«Το πρόβλημα
με την εποχή μας είναι ότι το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν…»P.Valery
Μόνο
πρωτόλειο δεν θυμίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη (1951,
Αθήνα) με τίτλο «ΠΑΛΙΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ» (Εκδ. Γαβριηλίδη, σελ.466) που είναι το πρώτο
βιβλίο που έγραψε και εξέδωσε στα 60 του χρόνια! Κι όμως αν κάποιος το διαβάσει
χωρίς να ξέρει τίποτα για τον συγγραφέα, εύκολα θα θεωρήσει ότι είναι ένα ώριμο
μυθιστόρημα με μια στέρεη και καλά δομημένη ιστορία από κάποιον δοκιμασμένο
στον λογοτεχνικό χώρο.
Μια
κατάληψη διαρκείας για 8 μήνες στο Κολλεγιακό τμήμα (Deree) του Αμερικάνικου Κολέγιου της
Αθήνας, ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη λίγα χρόνια (το 76-77), μετά την
πτώση της Χούντας, άγνωστο εν πολλοίς αφού η κάλυψη του από τον Τύπο της εποχής
ήταν ανύπαρκτη, αποτελεί την αφορμή για τα περιστατικά που περιγράφει ο
Αζαριάδης στο βιβλίο του. Η αποχή που αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός μεγέθους,
για τα δεδομένα του ιδρύματος, και προκάλεσε επερώτηση στην Γερουσία των ΗΠΑ
ήταν «κατόρθωμα» μιας μικρής ομάδας αντιεξουσιαστών φοιτητών οι οποίοι τα
χρόνια που ακολούθησαν στελέχωσαν πολυεθνικές εταιρίες, συνεργάστηκαν με το
Δημόσιο αναλαμβάνοντας «δουλειές», η γνωστή ελληνική ιστορία δηλαδή (να μη
γελιόμαστε).
Πάνω
σ’αυτό το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του (μιας κι ο ίδιος ήταν ένας εκ των
μελών της ομάδας αντιεξουσιαστών φοιτητών), ο συγγραφέας «χτίζει» τον καμβά της
μυθοπλασίας, μεταφέροντας την δράση 40 χρόνια αργότερα, όταν μια σειρά από 4 δολοφονίες,
δύο επιφανών επιχειρηματιών που ανακατευόντουσαν με κρατικές μπίζνες, ενός
μεγαλοδικηγόρου και ενός μεγαλογιατρού, οι οποίοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και
εκτός από φιλική σχέση είχαν και επαγγελματική, καθώς και η μέθοδος εκτέλεσης
τους που ήταν παρόμοια (μια σφαίρα στην καρδιά) στρέφουν την αστυνομική έρευνα
προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τις δολοφονίες προσπαθεί να εξιχνιάσει ο
Υπαστυνόμος Μίραλης, ήρωας του βιβλίου, ένας αντισυμβατικός αστυνομικός,
«ψαγμένος» και «εναλλακτικός» με ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Ο
Μίραλης με την βοήθεια ενός εκ των προϊσταμένων του, του Αστυνομικού Διευθυντή
Βεργίνη, και τις συμβουλές ενός πρώην αστυνομικού – του «Βαρόνου» - που δείχνει να γνωρίζει καλά λεπτομέρειες
γύρω από την ομάδα αυτή του Κολεγίου, μαθαίνει ότι ο καθοδηγητής (και
πραγματική επαναστατική φιγούρα) της ομάδας των ανήσυχων (πάλαι ποτέ) εξεγερμένων
νεαρών (οι οποίοι δεν είχαν κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, απλά ήθελαν να κάνουν
την εξέγερση τους) ήταν ένας μυστήριος τύπος, ο οποίος έχει εξαφανιστεί από
προσώπου γης και ήταν και ο μόνος που δεν είχε «ενταχθεί στο σύστημα» του
εύκολου πλουτισμού. Αυτός ο ένας αποτελεί και τον κύριο ύποπτο της ιστορίας,
αυτόν που (κατά τον υπαστυνόμο) προβαίνει στη σειρά των εκκαθαρίσεων,
λειτουργώντας ως «νέμεσις».
Ο
υπαστυνόμος αρχίζει να κατανοεί τις αιτίες των φόνων. Με τον χρόνο
αντιλαμβάνεται το σκεπτικό του δολοφόνου, στις συζητήσεις του με τον μυστηριώδη
και σκοτεινό «Βαρόνο», και με τις νοητικές προκλήσεις που του βάζει εκείνος,
μπορεί να διαφωνεί με τη μέθοδο αλλά σε πολλά σημεία συμφωνεί με την ιδεολογική
κατεύθυνση στην οποία οδηγείται η «κάθαρση». Βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα
στην ιστορία, ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του διωκόμενου που δείχνει να έχει
ένα είδος επικοινωνίας μαζί του, μέσα από τα παρηκμάζοντα στέκια των
αντιεξουσιαστών της δεκαετίας του 80, έχει εφιάλτες και παραισθήσεις όσο
οδηγείται προς τη μοιραία συνάντηση και την οριστική (;) λύση της ιστορίας.
«…Το κακό
είναι ότι ξεπούλησαν τα επαναστατικά ιδανικά σε μια νυχτιά. Το χειρότερο όμως
είναι ότι στη διαδικασία της μετάλλαξης και της ανέλιξής τους στην άρχουσα τάξη
χρησιμοποίησαν ακριβώς τα ίδια μέσα που υποτίθεται ότι ήθελαν να εξαφανίσουν
απ’τη σάπια κοινωνία. Δηλαδή, μέσα απ’τη διαφθορά, τις μίζες και την εξαγορά
ανθρώπων και συνειδήσεων, έχτισαν μια αυτοκρατορία πιο βρόμικη απ’αυτήν που
ήθελαν να καταργήσουν. Αυτό αποτελεί τραγική ειρωνία. Οι τύποι επιδιώκουν την
αλόγιστη συσσώρευση χρήματος κι εξουσίας στα θησαυροφυλάκια, στα δικά τους και
των τραπεζών. Κι αυτό αποτελεί ύβρη.»
«…Στην
κοινωνία μας υπάρχουν νόμοι που ποτέ δεν εφαρμόζονται, σε όλα τα επίπεδα.
Απ΄τον απλό πολίτη που, μόλις παίρνει μια κλήση για υπερβολική ταχύτητα, τρέχει
στον γνωστό τροχόμπατσο να την σβήσει, μέχρι τον μικροκομπιναδόρο ελεύθερο
επαγγελματία που κρύβει έσοδα στην κάλπικη φορολογική του δήλωση. Απ’το
μεγαλοβιομήχανο, που ταίζει τους αργυρώνητους διευθυντές της εφορίας και τους
δικαστές, μέχρι την κάθε μεγάλη εταιρεία, ελληνική ή πολυεθνική, που μέσω της
δημιουργικής λογιστικής παρουσιάζει τα οικονομικά αποτελέσματα που την βολεύουν
για ν’αποφύγει τη φορολόγηση των υψηλών κερδών της. Όλα αυτά με την πλήρη ανοχή
ενός ανίκανου κράτους. Ζούμε σ’ένα βρομερό, δύσοσμο περιβάλλον, όπου βασιλεύει
μια ήρεμη αίσθηση ατιμωρησίας. Κανείς δεν πληρώνει τις συνέπειες των παράνομων
πράξεών του και συνεπώς όλοι…»
«Συνεχίζουν
να παρανομούν, αφού δε διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο να το πληρώσουν ποτέ»,
διέκοψε ο υπαστυνόμος. «Rolo Tomassi!»
… «Μέσα
λοιπόν σ’αυτή τη λοβοτομημένη κοινωνία, εμφανίζεται ένας τύπος που λέει: «Όχι
ρε πούστη μου, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η νιρβάνα του καναπέ και της
κριτικής του σαββατόβραδου. Και τη Δευτέρα άντε πάλι στη δουλειά να καταπίνω
την εκμετάλλευση και την καταπίεση του κάθε αφεντικού, που κλέβει σε βάρος της
κοινωνίας. Και ν’αδιαφορώ και να σκύβω το κεφάλι για να μη με απολύσει». Και
λέει ακόμα: «Δεν μπορώ ν’ανέχομαι άλλο τους μεγαλόσχημους βιομηχάνους που
εκμεταλλεύονται εργαζόμενους και δωροδοκουν κρατικούς λειτουργούς για να
εξασφαλίσουν οποιαδήποτε έργα. Φοροδιαφεύγουν αξιοπρεπώς και ταυτόχρονα
παραδίδουν μαθήματα ηθικής για να σωθεί ο τόπος». Και τι κάνει ο τύπος; Το’πες
πριν. Rolo Tomassi! Αποφασίζει να στοιχείωσει τον
εφησυχασμένο ύπνο των διεφθαρμένων αυτής της κοινωνίας. Αυτό θέλει να κάνει,
τελικά. Να ορθώσει το ανάστημα και να πεί ξεκάθαρα και με συγκεκριμένες πράξεις
αυτά που τόσο πολλοί κρατάνε ερμητικά κλειστά στα σαλόνια των σπιτιών τους.»
Το
μυθιστόρημα του Αζαριάδη είναι ουσιαστικά ένα πολιτικοκοινωνικό βιβλίο που
χρησιμοποιεί σε πρώτο επίπεδο την αστυνομική πλοκή και δράση. Με ωραία δομή και
ύφος, ο συγγραφέας αφηγείται μια ελεγειακή ιστορία εκδίκησης αλλά και μνήμης,
αφού η δεύτερη είναι συνεχώς παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις του μύθου. Τα
γεγονότα αποτελούν από μόνα τους ευδιάκριτο κοινωνικό σχόλιο, ενώ ο δημιουργός
δεν διστάζει να πάρει θέση και να μη λειτουργήσει ως εξωτερικός παρατηρητής ή
ως ένας απλός καταγραφέας μιας ιστορίας αλλά να σχολιάσει κι αυτός μέσα από
τους ήρωές του την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας.
Με πολλές
(και εμφανείς) επιρροές από το Γαλλικό πολάρ, δηλαδή το αστυνομικοκοινωνικό
μυθιστόρημα που απογειώθηκε από μάστορες όπως οι Μανσέτ, Ιζζό, Ρεϊνάλ, του πολύ
καλού Στ. Γκάγκα, αλλά και την (ίσως αναπόφευκτη) επίδραση των Μάρκαρη και Μαρή
κυρίως στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Υπαστυνόμου Μίραλη και της οικογένειάς
του, το βιβλίο του Αζαριάδη τα αφομειώνει όλα αυτά με δημιουργικό τρόπο και
καταφέρνει να δημιουργήσει μια πλοκή που κρατάει σε αγωνία τον αναγνώστη
ακολουθώντας το παραδοσιακό «βρες τον δολοφόνο» (whodunit κατά τα βρετανικά πρότυπα), αν
και ο προσεκτικός παρατηρητής δεν θα προβληματιστεί ιδιαίτερα στην ανακάλυψη
του «ενόχου». Η ανατροπή όμως του φινάλε και η απρόσμενη κατάληξη της ιστορίας
δίνει ένα στοιχείο έκπληξης που δεν το πολυφαντάζεσαι.
Υπάρχουν
βέβαια και οι ατέλειες σε ένα βιβλίο που θα ήταν πολύ πιο λειτουργικό αν
έλειπαν 100 περίπου σελίδες (το 1/5 του περίπου). Αρκετός λυρισμός σε
περιγραφές που είναι μάλλον περιττός, σχετική φλυαρία σε κάποιους διαλόγους και
σκηνές που δεν προσφέρουν κάτι στην εξέλιξη της ιστορίας, επανάληψη κάποιων
λεπτομερειών που στην αρχή δείχνουν χαριτωμένες (τα παγωμένα κρουασάν από την
καντίνα, οικογενειακές σκηνές που δεν εξυπηρετούν τίποτα κλπ), οι αστυνομικοί
που δείχνουν ιδιαίτερα μορφωμένοι και «ψαγμένοι». Ο Αζαριάδης μάλλον ήθελε να
«τα πει όλα» με τη μία και αυτό είναι σε πολλά σημεία εμφανές.
Αυτά όμως
δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στο κάτω-κάτω. Η εξαιρετική πλοκή του
μυθιστορήματος, η καλοδουλεμένη χρήση της γλώσσας και των ρεαλιστικών διαλόγων,
ο καλοκουρδισμένος ρυθμός με τα κινηματογραφικά στοιχεία, καθιστούν τους
«Παλιούς λογαριασμούς» - μια ιστορία που ήταν στο συρτάρι για πάνω από 3
δεκαετίες - , ένα εντυπωσιακό πρώτο δείγμα γραφής ενός ανθρώπου που δεν είχε
ασχοληθεί μέχρι την ωριμότητά του με τη λογοτεχνία και ο οποίος παρά την μεγάλη
του ηλικία δείχνει ότι έχει να προσφέρει αρκετά πράγματα ακόμα στο λογοτεχνικό
είδος που επέλεξε να υπηρετεί.
_________________________________________________
Την
συζήτησή μου με τον Γρηγόρη Αζαριάδη στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks στο Amagi radio, που είχαμε το Σάββατο 5/10, αλλά
και την υπόλοιπη εκπομπή μπορείτε να την ακούσετε στο podcast παρακάτω. Καλή ακρόαση