάρχουν πιά.
«Ήμουν σίγουρα κι εγώ ένα φάντασμα, το θαμπό φάντασμα μιάς μακρινής εποχής, ίσως ευτυχισμένης, μιάς εποχής νεκρής, ίσως, ίσως ευτυχισμένης.»