Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2022 | Permalink
Walker Percy "Ο Σινεφίλ"

 

«Δεν είν’ αλήθεια ότι οι μόνοι ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι οι τραυματισμένοι άνθρωποι;»
 
Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που διάβασα τη χρονιά που φεύγει είναι «Ο ΣΙΝΕΦΙΛ» («The Moviegoer»), το βραβευμένο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Walker Percy (1916, Birmingham Alabama – 1990 Covington, Louisiana), που κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. το 1961 και απέσπασε τον επόμενο χρόνο το National Book Award, ενώ συγκαταλέγεται στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην Αγγλική γλώσσα από το Time Magazine. «Ο Σινεφίλ», που δεν είχε μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά, εκδόθηκε στα μέσα της χρονιάς από τις εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, με (εξαιρετικό) επίμετρο (και ευρετήριο των ταινιών που αναφέρονται στο βιβλίο) του Θωμά Λιναρά (σελ.295).
 

Η πρώτη έκπληξη για τον αναγνώστη, είναι ότι (αντίθετα με ότι περίμενε), «Ο Σινεφίλ» δεν είναι ένα βιβλίο που μιλάει για το σινεμά και δεν επικεντρώνεται σε ταινίες, ούτε ο ήρωάς του, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον της ιστορίας, είναι κάποιος που ξημεροβραδιάζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, αν θυμηθεί κανείς τις αφηγήσεις των μεγάλων σκηνοθετών που ξεπήδησαν στο τέλος της δεκαετίας του ’60 (Σκορτσέζε, Λούκας, Σπίλμπεργκ, Κόπολα), οι οποίοι ουσιαστικά ζούσαν μέσα στα σινεμά της εποχής. Στο βιβλίο, οι ταινίες (και κυρίως οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούσαν σε αυτές), αποτελούν μια διέξοδο, ένα λιμάνι, όπου καταφεύγει ο μοναχικός ήρωας για να ξεφύγει από την καθημερινότητα.
 
Ήρωας και αφηγητής του μυθιστορήματος, είναι ο Τζακ (Μπινξ) Μπόλινγκ, που κλείνει τα τριάντα του χρόνια, ο οποίος, εργάζεται ως (αρκετά επιτυχημένος) χρηματιστής στη Νέα Ορλεάνη, διευθύνοντας ένα συνοικιακό υποκατάστημα της εταιρείας του θείου του. Το χρονικό πλαίσιο του βιβλίου είναι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50 και ο ήρωας ζει μόνος του σε μια ήσυχη γειτονιά εκτός του κέντρου της πόλης που απεχθάνεται λόγω της τουριστικοποίησης της, και της υπερβολικής φασαρίας. Έχει χάσει τον πατέρα του στον Β παγκόσμιο πόλεμο και τον μεγαλύτερο αδελφό του σε μικρή ηλικία, ενώ η μητέρα του έχει ξαναπαντρευτεί και ζει μακριά από την πόλη με τον σύζυγό της και τα αρκετά παιδιά (ετεροθαλή αδέλφια του Μπινξ) της. Ο Μπινξ  περνάει πολύ χρόνο με την θεία του (που είναι η μόνη που τον αποκαλεί Τζακ), η οποία λειτουργεί ως μητέρα αλλά και ως ο άνθρωπος που τον επηρεάζει πολύ στις αποφάσεις του, ενώ η στενή του παρέα με την υιοθετημένη της κόρη, την Κέιτ, μια εικοσιπεντάχρονη όμορφη κοπέλα που τυπικά είναι η εξαδέλφη του, καθορίζει τη ζωή του.
 
Ο Μπινξ σε όλο το βιβλίο περιφέρεται, από τη μια διαβιώντας ως ο τυπικά μεγαλοαστός Αμερικανός, που κυνηγάει το χρήμα και τις γυναίκες, εναλλάσσοντας γραμματείς στο γραφείο του, με τις οποίες συνάπτει ερωτικές σχέσεις (ή τουλάχιστον προσπαθεί για κάτι τέτοιο). Είναι σχετικά εκκεντρικός για τα δεδομένα της παλιάς αριστοκρατίας της πόλης – που μέρος τους αποτελεί η οικογένεια της θείας του, αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και αυτός -, αποφεύγει τις πολλές παρέες και η μόνη του διαφυγή είναι οι σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων, όπου πηγαίνει μετά τη δουλειά και τα Σαββατοκύριακα. Τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, κερδίζουν τις εντυπώσεις, διότι είναι ένας ψηλός, γοητευτικός νεαρός άνδρας, που οδηγεί ένα γρήγορο αυτοκίνητο, επιτυχημένος σε αυτό που κάνει (χωρίς μάλιστα ιδιαίτερο κόπο), ευγενής και χαμογελαστός.
 
«Εδώ και κάμποσο καιρό έχω όλο και πιο έντονη την αίσθηση πως όλοι είναι νεκροί.
Συμβαίνει όταν μιλάω με ανθρώπους. Στη μέση μιας φράσης, μού έρχεται: ναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτό εδώ είναι θάνατος. Δεν μπορώ να κάνω και πολλά, μόνο να αναστενάξω και να βρω μια δικαιολογία και να ξεγλιστρήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τέτοιες στιγμές μοιάζει λες και η συζήτηση γίνεται από αυτόματα που δεν έχουν καμιά επιλογή για το τι θα πουν.»
 
Ο Μπινξ όμως σε αντίθεση με την εξωτερική του εικόνα, είναι ένας άνδρας που βασανίζεται εσωτερικά. Ψυχικά τραυματισμένος από την θητεία του στον πόλεμο της Κορέας (όπου τραυματίστηκε στον ώμο), γύρισε από εκεί, ένας διαφορετικός άνθρωπος. Όλα γύρω του, τού φαίνονται αδιάφορα και άνευ νοήματος, η Νέα Ορλεάνη τον εκνευρίζει όπως την βλέπει να αλλάζει, το Mardi Gras (η τοπική ετήσια γιορτή – κάτι σαν καρναβάλι -, που προσελκύει χιλιάδες επισκεπτών) δεν του λέει τίποτα, ενώ η ατμόσφαιρα του «Νότου» και των παλιών μεγαλείων του είναι ξένα. Η Νέα Ορλεάνη, αποτελεί το παρακμιακό σκηνικό, όπου διαδραματίζεται η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας. Είναι το κατάλληλο μέρος, για να τονισθεί η αλλαγή της εποχής, όπου οι παλιές οικογένειες του αριστοκρατικού Νότου, δείχνουν πλέον τελείως εκτός εποχής. Ο παλιός γοητευτικός αλλά άκρως ρατσιστικός Νότος, δεν υπάρχει πια και οι συζητήσεις στο οικογενειακό τραπέζι της θείας (του ουσιαστικού αρχηγού της οικογένειας) απεικονίζουν ακριβώς αυτό το γεγονός.
 
Ο ήρωας του βιβλίου, «αναζητά» ένα νόημα καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Το «εσωτερικό του ταξίδι», αυτή η «αναζήτηση» περιγράφεται από εκείνον ως «αυτό με το οποίο θα καταπιανόταν ο καθένας αν δεν ήταν βουλιαγμένος στην καθημερινότητα της ίδιας του της ζωής». Η «αναζήτηση» είναι αυτό το στοιχείο που βρίσκεται πίσω από όλες του τις ενέργειες, μια προσπάθεια αποφυγής της μοιραίας καθημερινότητας, Στο «Σινεφίλ» δεν βλέπουμε, έναν εμφανώς βασανισμένο άνθρωπο, αλλά έναν ήρωα που δείχνει εξωτερικά κάποιος άλλος από αυτό που πραγματικά είναι και νιώθει. Ψάχνει μια αλήθεια, κάτι το αυθεντικό, παρατηρώντας ενδελεχώς ότι συμβαίνει γύρω του και στην προσωπική του ζωή, αποστασιοποιημένος και χωρίς να μπορεί να βρει κώδικα επικοινωνίας, απλά κινούμενος προσεκτικά, χωρίς να ανοίγεται.
 
Ο Μπινξ βγαίνει με τις γραμματείς του, ενώ το βιβλίο ξεκινάει με την προσπάθειά του να κατακτήσει την εντυπωσιακή Σάρον, την τελευταία του γραμματέα. Όμως, η μόνη αληθινή του σχέση είναι με την Κέιτ, που αποτελεί την έμπιστη του αλλά και την μόνη που δείχνει να τον καταλαβαίνει. Η Κέιτ όμως είναι ένα εμφανώς διαταραγμένο άτομο, έχοντας βιώσει τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της μερικά χρόνια πριν σε ένα θανατηφόρο δυστύχημα, από το οποίο βγήκε ζωντανή. Από τότε, ζει σε ένα δωμάτιο στο σπίτι της θετής της μητέρας, υπό την στενή της παρακολούθηση διότι όλοι θεωρούν ότι είναι υποψήφια αυτόχειρας. Ο Μπινξ και η Κέιτ, στιβαροί λογοτεχνικοί χαρακτήρες, είναι δύο αποξενωμένοι και ιδιαίτεροι άνθρωποι που βλέπεις ότι είναι έτοιμοι να εκραγούν στη διάρκεια του μυθιστορήματος.
 
Ο κινηματογράφος έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του ήρωα του βιβλίου. Μόνο στη σκοτεινή αίθουσα, μπορεί να ξεφύγει από την καθημερινότητα και την υποκρισία της κοινωνίας. Αυτόματα όλες του οι παραπομπές για ανθρώπους, γίνονται σε πρωταγωνιστές ταινιών ή σε σκηνές από κινηματογραφικά έργα που έχει παρακολουθήσει. Οι αστέρες της μεγάλης οθόνης είναι οι «Θεοί» του, μεταφέροντας στον αναγνώστη την μαγεία που ασκούσε ο κινηματογράφος τις (πολύ) περασμένες δεκαετίες. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην αρχή του βιβλίου, όταν ο Μπινξ διασταυρώνεται με τον Γουίλιαμ Χόλντεν, τον εμβληματικό ηθοποιό της δεκαετίας του ’50 και βλέπει τον θαυμασμό για εκείνον στα πρόσωπα ενός ανέμελου ζευγαριού, μόλις τον αναγνωρίζουν.
 
« «Δεν υποκρίνομαι πλέον ότι καταλαβαίνω τον κόσμο». Κουνάει το κεφάλι της κι όμως εξακολουθεί να χαμογελάει με το γλυκό απειλητικό της χαμόγελο. «Ο κόσμος που γνώριζα κατέρρευσε γύρω μου. Τα πράγματα που θεωρούμε σημαντικά λοιδορούνται και θεωρούνται κατάπτυστα». Κάνει ένα νεύμα προς την οδό Πριτάνια. «Θα ζήσεις σε μια ενδιαφέρουσα εποχ/η – παρόλο που δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι που θα τη χάσω. Αλλά θα είναι σίγουρα κάτι, η εξαφάνιση της χώρας του σούρουπου. Αυτοί είμαστε εμείς, το ξέρουμε. Και μπορώ να σου πω, νεαρέ μου, είναι όντως σούρουπο. Είναι πολύ αργά».»
 

Το βιβλίο (που όπως διάβασα διαφέρει από το αρχικό χειρόγραφο όπως υποβλήθηκε, καθώς ο Stanley Kaufmann που ήταν κινηματογραφικός κριτικός στο New Republic, επιμελήθηκε σε μεγάλο βαθμό το αρχικό κείμενο, ουσιαστικά μετατρέποντάς το σε αυτό που εκδόθηκε τελικά), όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, κινείται στα πλαίσια του «υπαρξιακού μυθιστορήματος», είναι ουσιαστικά μια λογοτεχνική απεικόνιση της υπαρξιστικής φιλοσοφίας του Σέρεν Κίρκεγκορ, με τα λόγια του Δανού φιλοσόφου, να ανοίγουν το βιβλίο: «…ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της απελπισίας είναι ακριβώς αυτός: δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι απελπισία».
Το νόημα αυτής της φράσης διατρέχει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας, η οποία συνδυάζει την φιλοσοφική οξύνοια με την ποιητική ευαισθησία του ύφους του Walker Percy, ο οποίος συνέθεσε ένα παράδοξο μυθιστόρημα που δύσκολα κατατάσσεται και που είναι (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) περισσότερο «ευρωπαϊκό» παρά «αμερικανικό», στο ύφος των αντίστοιχων λογοτεχνικών έργων των Καμύ και Σαρτρ.
 
«Ο Σινεφίλ» είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα αναζήτησης, ενσυναίσθησης και βαθιάς υποκειμενικότητας γεμάτο συμβολισμούς, που περιγράφει έναν άνθρωπο μπερδεμένο και ψυχικά τραυματισμένο, να αναζητά την αυθεντικότητα με τον δικό του, ιδιόμορφο τρόπο, σε ένα κόσμο που δεν ανήκει, σε ένα κατασκευασμένο κοινωνικό πλαίσιο όπου δεν υπάρχει αλήθεια και περισσεύει η υποκρισία. Ο Μπινξ είναι αποξενωμένος, όπως ο Μερσώ του Καμύ στον «Ξένο», μόνο που δεν πρόκειται όπως εκείνος να διαπράξει κάποιο έγκλημα, είναι ένας «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», που παραμένει απαθής και (εξωτερικά τουλάχιστον) ανέκφραστος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και ένας λογοτεχνικός ήρωας της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κάτι που καθιστά το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, απόλυτα σύγχρονο και τραγικά επίκαιρο.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022 | Permalink
Η "Λυκοχαβιά" στον "Κήπο των Ψυχών"

 

Δύο συγγραφείς διαφορετικής γενιάς και ύφους, δύο συγγραφείς της περιφέρειας που τα βιβλία τους είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Ο έμπειρος και πάντα εξαιρετικός Δραμινός συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης, με την βραβευμένη νουβέλα του «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ», έγραψε μια υπέροχη νουβέλα που μπορεί να διαβαστεί απ’ όλες τις ηλικίες, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Μπαρμπάτσης με την «ΛΥΚΟΧΑΒΙΑ» του, έγραψε διηγήματα που έρχονται από τα βάθη της αφηγηματικής μας παράδοσης, και μας συστήθηκε με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Ας τα δούμε αναλυτικότερα:


Ένα παιδί μεγαλώνει στη Δράμα, στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου. Στη νουβέλα ενηλικίωσης και αυτογνωσίας του εξαιρετικού συγγραφέα Βασίλη Τσιαμπούση (Δράμα, 1953), με τίτλο «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ» (εκδ. Εστία, σελ. 134), περνάει η ιστορία της Δράμας από τον μεσοπόλεμο έως το τέλος του 20ου αιώνα, με λιτό και περιεκτικό τρόπο.
 
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στη νουβέλα του Τσιαμπούση, δίνει ένα τόνο εξομολόγησης και μαρτυρίας στο κείμενο. Ο νεαρός αφηγητής (και ήρωας του βιβλίου), μένει ορφανός από μικρός στα δέκα του χρόνια, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β παγκόσμιος πόλεμος, ενώ δεν θα αργήσει να χάσει και τον φωτογράφο πατέρα του, ο οποίος προσπάθησε να φύγει από τον τόπο, λίγο μετά την Βουλγαρική κατοχή. Η Δράμα όπως και η υπόλοιπη Ανατολική Μακεδονία, είχαν καταληφθεί από τον Βουλγαρικό στρατό, που χρησιμοποίησε ιδιαίτερα βίαιες μεθόδους για να καταπνίξει κάθε εστία αντίστασης, με πιο χαρακτηριστική, την εκτέλεση 2500 περίπου ατόμων στη Δράμα, μετά από μια εξέγερση των κατοίκων της πόλης.


Ο νεαρός είναι 14 ετών όταν εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Είναι πλέον τελείως μόνος στον κόσμο και μένει μόνος του στην οικογενειακή κατοικία. Οι κάποτε κολλητοί του φίλοι, ο Κώστας από αριστερή οικογένεια και ο Σάλμο, ένα εβραιόπουλο εξαφανίζονται σιγά-σιγά από τη ζωή του, ο μεν πρώτος απομονώνεται καθώς ο πατέρας του έχει πάει στα βουνά με τους αντάρτες και ο δεύτερος φεύγει με τη μητέρα του παράνομα για τον Βόλο, μήπως γλυτώσει τον διωγμό των Βουλγάρων μετά την εκτέλεση του πατέρα του στα αντίποινα. Η μονοκατοικία του ήρωα του βιβλίου, επιτάσσεται από τις Αρχές Κατοχής, για να διαμείνει σε αυτήν, ένας νεαρός αξιωματικός, ο υπολοχαγός Άντον Κ. με την σύζυγό του Βάλια. Ο μικρός υποχρεώνεται να μείνει στο υπόγειο του σπιτιού και ο υπολοχαγός (που μιλάει άπταιστα ελληνικά), τον διαβεβαιώνει ότι θα του προσφέρει φαγητό και την στέγη, αν βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού (που πρακτικά σημαίνει να τις κάνει όλες).
 
Ο Άντον Κ. φέρεται συμπονετικά στον νεαρό, του κάνει μαθήματα Βουλγαρικών, του μαθαίνει σκάκι και η σχέση τους, μπορεί να μην είναι φιλική αλλά τουλάχιστον είναι ανθρώπινη, σε αντίθεση με την βλοσυρή Βάλια που δείχνει περιφρονητική και πολύ αυστηρή, ενώ κυνηγάει τον ήρωα όποτε τον βλέπει να κάθεται. Ο νεαρός από το υπόγειο που διαμένει, ακούει τις ερωτικές κραυγές της Βάλιας τις νύχτες, ενώ έχοντας ανακαλύψει σε μια κρυψώνα γυμνές φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο πατέρας του και είχε κρύψει, έχει τις πρώτες του σεξουαλικές ανησυχίες. Στη Δράμα όμως, ο κόσμος υποφέρει από την σκληρότητα των Αρχών Κατοχής, εκτελέσεις αδιακρίτως και παντού ότι κινείτο τις νύχτες. Η καχυποψία απέναντι σε όλους κι όλα, αγγίζει και τον νεαρό ήρωα του βιβλίου, που διαπιστώνει την αλλαγή συμπεριφοράς των πιο κοντινών του ανθρώπων απέναντί του. Η συνέχεια του βιβλίου θα είναι δραματική.
 

«Την ακολούθησα και, αφού σταθήκαμε σε κάνα δυο παρτέρια και πήραμε βαθιές αναπνοές, άρχισε να τραγουδά ένα βουλγάρικο τραγούδι. Ήταν συγκινημένη και πρώτη φορά σκέφτηκα ότι πολλοί από τους κατακτητές μας ήταν κι αυτοί πάσχοντες άνθρωποι, όπως ο υπόλοιπος κόσμος: Κάποιοι, ζώντας σ’ ένα περιβάλλον ζοφερό κι αρρωστημένο, δεν μπορούσαν να χαρούν τον έρωτα και τη νιότη τους
ž άλλοι θα υπέφεραν από νοσταλγία για τον τόπο τους και τους δικούς τους ανθρώπους – έχοντας ονειρευτεί αλλιώς τη μετοικεσία τους και βιώνοντάς την διαφορετικά ž μερικοί θα ένιωθαν τύψεις για τα εγκλήματα που γίνονταν, αλλά και φόβο που οι γύρω συσσώρευαν το μίσος τους και θα τους εκδικούνταν στην πρώτη ευκαιρία – κι αν αυτό δεν αποτελούσε μια πρόγευση της κόλασης, πώς αλλιώς μπορούσε να χαρακτηριστεί;
Ακόμα όμως κι εκείνοι που σκότωναν και ρήμαζαν, πιστεύοντας ότι αυτό επέβαλλε το πατριωτικό τους καθήκον, το εθνικό τους συμφέρον… ακόμα κι εκείνοι ήταν άνθρωποι σαν εμάς. Και ίσως, αν βρισκόμασταν στη θέση τους, να κάναμε κι εμείς τα ίδια. Με την ίδια απανθρωπιά, την ίδια αναισχυντία…»
 
Ο Τσιαμπούσης με απλό και άμεσο τρόπο, περιγράφει τα γεγονότα χωρίς συναισθηματισμούς και υπερβολές. Μέσα από το κείμενο παρακολουθούμε σκηνές από την Δραμινή ιστορία με συνοπτικό τρόπο. Την άφιξη των προσφύγων στη Δράμα και πως άλλαξαν την πόλη, την πρόσληψή τους από τους κατοίκους, την εβραϊκή κοινότητα, τις μέρες της Κατοχής, τον αλληλοσπαραγμό του Εμφυλίου, τις ημέρες της απελευθέρωσης και το πώς από τη μια μέρα στην άλλη, οι Βούλγαροι κατακτητές μετατράπηκαν σε συμμάχους. Στο κέντρο όμως της ιστορίας, είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών του βιβλίου. Οι τρεις φίλοι που ο πόλεμος τους χωρίζει και παίρνουν διαφορετικούς δρόμους. Όταν ξαναβρεθούν πολλά χρόνια αργότερα, θα είναι διαφορετικοί άνθρωποι, ουσιαστικά ξένοι μεταξύ τους, με τις ζωές τους να έχουν περάσει από σαράντα κύματα.
 
«Ο Κήπος των Ψυχών», είναι μια θαυμάσια νουβέλα, για την ενηλικίωση, την συμφιλίωση, την αμφισημία των ανθρώπων, για τη σχετικότητα του Καλού και του Κακού, για την επιβίωση και τους μικρούς ηρωισμούς της καθημερινότητας, γραμμένη με απλότητα και αμεσότητα. Ο Τσιαμπούσης που πρωτοδιαβάσαμε πριν από 30 χρόνια και με δυο-τρία εκπληκτικά βιβλία στην βιβλιογραφία του («Η βέσπα», η σπουδαία «Γλυκιά Μπονόρα», η «Γαλάζια Αγελάδα»), συγγραφέας χαμηλότονος και ουσιαστικός, με αυτό το βιβλίο ωριμότητας, εστιάζει στο ειδικό (τον νεαρό ήρωα και την επαφή του με τους ανθρώπους) για να σχολιάσει με υπαινικτικό τρόπο, το γενικό. Και το επιτυγχάνει με ιδανικό τρόπο.
 
«Κι απ’ τον κανόνα δεν εξαιρούνταν ούτε η μάνα μου, που ενώ καλούσε κάθε απόγευμα τις γυναίκες της γειτονιάς και τις κερνούσε καφέ και κουλουράκια, απ’ την άλλη τις περιφρονούσε και τις κακολογούσε, μόνο γιατί ήταν προσφυγίνες. Τότε κατάλαβα – με την καθαρότητα της σκέψης που μου εξασφάλιζε ο χρόνος που είχε περάσει – ότι τα φερσίματά της και οι μαζώξεις και τα κεράσματά της έκρυβαν κάτι το πολύ τραγικό, το πολύ πονεμένο. Και φανέρωναν την εσωτερική της ανάγκη οι γυναίκες της γειτονιάς – ας τις θεωρούσε κατώτερες – να τη θαυμάζουν και να την αγαπούν. Μια απαίτηση που προφανώς είχε γιγαντωθεί απ’ τη στιγμή που εκδηλώθηκε η αρρώστια της και το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο.»
 
Μια από τις αναγνωστικές εκπλήξεις, τη χρονιά που φεύγει, αποτέλεσε το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Αγρινιώτη Κώστα Μπαρμπάτση (που διαμένει εδώ και χρόνια στην Θεσσαλονίκη), στη συλλογή διηγημάτων, με τον παράξενο τίτλο «ΛΥΚΟΧΑΒΙΑ» (εκδ. Κέδρος, σελ. 183), ένα βιβλίο με τεράστια δυναμική, που εντυπωσιάζει όποιον έρχεται σε επαφή μαζί του για την ατμόσφαιρα των ιστοριών του αλλά και την ποιότητά τους.


«Λυκοχαβιά» σημαίνει (για όποιον δεν γνωρίζει τη λέξη – ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ), ένα φυλαχτό που (υποτίθεται ότι) δίνει δύναμη σε όποιον το φέρει επάνω του. Φτιάχνεται από νεκρό λύκο, τον οποίον αφού κρεμάσουν ανάποδα, κόβουν το δέρμα γύρω από τη μουσούδα του. Το αφήνουν μετά στην εκκλησία (κάτω από την Αγία Τράπεζα) για σαράντα μέρες να ευλογηθεί και μετά το έχουν μαζί τους. Ο φέρων την «λυκοχαβιά» τρόμαζε όποιον την κοίταζε και χρησιμοποιείτο κυρίως σε δίκες ή σε προσωπικές διαφορές.
 
Η συλλογή του Μπαρμπάτση περιέχει 6 πολυσέλιδα διηγήματα, τα οποία εκτυλίσσονται (μάλλον) στην ευρύτερη ορεινή περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, καλύπτοντας μια περίοδο από τον Β παγκόσμιο πόλεμο έως το τέλος της δεκαετίας του ’60. Τα διηγήματα μιλάνε για τη μετανάστευση και την ξενιτειά, τη σφαγή των ζώων, τη σκληρότητα των ανθρώπων, την εκμετάλλευση, την προδοσία, τον εξευτελισμό. Ιστορίες σαν προσωπικές αφηγήσεις, σαν να βρίσκεσαι γύρω από ένα τζάκι και να ακούς τους μεγαλύτερούς σου να περιγράφουν καταστάσεις που έζησαν ή που άκουσαν στα μέρη τους.
 
Τα διηγήματα είναι γεμάτα έντονες εικόνες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη. Το κεφάλι του εραστή-αντάρτη που αφήνεται στα πόδια της εγκύου συντρόφου του, ο αποκεφαλισμός ενός λύκου κι ενός κατσικιού, ο «λωλός» Λώλος που τον στήσανε οι Γερμανοί στρατιώτες για ζωντανό σκιάχτρο, οι στρατιώτες που γυρίζουν σχεδόν πεθαμένοι από τα βουνά της Αλβανίας το ’40 και πως τελειώνει σοκαριστικά η κοινή τους ιστορία, οι δωσίλογοι στη διάρκεια της Κατοχής και η δύναμή τους στα χωριά της περιοχής.
 
«Τέλος πάντων. Με το που φάγανε, ήπιανε κι έφτιαξαν κεφάλι, βάλανε μπρος τα όργανα. Κι εκεί που’ χε ανάψει το γλέντι, σηκώνεται πατούρα ο Γάκιας και παραπατώντας σιμώνει του κλαριντζή. Του κολλάει ένα λεπτό στη μπάλα και του δίνει παραγγελιά. Στην αρχή φτιάχτηκε ο μαέστρος, αλλά σα κατάλαβε ποιο του ζήταγε, αμέσως χλόμιασε. Το λέει μαγκωμένος στο λαούτο, αυτό με τη σειρά του στον τραγουδιστή κι αφού συνεννοήθηκαν, «Ας το πιάσουμε κι ό, τι θέλει ας γίνει», είπανε.
Και σαν ακούγεται «Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς», τα στραβοκοιτάγματα έδιναν κι έπαιρναν στα τραπέζια. Στο μεταξύ ο Γάκιας να’ χει πιάσει τσάμικο βαρύ και να κρεμαντζαλιέται απ’ το μαντίλι του μπάρμπα, που με το ζόρι τον βάσταγε να μην πέσει. Και στο «Γρίβα μ’, σε θέλει για καλό» και τα λοιπά, δυο τρεις οικογένειες σηκώθηκαν και φύγανε για το σπίτι.
Ευτυχώς να λες που παρενέβη ο παπάς και δεν έγινε τίποτε χειρότερο. Με το που τελείωσε το τραγούδι, έπιασε απ’ το μπράτσο το Γάκια και τον πήγε εκεί που  ‘ταν κρεμασμένη η λύκαινα. Και δίνοντάς του το μαχαίρι, του ‘κανε νόημα να της πάρει τη λυκοχαβιά. Της έπιασε το μουσούδι αυτός κι έμπηξε βαθιά τη λάμα κάτω απ’ το ρουθούνι. Κι όπως έστριψε τη λαβή, έσκισε όλο το κρέας γύρω απ’ το στόμα και φάνηκαν ως τα γούλια τα λυκόδοντα. Και σα το ‘βγαλε και το σήκωσε ψηλά, χάλασε ο κόσμος απ’ τα παλαμάκι και τις φωνές. Μεγαλύτερη χαρά για το πετσί είχανε παρά για το σκότωμα του λύκου. Τόσο πολύ.»
 
Η βία και η απάνθρωπη σκληρότητα κυριαρχούν στις ιστορίες της συλλογής του Μπαρμπάτση. Με το ομώνυμο διήγημα των 40 σελίδων, την «Λυκοχαβιά» να δεσπόζει στο κέντρο του βιβλίου. Ένα διήγημα συγκλονιστικό για τη φιλία ενός παιδιού με έναν λύκο, που η κινηματογραφική του δομή, με τις έντονες εικόνες της άγριας φύσης, και η «αθωότητα» του μουγκού από τις κακουχίες παιδιού απέναντι στη μπαμπεσιά του θείου του και την σκληρότητα του ταγματασφαλίτη που έρχεται να αγοράσει τον λύκο, δημιουργούν ένταση και αγωνία στην ιστορία.


Στις ιστορίες του βιβλίου, στέκεσαι πρώτα στη γλώσσα. Ντοπιολαλιά απόλυτα ενταγμένη στην αφήγηση, χωρίς να ξενίζει ή να δυσκολεύει τον αναγνώστη. Οι επιρροές από Δημήτρη Χατζή και Σωτήρη Δημητρίου, Ζυράννα Ζατέλη, αλλά και από την προφορικότητα των ιστοριών του Γ.Μακριδάκη. Μπορεί η βία (κυρίως απέναντι στα ζώα) να αποτελεί αυτό που προσέχει κάποιος στην αρχή – μια βία που εντυπωσιάζει τους νεότερους, που δεν είχαν συνηθίσει, πώς φέρονταν οι άνθρωποι στα ζώα, που ήταν «εξαρτήματα» της δουλειάς τους -, αλλά μέσα από την τραχύτητα των συμπεριφορών, την σκληρότητα των συνθηκών, αναδεικνύεται από τον συγγραφέα, ένας ιδιόμορφος λυρισμός, μια ποιητικότητα στον λόγο, που σαγηνεύει.
 
Πέρα όμως από τη βία των ιστοριών και τις δυσκολίες της καθημερινότητας που περιγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, υπάρχουν οι πρωταγωνιστές του, που είναι άνθρωποι εύθραυστοι, που καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε έναν κόσμο επιβίωσης και δύσκολων συνθηκών, όπου πρέπει να φαίνεσαι (ή να είσαι) σκληρός για να τα καταφέρεις. Οι ήρωές του, είναι άνθρωποι που σημαδεύονται από τη μοίρα, που τρελαίνονται, που επιλέγουν τη φυγή, άνθρωποι που θεωρούνται από τους άλλους «σαλοί», άνθρωποι που βιώνουν την απώλεια, τον θάνατο και τη μοναξιά τους συντροφιά με τα ζώα.
 
Η «Λυκοχαβιά» που όχι άδικα συγκρίνεται με το έξοχο «Γκιακ» του Παπαμάρκου, είναι μια θαυμάσια συλλογή διηγημάτων, εξαιρετικό πρώτο δείγμα γραφής από έναν συγγραφέα (μάλλον 35άρη – δεν αναφέρεται κάπου η ηλικία του), που δείχνει να έχει αφομοιώσει με τον καλύτερο τρόπο, τους προγενέστερούς του συγγραφείς. Ρεαλισμός σε συνδυασμό με λυρικότητα συνυπάρχουν δημιουργικά στο βιβλίο του Μπαρμπάτση. Η γοητεία των ιστοριών του είναι ακαταμάχητη – μακάρι στα επόμενα βήματά του να εξελίξει το ταλέντο του στην αφήγηση, ακόμα περισσότερο.
 
Βαθμολογία και για τα δύο βιβλία 83 / 100


 
 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2022 | Permalink
"Διασχίζοντας τη νύχτα"
 Δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες γραμμές, μεταξύ του καλού και του κακού στα μυθιστορήματα του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα Herve Le Corre (1955, Bordeaux), ενός πολύ σημαντικού δημιουργού, που τα βιβλία του, μπορεί να τοποθετούνται στην κατηγορία του νουάρ, αλλά είναι ως λογοτεχνικά έργα, πολύ πέραν από την κατηγοριοποιήσεις είναι μυθιστορηματικές καταγραφές της κοινωνικής πραγματικότητας, σκληρές και χωρίς έλεος, που όμως είναι απόλυτα ρεαλιστικές.

 Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά «ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ» («Traverser la nuit»), από τις Εκδόσεις του 21ου (που εκδίδουν όλα τα έργα του), σε μετάφραση (ως συνήθως) του Γ. Καυκιά (σελ.309), ο Λε Κορ πάντα έχοντας στο επίκεντρο την περιοχή του Μπορντώ όπου ζει, περιγράφει μια ιστορία που σοκάρει με τη βία και την κυνικότητά της, μια ιστορία με πολλές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.


Τρεις άνθρωποι, βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας που αφηγείται ο Le Corre, στο μυθιστόρημά του. Ο κεντρικός χαρακτήρας που είναι ο αστυνόμος Ζουρντάν, ένας κουρασμένος και μοναχικός τύπος, με πολλά προσωπικά αδιέξοδα, που έχει μπουχτίσει από τα πολλά πτώματα και τους πολλούς δολοφόνους η Λουίζ, που φροντίζει ηλικιωμένους για να ζήσει, μετά τον χωρισμό της από τον βίαιο σύντροφό της και μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τον Σαμ, τον οχτάχρονο γιό της, τρέμοντας καθημερινά μήπως μπουκάρει ο πρώην και την αρχίσει στις μπουνιές, αφού έτσι μόνο ξέρει να κάνει, και τέλος ένας μανιακός δολοφόνος, ο Κριστιάν, που δουλεύει ως οδηγός φορτηγού και σκοτώνει νεαρές γυναίκες, ενώ ζει με τη μητέρα του σε μια απομακρυσμένη περιοχή.

«Ακίνητοι και σκυθρωποί κάτω από το γαλαζωπό φως με το οποίο τους πασπαλίζει η βροχή, με την άχνα από την ανάσα τους να σχηματίζει συννεφάκια που τα σκορπίζει αμέσως ο χασομέρης άνεμος που βολοδέρνει κατά μήκος των γραμμών του τραμ, στέκονται εκεί, καμιά δεκαριά νομάτοι, ξεπαγιασμένοι, κουκουλωμένοι, σε κάποια απόσταση από τον ασάλευτο άντρα που κείτεται κάτω από το παγκάκι. Κάνουν ότι κοιτάνε αλλού, μακριά, σαν να προσπαθούν να δουν αν έρχεται κανένα τραμ, ή μελετάνε την οθόνη του κινητού τους που ρίχνει στο πρόσωπό τους μια θαμπή και άχρωμη ανταύγεια. Είναι Μάρτης και δυο μέρες τώρα το ψιλόβροχο ντύνει τα πάντα με μια νοσηρή γυαλάδα και λασπερές αποχρώσεις.»

Η Λουίζ είναι μια γυναίκα σημαδεμένη από τη μοίρα. Χάνοντας τους γονείς της όταν ήταν πολύ νέα, βούλιαξε στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, επιδιδόμενη και περιστασιακά στη πορνεία για να εξοικονομήσει χρήματα για τα πάθη της. Ατύχησε και στον δεσμό της με τον Λικά, με τον οποίον έκανε τον Σαμ, μοναδική της χαρά στη ζωή. Κατάφερε να διώξει τον Λικά, ο οποίος την έδερνε συστηματικά. Εκείνος όμως επιμένει, και όποτε την επισκέπτεται για να βλέπει τον μικρό, η κατάσταση πάντα θα ξεφεύγει. Όταν μια νύχτα την δέρνει και παραλίγο να την σκοτώσει, πυροβολώντας και την φίλη και γειτόνισσά της που θα καλέσει την αστυνομία σε βοήθεια, θα γνωριστεί με τον Ζουρντάν, που θα κληθεί στο περιστατικό. Ο Ζουρντάν από την πλευρά του, είναι εξουθενωμένος από τις πολλές δολοφονίες, από την υπέρμετρη βία που αντικρύζει καθημερινά, από την κακή σχέση με την σύζυγό του, από την αδιαφορία της νεαρής κόρης του. Οι δυο τους θα έρθουν πολύ κοντά. Η Λουίζ πιστεύει ότι βρήκε έναν άνθρωπο που την καταλαβαίνει. Ο Ζουρντάν ότι βρήκε επιτέλους λίγη τρυφερότητα και ζεστασιά.

Εκεί έξω όμως, υπάρχει ένας δολοφόνος που σκοτώνει νεαρές γυναίκες χωρίς εμφανή λόγο. Όχι απλώς τις σκοτώνει, κυριολεκτικά τις τεμαχίζει. Οι έρευνες για την ταυτότητά του, είναι άκαρπες, γιατί ο Κριστιάν που είναι ένας κανονικός serial-killer, γίνεται άφαντος. Ζει σε μια αγροτική περιοχή με την διαρκώς μεθυσμένη μητέρα του, που του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ενώ λίγο πιο κάτω από την απομονωμένη αγροικία του, είναι θαμμένα πτώματα γυναικών που έχει σκοτώσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Ζουρντάν ακολουθεί τα βήματα του δολοφόνου, μέσα σε ένα ορυμαγδό πτωμάτων, και η εξέλιξη της ιστορίας, προμηνύει ένα λουτρό αίματος, που μόνο «happy ending» δεν θα έχει.

«Εκείνη κολλούσε πάνω του, το μακιγιαρισμένο στόμα της αναζητούσε το δικό του, τα χέρια της χώνονταν κάτω από τη φανέλα του κι εκείνος προσπαθούσε να την απομακρύνει τραβώντας την απ’ τα μαλλιά μα ήταν ξέπνοος, κι εκείνη πίεζε το πρόσωπό της στο λαιμό του και παραλίγο να την κάνει να πέσει στο κρεβάτι που την εμπόδιζε να πισωπατήσει. Ύστερα κατάφερε να την κάνει πέρα ουρλιάζοντας παλιοβρόμα, σταμάτα, αλλά καθώς ορμούσε ξανά πάνω του με το ίδιο λάγνο χαμόγελο, με τα μάτια κλειστά, γιε μου, άντρα μου, τη χαστούκισε, τής έχωσε μια μπουνιά στην κοιλιά μα εκείνη δεν υποχωρούσε παρά τα χτυπήματα, δεν το’ βαζε κάτω κι άπλωνε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει, όχι μαμά, ικέτευε εκείνος, όχι, μην το κάνεις αυτό, και συνέχιζε να τη χαστουκίζει, τής έριχνε μπουνιές στη μούρη, ελπίζοντας ν’ ακούσει τα κόκαλά του προσώπου της να σπάζουν, μα το χαμόγελό της, το χαμόγελο μεθυσμένης γυναίκας, δεν έσβηνε ποτέ, ένα μαχαίρι, χρειαζόταν ένα μαχαίρι για να της ξεριζώσει αυτή τη μάσκα της αποχαύνωσης και δεν είχε παρά τα γυμνά του χέρια, ούρλιαζε, την έβριζε, την κρατούσε μακριά του, με τα μπράτσα τεντωμένα, το ένα του χέρι σφιγμένο γύρω από το λαιμό της, κι όταν ξαφνικά εκείνη έπεσε στα γόνατα, βογκώντας και κλαίγοντας και ζητώντας συγγνώμη, εκείνος ένιωσε ένα σφίξιμο λύπησης στο λαιμό που του έφερε λόξιγκα και βρέθηκε να κλαίει ξαπλωμένος στο υγρό απ’ τον ιδρώτα κρεβάτι.»


Το Μπορντώ είναι γκρίζο και μελαγχολικό, βουτηγμένο στη βροχή που πέφτει συνεχώς, οι ψυχές των ανθρώπων είναι σκοτεινές, η βία κυριαρχεί παντού, το αίμα ρέει και η κατάσταση είναι εφιαλτική. Ο Λε Κορ, δεν περιγράφει μια πρωτότυπη ιστορία, αλλά την αφηγείται με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Ο λυρισμός και το ελεγειακό ύφος, εναλλάσσονται με τον κυνισμό και την απόγνωση, ενώ η απελπισία των κεντρικών χαρακτήρων στην καθημερινότητά τους, κυριαρχεί και διαπερνάει την ιστορία απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το ατμοσφαιρικό και ευφυέστατο «Διασχίζοντας τη νύχτα», δεν είναι ένα βιβλίο με το οποίο ξεμπερδεύεις εύκολα. Σε στοιχειώνει και σ’ακολουθεί σαν εφιάλτης – δεν υπάρχει φως από πουθενά. Όλα τα είδη θρίλερ ή νουάρ υπάρχουν στο μυθιστόρημα του Λε Κορ, που ανατέμνει με ακρίβεια μια κοινωνία σάπια μέχρι το κόκκαλο, ενώ οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ολοζώντανοι και το έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο της ιστορίας που δεν ολισθαίνει σε ευκολίες και κλισέ, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Είναι ένα νουάρ με υπέροχη ατμόσφαιρα και εξαιρετικό ρυθμό, που αποδεικνύει για άλλη μια φορά, την αξία του δημιουργού του.

 Βαθμολογία 82 / 100 



 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2022 | Permalink
"ΕΜΕΙΣ"
«Ο άνθρωπος είναι ένα μυθιστόρημα: Μέχρι και την τελευταία σελίδα δεν γνωρίζεις πώς θα τελειώσει. Αλλιώς δεν θα άξιζε να το διαβάσεις…»
 
Η νέα έκδοση του «ΕΜΕΙΣ», του αρχετυπικού δυστοπικού μυθιστορήματος, του Ρώσου συγγραφέα και σεναριογράφου Yevgeny Zamyatin (1884, Λεμπεντιάν – 1937, Παρίσι), από τα Ρωσικά για πρώτη φορά, από τις (εξαιρετικές) εκδόσεις «Έρμα» (σελ.292), σε (έξοχη) μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού (και επίμετρα της Ursula Le Guin και του George Orwell), είναι (χωρίς αμφιβολία), ένα από τα λογοτεχνικά γεγονότα της χρονιάς που φεύγει.


Οι παλαιότεροι από εμάς, που ήμασταν φοιτητές στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, θυμούνται με νοσταλγία την έκδοση του «Πλέθρου» (από χρόνια εξαντλημένη πλέον), που είχε βγει τότε (σε αξιόλογη μετάφραση από τα Αγγλικά της Ε.Αλεξανδράκη), και το σοκ που είχε προκαλέσει η ανάγνωση του βιβλίου, που χωρίς να γνωρίζουμε τον όρο «δυστοπία», είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις στους βιβλιοφιλικούς κύκλους (και όχι μόνο). Οι εκδόσεις που ακολούθησαν από άλλους εκδοτικούς οίκους, όλες αξιόλογες, δεν ήταν από το πρωτότυπο, γι’ αυτό θεωρώ σημαντική την έκδοση αυτού του μείζονος λογοτεχνικού έργου του 20ου αιώνα, σε μετάφραση από την γλώσσα που γράφτηκε.
 
Το «ΕΜΕΙΣ», γράφτηκε στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου, στα πρώτα χρόνια της Ρωσικής επανάστασης και είχε την ατυχία να είναι το πρώτο έργο, του οποίου απαγορεύτηκε η έκδοση από το νεαρό επαναστατικό καθεστώς της (τότε) Ε.Σ.Σ.Δ. Το βιβλίο όμως του Ζαμιάτιν, βρήκε τον εκδοτικό του δρόμο, δια της τεθλασμένης, κυκλοφορώντας σε αγγλική μετάφραση το 1924, στα τσέχικα το 1927 και στα γαλλικά το 1929, ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά στη μητρική του γλώσσα το 1952 στις Η.Π.Α.! Έπρεπε να περάσουν 36 χρόνια, ώστε το 1988 να εκδοθεί στη χώρα του. Το βιβλίο αυτό, είναι ένα από τα πρώτα «δυστοπικά» μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στον Δυτικό κόσμο (παρακάτω θα αναφέρω επιρροές και «δάνεια»), και αποτέλεσε την βάση (άντε, και κάτι παραπάνω) για εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα, όπως «Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Aldus Huxley (1932), το «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» του Vladimir Nabokov (1935), ο «Ύμνος» της Ayn Rand (1938), και βέβαια το «1984» του George Orwell (1949) αλλά και αρκετά άλλα. Σε μερικές περιπτώσεις, η κλοπή είναι εμφανέστατη (στον «Ύμνο» της Ραντ π.χ.), σε κάποιες άλλες, οι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει ιδέες και στοιχεία του έργου του Ζαμιάτιν.
 
Στο «ΕΜΕΙΣ», βρισκόμαστε περίπου 1000 χρόνια μετά την σημερινή εποχή και διαβάζουμε το ημερολόγιο του κορυφαίου επιστήμονα Δ-503, κατοίκου του Μονοκράτους, ο οποίος είναι ο κατασκευαστής του «Ολοκληρώματος», ενός διαστημόπλοιου, με το οποίο το καθεστώς του Μονοκράτους, σχεδιάζει να κατακτήσει το σύμπαν και να «εξαναγκάσει» σε ευτυχία, τα πλάσματα που θα βρει σε άλλους πλανήτες και ζουν σε κατάσταση «άγριας ελευθερίας». Στο Μονοκράτος δεν υφίσταται η έννοια της Δημοκρατίας, καθώς οι ζωές των πολιτών του, ελέγχονται και παρακολουθούνται.
Οι κάτοικοι του Μονοκράτους δεν έχουν όνομα, αλλά έναν αριθμό με τον οποίο αναγνωρίζονται, τρώνε όλοι τα ίδια χάπια ενώ στον δρόμο πρέπει να περπατάνε και να στοιχίζονται σε τετράδες με χαρούμενη διάθεση. Ζούνε και δουλεύουν σε κτίρια από γυαλί, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορατοί από όλους, ενώ η ερωτική πράξη είναι προγραμματισμένη, αφού τους δίνονται ροζ κουπόνια, τα οποία παραδίδουν στους φύλακες των διαμερισμάτων τους. Μόνο σε αυτή την περίπτωση και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μπορούν να κλείνουν τις περσίδες των διαμερισμάτων που διαμένουν.
 
« «Εν ονόματι του Ευεργέτη ανακοινώνεται σε όλους τους Αριθμούς του Μονοκράτους: Καθένας που νιώθει πως έχει τη δύναμη, υποχρεούται να συνθέσει δοκίμια, ποιήματα, μανιφέστα, ωδές ή άλλα έργα για την ομορφιά και το μεγαλείο του Μονοκράτους.»
«Αυτό θα είναι το πρώτο φορτίο που θα μεταφέρει το ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑ.»
«Ζήτω το Μονοκράτος, ζήτω οι αριθμοί, ζήτω ο Ευεργέτης!»
Το γράφω – και το νιώθω: Τα μάγουλά μου καίνε. Ναι : να ολοκληρώσουμε τη μεγαλειώδη εξίσωση του σύμπαντος. Ναι: να ευθυγραμμίσουμε την άγρια καμπύλη, να την εξισώσουμε με την εφαπτομένη – την ασύμπτωτο – την ευθεία. Γιατί η γραμμή του Μονοκράτους – είναι η ευθεία. Η μεγάλη, θεϊκή, ακριβής, σοφή ευθεία – η σοφότερη των γραμμών…
Εγώ, ο Δ-503, κατασκευαστής του ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΟΣ – είμαι μόνο ένας από τους μαθηματικούς του Μονοκράτους. Εγώ είμαι μαθημένος στα ψηφία των αριθμών, η πένα μου δεν έχει τη δύναμη να αποδώσει τη μουσική των παρηχήσεων και της ρίμας. Εγώ απλώς προσπαθώ να καταγράψω αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι – ή, για να είμαι πιο ακριβής, αυτό που σκεφτόμαστε (ακριβώς έτσι: εμείς, και ας είναι αυτό το ΕΜΕΙΣ ο τίτλος των σημειώσεών μου). Αλλά κι αυτές θα είναι βγαλμένες από τη ζωή μας, από τη μαθηματική τελειότητα της ζωής στο Μονοκράτος ž
κι αν είναι έτσι, δεν θα είναι, από μόνες τους και πέρα από τη θέλησή μου, ένα ποίημα; Θα είναι – το πιστεύω και το γνωρίζω.»
 
Σε αυτό το άψογα ρυθμισμένο κράτος-πολιτεία, τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια επανάσταση, αφού ο κάθε πολίτης οφείλει να τηρεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα; Μήπως ο έρωτας, θα αποτελούσε την «κερκόπορτα» στο σύστημα;
 
Ο Δ-503 έχει μια «σταθερή σεξουαλική σχέση» με την Ο-90, με την οποία συνευρίσκονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά όταν γνωρίσει την Ι-330, θα γοητευτεί σε βαθμό πολύ επικίνδυνο. Η Ι-330 διαφέρει πολύ από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο του Μονοκράτους έχει γνωρίσει ο Δ-503 στη ζωή του. Αινιγματική και με ισχυρή προσωπικότητα, θα παρασύρει τον άβουλο επιστήμονα, αλλάζοντάς του τη ζωή. Το ζευγάρι θα συναντηθεί στην «Αρχαία Οικία» ∙ ένα σπίτι-μουσείο παλαιότερων αιώνων που διατηρεί το καθεστώς, προστατευμένο από ένα γυάλινο κέλυφος για να μη καταρρεύσει, με δωμάτια, πιάνο, βιβλιοθήκες, παιδικά παιχνίδια, στο οποίο η Ι-330 δείχνει ιδιαίτερα εξοικειωμένη. Εκείνη του προτείνει να συναντιούνται κρυφά, κι ότι έχει την ικανότητα να μπορέσει να του εξασφαλίσει χαρτί ασθενείας, ο Δ-503 αρνείται, αλλά κάτι μέσα του έχει αρχίσει να αλλάζει, ενώ βλέπει ότι παρακολουθούνται από την Ασφάλεια, με έναν πράκτορα τον S-4711 (αναφορά του συγγραφέα στην δημοφιλέστατη τον 19ο αιώνα κολώνια), να τους δίνει ιδιαίτερη προσοχή.
 
Ο Δ-503 αρχίζει να έχει όνειρα και να ξυπνάει αναστατωμένος μέσα στη νύχτα (πράγματα πρωτόγνωρα γι’αυτόν), ενώ όταν θα έρθει σε ερωτική επαφή με την Ι-330 χωρίς το ροζ κουπόνι – μια πράξη επαναστατική αφού ξεφεύγει για πρώτη φορά από τη νόρμα -, μέσα από το ερωτικό του παραλήρημα θα αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του ως μια οντότητα, ως μια αυτόνομη προσωπικότητα. Θα είναι αφηρημένος στη δουλειά του, κάτι πολύ επικίνδυνο, καθώς η κατασκευή του διαστημόπλοιου φτάνει προς την ολοκλήρωσή της και οι δοκιμές πλησιάζουν, ενώ η Ι-330 δεν θα αργήσει να του φανερώσει ότι, αποτελεί ηγετικό στέλεχος μιας ανατρεπτικής οργάνωσης ανθρώπων που ζουν έξω από τα όρια του Μονοκράτους. Η κατάσταση θα μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, όταν η Ο-90 θα του ζητήσει να την βοηθήσει να τεκνοποιήσει – κάτι που απαγορεύεται από το καθεστώς κι ενώ ο S-4711, αλλά και η γηραιά φύλακας-θυρωρός του κτιρίου που διαμένει, δείχνουν ότι γνωρίζουν κάθε του κίνηση. Ο Δ-503 συνειδητοποιεί την φύση του καθεστώτος το οποίο υπηρετεί, το απάνθρωπο πρόσωπο της εξουσίας, την πολυσχιδή φύση των ανθρώπων.
 
«… Πετάχτηκα πάνω:
«Είναι αδιανόητο! Είναι γελοίο! Δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως αυτό που μηχανεύεστε ισοδυναμεί με επανάσταση;»
«Ναι, επανάσταση! Και γιατί να είναι αυτό γελοίο;»
«Είναι γελοίο γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμία επανάσταση. Γιατί η δική μας – εγώ μιλάω, όχι εσύ -, η δική μας επανάσταση ήταν η τελευταία. Δεν μπορούν να υπάρξουν άλλες επαναστάσεις… Όλοι το ξέρουν αυτό…»
Ειρωνικό, αιχμηρό τρίγωνο των φρυδιών.
«Αγαπημένε μου, εσύ είσαι μαθηματικός. Κι επίσης είσαι και φιλόσοφος – λόγω των μαθηματικών. Εντάξει λοιπόν: Πες μου ποιος είναι ο έσχατος αριθμός».
«Δηλαδή; Δεν… δεν καταλαβαίνω: ποιος έσχατος;»
«Ε, να, ο έσχατος, ο ανώτερος, ο μέγιστος…»
«Έλα τώρα, Ι, αυτό είναι γελοίο. Αφού ο αριθμός των αριθμών είναι άπειρος, πώς θες να υπάρχει ένας έσχατος αριθμός;»
«Κι εσύ πώς θες να υπάρχει μια έσχατη επανάσταση; Δεν υπάρχει έσχατη επανάσταση, οι επαναστάσεις είναι άπειρες.
Η έσχατη – αυτό είναι για παιδάκια: Τα παιδιά τα τρομάζει το άπειρο κι είναι απαραίτητο, για να κοιμούνται ήσυχα τα παιδιά τη νύχτα…» »


Το μυθιστόρημα του Ζαμιάτιν έχει ένταση και ρυθμό, ατμόσφαιρα και λυρικότητα, ζωντάνια και φρεσκάδα. Είναι πολυεπίπεδο και με εξαιρετική δομή που είναι ταυτόχρονα και προφητικό σε μια σειρά θεμάτων. Μπορεί στον σημερινό αναγνώστη να μη κάνουν εντύπωση κάποιες λεπτομέρειες στην πλοκή, αλλά όταν συνειδητοποιήσει ότι αυτά, γραφόντουσαν, το 1922-23 ξαφνιάζεται.
 
Ο συγγραφέας συμπυκνώνει στην αφήγησή του αρχαιοελληνικούς μύθους, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από την φιλοσοφία του Πλάτωνα, από την «Ουτοπία» του Thomas More και την «Πόλη του Ήλιου» («Civitas Solis») του Τομάζο Καμπανέλα, αλλά και τις λογοτεχνικές απόπειρες των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα, και των αρχών του 20ου, από συγγραφείς όπως ο Edward BellamyΚοιτώντας το παρελθόν (1888)») και H.G.WellsΜηχανή του Χρόνου» (1895) και «Ο Αόρατος Άνθρωπος»(1897). Ιδιαίτερα ο Βρετανός H.G.Wells άσκησε μεγάλη επιρροή στον Ζαμιάτιν, ο οποίος έγραψε μια μονογραφία/δοκίμιο γι’ αυτόν το 1922, ενώ επίβλεψε τις μεταφράσεις των έργων του στα Ρωσικά. Γενικότερα στην πλοκή του «ΕΜΕΙΣ» διακρίνουμε εξωτερικά στοιχεία από μυθιστορήματα του H.G.Wells.
 
Ο Ζαμιάτιν όμως πηγαίνει ένα ή και πολλά βήματα, μακριά από τις επιρροές του, χρησιμοποιώντας την σύνδεση του σεξ με την επανάσταση, καθώς η Ι-330, σαγηνεύει και έλκει κοντά της, τον Δ-503, μέσω της ερωτικής πράξης, κι ενώ εκείνος είναι ερωτευμένος μαζί της, ενεργοποιείται η ανθρώπινη φύση του, προβληματιζόμενος για την καταγωγή του, τον εαυτό του, τη ζωή που ζει.
 
Φιλοσοφικό, προφητικό αλλά και τραγικά επίκαιρο, το «ΕΜΕΙΣ», θέτει στον αναγνώστη, μια σειρά από ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση αλλά και για τις «Ουτοπίες» που μετατρέπονται σε «Δυστοπίες». Είναι οι «ουτοπίες» καταδικασμένες να εξελιχθούν σε αυταρχικά καθεστώτα; Ποια είναι η σχέση τους με την ευτυχία και την ευμάρεια; Πώς προσαρμόζονται οι σκεπτόμενοι άνθρωποι που αμφισβητούν και έχουν διαρκώς ερωτήματα, σε μια κοινωνία που έχει για κύριο μέλημά της, την οργάνωση με κάθε τρόπο; Για να επιτύχει μια «ουτοπία», πρέπει να οικοδομήσουμε το σύστημα σιγά-σιγά ή να αλλάξουμε τους εαυτούς μας; Σε ένα κράτος πλήρως ελεγχόμενο, που βρίσκεται ο άνθρωπος; Εκείνο όμως που σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο γοητεύει τον σημερινό αναγνώστη, είναι η ποιητικότητα του κειμένου, το χιούμορ και το κοινωνικό σχόλιο, οι εκπληκτικές λεπτομέρειες μιας κοινωνίας που στοιχεία της, είδαμε τα επόμενα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο.
 
Ο Ζαμιάτιν περιγράφει μια μελλοντική κοινωνία, με ανθρώπους ρομπότ, πλήρως υποταγμένους και χωρίς δυνατότητα κριτικής σκέψης. Είναι ένας εφιαλτικός κόσμος, που μπορεί (όπως δείχνει η πλοκή του βιβλίου), να γίνει ακόμα πιο σκοτεινός και απάνθρωπος. Οι ήρωες της ιστορίας του είναι καταδικασμένοι να συντριβούν, όπως οι ανεξάρτητες φωνές στο καθεστώς που έχει ήδη επικρατήσει στη χώρα που ζούσε και έγραφε ο συγγραφέας, πράγμα που όταν το συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης, κάνει το βιβλίο ακόμα πιο εφιαλτικό – όταν γράφτηκε το «ΕΜΕΙΣ», δεν είχε ξεκινήσει η εποχή του Στάλιν (εκείνος ήταν ακόμα υψηλόβαθμο στέλεχος του Κόμματος), όμως ο Ζαμιάτιν καίριος και ευφυής έβλεπε το μέλλον να έρχεται γοργά.
 
Ο Ζαμιάτιν σπούδασε ναυπηγός μηχανικός, εξορίστηκε μετά την επανάσταση του 1905, και έγινε μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων αργότερα, ενώ εξορίστηκε ξανά το 1911, για να επιστρέψει στη χώρα του δυο χρόνια μετά, όταν άρχισε και η συγγραφική του πορεία. Η διαμονή του στην Μ.Βρετανία, δουλεύοντας ως ναυπηγός μηχανικός και επιβλέποντας την ναυπήγηση του μεγαλύτερου Ρωσικού παγοθραυστικού, τον επηρέασε βαθιά, γράφοντας το πρώτο του μυθιστόρημα, όπου σατιρίζει την Αγγλική κοινωνία και τις συνήθειές της. Παρότι στήριξε την επανάσταση, πολύ νωρίς διαχώρισε τη θέση του, με κείμενα όπου προβληματιζόταν για τη φύση και την πορεία της. Το «ΕΜΕΙΣ» απαγορεύτηκε να εκδοθεί στη χώρα του, βγαίνοντας κατευθείαν σε Αγγλική μετάφραση, αλλά τουλάχιστον αντίτυπα από την Τσέχικη κυρίως έκδοση του 1927, κυκλοφόρησαν παράνομα στην ΕΣΣΔ. Η σημαντική θέση του ως ναυπηγός, τον είχε κάνει απαραίτητο, και παρά τη δυσαρέσκεια του Σταλινικού (πλέον) καθεστώτος, δεν κυνηγήθηκε και κατάφερε να πάρει άδεια αναχώρησης στο εξωτερικό, όπου κατέφυγε στη Γαλλία το 1931. Εκεί εργάστηκε για λίγο σε κινηματογραφικές παραγωγές ως σεναριογράφος, αλλά στη μεγαλύτερη διάρκεια της παραμονής του, στο Παρίσι, έζησε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Πέθανε το 1937 από καρδιακή προσβολή αφήνοντας ημιτελές το τελευταίο του μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 88 / 100