Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012 | Permalink
Δωμάτιο
Είναι αναμφίβολα συγκλονιστικό το μυθιστόρημα της Ιρλανδής (που ζει στον Καναδά πλέον) συγγραφέως Emma Donoghue, με τίτλο «ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ» («Room»), (Εκδ. Ψυχογιός, (ωραία) μετάφρ. Ε.Τσιρώνη, σελ.422), μια σπαρακτική (αλλά με πολύ χιούμορ και έμπνευση) ιστορία εγκλεισμού και απεριόριστης αγάπης, η οποία δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο ακόμα και τον πλέον αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
Ο Τζακ γιορτάζει τα 5α του γενέθλια και νιώθει μεγάλο παιδί πια, μόνο που δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε τις προηγούμενες μέρες γιατί ζει σε έναν περιορισμένο κόσμο μόνο που αυτός δεν το γνωρίζει. Ο κόσμος του είναι ένα Δωμάτιο, μια μικρή αποθήκη κάπου στις Η.Π.Α., μέσα σε ένα αγρόκτημα, ειδικά κατασκευασμένη για μακροχρόνιο εγκλεισμό. Εκεί ζει με την 26άχρονη μητέρα του, η οποία απήχθη 7 χρόνια πριν (στα 19 της) από έναν άγνωστο και από τότε υποχρεώθηκε να ζήσει φυλακισμένη, ικανοποιώντας τις σεξουαλικές ορέξεις του απαγωγέα της, ο οποίος φροντίζει κάθε Κυριακή να παρέχει στην ιδιότυπη «οικογένειά του», τις προμήθειες που θα τους κρατήσουν ζωντανούς.
Αφηγητής του βιβλίου είναι ο Τζακ και μέσα από τα μάτια του και την γλώσσα ενός πανέξυπνου και ολοζώντανου πεντάχρονου παρακολουθούμε την ιστορία. Ο Τζακ αισθάνεται «βασιλιάς» μέσα στον κόσμο αυτόν. Βλέπει στην τηλεόραση τον «ψεύτικο κόσμο» γιατί ο δικός του είναι αυτός που γνωρίζει ως αληθινό. Η μοναδική του επικοινωνία με το σύμπαν είναι ένας φεγγίτης, όπου παρατηρεί τις αλλαγές της μέρας, τις ακτίνες του ήλιου, το φως του φεγγαριού. Μέσα από την τηλεόραση, βλέπει τους «φίλους του», την «Ντόρα» και τον «Μπομπ τον Μάστορα», τα «Σούπερ Ζωάκια» και τον «Μπάρνι», τους οποίους «αγκαλιάζει» καθημερινά. Ο Τζακ είναι «ευτυχισμένος» μέσα στον κόσμο αυτόν, θηλάζει αρκετές φορές την μητέρα του, ξαπλώνει μαζί της, τραγουδάνε μαζί, κατασκευάζουν λέξεις (τις «λεξόπιτες») – θεωρεί ότι «έχει χιλιάδες πράγματα» να κάνει καθημερινά. Το μόνο του πρόβλημα είναι τα βράδια που έρχεται ο «ΣαταΝικ» (πανέξυπνη απόδοση του «Old-Nick») και πρέπει να κοιμηθεί κλεισμένος στην Ντουλάπα, ακούγοντας το κρεβάτι να τρίζει.
«Σήμερα έχει Ντόρα, γιούπι. Η Ντόρα είναι σε μια βάρκα που σχεδόν παραλίγο να τρακάρει μ’ένα καράβι, πρέπει να κουνήσουμε τα χέρια μας και να φωνάξουμε «Πρόσεχε» αλλά η Μαμά δεν το κάνει. Τα καράβια είναι μονάχα Τηλεόραση και το ίδιο είναι η θάλασσα, εκτός απ’όταν φτάνουν εκεί τα κακά μας και τα γράμματα. Ή ίσως για την ακρίβεια να σταματάνε να είναι αληθινά τη στιγμή που φτάνουν εκεί, δεν ξέρω. Η Αλίκη λέει ότι αν είναι στη θάλασσα μπορεί να πάει σπίτι με το σιδηρόδρομο, που είναι το παλιομοδίτικο τρένο. Τα δάση είναι Τηλεόραση και οι ζούγκλες επίσης και οι έρημοι και οι δρόμοι και οι ουρανοξύστες και τα αυτοκίνητα. Τα ζώα είναι Τηλεόραση εκτός από τα μυρμήγκια και την Αράχνη και τον Ποντικό, αλλά αυτός γύρισε πίσω τώρα. Τα μικρόβια είναι αληθινά, και το αίμα. Τα αγόρια είναι Τηλεόραση αλλά μοιάζουν λίγο με μένα, ο εγώ στον Καθρέφτη ούτε κι αυτός είναι αληθινός, μονάχα μια εικόνα. Μερικές φορές μου αρέσει να λύνω την αλογοουρά μου και να ρίχνω τα μαλλιά μπροστά και να βγάζω τη γλώσσα μου από μέσα τους σαν φίδι, κι ύστερα να βγάζω το πρόσωπό μου για να πω μπου.»
Η «Μαμά» (δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της), όμως είναι στα όριά της. Κλεισμένη μέσα από έναν τρελλό, έχοντας μείνει κι άλλη μια φορά έγκυος γεννώντας νεκρό το παιδί, προσπαθεί να κρατήσει τα λογικά της, εκπαιδεύοντας τον Τζακ, μιλώντας του συνέχεια, παίζοντας πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, του δασκάλου, του φίλου, του γονιού. Μια συνηθισμένη μέρα τους περιλαμβάνει μαθήματα μαγειρικής, ζωγραφική, μαστορέματα, μερικές ώρες τηλεόραση που χρησιμεύει για εκπαιδευτικούς σκοπούς, πολύ τραγούδι από Eminem μέχρι παιδικά τραγουδάκια, και το βράδυ κοιτώντας τον φεγγίτη και αναβοσβήνοντας το φως μπας και κάποιος,κάπου δει το παιχνίδισμα και συγκινηθεί.
Ο Τζακ είναι ένα πανέξυπνο παιδί, ξέρει να μετράει και να κάνει πράξεις, έχει πολλές γνώσεις για την ηλικία του αλλά του λείπουν οι «βασικές» έννοιες. Αγαπάει όμως υπερβολικά την «Μαμά» του για να της αρνηθεί την υλοποίηση ενός πλάνου δραπέτευσης που περιέχει αρκετό ρίσκο. Και ως εκ θαύματος, τα καταφέρνουν και σώζονται. Τι γίνεται όμως στον αληθινό κόσμο; Τι θα συναντήσουν εκεί; Και πως θα προσαρμοστεί ο Τζακ – που αποκαλείται αμέσως από τα Μέσα, «παιδί-μπονσάϊ»;
Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία της από την φρικιαστική υπόθεση του αυστριακού Γ. Φριτζλ ο οποίος κρατούσε επί 24 χρόνια έγκλειστη την κόρη του κάνοντας μαζί της 7 παιδιά. Θα μπορούσε να είναι ένα θρίλερ, στο στυλ του «Παραδεισένια οστά» της Sebold, αλλά η Ντόναχιου ξεφεύγει από την παγίδα του εφιαλτικού ρεαλισμού, και παραδίδει ένα διαυγέστατο, εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο παρά το στενόχωρο του θέματος και την αναπόφευκτη συγκινησιακή φόρτιση που έρχεται αυθόρμητα, έχει πολύ χιούμορ, ευρηματικές εκφράσεις και εντυπωσιακή διαχείριση της ιστορίας, η οποία εκεί που πάει να ξεφύγει, από την στιγμή της απόδρασης και μετά, επανέρχεται και τοποθετείται σε πλαίσια συμβατά με το κλίμα του βιβλίου.
Το βιβλίο (που ήταν στην short-list του βραβείου Man-Booker για το 2010), σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο (εξαντλητικό και ιδιαίτερα κουραστικό) με άλλο μάτι και όπως λέει σε κάποια στιγμή ο (μπαφιασμένος) Τζακ: «Μου φαίνεται πως ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου είναι απλώς επανάληψη.» Η αφήγηση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες από την πλευρά του αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζοντας ότι μιλάει ένα πεντάχρονο με διαφορετική έτσι κι αλλιώς αντίληψη (λόγω ηλικίας και συνθηκών) μπορεί να κατανοήσει περισσότερα από αυτά που διαβάζει. Το εύρημα της Ντόναχιου, τόσο απλό αλλά και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα «αιχμαλωτίζει» κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα, αλλά από την άλλη γίνεται και το «όχημα» για περαιτέρω σκέψεις και προβληματισμούς για τις σχέσεις γονέα-παιδιού και κυρίως την ηθική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση της ιστορίας που διαβάζεται μονορούφι…
«Στον κόσμο βλέπω ανθρώπους που είναι σχεδόν πάντα στρεσαρισμένοι και δεν έχουν χρόνο (…) Στο Δωμάτιο, η Μαμά κι εγώ είχαμε χρόνο για όλα. Μάλλον ο χρόνος απλώνεται πάνω σε όλο τον κόσμο πολύ πολύ λεπτά, σαν βούτυρο στο ψωμί, στους δρόμους και στα σπίτια και στις παιδικές χαρές και στα μαγαζιά, έτσι που να υπάρχει μόνο μια λεπτή στρώση απ’αυτόν σε κάθε μέρος, και μετά όλοι πρέπει να βιαστούν για να φτάσουν στο επόμενο.»
Υ.Γ. Ωραία παρουσίαση του ίδιου βιβλίου (σύμπτωση, πριν από λίγες μέρες) από το blog της καλής φίλης Sue.
Υ.Γ.(2) Το εξαιρετικό site του βιβλίου εδώ.
CROSBY, STILLS, NASH & YOUNG – Teach your children
Ο Τζακ γιορτάζει τα 5α του γενέθλια και νιώθει μεγάλο παιδί πια, μόνο που δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε τις προηγούμενες μέρες γιατί ζει σε έναν περιορισμένο κόσμο μόνο που αυτός δεν το γνωρίζει. Ο κόσμος του είναι ένα Δωμάτιο, μια μικρή αποθήκη κάπου στις Η.Π.Α., μέσα σε ένα αγρόκτημα, ειδικά κατασκευασμένη για μακροχρόνιο εγκλεισμό. Εκεί ζει με την 26άχρονη μητέρα του, η οποία απήχθη 7 χρόνια πριν (στα 19 της) από έναν άγνωστο και από τότε υποχρεώθηκε να ζήσει φυλακισμένη, ικανοποιώντας τις σεξουαλικές ορέξεις του απαγωγέα της, ο οποίος φροντίζει κάθε Κυριακή να παρέχει στην ιδιότυπη «οικογένειά του», τις προμήθειες που θα τους κρατήσουν ζωντανούς.
Αφηγητής του βιβλίου είναι ο Τζακ και μέσα από τα μάτια του και την γλώσσα ενός πανέξυπνου και ολοζώντανου πεντάχρονου παρακολουθούμε την ιστορία. Ο Τζακ αισθάνεται «βασιλιάς» μέσα στον κόσμο αυτόν. Βλέπει στην τηλεόραση τον «ψεύτικο κόσμο» γιατί ο δικός του είναι αυτός που γνωρίζει ως αληθινό. Η μοναδική του επικοινωνία με το σύμπαν είναι ένας φεγγίτης, όπου παρατηρεί τις αλλαγές της μέρας, τις ακτίνες του ήλιου, το φως του φεγγαριού. Μέσα από την τηλεόραση, βλέπει τους «φίλους του», την «Ντόρα» και τον «Μπομπ τον Μάστορα», τα «Σούπερ Ζωάκια» και τον «Μπάρνι», τους οποίους «αγκαλιάζει» καθημερινά. Ο Τζακ είναι «ευτυχισμένος» μέσα στον κόσμο αυτόν, θηλάζει αρκετές φορές την μητέρα του, ξαπλώνει μαζί της, τραγουδάνε μαζί, κατασκευάζουν λέξεις (τις «λεξόπιτες») – θεωρεί ότι «έχει χιλιάδες πράγματα» να κάνει καθημερινά. Το μόνο του πρόβλημα είναι τα βράδια που έρχεται ο «ΣαταΝικ» (πανέξυπνη απόδοση του «Old-Nick») και πρέπει να κοιμηθεί κλεισμένος στην Ντουλάπα, ακούγοντας το κρεβάτι να τρίζει.
«Σήμερα έχει Ντόρα, γιούπι. Η Ντόρα είναι σε μια βάρκα που σχεδόν παραλίγο να τρακάρει μ’ένα καράβι, πρέπει να κουνήσουμε τα χέρια μας και να φωνάξουμε «Πρόσεχε» αλλά η Μαμά δεν το κάνει. Τα καράβια είναι μονάχα Τηλεόραση και το ίδιο είναι η θάλασσα, εκτός απ’όταν φτάνουν εκεί τα κακά μας και τα γράμματα. Ή ίσως για την ακρίβεια να σταματάνε να είναι αληθινά τη στιγμή που φτάνουν εκεί, δεν ξέρω. Η Αλίκη λέει ότι αν είναι στη θάλασσα μπορεί να πάει σπίτι με το σιδηρόδρομο, που είναι το παλιομοδίτικο τρένο. Τα δάση είναι Τηλεόραση και οι ζούγκλες επίσης και οι έρημοι και οι δρόμοι και οι ουρανοξύστες και τα αυτοκίνητα. Τα ζώα είναι Τηλεόραση εκτός από τα μυρμήγκια και την Αράχνη και τον Ποντικό, αλλά αυτός γύρισε πίσω τώρα. Τα μικρόβια είναι αληθινά, και το αίμα. Τα αγόρια είναι Τηλεόραση αλλά μοιάζουν λίγο με μένα, ο εγώ στον Καθρέφτη ούτε κι αυτός είναι αληθινός, μονάχα μια εικόνα. Μερικές φορές μου αρέσει να λύνω την αλογοουρά μου και να ρίχνω τα μαλλιά μπροστά και να βγάζω τη γλώσσα μου από μέσα τους σαν φίδι, κι ύστερα να βγάζω το πρόσωπό μου για να πω μπου.»
Η «Μαμά» (δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της), όμως είναι στα όριά της. Κλεισμένη μέσα από έναν τρελλό, έχοντας μείνει κι άλλη μια φορά έγκυος γεννώντας νεκρό το παιδί, προσπαθεί να κρατήσει τα λογικά της, εκπαιδεύοντας τον Τζακ, μιλώντας του συνέχεια, παίζοντας πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, του δασκάλου, του φίλου, του γονιού. Μια συνηθισμένη μέρα τους περιλαμβάνει μαθήματα μαγειρικής, ζωγραφική, μαστορέματα, μερικές ώρες τηλεόραση που χρησιμεύει για εκπαιδευτικούς σκοπούς, πολύ τραγούδι από Eminem μέχρι παιδικά τραγουδάκια, και το βράδυ κοιτώντας τον φεγγίτη και αναβοσβήνοντας το φως μπας και κάποιος,κάπου δει το παιχνίδισμα και συγκινηθεί.
Ο Τζακ είναι ένα πανέξυπνο παιδί, ξέρει να μετράει και να κάνει πράξεις, έχει πολλές γνώσεις για την ηλικία του αλλά του λείπουν οι «βασικές» έννοιες. Αγαπάει όμως υπερβολικά την «Μαμά» του για να της αρνηθεί την υλοποίηση ενός πλάνου δραπέτευσης που περιέχει αρκετό ρίσκο. Και ως εκ θαύματος, τα καταφέρνουν και σώζονται. Τι γίνεται όμως στον αληθινό κόσμο; Τι θα συναντήσουν εκεί; Και πως θα προσαρμοστεί ο Τζακ – που αποκαλείται αμέσως από τα Μέσα, «παιδί-μπονσάϊ»;
Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία της από την φρικιαστική υπόθεση του αυστριακού Γ. Φριτζλ ο οποίος κρατούσε επί 24 χρόνια έγκλειστη την κόρη του κάνοντας μαζί της 7 παιδιά. Θα μπορούσε να είναι ένα θρίλερ, στο στυλ του «Παραδεισένια οστά» της Sebold, αλλά η Ντόναχιου ξεφεύγει από την παγίδα του εφιαλτικού ρεαλισμού, και παραδίδει ένα διαυγέστατο, εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο παρά το στενόχωρο του θέματος και την αναπόφευκτη συγκινησιακή φόρτιση που έρχεται αυθόρμητα, έχει πολύ χιούμορ, ευρηματικές εκφράσεις και εντυπωσιακή διαχείριση της ιστορίας, η οποία εκεί που πάει να ξεφύγει, από την στιγμή της απόδρασης και μετά, επανέρχεται και τοποθετείται σε πλαίσια συμβατά με το κλίμα του βιβλίου.
Το βιβλίο (που ήταν στην short-list του βραβείου Man-Booker για το 2010), σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο (εξαντλητικό και ιδιαίτερα κουραστικό) με άλλο μάτι και όπως λέει σε κάποια στιγμή ο (μπαφιασμένος) Τζακ: «Μου φαίνεται πως ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου είναι απλώς επανάληψη.» Η αφήγηση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες από την πλευρά του αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζοντας ότι μιλάει ένα πεντάχρονο με διαφορετική έτσι κι αλλιώς αντίληψη (λόγω ηλικίας και συνθηκών) μπορεί να κατανοήσει περισσότερα από αυτά που διαβάζει. Το εύρημα της Ντόναχιου, τόσο απλό αλλά και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα «αιχμαλωτίζει» κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα, αλλά από την άλλη γίνεται και το «όχημα» για περαιτέρω σκέψεις και προβληματισμούς για τις σχέσεις γονέα-παιδιού και κυρίως την ηθική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση της ιστορίας που διαβάζεται μονορούφι…
«Στον κόσμο βλέπω ανθρώπους που είναι σχεδόν πάντα στρεσαρισμένοι και δεν έχουν χρόνο (…) Στο Δωμάτιο, η Μαμά κι εγώ είχαμε χρόνο για όλα. Μάλλον ο χρόνος απλώνεται πάνω σε όλο τον κόσμο πολύ πολύ λεπτά, σαν βούτυρο στο ψωμί, στους δρόμους και στα σπίτια και στις παιδικές χαρές και στα μαγαζιά, έτσι που να υπάρχει μόνο μια λεπτή στρώση απ’αυτόν σε κάθε μέρος, και μετά όλοι πρέπει να βιαστούν για να φτάσουν στο επόμενο.»
Υ.Γ. Ωραία παρουσίαση του ίδιου βιβλίου (σύμπτωση, πριν από λίγες μέρες) από το blog της καλής φίλης Sue.
Υ.Γ.(2) Το εξαιρετικό site του βιβλίου εδώ.
CROSBY, STILLS, NASH & YOUNG – Teach your children