Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2018 | Permalink
Λιμόνοφ

Ένα μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο αντιφατικό και πληθωρικό, από αυτούς που ποτέ δεν περνάνε απαρατήρητοι και που τα πάντα γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους. Ένα μυθιστόρημα για μια προσωπικότητα μυθιστορηματική και πικαρέσκα που οι περισσότεροι λατρεύουν να μισούν. Ο εξαίρετος Γάλλος συγγραφέας Emmanuel Carrere (Παρίσι, 1957), με την μυθιστορηματική βιογραφία «ΛΙΜΟΝΟΦ» («Limonov») – (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μετάφρ. Γ. Καράμπελας, σελ. 404), παρουσιάζει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που εάν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρει – και τι μυθιστορηματικό ήρωα θα έφτιαχνε έτσι!


Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες που ξεπήδησαν από την Ρωσία την μεταπολεμική περίοδο, ο Λιμόνοφ είναι πλέον ηγέτης ενός μικρού εθνικιστικού κόμματος με φανατικούς οπαδούς. «Υπήρξε αλήτης στην Ουκρανία, είδωλο του σοβιετικού «αντεργκράουντ», άστεγος και μετά θαλαμηπόλος ενός δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν, μοδάτος συγγραφέας στο Παρίσι, στρατιώτης χαμένος στα Βαλκάνια» όπως γράφει ο Καρέρ στην εισαγωγή του βιβλίου του, που είναι δομημένο σε μυθιστορηματικό πλαίσιο πηγαίνοντας κόντρα στις συνθήκες μιας βιογραφίας, καθώς ο ήρωάς του δεν μπορεί, δεν γίνεται να υπακούσει σε καμία συνθήκη.

Ο Έντουαρντ Σαβένκο (που αργότερα έγινε "Λιμόνοφ"), γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Ουκρανίας το 1943. Οι γονείς του ήταν ένας στρατιώτης που υπηρετεί στην NKVD (υπηρεσία ασφαλείας) και μια εργάτρια. Μετά τον πόλεμο η οικογένεια Σαβένκο θα μετακομίσει στο Χάρκοβο, μεγάλο στρατιωτικό και βιομηχανικό κέντρο της Ουκρανίας, όπου ο πατέρας του θα εργαστεί ως χαμηλόβαθμος αστυνομικός της ασφάλειας. Ο Έντουαρντ θα διαγράψει μια ασυνήθιστη πορεία, από το επαρχιακό Χάρκοβο όπου στην αρχή θα μπλέξει με συμμορίες, θα έχει παραβατική συμπεριφορά ως έφηβος, αρχίζοντας όμως παράλληλα να γράφει ποιήματα και αργότερα μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο κι από εκεί θα βρεθεί εργαζόμενος σε βιβλιοπωλείο όπου θα γνωριστεί με ποιητές και με την Άννα, μια γυναίκα μεγαλύτερη του, πληθωρική που σχετίζεται με την μποέμ διανόηση της περιοχής.
Εκεί σε μια συγκέντρωση, ο Έντουαρντ θα υιοθετήσει το νέο του επώνυμο: Λιμόνοφ «αναφορά στον οξύ και πολεμοχαρή χαρακτήρα του, γιατί λιμόν σημαίνει λεμόνι και λιμόνκα χειροβομβίδα. Οι άλλοι τα παρατάνε τα ψευδώνυμά τους, αυτός θα κρατήσει το δικό του. Του αρέσει ακόμα και το όνομά του να το χρωστά στον εαυτό του.».

Με την Άννα θα φύγουν για Μόσχα. Εκείνος βγάζει τα προς το ζην ως ράφτης, έχει επιδεξιότητα, ράβει τζιν παντελόνια, κοστούμια, τα πάντα και βγάζει καλά λεφτά, θα γνωριστεί με μποέμ ποιητές της πρωτεύουσας, θα γίνει σχετικά γνωστός και θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, την εκπάγλου ομορφιάς Έλενα. Σύντομα θα γίνουν ζευγάρι, και θα αποτελέσουν το κέντρο προσοχής της Μόσχας, όχι μόνο κοινωνικά αλλά και πολιτικά αφού η συμπεριφορά τους αντιβαίνει στους κανόνες του καθεστώτος ενώ η περίφημη φωτογραφία τους με τον Λιμόνοφ υπερήφανο να κοιτάει κατάματα τον φακό και την Έλενα γυμνή στα πόδια του θα μείνει στην ιστορία...

Το ζευγάρι θα ζητήσει άδεια μετανάστευσης για τις Η.Π.Α. που θα τους δοθεί με ανακούφιση από τις αρχές που θα βρουν την ευκαιρία να ξεφορτωθούν τους δύο ενοχλητικούς - με αυτόν τον τρόπο, θα βρεθούν στην Νέα Υόρκη όπου διάφοροι εμιγκρέδες αντικαθεστωτικοί τους υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες, μπαίνουν σε γνωστά σαλόνια αλλά η αυτοκαταστροφική τάση του Έντουαρντ είναι εμφανής. Θα έρθει σε σύγκρουση με όλους, με την εφημερίδα της διασποράς που τον προσλαμβάνει δίνοντάς του την ευκαιρία να ενσωματωθεί, γιατί δεν είναι αντικομουνιστής (και όντως δεν είναι, δεν υπήρξε ποτέ), με τους αναγνωρισμένους στη Δύση Ρώσους αντικαθεστωτικούς ποιητές και συγγραφείς (Μπρόντσκι, Σολζενίτσιν), γιατί θεωρεί ότι εκμεταλλεύονται την πολιτική συγκυρία για να κάνουν καριέρα – τον εγκαταλείπει και η Έλενα που θέλει να κάνει καριέρα στο μόντελινγκ. Εκείνος θα βρεθεί στον πάτο, θα μπλέξει με ναρκωτικά, θα δοκιμάσει την ομοφυλοφιλία, θα γράφει σε παγκάκια ένα βιβλίο για τις περιπέτειές του, θα προσπαθήσει να το εκδώσει χωρίς επιτυχία. Χάρη σε ένα γύρισμα της τύχης θα προσληφθεί ως θαλαμηπόλος ενός πάμπλουτου επιχειρηματία και από εκεί που δεν το περιμένει, το βιβλίο του θα εκδοθεί στο Παρίσι από έναν μικρό αλλά επιδραστικό εκδοτικό οίκο, τίτλος του βιβλίου «Ένας Ρώσος ποιητής προτιμά τους μεγάλουςνέγρους». Είναι 1980, ο Έντουαρντ είναι 27 χρονών και επιτέλους γίνεται διάσημος με ένα πανκ και ανατρεπτικό βιβλίο που μιλάει για τι άλλο; Τον εαυτό του…

Ο Λιμόνοφ θα μεταναστεύσει στο Παρίσι, όπου εκδίδει και άλλα βιβλία αυτοαναφορικά και ανατρεπτικά. Γίνεται θέμα συζήτησης, προκαλεί και τραβάει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας και πάνω στην άνοδό του, αλλάζουν τα πράγματα στην Ρωσία. Ο Έντουαρντ βλέπει με σκεπτικισμό αυτή την αλλαγή, ταξιδεύει στο Χάρκοβο, στην Μόσχα, βλέπει ότι ο κόσμος πεινάει και βρίζει τον Γκορμπατσόφ, κάτι αλλάζει μέσα του και στρέφεται προς την πολιτική διαλύοντας τα όλα, βρίσκοντας νόημα στη ζωή του και ακολουθώντας μια μοναχική και θεότρελη πορεία προς την αυτοκαταστροφή (ή την αποθέωση όπως πιστεύει) και την πρόκληση. Θα συμμετάσχει στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, κατατασσόμενος στις παραστρατιωτικές ομάδες του διαβόητου Αρκάν, παίρνοντας μέρος στις εκκαθαρίσεις της Βοσνίας, θα γυρίσει στην Ρωσία όπου θα πάει κόντρα στον Πούτιν, θα ιδρύσει ένα εθνικιστικό κόμμα, θα φυλακιστεί για λίγα χρόνια και θα βγει από εκεί σαν ήρωας.


«Υπάρχουν χιλιάδες, ίσως δεκάδες χιλιάδες σαν αυτούς, εξεγερμένοι ενάντια στον κυνισμό που έχει γίνει η θρησκεία της Ρωσίας - και όλοι τους κυριολεκτικά λατρεύουν τον Λιμόνοφ. Ο άντρας αυτός που θα μπορούσε να' ταν πατέρας τους ή και παππούς τους ακόμα, για τους πιο νέους, έκανε τη ζωή τυχοδιώκτη που όλοι ονειρεύονται στα είκοσί τους, είναι ένας ζωντανός θρύλος, και η καρδιά αυτού του θρύλου, αυτό που τους κάνει όλους να τον μιμηθούν, είναι ο "κουλ" ηρωισμός που επέδειξε όσο ήταν φυλακή. Βρέθηκε στο Λιφόρτοβο, το φρούριο της KGB, που στη ρωσική μυθολογία είναι το αντίστοιχο του Αλκατράζ, μετά σε στρατόπεδο εργασίας, σε πολύ σκληρές συνθήκες, και δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν παρακάλεσε ποτέ. Βρήκε τρόπο όχι μόνο να γράψει επτά-οκτώ βιβλία, αλλά και να βοηθά πραγματικά τους συγκρατούμενούς του, που κατέληξαν να τον θεωρούν μεγάλο αφεντικό και ένα είδος αγίου συγχρόνως. Τη μέρα της αποφυλάκισής του, κρατούμενοι και δεσμοφύλακες τσακώνονταςν ποιος θα του πρωτοκουβαλήσει τη βαλίτσα.»

Ο Λιμόνοφ είναι ένας άνθρωπος των άκρων, αφόρητα ναρκισσευόμενος, αντιφατικός και αυτοκαταστροφικός, εθνικιστής και στρατόκαβλος, προκλητικός και αλαζόνας, χαρισματικός και γοητευτικός, άρχοντας και κακομοίρης, αναμφίβολα ψυχοπαθής και επικίνδυνος, αρχοντοχωριάτης και εγωπαθής, που έλκεται από την βία και τον κίνδυνο. Εριστικός και ενοχλητικός προς κάθε μορφή εξουσίας, μεγαλομανής αλλά απλός, φιλικός και συγκαταβατικός με τον κόσμο, επικοινωνιακός και φιλικός, με απίστευτη ικανότητα προσαρμογής (σαν τον κινηματογραφικό Ζέλινγκ του Γούντι Άλλεν) ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές όπως αυτές των φυλακίσεών του που γινόταν αμέσως αποδεκτός ως απόλυτα κουλ τύπος από τους συγκρατούμενούς του.

Ο Καρέρ από την άλλη, είναι το άκρως αντίθετό του. Καταγόμενος από αστική οικογένεια με ρωσική προέλευση, μεγάλωσε στα πούπουλα υπο το βάρος της διάσημης μητέρας του, που είναι φημισμένη ιστορικός (και η οποία εκφράζεται καθόλη την διάρκεια του βιβλίου περιφρονητικά προς τον Λιμόνοφ) με ειδίκευση στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, και πατέρα ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Αναμφίβολα έλκεται από την προσωπικότητα του ήρωά του, τον σκιαγραφεί με έντονα χρώματα αλλά ταυτόχρονα αυτοβιογραφείται κι ο ίδιος τονίζοντας διαρκώς τις αντιθέσεις στη ζωή τους.


Το μυθιστόρημα είναι υπέροχο, καθώς το λογοτεχνικό στυλ του Καρέρ είναι εξόχως σαγηνευτικό, όπως μας έχει δείξει σε προηγούμενα βιβλία του. Στον "Λιμόνοφ" ακολουθεί γραμμική αφήγηση, χωρίζοντας το βιβλίο στις διαφορετικές περιόδους της ζωής του ήρωά του και με χιούμορ αλλά και πολύ στυλ, στέκεται σε σημαντικά γεγονότα (και δεν είναι λίγα) που του συνέβησαν. Το βιβλίο γίνεται συναρπαστικό στις τελευταίες εκατό σελίδες, όπου εξιστορεί την περίοδο που επιστρέφει ο Λιμόνοφ στην Ρωσία, αποτυπώνοντας το χάος, περιγράφοντας με σαφήνεια την άνοδο του Πούτιν, ενός ανθρώπου που δεν διέφερε ουσιαστικά από τον Λιμόνοφ, μόνο που εκείνος ακολούθησε αντίθετη πορεία, έπαιξε σωστά τα χαρτιά του, και είναι πλέον παντοδύναμος. Ο ένας λούζερ, ο άλλος επιτυχημένος - ειρωνικό αλλά και ταυτόχρονα τόσο αληθινό.

Παίρνοντας τα περισσότερα στοιχεία από τα βιβλία που έγραψε ο Λιμόνοφ, τα οποία περιγράφουν την ζωή του στις διαφορετικές της περιόδους - μη λησμονούμε, δεν μπορούσε ποτέ να γράψει για τίποτε άλλο παρά για τον ίδιο - ο Καρέρ μας παραδίδει μια έξοχη μυθιστορηματική βιογραφία για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει χίλιες ζωές, έχει επιβιώσει, με φανατικούς εχθρούς που κυριολεκτικά τον απεχθάνονται και φανατικούς οπαδούς που τον λατρεύουν. Ίσως το καλύτερό βιβλίο αυτού του πολύ ενδιαφέροντα και υπέροχου συγγραφέα (μάλλον ανώτερο από το έξοχο "Ρωσικό μυθιστόρημα"), είναι ένα βιβλίο που δονείται και συναρπάζει, σε σημείο να μη μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Υ.Γ. Τέσσερα βιβλία του Έντουαρντ Λιμόνοφ έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από το 1986 έως το 1992, από τις εκδόσεις Aquarius και Ειρμός, όπως μπορείτε να δείτε εδώ (εκτός της έκδοσης του Ειρμού που μπορείτε να δείτε εδώ).

Βαθμολογία 85 / 100



 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2018 | Permalink
"Σκοτεινός λαβύρινθος"

Η ομαδική δολοφονία μιας οικογένειας που δείχνει από την αρχή ότι πρόκειται για την εκτέλεση ενός συμβολαίου θανάτου. Μια ευφυής αστυνόμος που βρίσκεται σε αδιέξοδο και μια νεαρή γυναίκα που ως το μοναδικό μέλος της οικογένειας που επέζησε (γιατί απλούστατα δεν ήταν στην Ελλάδα) που προσπαθεί μόνη της να βρει τους δολοφόνους. Ένα αγχώδες και εμμονικό κυνηγητό για την αναζήτηση του ιθύνοντα νου της δολοφονίας όπως και των αιτίων της. Αυτό είναι το πλαίσιο γύρω από το οποίο στήνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία εκδίκησης, με το τέταρτο αστυνομικό του μυθιστόρημα, ο Γρηγόρης Αζαριάδης (Αθήνα, 1951), με τίτλο «ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.500).


Το πρώτο βιβλίο του Αζαριάδη είχε τον τίτλο «Παλιοί λογαριασμοί». Είναι ένας τίτλος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στο νέο του βιβλίο. Γιατί κι εδώ πρόκειται για ένα ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών, όπως διαφαίνεται με ευκρίνεια από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος. Η οικογένεια Μαυρονικόλα, τέσσερις ενήλικες και ένα παιδί 5 ετών, δολοφονούνται εν ψυχρώ σε ένα κτήμα μιας εξοχικής περιοχής της Αττικής. Οι δύο δράστες δεν αφήνουν πίσω τους κανένα ίχνος, δείγμα «επαγγελματικής δουλειάς» και ένα συμβόλαιο θανάτου· η αστυνομία σύντομα βρίσκεται προ αδιεξόδου.
Το νήμα που προσπαθεί να ακολουθήσει η αστυνόμος Τρύπη, μόνιμη ηρωίδα των βιβλίων του συγγραφέα, είναι αυτό που βρίσκουν οι αρχές στο παρελθόν του δολοφονηθέντος Μαυρονικόλα, ο οποίος συμμετείχε ως συνεργός σε μια ληστεία στο σπίτι ενός εφοπλιστή, πριν από αρκετά χρόνια. Από το σπίτι είχε αφαιρεθεί ένα σημαντικό ποσό χρημάτων αλλά και ένα πακέτο με κοκαΐνη, η οποία δεν βρέθηκε ποτέ. Τα μέλη της σπείρας, που συνελήφθησαν όλοι λίγο αργότερα, υποπτεύθηκαν τον Μαυρονικόλα αλλά δεν ήταν σίγουροι. Καθώς ο ρόλος του στην ληστεία (αλλά και σε άλλες που έγιναν τον ίδιο καιρό σε γνωστούς επιχειρηματίες) ήταν πολύ δευτερεύων, δεν κατηγορήθηκε ποτέ, δεν τον κάρφωσε κανείς, την έβγαλε καθαρή και με τα χρόνια η συμμετοχή του ξεχάστηκε ενώ κι εκείνος χάθηκε από την πιάτσα διαμένοντας μακριά από το κέντρο της Αθήνας.

Η Τρύπη στρέφει προς τα εκεί τις έρευνές της, στους παλιούς συνεργάτες, στον εφοπλιστή-θύμα της ληστείας (την οποία δεν κατήγγειλε ποτέ). Στο προσκήνιο όμως, εμφανίζεται η από χρόνια εξαφανισμένη κόρη του Μαυρονικόλα, η Σοφία, η οποία είχε φύγει ξαφνικά από την Ελλάδα για άγνωστο λόγο. Η Σοφία μετά από μια αρκετά περιπετειώδη διαδρομή στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα ως μέλος ανθρωπιστικής οργάνωσης στην Αφρική, επιστρέφει επειγόντως μόλις πληροφορείται από μια φίλη της, αυτά που συνέβησαν στην οικογένειά της.

«Στα μάτια μου περνούσαν ασταμάτητα οι σκηνές της δολοφονίας της οικογένειάς μου. Ξανά και ξανά. Σαν ένα ασπρόμαυρο θρίλερ, όπου σε κάθε πλάνο σού κλείνει το μάτι σαδιστικά ο θάνατος. Κι έχεις εκείνη την αίσθηση της ματαιότητας…Ό,τι και να κάνεις, δεν πρόκειται να του ξεφύγεις. Τα σώματα των γονιών μου, του αδερφού μου και της γυναίκας του μέσα σε λίμνες από αίμα. Και το πιο ανατριχιαστικό, το κορμί του μικρού γιού τους, που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δω ζωντανό, άψυχο. Γαζωμένο από τα όπλα των δολοφόνων. Αίμα, παντού αίμα. Όσα κι αν είχα αντικρίσει αυτά τα δέκα χρόνια στην Αφρική ωχριούσαν μπροστά σ’ αυτό το λουτρό αίματος. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο αίμα μπορεί να κρύβει το ανθρώπινο σώμα. Και τώρα το συνειδητοποιούσα με τον πιο εφιαλτικό τρόπο.»

Η Σοφία θα ασχοληθεί προσωπικά με την ανακάλυψη των εκτελεστών αλλά και του ιθύνοντα νου της δολοφονίας των δικών της ανθρώπων. Με την βοήθεια ενός γοητευτικού πάμπλουτου μεσήλικα, του Αλέξανδρου Πανταλέων ο οποίος της συστήνεται ως «παλιός φίλος» του πατέρα της, και που της συστήνει έναν ιδιωτικό ερευνητή και έναν δικτυωμένο νομικό σύμβουλο, μεθοδικά θα στήσει την προσωπική της επιχείρηση εξιχνίασης των φόνων. Πάντα θα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την Τρύπη και την ομάδα της, σχεδόν ως το τέλος μιας υπόθεσης, που κρύβει πολλές ανατροπές, ξεχασμένες ιστορίες, καλά κρυμμένα μυστικά και την εκδίκηση που περιμένει χρόνια για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή.

Βία και πολύ αίμα, εκτελεστές επαγγελματίες και ερασιτέχνες, κυκλώματα μαφιόζων και μια περιήγηση σε ένα σκοτεινό κόσμο μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ο «Σκοτεινός λαβύρινθος» είναι το τέταρτο μυθιστόρημα που γράφει σε μόλις έξι χρόνια, ο παραγωγικότατος Αζαριάδης, και είναι σίγουρα το καλύτερό του παρά τα κάποια εμφανή μειονεκτήματα (που σίγουρα δεν ενδιαφέρουν τους περισσότερους αναγνώστες του είδους). Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ο ρυθμός είναι καταιγιστικός, η πλοκή κινηματογραφική, οι χαρακτήρες πιο στέρεοι, οι ανατροπές περιμένουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, το ύφος είναι πλέον ευδιάκριτο και χαρακτηριστικό.

Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, που είναι και οι δύο γυναίκες, η αστυνόμος Τρύπη και η Σοφία Μαυρονικόλα, αποτελούν τους δύο πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται αυτή η ιστορία καταδίωξης και έρευνας για την επίλυση του μυστηρίου. Δύο ζωντανοί και όχι χάρτινοι γυναικείοι χαρακτήρες, που συνεργάζονται και συγκρούονται, με τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους, σκληρές και ταυτόχρονα ευάλωτες, που κυριαρχούν στην αφήγηση και μετατρέπουν ένα παραδοσιακό (και τυπικό) αστυνομικό μυθιστόρημα σκανδιναβικού τύπου (υπό την έννοια της ανεξέλεγκτης και πολλές φορές αδικαιολόγητης βίας), σε γυναικεία υπόθεση. Κυρίως ο χαρακτήρας της Σοφίας, αποτελεί ένα βήμα στην λογοτεχνική πορεία του συγγραφέα, άριστα ψυχογραφημένος και στιβαρός, δίνει μια διάσταση διαφορετική στο βιβλίο που είναι πραγματικά κρίμα, ότι δεν αξιοποιείται εκτενέστερα δίνοντας ίσως μια διαφορετική τροπή στο μυθιστόρημα.

«Έχασα πολλά κομμάτια από τον εαυτό μου χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έχασα όμως κι άλλα με πλήρη επίγνωση. Έσκισα τις σάρκες μου για να τα ξεφορτωθώ. Πόνεσα, πληγώθηκα, δεν είχα τον χρόνο να μετανιώσω, να θρηνήσω. Τα παράτησα λάφυρα, πίσω μου, για όποιον επίμονο εχθρό ε ακολουθήσει. Ακόμα κι αν είναι ο ίδιος μου ο εαυτός, σε δεύτερη βελτιωμένη έκδοση. Οι τύψεις, οι ενοχές. Η φυγή δεν είναι η λύση. Όσο μακριά κι αν διακτινιστείς, δεν θα βρεις καμία λύτρωση, απλά θα κρύψεις τον σκελετό στην ντουλάπα και κάθε φορά που την ανοίγεις θα τον αντικρίζεις να σου χαμογελάει σαδιστικά.»

Στο μυθιστόρημα εκτός των πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, κάποιων πολύ ενδιαφερόντων ανδρικών βασικών ή όχι πρωταγωνιστών (όπως ο "ψηλός" επαγγελματίας εκτελεστής και κάποιοι άλλοι), και της ωραίας ιστορίας που βρίσκεται στο επίκεντρο, κυριαρχούν και τα στοιχεία που προϋπήρχαν και στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ως ένα είδος εμμονών που από ένα σημείο και μετά, κουράζουν και γίνονται περιττά (σαν βαρίδια από τα οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να απαλλαχθεί ο συγγραφέας). Τα λεπτομερή ντους της Τρύπη, το ποτήρι με το διποικιλιακό κρασί που πίνει η αστυνομικός όταν χαλαρώνει, οι σκηνές με τα κρουασάν και τους φραπέδες στο τμήμα, οι συχνές επαναλήψεις φράσεων και σκηνών, στοιχεία που μαζί με τα γνωστά καφενειακά σχόλια θυμόσοφων συνταξιούχων που εκτείνονται σε αρκετές σελίδες, δικαιολογούν εν μέρει το "άπλωμα" και το "ξεχείλωμα" του βιβλίου σε 500 σελίδες, ενώ θα μπορούσε άνετα να περιοριστεί σε λίγο περισσότερες από τις μισές.

Γενικότερα όμως, το πρόσημο του βιβλίου είναι απολύτως θετικό. Ο Αζαριάδης παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στις σκοτεινές πλευρές της πόλης, στα μπαράκια (με ονόματα όπως "Black cat", "Dead duck", "Camelot", "Unlimited") που είναι χωμένα σε στενά των συνοικιών, στις παράνομες μπίζνες επιχειρηματιών με "ευυπόληπτο" πρόσωπο, σε ανθρώπους που κινούνται στα όρια μεταξύ νομιμότητας και ανομίας. Ο "Σκοτεινός λαβύρινθος", μυθιστόρημα που σηματοδοτεί μια στροφή του συγγραφέα προς το πιο hardcore είδος (σε βάρος ενός περισσότερο polar στυλ που υιοθέτησε στα πρώτα του βιβλία), αποτελεί συγγραφική εξέλιξη του Γρ. Αζαριάδη, σε ένα ύφος που μάλλον του ταιριάζει απόλυτα.

Βαθμολογία: 76 / 100



 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2018 | Permalink
"Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα"

Είναι μερικά βιβλία που τα αρχίζεις χαλαρά, περισσότερο από περιέργεια γιατί έχεις ακούσει/διαβάσει καλά λόγια από φίλους, και με τις πρώτες σελίδες σε περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς διαπιστώνεις ότι σε «τραβάνε μέσα τους» αφήνοντας στην άκρη ότι άλλο διάβαζες ή είχες σε αναμονή να κάνεις. Το μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα και πρώην επενδυτικού συμβούλου Amor Towles (Βοστώνη 1964), με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΕΝΑΣ ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ» («A gentleman in Moscow») – (εκδ. Διόπτρα (ωραία) μετάφρ. Ρ. Γεωργιάδου, σελ. 662), είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου βιβλίου, που σε εκπλήσσει συνεχώς. Ένα ευφυέστατο και πολύ σαγηνευτικό "page-turner" μυθιστόρημα, γραμμένο με πολύ στυλ, πρωτότυπο και με ακριβείς δόσεις δράματος και συγκίνησης, σάτιρας και ελαφρότητας.



«21 Ιουνίου 1922
Εμφάνιση του κόμη Αλεξάντερ Ίλιτς Ροστόφ ενώπιον της έκτακτης επιτροπής του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων.
(…)
Ιγκνάτοφ: Αλεξάντρ Ίλιτς Ροστόφ, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την κατάθεσή σου, το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι το οξυδερκές πνεύμα που έγραψε το ποίημα με τίτλο «Που είναι τώρα;» υπέκυψε αμετάκλητα στη διαφθορά της τάξης του – και τώρα αποτελεί απειλή για τις ίδιες τις ιδέες που υποστήριζε κάποτε. Βάσει αυτού, η πρώτη μας αντίδραση θα ήταν να σε παίρναμε από αυτή την αίθουσα και να σε στήναμε στον τοίχο. Ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι στις ανώτερες βαθμίδες του Κόμματος που σε συμπεριλαμβάνουν στους ήρωες του προεπαναστατικού αγώνα. Κατά συνέπεια, γνώμη της επιτροπής είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο, στο οποίο έχεις τόσο μεγάλη αδυναμία. Όμως μην αυταπατάσαι:
Σε περίπτωση που τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου έξω από το Μετροπόλ άλλη φορά, θα εκτελεστείς επιτόπου.»

Ο κόμης Ροστόφ τον Ιούνιο του 1922 θα διαβεί τις πόρτες του αγαπημένου του ξενοδοχείου, του εμβληματικού Μετροπόλ της Μόσχας για να εκτίσει μια ιδιότυπη ποινή, τον εγκλεισμό του σε ένα «χρυσό κλουβί», μια φυλακή που δεν είναι φυλακή. Θα περάσει εκεί μέσα 32 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, τρεις γεμάτες δεκαετίες όπου ο κόσμος γύρω του θα αλλάξει δραματικά.
Όταν ο Ροστόφ επιστρέφει από το δικαστήριο, στο ξενοδοχείο, για να μείνει πλέον μόνιμα, υποχρεώνεται να μετακομίσει από την πολυτελή σουίτα που διέμενε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε μια σοφίτα ελάχιστων τετραγωνικών στην άκρη του κτιρίου, υποχρεώνεται επίσης να αφήσει τα έπιπλα και τα οικογενειακά κειμήλια που κατείχε, εκτός από μερικά της αρεσκείας του, – θα κρατήσει βιβλία, ένα σερβίτσιο και την φωτογραφία της νεκρής αδελφής του και μια μικρή περιουσία σε χρυσές λίρες που διέθετε, και τώρα, την κρύβει επιμελώς σε ένα σημείο του γραφείου του.

Στο πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού, της Νίνας, που περνάει πολλές ώρες μέσα στο ξενοδοχείο καθώς ο πατέρας της, ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος, έχει αποσπαστεί στην Μόσχα, ο Ροστόφ θα βρει ένα νόημα στην ιδιότυπη καθημερινότητά του. Η Νίνα είναι πανέξυπνη και διάολος, καθώς τρυπώνει παντού, φτιάχνει κλειδιά πασπαρτού για κάθε δωμάτιο, εισβάλλει σε συνεδριάσεις στις μεγάλες αίθουσες, συνεχώς τριγυρίζει. Παρέα της ο Ροστόφ που όχι μόνο συμμετέχει στο παιχνίδι, αλλά την διδάσκει καλούς τρόπους, της μαθαίνει πράγματα που δεν θα ακούσει ποτέ. Η Νίνα όμως δεν μείνει για πολύ στο ξενοδοχείο και η ζωή του Ροστόφ θα κυλήσει πάλι στην μονοτονία.



Μπορεί τα πρώτα χρόνια του εγκλεισμού του, να βλέπει ότι το Μετροπόλ διατηρεί τις παραδόσεις του, τα καλά ρεστωράν του διατηρούν ένα ανώτερο επίπεδο, τα μαγαζιά παραμένουν αριστοκρατικά, αλλά σύντομα και με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία, όλα αυτά σιγά σιγά αλλάζουν. Οι σερβιτόροι τού φέρονται με αναίδεια, το φαγητό δεν είναι πια το ίδιο, οι εντολές για να μη σερβίρουν πια τα εκλεκτά κρασιά της κάβας, παρά μόνο λευκό και κόκκινο, θα τον αποτελειώσουν. Ο Ροστόφ βλέποντας το αδιέξοδο και ότι τα χειρότερα έρχονται, θα φλερτάρει με την αυτοκτονία, κάποια στιγμή θα έρθει κοντά σε αυτή την απόφαση, οι μυρωδιές από ένα μελίσσι που διατηρεί ένας πομάκος στην ταράτσα του ξενοδοχείου και του φέρνουν αναμνήσεις από το αγρόκτημα της οικογένειας, θα τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά ως πότε;

Ο Ροστόφ ακόμα κι όταν θα υποχρεωθεί να εργαστεί στο ξενοδοχείο και πιο συγκεκριμένα στο ρεστωράν που κάποτε παράγγελνε τα πιο ακριβά κρασιά και εδέσματα - το Σταλινικό καθεστώς δεν καταλαβαίνει από προνόμια -, θα φροντίσει να ξεχωρίσει, είναι ο μόνος από τους σερβιτόρους που ξέρει κάποια πράγματα, θα γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας του. Θα συνάψει και μια ερωτική σχέση με μια διάσημη και πανέμορφη ηθοποιό την Άννα Ουρμπάνοβα όποτε εκείνη έρχεται στην Μόσχα, την οποία θα γοητεύσει με τους αριστοκρατικούς του τρόπους, αλλά την στροφή στη ζωή του, και το αληθινό νόημα για να ζήσει, θα του την δώσει, η κόρη της Νίνας το 1938 όταν η παλιά μικρή του φίλη θα διασχίσει το λόμπι μαζί την πεντάχρονη κόρη της Σοφία, και θα την παραδώσει στα χέρια του εμβρόντητου και πανικοβλημένου Ροστόφ. Η Νίνα θέλει να πάει να ψάξει τον πατέρα της που είναι έγκλειστος σε γκουλάγκ στα βάθη της Σιβηρίας, γνωρίζει ότι ενδέχεται να μην επιστρέψει ποτέ πίσω, οπότε αφήνει την μικρή της κόρη στα καλύτερα (όπως θεωρεί) χέρια. Ο Ροστόφ εκτός από έγκλειστος εχθρός του καθεστώτος, θα γίνει και κηδεμόνας…

«Όταν κάποιος αντιμετωπίζει ένα σοβαρό εμπόδιο στην πορεία μιας αξιοζήλευτης ζωής, διαθέτει μια σειρά επιλογών. Μπορεί ντροπιασμένος να προσπαθήσει να κρύψει κάθε ένδειξη αυτής της αλλαγής στις συνθήκες της ζωής του. Έτσι, ο έμπορος που ρισκάρει και χάνει τις αποταμιεύσεις του, θα διατηρήσει τα φίνα κοστούμια του μέχρι να κουρελιαστούν και θα λέει ανέκδοτα από τις αίθουσες των ιδιωτικών λεσχών όπου από καιρό δεν είναι πια μέλος. Άλλος, σε κατάσταση μεμψιμοιρίας, μπορεί να αποτραβηχτεί από τον κόσμο όπου είχε την ευλογία να ζει. Ο σύζυγος που υπέφερε καιρό και τελικά διασύρθηκε εξαιτίας της συζύγου του μπορεί να εγκαταλείψει το σπίτι του με αντάλλαγμα κάποιο μικρό, σκοτεινό διαμέρισμα στην άλλη άκρη της πόλης. Μπορεί τέλος, σαν τον κόμη και την Άννα, να προσχωρήσει απλώς στη Συνομοσπονδία των Ταπεινωμένων.
Όπως οι Ελευθεροτέκτονες, έτσι και η Συνομοσπονδία των Ταπεινωμένων είναι μια κλειστή αδελφότητα της οποίας τα μέλη ζουν χωρίς εξωτερικά σημάδια, αλλά αναγνωρίζονται μεταξύ τους με μια ματιά. Επειδή έχουν εκπέσει πρόσφατα από τον Παράδεισο, όσοι ανήκουν στη Συνομοσπονδία έχουν ακόμα κάποιες προοπτικές. Γνωρίζοντας ότι η ομορφιά, η επιρροή, η φήμη και τα προνόμια είναι δανεικά και δεν απονέμονται ισόβια, δεν εντυπωσιάζονται εύκολα. Δεν βιάζονται ούτε να ζηλέψουν ούτε να ενοχληθούν. Ασφαλώς δεν χτενίζουν τις εφημερίδες ψάχνοντας για αναφορές στο όνομά τους. Προσπαθούν ακόμα να ζουν μέσα στους κύκλους των ομοίων τους, αλλά αντιμετωπίζουν τις εκδηλώσεις λατρείας με επιφύλαξη, τις φιλοδοξίες με συμπάθεια και τη συγκατάβαση χαμογελώντας από μέσα τους.
Όσο η ηθοποιός έβαζε κι άλλη βότκα, ο κόμης χάζευε το δωμάτιο.
"Τι κάνουν τα σκυλιά;" ρώτησε.
"Καλύτερα από μένα".
"Στα σκυλιά, λοιπόν", είπε και ύψωσε το ποτήρι του.
"Ναι", συμφώνησε εκείνη χαμογελώντας. "Στα σκυλιά". »



Το μυθιστόρημα διατρέχει μια μεγάλη περίοδο της Ρωσικής (και όχι μόνο) ιστορίας, τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τον θάνατο του Λένιν, την άνοδο του Στάλιν, το καθεστώς που γινόταν όλο και πιο απάνθρωπο, την γραφειοκρατία, τις διώξεις και τις εκτελέσεις, τον Β παγκόσμιο πόλεμο, την περίοδο του Ψυχρού πολέμου. Η ζωή του κόμη Ροστόφ αλλά και η λειτουργία του Μετροπόλ θα επηρεάζονται ανάλογα με το κλίμα της εποχής, ενώ και η πελατεία θα αλλάζει, περισσότεροι κρατικοί αξιωματούχοι θα διαμένουν εκεί, όλο και κάτι θα συμβαίνει στη ζωή του Ροστόφ που παρά τον εγκλεισμό και την μονοτονία μόνο βαρετή δεν θα είναι.

Το ξενοδοχείο Μετροπόλ αναδεικνύεται σε ισότιμο πρωταγωνιστή του βιβλίου, μαζί βέβαια, με τον κόμη Ροστόφ, αυτόν τον ελκυστικό παλιομοδίτη τζέντλεμαν (με την ακριβή σημασία της λέξης), τον "ταπεινωμένο" αλλά ποτέ νικημένο, της ιστορίας. Οι περιγραφές των αιθουσών, των δωματίων, των εστιατορίων είναι θαυμάσιες και αφοπλίζουν όλους εμάς που λατρεύουμε τα ωραία και πολυτελή ξενοδοχεία. Το χορταστικό βιβλίο του Towles είναι όμως, γεμάτο από αναφορές στην Ρώσικη κουλτούρα, το θέατρο, την μουσική, την λογοτεχνία. Ωραίες παράγραφοι, λεπτοδουλεμένη γλώσσα, εξαιρετικό στυλ που θυμίζει Φ.Σ.Φιτζέραλντ, Τρ. Καπότε, Τομ Γουλφ με αυτόν τον υπέροχο κοσμοπολιτισμό και την "ελαφρότητα" στην ατμόσφαιρα και τους διαλόγους που όμως κάτω από την επιφάνεια κρύβουν πολύ βάθος.

Το "Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα" είναι ένα βιβλίο που είναι προορισμένο να μεταφερθεί στην μεγάλη ή την μικρή οθόνη, καθώς παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που προϋποθέτουν μια μεγάλη κινηματογραφική ή τηλεοπτική επιτυχία. Παρά την υπερβολή στις λεπτομέρειες και την κάποια φλυαρία, είναι χορταστικό και συγκινητικό, ένα βιβλίο που μιλάει για την ήττα και την παρακμή, την πίστη στην ζωή και στον άνθρωπο, τη αφοσίωση και την ευγένεια, τα ωραία αισθήματα και την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα και την ανθρωπιά, το αίσθημα της τιμής και την ομορφιά των ωραίων πραγμάτων που εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Μόλις το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα, αποτελεί μια ασφαλή επιλογή για το ιδανικό page-turner μυθιστόρημα, που δεν προσποιείται κάτι ανώτερο από αυτό που είναι.

Υ.Γ. Το βιβλίο θα μεταφερθεί τελικά στην τηλεόραση ως μίνι σειρά με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Κένεθ Μπράνα και σκηνοθέτη τον Τομ Χάρπερ. Αναμένομεν!

Βαθμολογία 80 / 100









 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2018 | Permalink
"Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ" (τριάντα χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση)
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, ένα βιβλίο ποτέ δεν σου φαίνεται ίδιο. Με φόβο προσέγγισα μετά από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το μυθιστόρημα «Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ» («Sister Carrie»), του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Theodore Dreiser (Ιντιάνα 1871 – Χόλιγουντ 1945), ένα βιβλίο που το είχα απολαύσει και με είχε συγκινήσει όταν το διάβασα το 1988, στην ωραία έκδοση του «Οδυσσέα», με τίτλο «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΚΑΡΥ» σε μετάφρ. Β.Δέρμων (ψευδώνυμο γνωστού ανθρώπου των βιβλίων). Η καινούργια (εξαιρετική) έκδοση, με τίτλο "Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ", στην (πολύ ποιοτική) σειρά «Orbis Literae» των εκδόσεων Gutenberg, χρησιμοποιεί την (ξαναδουλεμένη) μετάφραση της Έλλης Φιλοκύπρου, με την οποία είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο από τις εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» το 1987 με τίτλο «Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΑΡΙ». Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από μια εμπεριστατωμένη και αναλυτικότατη εισαγωγή της μεταφράστριας (που καλό είναι να διαβαστεί μετά την ανάγνωση και της τελευταίας σελίδας του βιβλίου) και είναι 760 σελίδες.


Το είχα απολαύσει το 1988, το αγάπησα ξανά το 2018. «Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που το ρουφάς κυριολεκτικά, καθώς σε παρασύρει μέσα του, σε θέλγει, σε εκνευρίζει, σε κουράζει, σε χαλαρώνει, σου προκαλεί συναισθήματα, επιζητά την συμμετοχή σου, καθώς συμπάσχεις με τους ήρωές του, τους αγαπάς και τους μισείς, σε απωθούν και σε ελκύουν. Η ακατέργαστη δύναμη της γραφής του Ντράιζερ δεν σου αφήνει περιθώρια αναγνωστικού εφησυχασμού, κι εκεί λίγο πριν την μέση του βιβλίου, που πας να πεις «γαμώτο, σε τι μελούρα έμπλεξα», σε τραβάει από το μανίκι και σου λέει «κάτσε κάτω, γιατί έχει πολύ ζουμί η ιστορία»…

«Η Καρολίνα, «η Κάρι μας» όπως τη φώναζε χαϊδευτικά η οικογένεια, διέθετε ένα μυαλό με στοιχειώδεις ικανότητες παρατήρησης και ανάλυσης, καθώς και με αρκετή ιδιοτέλεια, η οποία, χωρίς να είναι πολύ ισχυρή, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της. Γεμάτη απ' τις θερμές φαντασιώσεις της νιότης, χαριτωμένη αν και κάπως αδιαμόρφωτη ακόμη, με σώμα που υποσχόταν να μεστώσει ωραία, με μάτια όπου διακρινόταν μια έμφυτη εξυπνάδα, αποτελούσε ένα καλό δείγμα της αμερικανικής μεσαίας τάξης δυο γενιές μετά τη μετανάστευση. Τα βιβλία βρίσκονταν έξω απ' τον κύκλο των ενδιαφερόντων της - η γνώση τήαν βιβλίο σφραγισμένο. Η συμπεριφορά της αδέξια· δεν ήξερε να γέρνει χαριτωμένα το κεφάλι της· τα χέρια της τ' άφηνε να κρέμονται ανέκφραστα· τα πόδια της αν και μικρά, έδειχνα άχαρα μέσα στα ίσια της παπούτσια. Κι όμως ενδιαφερόταν για την ομορφιά της λαχταρώντας ν' απολαύσει έντονα τη ζωή, φιλοδοξώντας ν' αποκτήσει υλικές ανέσεις. Ήταν μια νεαρή αμαζόνα που ξεκινούσε να εξερευνήσει και να κατακτήσει τη μυστηριώδη πόλη κάνοντας τρελά όνειρα για μακρινούς, ασαφείς θριάμβους· βλέποντας την πόλη να πέφτει, μετανοούσα αμαρτωλή, στα πόδια της και να την προσκυνά.»

Η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας, ξεκινάει το 1889 και θα ολοκληρωθεί λίγο πριν την έλευση του 20ου αιώνα. Η Κάρι φθάνει στο Σικάγο όπου διαμένει η αδελφή της με τον σύζυγό της και φιλοξενείται εκεί. Ψάχνει για δουλειά χωρίς μεγάλη επιτυχία και όταν βρίσκει μια κακοπληρωμένη και άκρως κουραστική εργασία σε μια βιοτεχνία υποδημάτων, ένα μεγάλο ποσό της αμοιβής της πηγαίνει ως ενοίκιο για φαγητό και ύπνο, στον απεχθή σύζυγο της αδελφής της. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι νοσηρή, η αδελφή της ζει μια ζωή που στα μάτια της Κάρι φαίνεται φρικιαστική. Στο τρένο για το Σικάγο είχε γνωρίσει τον Ντρουέ, έναν νεαρό πλασιέ που την προσέγγισε με τρόπο ευγενικό και έξυπνο πλασάροντάς της την διεύθυνσή του και προσφέροντας την βοήθειά του. Η Κάρι δεν θα αργήσει να προσεγγίσει τον Ντρουέ, εν μέρει απελπισμένη, εν μέρει γοητευμένη από τον γλοιώδη νέο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, θα μείνουν μαζί, η Κάρι θα έχει πλέον χρήματα να ψωνίζει ρούχα που τόσο της αρέσει, θα διακοσμήσει το σπίτι ενώ ο Ντρουέ (που ταξιδεύει συχνά για την δουλειά του), μπορεί να μη διακρίνεται από το πνεύμα του αλλά σίγουρα της φέρεται καλά και φροντίζει την διασκέδασή της όποτε είναι στην πόλη.

Σύντομα όμως θα της συστήσει έναν φίλο του, για τον οποίον καμαρώνει. Είναι ο Χάρστγουντ, ένας εμφανίσιμος και πολύ επιτυχημένος οικονομικά μεσήλικας, ο οποίος διευθύνει έναν μεγάλο και μοδάτο μπαρ, όπου ο Ντρουέ συχνάζει για να κάνει εμπορικές γνωριμίες. Ο Χάρστγουντ είναι παντρεμένος με δύο μεγάλα παιδιά, η δουλειά του τού αρέσει πολύ, είναι κοινωνικός και κοσμοπολίτης, ο αέρας που τον συνοδεύει, έλκει την Κάρι που φαίνεται γοητευμένη από την προσοχή που της δείχνει. Ο Χάρστγουντ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις συχνές απουσίες του Ντρουέ από την πόλη επισκεπτόμενος την Κάρι και δείχνει σαγηνευμένος από την φρεσκάδα και την χάρη της, ενώ κι εκείνη βλέποντας να βαλτώνει η σχέση της με τον Ντρουέ, δέχεται με ευχαρίστηση το φλερτ του νιώθοντας μεγάλη έλξη για εκείνον.

Η κρίσιμη καμπή στην πορεία των πραγμάτων θα είναι, η συμμετοχή της Κάρι σε μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, όταν με την έμφυτη χάρη της και την γοητεία της, μαγνητίζει το κοινό που την επευφημεί. Οι δύο άντρες, ο Ντρουέ και ο Χάρστγουντ θα δουν μπροστά τους μια Κάρι διαφορετική, που μεταμορφώνεται σε μοιραία γυναίκα, θα δουν πτυχές της προσωπικότητάς της που δεν είχαν διανοηθεί ότι υπάρχουν και μια δύναμη που δεν πίστευαν ότι υπήρχε. Ο Ντρουέ όμως έχει χάσει το παιχνίδι, καθώς (στα μάτια της Κάρι) ο Χάρστγουντ με την στιβαρότητα, την άνεση και την προσωπικότητά του φαντάζει ιδανικός. Ο δεύτερος, σε καβλοπυρέσσουσα διάθεση και με θολωμένο το μυαλό, δεν σκέπτεται πλέον τίποτα, κυκλοφορεί με την Κάρι στην πόλη, η γυναίκα του το μαθαίνει και τον διώχνει από το σπίτι κρατώντας όλα τα κοινά τους χρήματα. Τότε ο Χάρστγουντ θα προβεί σε μια απονενοημένη ενέργεια κλέβοντας το ταμείο του μπαρ και ουσιαστικά απαγάγοντας την Κάρι (λέγοντάς της ότι κάτι έπαθε ο Ντρουέ σε ένα ταξίδι του), φεύγουν για τον Καναδά. Στο μακρύ ταξίδι με το τρένο, τής αποκαλύπτει την αλήθεια υποσχόμενός της γάμο μόλις φτάσουν στον προορισμό τους, πράγμα που γίνεται με μια σεμνή (πλην όμως παράνομη) τελετή. Στον Καναδά δεν θα αργήσουν να τους ανακαλύψουν και ο Χάρστγουντ υποχρεώνεται να επιστρέψει τα χρήματα στους πρώην εργοδότες του, κρατώντας ένα μικρό ποσό. Θα φύγουν για την Νέα Υόρκη σε αναζήτηση μιας νέας τύχης και μιας νέας ζωής. Η Κάρι μαγεύεται από την μεγάλη πόλη, τα φώτα, τους δρόμους, τα θέατρα, την συνεχή κίνηση – το Σικάγο φαντάζει πλέον επαρχιώτικο και μακρινό.

Ο Χάρστγουντ δυσκολεύεται να βρει δουλειά, είναι ένας άνθρωπος μέσης ηλικίας, χωρίς συστατικές επιστολές και με αποκλεισμένο το επαγγελματικό πεδίο στο οποίο διέπρεψε τόσα χρόνια. Οι προσπάθειές του είναι ανεπιτυχείς, το ηθικό του σιγά σιγά πέφτει, τα χρήματα συνεχώς λιγοστεύουν και η κατάθλιψη παραμονεύει στην γωνία. Το ζευγάρι αρχίζει να έχει προβλήματα στην καθημερινότητά του καθώς ο Χάρστγουντ αρνείται πλέον να βγει από το σπίτι βρίσκοντας φτηνές δικαιολογίες, φερόμενος άσχημα στην σύντροφό του και αποκαλύπτοντάς της την αλήθεια για τον δήθεν γάμο τους. Η Κάρι θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της και θα ψάξει για δουλειά στις θεατρικές σκηνές της πόλης. Με τα πολλά και εκμεταλλευόμενη την συμπαθητική της εμφάνιση και τους καλούς της τρόπους θα βρει κάτι ρολάκια σε σκηνές χορού, θα την προσέξουν, θα αρχίσει να ανεβαίνει όσο ο Χάρστγουντ θα πέφτει. Το τέλος της σχέσης είναι αναπόφευκτο.

«Η Κάρι τον κοίταξε καθώς έφευγε και στα μάτια της έλαμψε ένα αίσθημα που δεν μπορούσε να συγκρατήσει· χαμήλωσε αμέσως τα βλέφαρά της. Ένιωσε πάρα πολύ μόνη, σαν να πάλευε χωρίς ελπίδα και χωρίς βοήθεια, χωρίς πιθανότητα να την πλησιάσει ποτέ ένας τέτοιος άντρας. Αισθανόταν αναστατωμένη. Είχε ξαναγίνει ο παλιός της εαυτός - η Κάρι η λυπημένη, η γεμάτη πόθους, η ανικανοποίητητη.
Πως προχωρά στα τυφλά η ανθρώπινη καρδιά! Προχωρά και γυρεύει την ομορφιά. Μπορεί νά' ναι ο ήχος του κουδουνιού ενός μοναχικού προβάτου σ' ένα ήσυχο τοπίο, μπορεί νά' ναι ένα όμορφο μέρος στα δάση, μπορεί νά' ναι η εικόνα μιας ψυχής σε δυο μάτια που σε λίγο μακραίνουν - η καρδιά τ' αναγνωρίζει κι ανταποκρίνεται γυρεύοντάς τα. Κι όταν τα πόδια κουραστούν απ' το δρόμο κια η ελπίδα αποδειχτεί μάταιη, τότε αρχίζουν οι νοσταλγίες και οι λαχτάρες και ο πόνος.
Κάρι! Ά, Κάρι! Γεμάτη ελπίδες πάντα - γι' αυτό ανθρώπινη -, να ξέρεις πως το φως λάμπει τώρα στα δικά του μάτια μόνο. Αύριο θα χαθεί, θα σβήσει. Αύριο θά' ναι κάπου πιο μακριά κι ακόμα θα σε οδηγεί, ακόμα θα σε πλανεύει ως το τέλος, ώσπου να χαθούν ολοκληρωτικά και οι σκέψεις σου και οι λαχτάρες σου και οι πόνοι της καρδιάς σου. »

Σε πρώτο επίπεδο, το μυθιστόρημα του Dreiser μπορεί να ειδωθεί ως ένα μελόδραμα, καθώς εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους, έντονα συναισθήματα, έρωτα/ες, εγκατάλειψη, προδοσία, κοινότοπη ιστορία, στερεότυπα: η πτωχή πλην τίμια κοπέλα που πέφτει θύμα των συνθηκών αλλά βρίσκει τον δρόμο της και εξελίσσεται/ανεβαίνει αφήνοντας πίσω της συντρίμμια κλπ. Είναι όμως έτσι; Όποιος σταθεί σε αυτό το πλαίσιο, έχει χάσει τελείως το νόημα και το περιεχόμενο αυτού του μυθιστορήματος που αποτελεί ένα λεπτομερές και ανελέητο πορτρέτο της αμερικανικής κοινωνίας στο τέλος ενός αιώνα και προετοιμάζει για τις αλλαγές που θα έρθουν με την καινούργια εποχή.

Βρισκόμαστε στην βιομηχανική κοινωνία που αναπτύσσεται, οι γυναίκες μπαίνουν δυναμικά στον επαγγελματικό στίβο και ξεφεύγουν από τα στενά οικογενειακά πλαίσια. Η Κάρι από την αρχή δεν δέχεται τον ρόλο της υποταγμένης συντρόφου - παραμένει βέβαια μια γυναίκα της εποχής της που γνωρίζει ότι μόνο μέσω του γάμου, θα γίνει αποδεκτή στο κοινωνικό γίγνεσθαι, γι' αυτό πιέζει τον Ντρουέ στην αρχή και αργότερα τον Χάρστγουντ. Είναι όμως και μια γυναίκα που αντιλαμβάνεται τις αλλαγές και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, παρατηρώντας προσεκτικά τους γύρω της. Την υποταγμένη και κουρασμένη αδελφή της στην αρχή, την κοσμική κυρία Βανς στην Νέα Υόρκη και προγραμματίζει τα βήματά της με ηρεμία και στοχοπροσήλωση, εκμεταλλευόμενη όποια όπλα έχει στην διάθεσή της.

Η Κάρι είναι μια ηρωίδα που εξελίσσεται καθ' όλη την διάρκεια του μυθιστορήματος. Στις πρώτες σελίδες την βλέπουμε ως μια άβγαλτη και αφελή χωριατοπούλα, που διαθέτει μεν την ικανότητα παρατήρησης και ένα ενστικτώδες καλό γούστο, με συμπαθητική αλλά όχι εντυπωσιακή εμφάνιση και καλούς τρόπους. Στο τέλος του βιβλίου την βρίσκουμε, καταξιωμένη ηθοποιό, με προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση, αλλά όχι ευχαριστημένη και μάλλον προβληματισμένη. Κυνήγησε το όνειρό της, το πέτυχε όμως; Είναι ένας προβληματισμός που θέτει το διφορούμενο (εκπληκτικό) φινάλε του βιβλίου στον αναγνώστη, που ενδέχεται συγκινημένος από το τραγικό τέλος του Χάρστγουντ να μη το προσέξει ιδιαίτερα, αλλά είναι εκεί και επικρέμαται μετέωρο. Εξάλλου αν κάποιος προσέξει καλύτερα και ανατρέξει στην πορεία της ιστορίας, θα βρει πολλές αντιφάσεις και σκοτεινά σημεία στην συμπεριφορά της Κάρι, κάτι πολύ ανθρώπινο και ρεαλιστικό - πότε πραγματικά γνωρίζουμε κάποιον καθώς μας εκπλήσσει συνέχεια ακόμα και ο πιο κοντινός μας άνθρωπος;

Από την μέση του βιβλίου, τίθεται το ερώτημα, ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Είναι η Κάρι ή ο Χάρστγουντ; Οι απόψεις διίστανται και μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει επαρκώς για το ένα ή το άλλο; Μπορεί η φιγούρα του Χάρστγουντ (που είναι ο πρωταγωνιστής της κινηματογραφικής ταινίας "Συντρίμμια του έρωτα" ίσως και λόγω του Λ.Ολίβιε), να κυριαρχεί στις τελευταίες 100 σελίδες, και η δραματική του πορεία προς την κάθοδο να μένει χαραγμένη στο μυαλό του αναγνώστη, αλλά, πεποίθησή μου είναι, ότι το βιβλίο έχει στηθεί γύρω και πάνω από την Κάρι, η οποία καθορίζει τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα του βιβλίου, παραμένοντας από την αρχή ως το τέλος ο πιο πλήρης λογοτεχνικά χαρακτήρας του, που ξεκινάει ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης και μαθητείας για να μετατραπεί σε ένα δράμα που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.


Ο Dreiser στέκεται με αγάπη και ενδιαφέρον πάνω από τους ήρωές του. Δεν ηθικολογεί, δεν σχολιάζει κανέναν, παραθέτοντας τις κινήσεις τους και τις σκέψεις τους απλά και χωρίς φιοριτούρες. Κάρι, Χάρστγουντ και Ντρουέ είναι άνθρωποι ενός fin de siecle ανελέητου και απάνθρωπου - ο αναγνώστης συνεχώς αναρωτιέται αν αυτό που νιώθουν ο ένας για τον άλλον είναι έρωτας ή απλά παρορμήσεις της στιγμής, επιθυμίες χωρίς βαθύτερα αισθήματα, υπάρχει μια διάχυτη αμφιβολία, κάτι το ασαφές.
Ο Χάρστγουντ, ο οποίος, ξεκινώντας το μυθιστόρημα ως άνθρωπος της ανώτερης μεσοαστικής τάξης, θα συντριβεί, από δικά του λάθη, πέφτοντας θύμα της παρόρμησής του, ενός έρωτα που (νόμιζε ότι) ένιωσε - θα τα διαλύσει όλα, κοινωνική καταξίωση, γνωριμίες, οικογενειακή ζωή για ένα καπρίτσιο, ένα συναίσθημα έντονο μεν αλλά που δεν γνωρίζουμε αν είναι αληθινό, καθώς ο ευφυής συγγραφέας τον δείχνει να αμφιβάλλει με τους πρώτους μήνες της συμβίωσής του με την Κάρι. Είναι ένας άνθρωπος που δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, έντονα καταθλιπτικός που στηριζόταν στην αποδοχή των άλλων, μόλις έχασε τον ρόλο του, έχασε και τον εαυτό του.
Ο Ντρουέ, είναι "αφρός", ένας (καπάτσος και παμπόνηρος) άνθρωπος που θα επιβιώσει όλων των συνθηκών, γιατί δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο συναίσθημα μέσα του, πέραν της επαγγελματικής και οικονομικής καταξίωσης. Η Κάρι ήταν ένα έπαθλο που περιέφερε μέχρι ένας δυνατότερος να του το αρπάξει. Δεν τρελάθηκε, συνέχισε τον προσωπικό του αγώνα τραυματισμένος αλλά ζωντανός.
Και η Κάρι; Η Κάρι είναι μια πραγματική survivor, μια γυναίκα που διακρίνει και έλκεται από την ευφυία και δεν παρασύρεται από τον πλούτο (παρότι δεν την αφήνει αδιάφορη και ενθουσιάζεται με τα ωραία πράγματα), όπως λέει ο συγγραφέας περιγράφοντάς την στο μυθιστόρημα: «..η Κάρι είχε το προτέρημα ν' αναγνωρίζει τους πιο έξυπνους απ' την ίδια... ». Γνωρίζοντας τον "διαφορετικό" Έιμς και ακούγοντάς τον να μιλάει για πράγματα που δεν είχε ξανακούσει ή σκεφτεί, διακρίνουμε το ενδιαφέρον της για κάτι καλύτερο και εάν υπήρχε συνέχεια της ιστορίας, είναι σίγουρο ότι μια σχέση μεταξύ τους θα αναπτυσσόταν.

Το μυθιστόρημα είναι νατουραλιστικό και υπακούει στις αρχές του ντετερμινισμού (της αιτιότητας). Δεν υπάρχουν τυχαία γεγονότα ή κάποιο γύρισμα της μοίρας που καθορίζει την πορεία των ηρώων της ιστορίας που αφηγείται ο συγγραφέας, όλα έχουν μια αιτία και το ένα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο άλλο. Χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνικής αυτής σχολής στην Ευρώπη ήταν ο Εμίλ Ζολά, όπου η "Νανά" του παρουσιάζει κάποιες επιφανειακές ομοιότητες με την "Κάρι μας". Το ύφος του Dreiser, είναι καθαρά δημοσιογραφικό, λιτό και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις, που όμως απογυμνώνει την ιστορία από περιττά βάρη δίνοντας ένα δυναμισμό που θα στερείτο εάν υπήρχε έστω και μικρή δόση υπερβολής και προσπάθειας λυρισμού.

Έτερο εντυπωσιακό στοιχείο αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος είναι η εξαιρετική απεικόνιση της εποχής. Το βιομηχανικό και αναπτυσσόμενο Σικάγο και η αστραφτερή Νέα Υόρκη με τους φωτισμένους δρόμους, την ζωντάνια, τις μεγάλες λεωφόρους και τα ωραία ρούχα, περιγράφονται υπέροχα ενώ ο Dreiser ως κοινωνικά ευαίσθητος συγγραφέας, είναι στα καλύτερά του (με μερικές σελίδες που μένουν αξέχαστες) στην περιγραφή των στρατιών των ανέργων της Νέας Υόρκης, την πείνα και την δυστυχία, τα συσσίτια και τις σκηνές της απεργίας στα τραμ που είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικές.

Είναι μεγάλο βιβλίο "Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ", που άργησε να βρει την θέση του στην λογοτεχνική σκηνή, καθώς στην αρχή οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές και θεωρήθηκε "ανήθικο" και "βλάσφημο". Όπως αναφέρει η μεταφράστρια Έλλη Φιλοκύπρου στην εκτενέστατη και ουσιαστική εισαγωγή της, οι βρετανοί κριτικοί αναγνώρισαν την αξία του λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του στην Μεγάλη Βρετανία ("το πρώτο σπουδαίο αστικό μυθιστόρημα της Αμερικής"), για να καταξιωθεί κυρίως μέσω άλλων μεγάλων αμερικανών συγγραφέων στα χρόνια που πέρασαν στην συνείδηση του αναγνωστικού κοινού. Πλέον βέβαια συμπεριλαμβάνεται μέσα στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα (από την εφημερίδα Guardian) και θεωρείται κλασσικό ενώ όπως έγραψε ένας αμερικανός κριτικός δύο χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα: "Η αμερικανική λογοτεχνία χωρίζεται στην προ και στη μετά τον Ντράιζερ, όπως η Βιολογία στην προ και μετά τον Δαρβίνο.".

Βαθμολογία: 86 /100




 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2018 | Permalink
"Ο αυτόπτης μάρτυρας"

«Η μοίρα με όρισε να παίξω έναν συγκεκριμένο ρόλο στη ζωή ενός από τους σπάνιους ανθρώπους που μετά τον Μεγάλο Πόλεμο επρόκειτο να προκαλέσουν τρομερές αλλαγές και ανυπολόγιστα πάθη στην Ευρώπη. Αρκετές φορές μετέπειτα αναρωτήθηκα τι με ώθησε τότε το φθινόπωρο του 1918 να εμπλακώ σ’ εκείνη την υπόθεση, αν ήταν η φιλομάθεια, η κύρια ιδιότητα ενός ερευνητή που ασχολείται με την ιατρική επιστήμη, ή ένα είδος παντοδυναμίας, η επιθυμία να ορίσω μια φορά κι εγώ τα πράγματα.»

Ένα μεγάλο φιλοσοφικό δίλημμα διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ»Der Augenzeuge») του Αυστριακού (εβραϊκής καταγωγής) συγγραφέα και γιατρού Ernst Weiss (Μπρνο 1882 – Παρίσι 1940) – (εκδ. Σκαρίφημα, μετάφρ. Αλέξ. Κυπριώτης, σελ. 395). Ένα ερώτημα που τίθεται σε κάθε γιατρό μπροστά σε μια κρίσιμη κατάσταση και ο αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου θα κριθεί να επιλέξει την στάση που θα κρατήσει, όταν στον δρόμο του βρίσκεται με το τέλος του Α παγκόσμιου πολέμου, ο εμφανώς διαταραγμένος υποδεκανέας Α.Χ. που πάσχει από υστερική τύφλωση, μια οφθαλμική πάθηση ψυχολογικής μορφής. Ο γιατρός θα επικρατήσει του σκεπτόμενου ανθρώπου, και θα θεραπεύσει τον μυστηριώδη Α.Χ. που μαγνήτιζε τους συναδέλφους του με κηρύγματα μίσους. Τις συνέπειες αυτής της θεραπείας, θα βιώσει ο πλανήτης τα επόμενα χρόνια.


Στο μυθιστόρημα του ο Ερνστ Βάις, εξιστορεί την πορεία ενός ανθρώπου που παρασύρεται από τα παιχνίδια της μοίρας. Ο αφηγητής που μεγαλώνει σε μια πόλη της Νότιας Γερμανίας, σε μια αστική οικογένεια, θα δει με θαυμασμό τους δύο γιατρούς που έχουν συμπτωματικά το ίδιο όνομα («Κάιζερ» που σημαίνει αυτοκράτορας) να εξουσιάζουν τις ζωές των ανθρώπων γύρω του καθώς και τη δική του. Ο ένας είναι Εβραίος ("εβραιοΚάιζερ" όπως τον αποκαλεί στο βιβλίο) και είναι πιο ταπεινός και προσηνής, έχει δε μια πανέμορφη κόρη που ο νεαρός θα ερωτευθεί σφόδρα και θα προσπαθήσει να κατακτήσει. Ο δεύτερος είναι πλούσιος, κοινωνικά καταξιωμένος και αυστηρός που βλέπει στον χαρακτήρα του νεαρού πολλά ταλέντα επηρεάζοντάς τον να ακολουθήσει κι αυτός τις σπουδές και το ιατρικό επάγγελμα.

Οι δύσκολες και ταραγμένες σχέσεις με την οικογένειά του, η αποξένωσή του από την κάποτε αγαπημένη του μητέρα και τα φτωχικά χρόνια των σπουδών του, θα σκληρύνουν τον αφηγητή και η βοήθεια που θα του προσφέρει ο Κάιζερ θα είναι σημαντική και καθοριστική για το μέλλον του – εκείνος δε, θα τον πείσει να ακολουθήσει την ειδικότητα του Ψυχιάτρου. Όλα όμως θα ανατραπούν με την κήρυξη του Α παγκοσμίου πολέμου και την φρίκη που θα επακολουθήσει. Ο αφηγητής θα βιώσει πρωτόγνωρες καταστάσεις και βεβαίως θα γνωρίσει τον Α.Χ., συνάντηση που θα αλλάξει τη ζωή του με τα επακόλουθα που θα προκύψουν.

«Εγώ ήξερα τι ήταν εκείνος, εγώ ήμουν ο αυτόπτης μάρτυράς του, ο αφυπνιστής του, εγώ ήμουν ο πρώτος θαυματοποιός σ’ εκείνο το πλάσμα – θαύμα – και εν τούτοις ήμουν υποδεέστερός του. Εβδομήντα εκατομμύρια άνθρωποι ήταν υποδεέστεροι από εκείνον τον Μωάμεθ χωρίς θεό, γιατί να καυχιέμαι εγώ ότι ήμουν πιο δυνατός από’ κείνους; Πρόσεξα στα πρόσωπα γύρω μου, στα τεταμένα αναστατωμένα χαρακτηριστικά, στα τρεμάμενα μέλη της Ανγκέλικα ότι το αποκορύφωμα δεν είχε φτάσει ακόμη, αλλά έμελε να φθάσει μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Έπειτα από ένα τρομερό, ασύλληπτο ξέσπασμα μίσους εναντίον τού «μαρξιστοεβραϊκού συρφετού», ήρθε και κατέλαβε και εκείνον και εμάς. Ήταν η στιγμή που ο ομιλητής με τη βραχνή φωνή του, την αυστριακή προφορά του έχασε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. «Γερμανικό αίμα! Γερμανικό αίμα! Γερμανικό αίμα!» φώναζε, ο κόσμος δεν καταλάβαινε αν φώναζε από αγάπη γι’ αυτό το αίμα ή από φόβο γι’ αυτό το θεϊκό αίμα. Το ήξερε άραγε ο ίδιος; Μιλούσε ακατάληπτα. Κατέλαβε εκείνον, κατέλαβε εμάς, και δεν ήμαστε πια εκείνοι που ήμαστε πρωτύτερα. Αν ήμουν μόνος μαζί του κι εκείνος ήταν στην ίδια έκσταση στο εξεταστήριο στην Π., ίσως να μπορούσα να είχα μείνει ένας ψυχρός αυτόπτης μάρτυρας. Ίσως. Ίσως πάλι όχι.»


Μυθιστόρημα ενηλικίωσης με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το βιβλίο του Weiss, έχει εξαιρετικό ρυθμό που κλιμακώνεται μετά την μέση του, όταν ξεσπάει ο πόλεμος και ο αφηγητής γνωρίζει τον Α.Χ. Χωρίς να γνωρίζει τι θα γίνει στο μέλλον, βλέπει μόνο μια μοναδική περίπτωση αυτής της ασθένειας («υστερική τύφλωση») που τον ιντριγκάρει και τον προκαλεί. Ο αφηγητής ως καλός γιατρός, τον παρατηρεί, καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και τελικά τον θεραπεύει. Όταν μετά από μερικά χρόνια θα δει την άνοδο του Α.Χ., από γκροτέσκα φιγούρα της πολιτικής σε παντοδύναμο καγκελάριο, θα καταλάβει ότι είχε μπροστά το απόλυτο Κακό και ήταν «αυτόπτης μάρτυρας» στην αναγέννησή του.

Το βιβλίο του Weiss, είναι όμως και μια υπέροχη αναπαράσταση της εποχής, που έχει βέβαια στο κέντρο της την συνάντηση με τον Α.Χ., που όμως δεν είναι το μόνο στοιχείο του μυθιστορήματος. Οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις πολύπλοκες και αλληλοσυγκρουόμενες, η πατρική φιγούρα, η σχέση με την μητέρα και ένας όρκος που δόθηκε και δεν τηρήθηκε, οι δύο γιατροί της πόλης, ο εβραιογιατρός και ο γερο-Κάιζερ που αντιπροσωπεύουν τους δύο πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ο αφηγητής. Με συγκλονιστικές σελίδες περιγράφει την επιρροή του Α.Χ. στις μάζες, πως τις μαγνήτιζε και πως ανήλθε στην εξουσία, πως εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες τις εποχής και την γοητεία που άσκησε ακόμα και στον πιο αποστασιοποιημένο ακροατή των ομιλιών του.

«Ο αυτόπτης μάρτυρας», είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, που αναμιγνύει με απόλυτα δημιουργικό τρόπο, την προσωπική / ιδιωτική ιστορία με την παγκόσμια από έναν συγγραφέα που βίωσε τα γεγονότα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, διαφεύγοντας στο Παρίσι το 1933. Το βιβλίο γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’30, και εκδόθηκε πολλά χρόνια αργότερα ενώ ο συγγραφέας του αυτοκτόνησε το 1940 κατά την είσοδο του Γερμανικού στρατού στο Παρίσι. Στοιχεία για την ζωή και το έργο του Ernst Weiss καθώς και για την φιλία του με τον Φραντς Κάφκα (αλλά και για τον τσακωμό τους αργότερα) δίνει ο μεταφραστής Αλέξανδρος Κυπριώτης στην ωραία εισαγωγή του βιβλίου.

Υ.Γ. «Ο αυτόπτης μάρτυρας» κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Angelus Novus σε μετάφραση του Νίκου Σκοπλάκη.

Βαθμολογία 84 / 100



 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2018 | Permalink
"4 3 2 1"

Ένα ογκώδες βιβλίο σού προκαλεί πάντα αμηχανία. Ο προβληματισμός για τον χρόνο που θα χρειαστεί για την ανάγνωσή του, η δεδομένη επιφυλακτικότητα των περισσότερων βιβλιόφιλων απέναντι σε τέτοια «τούβλα» (όπως αποκαλούνται τα βιβλία αυτού του όγκου) σε οδηγούν σε σκέψεις για το αν αξίζει η προσπάθεια. Από τα συναισθήματα αυτά, δεν ξέφυγε (παρά το hype που δημιουργήθηκε γύρω από αυτό) και το πολυσέλιδο (1217 σελίδες!) μυθιστόρημα, του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Paul Auster (1947, New Jersey), με τίτλο «4 3 2 1» ((υπέροχη)εκδ. Μεταίχμιο, (εξαίρετη) μετάφρ. Μ. Ξυλούρη), ο οποίος δεν μας είχε συνηθίσει σε βιβλία που υπερέβαιναν τις 400-500 σελίδες (το πολύ), στην παραγωγικότατη λογοτεχνική του πορεία. Το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Auster, που είχε περίπου επτά χρόνια να εκδώσει κάποια καινούργια του δουλειά, συζητήθηκε και δίχασε (δικαίως), είναι το πιο φιλόδοξο και πληθωρικό του βιβλίο και μια προσπάθεια σύνοψης ολόκληρου του συγγραφικού του έργου.

«Ο κόσμος δεν ήταν πια πραγματικός. Όλα εντός του ήταν ένα απατηλό αντίγραφο όσων θα έπρεπε να υπάρχουν, και όλα όσα συνέβαιναν εντός του δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν.»



Τι είναι όμως το «4 3 2 1»; Είναι ένα κλασσικό μυθιστόρημα «what if» («τι θα γινόταν εάν»), ενός ευρήματος που χρησιμοποιείται συχνά πυκνά στην λογοτεχνία και στο σινεμά μερικές φορές δημιουργικά, άλλες αδιάφορα – τα παραδείγματα βιβλίων και ταινιών είναι πολλά, το μόνο που διαφέρει είναι το στυλ που καθορίζει τον κάθε δημιουργό. Στο «4 3 2 1», ο Auster περιγράφει τέσσερις εκδοχές της ζωής του κεντρικού του χαρακτήρα αλλάζοντας λίγο τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής του, ενώ τα γενικότερα στοιχεία (η ιστορία των ΗΠΑ, οι πολιτικές εξελίξεις κλπ) παραμένουν τα ίδια.

«Ο χρόνος κινούνταν σε δυο κατευθύνσεις επειδή κάθε βήμα προς το μέλλον έφερε μια ανάμνηση του παρελθόντος, και παρότι ο Φέργκιουσον ακόμη δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε, είχε συσσωρεύσει αρκετές αναμνήσεις ώστε να ξέρει ότι ο κόσμος ολόγυρά του διαρκώς διαμορφωνόταν από τον κόσμο εντός του, ακριβώς όπως η εμπειρία όλων από τον κόσμο διαμορφωνόταν από τις αναμνήσεις τους, κι ενώ όλους τους ανθρώπους τους έδενε ο κοινός χώρος που μοιράζονταν, οι διαδρομές τους στον χρόνο ήταν όλες διαφορετικές, το οποίο σήμαινε ότι κάθε άτομο ζούσε σ’ έναν κόσμο ελαφρώς διαφορετικό από όλων των άλλων. Το ερώτημα ήταν: Σε ποιο κόσμο ζούσε τώρα ο Φέργκιουσον, και πως είχε αλλάξει ο κόσμος εκείνος γι’ αυτόν;»

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Άρτσι Φέργκιουσον, τον οποίο παρακολουθούμε από την γέννησή του το 1947 στο Νιού Τζέρσι, έως τα 21 του χρόνια. Με καταγωγή (εκ πατρός) από Εβραίους μετανάστες, μεγαλώνει σε μια αστική οικογένεια, όπου ο πατέρας είναι έμπορος ηλεκτρικών ειδών και η μητέρα που δούλευε σε έναν φωτογράφο, αναλαμβάνει τα οικοκυρικά. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις διαφορετικές εκδοχές που θα μπορούσε να πάρει η ζωή του νεαρού Άρτσι καθώς αλλάζει το οικογενειακό πλαίσιο. Στη μια εκδοχή, ο πατέρας χρεοκοπεί, στην άλλη πεθαίνει, στην άλλη επεκτείνεται και πλουτίζει κ.ο.κ. ενώ και οι γονείς του, στη μία εκδοχή χωρίζουν, στην άλλη ζει με την χήρα μητέρα του η οποία σε μια άλλη εκδοχή κάνει καριέρα ως φωτογράφος, στην άλλη τσακώνεται με τον πατέρα του. Σταθερή παραμένει η καθοριστική παρουσία της Έιμι ως επίδρασης στην ερωτική και γενικότερα στην συναισθηματική εξέλιξη του Άρτσι. Άλλοτε ερωμένη, άλλοτε ετεροθαλής αδελφή, άλλοτε μεγάλη καταπιεσμένη επιθυμία, η Έιμι είναι ένα κορίτσι και μετέπειτα νεαρή γυναίκα που θα επηρεάσει πολύ τον Άρτσι. Ο ίδιος ο Άρτσι παραμένει σε όλες τις εκδοχές του (σε μια πεθαίνει πολύ γρήγορα) ένας ανήσυχος και ευαίσθητος νεαρός, στην μια εκδοχή είναι αμφιφυλόφιλος, ενώ γενικώς είναι ένα εξαιρετικό παιδί που ενδιαφέρεται για τους γύρω του και την πολιτική, με ενδιαφέρον για τα σπορ και για την λογοτεχνία ενώ σε μια εκδοχή γίνεται νεαρός δημοσιογράφος και σε άλλη συγγραφέας.

«Όλοι πάντα έλεγαν στον Φέργκιουσον πως η ζωή έμοιαζε με βιβλίο, μια ιστορία που ξεκινούσε στη σελίδα 1 και προχωρούσε ώσπου να πεθάνει ο ήρωας στη σελίδα 204 ή την 926, τώρα όμως που το μέλλον το οποίο είχε φανταστεί για τον εαυτό του άλλαζε, άλλαζε και η αντίληψή του για τον χρόνο. Ο χρόνος κινούνταν τόσο προς τα μπρος όσο και προς τα πίσω, συνειδητοποιούσε, και επειδή οι ιστορίες στα βιβλία μόνο μπροστά μπορούσαν να πάνε, η μεταφορά του βιβλίου δεν είχε λογική.»



Τα βασικά μοτίβα των βιβλίων του Auster επανέρχονται και στο «4 3 2 1». Το μπέιζμπολ, το μπάσκετ και το (αμερικάνικο) φούτμπολ, το Παρίσι, οι δρόμοι και η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, το Νιούαρκ, οι ταινίες (ιδιαίτερα το δίδυμο «Χοντρός-Λιγνός», οι μουσικές και οι συζητήσεις γύρω από βιβλία, ο εμφανής ναρκισσισμός του. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα καθαρά Οστερικό μυθιστόρημα; Η απάντηση είναι ναι, μόνο που δεν έχουμε να κάνουμε με ένα, αλλά ουσιαστικά με τέσσερα αφού με ένα ιδιοφυές μοντάζ και χωρίς η αφήγηση να ξεφεύγει από την γραμμικότητά της, οι διαφορετικές εκδοχές του ήρωα εμφανίζονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ταυτόχρονα που χωρίζονται από υποκεφάλαια (το 1 σε 1.1, 1.2 , 1.3, 1.4 κ.ο.κ.).

Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα πορτρέτο, μια απεικόνιση της Αμερικάνικης κοινωνίας, των δεκαετιών 50 και 60. Η άνοδος της μεσαίας τάξης μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, η εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ και η αντικομουνιστική υστερία, η δολοφονία του Τζ. Κένεντι, οι φυλετικές διαμάχες και η πολιτική ένταση της δεκαετίας του 60, ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι προσπάθειες αποφυγής κατάταξης στον στρατό, οι ταραχές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, η ακτιβιστική δράση, αναλύονται λεπτομερέστατα και πολλές φορές ιδιαίτερα ευρηματικά ώστε να μην κουράζουν τον αναγνώστη, ο οποίος όμως δεν γλυτώνει από την εξαντλητική παράθεση των αγώνων μπέιζμπολ (και των αποτελεσμάτων τους), των γυναικείων χαρακτηριστικών σε κάθε κοπέλα που συναναστρέφονται οι ήρωες, των ανούσιων αστείων που πολλές φορές επαναλαμβάνονται.

«Δες το έτσι, είπε στον Νόα ένα απόγευμα καθώς πήγαιναν προς την τραπεζαρία. Έχεις κάπου να πας με τ’ αυτοκίνητό σου. Είναι σημαντική δουλειά, και δεν γίνεται ν’ αργήσεις. Πας εκεί από δύο δρόμους – απ’ τον κεντρικό ή απ’ τον παράδρομο. Τυχαίνει να είναι ώρα αιχμής, και συνήθως ο κεντρικός δρόμος τέτοια ώρα είναι φίσκα, αν όμως δεν συμβεί ατύχημα ή βλάβη, η κυκλοφορία συνήθως είναι αργή και σταθερή, και πιθανότατα η διαδρομή θα σου πάρει γύρω στα είκοσι λεπτά, που σημαίνει ότι θα φτάσεις στο ραντεβού σου πάνω στην ώρα – νταν, ούτε στιγμή πριν. Ο παράδρομος από άποψη απόστασης είναι λίγο πιο μακρινός, δεν χρειάζεται όμως ν΄ανησυχείς για την κίνηση, κι αν όλα πάνε καλά, μπορείς να υπολογίζεις πως η διαδρομή θα σου πάρει γύρω στα δεκαπέντε λεπτά. Θεωρητικά ο παράδρομος είναι καλύτερος απ’ τον κεντρικό δρόμο, υπάρχει όμως ένα θεματάκι: κάθε κατεύθυνση έχει μόνο μια λωρίδα, κι έτσι και πέσεις σε βλάβη ή ατύχημα, διατρέχεις τον κίνδυνο να κολλήσεις για πολλή ώρα, πράγμα που θα σε κάνει ν’ αργήσεις στο ραντεβού σου.»

Το βιβλίο βέβαια, είναι ένα καθαρό bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας-ενηλικίωσης) με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπου θίγονται και όλα αυτά που απασχολούν τον Auster στα βιβλία του, απλώς εδώ «απλώνονται» περισσότερο: η πατρική φιγούρα, η έννοια του θανάτου, η αναζήτηση ταυτότητας, οι υπαρξιακές ανησυχίες, τα alter ego και οι αντικατοπτρισμοί του εαυτού, το παράλογο και τα παιχνίδια της τύχης. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μοίρα παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των τεσσάρων Φέργκιουσον χωρίς όμως ο συγγραφέας να πέσει στην παγίδα της μοιρολατρίας.

Μακροπερίοδος λόγος και πολύ σαγηνευτικό στυλ χαρακτηρίζουν το βιβλίο που σε κάποιες του σελίδες θυμίζει αναγνώσματα του 19ου αιώνα, ενώ δεν λείπουν και οι Μπορχεσικοί γρίφοι γύρω από τον χρόνο. Όλα τα γύρω γύρω είναι πολύ ωραία, και απολαμβάνεις την ευφυία του συγγραφέα, ο οποίος κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι την τελευταία σελίδα, θεωρώ όμως ότι το βασικό μειονέκτημα του μυθιστορήματος, είναι ο ήρωας, ο Φέργκιουσον που ως προσωπικότητα παρουσιάζει λίγο έως ελάχιστο ενδιαφέρον έτσι ώστε να αδυνατίζει το εύρημα των εναλλακτικών εκδοχών που σε κάνουν να αναρωτιέσαι προς τι όλη αυτή η φασαρία και γιατί τόσες σελίδες (αυτό αποτελεί ένα μυστήριο που αδυνατώ να επιλύσω) όταν η Έρπενμπεκ στο αριστουργηματικό «Η συντέλεια του κόσμου» το κάνει καλύτερα στο 1/3 των σελίδων που χρειάστηκε ο Auster σε τελείως βέβαια διαφορετικό πλαίσιο και σε μη συγκρίσιμα λογοτεχνικά είδη.

«…και από την αρχή, από το ξεκίνημα της συνειδητής ζωής του, το επίμονο συναίσθημα ότι οι διασταυρώσεις και η παραλληλία των δρόμων των ταξιδεμένων και των αταξίδευτων διασχίζονταν από τους ίδιους ανθρώπους την ίδια ώρα, τους ορατούς ανθρώπους και τους σκιώδεις ανθρώπους, και ότι ο κόσμος ως είχε ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα κλάσμα του κόσμου, διότι το πραγματικό αποτελούνταν και από αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί αλλά δεν είχε συμβεί, ότι δεν υπήρχε ένας δρόμος καλύτερος ή χειρότερος από τους άλλους δρόμους, αλλά το βάσανο του να ζεις σε ένα και μόνο σώμα ήταν που ανά πάσα στιγμή έπρεπε να είσαι σ’ έναν δρόμο μονάχα, παρότι θα μπορούσες να είσαι σε έναν άλλον, πηγαίνοντας προς έναν ολότελα άλλο τόπο.»

Εν ολίγοις, το «4 3 2 1» μπορεί να μην είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα (δεν το τοποθετώ ούτε στην πρώτη πεντάδα του), αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις την ζωντάνιά του, την δύναμή και την πνοή της «μεγάλης αμερικάνικης αφήγησης» (αλλά φαίνεται από τις πρώτες σελίδες ότι Φίλιπ Ροθ ή Σολ Μπέλοου δεν είναι), την γοητεία του ύφους που σε αιχμαλωτίζει με έναν υπνωτιστικό τρόπο και τέλος τον ρυθμό του που είναι εξαιρετικός (βεβαίως σε όλα αυτά να αναγνωρίσω την συμβολή της μεταφράστριας Μαρίας Ξυλούρη που επιτέλεσε άθλο). Αντιλαμβάνομαι ότι αποτελούσε μια αναγκαιότητα για τον συγγραφέα, να γράψει ένα βιβλίο που συμπυκνώνει το προηγούμενο έργο του, αλλά τον προτιμώ στα παλαιότερα και πολύ πιο συμπαγή του μυθιστορήματα (τα οποία έχουν την μορφή μιας μπάμπουσκας - κάτι που έλειπε από το τελευταίο μαξιμαλιστικό του εγχείρημα), για τα οποία τον αγαπήσαμε.

Βαθμολογία 80 / 100