Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013 | Permalink
Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις
Διάβασα αρκετά βιβλία μέσα στη χρονιά,
ίσως περισσότερα Ελλήνων δημιουργών από ποτέ, αλλά την καλύτερη αίσθηση μου την
άφησε για το τέλος, ένα μικρό "διαμαντάκι", ένα βιβλιαράκι μαγικό που
στις λιγοστές σελίδες του με "ταξίδεψε" (κι αυτό είναι πολύ δύσκολο
για κάποιον "πεπαιδευμένο αναγνώστη" που διαβάζει χιλιάδες σελίδες
ετησίως), και με μετέφερε σε ένα άλλο λογοτεχνικό σύμπαν.
Γραμμένο με τον τρόπο και το ύφος ενός
Κεντροευρωπαίου συγγραφέα, "Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ και άλλες αφηγήσεις",
του (πρόσφατα αποβιώσαντος) ΕλληνοΤσέχου Κάρολου Τσίζεκ (1922 -2013), (Εκδ.
Κίχλη, σελ.221 - μαζί με το εξαιρετικό επίμετρο του Α.Ζήρα, "Τα αφηγήματα
του Κάρολου Τσίζεκ και η εσωτερική τους γεωμετρία"), συνθέτουν ένα
αριστουργηματικό σύνολο 6 αφηγημάτων, γύρω από τη ζωή αυτού του ευαίσθητου
δημιουργού, την ταυτότητά του, τις νεανικές και όχι μόνο περιπέτειές του, για
την Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, της Κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων, τις
παρέες που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του, την οικογένειά του, την
επαγγελματική του πορεία και πολλά άλλα.
"Είναι θλιβερό να πρέπει σήμερα να
ταξιδέψεις στην Ευρώπη για να ξαναδείς κάτι απ'αυτά που έχασες - αν υποτεθεί
ότι ακόμα τα θυμάσαι. Αύριο όμως δεν θα τα θυμάται πιά κανένας και θα είναι σαν
να μην υπήρξαν ποτέ. Κι όμως υπήρξαν. Αλλά, τα καταστρέψαμε με τα ίδια μας τα
χέρια, σαν τους Σαμοθρακιώτες, που έκαιγαν τα αρχαία αγάλματα, τις
"κούκλες" όπως αναφέρει ο Ίων Δραγούμης, για
να ασβεστώσουν τα σπίτια τους."
Τσέχικης καταγωγής από τους γονείς του, ο οποίος γεννήθηκε
σε μια πόλη της Ιταλίας, ο Κάρολος Τσίζεκ ήταν παιδί που μεγάλωσε μέσα στον
μεσοπολεμικό κοσμοπολιτισμό, που αντίθετα απ’ότι πιστεύουμε σήμερα δεν είχε ως
προϋπόθεση κανενός είδους πλούτο ή οικονομική άνεση. Οι Κεντροευρωπαίοι
τεχνίτες ή οι άνθρωποι ειδικευμένοι σε κάποιο προϊόν μετανάστευαν συνεχώς όπου
υπήρχε καλή προσφορά εργασίας. Μ’αυτόν τον τρόπο ο πατέρας του βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη
να εργαστεί στο εργοστάσιο των αδελφών Μοντιάνο (Καλτσοποιϊα), σε υπεύθυνη θέση
και ρίζωσε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Τσίζεκ στα αφηγήματα του, θυμάται στιγμές της παιδικής του
ηλικίας όταν πήγαινε εκδρομές με την οικογένεια ή (πιο έντονα) για κυνήγι με
τον δεινό σκοπευτή πατέρα του στην λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής, σκηνές
από οικογενειακά τραπεζώματα, φαγητά βαριά της πατρίδας του που τα τρώγανε κάτω
από τον καυτό μεσογειακό ήλιο, συγγενείς που τους επισκέπτονταν και την ιστορία
που τους συνόδευε, στιγμές από την ιστορία της Τσεχίας από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο
αλλά και από την Κομμουνιστική διακυβέρνηση όπως και από την «Άνοιξη της Πράγας»,
γεγονότα που στιγμάτισαν τη ζωή του από την Γερμανική Κατοχή στην πόλη, τις επαγγελματικές
επαφές του αργότερα με ανθρώπους από την Τσεχία κατά την διάρκεια της Διεθνούς
Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τους Εβραίους φίλους του που έχασε στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, τους διανοούμενους όπως τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου, τον Σφυρίδη με
τους οποίους έκανε παρέα.
Η μνήμη «μιλάει» στις ιστορίες που αφηγείται ο Τσίζεκ. Η
πόλη (η Θεσσαλονίκη) που σταδιακά αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων, τα σπίτια
που χάθηκαν, η φύση που οργίαζε και τώρα είναι δρόμοι και μπετόν, τα παλιά
εργοστάσια που καταστράφηκαν, το εγκαταλελειμμένο ορυχείο, τόπος μαγικός στην
παιδική και εφηβική ηλικία, που στέγαζε παιχνίδια και πρώτους έρωτες για να
μετατραπεί σε τόπο τραγωδίας κατά τον Εμφύλιο. Η άλλη πόλη που κυριαρχεί στην
αφήγηση του συγγραφέα είναι η Πράγα, τόπος πανέμορφος και βασανισμένος. Η
απόπειρα κατά του Γερμανού Διοικητή Χάιντριχ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και οι σφαγές που
επακολούθησαν, ο Ορθόδοξος ναός των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου όπου
ταμπουρώθηκαν οι δράστες της απόπειρας για να αυτοκτονήσουν μετά από μακρά
πολιορκία από τους Ναζί, η σχεδόν ισοπέδωσή του ναού και η αναστήλωση του μετά
από χρόνια. Ενώ παρακολουθούμε μέσα από τις αφηγήσεις του Τσίζεκ, την βαθμιαία
και σταδιακή του προσέγγιση στην Ορθοδοξία και την βάπτισή του, αυτού ενός φανατικά
«άθρησκου» (όπως αναφέρει για τον εαυτό του).
«Στο «μεσοστράτι απάνω της ζωής μας» (Δάντης, Κόλαση, άσμα
Α΄,στ.1), η γοητεία της βυζαντινής τέχνης, η φιλία μου με τον Ν.Γ.Πεντζίκη, η
ανάγκη να ενταχτώ πληρέστερα στο ελληνικό περιβάλλον και το κενό που ένιωθα από
την έλλειψη θρησκευτικής αγωγής μ’έκαναν να στραφώ προς την ορθοδοξία. Ο γάμος
θα ολοκλήρωνε την ένταξη. Κι εδώ όμως το θρήσκευμα αποτελούσε προϋπόθεση εκ των
ων ούκ άνευ…Έτσι, μετά από συνοπτική κατήχηση, βαπτίστηκα τελικά στις 23
Απριλίου του 1957 στον ιερό ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, με νονούς τον
συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου και τον δικηγόρο Δημήτρη Ευθυμιάδη, παίρνοντας το
όνομα του αγίου της ημέρας, πού όμως ποτέ δεν το συνήθισα. Ήθελα να ονομασθώ
Σταύρος, όπως ο αδελφός της μέλλουσας γυναίκας μου, η οποία με συνόδευε. Ο
Σταύρος Πίττας είχε εκτελεστεί το καλοκαίρι του 1944 – μαζί με άλλους εικοσι
δύο αγωνιστές – από τους ταγματασφαλίτες του Μέρτεν στη Μαραθούσα Χαλκιδικής.
Τον είχαν πιάσει όπως έμαθα, δύο έφιπποι Βούλγαροι αξιωματικοί, καθώς άργησε να
φύγει από το χωριό Γεροπλάτανος, μετά από μια σύσκεψη των αντιστασιακών,
περιμένοντας να τελειώσει το φαγητό του ένας παροιμιωδώς λαίμαργος εαμίτης. Όμως,
κατά την τελετή του μυστηρίου της βάπτισης, απ’την αμηχανία και την κατάνυξη,
δεν μπόρεσε κανείς από μας να αρθρώσει λέξη.»
Η μνήμη του Τσίζεκ ταξιδεύει συνεχώς. Στα έξι αφηγήματα του
μικρού αυτού βιβλίου («Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής», «Ο θείος Τσάις και
το τέλος του συμπατριωτισμού», «Αθρησκεία», «Γιόζεφ Ρεσλ», «Η βελούδινη
επανάσταση», «Στήσιμο ξένου περιπτέρου») ξεκινάει να αφηγηθεί το κεντρικό θέμα
και κατά τη διάρκεια παρεκκλίνει όπου τον οδηγήσει η μνήμη, θυμάται κάποιον ή
ένα όνομα και αφηγείται την ιστορία που το συνοδεύει, πιάνεται από ένα μνημείο,
ένα σπίτι, μια διαδρομή και πηγαίνει αλλού. «Αναδρομές και παρεκβάσεις» (όπως αναφέρει
ο Ζήρας στο επίμετρο) έχουν μια «προφορικότητα» στον λόγο κάτι σαν παραμύθι που
σου αφηγείται κάποιος ένα ήρεμο βράδυ, δημιουργώντας μια ιδιότυπη μαγεία στην
ατμόσφαιρα και συντελώντας σε μια κατάνυξη στην οποία βυθίζεσαι μεταφερμένος
αλλού.
Την γραφή του Τσίζεκ την χαρακτηρίζει λιτότητα και αποστασιοποίηση,
πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμός. Στο μυαλό του αναγνώστη έρχεται ο Ιωάννου και ο
Πεντζίκης, ο Τσίζεκ είναι ιδιαίτερα επηρεασμένος από τον τρόπο γραφής τους (κυρίως
του πρώτου) αλλά όλα αυτά αναμειγνύονται με τον κεντροευρωπαϊσμό και τις διαφορετικές
οικογενειακές προσλαμβάνουσες του συγγραφέα που δίνουν έναν άλλο αέρα στα
αφηγήματα αυτά. Ο «ξένος» τόπος στον οποίο έζησε ολόκληρη τη ζωή του ο Τσίζεκ,
οι εντελώς διαφορετικές συνήθειες από αυτές της οικογένειάς του, η αναζήτηση
ταυτότητας μέσα στο πλαίσιο αυτό και η εντελώς ιδιότυπη προσωπική του ματιά –
που πηγάζει από τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες- μετατρέπουν τις ιστορίες που
αφηγείται από απλές λογοτεχνικές καταγραφές μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί
σε σταλαγματιές ποίησης και μαγείας, στοχασμού και μνήμης, έντονων εικόνων
φύσης και ανθρώπων, όπου το παρελθόν εισέρχεται στο παρόν ολοζώντανο και όπου
ακόμα και το πιο αδιάφορο γεγονός μετατρέπεται σ’αυτήν την τόσο έξοχη και
διαφορετική αυτοβιογραφία, σε κάτι άμεσο και κοντινό.
Ο Κάρολος Τσίζεκ πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου του 2013 σε
ηλικία 91 ετών. Ζωγράφος, γραφίστας, ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος, ο
Τσίζεκ που γεννήθηκε στην μικρή πόλη της Μπρέσια στην Ιταλία από γονείς Τσέχους
(με καταγωγή από την Νότια Βοημία) σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΑΠΘ και
αργότερα Ιταλική γλώσσα και Λογοτεχνία – δίδαξε δε στο Ιταλικό τμήμα του ΑΠΘ
για 27 έτη. Γνωρίστηκε με τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη το 1940 και συνεργάστηκαν
στην έκδοση του περιοδικού Κοχλίας, ενώ μερικά χρόνια αργότερα συνεργάστηκε με
τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην τυπογραφική και καλλιτεχνική επιμέλεια του
(θρυλικού) περιοδικού «Διαγώνιος» όπως και των ομώνυμων εκδόσεων. Την ελληνική
ιθαγένεια την απέκτησε το 1987 ενώ το 2002 βραβεύτηκε από την Τσεχία για το
μεταφραστικό του έργο.
«Αναρωτήθηκα
μερικές φορές ποια θα ήταν η μοίρα μου αν οι γονείς μου, αντί να έρθουν στην Ελλάδα,
είχανε μείνει στην Ιταλία ή στην Τσεχία. Όσον αφορά τη δεύτερη πιθανότητα,
διαβάζω τι αναφέρεται στο χρονολόγιο της ζωής του συνομήλικού μου Μοραβού ποιητή
Γιάν Σκάτσελ, που τον μεταφράζω εδώ και χρόνια και τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερη
ευαισθησία. Είχε στρατολογηθεί στην Κατοχή για καταναγκαστική εργασία στην
προσαρτημένη στο Ράιχ Αυστρία, και από τον χειμώνα του 1942 μέχρι την άνοιξη
του 1944 «μάζευε τα ερείπια που είχαν
προκληθεί από τους βομβαρδισμούς και έθαβε τα θύματα σε ομαδικούς τάφους,
δούλεψε εργάτης σε εργοστάσιο παραγωγής αρμάτων μάχης, οικοδόμος, μπετατζής
στην κατασκευή αυτοκινητόδρομου, καθώς και χειρώνακτας στη διάνοιξη σήραγγας
για την ανέγερση υπόγειου εργοστασίου παραγωγής βενζίνης.»