Το
υπέροχο νουάρ του Hugues Pagan «Χαμένο προφίλ», αποπνέει κάτι το παλαιικό (το vintage), με μια αίσθηση ταινίας του Μελβίλ της
δεκαετίας του 70. Τα στερεότυπα είναι όλα απλωμένα μπροστά στον αναγνώστη. Ο
σκληρός αλλά έντιμος μπάτσος με το σκοτεινό παρελθόν, και γύρω απ’ αυτόν,
συνάδελφοί του διεφθαρμένοι, κακοί, μοχθηροί, καλοί, αφελείς, τελείως χύμα.
Απατεώνες και τοπικές μαφίες, επιχειρηματίες με σκοτεινές προθέσεις, μπαρ που
συχνάζουν αστυνομικοί και πουτάνες και που μαθαίνεις τα πάντα σε λίγα λεπτά, και βεβαίως
και πάνω απ’ όλα, μια μοιραία γυναίκα που θα αλλάξει τη ζωή του σκληρού και
λιγομίλητου ήρωα.
Ο
Παγκάν όμως κάνει κάτι πολύ απλό και ταυτόχρονα μαγικό. Με σκληρό ρεαλισμό και
χωρίς να αφήσει κενά στην γεμάτη κίνηση αφήγησή του, μετατρέπει ένα αρχετυπικό
αστυνομικό θρίλερ, σε ένα στιβαρό λογοτεχνικό έργο που σε καθηλώνει μέχρι το
τέλος, χωρίς να έχει κάποια πρωτότυπη ιστορία να αφηγηθεί ή κάποια τρομερή
ανατροπή - σχεδόν από τα μισά ο καθένας έχει αντιληφθεί την πορεία της
ιστορίας. Είναι όμως οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο σκληρός
Σνεντέρ και η πανέμορφη και μοιραία γυναίκα που την αποκαλούν «Τσερόκι» και η
ερωτική τους σχέση που δίνει την αύρα στο βιβλίο και ταυτόχρονα το καθιστά τόσο
σαγηνευτικό.
Η ιστορία απλή και χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1980, σε μια επαρχιακή πόλη της βόρειας Γαλλίας, ένας μάλλον αδιάφορος και έντιμος υπαστυνόμος του τμήματος δίωξης ναρκωτικών, δολοφονείται καθώς πηγαίνει άοπλος να συναντήσει ένα άγνωστο άτομο σε ένα βενζινάδικο της εθνικής οδού. Ήταν παντρεμένος με μια δικαστή και είχαν μόλις γεννήσει ένα μωρό. Προσπαθούσε να επιλύσει μια υπόθεση ναρκωτικών – είχε συλλάβει ένα βαποράκι, του είχε δείξει τις φωτογραφίες μιας άγνωστης γυναίκας, τον είχε αφήσει ελεύθερο χωρίς να τον ψάξει. Λίγες ώρες μετά ένας μοτοσικλετιστής τον δολοφονεί εν ψυχρώ. Ο υπάλληλος του βενζινάδικου είναι μάρτυρας της δολοφονίας και βάσει της κατάθεσής του, το βαποράκι θεωρείται ο επικρατέστερος ύποπτος.
«Τα
περισσότερα αιματηρά εγκλήματα δεν είναι παρά σκέτες παραδρομές και το
Πεπρωμένο συνήθως εμφανίζεται με το σκοτεινό ειρωνικό πρόσωπο της βλακείας.»
Την υπόθεση αναλαμβάνει το τμήμα δίωξης εγκλήματος, που προΐσταται ο Σνεντέρ, ένας ψυχρός και απόμακρος αστυνομικός που είχε τη φήμη ότι δεν κοιμόταν ποτέ, ήταν άνθρωπος του καθήκοντος και είχε διατελέσει υπολοχαγός στον πόλεμο της Αλγερίας, και είχε εγκαταλείψει τον στρατό πάνω στην άνοδό του για προαγωγή. Ο Σνεντέρ όμως, δεν θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν πριν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στο πάρτι του μεσιέ Τομ, του μεγαλοεπιχειρηματία και αρχιλαμόγιου της περιοχής θα γνωρίσει την γυναίκα που όλοι αποκαλούν «Τσερόκι» και θα την ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Το ίδιο θα πάθει κι αυτή, με συναισθήματα τόσο έντονα που και οι δύο δεν είχαν ξανανιώσει.
«Η δυστυχία πάει στη δυστυχία, όπως κάθε ποτάμι πάει στη θάλασσα.»
Ο Σνεντέρ πάντα αντισυμβατικός θα συγκρουστεί με τους ανωτέρους του για την επίλυση της υπόθεσης. Σύντομα θα διαπιστώσει ότι ο βασικός ύποπτος δεν είναι ο συλληφθείς και βαρέως τραυματισμένος από τα χτυπήματα των συναδέλφων του, τους οποίους δεν θα διστάσει να καταγγείλει ενδοϋπηρεσιακά προκαλώντας έρευνα από το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων και συνεχώς δημιουργώντας εχθρούς μέσα από το ίδιο του το τμήμα. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο δολοφόνος καλύπτεται από το περιβάλλον των στεγανών που έχουν δημιουργηθεί στην πόλη. Προσπαθώντας να λύσει την υπόθεση που έχει παρακλάδια, θα είναι αντιμέτωπος με τους δαίμονές του, την συνεχόμενη αϋπνία του που προκαλείται από τα χάπια που καταναλώνει αλλά και την υπερβολική διαφθορά που έχει κυριεύσει την πόλη που εργάζεται. Σύμμαχός του και πάντα δίπλα η εκρηκτική «Τσερόκι» με την οποία ζει έναν έρωτα δίχως αύριο, βγαλμένο από τις πιο ρομαντικές ταινίες.
«Καταλάβαινε σιγά σιγά πως, όπου κι αν πας και ό,τι κι αν κάνεις, δεν παύεις ποτέ να πληρώνεις ορισμένους λογαριασμούς.»
Μυθιστόρημα που ισορροπεί μεταξύ hard-boiled νουάρ, απόλυτου και κλασσικού πολάρ και γοητευτικής ερωτικής ιστορίας, το «Χαμένο Προφίλ», είναι ελεγειακό και συναρπαστικό, ουσιώδες και ακριβές χωρίς τίποτα το περιττό.
Με χαρακτήρες που τους συνοδεύει μια σκιά σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ο αναγνώστης αιωρείται μεταξύ κυνικότητας και υπέρμετρης βίας και λυρισμού των ερωτικών σκηνών μεταξύ των δύο ηρώων του μυθιστορήματος, με το βεβαρυμένο παρελθόν, το μεθυστικό (μέσα στον έρωτά τους) παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα και η διάχυτη μελαγχολία που συνοδεύουν την ιστορία, «αιχμαλωτίζουν» τον αναγνώστη σε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Βαθμολογία
84 / 100
Η
νουβέλα του Kike Ferrari «Από μακριά
μοιάζουν με μύγες», είναι ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο από αυτό του Pagan, αλλά είναι κι αυτό εξίσου σαγηνευτικό και θαυμάσιο,
ενώ θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει «μη κατατάξιμο» σε είδος, αφού
υπερβαίνει τα όρια του νουάρ, ομοιάζοντας περισσότερο με «υπαρξιακό θρίλερ»,
έχοντας κι αυτό πολλά κινηματογραφικά στοιχεία στη δομή της ιστορίας που
περιγράφει.
Ο κύριος Μάτσι, είναι πολύ υπερήφανος και ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Αδίστακτος επιχειρηματίας που κερδίζει συνεχώς χρήματα με κάθε μέθοδο, είναι κάτοχος μιας μεγάλης περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας και με μεθόδους, που καλό θα ήταν να ξεχαστούν γρήγορα, μπήκε στην μεγαλοαστική τάξη με έναν καλά υπολογισμένο γάμο μιας πάμπλουτης κόρης ενός γαιοκτήμονα (στην Αργεντινή, ο μεγάλος γαιοκτήμονας, μπορεί να έχει εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης στην κατοχή του), κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο με πολιτικές διασυνδέσεις σε κάθε «δημοκρατική κυβέρνηση» που διαδέχτηκε τους στρατηγούς της Χούντας, ενώ οι μπίζνες με τους πολιτικούς του αποφέρουν εκατομμύρια. Καμαρώνει την πολυτελή Μπε-Εμ-Βε του, κι ότι μπορεί να έχει όποια γυναίκα θέλει στο κρεβάτι του και είναι μονίμως «φτιαγμένος» με κοκαΐνη. Περιφρονεί ανοιχτά τη σύζυγό του και τα δύο του παιδιά, τα οποία τον έχουν «απογοητεύσει» με τις επιλογές του και «ηδονίζεται» αγγίζοντας την συλλογή των πανάκριβων γραβατών του και τσεκάροντας τα εκατομμύρια που έχει στον τραπεζικό του λογαριασμό.
Ο Λουίς Μάτσι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε με τα χρήματά του να αγοράσει ότι και όποιον γουστάρει, θα βρεθεί μπροστά στην μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του. Φεύγοντας από το γραφείο του και οδηγώντας με αυταρέσκεια την αμαξάρα του στον αυτοκινητόδρομο, ένα λάστιχο του αυτοκινήτου σκάει. Τσεκάροντας τη ρόδα, βλέπει ότι προεξέχουν τρία ακτινωτά καρφιά. Η οδική βοήθεια θα αργήσει, κι αυτός ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και μένει ξερός! Εκεί υπάρχει το πτώμα ενός άνδρα σε εμβρυϊκή στάση με κατεστραμμένο πρόσωπο. Αφού θα ξεπεράσει το αρχικό σοκ, ακυρώνει την οδική βοήθεια και θα βγάλει τη ρεζέρβα, αλλάζοντας το λάστιχο υπό τα κοροϊδευτικά βλέμματα των περαστικών οδηγών. Θα φύγει από εκεί, καλώντας στο τηλέφωνο, τον «Βόθρο», τον υπεύθυνο προσωπικής του ασφαλείας, έναν θηριώδη ακροδεξιό μπράβο που έχει προσλάβει για τις βρωμοδουλειές του. Αυτός όμως δεν απαντάει. Ο Μάτσι τον υποπτεύεται ως τον μόνο πιθανό ένοχο.
«Πόση ώρα να’ναι νεκρός;
Και προπαντός, τι κάνει αυτό το πτώμα μέσα στη δικιά μου την Μπε-Εμ-Βε των διακοσίων χιλιάδων δολαρίων; Πως βρέθηκε εδώ;»
Προσπαθεί να βρει ένα μέρος, να ξεφορτωθεί το πτώμα. Διασχίζει ερημικές και φτωχικές περιοχές, τον σταματάνε αστυνομικοί – προσπαθεί να μη δούνε το ματωμένο του πουκάμισο από την προσπάθεια να μετακινήσει το πτώμα για να βγάλει τη ρεζέρβα -, θα τους δωροδοκήσει και θα φύγουν. Κάποια στιγμή βρίσκει ένα μέρος που θεωρεί ασφαλές, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και τότε διαπιστώνει ότι το πτώμα του άνδρα, είναι δεμένο με τις ροζ χειροπέδες που εκείνος χρησιμοποιεί στις προσωπικές του στιγμές με τις κατά καιρούς ερωμένες του. Καινούργιο σοκ – πρέπει να βρει ένα πριόνι -, αλλά και νέες σκέψεις, ποιος το έκανε αυτό; Μήπως είναι η σύζυγός του υπεύθυνη ή ο γιος του; Μήπως είναι ο σύζυγος κάποιας από τις αναρίθμητες ερωμένες του ή κάποιος απολυμένος υπάλληλος; Ο Μάτσι βρίσκεται σε απόγνωση κι ακόμα δεν έχει δει τίποτα…
Ο Φεράρι στο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του, κατορθώνει να αναπτύξει την ιστορία του, χωρίς φλυαρίες και περιττά στοιχεία. Είναι άλλωστε μια ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σε μερικές ώρες. Ο ήρωάς του, είναι ένας αντιπαθής (μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο) άνθρωπος, που ζει έναν εφιάλτη, μια νέμεση για τις πράξεις του, χαρακτηριστικό δείγμα αδίστακτου και απάνθρωπου επιχειρηματία από τους πολλούς που υπάρχουν σε κάθε χώρα, που δεν διστάζει να πατήσει επί πτωμάτων για να πετύχει τον σκοπό του, που διαθέτει ένα ρεστωράν - στρατηγείο με το (καθόλου τυχαίο) όνομα «Αυτοκρατορία», απ’ όπου περνάνε οι πάντες για να υποβάλλουν τα σέβη τους. Ποια είναι η «τιμωρία» που αξίζει σε ένα τέτοιον άνθρωπο;
Η νουβέλα του Φεράρι, σπιντάτη και με ξέφρενο κινηματογραφικό ρυθμό, ισορροπεί μεταξύ pulp Αμερικάνικου μυθιστορήματος και των αυθεντικών νουάρ του μεσοπολέμου, ενώ δομημένη σε επτά ενότητες, που (όπως σημειώνει η μεταφράστρια) «είναι δανεισμένοι από μια φανταστική ταξινόμηση των ζώων που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς». Σύμφωνα με αυτήν, "τα ζώα διαιρούνται σε: αυτά που ανήκουν στον αυτοκράτορα, τα βαλσαμωμένα, τα δαμασμένα, αυτά που από μακριά μοιάζουν με μύγες κτλ. Με αυτή την εναλλακτική, αλλόκοτη ταξινόμηση ο Μπόρχες επισημαίνει τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Στο παρόν βιβλίο οι τίτλοι αναφέρονται στις κατηγορίες των ανθρώπων που συνθέτουν τον κόσμο του κεντρικού ήρωα."
Εμφανείς επιρροές από το Λατινοαμερικάνικο νουάρ των εξαίρετων Τάιμπο ΙΙ και Ρικάρντο Πίλια στον αφηγηματικό ρυθμό του Αργεντίνου συγγραφέα, ενώ παρατηρούμε και το κοινωνικό σχόλιο που είναι πλέον απαραίτητο στοιχείο σε κάθε πολιτιστικό προϊόν που εξάγεται από την γοητευτική χώρα, είτε μιλάμε για κινηματογράφο, είτε για λογοτεχνία.
Το χιούμορ είναι διάχυτο και ο «βρώμικος» ρεαλισμός της ιστορίας, δεν αφήνει περιθώρια για διδακτισμούς και πολιτικολογίες. Ο ευφυέστατος Φεράρι θα μπορούσε αν ήταν σκηνοθέτης να κινηματογραφεί τον ήρωα του με συνεχή γκρο πλάν, καθώς μέσα από το μυαλό του και την απόγνωσή του περνάει ολόκληρη η ιστορία. Εξαιρετικό νουάρ, που πολλά υπαρξιακά στοιχεία και το οποίο διαγράφεται έντονα στην αναγνωστική μνήμη.
Βαθμολογία 82 / 100