Είναι
δύσκολο για κάποιον που αγαπάει τη λογοτεχνία, να αντισταθεί στη γοητεία των
μικρών ή και μεγάλων παρελκόμενων γύρω από την ιστορία της έκδοσης του «Δόκτωρ
Ζιβάγκο», ενός εκ των μεγάλων μυθιστορημάτων του δεύτερου μισού του 20ου
αιώνα. Το σπουδαίο μυθιστόρημα του Μπόρις Πάστερνακ, που είχε γίνει διάσημο
αρκετά πριν την έκδοσή του, πέρασε μεγάλες περιπέτειες για να εκδοθεί πρώτα
στον Δυτικό κόσμο και πολύ αργότερα στην πατρίδα του. Η μετάφραση και έκδοση
του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» στις Αγγλοσαξωνικές χώρες είχε καταστεί επείγουσα
προτεραιότητα για τις Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες στον ανελέητο ψυχρό
πόλεμο της εποχής.
Έχοντας
αυτό ως κεντρικό στοιχείο, το πρωτόλειο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Lara Prescott (1982, Austin Texas), «ΟΣΑ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ ΚΡΥΦΑ» («The Secrets we Kept») – (εκδ.
Μεταίχμιο, μετάφρ. Γ. Μπαρουξής, σελ.492), δεν περιγράφει μόνο την προσπάθεια
απόκτησης του πολύτιμου χειρογράφου του μυθιστορήματος, από την πλευρά των
Αμερικανών χρησιμοποιώντας γυναίκες που τυπικά είχαν την δουλειά των
δακτυλογράφων στην υπηρεσία, αλλά και την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα, του
συγγραφέα με την γυναίκα που ενέπνευσε τον χαρακτήρα της μοιραίας Λάρας στο
βιβλίο.
«Είχα
κάνει αίτηση για δακτυλογράφος, αλλά μου έδωσαν άλλη δουλειά. Είδαν πάνω μου
κάτι που δεν είχα δει ποτέ η ίδια; Ή μπορεί να κοίταξαν το παρελθόν μου, τον
θάνατο του πατέρα μου, και να κατάλαβαν πως θα έκανα ό,τι μου ζητούσαν.
Αργότερα μου είπαν ότι ο τόσο βαθύς θυμός διασφαλίζει έναν βαθμό αφοσίωσης στην
Υπηρεσία που ο πατριωτισμός δεν δημιουργεί ποτέ.»
Η
Prescott χρησιμοποιεί δύο παράλληλες αφηγήσεις στο
μυθιστόρημά της. Από τη μια έχουμε τον κόσμο των γυναικών που προσλαμβάνονταν
μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ως
δακτυλογράφοι, αλλά αρκετές από αυτές, χρησιμοποιούντο και ως πράκτορες σε
απλές ή σύνθετες αποστολές. Μία από αυτές είναι η Ιρίνα, γεννημένη στη Ρωσία
αλλά μεγαλωμένη στις ΗΠΑ, που από την αρχή της πρόσληψής της, εκπαιδεύεται υπό
συνθήκες άκρας μυστικότητας (ακόμα και από τις τυπικά συναδέλφους της
δακτυλογράφους) για να αποκτήσει ικανότητες κατασκόπου. Η υπηρεσία είχε
στελεχωθεί κυρίως με γυναίκες που είχαν αποκτήσει κάποια πείρα ή είχαν
διακριθεί στον Β παγκόσμιο πόλεμο, αλλά η άβγαλτη και δειλή Ιρίνα αποτέλεσε μια
έκπληξη για την ικανότητά της να περνάει απαρατήρητη. Η Ιρίνα εκπαιδεύεται
σχεδόν από την αρχή για την «επιχείρηση Ζιβάγκο», την απόκτηση με κάθε τρόπο
του χειρογράφου του μυθιστορήματος του Πάστερνακ, την έκδοση του στις ΗΠΑ, αλλά
και την μετάφρασή του στα Ρωσικά, ώστε να διοχετευθεί με κάποιο τρόπο στην ίδια
του την πατρίδα, όπου είχε ήδη (από το χειρόγραφο) απαγορευτεί.
Παράλληλα,
η συγγραφέας αφηγείται, την σχέση ζωής του Μπόρις Πάστερνακ με την ερωμένη και
μούσα του, Όλγα Βσεβολόντοβνα Ιβίνσκαγια, από το πώς γνωρίστηκαν έως τον θάνατό
του. Περιγράφει τις περιπέτειες της Όλγας στην εξορία και στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης, αποτέλεσμα της σχέσης της με τον ανέγγιχτο (είτε από τον Στάλιν,
είτε από τους διαδόχους του) συγγραφέα, που το καθεστώς φοβούμενο τις
αντιδράσεις, άφηνε σε σχετική ελευθερία. Η Όλγα ήταν εκείνη που ενέπνευσε τον
χαρακτήρα της Λάρας στο «Δόκτωρ Ζιβάγκο», η Όλγα ήταν εκείνη που έτρεχε σε
εκδότες και Αρχές για να μπορέσει να εκδοθεί το μυθιστόρημα, και που αφιέρωσε
τη ζωή της, στην στήριξη του σπουδαίου συγγραφέα. Η Prescott αφήνει
τον Πάστερνακ σε δεύτερο φόντο, για να επικεντρωθεί στην προσωπικότητα αυτής
της γυναίκας, που βασανίστηκε και ταλαιπωρήθηκε, που παρότι ερωτευμένη, έβλεπε
με αντικειμενικότητα και ψυχραιμία τις ανθρώπινες αδυναμίες του συγγραφέα, ενώ
οι σελίδες του τρόμου που νιώθουν εκείνη και τα παιδιά της, ακούγοντας τα μαύρα
αυτοκίνητα της Ασφάλειας να έρχονται στο σπίτι τους, είναι ίσως οι πιο δυνατές
του βιβλίου.
«Αυτοί
είχαν τους δορυφόρους τους κι εμείς είχαμε τα βιβλία τους. Εκείνη την εποχή,
πιστεύαμε ότι τα βιβλία μπορούν να γίνουν όπλα, ότι η λογοτεχνία μπορεί να
αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Η Υπηρεσία ήξερε ότι θα χρειαζόταν χρόνος για
να αλλάξει η καρδιά και η σκέψη των ανθρώπων, αλλά έτσι κι αλλιώς έπαιζαν
μακροπρόθεσμο παιχνίδι. Από την εποχή του OSS
ακόμη, κάναμε εντατικό πόλεμο μαλακής προπαγάνδας – χρησιμοποιούσαμε την τέχνη,
τη μουσική και τη λογοτεχνία για να προωθήσουμε τους στόχους μας. Ο σκοπός ήταν
να τονίσουμε ότι το σοβιετικό σύστημα δεν επέτρεπε την ελεύθερη σκέψη, ότι το
Κόκκινο καθεστώς παρεμπόδιζε, λογόκρινε και δίωκε ακόμα και τους καλύτερους
καλλιτέχνες και συγγραφείς του. Και η τακτική που ακολουθούσαμε ήταν να
φροντίζουμε να φτάνει με κάθε τρόπο στα χέρια των πολιτών της Σοβιετικής Ένωσης
πολιτισμικό υλικό.»
Πέραν
όμως από τις ιστορίες των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, το πιο ενδιαφέρον
στοιχείο του, είναι η περιγραφή του ακήρυχτου πολέμου που διεξάγεται από, τις
μυστικές υπηρεσίες Αμερικανών και Σοβιετικών. Με τους Σοβιετικούς να έχουν
προηγηθεί και αιφνιδιάσει στον πόλεμο του Διαστήματος, σπέρνοντας τον τρόμο
στους αντιπάλους τους, ένα από τα όπλα που αντιπαραθέτουν οι Αμερικανοί σε
αυτόν τον υπόγειο αλλά ανελέητο πόλεμο, είναι η προπαγάνδα μέσα από την τέχνη
και κυρίως την λογοτεχνία. Η απαγόρευση έκδοσης του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», ενός
μυθιστορήματος που έχει αντι-Σοβιετικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι και ένα
βιβλίο μεγάλης λογοτεχνικής ποιότητας, ήταν «βούτυρο στο ψωμί» της Δύσης. Το
κυνήγι της απόκτησης του χειρογράφου, όπου ο Ιταλός βαθύπλουτος νεοπαγής τότε
εκδότης Φελτρινέλι, κατάφερε να αποκτήσει πρώτος, η απόκτησή του από τους
Αμερικανούς και η προσπάθεια διοχέτευσής του μέσω Ρώσων αντιπροσώπων στην Expo του 1958, περιγράφονται με ένταση και εξαιρετικό
αφηγηματικό ρυθμό στο μυθιστόρημα της Prescott.
«Η
Υπηρεσία ήθελε να γεμίσει τις τάξεις της με διανοούμενους, με εκείνους που
πίστευαν στο μακροπρόθεσμο παιχνίδι της αλλαγής της ιδεολογίας των ανθρώπων με
το πέρασμα του χρόνου. Και πίστευαν ότι αυτό μπορεί να γίνει με τα βιβλία. Το
ίδιο πίστευα κι εγώ. Και αυτή ήταν η δουλειά μου: να βρίσκω βιβλία προς
εκμετάλλευση και να βοηθάω στη συγκαλυμμένη διάδοσή τους. Ο στόχος ήταν να
εντοπίζω βιβλία που έδιναν κακή εικόνα για τους Σοβιετικούς: βιβλία που είχαν
απαγορευτεί, βιβλία που κατέκριναν το σύστημα, βιβλία που παρουσίαζαν τις
Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν φωτεινό φάρο. Ήθελα να τους κάνω να κοιτάξουν με
ειλικρίνεια ένα σύστημα που είχε επιτρέψει στο Κράτος να σκοτώσει έστω και έναν
συγγραφέα, έστω και έναν διανοούμενο – ή ακόμη και έναν μετεωρολόγο – επειδή
διαφωνούσαν μαζί του.»
Ο
κινηματογραφικός ρυθμός στην αφήγηση είναι το μεγάλο πλεονέκτημα, του βιβλίου.
Εναλλάσσοντας τα κεφάλαια, μεταξύ κεντρικών γραφείων της CIA και Σοβιετικής Ένωσης, η Prescott χειρίζεται
με άνεση τις παράλληλες ιστορίες της, ενώ αποτυπώνεται η ενδελεχής έρευνα που
έχει πραγματοποιήσει σε αρχεία και εφημερίδες της εποχής. Είναι όμως τόσο
δυνατή η ιστορία του Πάστερνακ και της Όλγας που κάνει το μυθιστόρημα να μην
έχει ισορροπία και τον αναγνώστη να ανυπομονεί για τα κεφάλαια που αφορούν τις
καταστάσεις στη Σοβιετική Ένωση.
Το
μυθιστόρημα της Prescott διαβάζεται με
μεγάλο ενδιαφέρον, υπάρχει αγωνία και η συγγραφέας δείχνει ότι έχει αφηγηματικό
χάρισμα. Όμως οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι «χάρτινοι», δεν υπάρχει
εμβάθυνση, παρά μόνο η επιφάνεια των γεγονότων, γι’ αυτό ακριβώς προβάλλει ως
κεντρικό σημείο γοητείας της ιστορίας, η περιγραφή της Όλγας Βσεβολόντοβνα
Ιβίνσκαγια, που αναπλάθεται με στιβαρότητα και συναίσθημα, ως μια γυναίκα που
ακολούθησε μέχρι τέλους τις επιλογές της, πληρώνοντας ακριβά γι’ αυτό.
Η
Lara Prescott, πήρε το όνομά της
από την ομώνυμη ηρωίδα του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», λόγω της λατρείας που είχαν οι
γονείς της προς το μυθιστόρημα του Πάστερνακ αλλά και την κλασσική Ρωσική
λογοτεχνία εν γένει. Ευτύχησε η πρώην πολιτική σύμβουλος να γίνει γνωστή, με το
πρώτο της κιόλας βιβλίο – το οποίο ως χειρόγραφο έγινε αντικείμενο δημοπρασίας
από τον ατζέντη της και πουλήθηκε στον εκδότη για 2 εκατομμύρια δολάρια.
Το
«ΟΣΑ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ ΚΡΥΦΑ», παρά το ότι παραμένει ουσιαστικά ένα κατασκοπικό
μυθιστόρημα (spy novel), μιλάει για τη
δύναμη της αγάπης και της αφοσίωσης, για την αυτογνωσία και την θυσία. Είναι
ένα ωραίο page-turner μυθιστόρημα,
σφιχτοδεμένο και γοητευτικό, που καθηλώνει σε πολλές στιγμές τον αναγνώστη του
και το οποίο, είναι μάλλον σίγουρο ότι θα μεταφερθεί στην μεγάλη ή στην μικρή
οθόνη (υπό μορφή τηλεοπτικής σειράς). Δεν έχει ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις
αλλά, μπορεί να οδηγήσει τους νεότερους αναγνώστες να ανακαλύψουν τη μαγεία του
μοναδικού αριστουργήματος του Πάστερνακ, το «Δόκτωρ Ζιβάγκο», ή να δουν την
έξοχη ομώνυμη ταινία του David Lean.
Βαθμολογία
78 / 100