Όταν
διαβάζεις για μια οπλισμένη ομάδα ανδρών που εισβάλλει σε μια πόλη, όπου οι
κάτοικοι είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους, το μυαλό σου πάει σε μια αφηγηματική
συνθήκη που μοιάζει με γουέστερν – μια διαφορετική «Άγρια Συμμορία» του Πέκινπα
ίσως -, όταν όμως συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για μια ιστορία που
διαδραματίζεται στον Μεσαίωνα, τότε το ενδιαφέρον μεγαλώνει – κυρίως όταν είσαι
«λάτρης» της εποχής αυτής. Δεν είναι όμως μόνο το στοιχείο του γουέστερν που
ενυπάρχει στην πλοκή και στην ατμόσφαιρα του «ΝΟΜΠΕΡ» («Nobber»), του
μυθιστορήματος (πρώτου, μετά από μια συλλογή διηγημάτων και μιας μικρής νουβέλας),
του Αμερικανοϊρλανδού συγγραφέα Oisin Fagan (Ohio, 1991) – (εκδόσεις
Δώμα, μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.328), κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του
αναγνώστη, είναι και το στοιχείο της δυστοπίας (διότι άνετα τα μέσα του 14ου
αιώνα και η κατάσταση που επικρατεί, θα μπορούσε να είναι και ένα μελλοντικό
σκηνικό), είναι και το στοιχείο της πανώλης (του φονικού ιού της εποχής) που θα
μπορούσε να του δώσει στοιχεία επικαιρότητας.
Νόμπερ
είναι το όνομα ενός χωριού, χαμένου στα βάθη της Ιρλανδίας. Δεν είναι όμως ένα
χωριό σαν όλα τα υπόλοιπα, είναι ένας τόπος κολασμένος, όπου διάφορα περίεργα
(ή και συνήθη για το κλίμα της εποχής) συμβαίνουν. Βρισκόμαστε στο μέσον της επιδημίας
βουβωνικής πανώλης (1346-1353) που εξόντωσε πάνω από τον μισό ευρωπαϊκό
πληθυσμό, και όπως έχουμε διαβάσει αλλά και διαπιστώσει σε πλείστες
περιπτώσεις, μια καταστροφή μπορεί και να αποτελεί μια ευκαιρία πλουτισμού για
κάποιους.
Έτσι
λοιπόν, ο δεκαεπτάχρονος αριστοκράτης Νορμανδικής καταγωγής Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ
(«που ότι βλέπει το θέλει δικό του»)
και η τριμελής ακολουθία του διασχίζουν με κέφι και μπρίο, την ερειπωμένη
ενδοχώρα του νησιού, αναζητώντας «ευκαιρίες» αγοράς γης, που οι ιδιοκτήτες της έχουν
πεθάνει και οι τοπικοί προύχοντες που έχουν απομείνει, βγάζουν στο σφυρί. Ο
Όσπρεϋ έχει (όπως όλοι οι αριστοκράτες), μια στρεβλή αντίληψη των πραγμάτων και
το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η συσσώρευση γαιών. Στην ακολουθία του
περιλαμβάνονται, ένας μεταφραστής – διότι οι Κέλτες είναι παντού -, ο υπηρέτης
του που τον αντιπαθεί σφόδρα, και ο μικρός Σίντζεν που έχει αδυναμία στα
μανιτάρια των δασών (με τις ανάλογες συνέπειες)!
«Για τους περιπλανώμενους, αυτές είναι εποχές
αφθονίας, διότι, σαν να έχει πέσει ένα αόρατο δίχτυ από τον ουρανό, συντελείται
μια αναδιάταξη στον κόσμο ή, τουλάχιστον , σε τούτο το νησί όπου τριγυρνάει. Το
αμείλικτο χάος έχει θολώσει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και ζώου, έχει μετατρέψει
το νόμο σε φάρσα, έχει φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά προς το πτώμα, έχει ζέψει το
παιδί στο ζυγό της σκλαβιάς, έχει ξεπαστρέψει όλες τις προηγούμενες ιεραρχίες
γενικώς και αδιακρίτως και πιο αμείλικτα απ’ οποιαδήποτε επανάσταση.»
Στη
διαδρομή τους θα συναντήσουν Κέλτες, που δείχνουν ανέγγιχτοι από τη πανώλη οι
οποίοι τους πετάνε ποντίκια, οικισμούς με νήπια άρρωστα που κλαίνε, ερημωμένη
ήπαιθρο, με τη φύση να οργιάζει. Αντίθετα, στο Νόμπερ, η ησυχία επικρατεί στους
εξωτερικούς του χώρους. Οι κάτοικοι είναι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους,
ουσιαστικά «φυλακισμένοι» από έναν περίεργο τύπο, που έχει εμφανιστεί στο
χωριό, μετά την εξαφάνιση των τοπικών αρχόντων και υποστηρίζει ότι είναι
ιερέας. Βοηθός του είναι ένας σαλεμένος ντόπιος, που δουλεύει ως πεταλωτής και
θεωρείται απ’ όλους κτηνοβάτης.
Το
Νόμπερ είναι σε μια κατάσταση lockdown, όλα δείχνουν
ακινητοποιημένα αλλά δεν είναι, κόσμος πεθαίνει πίσω από τους τοίχους των
σπιτιών, οικογένειες τρελαίνονται, και στην είσοδο του χωριού, υπάρχει ένα
τεράστιο σκιάχτρο, φτιαγμένο από κοράκια, νεκρά και ζωντανά. Ο Ντε Φουνκλ και η
συνοδεία του, θα εισέλθουν στην Κόλαση, η πλοκή κλιμακώνεται, σε ένα απόκοσμο
σκηνικό, όπου όλα φαντάζουν (και είναι) εφιαλτικά.
«Σ’ ένα κρανίο που βράζει δεν απομένει στάλα
λογική, αν είναι ήδη πολλά τα νωθρά, πλαδαρά, παραληρηματικά καλοκαίρια που
’χει περάσει. Κοιτάζει γύρω της και θυμάται αόριστα πού βρίσκεται. Αυτό το
μέρος, το Νόμπερ, έχει φθαρεί, όπως όλα τα αντικείμενα, από την πολλή χρήση.
Έχει χάσει το χαρακτήρα του, η υφή του έχει γίνει τόσο ουδέτερη που δεν έχει
απομείνει τίποτα πια. Η υπερβολική εξοικείωση του έχει αφαιρέσει κάθε έννοια,
το έχει στεγνώσει από νόημα. Κάθε βήμα είναι κι ένα σημάδι, μα γύρω της δεν
υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που ν’ αφήνει σημάδια. Ο ίσκιος της είναι ένας ακόμα
εαυτός που περπατά μπροστά της, καμιά φορά όμως την παίρνει και στο κατόπι,
θέλει το κακό της. Τώρα δεν υπάρχει ο ήλιος έχει ανέβει πάρα πολύ ψηλά, κι εκείνη δεν
είναι συνηθισμένη σε τόσο πολύ φως. Κάθε πόρτα είναι μια νέα ιστορία. Κάθε νέο
δωμάτιο και μια καινούργια συνείδηση κατώφλια του εαυτού, φτιαγμένα με το διάβα. Άλλα
σώματα, πλήθος σώματα γεμάτα ανάσα, είναι πύλες που βγάζουν στον βαθύ πόνο και
στον ωκεανό της ηδονής. Ο κόσμος κάθε στιγμή ανανεώνεται, κι είναι τρομακτικός,
είναι σκληρός και βάναυσος.»
Από
την αρχή, το ολοζώντανο και σπινθηροβόλο μυθιστόρημα του Φέιγκαν, τονίζει όχι μόνο τις πολιτισμικές διαφορές των εισβολέων
(Νορμανδών) με τους άγριους ιθαγενείς (Κέλτες – που θεωρούνται ως «βάρβαροι»),
οι οποίοι παλεύουν να πάρουν τη γη τους πίσω, αλλά και τον τραγελαφικό και
κάπου-κάπου κωμικοτραγικό χαρακτήρα της όλης κατάστασης. Μέσα σε όλα αυτά, οι
νεκροί στοιβάζονται – μέσα στα σπίτια υπάρχουν σκηνές θρίλερ -, και τα σώματά τους,
είτε καίγονται, είτε κατακρεουργούνται από τα ζώα και κάποιοι θησαυρίζουν,
αγοράζοντας γη (σπίτια, εκτάσεις ή και χωριά ολόκληρα).
Ο
Αμερικανοϊρλανδός νεότατος συγγραφέας, θυμάται διαρκώς τις οικογενειακές του
καταβολές, σε ένα άκρως Ιρλανδικό με αμερικάνικα στοιχεία μυθιστόρημα. Το
χιούμορ και η εγγενής τρέλα του λαού είναι εμφανής, υπάρχουν επεισόδια
σπαρταριστά (μέσα στην όλη φρίκη), υπάρχει κτηνωδία και βαρβαρότητα, υπάρχει
υπερβολή σε σημείο που να χάνεται η μπάλα κάποιες φορές. Ο Φέιγκαν βέβαια έχει φροντίσει ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα του βιβλίου
του, αφήνοντας στην άκρη την εμβάθυνση στους χαρακτήρες – που κάποιοι από αυτούς
είναι μάλλον χάρτινοι -, έχει θαυματουργήσει στη δημιουργία εικόνων έντονων που
μένουν χαραγμένοι στον αναγνώστη, θυμίζοντας σκηνές από βιβλία του Φώκνερ και του παλιού καλού Μακάρθι , υπάρχει επιρροή από τα
γουέστερν του John Ford (άλλος γίγας
αμερικανοϊρλανδός), υπάρχει αληθοφάνεια στην αναπαράσταση της εποχής και
καθόλου ωραιοποίηση, σαν να βγαίνει από ταινία του John Burman, μόνο που
ορισμένες σκηνές θα μπορούσαν να παραπέμπουν και σε ταινία των Monty Pythons…
Η
μεσαιωνική Ιρλανδία βέβαια, δεν διαφέρει πολύ από το σήμερα, στο «ΝΟΜΠΕΡ». Υπάρχει απληστία, υπάρχει
κτηνωδία, υπάρχει η δύναμη της εξουσίας, υπάρχει ο ιός που κλείνει τους πάντες –
κάποιες φορές χωρίς να γνωρίζουν το γιατί – σπίτι τους, αναμένοντας το Κακό να τους
χτυπήσει την πόρτα, υπάρχει αναίτια βία και ο θάνατος να παραμονεύει σε κάθε
γωνία.
Ιδιαίτερα
γκροτέσκο στην απεικόνιση της φρίκης, με σκηνές σπλάτερ και υπερβολικό σε όλα
του, το βιβλίο κερδίζει το στοίχημα με το καρναβαλικό του χιούμορ, τις εκπλήξεις
του κάθε κεφαλαίου, κάποιους αλησμόνητους χαρακτήρες και το παιχνίδι μεταξύ
κάτι πολύ παλαιού αλλά και κοντινά μελλοντικού.
Γεμάτο
εικόνες και χαρακτήρες όμως, το μυθιστόρημα του Φέιγκαν οδηγείται σε ένα αδιέξοδο – και αυτό το νιώθει ο αναγνώστης
όταν πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του – και σε κάτι το ημιτελές (σαν να αποτελεί
το πρώτο μέρος μιας τριλογίας). Μπορεί η ολοζώντανη, (λόγω της εξαιρετικής
χρήσης της γλώσσας), αναπαράσταση της ανθρώπινης παράνοιας να δημιουργεί
κάποιες στιγμές αναγνωστική δυσφορία, αλλά είναι το θεότρελο ιρλανδέζικο
χιούμορ που κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα, που αφήνει μια ωραία αίσθηση στο
τέλος. Ας φανταστούμε έναν Ιρλανδό να βαδίζει προς την Κόλαση σφυρίζοντας
χαρωπά. Ε, αυτό είναι το «ΝΟΜΠΕΡ»
Βαθμολογία 83 / 100