Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2022 | Permalink
Walker Percy "Ο Σινεφίλ"
«Δεν
είν’ αλήθεια ότι οι μόνοι ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι οι τραυματισμένοι
άνθρωποι;»
Ένα
από τα καλύτερα μυθιστορήματα που διάβασα τη χρονιά που φεύγει είναι «Ο ΣΙΝΕΦΙΛ» («The Moviegoer»), το βραβευμένο
βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Walker Percy (1916, Birmingham Alabama
– 1990 Covington, Louisiana), που κυκλοφόρησε
στις Η.Π.Α. το 1961 και απέσπασε τον επόμενο χρόνο το National Book Award, ενώ
συγκαταλέγεται στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην Αγγλική γλώσσα
από το Time Magazine. «Ο Σινεφίλ», που δεν είχε μεταφραστεί
ποτέ στα ελληνικά, εκδόθηκε στα μέσα της χρονιάς από τις εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση
της Μυρσίνης Γκανά, με (εξαιρετικό) επίμετρο
(και ευρετήριο των ταινιών που αναφέρονται στο βιβλίο) του Θωμά Λιναρά (σελ.295).
Η
πρώτη έκπληξη για τον αναγνώστη, είναι ότι (αντίθετα με ότι περίμενε), «Ο Σινεφίλ» δεν είναι ένα βιβλίο που
μιλάει για το σινεμά και δεν επικεντρώνεται σε ταινίες, ούτε ο ήρωάς του, που
μονοπωλεί το ενδιαφέρον της ιστορίας, είναι κάποιος που ξημεροβραδιάζεται στις
κινηματογραφικές αίθουσες, αν θυμηθεί κανείς τις αφηγήσεις των μεγάλων
σκηνοθετών που ξεπήδησαν στο τέλος της δεκαετίας του ’60 (Σκορτσέζε, Λούκας, Σπίλμπεργκ, Κόπολα), οι οποίοι ουσιαστικά ζούσαν
μέσα στα σινεμά της εποχής. Στο βιβλίο, οι ταινίες (και κυρίως οι ηθοποιοί που
πρωταγωνιστούσαν σε αυτές), αποτελούν μια διέξοδο, ένα λιμάνι, όπου καταφεύγει
ο μοναχικός ήρωας για να ξεφύγει από την καθημερινότητα.
Ήρωας
και αφηγητής του μυθιστορήματος, είναι ο Τζακ (Μπινξ) Μπόλινγκ, που κλείνει τα
τριάντα του χρόνια, ο οποίος, εργάζεται ως (αρκετά επιτυχημένος) χρηματιστής
στη Νέα Ορλεάνη, διευθύνοντας ένα συνοικιακό υποκατάστημα της εταιρείας του
θείου του. Το χρονικό πλαίσιο του βιβλίου είναι τα τελευταία χρόνια της
δεκαετίας του ’50 και ο ήρωας ζει μόνος του σε μια ήσυχη γειτονιά εκτός του
κέντρου της πόλης που απεχθάνεται λόγω της τουριστικοποίησης της, και της υπερβολικής
φασαρίας. Έχει χάσει τον πατέρα του στον Β παγκόσμιο πόλεμο και τον μεγαλύτερο
αδελφό του σε μικρή ηλικία, ενώ η μητέρα του έχει ξαναπαντρευτεί και ζει μακριά
από την πόλη με τον σύζυγό της και τα αρκετά παιδιά (ετεροθαλή αδέλφια του
Μπινξ) της. Ο Μπινξ περνάει πολύ χρόνο
με την θεία του (που είναι η μόνη που τον αποκαλεί Τζακ), η οποία λειτουργεί ως
μητέρα αλλά και ως ο άνθρωπος που τον επηρεάζει πολύ στις αποφάσεις του, ενώ η
στενή του παρέα με την υιοθετημένη της κόρη, την Κέιτ, μια εικοσιπεντάχρονη
όμορφη κοπέλα που τυπικά είναι η εξαδέλφη του, καθορίζει τη ζωή του.
Ο
Μπινξ σε όλο το βιβλίο περιφέρεται, από τη μια διαβιώντας ως ο τυπικά
μεγαλοαστός Αμερικανός, που κυνηγάει το χρήμα και τις γυναίκες, εναλλάσσοντας
γραμματείς στο γραφείο του, με τις οποίες συνάπτει ερωτικές σχέσεις (ή
τουλάχιστον προσπαθεί για κάτι τέτοιο). Είναι σχετικά εκκεντρικός για τα
δεδομένα της παλιάς αριστοκρατίας της πόλης – που μέρος τους αποτελεί η
οικογένεια της θείας του, αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και αυτός -, αποφεύγει
τις πολλές παρέες και η μόνη του διαφυγή είναι οι σκοτεινές αίθουσες των
κινηματογράφων, όπου πηγαίνει μετά τη δουλειά και τα Σαββατοκύριακα. Τα
εξωτερικά του χαρακτηριστικά, κερδίζουν τις εντυπώσεις, διότι είναι ένας ψηλός,
γοητευτικός νεαρός άνδρας, που οδηγεί ένα γρήγορο αυτοκίνητο, επιτυχημένος σε
αυτό που κάνει (χωρίς μάλιστα ιδιαίτερο κόπο), ευγενής και χαμογελαστός.
«Εδώ και κάμποσο
καιρό έχω όλο και πιο έντονη την αίσθηση πως όλοι είναι νεκροί.
Συμβαίνει όταν μιλάω με ανθρώπους. Στη μέση μιας φράσης, μού έρχεται: ναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτό εδώ είναι θάνατος. Δεν μπορώ να κάνω και πολλά, μόνο να αναστενάξω και να βρω μια δικαιολογία και να ξεγλιστρήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τέτοιες στιγμές μοιάζει λες και η συζήτηση γίνεται από αυτόματα που δεν έχουν καμιά επιλογή για το τι θα πουν.»
Ο
Μπινξ όμως σε αντίθεση με την εξωτερική του εικόνα, είναι ένας άνδρας που
βασανίζεται εσωτερικά. Ψυχικά τραυματισμένος από την θητεία του στον πόλεμο της
Κορέας (όπου τραυματίστηκε στον ώμο), γύρισε από εκεί, ένας διαφορετικός
άνθρωπος. Όλα γύρω του, τού φαίνονται αδιάφορα και άνευ νοήματος, η Νέα Ορλεάνη
τον εκνευρίζει όπως την βλέπει να αλλάζει, το Mardi
Gras (η τοπική ετήσια γιορτή – κάτι σαν καρναβάλι -, που
προσελκύει χιλιάδες επισκεπτών) δεν του λέει τίποτα, ενώ η ατμόσφαιρα του
«Νότου» και των παλιών μεγαλείων του είναι ξένα. Η Νέα Ορλεάνη, αποτελεί το
παρακμιακό σκηνικό, όπου διαδραματίζεται η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας.
Είναι το κατάλληλο μέρος, για να τονισθεί η αλλαγή της εποχής, όπου οι παλιές
οικογένειες του αριστοκρατικού Νότου, δείχνουν πλέον τελείως εκτός εποχής. Ο
παλιός γοητευτικός αλλά άκρως ρατσιστικός Νότος, δεν υπάρχει πια και οι
συζητήσεις στο οικογενειακό τραπέζι της θείας (του ουσιαστικού αρχηγού της
οικογένειας) απεικονίζουν ακριβώς αυτό το γεγονός.
Ο
ήρωας του βιβλίου, «αναζητά» ένα νόημα καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Το «εσωτερικό
του ταξίδι», αυτή η «αναζήτηση» περιγράφεται από εκείνον ως «αυτό με το οποίο
θα καταπιανόταν ο καθένας αν δεν ήταν βουλιαγμένος στην καθημερινότητα της
ίδιας του της ζωής». Η «αναζήτηση» είναι αυτό το στοιχείο που βρίσκεται πίσω
από όλες του τις ενέργειες, μια προσπάθεια αποφυγής της μοιραίας
καθημερινότητας, Στο «Σινεφίλ» δεν
βλέπουμε, έναν εμφανώς βασανισμένο άνθρωπο, αλλά έναν ήρωα που δείχνει
εξωτερικά κάποιος άλλος από αυτό που πραγματικά είναι και νιώθει. Ψάχνει μια
αλήθεια, κάτι το αυθεντικό, παρατηρώντας ενδελεχώς ότι συμβαίνει γύρω του και
στην προσωπική του ζωή, αποστασιοποιημένος και χωρίς να μπορεί να βρει κώδικα
επικοινωνίας, απλά κινούμενος προσεκτικά, χωρίς να ανοίγεται.
Ο
Μπινξ βγαίνει με τις γραμματείς του, ενώ το βιβλίο ξεκινάει με την προσπάθειά
του να κατακτήσει την εντυπωσιακή Σάρον, την τελευταία του γραμματέα. Όμως, η
μόνη αληθινή του σχέση είναι με την Κέιτ, που αποτελεί την έμπιστη του αλλά και
την μόνη που δείχνει να τον καταλαβαίνει. Η Κέιτ όμως είναι ένα εμφανώς
διαταραγμένο άτομο, έχοντας βιώσει τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της μερικά
χρόνια πριν σε ένα θανατηφόρο δυστύχημα, από το οποίο βγήκε ζωντανή. Από τότε, ζει
σε ένα δωμάτιο στο σπίτι της θετής της μητέρας, υπό την στενή της παρακολούθηση
διότι όλοι θεωρούν ότι είναι υποψήφια αυτόχειρας. Ο Μπινξ και η Κέιτ, στιβαροί
λογοτεχνικοί χαρακτήρες, είναι δύο αποξενωμένοι και ιδιαίτεροι άνθρωποι που
βλέπεις ότι είναι έτοιμοι να εκραγούν στη διάρκεια του μυθιστορήματος.
Ο
κινηματογράφος έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της
προσωπικότητας του ήρωα του βιβλίου. Μόνο στη σκοτεινή αίθουσα, μπορεί να
ξεφύγει από την καθημερινότητα και την υποκρισία της κοινωνίας. Αυτόματα όλες
του οι παραπομπές για ανθρώπους, γίνονται σε πρωταγωνιστές ταινιών ή σε σκηνές
από κινηματογραφικά έργα που έχει παρακολουθήσει. Οι αστέρες της μεγάλης οθόνης
είναι οι «Θεοί» του, μεταφέροντας στον αναγνώστη την μαγεία που ασκούσε ο
κινηματογράφος τις (πολύ) περασμένες δεκαετίες. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή
στην αρχή του βιβλίου, όταν ο Μπινξ διασταυρώνεται με τον Γουίλιαμ Χόλντεν, τον εμβληματικό ηθοποιό της δεκαετίας του ’50 και
βλέπει τον θαυμασμό για εκείνον στα πρόσωπα ενός ανέμελου ζευγαριού, μόλις τον
αναγνωρίζουν.
« «Δεν υποκρίνομαι πλέον
ότι καταλαβαίνω τον κόσμο». Κουνάει το κεφάλι της κι όμως εξακολουθεί να
χαμογελάει με το γλυκό απειλητικό της χαμόγελο. «Ο κόσμος που γνώριζα
κατέρρευσε γύρω μου. Τα πράγματα που θεωρούμε σημαντικά λοιδορούνται και θεωρούνται
κατάπτυστα». Κάνει ένα νεύμα προς την οδό Πριτάνια. «Θα ζήσεις σε μια
ενδιαφέρουσα εποχ/η – παρόλο που δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι που θα τη χάσω.
Αλλά θα είναι σίγουρα κάτι, η εξαφάνιση της χώρας του σούρουπου. Αυτοί είμαστε
εμείς, το ξέρουμε. Και μπορώ να σου πω, νεαρέ μου, είναι όντως σούρουπο. Είναι
πολύ αργά».»
Το
βιβλίο (που όπως διάβασα διαφέρει από το αρχικό χειρόγραφο όπως υποβλήθηκε,
καθώς ο Stanley Kaufmann που ήταν
κινηματογραφικός κριτικός στο New Republic, επιμελήθηκε σε μεγάλο βαθμό το αρχικό
κείμενο, ουσιαστικά μετατρέποντάς το σε αυτό που εκδόθηκε τελικά), όπως εύκολα
αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, κινείται στα πλαίσια του «υπαρξιακού
μυθιστορήματος», είναι ουσιαστικά μια λογοτεχνική απεικόνιση της υπαρξιστικής
φιλοσοφίας του Σέρεν Κίρκεγκορ, με
τα λόγια του Δανού φιλοσόφου, να ανοίγουν το βιβλίο: «…ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της απελπισίας είναι ακριβώς αυτός: δεν
αντιλαμβάνεται ότι είναι απελπισία».
Το
νόημα αυτής της φράσης διατρέχει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας, η οποία
συνδυάζει την φιλοσοφική οξύνοια με την ποιητική ευαισθησία του ύφους του Walker Percy, ο οποίος συνέθεσε ένα παράδοξο
μυθιστόρημα που δύσκολα κατατάσσεται και που είναι (τουλάχιστον στα δικά μου
μάτια) περισσότερο «ευρωπαϊκό» παρά «αμερικανικό», στο ύφος των αντίστοιχων
λογοτεχνικών έργων των Καμύ και Σαρτρ.
«Ο Σινεφίλ» είναι ένα έξοχο
μυθιστόρημα αναζήτησης, ενσυναίσθησης και βαθιάς υποκειμενικότητας γεμάτο
συμβολισμούς, που περιγράφει έναν άνθρωπο μπερδεμένο και ψυχικά τραυματισμένο,
να αναζητά την αυθεντικότητα με τον δικό του, ιδιόμορφο τρόπο, σε ένα κόσμο που
δεν ανήκει, σε ένα κατασκευασμένο κοινωνικό πλαίσιο όπου δεν υπάρχει αλήθεια
και περισσεύει η υποκρισία. Ο Μπινξ είναι αποξενωμένος, όπως ο Μερσώ του Καμύ στον «Ξένο», μόνο που δεν πρόκειται όπως εκείνος να διαπράξει κάποιο
έγκλημα, είναι ένας «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», που παραμένει απαθής και (εξωτερικά τουλάχιστον) ανέκφραστος, ο
οποίος θα μπορούσε να είναι και ένας λογοτεχνικός ήρωας της τρίτης δεκαετίας
του 21ου αιώνα, κάτι που καθιστά το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα,
απόλυτα σύγχρονο και τραγικά επίκαιρο.
Βαθμολογία 86 / 100
Συμβαίνει όταν μιλάω με ανθρώπους. Στη μέση μιας φράσης, μού έρχεται: ναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτό εδώ είναι θάνατος. Δεν μπορώ να κάνω και πολλά, μόνο να αναστενάξω και να βρω μια δικαιολογία και να ξεγλιστρήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τέτοιες στιγμές μοιάζει λες και η συζήτηση γίνεται από αυτόματα που δεν έχουν καμιά επιλογή για το τι θα πουν.»