Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009 | Permalink
"The long,littleness of life"
Πέρασε σχεδόν μία εβδομάδα (ναι,αυτό διάβαζα τις ημέρες του Πάσχα), από το βράδυ που τελείωσα το μεγαλειώδες και αριστουργηματικό βιβλίο του Ιταλογερμανού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ΚΑΠΟΥΤ (Εκδ.Μεταίχμιο,μετάφρ.Παναγ.Σκόνδρας,σελ.652), και ακόμα δεν μπορώ να «βγω από μέσα του». Δύσκολα ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα έργο τέχνης γενικότερα με παρασέρνει τόσο όσο αυτό το «αταξινόμητο» βιβλίο. Το χαρακτηρίζω έτσι γιατί, μυθιστόρημα δεν μπορείς να το πεις, ημερολόγιο μάλλον όχι γιατί τα γεγονότα που περιγράφει δεν ξέρω αν είναι όλα αληθινά ή η λογοτεχνική περιγραφή τους τα κάνει να μοιάζουν σαν επιννοημένες ιστορίες, χρονικό θα ήταν ο ακριβέστερος χαρακτηρισμός, αλλά στο κάτω-κάτω, τι σημασία έχει...Το ΚΑΠΟΥΤ είναι ένα βιβλίο απαραίτητο γιά τον κάθε πολίτη αυτής της γης, γιά τον κάθε αναγνώστη που ζητάει το κάτι παραπάνω από την λογοτεχνία – διαβάζοντας το, ταξιδεύεις στην «καρδιά του σκοταδιού», στην «χώρα του ποτέ», στην κόλαση και την φρίκη του αλληλοσπαραγμού.

Το ΚΑΠΟΥΤ είναι μιά σειρά από ιστορίες, μιά σειρά από εικόνες από το Ανατολικό μέτωπο του Β Παγκόσμιου πολέμου, από το 1941 έως το 1943. Ο Μαλαπάρτε ήταν διαπιστευμένος πολεμικός ανταποκριτής της μεγάλης ιταλικής εφημερίδας Κοριέρε ντε λα σέρα, το βιβλίο του «Η τεχνική του πραξικοπήματος» που εκδόθηκε την δεκαετία του 30 είχε προκαλέσει αίσθηση, οπότε όλες οι πόρτες του Ναζιστικού καθεστώτος και των φίλα προσκείμενων εξουσιών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη (ας μη ξεχνάμε ότι η Ιταλία πολεμούσε ακόμα στο πλευρό του Άξονα) ήταν ανοιχτές. Το αριστοκρατικό του παρελθόν σε συνδυασμό με τις υψηλές (πανευρωπαϊκά) γνωριμίες από τον καιρό του μεσοπολέμου, μαζί με,την περιέργεια γιά τις απόψεις του, του έδιναν ένα «πάσο» γιά να μπαινοβγαίνει σε όλα τα στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια των στρατευμάτων κατοχής, να τους ειρωνεύεται ανοιχτά και να ισορροπεί μεταξύ του να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές ή να τον απελάσουν ή και να τον συλλάβουν.

«Το Καπούτ είναι βιβλίο σκληρό. Η σκληρότητά του είναι η πιό εξαιρετική εμπειρία που αποκόμισα από το θέαμα της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένας δευτερεύων ήρωας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει, απλώς, αξία προσχήματος, εάν τα αναπόφευκτα προσχήματα δεν ανήκαν στηνν τάξη του μοιραίου. Στο Καπούτ ο πόλεμος μετράει, λοιπόν, ως μοιραίο. Δεν έχει διαφορετική ανάμειξη. Θα έλεγα ότι εμπλέκεται όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως θεατής, με την ίδια έννοια με την οποία είναι θεατής ένα τοπίο. Ο πόλεμος είναι το αντικειμενικό τοπίο αυτού του βιβλίου.
Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι το Καπούτ,αυτό το εύθυμο και ανάλγητο τέρας. Καμία λέξη εκτός από τη σκληρή, σχεδόν μυστηριακή γερμανική λέξη Καπούτ, που κυριολεκτικά σημαίνει "σπασμένο, τελειωμένο, κομματιασμένο, συφοριασμένο", δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα αυτού που είμαστε, αυτού που είναι πλέον η Ευρώπη: ένας σωρός ερειπίων. Κι ας είναι σαφέστατο ότι εγώ προτιμώ αυτή την καπούτ Ευρώπη από την Ευρώπη του χτες κι από εκείνη προ εικοσαετίας ή τριακονταετίας. Καλύτερα να πρέπει όλα να ξαναφτιαχτούν, παρά να πρέπει όλα να τα αποδεχτούμε σαν μια αμετάβλητη κληρονομιά.»


Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι(6) μέρη: Τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι και (τελευταίες και νικήτριες-survivors) οι μύγες. Ο συγγραφέας εστιάζει στα ζώα, εκείνα εμπλέκονται στις περισσότερες από τις ιστορίες του (αληθινές ή όχι, κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά) – στα ζώα που υποφέρουν, στα ζώα που θριαμβεύουν,στα ζώα που είναι πιό "ανθρώπινα" από τον "θηριώδη άνθρωπο". Με εικόνες βγαλμένες από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, εικόνες «αποκάλυψης» διαβάζουμε μαγεμένοι γιά άλογα που πάγωσαν στα ΡωσοΦινλανδικά σύνορα σε μιά λίμνη, όταν «αλαφιασμένα από τον τρόμο,τα άλογα του σοβιετικού πυροβολικού,κάπου χίλια ήταν...πολλά χάθηκαν στις φλόγες,μεγάλο μέρος έφτασε ως τη λίμνη,ρίχτηκαν στο νερό»... «...τα άλογα γραπώθηκαν το ένα πάνω στο άλλο τρέμοντας από το κρύο και το φόβο,με το κεφάλι τεντωμένο έξω από το νερό...Τη νύχτα κατέβηκε ο άνεμος του Βορρά. Το κρύο έγινε τρομερό. Μονομιάς, με τον χαρακτηριστικό παλλόμενο ήχο από γυαλί που κρούεται,το νερό πάγωσε. Η θάλασσα, οι λίμνες, τα ποτάμια παγώνουν ξαφνικά, επειδή διαρρηγνύεται απο τη μια στιγμή στην άλλη η θερμική ισορροπία.» Και έτσι το επόμενο πρωί οι στρατιώτες αντικρύζουν ένα απίστευτο θέαμα... «Η λίμνη έμοιαζε με μια απέραντη πλάκα λευκό μάρμαρο, πάνω στην οποία ακουμπούσαν ολόκληρες εκατοντάδες αλογοκεφαλές. Έμοιαζαν κομμένες με μια κοφτή τσεκουριά. Μόνο τα κεφάλια ξεπρόβαλλαν από την κρούστα του πάγου. Όλα τα κεφάλια ήταν στραμμένα στην όχθη. Μέσα στα γουρλωμένα μάτια έκαιγε ακόμη η άσπρη φλόγα του τρόμου.»

Διαβάζουμε ιστορίες γιά σκύλους που "στρατολογούνται" ως καμικάζι στην υπηρεσία του Σοβιετικού στρατού, γιά τάρανδους που ο βηματισμός τους φέρνει στη μνήμη καστανιέτες και Εβραιοπούλες που επανδρώνουν κινούμενα πορνεία προς τέρψη των Γερμανών στρατιωτών και μετά από «εικοσαήμερη υπηρεσία» εκτελούνται, γιά Εβραιόπουλα που εκτελούνται στο γκέτο της Βαρσοβίας σαν ποντίκια και γιά ανθρώπους-ποντίκια στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Διαβάζουμε γιά την μάχη του τελευταίου Σολωμού στο Φινλανδικό ποτάμι με τον Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος αποκαμωμένος που δεν μπορεί να τον πιάσει, διατάζει την εκτέλεσή του σε μιά σκηνή ανθολογίας υπαινικτικής γραφής, γιά τα παιδιά που φοβούνται τα πουλιά επειδή τα ταυτίζουν με τα βομβαρδιστικά και γιά τις μύγες που θριαμβεύουν ανίκητες πάνω από πολέμους και σφαγές.

Εικόνες φρίκης που τις διαδέχονται εικόνες λυρικές μιάς άλλης εποχής. Ο Γερμανός αξιωματικός που έχει ένα γυάλινο μάτι και όταν του φέρνουν μπροστά του τον δεκάχρονο αντάρτη που προσπαθεί να τον σκοτώσει, του λέει θα σου χαρίσω τη ζωή αν μου πεις ποιό μάτι είναι το αληθινό..Ο μικρός του δείχνει το ψεύτικο γιατί του φάνηκε πιό ανθρώπινο. Εικόνες και συζητήσεις λογοτεχνικές ή κοσμικές ενώ έξω γίνεται της μουρλής με την ειρωνία του Μαλαπάρτε να δεσπόζει σαν άλλος Όσκαρ Ουάιλντ να σαρκάζει ανοιχτά την «υψηλή κουλτούρα» και τον «πολιτισμό» των Γερμανών.

Εικόνες που μένεις άφωνος μπροστά τους, όπως η σκηνή με τον αρχηγό των Κροατών Ουστάσι (συνεργατών των Ναζί),τον διαβόητο Άντε Πάβελιτς. Σ’αυτό το κεφάλαιο, ο Μαλαπάρτε μας προετοιμάζει γιά την συνάντηση του με τον Κροάτη αρχηγό γιά να καταλήξει σε ένα λογοτεχνικό tour-de-force:
«...Παρατηρούσα τον Άντε Πάβελιτς, τα χοντρά τριχωτά του χέρια, το χαμηλό, σκληρό, πεισματωμένο μέτωπό του, τα τερατώδη αυτιά του. Κι ένα είδος οίκτου με κυρίευε γι’αυτό τον απλό άντρα, τον καλό, τον γενναιόδωρο, τον πλούσιο σε μια τόσο λεπτή αίσθηση ανθρωπιάς. Η πολιτική κατάσταση τους λίγους εκείνους μήνες είχε σοβαρά επιδεινωθεί. Η εξέγερση των παρτιζάνων φούντωνε σε ολόκληρη την Κροατία, από το Ζέμουν έως το Ζάγκρεμπ. Ένας βαθύς, ειλικρινής πόνος έσκαβε το χλωμό γαιώδες, πρόσωπο του Poglavnik(κροατικά,ο αρχηγός). Πόσο πρέπει να υποφέρει, σκεφτόμουν, αυτή η σπουδαία καρδιά!
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Π* μπήκε μέσα για να αναγγείλει τον πληρεξούσιο υπουργό της Ιταλίας, τον Ραφαέλε Καζερτάνο. «Πείτε του να περάσει» είπε ο Άντε Πάβελιτς. «Ο πληρεξούσιος υπουργός της Ιταλίας δεν πρέπει να περιμένει». Ο Καζερτάνο μπήκε, και μείναμε να συζητήσουμε πολλή ώρα, με μεγάλη απλότητα και εγκαρδιότητα, γιά τα προβλήματα της κατάστασης. Οι συμμορίες των παρτιζάνων προωθούνταν τη νύχτα μέχρι τα προάστεια του Ζάγκρεμπ, αλλά οι πιστοί ustase του Πάβελιτς θα επικρατούσαν σύντομα σε αυτόν τον βαρετό ανταρτοπόλεμο. «Ο κροατικός λαός» έλεγε ο Άντε Πάβελιτς « θέλει να κυβερνηθεί με καλοσύνη και δικαιοσύνη. Κι εγώ είμαι εδώ γιά να εγγυηθώ την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη.»
Όσο μιλούσαμε, παρατηρούσα ένα καλαμένιο πανέρι τοποθετημένο πάνω στο γραφείο, στα αριστερά του Poglavnik. Το καπάκι ήταν ανασηκωμένο, έβλεπες ότι το πανέρι ήταν γεμάτο με θαλασσινά, έτσι μου φάνηκαν, και θα έλεγα μάλιστα με στρείδια, αλλά βγαλμένα από το κέλυφός τους, όπως αυτά που βλέπεις πότε πότε εκτεθειμένα σε μεγάλους δίσκους στις βιτρίνες του Fortnum and Mason στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Ο Καζερτάνο με κοίταξε, κλείνοντας μου το μάτι: «Θα σου άρεσε μια ωραία σούπα με στρείδια, ε;»
«Από την Δαλματία είναι τα στρείδια;» ρώτησα τον Poglavnik.
Ο Άντε Πάβελιτς ανασήκωσε το καπάκι του πανεριού και δείχνοντας μου εκείνα τα θαλασσινά, εκείνη τη γλοιώδη και πηκτοειδή μάζα των στρειδιών, είπε χαμογελώντας, με το καλοσυνάτο και κουρασμένο του χαμόγελο: «Είναι δώρο από τους πιστούς μου ustase: είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια.»


Το βιβλίο του Μαλαπάρτε, ένα διαμάντι, ένα αριστούργημα πραγματικό είναι μπαρόκ, είναι γκροτέσκο, είναι απέραντα λυρικό, είναι εξαιρετικά ποιητικό αλλά και υπερβολικά σκληρό και ωμό. Ο συγγραφέας υιοθετεί την στάση του «καλά να πάθουμε», «είμαστε άξιοι της μοίρας μας». Περιγράφει τις μεγαλοαστικές παρέες και τις αριστοκρατικές συντροφιές ως ανθρώπους αλλού γι’αλλού, τελειωμένους, που το σπίτι τους έχει πάρει φωτιά και αυτοί ασχολούνται με τις ερωτικές τους σχέσεις, με την μόδα. Όταν γυρίζει στην Ιταλία, λίγο προτού αυτή συνθηκολογήσει, και πηγαίνει σε ένα αθλητικό κέντρο, γήπεδο γκολφ κλπ, μιά ηλιόλουστη μέρα, η παρέα που αποτελείται από κόμησες και νεαρούς γόητες συζητάει γιά το ποιός πηδάει ποιά και κουτσομπολεύει τα φορέματα και τις συμπεριφορές λες και δεν τρέχει τίποτα – ο πόλεμος λένε...Ποιός πόλεμος;

Δεν έχω διαβάσει βιβλίο που να περιγράφει τόσο παραστατικά την παρακμή της Ευρώπης, την παρακμή του αστικού τρόπου ζωής του μεσοπολέμου, το τέλος μιάς εποχής. Ο Μαλαπάρτε προκλητικός και εριστικός τα παίζει όλα γιά όλα, όταν περιγράφει στους Γερμανούς αξιωματικούς, την θεωρία του ότι ο Χίτλερ είναι γυναίκα ή όταν ειρωνεύεται τον Χίμλερ γυμνό στην Φινλανδική σάουνα – τον αντιμετωπίζουν σαν «γραφική περίπτωση» διανοούμενου που κάπου τους τσαντίζει αλλά και κάπου τους ιντριγκάρει. Μη το κουράζω άλλο, ο τύπος ήταν Θεός...

Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε γεννήθηκε ως Kurt Erich Suckert κοντά στην Φλωρεντία από Γερμανό πάμπλουτο πατέρα και Ιταλίδα μητέρα το 1898. Ο διχασμός στην ζωή του ήρθε από νωρίς. Γιά λόγους που δεν έχω καταλάβει τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μιά οικογένεια της εργατικής τάξης μακριά από τους γονείς του.Μετά τα έξι του, τον πήρανε κοντά τους αλλά το γερμανικό του όνομα του δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο. Στον Α Παγκόσμιο πόλεμο ήδη δημοσιογράφος στο επάγγελμα, πολεμάει εναντίον των Γερμανών και κερδίζει τον βαθμό του Λοχαγού. Ασπάζεται τον Φασισμό και είναι από τους πρωτεργάτες της μεγάλης Πορεία του Μουσολίνι προς την Ρώμη το 1922.Η κριτική του όμως δημοσιογραφική ματιά τον φέρνει σε ρήξη με το κυβερνών κόμμα. Η έκδοση του πολύ επιτυχημένου του βιβλίου «Η τεχνική του πραξικοπήματος» το 1932, όπου δεν χαρίζεται σε Χίτλερ και Μουσολίνι τον στέλνει στην εξορία γιά 5 χρόνια στο νησί του Λίπαρι (1933 έως 1938). Γενικώς ταλαιπωρείται από το Φασιστικό καθεστώς και φυλακίζεται γιά μικρά χρονικά διαστήματα σχεδόν κάθε χρόνο, η φιλία του όμως με τον γαμπρό του δικτάτορα, τον Τσιάνο, τον σώζει από τα χειρότερα. Προτού ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Κάπρι, όπου η βίλλα που έχτισε γνωστή ως casa Malaparte είναι σημείο αναφοράς (και σκηνικό στην περίφημη Περιφρόνηση του Γκοντάρ). Κατά την διάρκεια του πολέμου και μετά την επιστροφή του από την Φινλανδία φυλακίζεται πάλι από το καθεστώς ώσπου τον απελευθερώνουν οι Αμερικανοί. Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίζει δίωξη ως παλαιός συμπαθών του Φασιστικού κόμματος αλλά αθωώνεται και μεταναστεύει στην Γαλλία στην οποία θα ζήσει μέχρι τον θάνατο του από καρκίνο το 1957. Κατά την διάρκεια του πολέμου ασπάσθηκε τον Κομμουνισμό ενώ προς το τέλος της ζωής του φλέρταρε με τον Μαοϊσμό.
Έγραψε δύο μεγαλειώδη μυθιστορήματα το ΚΑΠΟΥΤ και το ΔΕΡΜΑ, ενώ το 1950 σκηνοθέτησε το κινηματογραφικό έργο Cristo Proibito (Απαγορευμένος Χριστός) που κέρδισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ Βερολίνου το 1951.Στην Αμερική η ταινία έγινε γνωστή με τον τίτλο Strange Deception.

Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αγαπήθηκε και μισήθηκε στον καιρό του. Άλλοι τον περιγράφουν ως αυθεντικό αριστοκράτη,bon viveur και μεγάλο πνεύμα, άλλοι ως ακραίο, καιροσκόπο, αδίστακτο. Πάντως όλοι αναγνωρίζουν την μεγάλη του αξία ως συγγραφέα. Ο Μαλαπάρτε ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα με τα βιβλία του, με την δράση του – ένας άνθρωπος γιά όλες τις εποχές από αυτούς που δεν υπάρχουν πιά.

«Ήμουν σίγουρα κι εγώ ένα φάντασμα, το θαμπό φάντασμα μιάς μακρινής εποχής, ίσως ευτυχισμένης, μιάς εποχής νεκρής, ίσως, ίσως ευτυχισμένης.»
 
Τρίτη, Απριλίου 21, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 21, 2009 | Permalink
«Ο σκλάβος δεν θέλει την ελευθερία του,αλλά έναν δικό του σκλάβο.»
Θα μπορούσε να θεωρηθεί προφητικό το συναρπαστικό μυθιστόρημα «ΕΙΧΑΜΕ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ» («THE LAST INTEGRATIONIST») του Αφρο-Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Jake Lamar, απόφοιτου του Χάρβαρντ που πλέον ζει και εργάζεται στο Παρίσι, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Μ.Σκαμαγκα, σελ.482). Διαποτισμένο από ειρωνία, πολιτική ανορθοδοξία και χωρίς να φοβάται να γράψει πικρές αλήθειες το βιβλίο του Λαμάρ (που είναι το πρώτο του,γραμμένο το 1996), τοποθετείται χρονικά στο εγγύς μέλλον (άνετα θα μπορούσε να είναι το 2009), σε μιά Αμερική πλήρως συντηρητική, σχεδόν φασιστική όπου ο ρατσισμός επιφανειακά δεν υπάρχει αλλά ουσιαστικά είναι περισσότερο έντονος από ποτέ.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας είναι δύο. Εν πρώτοις, ο υπερσυντηρητικός μαύρος δικηγόρος Μέλβιν Χάτσινσον που αναλαμβάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης μιάς νεοεκλεγμένης κυβέρνησης των Η.Π.Α με πρόεδρο έναν χαρισματικό και αδιάφορο ζεν-πρεμιέ πολιτικό. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η προστασία του φιλήσυχου πολίτη από την εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά, οπότε ο Χάτσινσον αναλαμβάνει να υλοποιήσει αυτή την πολιτική επιβάλλοντας σκληρές έως απάνθρωπες ποινές στους ενόχους. Η θανατική ποινή (και μάλιστα με τον παλιό καλό και "οικονομικό" τρόπο της αγχόνης), είναι σε ημερήσια διάταξη και το σύνθημα των οπαδών του ιδιαίτερα δημοφιλούς αυτού μαύρου πολιτικού είναι «Κρέμασε τους,όλους Χατς». Η δημιουργία «ειδικών κέντρων αποκατάστασης» γιά προβληματικούς νέους και οι περίπολοι από τάγματα πολιτών που φυλάνε την τάξη στους δρόμους είναι «εκ των ων ουκ άνευ» σε μία χώρα βαθιά διχασμένη.
Το εγκεφαλικό επεισόδιο που χτυπάει τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανέλθει ο Χάτσινσον σε υψηλότερα αξιώματα, αλλά ο τύπος είναι τελείως «σαλεμένος». Μετά τον χαμό της μονάκριβης κόρης του σε ατύχημα στο ράφτινγκ, πίνει από το πρωί και διακατέχεται από μία μανία εκδίκησης προς τους πάντες – θέλει «να τους σκοτώσει όλους».
Ο έτερος πρωταγωνιστής της ιστορίας, είναι η ανηψιά του Χάτσινσον, η νεαρή φωτογράφος Έμα Πήρσον. Κόρη ενός ιδιόρρυθμου μουσικού της τζαζ, που ουσιαστικά έγραψε ένα κομάτι στην καριέρα του και μ’αυτό έκανε μεγάλη επιτυχία και της (τελείως διαφορετικής από τον ίδιον) αδερφής του Χάτσινσον, συζεί με έναν λευκό δημοσιογράφο, τον Σεθ, που δουλεύει σε ένα ριάλιτι τύπου Όπρα, το οποίο ετοιμάζεται γιά το καινούριο σόου που προβλέπεται ότι θα «σκίσει» - θανατικές εκτελέσεις live…
Η Έμα είναι μιά κοπέλα χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις που υποφέρει από τον διάχυτο ρατσισμό των ανθρώπων. Δεν έχει πρόβλημα με τις διαφυλετικές σχέσεις (ποτέ δεν την απασχόλησε τι χρώμα θα έχει ο σύντροφός της), και απορρίπτεται από όλους. Προσπαθεί να «ακολουθήσει το όνειρό της» και να καθιερωθεί ως φωτογράφος αλλά τα θέματα της (να φωτογραφίζει διαφυλετικά ζευγάρια την ώρα που κάνουνε έρωτα) εκλαμβάνονται ως πορνογραφικά και ντεμοντέ. Από τους ομόχρωμούς της στιγματίζεται ως «προδότης» της φυλής αφού το να ζεί με έναν λευκό θεωρείται δείγμα ιδεολογικής παρακμής και από τους λευκούς αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο, ως άνθρωπος «κατώτερης ράτσας», με χαρακτηριστική την αντιμετώπιση από την «πεθερά» της, η οποία χέζει καθημερινά μπροστά από την πόρτα του υπνοδωματίου του ζευγαριού...

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και δίνουν τον τόνο στον ρυθμό του μυθιστορήματος που ορισμένες φορές είναι εκρηκτικός. Ο φανατικός και ακτιβιστής Ρασίντ, ο οποίος απορρίπτει κάθε μορφή διαφυλετικής σχέσης ή συμπεριφοράς. Ο βοηθός του Χάτσινσον, ο λομπίστας Μπιντλ, που από τη μιά προσπαθεί γιά την ανέλιξη του προϊσταμένου του σε υψηλότερα αξιώματα και από την άλλη ραδιουργεί εναντίον του. Η μητέρα της Έμας που υποφέρει από παραισθήσεις και μανία καταδίωξης, αλλά την «κρίσιμη στιγμή» λειτουργεί ανθρώπινα και με συμπόνοια ενώ η μητριά της Έμας, η λευκή Γουίλοου, μετά την οικογένεια της Έμας είναι έτοιμη να «σημαδέψει» και την πολιτική καριέρα του Χάτσινσον αφού τους δυό τους συνδέει ένα «στιγμιαίο λάθος».

Ο Λαμάρ έχει μιά μεγάλη ικανότητα στην δημιουργία μιάς ιδιαίτερα συναρπαστικής ιστορίας που κρατάει σε συνεχή αγωνία τον αναγνώστη.Η ειρωνία στην γραφή του και οι ανατροπές στην ιστορία σε συνδιασμό με τους προβληματισμούς που εγείρει γιά το δυστοπικό μέλλον της χώρας δημιουργούν το έντονο ενδιαφέρον της πλοκής που καθιστά το βιβλίο ευκολοδιάβαστο (παρά την έντονη πολιτικολογία και τις αναφορές στο πολιτικό σύστημα της χώρας) και καθηλωτικό.

Ο συγγραφέας «προβοκατόρικα» περιγράφει την πορεία των διαφυλετικών σχέσεων σε μιά χώρα διχασμένη μεταξύ δήθεν προοδευτικότητας και δήθεν άνεσης στην συμβίωση των διαφορετικών εθνοτήτων. Παρατηρούμε ότι ο ρατσισμός των μαύρων είναι πιό έντονος από των λευκών, οι οποίοι ταλαντεύονται μεταξύ των προσωπικών τους ενοχών, political correctness, και καθωσπρεπισμού. Περιγράφει την μετεξέλιξη της μαύρης φυλής, μακριά από τα οράματα του Λούθερ Κινγκ (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου που χρησιμοποιήθηκε στην Γαλλική του έκδοση). Ο Χάτσινσον θα μπορούσε να ήταν ένας Ομπάμα, ακολουθεί «λευκή» πολιτική, γιά τους φανατικούς ομόχρωμους του, θεωρείται «λακές των λευκών». Και ενώ στη νιότη του είναι «black and proud», όταν «καθιερώνεται» στην δικηγορία και γίνεται μέλος της κυβέρνησης του (κατάλευκου και γοητευτικού) Προέδρου Μακ Κράκεν «παίζει το παιχνίδι των λευκών» και είναι ο εκφραστής μιάς ακροδεξιάς και καθόλου δημοκρατικής πολιτικής. Όταν συνειδητοποιεί ότι είναι ο βασικός υπεύθυνος (έστω και άθελα του) γιά το πρόγραμμα «ευγονικής» και «γενετικών πειραμάτων» στα Κέντρα Αποτοξίνωσης φλιπάρει.

Ο Λαμάρ οδηγεί την δυστοπία του σε μονοπάτια δύσβατα και αφήνει ανοιχτό ιδεολογικά το τέλος του βιβλίου. Η Έμα Πήρσον φεύγοντας γιά την Ευρώπη βρίσκει τον εαυτό της, αναπροσδιορίζει τις αξίες της, επανεκτιμά την ανθρώπινη επαφή και βλέπει τα πράγματα όπως είναι. Στο κάτω-κάτω κάνει πράξη τους στίχους του παλιού τραγουδιού, που μουρμούριζε ο Σεθ στο αυτοκίνητο:
"I don't need you to worry for me cause I'm alright
I don't want you to tell me it's time to come home
I don't care what you say anymore, this is my life
Go ahead with your own life and leave me alone
I never said you had to offer me a second chance
I never said I was a victim of circumstance
I still belong, don't get me wrong
And you can speak your mind
But not on my time
"

Πίσω όμως στις Η.Π.Α. το διαφυλετικό παιδί, ο «αιώνια προβληματικός» Μάιλς, που είχε αποκαλέσει τον εαυτό του «γκρι» (ως προς το χρώμα), αργοσβήνει, θύμα της ευγονικής πολιτικής της κυβέρνησης. Γιά τύπους σαν κι αυτόν (που την «ζωή τους έχουν ρημάξει, δεν έχει πλοίο, δεν έχει οδό»), το μέλλον προβλέπεται μάλλον σκοτεινό και αδιέξοδο.
 
Τρίτη, Απριλίου 14, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 14, 2009 | Permalink
Un loco porteño (και γενικώς...Τελικά)
Ο Ρομπέρτο Άρλτ αποτελεί μιά μοναδική περίπτωση στην Αργεντίνικη λογοτεχνία. Αυτοδίδακτος αφού δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει το σχολείο, δούλεψε σε ότι μπορεί να φανταστεί κανείς (βουλκανιζατέρ,στις αποθήκες του λιμανιού,σε εργοστάσιο τούβλων), προτού βρει τον δρόμο του στην δημοσιογραφία όπου διέπρεψε ως χρονογράφος, πέθανε νεότατος στα 42 του χρόνια. Το πιό επιτυχημένο του από τα τρία μυθιστορήματα που έγραψε είναι το «ΟΙ 7 ΤΡΕΛΛΟΙ» (Εκδ.Ροές, μετάφρ. Δήμ.Παπαβασιλείου, σελ. 349). Ένα βιβλίο σουρεαλιστικό, παραληρηματικό που δεν το πήραν στα σοβαρά όταν εκδόθηκε το 1929, αλλά η επίδραση του στην μοντέρνα λογοτεχνική σκηνή της Αργεντινής είναι τεράστια.

Οι «7 τρελλοί» δεν αποκωδικοποιούνται εύκολα. Δεν νομίζω ότι αυτό ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα άλλωστε. Ο κεντρικός χαρακτήρας,ο Ερδοσάϊν (θα μπορούσε να είναι (εν μέρει) alter ego του συγγραφέα) είναι ένας εισπράκτορας μιάς ασφαλιστικής εταιρείας, ο οποίος καταχράται 600 πέσος. Τον «καρφώνουν» με μιά ανώνυμη καταγγελία και έχει μία ημέρα διορία γιά να τα επιστρέψει. Ο Ερδοσάϊν είναι εφευρέτης, τυχοδιώκτης και γεννημένος κακομοίρης. Παντρεμένος με μιά πολυέξοδη γυναίκα που τον περιφρονεί (και στην πορεία του μυθιστορήματος τον εγκαταλείπει γιά έναν λοχαγό), ούτε θυμάται πως χάλασε τα χρήματα αλλά τώρα δεν έχει φράγκο επάνω του. Ξαμολιέται να βρει τα λεφτά από γνωστούς του στους δρόμους και τα καφέ του Μπουένος Άυρες, ώσπου απελπισμένος καταλήγει στο σπίτι του Αστρολόγου, ενός απίστευτου τύπου. «Ήταν τυλιγμένος σε μιά κίτρινη κελεμπία και το ψηλό του καπέλο έγερνε στο μέτωπό του, σκιάζοντας το φαρδύ ρομβοειδές πρόσωπό του. Μερικές μπούκλες έπεφταν πάνω στους κροτάφους του, ενώ η μύτη του, με το κόκαλο σπασμένο στη μέση, ήταν παράδοξα μετατοπισμένη προς τ’αριστερά. Κάτω απ’τα εξογκωμένα τόξα των φρυδιών του κινούνταν ζωηρά δυο στρογγυλά μαύρα μάτια, ενώ το πρόσωπο του με τα έντονα ζυγωματικά, που αυλακώνονταν απο βαθιές ρυτίδες, έδινε την εντύπωση ενός μολυβένιου γλυπτού. Τόσο βαρύ θα πρέπει να ήταν εκείνο το κεφάλι!». Ο Αστρολόγος καθόταν με τον «Μελαγχολικό Μαστροπό», έναν προαγωγό και σχεδιάζουν την υλοποίηση μιάς επανάστασης. Δανείζουν τα χρήματα στον Ερδοσάϊν, ο οποίος ενθουσιάζεται με την προοπτική της ανατροπής του πολιτεύματος. Τους εξομολογείται δε ότι ο μισητός εξάδερφος της συζύγου του, ο Μπαρσούτ, που έχει αυτοκτονικές τάσεις, διαθέτει 20.000 πέσος σε μία τράπεζα, είναι ολομόναχος και θα μπορούσαν να τον απαγάγουν και να τον δολοφονήσουν αφού πρώτα του πάρουν τα χρήματα με τα οποία θα χρηματοδοτηθεί η επανάσταση αρχικά. Ο Αστρολόγος,ο Μελαγχολικός Μαστροπός με την αρωγή του Ερδοσάϊν προχωρούν στην υλοποίηση του σχεδίου και την δολοφονία αναλαμβάνει το δεξί χέρι του αρχηγού που είναι ο αλλόκοτος Μπρόμπεργκ,«ο Άντρας που είδε την μαία»(!!!).

Οι χαρακτήρες, τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι όλα παράφρονες. Ελάχιστα συμπαθητικοί κάνουν τα πάντα γιά να σοκάρουν τον αναγνώστη. Άπαντες ενοχικοί, αυτοκαταστροφικοί, ρεμάλια κανονικά. Ο Άρλτ μας πηγαίνει ένα ταξίδι στην πιό λούμπεν πλευρά του Μπουένος Άυρες όπου οι τύποι δεν έχουν τίποτα το ρομαντικό ή το γραφικό. Οι διάλογοι είναι τελείως παρανοϊκοί και το «σχέδιο» είναι τόσο κουλό που κάποια στιγμή σκέφτεσαι αν το βιβλίο είναι μιά τεράστια φάρσα. Η δημιουργία μιάς νέας θρησκείας, η χρηματοδότηση της επανάστασης μέσα από ένα δίκτυο πορνείων σε όλη τη χώρα ή εύρεσης χρυσού στον Αργεντίνικο Νότο είναι τελείως σουρεαλιστικά και μόνο έτσι θα πρέπει να τα δει κάποιος, διότι εάν πάρει το βιβλίο «λογικά» θα χαθεί...

Ο Αστρολόγος είναι μιά φοβερή μυθιστορηματική φιγούρα, όπου ο Άρλτ αποδεικνύεται προφητικός, διότι οι απόψεις του που κινούνται μεταξύ Φασισμού και Κομμουνισμού ομοιάζουν λίγο-πολύ με την ιδεολογία που καλλιέργησε με μεγάλη επιτυχία ο Περόν μερικά χρόνια αργότερα κυριαρχώντας στην πολιτική σκηνή της χώρας γιά δεκαετίες σε μιά ιδιότυπη λαϊκίστικη δικτατορία. Η δυστοπία που οραματίζεται ο Αστρολόγος έρχεται κατευθείαν από τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι και τον κόσμο του Δάντη, ενώ τα παραληρήματά του και οι κοινωνικοοικονομικές αναλύσεις του βγάζουν νόημα μέσα από τον παραλογισμό τους.

Η αγωνία του ανθρώπου του 20ου αιώνα, η αλλοτρίωση του, το άγχος του μεταφέρονται αριστουργηματικά από τον Άρλτ. Η ζωή στην μεγαλούπολη είναι εφιαλτική και οι εικόνες του βιβλίου θυμίζουν πίνακες εξπρεσιονιστικούς. Η μανία γιά πλουτισμό, ο αγώνας γιά επιβίωση, η παράνοια και το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων είναι τα βασικά συστατικά αυτού του περίεργου και έξω από τα συνηθισμένα μυθιστορήματος που δεν ολοκληρώνεται αφού υπάρχει και η συνέχειά του στο επόμενο βιβλίο του συγγραφέα, τα «Φλογοβόλα»( Los lanzallamas) που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα(1931) και είναι αμετάφραστο στην Ελλάδα.

Ο Άρλτ (περισσότερα γιά τον συγγραφέα εδώ), μάλλον θα πρέπει να διαβαστεί στο πρωτότυπο. Η γλώσσα του είναι ένα μείγμα της γλώσσας των καταγωγίων της Μπόκα και της γλώσσας που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι του Μπουένος Άυρες (portenos) και η γραφή του άναρχη και «ακατέργαστη» συνετέλεσαν ώστε να θεωρηθεί στον καιρό του «κακός» συγγραφέας και να αποκτήσει την φήμη του περισσότερο ως χρονογράφος, όπου η ημερήσια στήλη του στην μεγάλης κυκλοφορίας El Mundo με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Aquafuertes portenas» (Αστικές (του Μπουένος Άυρες) οξυγραφίες) στην οποία σχολίαζε την καθημερινότητα της πόλης, τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή και άλλωστε όταν κυκλοφόρησαν σε βιβλίο (τρεις τόμοι) το 1936 έκαναν μεγάλη επιτυχία. Ο κύκλος του Μπόρχες τον σιχαινόταν αλλά ο ίδιος μάλλον δεν έδινε δεκάρα αφού οι παρέες του ήταν άνθρωποι του λιμανιού,απλοί λαϊκοί άνθρωποι από τους οποίους εμπνέετο τα χρονογραφήματά του.Ο πρόωρος θάνατος του το 1942, από καρδιακή ανακοπή στέρησε την Αργεντίνικη λογοτεχνία από έναν «διαφορετικό» συγγραφέα που δεν θα τον έβαζα στην ίδια κατηγορία με τους μεγάλους της χώρας του αλλά που η γραφή του 80 χρόνια μετά φαίνεται πιό μοντέρνα από εκείνων.

Οι «7 Τρελλοί» μαζί με το πρώτο του βιβλίο, το «Λυσσαλέο παιχνίδι» είναι τα μόνα μυθιστορήματα του Άρλτ που έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά. Γενικότερα ο συγγραφέας παραμένει μάλλον άγνωστος στον «Δυτικό κόσμο» ενώ η επιρροή του είναι τεράστια στην μοντέρνα λογοτεχνική σκηνή της Αργεντινής (Πίλια,Αρίας). Οι «7 Τρελλοί» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1973 (ψάχνοντας το λίγο περισσότερο βρήκα ότι είναι μία μεταφορά και των «Φλογοβόλων» της συνέχειας των «7 τρελλών» σε μία δίωρη ταινία που έχει γίνει cult.) Υποθέτω ότι θα διαβάσουμε και θα ακούσουμε περισσότερα γιά αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική περίπτωση τα προσεχή χρόνια.

___________________________________________________

85 χρόνια σαν χθες-σε ένα πατάρι της Πατησίων...Άσε τα λέει καλύτερα ο Κυφώ σε 85 λέξεις..."Αθάνατη αυτή,θνητοί εμείς"...Μέσα και η "Αυτοκαταστροφή"..."Με χιόνια και βροχές"...Το "όνειρο" κι ο "εφιάλτης"...Forever and ever.
 
Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009 | Permalink
Γενικώς "διαταραγμένοι"
Τα δύο βιβλία με τα οποία θα ασχοληθώ σήμερα επιβεβαιώνουν πόσο άδικο έχουν όσοι βάζουν εύκολα ταμπέλες και κατηγοριοποιούν τα λογοτεχνικά είδη. Και τα δύο ανήκουν στο είδος που τόσο «ανέμελα» αποκαλείται «αστυνομική λογοτεχνία» αλλά οι διαφορές τους είναι τεράστιες και πηγαίνουν πέρα από προσωπικά γούστα – δηλαδή ποιό είδος αστυνομικής λογοτεχνίας προτιμάει κάποιος ή εάν υπάρχουν «σχολές» αστυνομικής λογοτεχνίας και ποιές είναι αυτές. Τι ενδιαφέρει τον μέσο αναγνώστη όμως; Να είναι καλό το βιβλίο που θα διαβάσει, ή τουλάχιστον, αρκετά ενδιαφέρον ώστε να τον «κρατήσει». Εδώ λοιπόν έχουμε «θέμα» και «υλικό» γιά ανάλυση...Ας το δούμε προσεκτικά.

Τα δύο βιβλία είναι το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» (RIGHT AS RAIN), του (ελληνικής καταγωγής) Αμερικανού συγγραφέα George P. Pelecanos (Εκδ.Οξύ, μετάφρ. Π.Μποζινάκης, σελ. 399) και, το «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» της Αγγλίδας Minette Walters, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ. 496). Ωραία μυθιστορήματα και τα δύο και παρότι «μου πάει» περισσότερο το βιβλίο της Γουώλτερς ως ύφος και στυλ, αναγνωρίζω ότι το pulp μυθιστόρημα του Πελεκάνος, απλούστερο στην μορφή του, είναι πιό συγκροτημένο και συμπαγές και τελικά σου «μένει» περισσότερο ως τελική εντύπωση.

Το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» είναι ένα πολύ βίαιο και γρήγορο στην εξέλιξη του μυθιστόρημα, τυπικό του ύφους του πολύ καλού συγγραφέα που είναι ο Πελεκάνος, το οποίο αγγίζει τα θέματα της τυφλής αστυνομικής βίας, του ρατσισμού και ασχολείται με την σκοτεινή πλευρά των μεγαλουπόλεων και το τι συμβαίνει στις διαφορετικού είδους «φαβέλες» που υπάρχουν σ’αυτές.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Ντέρεκ Στρέιντζ (Strange), ένας μαύρος πενηντάρης ιδιωτικός ντέτεκτιβ, πρώην αστυνομικός, αρκετά γοητευτικός (σε στυλάκι Σάμιουελ Τζάκσον), που φροντίζει την ετοιμοθάνατη μητέρα του,τον σκύλο του, ασχολείται με τον έφηβο γιό της αγαπημένης του, λίγο φιλόσοφος, αρκετά συναισθηματικός, περπατημένος, με συναισθηματικές ανησυχίες που ξέρει καλά ότι, τα πράγματα είναι συνήθως διαφορετικά από ότι φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Όταν προσλαμβάνεται από την μητέρα του αδικοχαμένου Κρις Γουίλσον, ενός μαύρου αστυνομικού που δέχτηκε τα πυρά ενός λευκού συναδέλφου του,του Τ.Κουήν με την ανάγνωση των πρώτων στοιχείων αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση «έχει ζουμί».Ο Γουίλσον εκτός υπηρεσίας εκείνο το μοιραίο βράδυ, είχε σταματήσει γιά έλεγχο έναν πολίτη που βγήκε από το αυτοκίνητό του γιά να κατουρήσει. Τον σημάδεψε με το όπλο του και φώναζε. Ο Κουήν και ένας συνάδελφος του ήταν σε υπηρεσία και περνούσαν από εκείνο το σημείο όταν είδαν έναν μαύρο να σημαδεύει έναν λευκό.Του φωνάζουν «αστυνομία» και «πέτα το όπλο σου» και εκείνος στρέφει το όπλο προς αυτούς και φωνάζει κάτι ακατάληπτο,ο Κουήν πυροβολεί και τον σκοτώνει. Στην εξεταστική επιτροπή που συνεστήθη αθωώνεται αλλά παρατείται από το Σώμα και πιάνει δουλειά ως υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο. Η μητέρα του Γουίλσον θέλει μόνο να αποκατασταθεί το όνομα του γιού της, ότι «έπεσε» εν ώρα καθήκοντος.

Ο Στρέιντζ ερευνά την υπόθεση και σιγά-σιγά γίνεται φίλος με τον Κουήν, έναν πολύ ενδιαφέροντα τύπο που τον κυνηγά η συνείδησή του γι’αυτό που έγινε. Αναγνωρίζει ότι τράβηξε εύκολα πιστόλι γιατί τον απειλούσε ένας μαύρος. Βλέπει ότι παρότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ρατσιστή του βγαίνουν διάφορα ρατσιστικά συμπλέγματα τα οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει. Μαζί ο Στρέιντζ με τον Κουήν, ο μαύρος και ο λευκός, πρώην αστυνομικοί και οι δύο λύνουν την πολύ μπερδεμένη, όπως αποδεικνύεται υπόθεση που στο βάθος της έχει ένα μεγάλο δίκτυο ναρκωτικών και την διακίνηση τους στις υποβαθμισμένες περιοχές της Ουάσινγκτον.

Η Αμερικάνικη πρωτεύουσα είναι πολύ διαφορετική στο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Σκοτεινή και ψυχρή, απρόσωπη και γεμάτη εγκληματικότητα περιγράφεται πολύ διαφορετικά από το γνώριμο απαστράπτον πρόσωπό της που γνωρίζουμε. Ο συγγραφέας με εξαιρετικό ρυθμό, «ταξιδεύει» στις φτωχογειτονιές με τις εργατικές συνοικίες, με τους μαύρους και τους ναρκομανείς που ζουν σε εγκαταλελειμένα σπίτια ή σε τουαλέτες που τις έχουν μετατρέψει σε σπίτια. Θυμίζει επεισόδια από την πολύ καλή και ρεαλιστικότατη τηλεοπτική σειρα The Wire, (δεν είναι τυχαίο) που ο Πελεκάνος είναι ένας από τους σεναριογράφους της (η σειρά διαδραματίζεται στην Βαλτιμόρη – κοντά στην Ουάσινγκτον και ένα δείγμα της μπορείτε να δείτε εδώ στην μνημειώδη F.scene, από τις καλύτερες τηλεοπτικές σκηνές ever…).

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από μουσική, ο Στρέιντζ ακούει μαύρη μουσική της δεκαετίας του 60, ενώ ηρεμεί σπίτι του με μουσική από ταινίες γουέστερν (!!!), ο Κουήν ακούει Σπρίνγκστην στο αυτοκίνητο και οι βλάχοι έμποροι ναρκωτικών – το φοβερό και αηδιαστικό ζευγάρι πατέρα,γιού – ακούνε συνέχεια country μουσική. Η μουσική λειτουργεί ως σχόλιο σε πολλές σκηνές του μυθιστορήματος ενώ δεν λείπει και το κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα καθώς περνάει τις ιδέες του γιά νομιμοποίηση των ναρκωτικών και την απαγόρευση του πώλησης όπλων. Ένα βιβλίο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, αρκετά pulp, αρκετά στο ύφος του Έλμερ Λέοναρντ, με ωραίο αυξανόμενο ρυθμό που στις τελευταίες σελίδες γνωρίζει την (πολύ) βίαιη κορύφωσή του με ένα λουτρό αίματος που δύσκολα το ξεχνάς.

Ο κοινωνικός ρατσισμός διαπερνάει και τις σελίδες του πολύ ενδιαφέροντος αλλά άνισου μυθιστορήματος της Μ.Γουώλτερς «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ». Ένα βιβλίο που ξεκινάει καταπληκτικά, που νιώθεις ότι θα σε συνεπάρει αλλά από την μέση και μετά αναλώνεται σε μιά τρομερή φλυαρία, επαναλαμβάνεται και κουράζει ενώ το λίαν προβλέψιμο φινάλε του καταστρέφει ότι προσπάθησε να χτίσει η πολύ ικανή αυτή συγγραφέας.

Ο ανθρωπολόγος καθηγητής πανεπιστημίου Τζόναθαν Χιούζ είναι ένας ιδιόρρυθμος τύπος που έχει γράψει ένα βιβλίο με θέμα τις δικαστικές πλάνες και παραθέτει διάφορες υποθέσεις ανθρώπων που έπεσαν θύματα αυτών των «λαθών».Μία από τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχολείται στο βιβλίο του, είναι και αυτή του εικοσάρη Χάουαρντ Σταμπ που κατηγορήθηκε ότι σκότωσε την γιαγιά του πριν από 30 χρόνια σε μιά μικρή πόλη του Ντόρσετ στην Αγγλία. Κατά σύμπτωση στο ίδιο θέμα έχει αφιερώσει τη ζωή της η δημοτική σύμβουλος Τζωρτζ Γκάρτνερ μιά γηραιά (και αυτή αρκετά ιδιόρρυθμη) κυρία. Η Γκάρτνερ πείθει τον Χιούζ να ψάξει περαιτέρω την υπόθεση Σταμπ, και να αποδείξουν από κοινού σε ένα καινούριο βιβλίο την δικαστική πλάνη και αν μπορέσουν να βρουν τον ένοχο της φρικιαστικής δολοφονίας.
Ο Σταμπ λίγους μήνες μετά την καταδίκη του σε ισόβια δεσμά γιά την δολοφονία αυτοκτόνησε στο κελί του. Ήταν ένα παιδί που είχε χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αναλφάβητο και με λαγωχειλία που ήταν μονίμως απομονωμένο και φοβισμένο. Υπεραγαπούσε την γιαγιά του που είχε κι αυτή λαγωχειλία και περνούσε πολλές ώρες μαζί της. Ήταν σχεδόν απίθανο να είναι αυτός ο δολοφόνος, η αστυνομία στηρίχτηκε σε κάτι κόκκινες τρίχες που βρέθηκαν στο μπάνιο, εξέταση DNA δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια και η αυτοκτονία του δεν επέτρεψε ξανάνοιγμα του φακέλου από την αστυνομία όλα αυτά τα χρόνια, εξάλλου η καταδίκη του διευκόλυνε τους πάντες τότε.

Ψάχνοντας την υπόθεση, το ιδιάζον δίδυμο των ερευνητών πέφτει πάνω σε μιά άλλη ιστορία που συνέβη εκείνο τον καιρό στην ίδια κωμόπολη. Μιά πεταχτούλα και νόστιμη έφηβη που είναι στο πάρκο με την ασχημούλα φίλη της (και τον μικρό αδερφό αυτής) βιάζεται από τρεις χουλιγκάνους της περιοχής. Ύστερα από μια εβδομάδα εκδιώκεται από το σχολείο της μετά από έντονο καυγά με την κολλητή της που ήταν παρούσα στο συμβάν, όταν εκείνη απείλησε να αποκαλύψει σε όλο το σχολείο τι συνέβη στο πάρκο. Η μικρή μετά από αυτό το σκάει από το σπίτι της και είναι γιά 30 χρόνια αγνοούμενη. Διαπιστώνεται ότι οι δύο υποθέσεις «κουμπώνουν» η μία πάνω στην άλλη, οπότε οι Χιουζ και Γκάρτνερ βρίσκονται αναμεμιγμένοι και στις δύο προσπαθώντας να ανοίξουν τις καλά σφραγισμένες πόρτες φτάνουν πολύ βαθιά αποκαλύπτοντας οικογενειακά μυστικά, περιπτώσεις παιδοφιλίας, οικογενειακής βίας και παιδικής εγκληματικότητας.

Ο πραγματικός χρόνος του βιβλίου είναι το 2001, λίγο μετά την 11 Σεπτεμβρίου, όπου τα μέτρα ασφαλείας είναι έντονα και ο κόσμος υποπτεύεται ότι είναι ή μοιάζει «διαφορετικό». Ο ανθρωπολόγος με το τυπικότατα βρετανικό όνομα Χιούζ είναι μαύρος που μοιάζει με άραβα και αυτό του δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα και πανικό. Σύντομα διαπιστώνει ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον αδίκως κατηγορηθέντα Σταμπ. Και οι δύο ήταν παιδιά που βίωσαν τον ρατσισμό και την απόρριψη στο σχολείο. Και αυτός όπως και ο Σταμπ έπεσε θύμα της οικογενειακής βίας αφού οι πατεράδες και των δύο συχνά-πυκνά τους ξυλοκοπούσαν άνευ ουσιαστικής αιτίας ενώ και ο Χιούζ ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και δεν μιλούσε ανθρώπου σε σημείο να είναι ακόμα επηρρεασμένος από την παιδική του ηλικία και να ζει μιά μοναχική ζωή. Περνώντας τα πρώτα στάδια του ανταγωνισμού με την χοντρούλα και περίεργη Γκάρτνερ (η συγγραφέας ευφυώς μπερδεύει τα πράγματα, η Γκάρτνερ περιμένει να δεί έναν λευκό στο κοινό όνομα Τζόναθαν Χιουζ και εκείνος περιμένει να δει έναν άντρα στο όνομα Τζωρτζ Γκάρτνερ – τι είπαμε στην αρχή;Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά...), το δίδυμο αναπτύσσει μιά σχέση μητέρας και γιού, πολύ τρυφερή και ανθρώπινη.

Αγγλική επαρχία, φτωχογειτονιές που έχουν ερημώσει, χουλιγκανισμός και αλητεία, μυστικά και ψέμματα καλά κρυμμένα πίσω από τέσσερις τοίχους. Προσωπικές ευθύνες που κατακάθονται με τα χρόνια και μετατρέπονται σε τύψεις. Παιδιά χωρίς φροντίδα που μεγάλωσαν στους πέντε δρόμους και μετατράπηκαν σε κινούμενες βόμβες. Το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν κορυφαίο αλλά...Η Γουώλτερς θα μπορούσε να το έχει ολοκληρώσει από την 300η σελίδα, αλλά φλυαρεί, πολυλογεί, κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια και τα ίδια. Από την μέση ο αναγνώστης έχει καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τους διάφορους τύπους που περιφέρονται γύρω από το ζευγάρι των ερευνητών και ενώ περιμένεις από σελίδα σε σελίδα κάποια ανατροπή, κάτι που θα σε εκπλήξει αυτό δεν γίνεται ποτέ και οδηγούμαστε σε ένα απογοητευτικό τέλος.

Εκείνο που σε κερδίζει στο άνισο αυτό μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και της αινιγματικής Πρίσιλα που τους ανακατεύει όλους με την πραγματική ή μη ταυτότητά της. Ο Χιούζ και η Γκάρτνερ είναι πολύ μυθιστορηματικές προσωπικότητες και η Γουώλτερς αποδεδειγμένα ικανή συγγραφέας «χτίζει» πάνω τους, ενώ η περίπτωση της Πρίσιλα είναι ένα βιβλίο από μόνο του. Επίσης είναι εξαιρετική η περιγραφή της Αγγλικής κοινωνίας την δεκαετία του 70 αλλά και 30 χρόνια μετά όταν βλέπεις ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στην αντιμετώπιση τους.

Μακριά από τις αστυνομικές ιστορίες των Ρουθ Ρέντελ και Π.Ντ.Τζέημς, των γυναικών, λογοτεχνικών «αντιπάλων» της, η Γουώλτερς προσπαθεί να μεταφέρει την μπάλα σε πιό απαιτητικό γήπεδο αλλά μπουρδουκλώνεται μέσα στην προσπάθειά της αυτή που (προσωπικά πιστεύω ότι) θα απαιτούσε την πένα ενός ΜακΓιούαν ή το χιούμορ ενός Τζούλιαν Μπαρνς γιά να λειτουργήσει καλύτερα. Όπως και να έχει όμως, οι ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα με πολλές ωραίες στιγμές που δίνει αρκετή τροφή γιά σκέψη.
 
Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009 | Permalink
Έχω ένα μυστικό...
Ένας άνδρας που ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα ή μία γυναίκα που ήταν στην πραγματικότητα άνδρας. Το παιχνίδι της μεταμφίεσης, του «είναι και του φαίνεσθαι», της ουσιαστικής ταυτότητας ενός ανθρώπου είναι το θέμα του έξοχου μυθιστορήματος της Σκωτσέζας Jackie Kay, «ΤΡΟΜΠΕΤΑ», (Εκδ. Μελάνι, μετάφρ.Κωνστ.Ματσούκας(εξαιρετική δουλειά), σελ. 324), με το οποίο έκανε το ντεμπούτο της στην παγκόσμια μυθιστοριογραφία. Η συγγραφέας εμπνέεται από την ιστορία του Αμερικανού μουσικού της τζαζ Μπίλυ Τίπτον, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή ως άντρας ενώ ήταν στην πραγματικότητα, γυναίκα και δημιουργεί μία αντίστοιχη ιστορία που διαδραματίζεται στην Βρετανία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.

Η «Τρομπέτα» είναι η (τουλάχιστον) ασυνήθιστη ιστορία του αρκετά επιτυχημένου μαύρου τρομπετίστα/σαξοφωνίστα της τζαζ Τζος Μούντι, όπως την αφηγείται η σύζυγός του Μίλισεντ Μούντι μετά τον αιφνίδιο θάνατό του. Ο βασικός πρωταγωνιστής λοιπόν του βιβλίου είναι νεκρός προτού καν αυτό αρχίσει οπότε ότι μαθαίνουμε γι’αυτόν είναι μέσα από τις αφηγήσεις της Μίλισεντ και του υιοθετημένου γιού τους Κόλμαν. Μόνο η Μίλισεντ γνώριζε την καλά κρυμμένη αλήθεια. Και αυτήν την έμαθε λίγο πριν τον γάμο και αφού το ζευγάρι ήταν βαθιά ερωτευμένο. Ο Τζος Μούντι τον οποίο ερωτεύτηκε σχεδόν αμέσως χωρίς να την απασχολεί το χρώμα του, ήταν γυναίκα...Μπορούσε να σηκωθεί να φύγει επιτόπου,αλλά έκανε την επιλογή της και ζήσανε μιά πολύ ευτυχισμένη ζωή . Τώρα έχουν αποκαλυφθεί τα πάντα. Η γιατρός που συνέταξε το πιστοποιητικό θανάτου, ο νεκροθάφτης που φρόντισε τη σωρό, πάθανε σοκ. Πρώτη φορά αντικρύζανε τέτοιο πράγμα. Ένας άνδρας εξηντάρης μέσα σε ένα γυναικείο καλοδιατηρημένο σώμα, μπανταρισμένο με επιδέσμους στο στήθος. Το μυστικό αποκαλύπτεται και γίνεται χαμός. Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση όλοι ασχολούνται με το μεγάλο σκάνδαλο, ακόμα κι αυτοί που αγνοούσαν την ύπαρξη του Τζος Μούντι (πόσοι ασχολούνται με την τζαζ?), τώρα την μάθανε και μάλιστα από την σκανδαλοθηρική πλευρά. Η Μίλισεντ Μούντι πολιορκείται. Τα Μ.Μ.Ε. εισβάλλουν στην προσωπική της ζωή, σκαλίζουν αρχεία, ρωτάνε φίλους, γνωστούς, γείτονες, εκείνη ανθίσταται – ζει με τις αναμνήσεις μιάς σχεδόν τέλειας σχέσης...

« ...Προσπαθώ να κοροϊδέψω τους φόβους μου. Ήταν το μυστικό μας. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Πολλοί άνθρωποι έχουν μυστικά, σωστά; Τα μυστικά είναι τα καύσιμα του κόσμου. Τι νόημα θα είχε ο κόσμος δίχως αυτά; Το μυστικό μας ήταν άκακο. Δεν έβλαπτε κανέναν.
Θα πρέπει να κάναμε κάποιο λάθος. Κάποιο μεγάλο λάθος – και κρύβεται κάπου όπου δεν έχω σκεφτεί να κοιτάξω


Είναι κι ο γιός. Ο Κόλμαν, που έπαθε το μεγάλο, το τεράστιο σοκ. Σου λένε ότι πέθανε ο πατέρας σου, πας να δεις τη σωρό του, πριν την κηδεία και μαθαίνεις από τον νεκροθάφτη την αλήθεια. Αρνείσαι να τον πιστέψεις και τραβάς το σεντόνι, και βλέπεις...Βλέπεις αυτό που αρνιόσουν τόσα χρόνια να δεις ή που δεν πήγαινε το μυαλό σου; Και συνειδητοποιείς ότι ποτέ δεν είχες δει τον πατέρα σου γυμνό ή έστω με τα εσώρρουχα. Ότι οι γονείς σου πάντα παίρνανε ξεχωριστό δωμάτιο γιά σένα στις περιοδείες. Ότι οι γονείς σου πάντα κλειδώνανε την πόρτα του δωματίου τους το βράδυ. "Κανείς δεν θέλει μιά κωλολεσβία γιά πατέρα, γιά μητέρα μπορεί" φωνάζεις αυθόρμητα. Και αποφασίζεις να αφηγηθείς τα πάντα σε ένα ξεκούδουνο, μιά δημοσιογράφο του κώλου, ένα τσουλάκι που ετοιμάζεται να γράψει το απόλυτο σκανδαλοθηρικό best-seller με τίτλο «Βίος και Πολιτεία της Τραβεστί Τρομπετίστριας». Θέλεις να πέσεις στον βούρκο, να κυλιστείς . Αισθανόσουν πάντα άχρηστος, κυρίως μπροστά του και τι έγινες, ένας ανεπρόκοπος...Τώρα ετοιμάζεσαι να «εκδικηθείς» αλλά από την άλλη, υπάρχει ένα γράμμα του Τζος στο γραφείο αφημένο γιά τον Κόλμαν, «να ανοιχθεί μετά τον θάνατο μου», υπάρχει η αξιοπρέπεια της Μίλισεντ που έχει αποτραβηχτεί στο εξοχικό, στο ψαροχώρι Τορ, κάπου στην Σκωτία, εκεί όπου τα σκανδαλοθηρικά έντυπα δεν έχουν φτάσει ακόμα και κυρίως θυμάσαι το απόλυτα ερωτευμένο ζευγάρι που ήταν οι γονείς σου και όλα μέσα σου μπερδεύονται.

Ο ρυθμός του μυθιστορήματος είναι αργός και μετά την αρχική αποκάλυψη, τα μυστικά της ζωής του/της Τζος αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, σαν μπάμπουσκες. Ανοίγεις τη μία κούκλα και μέσα βρίσκεται μιά άλλη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο/η Τζος είχε κρατήσει καλά κρυμμένο το μυστικό. Η ίδια η Μίλισεντ γνώριζε πολύ λίγα πράγματα – ότι της αποκάλυπτε εκείνος/η. Οι μουσικοί της μπάντας δεν είχαν καταλάβει τίποτα – τώρα ψελλίζουν κάτι γιά ψιλή φωνή και απαλό δέρμα. Οι γείτονες, οι συγγενείς της νύφης τίποτα απολύτως, τον γιατρό τον απέφευγε σαν τον διάολο και δεν είχε χρειαστεί να νοσηλευτεί ποτέ. Όπως προχωράει η έρευνα της «δημοσιογράφου» μαθαίνουμε κάποια οικογενειακά στοιχεία του/της Τζος αλλά και πάλι, πολλά πράγματα στο βιβλίο αφήνουν τον αναγνώστη με απορίες.

«Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν πάρα πολλά που δεν ξέρω γιά τον Τζος. Αυτή μου ζητάει να της μιλήσω για την παιδική του ηλικία. Δεν ξέρω τίποτα γιά την παιδική του ηλικία. Ξέρω ότι το όνομα του ήταν Τζόζεφιν Μορ. Του πήρε πολύ καιρό να μου πει έστω κι αυτό. Του βγήκε μιά μέρα μέσα στη ροή της κουβέντας, όταν βλέπαμε ένα πρόγραμμα για την Τζόζεφιν Μπέικερ που είχε είχε υιοθετήσει μια φυλή από παιδιά «στα χρώματα του ουράνιου τόξου». «Έτσι μ’έλεγαν» είπε ήσυχα ο Τζος. «Πως σ’έλεγαν;» είπα. Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. «Τζόζεφιν. Η μητέρα μου με είχε βγάλει Τζόζεφιν, όπως η αδελφή της». Είχα μείνει τόσο έκπληκτη εκείνη τη στιγμή, που δεν είχα να πω και πολλά. Θυμάμαι ότι βρήκα ελαφρώς απωθητική την ιδέα ότι ο Τζος είχε άλλο όνομα. Για να είμαι ειλικρινής, ίσως και να με φόβισε λίγο. Με αναστάτωνε η ιδέα ότι ο Τζος δεν ήταν ανέκαθεν ο Τζος, ότι ο Τζος Μούντι είχε κάποτε υπάρξει η Τζόζεφιν Μορ.
...Πως ήταν η Τζόζεφιν;Έπαιζε κουτσό, έπαιζε βόλους; Είχε φίλους; Ήταν κοντά με τη μητέρα της; Αγόρασε ένα δίσκο 78 στροφών και γύρισε σπίτι τρέχοντας για να τον παίξει; Σκαρφάλωνε σε δέντρα; Έπαιζε με κούκλες; Στεκόταν στη βροχή έξω απο παμπς που έπαιζαν τζαζ, με το κεφάλι στραμμένο στο πλάι για να ακούει; Πέρασε δίπλα της ένας αδέσποτος σκύλος που ούρλιαζε κάτω απο το παράξενο φως ενός χάρτινου φεγγαριού; Ήταν εκείνο το βράδυ που αποφάσισε να αλλάξει όλη της τη ζωή; Δεν θέλω να τη σκέφτομαι. Γιατί τη σκέφτομαι;
»

Σε μιά συνέντευξη της, η Κέι (μιγάς από μαύρο πατέρα και λευκή μητέρα,υιοθετημένη-σαν τον Κόλμαν τον γιό του ζεύγους Μούντι, δηλωμένη ομοφυλόφιλη και περισσότερο γνωστή ως ποιήτρια) δηλώνει γοητευμένη από την δύναμη των blues και της jazz περιγράφοντας αυτά τα μουσικά είδη ως «πεδία πιθανοτήτων»...
«Όταν η μουσική σε δονεί, σε αφήνει γυμνό, πέραν από το να είσαι κορίτσι ή αγόρι, μαύρος ή λευκός, gay ή straight, νέος ή γέρος. Η μουσική περιλαμβάνει τόσες πολλές αντιθέσεις, δεν έχει κλειστά σύνορα, είναι κάτι απελευθερωτικό. Στην «Τρομπέτα», η τζαζ αποδεικνύεται ένας πανέμορφος τρόπος γιά να εξερευνήσεις την ταυτότητα σου, να εκφράσεις την πορεία του να χάσεις τον εαυτό σου, να τον βρεις, να τον ξεχάσεις και να τον ξαναθυμηθείς πηγαίνοντας μπρος και πίσω στον χρόνο.»

Η «Τρομπέτα» είναι ένα βιβλίο που «μιλάει» κατευθείαν στην καρδιά. Πέρα από το ιδιάζον του θέματος και το αρχικό εύρημα, που θα μπορούσε να εξαντληθεί σε λίγες σελίδες, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από την λυρική και χαμηλότονη γραφή της Κέι, και την δύναμη που τελικά βγαίνει από το μυθιστόρημα. Έρωτας, προσωπικές σχέσεις, μυστικά , πραγματικό πένθος και ουσιαστική θλίψη και πάνω απ’όλα το θέμα της «ταυτότητας» είναι τα βασικά μοτίβα του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος. Υπεράνω όλων όμως κυριολεκτικά συγκλονίζει και συγκινεί ότι επιτέλους βρίσκεται ένα βιβλίο να μιλήσει γιά την πραγματική ουσία μιάς ανθρώπινης ερωτικής σχέσης αποφεύγοντας να εκμεταλλευτεί το θέμα ή να ασχοληθεί με την «σκαμπρόζικη» πλευρά του. Ουσιαστικότερο από το «Middlesex» του Eugenides και την ταινία της Κ.Πηρς «Boys don’t cry» (Όσκαρ ερμηνείας στη Χ.Σουάνκ) το μυθιστόρημα μπορεί να σ’αφήνει με την απορία του πως και του γιατί αλλά σε γοητεύει με το υπέροχο στυλ του σαν ένα κομμάτι cool jazz σε μιά χειμωνιάτικη βραδιά.