Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2020 | Permalink
Μίστερ Γκουίν
Ο μυθοπλαστικός κόσμος που πλάθει ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας Alessandro Baricco (Τορίνο, 1958),
είναι γεμάτος συναίσθημα και εικόνες που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, μεταφέροντάς τον σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό σύμπαν γεμάτο απρόσμενες
καταστάσεις. Ακόμα και στα λιγότερο επιτυχημένα μυθιστορήματά του, ο Μπαρίκο
(που δεν διστάζω να ομολογήσω ότι του έχω μεγάλη αδυναμία), διαβάζεται
ευχάριστα και προσφέρει λογοτεχνική απόλαυση στον αναγνώστη του, όταν όμως, η
συνταγή του επιτυγχάνει, τότε, το αποτέλεσμα είναι έξοχο. Αυτή είναι η
περίπτωση του μυθιστορήματός του, με τίτλο «ΜΙΣΤΕΡ ΓΚΟΥΙΝ» («Mr Gwyn & Tre volte all' alba») - (εκδ. Πατάκη,
μετάφρ. Α. Παπασταύρου, σελ. 316), ενός βιβλίου που σε κερδίζει από την πρώτη
του σελίδα. Στην έκδοση συμπεριλαμβάνεται και η νουβέλα «Τρεις φορές το
ξημέρωμα», που είναι μεν αυτόνομη (και μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά), έχει
όμως έμμεση σχέση με την ιστορία που ξετυλίγεται στον «Μίστερ Γκουίν» και είναι
και αυτή υπέροχη.
«Ενώ
περπατούσε στο Ρήτζεντ’ς Παρκ – σε μια αλέα που την επέλεγε πάντα, ανάμεσα από
πολλές -, ο Τζάσπερ Γκουίν είχε ξαφνικά την διαυγέστατη αίσθηση πως όσα έκανε
κάθε μέρα για να βγάλει τον επιούσιο δεν του ταίριαζαν πια. Κι άλλες φορές τον
είχε αγγίξει αυτή η σκέψη, αλλά ποτέ με τέτοια σαφήνεια και τόση αβρότητα.»
Ο
Τζάσπερ Γκουίν είναι ένας επιτυχημένος συγγραφέας, 43 ετών, που περνάει μια
γερή κρίση ταυτότητας. Ζει μόνος του στο Λονδίνο, το γράψιμο δεν τον γεμίζει
πλέον και δημοσιεύει ένα κείμενο στον Γκάρντιαν, με 52 πράγματα που δεσμευόταν
να μη ξανακάνει στη ζωή του. Το προτελευταίο από αυτά ήταν, να εκδίδει βιβλία
και το τελευταίο, να γράφει βιβλία. Το άρθρο δημοσιεύεται, ο εκδότης του, ο
Τομ, με τον οποίον είχαν γίνει καλοί φίλοι στο πέρασμα των χρόνων, αρνείται να
τον πιστέψει, αλλά ο κύριος Γκουίν σοβαρολογεί, όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
Όπως
περνούσε όμως ο καιρός, ο κύριος Γκουίν διαπίστωνε ότι και η τωρινή του ζωή, με
τις άπειρες ώρες διαθέσιμες μέσα στην ημέρα, τις ατελείωτες βόλτες και τις ώρες
που περνούσε σε αυτόματα πλυντήρια, βλέποντας τον κάδο να γυρίζει, ήταν κι αυτή
αδιέξοδη και δεν αντλούσε καμία ευχαρίστηση ούτε από αυτήν.
Μια
έκθεση ζωγραφικής στην οποία πηγαίνει κατά τύχη, του προσφέρει την έμπνευση
αλλά και την λύση για το δημιουργικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Θα
γίνει «Αντιγραφέας πορτρέτων»· αντί να τα ζωγραφίζει, θα γράφει και θα τα δίνει
στον άνθρωπο που θα απεικονίζει – και θα έχει πληρώσει βέβαια, γι’ αυτό. Ο
εκδότης του θεωρεί την ιδέα θεότρελη και την οικονομική καταστροφή δεδομένη,
αλλά ο Μίστερ Γκουίν, προχωράει στην υλοποίησή της, νοικιάζοντας μια
απομακρυσμένη αποθήκη και μετατρέποντάς την σε στούντιο, με έναν ειδικό
φωτισμό, όπου οι λάμπες θα αυτοκαταστρέφονται η μία μετά την άλλη, στην περίοδο
του ενός μηνός που ο δημιουργός οφείλει και δεσμεύεται να έχει ολοκληρώσει το
πορτρέτο. Για να δώσει μια ακόμα μεγαλύτερη μοναδικότητα στην εργασία του (και
να εμπνευστεί ακόμα περισσότερο), ο κύριος Γκουίν, παραγγέλνει σε έναν φίλο
του, επιτυχημένο συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής, μια πρωτότυπη μουσική σύνθεση
διάρκειας για να συνοδεύει την εργασία του.
Ως
πρώτο μοντέλο και ουσιαστικά δοκιμάζοντας τον εαυτό του, αν μπορεί να αποδώσει
έργο, ο Μίστερ Γκουίν επιλέγει την Ρεβέκκα, την βοηθό του εκδότη του, μια νεαρή
κοπέλα, υπέρβαρη, με ωραίο και πολύ εκφραστικό πρόσωπο. Το μοντέλο πρέπει να
ποζάρει γυμνό για τέσσερις ώρες, επί τριάντα ημέρες, χωρίς καμία επικοινωνία με
τον δημιουργό, και μετά από ένα αρχικό διάστημα μπορεί να κινείται ελεύθερα
στον χώρο και να κάνει ότι θέλει, χωρίς όμως να μιλάει, ούτε να επικοινωνεί με
κανέναν, ούτε με τον ίδιο τον κύριο Γκουίν. Όταν ολοκληρώνεται το πορτρέτο, ο
δημιουργός του, οφείλει να παραδώσει το κείμενο στον εντολέα κι εκείνος δεν
μπορεί να το δημοσιεύσει πουθενά, είναι δικό του και πρέπει να παραμείνει
μυστικό. Η Ρεβέκκα που στην αρχή προσέρχεται πολύ επιφυλακτική, νιώθει να
αναπτύσσεται μια επαφή με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα (που πάντοτε θαύμαζε),
εκείνος όμως παραμένει απόμακρος και προσηλωμένος στο έργο του. Το αποτέλεσμα
συγκινεί την Ρεβέκκα - για την ακρίβεια την συγκλονίζει.
«Δεν
συνειδητοποιούσε αμέσως την παρουσία του. Είχε μάθει πως αυτό δεν ήταν
σημαντικό. Ωστόσο δεν ένιωθε ασφαλής παρά μόνο αφού τον έβλεπε - και ήρεμη μόνο
αφού την έβλεπε εκείνος. Δε θα μπορούσε να το φανταστεί, στην αρχή, όμως αυτό
ακριβώς, το πιο αδιανόητο πράγμα - το επίμονο βλέμμα του άντρα πάνω της - είχε
γίνει κάτι απαραίτητο που χωρίς αυτό δεν αναγνώριζε τίποτα από τον εαυτό της.
Με έκπληξη κατάλαβε ότι συνειδητοποιούσε τη γύμνια της μόνο όταν ήταν μόνη ή
όταν εκείνος δεν την κοίταζε. Αντίθετα, της φαινόταν φυσιολογικό να την
κοιτάζει και τότε ένιωθε ντυμένη, και ολοκληρωμένη, σαν ένα έργο καλά καμωμένο.
Με το πέρασμα των ημερών διαπίστωσε με έκπληξη ότι επιθυμούσε να την πλησιάζει
και συχνά την απογοήτευε βαθιά το ότι έμενε ακουμπισμένος στον τοίχο,
αρνούμενος πεισματικά να πάρει αυτό που εκείνη θα του παραχωρούσε χωρίς καμία
δυσφορία. Τότε μπορούσε τυχαία να πλησιάσει εκείνη, όμως δεν ήταν απλό, έπρεπε
να είναι σε θέση ν' αποφύγει οποιαδήποτε στάση θα φάνταζε σαν προσπάθεια
σαγήνευσης - στο τέλος γινόταν απότομη, στις κινήσεις της, και άστοχη. Και
τελικά εκείνος έπρεπε να ξαναβρεί μια ανώδυνη απόσταση.»
Ο
Μίστερ Γκουίν, θα προτείνει στην Ρεβέκκα, να παραιτηθεί από την δουλειά της και
να εργαστεί για εκείνον ως βοηθός του. Να φροντίζει δηλαδή να βρίσκει πελάτες,
ανθρώπους που θα πλήρωναν ένα σεβαστό ποσό για το πορτρέτο τους από έναν
διάσημο συγγραφέα, να τους εγκρίνει, να τους εξηγεί την διαδικασία κλπ. Το
σχέδιο υλοποιείται και προχωράει με τεράστια επιτυχία, όμως η πλήρης εχεμύθεια
και συνεργασία που απαιτούνται από τους ενδιαφερόμενους, δεν είναι κάτι εύκολο
και τα προβλήματα σύντομα θα ανακύψουν, φέρνοντας πάλι τον κύριο Γκουίν σε
αδιέξοδο.
Η
προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, μας αποκαλύπτεται σταδιακά – μετά τις αποφάσεις
για την πορεία που θα χαράξει στο πρώτο κεφάλαιο. Μαθαίνουμε περισσότερα για
τον Μίστερ Γκουίν, από τις συνομιλίες με τον εκδότη και φίλο του, όπως και από
αυτές με την Ρεβέκκα παρά από τις σελίδες με τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις
του πάνω στους ανθρώπους. Ο Γκουίν προσπαθεί να προσαρμόσει τη ζωή του στα νέα
δεδομένα, μόνο που κι εκείνος αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει απομακρυνθεί από το
συγγραφικό μετερίζι, ουσιαστικά δοκιμάζεται σε ένα άλλο είδος γραφής, παρότι το
ονομάζει διαφορετικά και κανείς δεν το βλέπει παρά ο άμεσα ενδιαφερόμενος.
Με
την πρόοδο της ιστορίας, το βάρος μετατοπίζεται και η Ρεβέκκα, η γλυκιά και
ικανότατη βοηθός του προβάλλει ως κεντρικό πρόσωπο στην εξέλιξη της ιστορίας. Από
τη μια η γοητεία που της ασκεί, ολοένα και περισσότερο, η αινιγματική
προσωπικότητα του συγγραφέα/αντιγραφέα, από την άλλη είναι εκείνη που θα κληθεί
εκ των γεγονότων να φωτίσει το μυστήριο που καλύπτει τον σκοτεινό κύριο Γκουίν
και θα συνειδητοποιήσει ότι το «σαράκι» του γραψίματος δεν φεύγει εύκολα από
έναν γεννημένο παραμυθά.
Έξοχο
μυθιστόρημα, που συνεχώς παίζει με το θέμα της ταυτότητας και της δημιουργίας, των
επιλογών και των αδιεξόδων. Με υπέροχο ως συνήθως στυλ, ο Μπαρίκο σε ένα
υπνωτιστικό νοητικό παιχνίδι, σαγηνεύει τον αναγνώστη του, σε μια περίεργη
ιστορία που στηρίζεται πολύ στην ατμόσφαιρα – κάτι στο οποίο ο Ιταλός
συγγραφέας ειδικεύεται – και στο διφορούμενο και αινιγματικό της υπόθεσης. Οι
χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αντιφατικοί και ασαφείς, καθώς
περιβάλλονται από ένα μυστήριο και μια ομίχλη, που σκοπίμως καλλιεργείται μέσα
από την λυρικότητα της αφήγησης.
Η
νουβέλα που ολοκληρώνει το βιβλίο «Τρεις φορές το ξημέρωμα», κινείται κι αυτή
στο ίδιο ύφος, έχοντας ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο, στις τρεις συνδεδεμένες ιστορίες
που την απαρτίζουν, έναν άντρα, μια γυναίκα και μια βαλίτσα σε ένα δωμάτιο ενός
παρηκμασμένου ξενοδοχείου. Εκείνο που κυριαρχεί σε αυτές είναι, ότι δεν μπορείς
να ξεφύγεις από το παρελθόν σου, ούτε να το μετατρέψεις, όπως ακριβώς βιώνει κι
ο Μίστερ Γκουίν στην ιστορία του. Τα δύο κομμάτια του βιβλίου, ενδεδυμένα με το
μυστήριο και υπό την μοναδική αφηγηματική ικανότητα του χαρισματικού Ιταλού
συγγραφέα, δένουν αρμονικά, προσφέροντας μεγάλη λογοτεχνική απόλαυση.
«Μη
μου πείτε πως δεν το’ χετε σκεφτεί ποτέ. Να τα παρατήσετε όλα και ν’ αρχίσετε
πάλι απ’ την αρχή. Δε θα’ ταν κι άσχημα ε;
Είστε
τρελή.
Όμως
η γυναίκα είπε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου ονειρεύεται να ξαναρχίσει απ’
την αρχή και πρόσθεσε ότι σ’ αυτό υπήρχε κάτι το συγκινητικό, όχι το τρελό.
Είπε ότι στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν ξαναρχίζει ολότελα απ’ την αρχή,
ωστόσο είναι αδιανόητο πόσο χρόνο περνάει ο κόσμος να φαντασιώνεται ότι
ξαναρχίζει, συχνά μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται πνιγμένος στα δικά
του βάσανα και στη ζωή που θα ήθελε να παρατήσει.» («Τρεις φορές το ξημέρωμα»)
Βαθμολογία
85 / 100