Rookies ("Όλα χαμένα" - "Πως ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα" - "Τελετουργίες")
Μέσα
στην πληθώρα των αναγνωστικών επιλογών, που προσφέρονται και στον καταιγισμό
εξαιρετικών μεταφρασμένων βιβλίων που εκδίδονται ανά εβδομάδα, πώς μπορεί να
βρει χώρο στις επιλογές του συστηματικού αναγνώστη, το βιβλίο ενός πρωτοεμφανιζόμενου
συγγραφέα; Είναι μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση, καθώς οι τίτλοι (ακόμα και
των πρωτοεμφανιζόμενων στην εγχώρια λογοτεχνία) είναι πολλοί και παρά την καλή
διάθεση ή την προσωπική γνωριμία με κάποιον που έχει γράψει ένα βιβλίο, τα
μέτρια ή τα κακά βιβλία, είναι δυστυχώς (απείρως) περισσότερα από τα
ενδιαφέροντα ή καλά.
Οι
τρεις λογοτεχνικές προσπάθειες για τις οποίες γράφω το παρακάτω κείμενο, θεωρώ
ότι αξίζουν προσοχής και οι δημιουργοί τους, υπόσχονται ενδιαφέροντα πράγματα
για τη συνέχεια. Όλοι κινούνται μεταξύ 30 με 40 χρονών, άρα βρίσκονται στο ηλικιακό group που αποκαλούνται «Millenials»,
αλλά οι διαφορές μεταξύ του ύφους τους, είναι πολλές. Τα τρία βιβλία, είναι η
ωραία θαλασσινή περιπέτεια, «ΟΛΑ ΧΑΜΕΝΑ» του Κώστα Μιχόπουλου, το ενδιαφέρον
μυθιστόρημα ενηλικίωσης «ΠΩΣ Ο ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΚΑΡΑΘΟΔΩΡΗΣ ΕΧΑΣΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ» του Άρη Αλεξανδρή και τις στυλάτες μικροϊστορίες
με τον τίτλο «ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ» των
Ελευθερίας Απατζίδου και Δημήτρη Αγγέλη. Ας τα δούμε αναλυτικά:
Με
το «ΟΛΑ ΧΑΜΕΝΑ» (Εκδόσεις Νήσος, σελ. 173), ο Κώστας Μιχόπουλος εισέρχεται στην
πεζογραφική σκηνή, με δυναμικό τρόπο, με μια θαλασσινή περιπέτεια αγωνίας και
κλιμακούμενης έντασης που καθηλώνει τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Ένα
νεαρό ζευγάρι, ο Άρης και η Μαρία, έχουν πάει για καλοκαιρινές διακοπές έναν
Σεπτέμβρη σε νησί του Αιγαίου. Βρίσκονται σε μια ερημική παραλία και ο άνδρας
έμπειρος ψαροντουφεκάς, βουτάει και αργεί πολύ να γυρίσει. Η γυναίκα περιμένει
υπομονετικά στην παραλία, ώσπου αρχίζει να νυχτώνει. Μετά τον αρχικό εκνευρισμό
της που στη συνέχεια έγινε μεγαλύτερος, η γυναίκα μαζεύει τα πράγματά της και
πάει στο λιμάνι του νησιού να ζητήσει βοήθεια. Το Λιμεναρχείο του μικρού
νησιού, δεν διαθέτει κάποιο μέσο και την συμβουλεύουν να ζητήσει από τον
Λευτέρη έναν μεσήλικα ψαρά που θα βγει το πρωί για ψάρεμα να την πάρει μαζί
του, μήπως βρουν τον Άρη σε κάποια βραχονησίδα να τους περιμένει.
Η
Μαρία είναι απελπισμένη, δεν έχει καλό προαίσθημα για την τύχη του συντρόφου
της. Θα απευθυνθεί στον Λευτέρη να βγουν προς αναζήτηση του Άρη. Μαζί με τον
Λευτέρη, είναι κανονισμένο να πάει για ψάρεμα και ο μπατζανάκης και παλιός του
φίλος, ο Νίκος σε μια προσπάθεια επανασύνδεσης της σχέσης τους, που είχε
χαλάσει τα τελευταία χρόνια. Οι δύο άνδρες, μαζί με την Μαρία θα πάνε προς το
σημείο που βούτηξε ο Άρης, συνδυάζοντας το προγραμματισμένο τους ψάρεμα με την
αναζήτηση, αλλά οι ώρες περνάνε και δεν υπάρχουν ενδείξεις για τον
ψαροντουφεκά.
«Ο
φάρος στην άκρη του κάβου άναψε κι έσβησε τρεις φορές.
Τον
κοίταξε με απόγνωση. Έγειρε τον καρπό της και κοίταξε το ρολόι της ακόμα μια
φορά. Η ώρα 8.20 βραδινή. Σχεδόν νύχτα. Πότε πέρασε ο καιρός νωρίτερα δεν το’χε
πάρει χαμπάρι. Άτιμος μήνας ο Σεπτέμβρης.
Σκανταλιάρης.
Απείθαρχος τρυγητής. Τι τους ήρθε φέτος να κάνουν διακοπές Σεπτέμβρη μήνα;
Γιατί;
Μαλακίες.
Χωρίς λόγο.
Νυχτώνει
νωρίς, αρχίζει η ψύχρα, αδειάζουν τα νησιά. Δεν τον καταλαβαίνει ώρες ώρες. Ο
φάρος αναβόσβηνε μονότονα, ευλαβικά, στον ρυθμό του. Μήπως τελικά δεν είναι
φάρος κι είναι κανένα καΐκι αραγμένο και μπερδεύει το μάτι. Πριν, που το φως το
επέτρεπε, είχε το βλέμμα της στραμμένο στον ανοιχτό κάβο δεν είδε κανέναν φάρο.
Αλλά έτσι είναι οι φάροι, φτιαγμένοι να φαίνονται τη νύχτα.»
Το
μυθιστόρημα του Μιχόπουλου, γραμμένο σε τριτοπρόσωπο αφηγηματικό στυλ, εστιάζει
στους χαρακτήρες της Μαρίας και των δύο ψαράδων, αλλά ουσιαστικά είναι ένα
ψυχολογικό θρίλερ αναζήτησης και έντασης που κλιμακώνεται με αργό ρυθμό για να
φτάσει στο λυτρωτικό (;) φινάλε που ξεκαθαρίζει την κατάσταση. Το βιβλίο που
ξεκινάει με υπαρξιακό ύφος, από τη μέση και μετά μετατρέπεται σε ένα
συναρπαστικό ανάγνωσμα, όπου ο αναγνώστης περιμένει ότι η έκρηξη θα έρθει
γυρίζοντας τις σελίδες του.
Με
προφορικό ύφος στη γλώσσα, ο φέρελπις συγγραφέας, ενσωματώνει με δημιουργικό
τρόπο σκηνές από βιβλία της Χάισμιθ αλλά και ιστοριών με θαλασσινές περιπέτειες
του Χέμινγουέι, η δε επιρροή του «Μόμπι Ντικ» είναι επίσης διάχυτη, σε μια
καθηλωτική και βίαιη ιστορία αναζήτησης αλλά και αυτογνωσίας, ύμνου προς την
γοητεία και την δύναμη της θάλασσας και του αδιέξοδου των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο
Μιχόπουλος ξαφνιάζει πολύ θετικά, με την εξαιρετική δομή της ανάπτυξης της
ιστορίας του. Αν το μυθιστόρημά του, περιοριζόταν κατά το 1/3, αποφεύγοντας
κάποια περιττά στοιχεία, και αν οι χαρακτήρες αναπτύσσονταν περισσότερο, θα
μιλούσαμε για ένα ντεμπούτο εκπληκτικό, χωρίς όμως αυτό, να στερεί την αξία του
βιβλίου, που κι έτσι όπως είναι, εντυπωσιάζει με τη δύναμή και τη ζωντάνιά του.
Ο
Άρης Αλεξανδρής (Αθήνα, 1991) παρά τη νεαρή του ηλικία, είναι ένα πρόσωπο
αρκετά γνωστό στον χώρο του Τύπου και του Διαδικτύου. Η πρώτη πεζογραφική του
δουλειά «ΠΩΣ Ο ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΚΑΡΑΘΟΔΩΡΗΣ ΕΧΑΣΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.
269), που βραβεύτηκε πρόσφατα με το βραβείο του Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα
από το καλό ηλεκτρονικό περιοδικό «oanagnostis», είναι ένα
αυθεντικό «bildungsroman» (μυθιστόρημα ενηλικίωσης), καλογραμμένο
και αρκετά ενδιαφέρον, που διαβάζεται πολύ ευχάριστα.
Ο
ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής, ένα παιδί που γεννιέται
και μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 90 και των αρχών του νέου
αιώνα, σε μια κλασσική οικογένεια νεόπλουτων της Κομοτηνής, όπου ο πατέρας
ασχολείται με την εστίαση και η μητέρα με τα οικιακά. Τα οικονομικά ζητήματα
είναι αυτά που απασχολούν πρώτιστα την οικογένεια, με τον πατέρα ελαφρώς (ή και
πολύ) λαμόγιο και την μητέρα μονίμως σε υστερική κατάσταση θυμίζοντας χαρακτήρες
τηλεοπτικών σειρών, έτσι, ο Ιγνάτιος μεγαλώνει στο ασφυκτικό περιβάλλον της
επαρχίας χωρίς παρέες λόγω του κλειστού του χαρακτήρα του. Η μοναδική του φίλη
είναι η Κορνηλία, με την οποία ονειρεύονται να σπουδάσουν στην Αθήνα. Ο
Ιγνάτιος στις Πανελλήνιες εξετάσεις, θα καταφέρει να μπει στο τμήμα
Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Παντείου, ακολουθώντας την επιλογή της Κορνηλίας, κάτι
που δεν θα της πολυαρέσει, γι’ αυτό στην Αθήνα χάνονται ουσιαστικά.
Ο
Ιγνάτιος, που διαμένει σε ιδιόκτητο διαμέρισμα που έχουν αγοράσει οι γονείς του
στην Αθήνα, τριγυρίζει και απολαμβάνει την ελευθερία της μεγαλούπολης, μη
δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις σπουδές του. Θα γνωρίσει την σχεδόν συνομήλική
του Βιργινία, που είναι φοιτήτρια της Νομικής και θα αρχίσουν μια ερωτική σχέση
λίγο χαλαρή και αρκετά παράτολμη, αφού θα μπουκάρουν, χάρη σε κάποια αντικλείδια
που φαίνεται να διαθέτει με περίεργο τρόπο εκείνη, σε διαμερίσματα που οι
ιδιοκτήτες τους απουσιάζουν, για να κάνουν έρωτα. Εκτός όμως από τα ερωτικά, ο
Ιγνάτιος φαίνεται να επιτυγχάνει και στα επαγγελματικά, καθώς θα βρει δουλειά
σε ένα μοδάτο free – press, στην αρχή αμισθί,
αργότερα με ένα κάποιο μισθό και αναγνωρισιμότητα αλλά γρήγορα η σχέση του με
το αφεντικό του θα διαρραγεί και θα απολυθεί από το έντυπο. Αλλά και στην
οικογένειά του, τα πράγματα έχουν πάρει μια απροσδόκητη τροπή, καθώς οι
δουλειές του πατέρα του όχι μόνο έχουν πάρει την κατιούσα, αλλά έχει φύγει από το
σπίτι, εγκαταλείποντας την μητέρα του Ιγνάτιου, για μια κοινή τους γνωστή.
Την
περίοδο εσωστρέφειας που περνάει ο Ιγνάτιος με τα οικογενειακά προβλήματα, την
διαδέχεται η πρόσληψή του σε μια χαμηλού επιπέδου εφημερίδα, με μεγάλη
αναγνωσιμότητα, η οποία βασίζεται στα κουτσομπολιά και στις φήμες. Σύντομα ο
νεαρός συντάκτης θα μυηθεί στον εσωτερικό ανταγωνισμό και στους ρυθμούς μιας
εφημερίδας που στηρίζεται στη βιομηχανία των fake
news και στόχευσης επωνύμων για ποικίλους λόγους. Ο
Ιγνάτιος προσαρμόζεται γρήγορα και γίνεται μάστορας των διογκωμένων ειδήσεων
και της υπερβολής, ώσπου η στιγμή του θριάμβου του, θα αποτελέσει και την
απαρχή της πτώσης του, που θα αλλάξει τη ζωή του με δραματικό τρόπο.
«Δεν
νομίζω ότι χρειάζεται να περιγράψω το Κουμάντο. Αποκλείεται να υπάρχει κάποιος
που να μη γνωρίζει τη δεύτερη (και μερικά Σαββατοκύριακα, πρώτη) σε κυκλοφορία
εφημερίδα της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, θα πω δυο λογάκια για όσους ενδεχομένως
έζησαν τη ζωή τους εγκλωβισμένοι στο μπουντρούμι κάποιου απαγωγέα χωρίς επαφή
με τον έξω κόσμο. Το Κουμάντο, λοιπόν, είναι μια εφημερίδα που διαβάζουν όλοι.
Όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι. Από εκείνες τις περιπτώσεις εντύπου που προσελκύει
τους εχθρούς του εξίσου με τους θαυμαστές του γιατί, όσο απαράδεκτο κι αν είναι
(και εντελώς απαράδεκτο πολλές φορές), όσο χυδαίο κι αν γίνεται (και γίνεται
εντελώς χυδαίο πολλές φορές) καταφέρνει να έχει εξοργιστικό ενδιαφέρον.
Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Ας πούμε ότι το Κουμάντο βρομίζει τα χέρια του για να ικανοποιήσει
την ανάγκη του κοινού του για μη αποστειρωμένες ειδήσεις.»
Το
μυθιστόρημα του Αλεξανδρή έχει ωραίο ρυθμό και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία
που αναπτύσσεται στην αρχή με χαλαρό στυλ, και πολύ χιούμορ που φέρνει στο
μυαλό το ύφος του Γιάννη Ξανθούλη, για να συνεχιστεί από τη μέση του βιβλίου
και μετά σε μια καταγραφή της εργασιακής αλλά και της οικογενειακής
καθημερινότητας – άσκησης προς επιβίωση αλλά και πάλης προς αναζήτηση εαυτού.
Ο
ήρωας της ιστορίας, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, είναι εξαρχής
συναισθηματικά απών από τα δρώμενα, είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο βάθος
που αφήνεται στο ρεύμα και όπου τον βγάλει. Όταν όμως οι καταστάσεις γίνονται
περισσότερο πολύπλοκες και σύνθετες, δεν φαίνεται να αλλάζει πολύ, παραμένοντας
θεατής και αμέτοχος. Μπορεί σε πρώτο επίπεδο, να διαφαίνεται μια αδυναμία του
συγγραφέα να περιγράψει τον κεντρικό του χαρακτήρα με περισσότερο βάθος, από
την άλλη όμως, δείχνει αυτή ακριβώς να είναι και η πρόθεσή του, η περιγραφή
ενός ανθρώπου, αποξενωμένου που είναι ουσιαστικά και ένας λογοτεχνικά αναξιόπιστος
αφηγητής.
Αυτή
η αποστασιοποίηση του ήρωα στη περιγραφή των γεγονότων, αποτελεί και το κύριο
γνώρισμα ενός μυθιστορήματος που απεικονίζει τη γενιά της κρίσης και της
πανδημίας, των νέων ανθρώπων που δυσκολεύονται να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω
τους (ή ίσως επειδή το έχουν αντιληφθεί, αρνούνται να συμβιβαστούν με αυτό). Το
«Πως ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα», κερδίζει με την γλαφυρότητά του
και το page-turner ύφος του, αλλά
ολοκληρώνοντάς το, δεν αφήνει κάτι στον αναγνώστη, πέρα από την επισήμανση της
αφηγηματικής ευκολίας του συγγραφέα, ο οποίος δείχνει να έχει την ικανότητα για
κάτι ωριμότερο στο μέλλον.
Άφησα
επίτηδες τελευταίο (αλλά όχι έσχατο) το μικρό βιβλίο του συγγραφικού διδύμου
των Ελευθ. Απατζίδου και Δημ. Αγγέλη, με τίτλο «ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ» (Εκδόσεις Μωβ
Σκίουρος, σελ. 68), γιατί διαφέρει ριζικά από τα δύο προηγούμενα, καθώς τυπικά
εντάσσεται στο χώρο του μικροδιηγήματος αν και το ύφος των ιστοριών του,
παραπέμπει περισσότερο σε πεζοποιήματα.
Το
βιβλίο απαρτίζεται από 18 μικροϊστορίες που με την πρώτη ματιά δείχνουν
ασύνδετες μεταξύ τους, αλλά το υλικό τους μοιάζει με Ρώσικη κούκλα, καθώς
προχωρώντας στην ανάγνωση, ανακαλύπτεις (;) το νήμα των ιστοριών, που αρχίζει
να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου.
Η
τελετουργική επανάληψη κάποιων λέξεων, οι δυνατές και έντονες εικόνες που
δημιουργούνται με το ξεφύλλισμα του βιβλίου, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε τόπους
διαφορετικούς αλλά και γήινους, κοντινούς και απόμακρους, τόπους ονείρου και
ατμόσφαιρας απόκοσμης.
Ο
μικροπερίοδος λόγος στο βιβλίο, κοφτός και αφαιρετικός, μεταφέρει εικόνες της
γης, του χώματος, της πέτρας. Σαν τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος («Ο κήπος των
επίγειων απολαύσεων») που υπάρχει στο
εξώφυλλο του, το βιβλίο είναι γεμάτο εικόνες. Εικόνες της ερήμου, των χωραφιών,
των δέντρων, των φυτών. Εικόνες ανθρώπων που κάνουν έρωτα με μανία, που
δουλεύουν, που περιπλανιούνται, που τρώνε, που σκάβουν τη γη. Εικόνες βροχής
και ξηρασίας, του δάσους, της οικογενειακής θαλπωρής, των φτωχικών σπιτιών ή
των ερειπίων. Εικόνες βιβλιοθηκών, μιας πένας, ενός μπουκαλιού, ενός
πορσελάνινου καπέλου, ενός καθρέφτη.
Εμφανίζονται
και επανέρχονται διαρκώς και εμμονικά στο αφηγηματικό πλαίσιο, ξωτικά, στοιχεία
της φύσης, η αίσθηση του χώματος και μιας συνεχούς ασταμάτητης βροχής, ο
σωματικός και ο ψυχικός πόνος, τα σώματα που ενώνονται, οι καθρέφτες, η παιδική
ηλικία.
«Ο Καθρέφτης
Κανείς δεν γνώριζε
πώς έγινε η τρύπα. Όλοι θυμούνται ότι μια μέρα ξαφνικά εμφανίστηκε. Όλοι
θυμούνται ότι μια πριν τίποτα δεν υπήρχε.
Κανένας δεν θυμάται
πώς έγινε. Κανένας δεν θυμάται να πειράζει ή να πλησιάζει τον καθρέφτη εκείνη
τη μέρα.
Μια τρύπα στο
μέγεθος της ίριδας του ματιού.
Μια τρύπα, μια
ημέρα, ένα σημείο.
Είναι συνέχεια η
ίδια; Μικραίνει; Μεγαλώνει; Μετακινείται ή μένει σταθερή; Κανένας πλέον δεν
δίνει σημασία – αφού ο καθρέφτης δεν ράγισε. Είναι απλώς μια τρύπα στον
καθρέφτη. Είναι σαν να μην υπήρχε πάντα ή και να μην υπήρξε ποτέ.
Κανένας δεν έβαλε
το δάχτυλό του πάνω της από φόβο μην κοπεί. Για να μην ραγίσει ο καθρέφτης ή
ίσως και ο ίδιος.
Κανένας – ποτέ –
δεν τόλμησε να την αγγίξει ή να την δει από κοντά.
Κανένας δεν θέλησε
να κοιτάξει μέσα από αυτό το στρογγυλό μάτι.
Μόνο από την άλλη
πλευρά κοιτάζουν.
Συνεχώς κοιτάζουν.»
Οι
«Τελετουργίες» είναι ένα στυλάτο και άκρως συναισθηματικό βιβλίο, που ο
λυρισμός εναλλάσσεται με τον ακραίο ρεαλισμό, ενώ το προσεγμένο και πολύ
δουλεμένο λογοτεχνικό ύφος των δύο συγγραφέων, εντυπωσιάζει με την έμφαση σε
μικρολεπτομέρειες, κινήσεις, βλέμματα, χειρονομίες. Οι 18 ιστορίες εισέρχονται
εντός του αναγνώστη σταδιακά, παρασύροντάς τον σε ένα σύντομο και αλλόκοτο
ταξίδι. Έχουμε μπροστά μας ένα βιβλίο που περισσότερο μπορείς να το αισθανθείς
και κάθε προσπάθεια «ξεκλειδώματός του», το πιθανότερο είναι, να αποδειχθεί
μάταιη, οπότε καλύτερα ο αναγνώστης να αφεθεί στη μαγεία της αφήγησης.
Στο
νου του αναγνώστη, έρχονται ο Γονατάς και ο Καχτίτσης, θραύσματα σουρεαλιστικά
και μια αίσθηση δυστοπίας, αφήνοντας στο τέλος μια γεύση καλά σχεδιασμένης
ημιτελούς και ανολοκλήρωτης διαδρομής, μέσα σε ένα πλαίσιο παραμυθιού, μέσα σε
ένα δάσος φαντασίας και ου-τόπου, χρωμάτων και αισθήσεων, μιας υπαινικτικής
ματιάς σε ένα σύμπαν προσωπικό και ανοιχτό στην ερμηνεία του κάθε αναγνώστη. Το
συγγραφικό δίδυμο των Απατζίδου / Αγγέλη σε αυτό το «αχαρτογράφητο βιβλίο» που
αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα, δίνει πολλές υποσχέσεις για τη συνέχεια.