Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2019 | Permalink
"Δάσος σκοτεινό"

Απαιτητικό και ξεχωριστό βιβλίο, το μυθιστόρημα της εξαίρετης Αμερικανoεβραίας συγγραφέως, Nicole Krauss (Νέα Υόρκη, 1974), με τίτλο "ΔΑΣΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟ" ("Forest Dark") - (εκδ. Μεταίχμιο, (ωραία) μετάφρ. Ι. Ηλιάδη, σελ. 349). Είναι ένα ωραίο αλλά ίσως αδιέξοδο λογοτεχνικό έργο, που σε βάζει σε πολλές σκέψεις γύρω από την ταυτότητα, την ύπαρξη αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο, για τα όρια της γραφής και της λογοτεχνίας.


"Σε μια ιστορία καθένας χρειάζεται πάντοτε έναν λόγο για τα πράγματα που κάνει. Ακόμα κι όταν φαίνεται να μην υπάρχει κίνητρο, αργότερα η λανθάνουσα αρχιτεκτονική της πλοκής και των συσχετισμών πάντοτε αποκαλύπτει ότι υπάρχει. Η αφήγηση δεν μπορεί να συντηρήσει την απουσία μορφής περισσότερο απ' όσο το φως μπορεί να συντηρήσει το σκοτάδι - είναι το αντίθετό της, συνεπώς ποτέ δεν μπορεί αληθινά να τη μεταδώσει. Το χάος είναι η μόνη αλήθεια την οποία η αφήγηση πρέπει πάντοτε να απεμπολεί, γιατί στη δημιουργία των λεπτών δομών της που αποκαλύπτουν αλήθειες για τη ζωή το ποσοστό της αλήθειας που έχει να κάνει με την έλλειψη συνάφειας και τάξης πρέπει να συσκοτίζεται."

Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από έναν στίχο της "Κόλασης" του Δάντη ("Στου δρόμου της ζωής τη μέση / σε σκοτεινό βρέθηκα δάσος / γιατί το μονοπάτι είχε μπλέξει"), και περιγράφει απολύτως την κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος της Κράους. Όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από αυτούς τους δύο ήρωες, τους δύο πόλους, των οποίων οι ιστορίες κινούνται παράλληλα με κεντρικό άξονα, το εμβληματικό (λόγω της θέσης και της ιστορίας του) ξενοδοχείο Χίλτον του Τελ Αβίβ, που αντιπροσωπεύει διαφορετικά (για τον καθένα) πράγματα στις ζωές τους.

Ο πρώτος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, είναι ο ηλικιωμένος Τζούλιους Έπστιν, που (λες και βγήκε από τις σελίδες του Φίλιπ Ροθ), βρίσκεται αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση της πλούσιας μέχρι τώρα ζωής του. Επιτυχημένος δικηγόρος, δυναμικός και επιδραστικός στην Εβραϊκή κοινότητα της Ν.Υόρκης, πάμπλουτος με φιλανθρωπική δράση, αλλάζει μετά τον θάνατο των γονιών του. Αποφασίζοντας να κάνει μια στροφή 180 μοιρών στη ζωή του, χωρίζει την επί μια 35ατία σύζυγό του και αρχίζει να ξεφορτώνεται περιουσιακά του στοιχεία μεγάλης αξίας (πίνακες διάσημων ζωγράφων, ρολόγια) με την ίδια ορμή και πάθος που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή.
Αποφασίζει να πάει στο Τελ Αβίβ, την γη των προγόνων του, καταλύοντας αρχικά στο ξενοδοχείο Χίλτον. Αποξενωμένος απ' όλους και απ' όλα, ψάχνει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν τολμάει να θέσει ούτε στον εαυτό του, κινούμενος σε ένα limbo, μια παραζάλη, όπως γράφει η συγγραφέας σε μια από τις ωραιότερες προτάσεις του βιβλίου (και είναι γεγονός ότι υπάρχουν πολλές σε αυτό): "Ο Έπστιν μπήκε στο σπίτι. Μπήκε με ένα τραγούδι στο μυαλό του. Μπήκε με τον τρόπο που ένας άντρας μπαίνει στην ίδια του τη μοναξιά, χωρίς ελπίδα να τη γεμίσει".

Ο δεύτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, είναι η επιτυχημένη σαραντάρα συγγραφέας Νικόλ, που περνάει μια περίοδο συγγραφικού μπλοκαρίσματος, αλλά και κρίσης στον γάμο της. Γενικώς επαναξιολογεί τη ζωή της: "Τα πράγματα στα οποία είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να πιστέψει - το άτρωτο της αγάπης, τη δύναμη της αφήγησης (...), την ουσιαστική υγεία της οικογενειακής ζωής - δεν τα πίστευα πια", και αποφασίζει να πάει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στο Ισραήλ, αφήνοντας τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά και ξεκινώντας από το μέρος που θεωρεί ότι οι δύο γονείς της, την συνέλαβαν, το Χίλτον του Τελ Αβίβ και έχοντας στο μυαλό της μια ασαφή πληροφορία για την αυτοκτονία ενός ανθρώπου στο ξενοδοχείο.
Γρήγορα όμως το ενδιαφέρον της γι' αυτό το γεγονός (δεν μπορεί να βρει περισσότερα στοιχεία καθώς τα στόματα είναι κλειστά), εξαντλείται, καθώς την προσεγγίζει ένας μυστηριώδης τύπος, συνταξιούχος καθηγητής λογοτεχνίας που ενδέχεται να ήταν πράκτορας της Μοσάντ, ο οποίος της λέει ότι γνωρίζει την πραγματική ιστορία του Φραντς Κάφκα, ο οποίος - όπως ισχυρίζεται - δεν πέθανε από φυματίωση στην Πράγα, αλλά έζησε στην Παλαιστίνη για δεκαετίες μέχρι τον θάνατό του. Όσο κουλό κι αν ακούγεται αυτό, η επιμονή του καθηγητή πείθει την Νικόλ (που θεωρεί ότι ως συγγραφέας επηρεάστηκε από τον Κάφκα), να ασχοληθεί με το θέμα, οδηγώντας την σε μια περιπέτεια που κάποιες στιγμές μοιάζει με εφιάλτη.


"Δένουμε και δενόμαστε επειδή τα δεσμά μάς δένουν μ' εκείνους που ήταν δεμένοι πριν από εμάς, και με τους δεμένους πριν από εκείνους, και ούτω καθεξής, με μια αλυσίδα από σκοινιά και κόμπους που πάει τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω, γιατί από τότε ονειρευόμαστε να κόψουμε τα δεσμά και να ελευθερωθούμε, να βγούμε απ' αυτόν τον κόσμο και να βρεθούμε σε έναν άλλον όπου δεν θα είμαστε μισεροί και παραμορφωμένοι ώστε να χωράμε στο παρελθόν, αλλά θα αφεθούμε να αναπτυχθούμε ασυγκράτητα προς το μέλλον."

Οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου, ψάχνουν για μια αλλαγή στη ζωή τους. Αυτό φαίνεται εντονότερα στην ιστορία της Νικόλ, μια ιστορία που περιέχει αυτοαναφορικότητα και στοιχεία αυτομυθοπλασίας (autofiction) από την Κράους. Η ιστορία του Έπστιν, ενός ανθρώπου που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, διαβάζεται ευκολότερα - η ιστορία της Νικόλ είναι πιο εσωτερική, περιέχει εκπληκτικές παραγράφους για τα αδιέξοδα στη ζωή όπως και για την λογοτεχνία, που δίνουν βάθος στο στοχαστικό ύφος της αφήγησης. Έχουμε λοιπόν στο βιβλίο, ένα λογοτεχνικό ταξίδι επιρροών, που ξεκινάνε από τον Ροθ, συνεχίζουν στους Γκρόσμαν και Οζ για να καταλήξουν, μέσα από την φωνή της Νικόλ στον Ζέμπαλντ και στον Κνάουσγκορντ.

Το βιβλίο της Κράους, με τις δύο παράλληλες ιστορίες των κεντρικών του χαρακτήρων να το διατρέχουν και να μη συναντιούνται ποτέ, φτάνει σε ένα σημείο αδιέξοδο, με το αμήχανο φινάλε του. Ουσιαστικά είναι δύο νουβέλες αυτόνομες με αρκετά κοινά στοιχεία και κάποιες γέφυρες (οι εικόνες του Ισραήλ, το Χίλτον και ο ρόλος του στις ζωές τους, οι διαλυμένες οικογένειες), που συνθέτουν ένα μυθιστόρημα. Τα περισσότερα ερωτήματα που τίθενται στην αρχή των ιστοριών των δύο ηρώων, μένουν αναπάντητα. Τι συνέβη τελικά στον Έπστιν; Άλλαξε η ζωή της Νικόλ;

Το «Δάσος σκοτεινό», είναι ένα όμορφο και πολύ ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα με έξοχη ατμόσφαιρα, ωραίο ύφος και συνεχείς αυξομειώσεις ρυθμού. Μακροπερίοδος λόγος που (κυρίως στην ιστορία της Νικόλ) έχει έντονο φιλοσοφικό βάρος, στοχασμός πάνω στην αναζήτηση ταυτότητας, στην αυτοπραγμάτωση, στην ανθρώπινη κατάσταση, στην μοναξιά, στην αποξένωση, στις οικογενειακές σχέσεις αλλά και πάνω στην λογοτεχνία και στα όριά της, στο λογοτεχνικό ύφος και στην φόρμα. Ψυχολογία, Θεολογία, Φιλοσοφία, Ιστορία, Μεταφυσική, Πολιτική, εμπλέκονται στο αφηγηματικό ύφος της Κράους, που απαιτεί την συγκέντρωση (και την συνεχή αφοσίωση) του αναγνώστη – θα τον αφήσει μετέωρο και μπερδεμένο στο τέλος, αλλά θα του δώσει πολλή τροφή για σκέψη.

Βαθμολογία 81 / 100



 
Τρίτη, Ιουνίου 18, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 18, 2019 | Permalink
Δύο εξαίρετα ελληνικά βιβλία ("Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά" και "Η ιδιωτική μου αντωνυμία")

Τα δύο λογοτεχνικά έργα της εγχώριας παραγωγής που παρουσιάζονται σήμερα στο blog, δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, εκτός ίσως της ωραίας γλώσσας των συγγραφέων, κάτι άλλωστε που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού, έχουμε να κάνουμε με δύο έμπειρους και δοκιμασμένους συγγραφείς. Παρουσιάζονται εδώ μαζί, καθαρά λόγω οικονομίας χρόνου, καθώς η ανανέωση του blog, δεν αποτελεί καθημερινή υπόθεση και τα ωραία βιβλία για τα οποία θέλω να γράψω στοιβάζονται, περιμένοντας υπομονετικά.

Ας μιλήσουμε λοιπόν, για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, που προκάλεσε αίσθηση και συζητήσεις, από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του, το «ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΕΣΑ ΧΑΛΚΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ» του Κώστα Β. Κατσουλάρη, και την θαυμάσια συλλογή μικρών πεζών του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, με τίτλο «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ», δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν προς το τέλος του 2018. Δύο συγγραφείς, σχεδόν συνομήλικοι, που βρίσκονται στην καλύτερή τους περίοδο, της συγγραφικής ωριμότητας, παραδίδοντάς μας, τα καλύτερα βιβλία της μέχρι τώρα πορείας τους στον λογοτεχνικό στίβο.


Στο μυθιστόρημά του «ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΕΣΑ ΧΑΛΚΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 269), ο Κώστας Κατσουλάρης (Άρτα, 1968), δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ευαίσθητα θέματα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας, διαμορφώνοντας μια συγκροτημένη ιστορία αναζήτησης του άλλου, αλλά (κυρίως) και του εαυτού – μια ιστορία που συνομιλεί ευθέως με την Ιλιάδα του Ομήρου, σε ένα τολμηρό βιβλίο, που παρά τις κάποιες ανισότητές του, αποτελεί μια ωραία αναγνωστική εμπειρία.

«…τα πράγματα (…), είτε το θέλουμε είτε όχι, συμβαίνουν. Κι αφού συμβούν, δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε τίποτε για να αλλάξουμε. Στέκονται εκεί, μπροστά μας, πίσω μας, σε ό,τι ήδη αποκαλούμε παρελθόν, και μας κοιτάζουν βουβά και λυπημένα. Ακλόνητα κι αμετάκλητα.»



Ο Αργύρης Σταυρινός, έμπειρος φιλόλογος με χρόνια στην εκπαίδευση, είναι ένας άνθρωπος μισός και αποξενωμένος από όλους, που κουβαλάει τις βαθιές πληγές του στην καθημερινότητά του. Ζει μόνος του, με τις ενοχές του παρελθόντος, και τον πόνο από ένα γεγονός που συνέβη στη ζωή του και δεν μπορεί να το ξεχάσει. Βρισκόμαστε, στα τέλη του 2013, στην Αθήνα της κρίσης και των συγκρούσεων κάθε είδους. Έχουν προηγηθεί η δολοφονία του Φύσσα από στελέχη της Χρυσής Αυγής στο Κερατσίνι, όπως και η μυστηριώδης και εν πολλοίς ανεξιχνίαστη δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο της Αττικής.
Ο Σταυρινός διδάσκει την Ιλιάδα στο γυμνάσιο που εργάζεται και στο πρόσωπο του 15άχρονου Νάσου, ενός έφηβου Αλβανικής καταγωγής, βρίσκει έναν χαρισματικό μαθητή, έναν από αυτούς που σπάνια συναντάς. Μέσα από την διδασκαλία, αλλά και με mails, η επικοινωνία τους γίνεται σχεδόν καθημερινή και η ανταλλαγή απόψεων όχι μόνο γύρω από το Ομηρικό έπος, αλλά και για τον Ρίτσο και τον Χειμωνά είναι γόνιμη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Ο Νάσος όμως μετά το καλοκαίρι αποφοίτησής του από το Γυμνάσιο, αποφασίζει να μη γραφτεί στο Λύκειο, επιλέγοντας (;) να εξαφανιστεί. Ο Σταυρινός νιώθει, ότι δεν μπορεί να το αφήσει έτσι, και επιδίδεται σε έναν απελπισμένο αγώνα, να βρει τι συνέβη στον Νάσο, που έχει χαθεί. Κινεί γη και ουρανό, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, ενώ την ίδια ώρα ασκείται πειθαρχικός έλεγχος εναντίον του, μετά την καταγγελία της μητέρας του Νάσου ότι την απείλησε, όταν εκείνη του ανακοίνωσε να μη τους ενοχλεί. Ο καθηγητής πρέπει να απολογηθεί για το είδος της σχέσης του με τον μαθητή – καθώς όλων το μυαλό πάει στο πονηρό -, η θέση του στην εκπαίδευση κινδυνεύει κι εκείνος αδιαφορεί γι’ αυτό, ενώ συνεχίζει το ψάξιμο στην περιοχή που διαμένει η οικογένεια του Νάσου, στον Κολωνό, μια περιοχή που βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων μεταξύ «αντιφασιστικών» ομάδων και χρυσαυγιτών ή ναζιστών κάθε είδους.

Ο Σταυρινός ευρίσκεται ενώπιον πολλαπλών αδιεξόδων, προσωπικών και επαγγελματικών. Δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του στους συναδέλφους του, επιδιώκοντας έμμεσα μια τιμωρία, ενώ μετά από την πίεση και την προτροπή, της μοναδικής φίλης που του έχει μείνει να ενταχθεί σε μια ομάδα ψυχοθεραπείας, ενώ συνεχίζει όλο και πιο έντονα την αναζήτηση του Νάσου, μη διστάζοντας να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο καθώς χώνεται όλο και περισσότερο σε «απαγορευμένες ζώνες». Είναι μια καταβύθιση στην «καρδιά του σκοταδιού» για τον απογοητευμένο από τη ζωή καθηγητή απ’ όπου κανείς δεν θα βγει αλώβητος και χωρίς αμυχές.

Παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από την αναζήτηση του Σταυρινού για τον εξαφανισμένο μαθητή του, μια αναζήτηση που γίνεται εμμονή και αποτελεί μια προσωπική, ιερή αποστολή. Είναι όμως ουσιαστικά αυτό, η αφορμή και για μια αναζήτηση εαυτού, μια καταβύθιση στα βαθύτερα σημεία της ύπαρξης για αυτόν τον πληγωμένο άνθρωπο. Μέσα από τον εποικοδομητικό και ενδελεχή διάλογο για την Ιλιάδα με τον μαθητή του, θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, ενώ μέσα από την ομάδα ψυχοθεραπείας, θα ξεμπλοκάρει τον εαυτό του, θα αντικρύσει κατάφατσα τα ελλείμματά του.

Ωραία δομή και ατμόσφαιρα σασπένς, καλοκουρδισμένος ρυθμός και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία που δεν εκτρέπεται σε συναισθηματισμούς και ευκολίες, χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα του Κατσουλάρη, που είναι το καλύτερο, τής μέχρι τώρα αξιοσημείωτης παρουσίας του στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Το εύρημα της Ιλιάδας, δεν είναι τυχαίο (εξάλλου τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το καλοχτισμένο βιβλίο), καθώς το Ομηρικό έπος συνομιλεί με την ιστορία της αναζήτησης του Νάσου - με το συνολικό κείμενο του βιβλίου, ενώ προκαλούν σε γόνιμους προβληματισμούς οι συνομιλίες μεταξύ του καθηγητή και του μαθητή, για τις ραψωδίες του έπους, οι ενστάσεις αλλά και οι παρερμηνείες από την πλευρά του Νάσου, οι προσπάθειες του καθηγητή να επικεντρωθούν στην ουσία των πραγμάτων.



Το μυθιστόρημα όμως έχει και πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον, καθώς αναπαριστώνται με ρεαλισμό και ψυχραιμία, οι συγκρούσεις στην περιοχή του Κολωνού – μια περιοχή που δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον συγγραφέα, καθώς τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής ήταν πάντοτε πολύ υψηλότερα από τον εκλογικό της μέσο όρο εκεί -, με τις συμπλοκές να αποτελούν στοιχείο της καθημερινότητας των κατοίκων, και τους νέους να εμπλέκονται λιγότερο ή περισσότερο σε αυτές. Ο συγγραφέας δεν καταδικάζει, παραθέτει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να περάσει μηνύματα, αποφεύγει την παγίδα του διδακτισμού, και με ψυχραιμία αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο, με την δράση του να κλιμακώνεται, καθώς προχωράμε προς το τέλος. Είναι όμως πολύ «φορτωμένο» θεματικά, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε πλατειασμούς, όπως εντόπισα στις σελίδες που αφορούν τις συνεδρίες της ομαδικής ψυχοθεραπείας που ναι μεν βοηθάνε τον Σταυρινό στο προσωπικό του πρόβλημα, και στην συγκλονιστική αφήγηση γύρω από αυτό, από την άλλη όμως φαντάζουν περιττές και κάπου κουραστικές μέχρι την αποκάλυψή του.

Στιβαρό και σύγχρονο μυθιστόρημα, το «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», που μιλάει για μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη και βαθύτατα διχασμένη, για την αναζήτηση εαυτού και ταυτότητας, για την αίσθηση του ανήκειν, για την αίσθηση της απώλειας, αλλά και της αποτυχίας και της ματαιότητας, για την αδυναμία επικοινωνίας και κατανόησης, για τις δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες σε αυτή τη ζωή. Είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο που μπορείς να μιλάς ώρες γι’ αυτό και εκεί (πάνω απ’ όλα) έγκειται η αξία του.

_______________________________________________________________________________

Στο βιβλίο του, με τίτλο «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ» (εκδ. Κίχλη, σελ. 170), ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (Γιαννιτσά, 1970), συνθέτει μια ωραιότατη συλλογή μικρών πεζών, που χαρακτηρίζονται από έντονη αυτοβιογραφικότητα, αλλά κυρίως από την λυρικότητά τους και τις ωραίες εικόνες που ο συγγραφέας μεταφέρει.



Ο Χατζημωυσιάδης  με 145 μικρά πεζά, που κατανέμονται σε εννέα ενότητες, όσα και τα είδη των αντωνυμιών και τα οποία διαχωρίζονται σε κεφάλαια ανάλογα το είδος (οριστική, κτητική, δεικτική, προσωπική, αλληλοπαθής, ερωτηματική, αόριστη, αναφορική, αυτοπαθής), και που τα περισσότερα δεν καταλαμβάνουν ούτε ολόκληρη τη σελίδα αυτής της εξαίρετης έκδοσης, ισορροπεί μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης, με υπέροχο λυρισμό και ωραία γλώσσα. Κείμενα που προκαλούν τον αναγνώστη να γίνει συνένοχος σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, σε περιοχές της μνήμης από ένα κόσμο διαφορετικό αλλά και ταυτόχρονα οικείο.

«Το βοριαδάκι του Γενάρη

Νυχτώνει πολύ νωρίς τούτο το χειμώνα. Ειδικά όταν περπατάω μονάχος μου στους άδειους δρόμους. Δίπλα από τους χαλασμένους φανοστάτες, τις σκιές από τα γυμνά δέντρα, τα κλειστά καφενεία και τα μακρινά γαβγίσματα των σκύλων. Ο θάνατος, σκέφτομαι, δεν είναι μόνο ή τόσο ένα συμβάν. Είναι πρωτίστως μια εξελισσόμενη κατάσταση. Και δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα σπίτια, τα σχολεία, τις πλατείες, τον τόπο εντέλει που αγάπησες. Αν ήμουν δε ζωγράφος, θα τον παρίστανα σε ένα χωριό της Μακεδονίας με τη μορφή μιας μαυροντυμένης γριάς μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση, τη στιγμή ακριβώς που σκέφτεται ότι δεν θα’ ρθει ούτε αύριο ο αγροτικός γιατρός.»

Η παιδική ηλικία σε ένα χωριό της Μακεδονίας, η αγροτική ζωή, ένας κόσμος που έχει χαθεί οριστικά μαζί με τα παλιά σπίτια, μαζί με την ισοπεδωτική ανοικοδόμηση. Εικόνες από τη ζωή στο χωριό, στο σχολείο, στην καθημερινότητα. Το καφενείο του χωριού, οι αγροτικές εργασίες, το μάζεμα του καπνού, το όργωμα, η ζέστη του καλοκαιριού, το κρύο του χειμώνα, η φύση, η σημασία των απλών πραγμάτων.

«Ζητούνται επειγόντως αναμνήσεις.
Κατά προτίμηση ανώδυνες.
Προς ποιητική, υπαρξιακή και ασφαλώς πολιτική χρήση.»

Θραύσματα της μνήμης που ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια, άναρχα και χωρίς σχέδιο. Πως είναι να μεγαλώνεις σε ένα χωριό τις δεκαετίες 70 και 80; Εποχές πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, και μια Ελλάδα που αλλάζει, μια επαρχία που αλλάζει. Η σκιά του Εμφυλίου ακόμα βαριά, η πολιτική διαρκώς παρούσα και όλα να λύνονται (;) με ένα ποτήρι τσίπουρο στο καφενείο και πανσέτα στα κάρβουνα.
Η παιδική ματιά που είναι αθώα και που αλλάζει καθώς το παιδί μεγαλώνει και συνειδητοποιεί τι γίνεται γύρω του, ο μεσήλικας πλέον που κοιτάζει πίσω του με νοσταλγία για μια εποχή που χάθηκε, για έναν άνθρωπο που έγινε άλλος.

«Σβουνιά

Ογδόντα πέντε χρονών η μάνα του. Τα’ χε φάει τα ψωμιά της. Πήρε το πινέλο και έγραψε «ΔΙΔΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ». Σαν το’ μαθε η γρια, βρήκε φρέσκια κοπριά αγελάδας και σοβάτισε το πωλητήριο του γιου της. Έκανε πίσω αυτός, μην τη στενοχωρήσει κι άλλο. Κι ας τον πίεζε η γυναίκα του να φύγει το παλιόσπιτο από πάνω τους.
Στα σαράντα της μάνας του πήρε αμέσως λάστιχο και σκούπα. Και όσο έτριβε την κολλημένη κοπριά από τον τοίχο ένιωθε τα τρίμματα να πέφτουν πάνω στα μαλλιά του. Καλοκαίρι καιρός, ένα σύγκρυο τον διαπέρασε.
Τελικά το’ δωσε αντιπαροχή. Έξι πατώματα σηκώθηκαν στη θέση τους. Έχει τώρα ολόκληρο όροφο. Είναι ευχαριστημένη κι η γυναίκα του. Κάθονται τα βράδια και βλέπουν τηλεόραση μαζί ή είναι ο καθένας κολλημένος στον υπολογιστή του. Κάποιες φορές τους πιάνει βέβαια η νοσταλγία για τα παλιά, τότε που ήταν όλα τόσο ωραία, τόσο απλά. Σ’ αυτό συμφωνούν κι οι δυο τους.»



Χιούμορ και ρεαλισμός, υπαινικτικότητα και οικονομία λόγου, συγκίνηση και γοητεία, χαρακτηρίζουν τα αυτοβιογραφικά (όσο κι αν ο συγγραφέας αρνείται τον όρο) πεζά του Χατζημωυσιάδη, σε ένα βιβλίο – καθρέφτη, που παρά το αποσπασματικό του ύφος, παρασύρει τον αναγνώστη σε αυτό το προσωπικό αλλά και ταυτόχρονα οικουμενικό οδοιπορικό.

«Το δικό του ποίημα

Τίποτες δεν ήταν όπως πριν. Κι ούτε θα μπορούσε να είναι. Τουλάχιστον όχι όπως το θυμόταν, ιδωμένο μέσα από τα νεανικά του μάτια, όπου όλα ακτινοβολούσαν κι έλαμπαν, ακόμα και οι πιο φριχτές του αυταπάτες, τότε που αποχαιρετούσε τη μάνα του με την υπόσχεση ότι ώσπου να κιτρινίσουν τα σπαρτά θα’ χε ξαναγυρίσει στην πατρίδα, για να πάρει πίσω το αίμα του αδελφού και του πατέρα του και να βγάλει για βοσκή τα γελάδια τους, να πήξει κατσικίσιο τυρί και να κατεβάσει ξύλα απ’ το βουνό. Σαράντα πέντε φορές πρασίνισαν και κιτρίνισαν από τότες τα σπαρτά. Η μάνα του πέθανε στο μεταξύ. Άδειασε το μαντρί τους. Ερήμωσε το σπίτι τους. Γαϊδουράγκαθα και ακακίες, κισσοί και αγριοτριανταφυλλιές έπνιξαν την αυλή τους. Τώρα στέκεται απ’ έξω και θωρεί χωρίς να του απομένει ούτε μια εκδίκηση. Έτσι σαν δικαιολογία ή σαν εξήγηση για τη ζωή του τη χαμένη. Τι είναι η πατρίδα; Σπρώχνει τη σκουριασμένη εξώπορτα. Ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο πεισμώνει στο κρύο του Νοέμβρη. Είναι βεβαίως η πατρίδα κι αυτά κι εκείνα. Τα πέταλα του λουλουδιού διαλύονται στο πρώτο άγγιγμα. Αλλά, πάνω απ’ όλα , είναι η πατρίδα ένας ωραίος τόπος για να πεθαίνεις.»

Βαθμολογία (και των δύο βιβλίων): 80 / 100






 
Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2019 | Permalink
Η λήθη και η αγάπη για τη ζωή ("Γενική θεωρία της λήθης")

Διαβάζοντας τον περίεργο τίτλο της εκπληκτικής και μελαγχολικής νουβέλας “Η ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ” (“Teoria geral de esquecimento”), του Ανγκολέζου συγγραφέα (Πορτογαλικής καταγωγής) Jose Eduardo Agualusa (1960, Ουάμπο, Ανγκόλα) – (εκδ. Opera, μετάφρ. Μ. Μπεζαντάκου, σελ. 188), πιστεύεις ότι πρόκειται για ένα δοκίμιο ή μια επιστημονική εργασία, αμέσως όμως με τις πρώτες σελίδες, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις μπροστά σου, ένα στιβαρό και πολυεπίπεδο, λογοτεχνικό έργο, που δεν πρόκειται να το αφήσεις από τα χέρια σου εύκολα.


Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται στην Ανγκόλα από το 1975 και μετά. Ο αγώνας των Ανγκολέζων για ανεξαρτησία, που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, δείχνει να δικαιώνεται μετά την φυγή των Πορτογάλων από τη χώρα μετά την πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην μητέρα πατρίδα. Η Ανγκόλα πρώην πλέον Πορτογαλική αποικία, δεν χαίρεται για πολύ την ανεξαρτησία της, καθώς ξεσπάει ένας ιδιαίτερα αιματηρός εμφύλιος πόλεμος που θα κρατήσει σχεδόν 30 χρόνια. Όσο σχεδόν, θα κρατήσει ο εγκλεισμός της Λουντοβίκα.

"Τα λάθη μας, μάς διορθώνουν. Ίσως χρειάζεται να ξεχάσουμε. Θα έπρεπε να κάνουμε πράξη τη λήθη...Λήθη, σημαίνει θάνατος, λέει. Η λήθη είναι μια παραίτηση."

Η Λουντοβίκα είναι ήδη μια γυναίκα μέσης ηλικίας, όταν φθάνει στην Λουάντα, την πρωτεύουσα της Ανγκόλας. Από μικρή ζούσε υπό την προστασία κάποιου. Μια οδυνηρή εμπειρία, την σημάδεψε όταν ήταν μικρό παιδί και από τότε έγινε αγοραφοβική και παράξενη. Όταν πέθαναν οι γονείς της, πήγε να ζήσει με την μικρότερή της αδερφή την Οντέτε. Κάποια στιγμή όμως η Οντέτε γνωρίζει τον Ορλάντο, έναν Ανγκολέζο που είχε πάει στην Πορτογαλία για δουλειά. Σύντομα το ζευγάρι παντρεύεται και πάνε να ζήσουν στην Λουάντα, την πρωτεύουσα της Ανγκόλας. Μαζί τους θα πάρουν την Λουντοβίκα που αναλαμβάνει την διαχείριση του νοικοκυριού.

Ο Ορλάντο δουλεύει σε μια εταιρεία διαμαντιών και το σπίτι που αγοράζει, είναι ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μια πολυτελή πολυκατοικία της πόλης. Ζούν πλουσιοπάροχα, αλλά σύντομα, ξεσπάει ο εμφύλιος. Πυροβολισμοί στους δρόμους, νεκροί παντού, ο Ορλάντο αργεί, αλλά μια ημέρα τους ανακοινώνει ότι όλα είναι έτοιμα για την αναχώρησή τους από τη χώρα για την Λισαβόνα. Εξάλλου όλοι οι γνωστοί τους έχουν φύγει για Πορτογαλία ή Βραζιλία. Λίγες ημέρες πριν την αναχώρησή τους όμως, το ζευγάρι δεν επιστρέφει σπίτι μετά από ένα από τα πολλά αποχαιρετιστήρια δείπνα σε ένα φιλικό σπίτι. Η Λουντοβίκα μένει μόνη της στο τεράστιο διαμέρισμα με μόνη της συντροφιά τον σκύλο του σπιτιού, που τον φωνάζει "Φάντασμα". Μετά από μια ημέρα, και κάποια περίεργα τηλεφωνήματα, η Λουντοβίκα έχει πανικοβληθεί, σε ένα συρτάρι βρίσκει ένα όπλο, σε ένα άλλο δεσμίδες χαρτονομισμάτων. Μετά από λίγες ώρες, δυο τύποι εμφανίζονται απαιτώντας χρήματα και διαμάντια, μπουκάρουν στο σπίτι και η Λουντοβίκα πυροβολεί τραυματίζοντας θανάσιμα τον έναν. Το επόμενο βήμα είναι να πάρει τα υλικά οικοδομής από την πισίνα που κατασκεύαζε ο γαμπρός της στην ταράτσα. Με αυτά χτίζει έναν τοίχο, έξω από την εξώπορτα, απομονώνοντας τελείως το διαμέρισμα από την υπόλοιπη πολυκατοικία.

"Πολλές φορές, βλέποντας τα πλήθη να λυσσομανούν μπρος στην πολυκατοικία, ακούγοντας τον ατέλειωτο σαματά απ' τις κόρνες και τις σφυρίχτρες, τις φωνές, τις ικεσίες και τις κατάρες, ένιωθε ένα βαθύ τρόμο, ένα αίσθημα πολιορκίας και απειλής. Κάθε φορά που επιθυμούσε να ξεφύγει από εκεί, έψαχνε κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Καθώς έκαιγε τα βιβλία, αφού είχε ήδη ρίξει στη φωτιά όλα τα έπιπλα, τις πόρτες και τις σανίδες του πατώματος, ένιωθε ότι έχανε ελευθερία. Ήταν σαν να έβαζε φωτιά στον πλανήτη. Καίγοντας τον Ζόρζε Αμάντο έχανε την ευκαιρία να επιστρέψει στο Ιλιέους και στο Σάο Σαλβαντόρ. Καίγοντας τον Οδυσσέα του Τζόις έχανε το Δουβλίνο. Καταστρέφοντας το Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις έβλεπε την παλιά Αβάνα να φλέγεται. Έμεναν λιγότερα από εκατό βιβλία. Τα κρατούσε πιο πολύ από πείσμα παρά για να τα διαβάσει. Έβλεπε τόσο αμυδρά, που ακόμα και με τη βοήθεια ενός τεράστιου φακού, ακόμα κι αν άνοιγε το βιβλίο κάτω απ' τον ήλιο με τον ιδρώτα να στάζει όπως στη σάουνα, της έπαιρνε ένα ολόκληρο απόγευμα για ν' αποκρυπτογραφήσει μια σελίδα. Τους τελευταίους μήνες είχε αρχίσει να γράφει με τεράστια γράμματα τις αγαπημένες της φράσεις απ' όσα βιβλία της έμεναν, σε όσους άδειους τοίχους είχε ακόμα το διαμέρισμα. Λίγος καιρός ακόμα, σκέφτηκε, και θα είμαι πραγματικά φυλακισμένη. Δεν θέλω να ζήσω σε μια φυλακή. Αποκοιμήθηκε."

Η Λουντοβίκα από το διαμέρισμά της, θα παρακολουθήσει τις αλλαγές στη ζωή της πόλης, από την πλήρη ερήμωση και τους νεκρούς, στην κοσμοσυρροή που θα επακολουθήσει, καθώς άνθρωποι από την επαρχία θα ζωντανέψουν ξανά την πόλη, αλλά και τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Εκείνη, περίκλειστη, θα βρει τρόπους να επιβιώσει στο κάστρο της, με τις μεγάλες βιβλιοθήκες που καίγονται υπέροχα, χωρίς ρεύμα και μόνο με το βρόχινο νερό. Παράλληλα με την ιστορία της Λουντοβίκα, και τα λυρικά κομμάτια του ημερολογίου της (πραγματικά διαμάντια), ο συγγραφέας μας δίνει μια πανοραμική εικόνα της κατάστασης στην σπαρασσόμενη χώρα, μέσα από δυνατούς χαρακτήρες, όπως του δημοσιογράφου Μπενσιμόλ που ασχολείται με τις ιστορίες εξαφανίσεων που συμβαίνουν στην Ανγκόλα, του πρώην άστεγου με το ψευδώνυμο “Μικρός Σομπά”, που θα πιάσει την καλή με μια (κυριολεκτικά) βοήθεια εξ ουρανού, του πρώην ασφαλίτη και νυν ντετέκτιβ Μόντε, των δυο μικρών παιδιών, Σαμπαλού και Μπαγιακού, που μεγαλώνουν μέσα στους δρόμους, ωριμάζοντας γρήγορα και τέλος του Ζερεμίας Καράσκο, του μισθοφόρου που θα πεθάνει πολλές φορές μέχρι να βρει τα διαμάντια που ψάχνει.


Ο Αγκουαλούζα, με οικονομία λόγου και εξαιρετική δομή, συνθέτει μια νουβέλα, που παρά το μικρό της μέγεθος, προσφέρει αφθονία χαρακτήρων, ιστοριών που κινούνται παράλληλα με την κεντρική ιστορία εγκλεισμού της ηρωίδας, μέχρι τις τελευταίες σελίδες που θα ενωθούν οι τροχιές των δευτερευόντων χαρακτήρων σε ένα φινάλε που θα ξεκαθαρίσει καταστάσεις και παλιούς λογαριασμούς.

"Κινούμαι σαν μέδουσα μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ομίχλη.
Βουλιάζω στα ίδια μου τα όνειρα. Ίσως αυτό μπορεί να ονομαστεί θάνατος.

Υπήρξα ευτυχισμένη σ'αυτό το σπίτι, κάποια απογεύματα που ο ήλιος μ'έβρισκε στην κουζίνα. Καθόμουν στο τραπέζι. Το φάντασμα ερχόταν και ακουμπούσε το κεφάλι του στην ποδιά μου.

Αν είχα ακόμα χώρο, κάρβουνο και ακάλυπτους τοίχους, θα μπορούσα να γράψω μια γενική θεωρία της λήθης.

Συνειδητοποιώ ότι έχω μεταμορφώσει το διαμέρισμα ολόκληρο σ' ένα απέραντο βιβλίο. Αφού κάψω τη βιβλιοθήκη, αφού πεθάνω κι εγώ, θα μείνει μόνο η φωνή μου.

Σ' αυτό το σπίτι όλοι οι τοίχοι έχουν το στόμα μου."

Η ηρωίδα του βιβλίου, επιλέγει την απομόνωση, μέσα από αυτή την διαδικασία, ξαναγεννιέται, μαθαίνει τον εαυτό της, να ζει χωρίς την βοήθεια των άλλων, να επιβιώνει και τελικά βρίσκει τη δύναμη να ζήσει, νικώντας την λήθη. Η μια ιστορία, φέρνει την άλλη, στο βιβλίο του Αγκουαλούζα, που λειτουργεί και ως μπάμπουσκα, καθώς αποκαλύπτονται συνεχώς ιστορίες για ανθρώπους, μέσα από εικόνες έντονες και ολοζώντανες, που θυμίζουν παραμύθια και μαγικό ρεαλισμό (ένας ιπποπόταμος σε ένα μπαλκόνι, ένα περιστέρι που έχει στην κοιλιά του διαμάντια, χωριά που εξαφανίζονται, και άλλα πολλά.

Η γενική θεωρία της λήθης”, είναι ένα σαγηνευτικό και υπέροχο μυθιστόρημα-έκπληξη, για την επιβίωση σε σκοτεινούς καιρούς, για τον θάνατο και τη μνήμη, για την ιστορία μιας χώρας. Μιλάει για την λήθη, αλλά και για την αγάπη για τη ζωή, την αγάπη για την λογοτεχνία. Μέσα στην διάχυτη μελαγχολία του βιβλίου, περιέχεται βία και θλίψη, αλλά και πολύ χιούμορ και στυλ. Με ανάλαφρο στοχασμό που δεν κουράζει ούτε στιγμή τον μαγεμένο αναγνώστη, η πολυβραβευμένη νουβέλα (International Dublin Literary Award 2017, Short listed Man Booker 2016, βραβείο Fernando Namora 2013), του Αγκουαλούζα συνδυάζει φιλοσοφία με λογοτεχνία, ιστορία με την χαρά της αφήγησης. Πιάνεις τον εαυτό σου, να επαναλαμβάνει σελίδες και να απολαμβάνει μέχρι κεραίας αυτό το έξοχο βιβλίο.

Βαθμολογία 85 / 100



 
Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2019 | Permalink
Βουβό κύμα, το τελευταίο πέρασμα του Λουζιτάνια

Η γλαφυρότητα και η μεγάλη ικανότητα, του Αμερικανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Erik Larson (Νέα Υόρκη, 1954) στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και της εξαίρετης αποτύπωσης της ιστορίας, φάνηκε (και με το παραπάνω) στο υπέροχο, «Ο κήπος με τα θηρία», το βιβλίο του με την ιστορία ενός Αμερικανού πρέσβη και της οικογένειάς του, στο Βερολίνο μόλις είχε έρθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Με το «ΒΟΥΒΟ ΚΥΜΑ – το τελευταίο πέρασμα του Λουζιτάνια» (« Dead Wake ») - (εκδ. Ίκαρος, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ.506), ένα ακόμα καλύτερο βιβλίο από το προηγούμενο, ο Λάρσον ασχολείται με μια μαύρη σελίδα του Α παγκοσμίου πολέμου, τον τορπιλισμό του υπερωκεάνιου Λουζιτάνια από τους Γερμανούς το 1915, επιβεβαιώνοντας πόσο χαρισματικός συγγραφέας είναι, κατορθώνοντας να μετατρέψει ένα ιστορικό ντοκουμέντο σε σαγηνευτικό page-turner βιβλίο, χωρίς να βάλει στην πλοκή, ούτε ένα μυθιστορηματικό στοιχείο.


«Από τους 1959 επιβάτες και πλήρωμα του Λουζιτάνια μόνο 764 διασώθηκαν▪ οι νεκροί ανήλθαν στους 1195. Οι τρεις Γερμανοί λαθρεπιβάτες ανέβαζαν το σύνολο στους 1198. Από τα τα 33 παιδιά που ήταν στο πλοίο, μόνο 6 διασώθηκαν. Πάνω από 600 επιβάτες δεν βρέθηκαν ποτέ. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν 123 Αμερικανοί.»

Ο Λάρσον ξετυλίγει τα γεγονότα, με ηρεμία, δίνοντας έμφαση στις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες, περιγράφοντας κάποιες προσωπικές ιστορίες, κατορθώνοντας να δώσει με ακρίβεια το κλίμα της εποχής. Το (Βρετανικής σημαίας και ιδιοκτησίας) Λουζιτάνια το καμάρι της τεράστιας ναυτιλιακής εταιρείας Cunard, απέπλευσε την 1η Μαΐου, 1915 από το λιμάνι της Νέας Υόρκης, με προορισμό το Λίβερπουλ. Ήταν το μεγαλύτερο επιβατηγό πλοίο της εποχής, με μάξιμουμ capacity τα 2000 άτομα. Πλήρως φορτωμένο, ζύγιζε 44.000 τόνους και μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητες που έφθαναν τα 30 μίλια την ώρα. Οι Βρετανοί ήταν πολύ υπερήφανοι γι' αυτό το πλοίο που θεωρείτο λόγω της ταχύτητάς του άτρωτο από τα υποβρύχια της εποχής. Αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο του ταξίδι, βυθίστηκε από την τορπίλη ενός Γερμανικού υποβρυχίου, το μεσημέρι της 7ης Μαΐου, μία ημέρα πριν φτάσει στον προορισμό του.

Βρισκόμαστε μετά το πρώτο έτος του πολέμου, που δεν είχε γίνει ακόμα παγκόσμιος, οι ΗΠΑ δεν είχαν πεισθεί ακόμα, να κηρύξουν τον πόλεμο στους Γερμανούς παρά τις αρκετές προκλήσεις που είχαν δεχτεί από αυτούς. Οι Γερμανοί φροντίζουν κάθε λίγο να οξύνουν την κατάσταση, πριν λίγο καιρό είχαν δώσει εντολή να βυθίζεται οτιδήποτε κινείται στη θάλασσα, με σημαία που, δεν ανήκει στις συμμάχους της χώρες. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε πλοίο με σημαία ΗΠΑ, μπορούσε άνετα να βυθισθεί. Οι σχεδόν 2000 επιβάτες του Λουζιτάνια, που προσέρχονται χαρούμενοι ή έστω ελάχιστα προβληματισμένοι για το ταξίδι τους, προφανώς υποτίμησαν τον κίνδυνο. Όπως άλλωστε τον υποτίμησε και ο έμπειρος καπετάνιος του πλοίου, πλοίαρχος Τέρνερ, που έχοντας εμπιστοσύνη στην ταχύτητα του πλοίου του, και στην προστασία που θεωρούσε ότι θα του παρείχε το Βρετανικό Πολεμικό ναυτικό, δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα.


Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας γύρω από το ναυάγιο του πλοίου, αρκετοί με σημαντικό μερίδιο ευθύνης να βαραίνει τον καθένα από αυτούς. Ο Λάρσον δεν περιγράφει μόνο τις συνθήκες που επικρατούσαν στο ταξίδι του Λουζιτάνια και τις λεπτομέρειες στο εσωτερικό του πλοίου. Περιγράφει και την ακούσια μάχη των δύο αντρών που με τις αποφάσεις τους καθόρισαν λιγότερο ή περισσότερο την πορεία αυτής της ιστορίας. Ο 58χρονος πλοίαρχος Τέρνερ, παλιομοδίτης και ισχυρογνώμων, στιβαρός και εγωιστής, που θα κατηγορηθεί ως υπεύθυνος από την Βρετανική κυβέρνηση για την μεγάλη καταστροφή, και ο 32χρονος Σβίγκερ, ο Γερμανός κυβερνήτης του υποβρυχίου U-20, νέος και τρομερά φιλόδοξος, που δεν δίσταζε να ρίξει τις τορπίλες του σε ότι βρισκόταν στον ορίζοντα του τηλεσκοπίου του, και που δεν είχε συνειδητοποιήσει, το μέγεθος του χτυπήματος που είχε καταφέρει.

«Καθώς η τορπίλη προχωρούσε, το νερό που περνούσε από την κεφαλή της, έστριβε έναν μικρό προωστήρα, που με τη σειρά του ξεβίδωνε τον μηχανισμό ασφαλείας, ο οποίος απέτρεπε την εκπυρσοκρότηση όσο ήταν αποθηκευμένη. Αυτός ο προωστήρας γλιστρούσε από την κεφαλή και έπεφτε στον βυθό της θάλασσας, εκθέτοντας έτσι έναν πυροδοτικό μηχανισμό, ο οποίος στην επαφή του με το κύτος του πλοίου αφαιρούσε τη γόμωση και ανέφλεγε το κυρίως σώμα των εκρηκτικών. Ένα γυροσκόπιο κρατούσε την τορπίλη στην ορθή πορεία της, ρυθμίζοντας την κάθετη ή οριζόντια απόκλισή της.
Το ίχνος παρέμενε στην επιφάνεια σαν μακριά, ωχρή ουλή. Στο ναυτικό ιδιόλεκτο, αυτό το υπόλευκο αυλάκι, αυτό το ίχνος που αργοσβήνει, είτε από πλοίο είτε από τορπίλη, αποκαλείται «βουβό κύμα».»

Ο συγγραφέας, με πολλή και ενδελεχή έρευνα, εξετάζει το ναυάγιο από πολλές πλευρές, ενώ αφιερώνει αρκετές σελίδες στον καταθλιπτικό πρόεδρο των ΗΠΑ Γ.Γουίλσον και την αναποφασιστικότητά του να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία, όπως και στις πιο προσωπικές του στιγμές και τον καινούργιο έρωτα που του είχε αναγεννήσει τη ζωή, αλλά και στις περίεργες αποφάσεις του Βρετανικού Ναυαρχείου και στην επιμονή του Τσώρτσιλ ότι μια καταστροφή θα ενέπλεκε τις ΗΠΑ στον πόλεμο, με αποτέλεσμα την βλακώδη οδηγία, τα πολεμικά πλοία που βρίσκονται κοντά σε κάποια βύθιση πλοίου από υποβρύχιο να απαγορεύεται να σπεύσουν προς βοήθεια του.

Οι λεπτομέρειες που παραθέτει ο Λάρσον, μπορεί να φαίνονται πολλές και σε κάποιο βαθμό υπερβολικές, αλλά ακόμα και το παραμικρό, παίζει τον ρόλο του σε μια τραγωδία τέτοιου μεγέθους. Το πολεμικό υλικό που κουβαλούσε το Λουζιτάνια στα αμπάρια του, η οδηγία για μείωση της ταχύτητας για οικονομία, η ελλιπής προετοιμασία και εμπειρία του πληρώματος, οι βάρκες που δεν κατέβαιναν (παρά τις βελτιώσεις που είχαν γίνει μετά το ναυάγιο του Τιτανικού λίγα χρόνια νωρίτερα), η αργή και βασανιστική πορεία του U-20 σε αναζήτηση στόχων, συνθέτουν ένα παζλ γεγονότων και καταστάσεων που σε συνδυασμό με τις προσωπικές στιγμές των επιβατών, μέσα από τηλεγραφήματα, ερωτικές επιστολές, αφηγήσεις των επιζώντων, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αγωνίας και ασφυξίας, που εντείνεται όσο προχωράει η ιστορία αυτής της τραγωδίας.

«Κάπου αλλού μέσα στη θάλασσα μια ευγενική ψυχή παρασυρόταν επίσης από τα κύματα – η Μαίρη Πόπαμ Λομπ, Βρετανίδα πολίτης και πνευματίστρια από τη νήσο Σεντ Βίνσεντ της Καραϊβικής. Για κείνη αυτές οι ώρες στη θάλασσα ήταν μια μυστικιστική και συγκινητική εμπειρία. Βρέθηκε να παρασύρεται ολοένα και πιο μακριά από την πυκνή μάζα των σωμάτων και των συντριμμιών που είχαν μείνει πίσω καθώς το πλοίο χανόταν στο βάθος. Οι φωνές όσων είχαν επιζήσει έγιναν πιο αδύναμες, όπως και το πλατάγισμα των κουπιών και οι κραυγές των αντρών στις λέμβους.
Εγκατέλειψε κάθε ελπίδα σωτηρίας και είπε στον εαυτό της ότι είχε έρθει η στιγμή να περάσει στο επέκεινα, όμως μια άλλη φωνή μέσα της ψιθύριζε όχι, δεν είχε έρθει ακόμα η στιγμή. «Οι γλάροι πετούσαν πάνω από το κεφάλι μας», έγραψε, «και θυμάμαι ότι πρόσεξα την ομορφιά των γαλάζιων σκιών που έριχνε η θάλασσα  στις λευκές φτερούγες τους: ήταν ευτυχισμένοι και ζωντανοί και μ’ έκαναν να νιώσω μοναξιά▪ οι σκέψεις μου πήγαν στους δικούς μου, που ανυπομονούσαν να με δουν, κι αυτή τη στιγμή έπιναν τσάι στον κήπο. Η ιδέα της θλίψης τους ήταν αβάσταχτη κι έτσι έκλαψα λιγάκι».»


Ο Λάρσον παραθέτει θεωρίες συνωμοσίας με μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα, τις συζητήσεις και τις αντιθέσεις, μέσα στην ειδική ομάδα που είχε συστήσει το Βρετανικό υπουργείο Ναυτικών υποθέσεων, τον ρόλο του Τσώρτσιλ που σε αντίθεση με τον Β παγκόσμιο πόλεμο, στον Α είχε σωρεία λάθος αποφάσεων, τις πολιτικές πίσω από κάθε απόφαση.

Ο κινηματογραφικός ρυθμός του βιβλίου, και η απαράμιλλη ικανότητα του συγγραφέα στην περιγραφή της ατμόσφαιρας, της ροής των γεγονότων καθιστούν το «Βουβό κύμα», ένα μεγαλειώδες βιβλίο, που δεν είναι μόνο η ιστορία μιας μεγάλης ναυτικής τραγωδίας, αλλά και μια έξοχη απεικόνιση της Αμερικανικής κοινωνίας λίγο πριν την εμπλοκή της χώρας στον Α παγκόσμιο πόλεμο. Συγκλονιστικό αλλά και συγκινητικό, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Υ.Γ. Το φιλμάκι (επεξεργασμένο και με ήχο), που ακολουθεί, δείχνει κάποιες αφίξεις επιβατών στο λιμάνι και τις τελευταίες εικόνες του Λουζιτάνια πριν αποπλεύσει για το τελευταίο του ταξίδι.