Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2020 | Permalink
Σώσα
 Όταν μιλάμε για μεγάλα βιβλία, αναγκαστικά θα προσφύγουμε σε κοινοτοπίες, θα χρησιμοποιήσουμε τετριμμένες εκφράσεις. Πως όμως μπορείς να δώσεις στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, να αντιληφθεί την σπουδαιότητα του βιβλίου που διάβασες; Πως μπορείς να συγκρατήσεις τον ενθουσιασμό σου, ακόμα κι όταν έχει περάσει κάποιο (αναγκαίο) διάστημα από την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου; Θα μιλήσω για το «ΣΩΣΑ» («Shosha»), αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα του σπουδαίου και πολύ σημαντικού Αμερικανοεβραίου συγγραφέα Isaac Bashevis Singer (Πολωνία, 1902 ή 1904 – Η.Π.Α. 1991), που πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978, ο οποίος έγραφε στα Yiddish, την γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Εσκενάζι Εβραίοι στην Κεντρική Ευρώπη και ήταν η πιο δημοφιλής γλώσσα στις χώρες που κατοικούσαν Εβραίοι πριν το Ολοκαύτωμα. Πλέον ομιλείται από ελάχιστους (δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 2 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο) σε σχέση με το παρελθόν, και θεωρείται ουσιαστικά «νεκρή».

 
Η «Σώσα», που επιτέλους μπορούμε να διαβάσουμε στα ελληνικά σε μια έκδοση-κόσμημα από τις εκδ. Κίχλη (μετάφρ. από τα Αγγλικά Μ.Πάγκαλος, επίμετρα του μεταφραστή και του Στ. Ζουμπουλάκη, σελ.468), είναι το ίσως το πιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Σίνγκερ και αποτελεί, μια ελεγεία για ένα κόσμο που έχει πια χαθεί. Έργο ωριμότητας του συγγραφέα, εκδόθηκε στις Η.Π.Α., τη χρονιά που του απονεμήθηκε το Νόμπελ, στην όγδοη δεκαετία της ζωής του και είναι ένα αινιγματικό, αλληγορικό και ιδιαίτερα πολυεπίπεδο βιβλίο που θέτει συνεχώς ερωτήματα στον αναγνώστη του.
 
«Ποιος λέει ότι τα πάντα στη φύση ή στην ανθρώπινη υπόσταση μπορούν να εξηγηθούν με κίνητρα και με λέξεις; Έχω συνειδητοποιήσει εδώ και καιρό ότι η λογοτεχνία μπορεί μόνο να περιγράφει γεγονότα ή να αφήνει τους χαρακτήρες να επινοούν δικαιολογίες για τις πράξεις τους. Στη μυθοπλασία όλα τα κίνητρα είναι είτε προφανή είτε εσφαλμένα.»
 
Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι ο Άαρον (ή Άρελε) Γκρέιντιγκερ, απόγονος μιας οικογένειας ραββίνων. Ο πατέρας του ήταν ο ραββίνος μιας μικρής κοινότητας σε μια γειτονιά Εβραίων Χασιδιστών της Βαρσοβίας και ως ιδιαίτερα αυστηρός άνθρωπος, είχε επιβάλλει στην οικογένειά του να ζει σύμφωνα με τους θρησκευτικούς νόμους, σε ένα σπίτι με ζοφερή ατμόσφαιρα. Η Σώσα ήταν ένα κορίτσι που ζούσε απέναντι από τους Γκρέιντιγκερ, σε μια φτωχή εργατική οικογένεια που όμως στο σπίτι τους επικρατούσε μια αλέγκρα ατμόσφαιρα εντελώς διαφορετική από αυτή της οικογένειας του ραββίνου. Τα δύο παιδιά που είχαν ένα χρόνο διαφορά, ο Άαρον και η Σώσα, έπαιζαν μαζί, ο Άαρον θεωρείτο παιδί-θαύμα στην περιοχή, η Σώσα ήταν λίγο αργή, αρκετά αφελής, την κορόιδευαν στο σχολείο, ο μόνος που της φερόταν ανθρώπινα και νοιαζόταν γι’αυτήν ήταν ο Άαρον που της μιλούσε για τα όνειρά του και της διάβαζε αυτά που έγραφε και της είχε υποσχεθεί ότι κάποια μέρα θα την παντρευτεί. Σύντομα όμως η οικογένεια της Σώσα μετακόμισε λίγα σπίτια παρακάτω στον δρόμο, γεγονός που ήταν αρκετό να απομακρύνει τα δύο παιδιά καθώς και η αυστηρή οικογένεια του ραββίνου εναντιωνόταν σε αυτή τη φιλία. Ξέσπασε ο Α παγκόσμιος πόλεμος, στη Βαρσοβία πεινούσαν και η οικογένεια του Άαρον έφυγε για την επαρχία. Τα ίχνη της οικογένειας της Σώσα χάθηκαν, έγινε η Ρώσικη επανάσταση, ο πόλεμος τελείωσε, ο κόσμος άλλαζε.
 
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Άαρον ζει στην Βαρσοβία και έχει ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του Χασιδισμού. Ζει σαν ένας «αμαρτωλός», προσπαθώντας να γίνει συγγραφέας, βιοποριζόμενος ως μεταφραστής ή από κείμενα που γράφει σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, ενώ γράφει και ιστορίες που δημοσιεύονται αραιά σε έντυπα της εποχής. Κάνει πολλή παρέα με έναν ιδιόρρυθμο διανοούμενο, τον Μόρρις Φάιτελτσον, ο οποίος διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την εβραϊκή κοινότητα των Η.Π.Α. και μοιράζονται την ίδια ερωμένη, μια μεγαλοαστή εβραία, την Τσέλια που είχε πάθος με την Λογοτεχνία και απόκτησε αδυναμία στον «απροστάτευτο» Άαρον, ο οποίος τριγύριζε από την μια αγκαλιά στην άλλη, με την ίδια ευκολία με την οποία έγραφε κείμενα.
 
Όμως ο αεριτζής Φάιτελτσον, μια μέρα τον φέρνει σε επαφή, με μια πραγματικά καλή ευκαιρία να βελτιώσει πολύ τα οικονομικά του. Ένας γηραιός Αμερικανοεβραίος επιχειρηματίας, θέλει να χρηματοδοτήσει μια παράσταση στα Yiddish, με πρωταγωνίστρια την ερωμένη του, γνωστή ηθοποιό στις Η.Π.Α., Μπέτυ Σλόνιμ, την οποία (παράσταση) σχεδιάζει να ανεβάσει σε κάποιο θέατρο της Βαρσοβίας. Ο Άαρον είχε γράψει την πρώτη σκηνή από ένα έργο και ο επιχειρηματίας, ενδιαφέρεται, του δίνει μια γενναία προκαταβολή και του αναθέτει να γράψει την συνέχεια. Ο Άαρον αναπνέει οικονομικά νοικιάζοντας ένα ωραίο διαμέρισμα, αλλά η «εβραϊκή» του ψυχή χάνεται σιγά-σιγά, καθώς δεν θα αργήσει να συνάψει σχέση με την αρκετά μεγαλύτερή του Μπέτυ, ενώ θα απολαμβάνει τις κάθε είδους υπηρεσίες της τροφαντής οικονόμου του σπιτιού του. Το κλίμα όμως έξω είναι ήδη βαρύ, ο Χίτλερ καταργεί όλο και περισσότερα δημοκρατικά δικαιώματα, οι διακρίσεις και το κυνηγητό κατά των Εβραίων έχει ξεκινήσει, ενώ και στους δρόμους της Βαρσοβίας, η ατμόσφαιρα είναι βαριά.
 
Μια μέρα, ο δρόμος του θα τον φέρει από την παλιά του γειτονιά, μπροστά στο σπίτι που είχαν μετακομίσει η Σώσα με την οικογένειά της. Σχεδόν ενστικτωδώς ανεβαίνει τις σκάλες και διαπιστώνει ότι μένουν ακόμα εκεί. Βασικά, μένει η Σώσα με την μητέρα της που έχει χωρίσει με τον σύζυγό της. Προς ακόμα μεγαλύτερή του έκπληξη, η Σώσα δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου, 20 χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση, είναι ακόμα ένα παιδί, μόνο τρεις-τέσσερις πόντους ψηλότερη και μια «ανεπαίσθητη αλλαγή στο πρόσωπό της (…), στα μάτια της ζωγραφιζόταν ό ίδιος παιδιάστικος ενθουσιασμός που θυμόμουν από την εποχή που συνήθιζα να της διηγούμαι ιστορίες.»
 
Ο Άαρον είναι ένας άνθρωπος που έχει δει την τύχη του να μεταβάλλεται! Μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες, τον έχουν μετατρέψει σε ένα συγγραφέα με μεγάλη προοπτική και με ενδεχόμενη μετανάστευση στις Η.Π.Α., ως αποτέλεσμα της φήμης που θα αποκομίσει αν παιχτεί το θεατρικό του έργο. Τα αφήνει όμως όλα πίσω, μόλις ξαναβρίσκει την Σώσα – μια γυναίκα που είναι ουσιαστικά παιδί, που λες κι ο χρόνος την έχει «παγώσει» στην παιδική της ηλικία, αναιμική και άρρωστη, που μετά δυσκολίας διαβάζει, που κάνει αφελείς ή ίσως ανόητες ερωτήσεις, που όλοι την θεωρούν διανοητικά καθυστερημένη, η οποία όμως έχει τον Άαρον ως Θεό της. Η ηθοποιός Μπέτυ, του λέει να επιστρέψει μαζί της στις Η.Π.Α. γλυτώνοντάς τον από τον (αναπόφευκτο) πόλεμο και την άνοδο του Ναζισμού, εκείνος αρνείται, μένοντας προσκολλημένος στην Σώσα και περνώντας τις ώρες του, στο παλιομοδίτικο διαμέρισμά της και στο παιδικό της δωμάτιο με τις κούκλες, ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του, όπως υποστηρίζει. Επιλέγει να την παντρευτεί και να μείνει μαζί της στο γκέτο, στην παλιά του συνοικία, διακινδυνεύοντας τα πάντα σε αυτή την επιστροφή στις ρίζες του, καθώς ο Πολωνικός εθνικισμός φουντώνει και τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν.
 
«Από τη μέρα που είχα εγκαταλείψει το πατρικό μου σπίτι βρισκόμουν σε μια κατάσταση διαρκούς απελπισίας. Μερικές φορές σκεφτόμουν την περίπτωση της μετάνοιας, της επιστροφής στην αληθινή εβραϊκότητα. Αλλά ήταν δυνατόν να ζήσω όπως ο πατέρας, οι παππούδες και οι προπαππούδες μου χωρίς να διαθέτω την πίστη τους; Κάθε φορά που έμπαινα σε μια βιβλιοθήκη ξυπνούσε μέσα μου η ελπίδα ότι σε κάποιο από τα βιβλία που υπήρχαν εκεί μπορεί να έβρισκα μια ένδειξη για το πώς ένας άνθρωπος της δικής μου ιδιοσυγκρασίας και κοσμοθεωρίας θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Ωστόσο δεν κατάφερνα να τη βρω ούτε στον Τολστόι ή στον Κροπότκιν, ούτε στον Σπινόζα ή στον Ουίλιαμ Τζαίημς, ούτε στον Σοπενχάουερ, ούτε στη Βίβλο. Βέβαια, οι προφήτες κήρυτταν μιαν ανώτερη ηθική, αλλά οι επαγγελίες τοοους για πλούσιες σοδειές, για καρπερούς ελαιώνες και αμπελώνες και για προστασία από τους εχθρούς δεν με έπειθαν πια. Ήξερα ότι ο κόσμος υπήρξε πάντα και θα παρέμενε για πάντα όπως ήταν σήμερα. Αυτό που οι ηθικολόγοι αποκαλούσαν «κακό» συνιστούσε στην πραγματικότητα τον κανόνα της ζωής.»
 
Ο ήρωας του βιβλίου του Σίνγκερ, ο διχασμένος Άαρον, είναι ένας χαρακτήρας – παραλλαγή του συγγραφέα, ο οποίος έφυγε έγκαιρα για τις Η.Π.Α., το 1935.  Όπως κι ο ήρωάς του, ο Σίνγκερ θα «δραπετεύσει» από την οικογενειακή θρησκευτική παράδοση, θα περιπλανηθεί στους διανοουμενίστικους κύκλους της Βαρσοβίας, όπου θα γράψει το πρώτο του βιβλίο «Ο Σατανάς στο Γκοράυ» πριν ξενιτευτεί. Ο Άαρον στη «Σώσα», θα αργήσει περισσότερο, θα υποστεί αυτός κι η Σώσα τις συνέπειες της Ναζιστικής ανόδου – τουλάχιστον εκείνος θα γλυτώσει για να αφηγηθεί την ιστορία, σε ένα φινάλε του βιβλίου, γλυκόπικρο αλλά μάλλον απογοητευτικό σε σχέση με το υπόλοιπο εκπληκτικό (και πλήρες λεπτομερειών) μυθιστόρημα, που αφήνει τον αναγνώστη ελαφρώς μετέωρο.

 
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα μαθητείας, το «Σώσα», με πολλές αναφορές σε Σπινόζα, Καντ, Σοπενάουερ, Δαρβίνο, στην Καμπάλα αλλά και στην ορθόδοξη χασιδική εβραϊκή παράδοση. Διανθισμένο με αλησμόνητους χαρακτήρες, που αρκετοί από αυτούς, όπως ο ιδιόρρυθμος και μυστηριώδης Φάιτελτσον αλλά και η διανοούμενη Τσέλια, είναι διαρκώς διχασμένοι και πατάνε από τη μια στην εβραϊκή παράδοση και από την άλλη στην ευρωπαϊκή κοσμικότητα. Το βιβλίο είναι γεμάτο υπέροχους και μεστούς διαλόγους, ενώ η αγωνία για το μέλλον των ηρώων του, επικρέμαται σε κάθε σελίδα, σε κάθε αναφορά στην κατάσταση. Η Τσέλια που αρνείται να φύγει από την Βαρσοβία, παρότι δεν της λείπει το χρήμα και οι διασυνδέσεις, εξηγεί στον εμβρόντητο Άαρον, την «δύναμη της αδράνειας» που καθήλωσε εκατομμύρια συμπατριώτες της – και όχι μόνο - στο έδαφος, υπνωτισμένους, να περιμένουν το μοιραίο που έβλεπαν να έρχεται, ενώ και ο βαθύτερος διχασμός στην ψυχοσύνθεση των εβραίων, αποτυπώνεται στην φράση του Φάιτελτσον: «Οι σημερινοί Εβραίοι αγαπούν τρία πράγματα: το σεξ, την Τορά και την επανάσταση, όλα μαζί. Δώσ΄τους τα, και θα σε αποθεώσουν.»
 
Ο αινιγματικός χαρακτήρας όμως του μυθιστορήματος, είναι η Σώσα. Μια ηρωίδα αλληγορική, που συμβολίζει την αθωότητα και την αγνότητα, την παιδική ηλικία και την αφέλεια, θυμίζοντας τον μικρό ήρωα του «Τενεκεδένιου ταμπούρλου» του Γκ. Γκρας, ο οποίος αρνείτο να μεγαλώσει. Η Σώσα είναι ένα «αερικό», ένα πλάσμα εκτός τόπου και χρόνου, είναι μια ανιδιοτελής και ήρεμη γυναίκα-παιδί, που δίνεται ολόψυχα στον Άαρον που θαυμάζει και περιμένει τόσα χρόνια, που ανέχεται τις παρασπονδίες του, αναζητώντας στα λόγια του την αλήθεια και την αγάπη, την προστασία και την ελευθερία. Ο Άαρον επιλέγει να μείνει μαζί της, με αυτή την αφελή κοπέλα, που περιμένει τον Μεσσία να έρθει. Επιλέγει την αθωότητα ως όπλο απέναντι στην κόλαση που καταφθάνει με γρήγορο ρυθμό.
 
Το «Σώσα» είναι ένα σπουδαίο, κλασσικό μυθιστόρημα για το οποίο μπορείς να συζητάς και να προβληματίζεσαι επί μακρόν με τα ερωτήματα για την θυσία, την αγάπη, την ελευθερία, τον Θεό, την κοινωνία της Πολωνίας, την παθητικότητα των εβραίων που τίθενται κατά την διάρκειά του. Είναι ένα βιβλίο το οποίο, δείχνει ενοχικό και απολογητικό, που τα ιστορικά γεγονότα διαδραματίζουν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή του. Ο Έλληνας αναγνώστης, έχοντας δει προ μηνών στο Netflix, το (ωραίο αλλά γεμάτο ευκολίες) «Unorthodox», είναι πλέον εξοικειωμένος με τις Χασιδικές ιδιοτροπίες και συνήθειες, οπότε τού είναι πολύ εύκολο να κατανοήσει τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας που αφηγείται ο Σίνγκερ, σε ένα μεστό και στιβαρό μυθιστόρημα, που ρέει με εξαιρετικό ρυθμό και προσφέρει απόλυτη λογοτεχνική απόλαυση.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
 
 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2020 | Permalink
Δύο υπέροχα νουάρ μυθιστορήματα ("Χαμένο προφίλ" + "Από μακριά μοιάζουν με μύγες")
 Με δύο εκπληκτικά νουάρ μυθιστορήματα θα ασχοληθώ σήμερα.Είναι το βίαιο αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα συναισθηματικό μυθιστόρημα του Γάλλοαλγερινού συγγραφέα (και πρώην αστυνομικού) Hugues Pagan (1947 Orleansville Αλγερία), με τίτλο «ΧΑΜΕΝΟ ΠΡΟΦΙΛ» («Profil perdu») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.570), και η νουβέλα του Αργεντίνου συγγραφέα (και υπαλλήλου του μετρό με την ιδιότητα του «καθαριστή σταθμών»(!)) Kike (Enrique) Ferrari (1972, Buenos Aires, Argentina), με τον «Μπορχεσικό» τίτλο «ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΜΥΓΕΣ» («Que de lejos parecen moscas») – (εκδ. Καστανιώτη, (εξαιρετική ως συνήθως) μετάφρ. Ά. Βερροιοπούλου, σελ. 190). Δύο βιβλία, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, που μόνο το στοιχείο νουάρ είναι αυτό που τα ενώνει και που συνιστούν μεγάλες λογοτεχνικές απολαύσεις, έξοχα δείγματα ενός λογοτεχνικού είδους που βελτιώνεται συνεχώς, χαρίζοντάς μας μοναδικές στιγμές. Ας τα δούμε αναλυτικότερα:

 


Το υπέροχο νουάρ του Hugues Pagan «Χαμένο προφίλ», αποπνέει κάτι το παλαιικό (το vintage), με μια αίσθηση ταινίας του Μελβίλ της δεκαετίας του 70. Τα στερεότυπα είναι όλα απλωμένα μπροστά στον αναγνώστη. Ο σκληρός αλλά έντιμος μπάτσος με το σκοτεινό παρελθόν, και γύρω απ’ αυτόν, συνάδελφοί του διεφθαρμένοι, κακοί, μοχθηροί, καλοί, αφελείς, τελείως χύμα. Απατεώνες και τοπικές μαφίες, επιχειρηματίες με σκοτεινές προθέσεις, μπαρ που συχνάζουν αστυνομικοί και πουτάνες και που  μαθαίνεις τα πάντα σε λίγα λεπτά, και βεβαίως και πάνω απ’ όλα, μια μοιραία γυναίκα που θα αλλάξει τη ζωή του σκληρού και λιγομίλητου ήρωα.

 

Ο Παγκάν όμως κάνει κάτι πολύ απλό και ταυτόχρονα μαγικό. Με σκληρό ρεαλισμό και χωρίς να αφήσει κενά στην γεμάτη κίνηση αφήγησή του, μετατρέπει ένα αρχετυπικό αστυνομικό θρίλερ, σε ένα στιβαρό λογοτεχνικό έργο που σε καθηλώνει μέχρι το τέλος, χωρίς να έχει κάποια πρωτότυπη ιστορία να αφηγηθεί ή κάποια τρομερή ανατροπή - σχεδόν από τα μισά ο καθένας έχει αντιληφθεί την πορεία της ιστορίας. Είναι όμως οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο σκληρός Σνεντέρ και η πανέμορφη και μοιραία γυναίκα που την αποκαλούν «Τσερόκι» και η ερωτική τους σχέση που δίνει την αύρα στο βιβλίο και ταυτόχρονα το καθιστά τόσο σαγηνευτικό.

 


Η ιστορία απλή και χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1980, σε μια επαρχιακή πόλη της βόρειας Γαλλίας, ένας μάλλον αδιάφορος και έντιμος υπαστυνόμος του τμήματος δίωξης ναρκωτικών, δολοφονείται καθώς πηγαίνει άοπλος να συναντήσει ένα άγνωστο άτομο σε ένα βενζινάδικο της εθνικής οδού. Ήταν παντρεμένος με μια δικαστή και είχαν μόλις γεννήσει ένα μωρό. Προσπαθούσε να επιλύσει μια υπόθεση ναρκωτικών – είχε συλλάβει ένα βαποράκι, του είχε δείξει τις φωτογραφίες μιας άγνωστης γυναίκας, τον είχε αφήσει ελεύθερο χωρίς να τον ψάξει. Λίγες ώρες μετά ένας μοτοσικλετιστής τον δολοφονεί εν ψυχρώ. Ο υπάλληλος του βενζινάδικου είναι μάρτυρας της δολοφονίας και βάσει της κατάθεσής του, το βαποράκι θεωρείται ο επικρατέστερος ύποπτος.

 

«Τα περισσότερα αιματηρά εγκλήματα δεν είναι παρά σκέτες παραδρομές και το Πεπρωμένο συνήθως εμφανίζεται με το σκοτεινό ειρωνικό πρόσωπο της βλακείας.»

 

Την υπόθεση αναλαμβάνει το τμήμα δίωξης εγκλήματος, που προΐσταται ο Σνεντέρ, ένας ψυχρός και απόμακρος αστυνομικός που είχε τη φήμη ότι δεν κοιμόταν ποτέ, ήταν άνθρωπος του καθήκοντος και είχε διατελέσει υπολοχαγός στον πόλεμο της Αλγερίας, και είχε εγκαταλείψει τον στρατό πάνω στην άνοδό του για προαγωγή. Ο Σνεντέρ όμως, δεν θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν πριν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στο πάρτι του μεσιέ Τομ, του μεγαλοεπιχειρηματία και αρχιλαμόγιου της περιοχής θα γνωρίσει την γυναίκα που όλοι αποκαλούν «Τσερόκι» και θα την ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Το ίδιο θα πάθει κι αυτή, με συναισθήματα τόσο έντονα που και οι δύο δεν είχαν ξανανιώσει.

 

«Η δυστυχία πάει στη δυστυχία, όπως κάθε ποτάμι πάει στη θάλασσα.»

 

Ο Σνεντέρ πάντα αντισυμβατικός θα συγκρουστεί με τους ανωτέρους του για την επίλυση της υπόθεσης. Σύντομα θα διαπιστώσει ότι ο βασικός ύποπτος δεν είναι ο συλληφθείς και βαρέως τραυματισμένος από τα χτυπήματα των συναδέλφων του, τους οποίους δεν θα διστάσει να καταγγείλει ενδοϋπηρεσιακά προκαλώντας έρευνα από το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων και συνεχώς δημιουργώντας εχθρούς μέσα από το ίδιο του το τμήμα. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο δολοφόνος καλύπτεται από το περιβάλλον των στεγανών που έχουν δημιουργηθεί στην πόλη. Προσπαθώντας να λύσει την υπόθεση που έχει παρακλάδια, θα είναι αντιμέτωπος με τους δαίμονές του, την συνεχόμενη αϋπνία του που προκαλείται από τα χάπια που καταναλώνει αλλά και την υπερβολική διαφθορά που έχει κυριεύσει την πόλη που εργάζεται. Σύμμαχός του και πάντα δίπλα η εκρηκτική «Τσερόκι» με την οποία ζει έναν έρωτα δίχως αύριο, βγαλμένο από τις πιο ρομαντικές ταινίες.



«Καταλάβαινε σιγά σιγά πως, όπου κι αν πας και ό,τι κι αν κάνεις, δεν παύεις ποτέ να πληρώνεις ορισμένους λογαριασμούς.»

 

Μυθιστόρημα που ισορροπεί μεταξύ hard-boiled νουάρ, απόλυτου και κλασσικού πολάρ και γοητευτικής ερωτικής ιστορίας, το «Χαμένο Προφίλ», είναι ελεγειακό και συναρπαστικό, ουσιώδες και ακριβές χωρίς τίποτα το περιττό.

Με χαρακτήρες που τους συνοδεύει μια σκιά σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ο αναγνώστης αιωρείται μεταξύ κυνικότητας και υπέρμετρης βίας και λυρισμού των ερωτικών σκηνών μεταξύ των δύο ηρώων του μυθιστορήματος, με το βεβαρυμένο παρελθόν, το μεθυστικό (μέσα στον έρωτά τους) παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα και η διάχυτη μελαγχολία που συνοδεύουν την ιστορία, «αιχμαλωτίζουν» τον αναγνώστη σε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.


Βαθμολογία 84 / 100

 

Η νουβέλα του Kike Ferrari «Από μακριά μοιάζουν με μύγες», είναι ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο από αυτό του Pagan, αλλά είναι κι αυτό εξίσου σαγηνευτικό και θαυμάσιο, ενώ θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει «μη κατατάξιμο» σε είδος, αφού υπερβαίνει τα όρια του νουάρ, ομοιάζοντας περισσότερο με «υπαρξιακό θρίλερ», έχοντας κι αυτό πολλά κινηματογραφικά στοιχεία στη δομή της ιστορίας που περιγράφει.

 


Ο κύριος Μάτσι, είναι πολύ υπερήφανος και ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Αδίστακτος επιχειρηματίας που κερδίζει συνεχώς χρήματα με κάθε μέθοδο, είναι κάτοχος μιας μεγάλης περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας και με μεθόδους, που καλό θα ήταν να ξεχαστούν γρήγορα, μπήκε στην μεγαλοαστική τάξη με έναν καλά υπολογισμένο γάμο μιας πάμπλουτης κόρης ενός γαιοκτήμονα (στην Αργεντινή, ο μεγάλος γαιοκτήμονας, μπορεί να έχει εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης στην κατοχή του), κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο με πολιτικές διασυνδέσεις σε κάθε «δημοκρατική κυβέρνηση» που διαδέχτηκε τους στρατηγούς της Χούντας, ενώ οι μπίζνες με τους πολιτικούς του αποφέρουν εκατομμύρια. Καμαρώνει την πολυτελή Μπε-Εμ-Βε του, κι ότι μπορεί να έχει όποια γυναίκα θέλει στο κρεβάτι του και είναι μονίμως «φτιαγμένος» με κοκαΐνη. Περιφρονεί ανοιχτά τη σύζυγό του και τα δύο του παιδιά, τα οποία τον έχουν «απογοητεύσει» με τις επιλογές του και «ηδονίζεται» αγγίζοντας την συλλογή των πανάκριβων γραβατών του και τσεκάροντας τα εκατομμύρια που έχει στον τραπεζικό του λογαριασμό.

 

Ο Λουίς Μάτσι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε με τα χρήματά του να αγοράσει ότι και όποιον γουστάρει, θα βρεθεί μπροστά στην μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του. Φεύγοντας από το γραφείο του και οδηγώντας με αυταρέσκεια την αμαξάρα του στον αυτοκινητόδρομο, ένα λάστιχο του αυτοκινήτου σκάει. Τσεκάροντας τη ρόδα, βλέπει ότι προεξέχουν τρία ακτινωτά καρφιά. Η οδική βοήθεια θα αργήσει, κι αυτός ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και μένει ξερός! Εκεί υπάρχει το πτώμα ενός άνδρα σε εμβρυϊκή στάση με κατεστραμμένο πρόσωπο. Αφού θα ξεπεράσει το αρχικό σοκ, ακυρώνει την οδική βοήθεια και θα βγάλει τη ρεζέρβα, αλλάζοντας το λάστιχο υπό τα κοροϊδευτικά βλέμματα των περαστικών οδηγών. Θα φύγει από εκεί, καλώντας στο τηλέφωνο, τον «Βόθρο», τον υπεύθυνο προσωπικής του ασφαλείας, έναν θηριώδη ακροδεξιό μπράβο που έχει προσλάβει για τις βρωμοδουλειές του. Αυτός όμως δεν απαντάει. Ο Μάτσι τον υποπτεύεται ως τον μόνο πιθανό ένοχο.

 

«Πόση ώρα να’ναι νεκρός;

Και προπαντός, τι κάνει αυτό το πτώμα μέσα στη δικιά μου την Μπε-Εμ-Βε των διακοσίων χιλιάδων δολαρίων; Πως βρέθηκε εδώ;»

 

Προσπαθεί να βρει ένα μέρος, να ξεφορτωθεί το πτώμα. Διασχίζει ερημικές και φτωχικές περιοχές, τον σταματάνε αστυνομικοί – προσπαθεί να μη δούνε το ματωμένο του πουκάμισο από την προσπάθεια να μετακινήσει το πτώμα για να βγάλει τη ρεζέρβα -, θα τους δωροδοκήσει και θα φύγουν. Κάποια στιγμή βρίσκει ένα μέρος που θεωρεί ασφαλές, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και τότε διαπιστώνει ότι το πτώμα του άνδρα, είναι δεμένο με τις ροζ χειροπέδες που εκείνος χρησιμοποιεί στις προσωπικές του στιγμές με τις κατά καιρούς ερωμένες του. Καινούργιο σοκ – πρέπει να βρει ένα πριόνι -, αλλά και νέες σκέψεις, ποιος το έκανε αυτό; Μήπως είναι η σύζυγός του υπεύθυνη ή ο γιος του; Μήπως είναι ο σύζυγος κάποιας από τις αναρίθμητες ερωμένες του ή κάποιος απολυμένος υπάλληλος; Ο Μάτσι βρίσκεται σε απόγνωση κι ακόμα δεν έχει δει τίποτα…

 


Ο Φεράρι στο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του, κατορθώνει να αναπτύξει την ιστορία του, χωρίς φλυαρίες και περιττά στοιχεία. Είναι άλλωστε μια ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σε μερικές ώρες. Ο ήρωάς του, είναι ένας αντιπαθής (μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο) άνθρωπος, που ζει έναν εφιάλτη, μια νέμεση για τις πράξεις του, χαρακτηριστικό δείγμα αδίστακτου και απάνθρωπου επιχειρηματία από τους πολλούς που υπάρχουν σε κάθε χώρα, που δεν διστάζει να πατήσει επί πτωμάτων για να πετύχει τον σκοπό του, που διαθέτει ένα ρεστωράν - στρατηγείο με το (καθόλου τυχαίο) όνομα «Αυτοκρατορία», απ’ όπου περνάνε οι πάντες για να υποβάλλουν τα σέβη τους. Ποια είναι η «τιμωρία» που αξίζει σε ένα τέτοιον άνθρωπο;

 

Η νουβέλα του Φεράρι, σπιντάτη και με ξέφρενο κινηματογραφικό ρυθμό, ισορροπεί μεταξύ pulp Αμερικάνικου μυθιστορήματος και των αυθεντικών νουάρ του μεσοπολέμου, ενώ δομημένη σε επτά ενότητες, που (όπως σημειώνει η μεταφράστρια) «είναι δανεισμένοι από μια φανταστική ταξινόμηση των ζώων που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς». Σύμφωνα με αυτήν, "τα ζώα διαιρούνται σε: αυτά που ανήκουν στον αυτοκράτορα, τα βαλσαμωμένα, τα δαμασμένα, αυτά που από μακριά μοιάζουν με μύγες κτλ. Με αυτή την εναλλακτική, αλλόκοτη ταξινόμηση ο Μπόρχες επισημαίνει τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Στο παρόν βιβλίο οι τίτλοι αναφέρονται στις κατηγορίες των ανθρώπων που συνθέτουν τον κόσμο του κεντρικού ήρωα."


Εμφανείς επιρροές από το Λατινοαμερικάνικο νουάρ των εξαίρετων Τάιμπο ΙΙ και  Ρικάρντο Πίλια στον αφηγηματικό ρυθμό του Αργεντίνου συγγραφέα, ενώ παρατηρούμε και το κοινωνικό σχόλιο που είναι πλέον απαραίτητο στοιχείο σε κάθε πολιτιστικό προϊόν που εξάγεται από την γοητευτική χώρα, είτε μιλάμε για κινηματογράφο, είτε για λογοτεχνία. 

Το χιούμορ είναι διάχυτο και ο «βρώμικος» ρεαλισμός της ιστορίας, δεν αφήνει περιθώρια για διδακτισμούς και πολιτικολογίες. Ο ευφυέστατος Φεράρι θα μπορούσε αν ήταν σκηνοθέτης να κινηματογραφεί τον ήρωα του με συνεχή γκρο πλάν, καθώς μέσα από το μυαλό του και την απόγνωσή του περνάει ολόκληρη η ιστορία. Εξαιρετικό νουάρ, που πολλά υπαρξιακά στοιχεία και το οποίο διαγράφεται έντονα στην αναγνωστική μνήμη.

 

Βαθμολογία 82 / 100 


 

 

 

 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2020 | Permalink
"Ιδού Εγώ"
11 χρόνια είχε να εκδώσει μυθιστόρημα, ο Jonathan Safran Foer, το άλλοτε «τρομερό παιδί» της Αμερικάνικης λογοτεχνίας και η αναμονή, όπως άλλωστε και οι προσδοκίες, ήταν μεγάλες. Όπως συμβαίνει με αυτά τα πράγματα, η εποχή του «Εξαιρετικά Δυνατά, Απίστευτα κοντά», αυτού του εξαιρετικού μυθιστορήματος που προκάλεσε τόσες συζητήσεις, έχει περάσει – και οι καταστάσεις στη ζωή του κάποτε φέρελπι συγγραφέα έχουν μεταβληθεί, είναι πλέον σαραντάρης, έχει βιώσει ένα διαζύγιο που προκάλεσε πάταγο στον λογοτεχνικό κόσμο. 
Στο «ΙΔΟΥ ΕΓΩ» («Here i am») – (εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Α. Σφακιανάκης – Η. Σκάρου, σελ. 608), αυτό το ογκώδες και ιδιαίτερα φιλόδοξο πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο Jonathan Safran Foer (Washington D.C., 1977), περιγράφει τις αγωνίες και τα αδιέξοδα ενός διανοούμενου σαραντάρη Αμερικανοεβραίου, βάζοντας αυτοβιογραφικές πινελιές, μέσα σε ένα πλαίσιο εσχατολογικό που ουδόλως προσθέτει κάτι στο μυθιστόρημα. 


«Όλα τα ευτυχισμένα πρωινά μοιάζουν μεταξύ τους, όπως και όλα τα δυστυχισμένα, κι αυτό είναι τελικά που τα κάνει όλα τόσο βαθιά δυστυχή: η αίσθηση ότι αυτή η δυστυχία έχει υπάρξει και πριν, ότι κάθε προσπάθεια να την αποφύγεις θα την κάνει πιο δυνατή, ίσως μάλιστα να την επιδεινώσει, και ότι το σύμπαν, για κάποιον λόγο ασύλληπτο στον κοινό νου, αχρείαστο και άδικο, συνωμοτεί ενάντια σε μια αθώα καθημερινότητα ρούχων, πρωινού στο τραπέζι, βουρτσίσματος δοντιών, χτενίσματος μαλλιών, σχολικών τσαντών, παπουτσιών, μπουφάν και αποχαιρετισμών στην πόρτα.»

Ο γάμος του Τζέικομπ και της Τζούλια, περνάει κρίση. Κάποτε υποδειγματικό ζευγάρι στα μάτια συγγενών και φίλων, πλέον κινούνται σε ένα τεντωμένο σκοινί, που περιμένει μια καλή αφορμή για να σπάσει. Είναι και οι δύο μορφωμένοι και ταλαντούχοι – ο Τζέικομπ γράφει το σενάριο μιας πολύ δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς που συνεχίζεται στο διηνεκές, η Τζούλια είναι αρχιτέκτων που εργάζεται ως διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Είναι και οι δύο δυσαρεστημένοι με την τροπή που έχει πάρει η επαγγελματική τους πορεία, ο Τζέικομπ θα προτιμούσε να ζει από τα βιβλία του κι όχι από την τηλεόραση, η Τζούλια αισθάνεται υποτιμημένη (γιατί θεωρεί τον εαυτό της μεγαλοφυία) που δεν αναλαμβάνει να κατασκευάσει κάποιο κτίριο, ενώ είναι αφόρητα τελειομανής και με άγχος να «κάνει το σωστό». Έχουν τρία αγόρια, τον έφηβο Σαμ, τον δεκάχρονο Μαξ και τον μικρούλη Μπένζι, που συναγωνίζονται σε εξυπνάδα και προσωπικότητα το ένα το άλλο. Ή πρώτη μεγάλη κρίση στην οικογένεια, έρχεται όταν ο Σαμ κατηγορείται από τον Ραβίνο τους, για ένα σημείωμα που έγραψε στο σχολείο με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο το «μπαρ μίτσβα» του, που πρόκειται να γίνει σε μερικές εβδομάδες. Ο Τζέικομπ πιστεύει τον Σαμ που αρνείται ότι έγραψε ένα τέτοιο σημείωμα, η Τζούλια το θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι εκείνος είναι ο δράστης, κάτι που προκαλεί εκνευρισμό και καβγάδες μεταξύ τους, και που δεν περνάνε απαρατήρητοι από τα 3 παιδιά της οικογένειας που παρακολουθούν τα πάντα.

Ο Σαμ είναι ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί που περνάει τον περισσότερο χρόνο του, στο εικονικό περιβάλλον της «Άλλης Ζωής», ένα διαδικτυακό παιχνίδι «ρόλων», όπου χάνεται εκεί μέσα συγχέοντας την πραγματικότητα με την φαντασία, ο Μαξ είναι ένα ιδιοφυές παιδί που πετάει τις ωραιότερες ατάκες και παρακολουθεί στενά ότι συμβαίνει μέσα στο σπίτι▪ η οικογένεια έχει κι ένα γηραιό σκύλο, τον Άργο που βρίσκεται στα τελευταία του, όπως κι ο παππούς του Τζέικομπ, ο σχεδόν αιωνόβιος Ισαάκ που περιμένει το «μπαρ-μιτσβά» του δισέγγονού του για να πεθάνει όπως δηλώνει. Όταν η Τζούλια θα ανακαλύψει κατά τύχη, το κρυφό κινητό του Τζέικομπ και με την βοήθεια του Σαμ θα το ανοίξει (ο δαιμόνιος Σαμ το είχε κάνει ήδη), θα διαβάσει μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου, που έστελνε ο σύζυγός της σε μια συνεργάτιδά του. Μηνύματα τόσο τολμηρά που την σοκάρουν και την κάνουν έξαλλη▪ η κρίση κορυφώνεται και η Τζούλια θέλει να χωρίσουν, αλλά δεν πρέπει να το μάθουν τα παιδιά, τα οποία (όπως νομίζει) θα ενημερωθούν αργότερα – τα παιδιά όμως συνδυάζοντας μεταξύ τους πληροφορίες, τα γνωρίζουν όλα. Ο Τζέικομπ βλέπει τη ζωή του να καταρρέει για ένα – όπως υποστηρίζει – επουσιώδες φλερτ, ένα παιχνίδι που έπαιζε με την συνεργάτιδά του, που δεν προχώρησε ποτέ παρακάτω. Η αφορμή όμως έχει δοθεί και η κατάσταση φαίνεται μη αναστρέψιμη. 

Η επίσκεψη στις Η.Π.Α. ενός εξαδέλφου του από το Ισραήλ για να παρευρεθεί στο «μπαρ μιτσβά» του Σαμ – που ακόμα είναι αμφίβολο αν θα γίνει -, θα συμπέσει με ένα γεγονός που αλλάζει τον κόσμο από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένας σεισμός ισοπεδώνει κυριολεκτικά, την Ιερουσαλήμ αλλά και άλλες δύο πόλεις, καταστρέφοντας σχεδόν όλα τα μνημεία της Ιερής Πόλης καθιστώντας τη χώρα έρμαιο στις διαθέσεις των Αράβων γειτόνων της που ετοιμάζονται να εισβάλλουν, ενώ μαστίζεται και από επιδημία χολέρας και γενικότερο χάος. Το Ισραήλ καλεί όσους ζουν στη διασπορά να γυρίσουν πίσω, για να βοηθήσουν όπως μπορούν, για να πολεμήσουν. Ο Τζέικομπ, μπροστά στο αδιέξοδο της οικογενειακής του ζωής, θα το δει ως ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή του, να κατανοήσει καλύτερα την «εβραϊκότητα» του, να ζήσει μια μοναδική στιγμή της ιστορίας πηγαίνοντας να πολεμήσει στο όνομα των προγόνων του. Όμως ούτε αυτό θα καταφέρει να κάνει, ενώ και η αυτοχειρία του παππού του Ισαάκ όπως και η τελική παραδοχή του Σαμ ότι ο ίδιος έγραψε το σημείωμα με τις ρατσιστικές φράσεις, θα επιδεινώσουν την ψυχολογική του κατάσταση.

«Ας πάμε στο κρεβάτι. Αυτές οι τέσσερις λέξεις διαφοροποιούν έναν γάμο από κάθε άλλο είδος σχέσης. Δεν πρόκειται να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε, αλλά ας πάμε στο κρεβάτι. Όχι επειδή το θέλουμε, αλλά επειδή πρέπει. Αυτή τη στιγμή μισούμε ο ένας τον άλλο, αλλά ας πάμε στο κρεβάτι. Είναι το μόνο κρεβάτι που έχουμε. Ας πάει ο καθένας στην πλευρά του, αλλά σε πλευρές του ίδιου κρεβατιού. Ας αποσυρθούμε στον εαυτό μας, αλλά μαζί. Πόσες συζητήσεις έχουν λήξει με αυτές τις τέσσερις λέξεις; Πόσοι καβγάδες; 
Μερικές φορές πήγαιναν στο κρεβάτι και έκαναν άλλη μία προσπάθεια, σε οριζόντια θέση, να τα βρουν. Κάποια πράγματα που φαίνονταν απίθανα να συμβούν μέσα στην απεραντοσύνη του δωματίου, στο κρεβάτι γίνονταν πιθανά. Η οικειότητα της συνύπαρξης κάτω από το ίδιο σεντόνι, δύο κλίβανοι που συνεισφέρουν στην κοινή ζεστασιά, αλλά χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο. Η θέα του ταβανιού, και όλα αυτά που έρχονται στον νου καθώς κοιτάζει κανείς ένα ταβάνι. Ή ίσως να ήταν στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, εκεί όπου μαζευόταν όλο το αίμα τέτοιες στιγμές, το σημείο όπου βρισκόταν ο λοβός της γενναιοδωρίας. 
Μερικές φορές πήγαιναν στο κρεβάτι και κυλούσαν στις άκρες του στρώματος, το οποίο εύχονταν, ο καθένας ξεχωριστά, να ήταν μεγαλύτερο, και ο καθένας ξεχωριστά ευχόταν να τελειώνει όλο αυτό, χωρίς να μπορούσαν να προσδιορίσουν τι ήταν αυτό. Αυτή η νύχτα; Αυτός ο γάμος; Αυτό το αδιέξοδο της οικογενειακής ζωής αυτής της οικογένειας; Πήγαιναν στο κρεβάτι μαζί όχι επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή – κέιν μπρέιρε ιστ όιχ α μπρέιρε, όπως θα έλεγε ο ραβίνος στην κηδεία σε τρεις εβδομάδες▪ το να μην έχεις επιλογή είναι κι αυτό μια επιλογή. Ο γάμος είναι το αντίθετο της αυτοκτονίας, αλλά το μοναδικό της ταίρι ως απόλυτη πράξη βούλησης.»

Ο τίτλος του βιβλίου, προέρχεται από μια φράση της Παλαιάς Διαθήκης στη Γένεση (κεφάλαιο 22), όπου ο Αβραάμ τρεις φορές χρησιμοποιεί τη φράση «Ιδού εγώ», την πρώτη φορά όταν ο Θεός του ζητάει να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ, την δεύτερη όταν βρίσκονται οι δυο τους, πατέρας και γιος στον τόπο της θυσίας και ο Ισαάκ τον κοιτάει με απορημένο ύφος και την τρίτη φορά όταν ο Άγγελος τον φωνάζει λίγο πριν σφάξει τον Ισαάκ. Και στις τρεις περιπτώσεις, ο Αβραάμ δεν απαντάει τίποτα άλλο, παρά μόνο «Ιδού εγώ», κορυφώνοντας το δράμα αλλά και προκαλώντας συζητήσεις που κρατάνε αιώνες γύρω από αυτή την αντίδραση του. Ο έφηβος Σαμ αναρωτιέται πως γίνεται ο Αβραάμ να να αντικρούει τον εαυτό του, απαντώντας στον Θεό και τον Ισαάκ με τον ίδιο τρόπο, ουσιαστικά θέτοντας ένα από τα μεγάλα ερωτήματα του μυθιστορήματος του Safran Foer, τον διχασμό του σύγχρονου ανθρώπου μεταξύ των γονεϊκών του καθηκόντων και των επαγγελματικών του προσδοκιών και του τι σημαίνει να είσαι (ή να θεωρείσαι) «καλός γονιός».


Στο «Ιδού εγώ», ο Safran Foer θέτει συνεχώς ερωτήματα για την εβραϊκή ταυτότητα, αλλά και για την θέση των Αμερικανοεβραίων – τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχει απάντηση αλλά προκύπτει κι άλλη ερώτηση. Ο Τζέικομπ και η Τζούλια σύγχρονοι Αμερικανοεβραίοι δεν διανοούνται να μην ακολουθήσουν τις παραδόσεις της φυλής τους, μια τελετή «μπαρ μιτσβά» γίνεται προτεραιότητα ακόμα και σ’ αυτούς τους σούπερ μορφωμένους και μοντέρνους, ο σεισμός στο Ισραήλ ξυπνάει τον εθνικιστή Εβραίο στον μέχρι τότε αδιάφορο Τζέικομπ που ξέρει ότι ούτε μια μέρα δεν θα αντέξει στην γη των προγόνων του. Ακόμα κι ο τίτλος, με την αινιγματική φράση του Αβραάμ, προσθέτει άλλο ένα λιθαράκι στις απορίες και στις εκκρεμότητες που προκύπτουν μέσα στο μυθιστόρημα. Τι σημαίνει ακριβώς το «Εδώ» - σημαίνει την διασπορά της Εβραϊκής φυλής; Το «Εγώ» σημαίνει τον εαυτό που βρίσκεται διχασμένος, την ταυτότητα που διαρκώς αναζητείται; Είναι ερωτήματα που έχει θέσει με διαφορετικό (και καλύτερο) τρόπο ο Φίλιπ Ροθ σε κάποια από τα βιβλία του, είναι ερωτήματα που απασχολούν τους Αμερικανοεβραίους συγγραφείς, διανοητές, καλλιτέχνες διαχρονικά – λίγο τις παλαιότερες ταινίες του Γούντι Άλλεν να προσέξουμε, αιωρούνται κι εκεί με σατυρικό τρόπο (αλλά πολύ πειστικά). 

Πέρα όμως από τις φιλοσοφικές ή μη αναζητήσεις περί εβραϊκότητας, που τίθενται διαρκώς στο βιβλίο, σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε την διάλυση ενός γάμου, τις επιπτώσεις της οικογενειακής κρίσης στα παιδιά, το πώς βιώνουνε οι ήρωες αυτές τις καταστάσεις. Οι ήρωες του βιβλίου, είναι «καλοί άνθρωποι» που δεν θέλουνε να κάνουνε κακό σε κανέναν και υφίστανται την φθορά του χρόνου ση σχέση τους. Και τα ερωτήματα διαρκώς αιωρούνται … Μετά από μια εικοσαετία αρμονικής (;) συνύπαρξης, είναι τόσο απλό να τα γκρεμίσεις όλα; Μήπως όλα εξαρτώνται από μια συγγνώμη που δεν θα ειπωθεί ποτέ; Τι συνιστά την ευτυχία, οικογενειακή και προσωπική; Τι σημαίνει «οικογενειακή στέγη» και τι «οικογένεια» για τον καθένα από εμάς; Και άλλα πολλά.

«Εκτός από εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι θα έκαναν τα πάντα για να τις αποφύγουν, η ζωή είναι βασανιστικά αργή και αδιάφορη, χωρίς δράματα και έμπνευση.» 

Ο Τζέικομπ, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται διαρκώς στη μέση. Το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας αντιμετωπίζει την κρίση στο Ισραήλ διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο. Το κάθε μέλος της δικής του οικογένειας αντιμετωπίζει την κρίση στο σπίτι διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο – ακόμα και ο μικρούλης Μπένζι. Εκείνος είναι διχασμένος και απογοητευμένος. Η προσωπική του ζωή είναι γεμάτη άγχη και υποχρεώσεις που αδυνατεί να ανταποκριθεί, ασάφειες και μπερδέματα, απογοητεύσεις και καταπιεσμένα συναισθήματα. Η ερωτική ζωή με την Τζούλια έχει χαθεί προ πολλού και ακούει συνεχώς πολιτικά podcasts για να χαλαρώσει, ενώ με τα παιδιά του, η επικοινωνία διαρκώς λιγοστεύει και η κόντρα με τον εαυτό του μεγαλώνει. 

Ο Safran Foer έγραψε το «Ιδού εγώ» μετά το διαζύγιό του με την έξοχη συγγραφέα Nicole Krauss (που κάποιοι την θεωρούν πιο σημαντική). Εκείνη, έγραψε το «Δάσος σκοτεινό», ένα περισσότερο απαιτητικό και με φιλοσοφικό βάρος μυθιστόρημα, πιο εσωστρεφές από το βιβλίο του πρώην συζύγου της. Και στα δύο βιβλία οι ήρωες είναι πρόσφατα χωρισμένοι, και στα δύο υπάρχει πολύ Ισραήλ μέσα και στα δύο, η προσωπική αναζήτηση κατέχει τον κεντρικό ρόλο. Προφανώς και οι δύο προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το σημαντικό γεγονός της ζωής τους, με την δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Όχι, ότι έχει κάποια μεγάλη σημασία – ο αναγνώστης που θα διαβάσει τα βιβλία, μπορεί κάλλιστα να το αγνοήσει, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον ως γεγονός.

Υπερφιλόδοξο και μαξιμαλιστικό το μυθιστόρημα του ικανότατου και ευφυέστατου Safran Foer, χάνεται κάπου μεταξύ της οικογενειακής ιστορίας και της «καταστροφής» του Ισραήλ. Πολύ ενδιαφέρον στο πρώτο του μισό, χάνεται και μπερδεύεται όσο προχωράει και προσπαθεί να χωρέσει τα πολιτικογεωγραφικά παιχνίδια μέσα στην ενδοσκόπηση του ήρωά του. Ατέρμονοι και ατελείωτοι διάλογοι «επί παντός επιστητού», σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης και τρομερά ενδιαφέρουσες στιγμές, εναλλάσσονται με σελίδες απόλυτης φλυαρίας και αδιαφορίας, όπου θα μπορούσε να λείπει τουλάχιστον το 1/3 του όγκου του. Η ικανότητα του συγγραφέα είναι δεδομένη και είναι ιδιαίτερα σαγηνευτικό το ύφος του – διαβάζεται ευχάριστα αλλά δεν νομίζω ότι αυτό ήταν πραγματικά το ζητούμενο. Το «Ιδού εγώ» είναι ένα μυθιστόρημα πραγματικά ανοικονόμητο, άνισο και χαοτικό όσο όμορφο τις περισσότερες στιγμές κι αν είναι, παραμένει όμως ένα αξιόλογο βιβλίο, μια ωραία  και περήφανη αποτυχία, που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί.

Βαθμολογία 78 / 100


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2020 | Permalink
Ο φυγάς - ταξιδιώτης
Τον Οκτώβριο του 1942, ένα επιταγμένο από τη βρετανική κυβέρνηση πλοίο, τορπιλίζεται από ένα Γερμανικό υποβρύχιο 700 μίλια βορειοδυτικά από τις Αζόρες. 361 επιβάτες χάνουν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και ένας σχετικά άγνωστος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής, ο Ulrich Boschwitz▪ ήταν μόλις 27 ετών, μαζί του είχε τα χειρόγραφα του τρίτου του μυθιστορήματος που είχε γράψει σε κέντρο κράτησης της Μελβούρνης, και (παρά τη νεαρή του ηλικία) είχε ήδη δημοσιεύσει, δύο μυθιστορήματα εκτός Γερμανίας, ένα είχε κυκλοφορήσει στη Σουηδία και το δεύτερο κυκλοφόρησε πρώτα στο Λονδίνο το 1939 με τίτλο «The Man who took Trains» και το 1940 στις Η.Π.Α. με τίτλο «The Fugitive».
Ο συγγραφέας δεν είχε δει ακόμα το βιβλίο του να εκδίδεται στα Γερμανικά, που ήταν και η μεγάλη του επιθυμία και δούλευε μια αναθεωρημένη εκδοχή του όταν τον βρήκε ο θάνατος▪ τα χειρόγραφά του χάθηκαν στο ναυάγιο. Πρέπει να περάσουν 76 χρόνια, το 2018 δηλαδή, για να εκδοθεί το μυθιστόρημα τού Ulrich Alexander Boschwitz (Βερολίνο 1915 – 1942) με τίτλο «Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ» («Der Reisende») στην πατρίδα του, επιμελημένο από τον Πέτερ Γκραφ. Ευτυχώς, οι Έλληνες αναγνώστες, μπορούν να απολαύσουν αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, στην ωραία έκδοση του Κλειδάριθμου από τα Γερμανικά, σε μετάφραση-εγγύηση της Μαρίας Αγγελίδου και εξαιρετικό επίμετρο του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης (σελ.299).

 
Το βιβλίο του Μπόσβιτς, που περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εκτυλίσσεται την επομένη της «Νύχτας των Κρυστάλλων» στις αρχές Νοεμβρίου του 1938. Ο θάνατος του τρίτου γραμματέα της Γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι από ένα νεαρό Πολωνοεβραίο πυροδότησε (ή μάλλον πιο σωστά, έδωσε την αφορμή), για μαζικές καταστροφές των εβραϊκών καταστημάτων, συναγωγών ενώ ακολούθησε η αναστολή ελευθεριών και η κατάσχεση περιουσιών των απανταχού σε όλη την επικράτεια του Γ Ράιχ ανθρώπων εβραϊκής ή «ημι-εβραϊκής» καταγωγής. Ήταν μια καλή πρόβα για την «τελική λύση» που οραματίζονταν το Χιτλερικό καθεστώς και ότι επακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα.
 
Ο Ότο Ζίλμπερμαν, ο ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας άνθρωπος που βλέπει μέσα σε λίγες ώρες την ζωή του να αλλάζει, και από ευυπόληπτος επιχειρηματίας να μετατρέπεται σε κυνηγημένο φυγάδα. Με εξωτερική εμφάνιση Άρειου, και με τον αέρα της εξουσίας του επιτυχημένου να τον περιβάλλει, δεν εγείρει σε κανέναν παρατηρητή την υποψία ότι μπορεί να είναι Εβραίος. Πολέμησε στον Α παγκόσμιο πόλεμο και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρού Σταυρό, λατρεύει την Γερμανία και οτιδήποτε Γερμανικό. Παντρεμένος με Γερμανίδα και ευκατάστατος μεγαλοαστός, έχει βάλει ως μέτοχο στην επιχείρησή του, έναν πρώην υπάλληλο του, διότι θέλει να «προλάβει» τα προβλήματα, έχοντας ως βιτρίνα ένα μέλος του Κόμματος. Αισθάνεται ανασφάλεια με αυτά που ακούει, αλλά κατά βάθος πιστεύει στη δύναμη του χρήματος και στην ισχύ που νόμιζε ότι έχει στον επιχειρηματικό κόσμο. Όταν όμως βλέπει τα τάγματα εφόδου των Ναζί, να εισβάλλουν σπίτι του, να τα κάνουν όλα λαμπόγιαλο αναζητώντας τον, το μόνο που τον νοιάζει είναι να γλυτώσει.
 
«Ίσως δεν είναι και τόσο χάλια τα πράγματα, ίσως είναι μια υστερία μόνο. Αλλά όχι, πρέπει επιτέλους να δω την αλήθεια. Θα έρθουν και χειρότερα, πολύ, πολύ χειρότερα! Αλλιώς δεν πρέπει να απορώ που άνθρωποι της φάρας του Μπέκερ μου τη φέρνουν. Ο παλιάνθρωπος! Μα τι νόημα έχει να νευριάζω τώρα; Πρέπει να φύγουμε από τη Γερμανία! Και δεν μπορούμε να πάμε πουθενά! Εδώ πρέπει ν’ αφήσεις τα λεφτά για να σ’ αφήσουν να φύγεις, εκεί σου τα ζητάνε για να σ’ αφήσουν να μπεις. Είναι να τρελαίνεσαι! Αν το προσπαθήσεις, κινδυνεύεις να σε πιάσουν. Αν δεν το προσπαθήσεις, σε πιάνουν σίγουρα. Όπως στο σχολείο. Λύνεις μόνος σου τις ασκήσεις στο διαγώνισμα των μαθηματικών, παίρνεις ένα δεκαράκι. Αντιγράφεις, παίρνεις ένα δεκάξι. Άμα σε πιάσουν ν’ αντιγράφεις όμως, ή αν δεν προσπαθήσεις καν να λύσεις αυτά που δεν ξέρεις, τότε σε κόβουν. Στο τέλος, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.»
 


Ο Ζίλμπερμαν, μαζεύει ότι χρήματα έχει σε μια βαλίτσα, προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον γιο του που σπουδάζει στο Παρίσι, να του βγάλει μια βίζα εισόδου στη Γαλλία και φεύγει. Μπαίνει στο τρένο να βρει τον «συνέταιρό» του στο Αμβούργο, που έχει πάει να κλείσει μια συμφωνία και συναντώντας τον συνειδητοποιεί ότι πρέπει να του πουλήσει και την υπόλοιπη επιχείρησή του για ένα κομμάτι ψωμί, ξαναμπαίνει στο τρένο να φτάσει στα σύνορα με το Βέλγιο και να διαφύγει από εκεί, κουβαλάει μαζί του την τεράστια βαλίτσα του με τα χρήματα, «λαδώνει» δεξιά και αριστερά, περνάει στη γείτονα χώρα, τον εντοπίζουν οι Βέλγοι συνοριοφύλακες και τον γυρίζουν πίσω. Παρακαλάει τον γιο του να κινηθεί γρηγορότερα, εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω, ενώ ο αδερφός της συζύγου του, στον οποίον εκείνη είχε καταφύγει και είχε ευνοηθεί οικονομικά από τον Ζίλμπερμαν, του κλείνει την πόρτα στη μούρη. Περνάει τις μέρες του στα τρένα, από πόλη σε πόλη, αισθανόμενος μια μικρή ασφάλεια, όπως κινείται και βάσει της εμφάνισής του, αλλά ξέρει ότι η παράδοση στους Ναζί είναι θέμα χρόνου καθώς όπου και να στραφεί, μόνο αδιέξοδα συναντάει.
 
Ο ήρωας του βιβλίου, δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ολόκληρη η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κι ότι το χρήμα που μάζευε τόσο καιρό και νόμιζε ότι ανοίγει όλες τις πόρτες, είναι ουσιαστικά άχρηστο. Βλέπει με τρόμο, τα βαγόνια να είναι κατειλημμένα από Εβραίους κάθε ηλικίας, τρομοκρατημένους ή με ένοχο ύφος που προσπαθούν να ξεφύγουν φθάνοντας κάπου – ούτε κι εκείνοι ξέρουν που, βλέπει «Γερμαναράδες» μικροαστούς επιβάτες να κοιτάνε βλοσυρά κι επιφυλακτικά δεξιά κι αριστερά, μη διστάζοντας να «καρφώσουν» όποιον του φαίνεται ύποπτος, βλέπει την κατάσταση όπως είναι και για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει μόνος και ανυπεράσπιστος, ενώ βρίσκεται και σε μεγάλο εσωτερικό διχασμό, καθώς από τη μια περιφρονεί τους κακόμοιρους συμπατριώτες του που αγωνίζονται να διαφύγουν, από την άλλη αρνείται ακόμα να παραδεχτεί ότι κι αυτός είναι ένας από αυτούς, ενώ συνεχίζει να βλέπει με συμπάθεια τους Γερμανούς συνεπιβάτες του.
 
«Τώρα καταλαβαίνω πόσο κοντά είναι ο θάνατος. Δεν έχει κανείς παρά να τρέχει πάντα γρηγορότερα από κείνον. Όποιος σταθεί, βουλιάζει, πνίγεται. Εδώ που τα λέμε, πάντα έτρεχα. Γιατί λοιπόν τώρα δυσκολεύομαι, τώρα που το τρέξιμο είναι πιο αναγκαίο από ποτέ; Ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα’ πρεπε να δίνει και μεγαλύτερη δύναμη▪ αντί γι’ αυτό, αφήνεται κανείς, αφήνει τις πρώτες αναποδιές να τον παραλύσουν.»
 
Ο συγγραφέας κατασκευάζει έναν ήρωα, που ακόμα και στις πιο δραματικές του στιγμές δεν γίνεται απόλυτα συμπαθής στον αναγνώστη. Είναι ένας εγωιστής και υπερφίαλος άνθρωπος, που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ δυσκολίες στη ζωή του και νόμιζε ότι με το χρήμα μπορεί να εξαγοράσει τους πάντες. Η προσγείωσή του θα είναι πολύ απότομη και γι’ αυτό ιδιαίτερα επώδυνη. Η μαεστρία όμως του νεότατου Μπόσβιτς στην κατασκευή της ιστορίας που περιγράφει, φαίνεται στους χαρακτήρες που συναντάει στην φυγή του, ο Ζίλμπερμαν. Άνθρωποι κάθε είδους, από φανατικοί μικροαστοί μέχρι συμπονετικοί ανώνυμοι άνθρωποι, από γυναίκες που δεν τις ενδιαφέρει αν ο απέναντί τους είναι Εβραίος ή διωκόμενος, απλώς θέλουν να περάσουν καλά μερικές ώρες, έως κάποιους (τους περισσότερους ίσως) που αποστρέφουν το βλέμμα από αυτά που βλέπουν να γίνονται μπροστά στα μάτια τους.
 


Το βιβλίο είναι ένα (κυριολεκτικά) μυθιστόρημα – ντοκουμέντο, που περιγράφει ιστορικά γεγονότα τη στιγμή που γίνονται και ως εκ τούτου, αποκτάει περισσότερη αξία. Ο Μπόσβιτς όταν έγραψε το βιβλίο (μόλις 23 χρονών παρακαλώ!), δεν είχε ιδέα τι επρόκειτο να γίνει στον κόσμο λίγα χρόνια αργότερα – το πλήρωσε με τη ζωή του -, και εκπλήσσει με την διαύγεια της σκέψης του και το πώς περιγράφει γεγονότα που ενδεχομένως να ήταν αυτοβιογραφικά όπως αναφέρει ο επιμελητής της έκδοσης, στο υπέροχο επίμετρο που κλείνει το βιβλίο.
 
Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ, πως θα ήταν η τελική μορφή αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος, αν και είναι εμφανές ότι ο επιμελητής της Γερμανικής έκδοσης, έκανε τρομερή δουλειά. Είναι ένα βιβλίο μάθημα ζωής, που δεν έχει μόνο αξία ως ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά παρουσιάζει μεγάλες αρετές στον ρυθμό του, που είναι καταιγιστικός, στον δυναμισμό που αποπνέει, στη ζωντάνιά του. Είναι μια ιστορία για την εξορία και την απέλαση, για τις ανατροπές στη ζωή, για την αναζήτηση ταυτότητας αλλά και για το αμείλικτο πρόσωπο του Ναζισμού και για την τρέλα του φανατισμού. Ο συγγραφέας πέθανε στα 27 του, νομίζω ότι ο καθένας καταλαβαίνει τι τρομερό ταλέντο χάθηκε από τον κόσμο της Λογοτεχνίας!
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020 | Permalink
"Η σκιά του ευνούχου"
«Όταν κοιτάζει πίσω του, ο κριτικός βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου.» (G. Steiner)

 Ο εξαιρετικός Καταλανός συγγραφέας Jaume Cabre (Βαρκελώνη, 1947), έγινε πολύ δημοφιλής στη χώρα μας, με το έξοχο μυθιστόρημά του «Confiteor» που μεταφράστηκε πριν μερικά χρόνια, και γνώρισε (απρόσμενα για τόσο απαιτητικό βιβλίο) μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το καλό αυτής της ιστορίας, είναι ότι το κοινό αγαπώντας το «Confiteor», αναζήτησε και το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα που κυκλοφορούσε στη χώρα μας για καιρό, χωρίς να ασχολούνται πολλοί μαζί του, το εκπληκτικό «Οι Φωνές του ποταμού Πάμανο» που με την ευκαιρία αυτή, «ξεπούλησε» κι αυτό. Η ελληνική βιβλιογραφία του Cabre, εμπλουτίστηκε πλέον, με την κυκλοφορία ενός παλαιότερου μυθιστορήματός του (γραμμένο την δεκαετία του ’90), του «Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ» («LOmbra de lEunuc») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ε. Σοφός, σελ. 512), βιβλίου που έχει περισσότερα κοινά με το «Confiteor», παρά με τις «Φωνές…», καθώς η μουσική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην δομή του, ενώ όπως σε όλα τα βιβλία του Καταλανού συγγραφέα με το ευδιάκριτο αφηγηματικό στυλ, το παρελθόν και οι οικογενειακές ιστορίες σε συνδυασμό με την ταραγμένη ιστορία της χώρας, βρίσκονται στο προσκήνιο.


Ο Μικέλ Ζενζάνα, έχει απομείνει, ο τελευταίος απόγονος μιας εύπορης και σημαντικής οικογένειας της Καταλωνίας που διέμενε σε μια έπαυλη στο Φέσες, ένα μικρό χωριό κοντά στην Βαρκελώνη. Η πολυτελής και τεράστια έπαυλη έχει από χρόνια κατασχεθεί λόγω πτώχευσης της οικογενειακής επιχείρησης και πλέον, και διαμορφωθεί σε ένα μοδάτο ρεστωράν με μπερδεμένο μενού. Ο Μικέλ έχει προσκληθεί σε δείπνο από μια συνάδελφό του, σε αυτό ακριβώς το εστιατόριο και παρατηρεί τους χώρους που μεγάλωσε, που πλέον έχουν διαμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό. Ο Μικέλ είναι πολιτιστικός συντάκτης σε ένα περιοδικό και η νεαρή συνάδελφός του, θέλει να γράψει ένα θέμα για τον αδελφικό του φίλο Μπολός που βρέθηκε νεκρός. Ο Μικέλ με τον Μπολός, που είχαν μεγαλώσει μαζί, στα φοιτητικά τους χρόνια είχαν στρατευθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα και τους ένωνε ένα μεγάλο μυστικό – κάτι βέβαια που η δημοσιογράφος αγνοούσε -, είχαν απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ο Μπολός είχε γίνει πολιτικός και ο Μικέλ είχε απομακρυνθεί από όσα συνέβησαν στο παρελθόν, γράφοντας για το περιοδικό.

 «Η ζωή μου είναι γεμάτη από στιγμές σταθμούς που γλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά μου σαν ψάρι καθώς χαζεύω μπροστά στην τηλεόραση ή λύνω ένα σταυρόλεξο.»

 Η συζήτηση όμως στο δείπνο, μπορεί να έχει ως αφορμή τον Μπολός, αλλά είναι ένας μονόλογος του Μικέλ για το παρελθόν του. Την ιστορία της οικογένειας, τα χρόνια του Φρανκισμού, την φυγή του πατέρα, την ιστορία του θείου Μαουρίσι, που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις οικογενειακές εξελίξεις, για τις γυναίκες της ζωής του, που μπορεί να ήταν μόνο τρεις αλλά η σχέση του μαζί τους, κυριολεκτικά τον διέλυσε. Η «άπιαστη» Μπέρτα που για χάρη της, αυτός ο δειλός και ντροπαλός άνθρωπος έγινε «επαναστάτης», η Τζέμα με την οποία προσπάθησε να βρει την ηρεμία στη ζωή του και τέλος η μοναδική Τερέζα, η επιτυχημένη μουσικός, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και έχασε πάλι ξαφνικά προτού προλάβει να της πει, πόσο την αγάπησε. Ο Μικέλ, πενηντάρης πλέον, είναι ένας απογοητευμένος άνθρωπος, που θεωρεί τον εαυτό του «ευνούχο», με την ταυτότητά του να φτιάχνεται από μικρά γεγονότα, λεπτομέρειες που την καθόρισαν με τις απώλειες να διαμορφώνουν ότι έγινε.


 Ο Μικέλ που απαρνήθηκε την οικογένειά του, αηδιασμένος, γυρνώντας της την πλάτη και προσπαθώντας να ζήσει μια ζωή ως επαναστάτης, περιγράφει το παρελθόν του με ειρωνικό και αποστασιοποιημένο ύφος. Στέκεται ιδιαίτερα στη σχέση του με τον «λοξό» και «απόβλητο» μέλος της οικογένειας, τον θείο του Μαουρίσι, το νόθο παιδί που υιοθετήθηκε από τον παππού του και εξοβελίστηκε στην εξορία ενός ψυχιατρικού ιδρύματος, και ο οποίος, αποτέλεσε το σκάνδαλο της οικογένειας, ως ομοφυλόφιλος και άνθρωπος των βιβλίων και της μουσικής, που τον μύησε στον κόσμο της τέχνης και της ευαισθησίας. Οικογενειακά «δέντρα» που μετατρέπονται, μνήμες από το παρελθόν μέσα από τις αφηγήσεις του Μικέλ και του (ιδιαίτερα καθοριστικού) Μαουρίσι – ενός αφηγητή που ίσως να είναι αναξιόπιστος – και ο οποίος, υπέργηρος πλέον περνάει τις τελευταίες του μέρες στο ίδρυμα, σε ένα βιβλίο που κυλάει αργά με συνεχείς ανατροπές και αναδρομές.

«Ένα από τα σημάδια της ωριμότητας είναι η συμφιλίωση με την ιδέα ότι, στη ζωή, δεν υπάρχει replay. Ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι όπου ρίχνουμε τα ζάρια μια μόνο φορά.»

Η μουσική είναι σε πρώτο πλάνο σε όλο το μυθιστόρημα (όπως άλλωστε και στο «Confiteor»), που ακολουθεί την δομή της τελευταίας σύνθεσης του Άλμπαν Μπεργκ (Βιέννη 1885-1935), «Κονσέρτο για Βιολί» («Violinkonzert») που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον θάνατο του συνθέτη σε ηλικία 50 ετών και αποτελεί το δημοφιλέστερο έργο του. Το «Κονσέρτο…» είναι αφιερωμένο στη «Μνήμη ενός Αγγέλου», όπως ακριβώς είναι ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου του βιβλίου (το πρώτο μέρος έχει τίτλο «Το μυστικό του αορίστου»), ενώ το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερις κινήσεις – Andante, Allegretto, Allegro, Adagio.

Ουσιαστικά λοιπόν η αναπαράσταση μιας μουσικής σύνθεσης με λέξεις, το μυθιστόρημα του Cabre είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν (εξάλλου στην αρχή του βιβλίου προτάσσεται η ρήση του Ίβλιν Γουό «for we posses nothing certainly except the past»), όχι μόνο της οικογένειας του Μικέλ Ζενζάνα, αλλά και της Ισπανίας. Οι περιγραφές των περιστατικών που σημάδεψαν την δική του ζωή, αλλά και των μελών της οικογένειάς του, δίνονται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση που εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη του Μαουρίσι - όπως δε γίνεται και στα επόμενα βιβλία του συγγραφέα - ακόμα και μέσα στην ίδια πρόταση, προσδίδοντας έναν πολυφωνικό τόνο στην αφήγηση που κατά το μεγαλύτερο μέρος της είναι τυπικά μονοφωνική.


Το βιβλίο είναι βέβαια απολαυστικό στο μεγαλύτερο μέρος του, ο Cabre είναι εξαίρετος τεχνίτης της αφήγησης αλλά έχει και μεγάλα διαστήματα φλυαρίας και πολλές (συνεχείς μάλλον) επαναλήψεις, που δεν κουράζουν και δεν ενοχλούν λόγω του εξαίσιου χιούμορ που μπορεί να ελαφρύνει ακόμα και τις πιο «βαριές» καταστάσεις. Ο Μικέλ και ο Μαουρίσι, δύο λογοτεχνικοί ήρωες τραγικοί και ταυτόχρονα συναισθηματικά ανάπηροι και ατελείς, μέσα από την αφήγηση αποκτούν διαφορετικούς τίτλους – Μικέλ Ζενζάνα, «ο άσωτος υιός», «ο ακρωτηριασμένος», «ο αποπροσανατολισμένος», Μαουρίσι «ο δίχως πατρίδα», «ο ηθικολόγος» κλπ.

Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας, «Η σκιά ενός ευνούχου» του Jaume Cabre, μπορεί να μην είναι το καλύτερο του συγγραφέα, αλλά είναι ένα ίσως πιο συναισθηματικό και άμεσο από τα επόμενα δύο διάσημα έργα του που ακολούθησαν. Ένα σπαρακτικό οικογενειακό χρονικό, που μιλάει για όλα – χωρίς πάντα επιτυχία αλλά τουλάχιστον προσπαθεί με συνέπεια -, μελαγχολικό και με αγάπη για την μουσική που ξεχειλίζει από τις σελίδες του. Το σαγηνευτικό αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα, όμως είναι πάνω απ’ όλα και είναι αυτό που συναρπάζει τον αναγνώστη και που κάνει το βιβλίο απολαυστικό.

 Βαθμολογία 82 / 100