Την προσωπική του κόλαση θα ζήσει ο πατέρας Ντέηβιντ Άντερτον στο μικρό Ντάλγκαρνοκ, ένα χωριουδάκι 50 χιλιόμετρα από την Γλασκώβη κοντά στην ακτή. Ένα μέρος σε πλήρη παρακμή αφού τα εργοστάσια που υπήρχαν εκεί κοντά έχουν κλείσει, ο κόσμος είναι φτωχός, συντηρητικός, με ρατσιστικές τάσεις, η νεολαία δε όταν δεν επιδίδονται σε πράξεις βανδαλισμού γυρνάνε πέρα-δώθε χωρίς σκοπό. Τέλειο σκηνικό γιά έναν χαρισματικό μυθιστοριογράφο όπως είναι ο Σκωτσέζος ANDREW O’HAGAN που στο τρίτο του βιβλίο «ΝΑ’ΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ», (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, σελ. 357, (πολύ καλή) μετάφρ. Μαργ.Ζαχαριάδου), (83) δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί χαμηλότονα ένα «δύσκολο» και στριφνό θέμα γιά τον μέσο αναγνώστη.
Ο καθολικός πάτερ-Ντέηβιντ γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και κατάγεται από αστική οικογένεια. Ορφανός από μικρός, που ο ξαφνικός θάνατος του γιατρού πατέρα του στις σκάλες του σπιτιού τους, τον έχει στοιχειώσει, μεγάλωσε με την συγγραφέα φανταστικών ιστοριών μητέρα του. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου εκδήλωσε την ομοφυλοφιλία του και έζησε ένα μεγάλο έρωτα που είχε τραγικό τέλος. Διανοούμενος και αριστερός ως νεαρός περισσότερο τον είλκυε η θεωρητική πλευρά της πίστης και όχι τόσο η κατήχηση της μάζας ή οι λειτουργίες.
Όταν του ανατίθεται η «σκληρή» ενορία του Ντάλγκαρνοκ το βλέπει ως μία πρόκληση γιά να δοκιμάσει τον χαρακτήρα του, είναι πιά 56 χρονών. Τα δύο δεκαπεντάχρονα-μαθητές του, ο Μαρκ και η Λίσα τον έλκουν, στην αρχή δεν ξέρει γιατί, σιγά-σιγά νιώθει να υπνωτίζεται από την ομορφιά του μικρού και αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί σε μιά σειρά από παραπτώματα που τα βλέπει ως παιχνίδι και ως έκφραση ελευθερίας , δοκιμάζει «έκσταση», μπουκάρει σε άδειες παμπ, ενθαρρύνει παραβατικές συμπεριφορές του νεαρού αλητάκου. Ώσπου κάποια ρομαντική νύχτα, στο σπίτι του, τον φιλάει ερωτικά χωρίς να προχωρήσει σε κάτι άλλο. Ο μικρός (κατόπιν πίεσης,αφού οι φήμες στο χωριό οργιάζουν), το λέει στον πατέρα του και τότε η μικρή κοινωνία εξεγείρεται. Προσπαθούν να λιντσάρουν τον «ξενόφερτο και ξενομανή» ιερέα, του καίνε το σπίτι , η αστυνομία του απαγγέλει κατηγορία γιά παιδεραστία και η Εκκλησία τον θέτει σε διαθεσιμότητα. Παρά τις προσπάθειες των ανωτέρων του να τον πείσουν να δεχτεί ένα συμβιβασμό, "κουκουλώνοντας" την υπόθεση και μετατιθέτοντας τον, κάπου μακριά, ο πάτερ-Ντέηβιντ θέλει να προσαχθεί σε δίκη παραδεχόμενος την ενοχή του, θέλει να το παλέψει και να πει την πλήρη αλήθεια γιά τα γεγονότα και τι οδήγησε σ’αυτά, γνωρίζοντας ότι ο μοναδικός «χαμένος» θα είναι αυτός. Αλλά από την άλλη γνωρίζει καλά, ότι μόνο έτσι, δια του πλήρους εξευτελισμού θα μπορέσει να ξαναδεί τον εαυτό του στα μάτια, θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του...
«...Ντέηβιντ ξανασκέψου το. Κρατήσου από την αγάπη των πιστών. Εσύ δεν τους αγάπησες ποτέ σου. Πήρες τον ρόλο σου στα σοβαρά, αλλά μόνο ως ρόλο.
-Δεν έβαλα σκοπό να κατακτήσω τις καρδιές τους.
-Αυτό που λες είναι αχαρακτήριστο.Τι είναι, άλλη μία από τις αισθητικής φύσεως άμυνές σου; Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να σε υπερασπιστεί τώρα.
-Δυστυχώς, όχι...Αλλά είχα έναν πανέμορφο κήπο. Καταφέραμε να τον καταστρέψουμε μαζί, εκείνοι κι εγώ. Και τώρα θα πρέπει να το αντιμετωπίσω.
-Μην το κάνεις αυτό...Δεν σκέφτεσαι καθαρά. Ότι και αν πεις, ο κόσμος θα σε σταυρώσει.
-Εκτιμώ όλες τις προσπάθειες που έκανες γιά μένα, Τζέραρντ. Αλλά είμαι ο Ιούδας του εαυτού μου. Ο Πόντιος Πιλάτος μου. Το αγόρι το φίλησα και τώρα θα πολεμήσω με τον δικό μου τρόπο.
-Θα μπλέξεις στα γρανάζια της πολιτικής και των εφημερίδων...Και δεν είσαι καλός στην πολιτική. Δεν έχεις ιδέα γιά τις εφημερίδες εδώ πέρα. Δεν καταλαβαίνεις τι διαστάσεις θα δώσουν στο θέμα.
-Θα το ρισκάρω
-Δεν θα είμαι δίπλα σου
-Αν έτσι πρέπει, μην είσαι.
-Δεν ξέρεις που οδεύεις.
-Τότε θα καταφύγω στον Σενέκα... «Αν δεν ξέρεις σε ποιό λιμάνι τραβάς, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος».
Ο πάτερ-Ντέηβιντ είναι ένας «ξένος». Μεγαλωμένος στο κοσμοπολίτικο Εδιμβούργο, με την Οξφορδιανή του εκπαίδευση, με την ευαισθησία του και τον διανοουμενισμό του, με τα «ευρωπαϊκά» φαγητά που του αρέσει να μαγειρεύει και τα διαλεχτά κρασιά που πίνει, φαντάζει ως «παραδείσιο πτηνό» στους κατοίκους του χωριού. Δεν μπορεί και δεν θέλει να γίνει αποδεκτός από την κοινότητα. Τον αντιμετωπίζουν ως Άγγλο λόγω της προφοράς του (έχει κι Αγγλικό επίθετο), ως «υπερβολικά διανοούμενο» λόγω των ιδεών του. Αισθάνεται νοσταλγία γιά το παρελθόν του, για τις μέρες που πέρασε στην Ρώμη. Οι μόνοι που φαίνεται να επικοινωνούν μαζί του είναι η παρέα των εφήβων που διασκεδάζουν με το ανατρεπτικό χιούμορ του και διακρίνουν τη φλόγα που είναι καλά κρυμμένη πίσω από τα ράσα.
Ο ιερέας αισθάνεται από το 1968 και μετά, όταν έχασε τον αγαπημένο του, «χαμένος» , «χωρίς ζωή», η εκκλησία γι’αυτόν είναι ένα καταφύγιο, η κρυψώνα του. Αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει σε όλη του τη ζωή το παθαίνει τώρα, αλλά αυτό το δραματικό γεγονός λειτουργεί ως «κάθαρση» στην ζωή του.
Ο σχετικά νέος Ο’Χάγκαν (1968), είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Και τα 3 του μυθιστορήματα (όλα short-listed γιά το Booker prize) είναι υπέροχα και τελείως διαφορετικού ύφους το ένα από το άλλο. Στο πρώτο του, το αριστουργηματικό ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΑΣ περιγράφει την ιστορία μιάς τυπικής Σκωτσέζικης οικογένειας της εργατικής τάξης και μέσα από την ιστορία της περνάει η περιπέτεια της χώρας στον εικοστό αιώνα. Το επόμενο βιβλίο του ήταν η εξαιρετική ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ όπου παρακολουθούμε τις διαψευσμένες ελπίδες ενός κοριτσιού μεγάλου μουσικού ταλέντου που ανακαλύπτεται σε μιά απομακρυσμένη γωνιά της χώρας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα ΝΑ’ΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ «φέρνει» περισσότερο στο ύφος των βιβλίων του Μπάνβιλ. Πιό χαμηλότονο και πιό υπαινικτικό από τα άλλα του έργα, κινείται συνεχώς μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αλλάζοντας συνεχώς στυλ γραφής. Όταν ο πάτερ-Ντέηβιντ αναπολεί τις μέρες της Οξφόρδης και της Ρώμης , το βιβλίο έχει μιά αχλύ Μπράιτσχεντ, είναι μελαγχολικό, με σχετική φλυαρία και αδιόρατα βαρετό. Τα πράγματα αλλάζουν όταν μεταφερόμαστε στο παρόν και στην σκληρή πραγματικότητα, όπου ο ρυθμός γίνεται γρήγορος και οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη.
Η περιφέρεια της Σκωτσέζικης επικράτειας περιγράφεται με πολύ σκοτεινά χρώματα. Ανεργία, χουλιγκανισμός, σκληρότητα, ρατσισμός, αμορφωσιά και πλήξη-βαθύτατη πλήξη. Το μίσος γιά τους Άγγλους εκφράζεται συνεχώς και βίαια. Ο ιερέας χαμένος μέσα στον εστετισμό του δεν καταλαβαίνει ούτε λεπτό που βρίσκεται και γιατί τον χλευάζουν έτσι. Επιλέγει να δουλέψει σε μιά γη διαψευσμένων ελπίδων και μηδαμινών προσδοκιών μη ξέροντας γιατί, ο αναπόφευκτος εξοστρακισμός του θα έρθει φυσιολογικά.
Το πνεύμα του βιβλίου απεικονίζεται καθαρά στο απόσπασμα από το ποίημα IN MEMORIAM A.H.H. του μεγαλειώδους A.L.Tennyson από το οποίο πήρε το βιβλίο τον τίτλο του. Στο έξοχο αυτό ποίημα υπάρχει έντονο το αίσθημα του πόνου, της λύπης, της διάψευσης των ελπίδων, της ματαιότητας της ύπαρξης.
Be near me when my light is low,
when the blood creeps, and the nerves prick
and tingle; and the heart is sick,
and all the wheels of Being slow.
Be near me when the sensuous frame
is rack’d with pangs that conquer trust;
and Time, a maniac scattering dust,
and Life, a Fury slinging flame.
Be near me when my faith is dry,
and men the flies of latter spring,
that lay their eggs, and sting and sing
and weave their petty cells and die.
Be near me when I fade away,
to point the term of human strife,
and on the low dark verge of life
the twilight of eternal day.
Νά’σαι κοντά μου όταν το φως μου χαμηλώνει
όταν κεντούν τα νεύρα και το αίμα αναριγά,
όταν του βίου οι τροχοί έχουν βραδύνει
κι είναι αδύναμη και άρρωστη η καρδιά.
Νά’σαι κοντά μου όταν οι αισθήσεις τυραννιούνται
από αγωνίες που νικούν τη σιγουριά,
κι ο χρόνος είναι λυσσασμένη ανεμοζάλη
και η ζωή μαινάδα που ξερνάει φωτιά.
Νά’σαι κοντά μου όταν η πίστη μου στεγνώνει,
όταν γεννούν αυγά,βουίζουν και τσιμπούν
της όψιμης άνοιξης τα ζωύφια
κι αφού υφάνουν το κουκούλι τους ψοφούν.
Νά’σαι κοντά μου όταν σβήνω,να μου δείξεις
που τελειώνει ο αγώνας ο τυφλός
και στο κατώφλι της ζωής,μες στο σκοτάδι
της μέρας της αιώνιας τ’ωχρό φως
(απόδ.Μ.Ζαχαριάδου)