Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2022 | Permalink
Δύο Ισπανόφωνα νουάρ ("Σχεδόν νεκρή φύση" + "Άγγελοι και Ερημίτες")
 Τα δύο ισπανόφωνα νουάρ που απασχολούν σήμερα το blog, το «ΣΧΕΔΟΝ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ» της Ισπανίδας Carme Riera και το «ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ» του Χιλιανού Ramon Diaz Eterovic, δεν συνιστούν (αυτό που αποκαλείται) «μεγάλη λογοτεχνία», ούτε ενθουσιάζουν με την ποιότητά τους. Είναι δυο αξιοδιάβαστα βιβλία, με τα οποία μπορείς να περάσεις καλά και να προβληματιστείς με το κοινωνικό τους σχόλιο, καθώς αναπαριστούν με ρεαλιστικό τρόπο, πτυχές της κοινωνίας στην οποία τοποθετούν την δράση τους. Ας τα δούμε αναλυτικότερα.


Αφορμώμενη από ένα αληθινό πριστατικό, η Ισπανίδα συγγραφέας και πανεπιστημιακός Carme Riera (1948, Palma de Mallorca), μετά από πολύχρονη διαδρομή στον λογοτεχνικό χώρο και σε διάφορα είδη (όπου βραβεύτηκε για το ιστορικό της – αμετάφραστο στην Ελλάδα – μυθιστόρημα «Dins el darrer blau», γραμμένο στα Καταλανικά), πραγματοποίησε την πρώτη της απόπειρα στο νουάρ μυθιστόρημα, με το «ΣΧΕΔΟΝ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ» («Natura quasi morta»), πρώτο της βιβλίο, που κυκλοφορεί στη χώρα μας, από τις (πολύ καλές) εκδόσεις Carnivora, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη (σελ.309).
 
Η Riera, διδάσκει Ισπανική Φιλολογία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Καταλωνίας, στη Βαρκελώνη. Εκεί τοποθετεί την δράση του εξαιρετικά ενδιαφέροντος μυθιστορήματός της, ενός αιματοβαμμένου νουάρ, που ισορροπεί μεταξύ campus novel και hard-boiled αστυνομικής ιστορίας, η οποία έχει όλα τα στοιχεία ενός αγωνιώδους «whodunit» βιβλίου.


Βρισκόμαστε στο τέλος του 2008 και ένας Ρουμάνος φοιτητής του προγράμματος Erasmus στο Αυτόνομο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, εξαφανίζεται χωρίς να δώσει σημάδια ζωής και οι δυο Ιταλίδες φίλες του (και αυτές στο Erasmus), η Λάουρα με την οποία ο εξαφανισμένος έχει ερωτική σχέση και η Ντομένικα, μαζί με τον ντόπιο φίλο τους και φοιτητή του πανεπιστημίου Μαρσέλ Μπρου, καταγγέλουν το γεγονός στις Αρχές του ιδρύματος. Έχουν ήδη τοιχοκολλήσει αφίσες με το πρόσωπο του εξαφανισμένου και στην αρχή δεν βρίσκουν ιδιαίτερη ανταπόκριση στις εκκλήσεις τους προσπαθώντας, να αναλάβουν δράση προσωπικά. Μόνο η καθηγήτρια Ρόζα Καζασάιας, υπεύθυνη των φοιτητών Erasmus τρέχει για την υπόθεσή τους, ενώ η κοσμήτωρ της σχολής έχει στρέψει το ενδιαφέρον της κυρίως, στις καταλήψεις και τις συγκεντρώσεις των φοιτητών του πανεπιστημίου για μεγαλύτερη δημοκρατία.
 
Η Λάουρα εμφανίζεται σε μια τηλεοπτική εκπομπή, προκαλώντας το ενδιαφέρον των Αρχών και των δημοσιογράφων, αλλά λίγο αργότερα, έχει κι εκείνη με τη σειρά της εξαφανιστεί, κινητοποιώντας πλέον τους πάντες προς αναζήτησή της. Το κατακρεουργημένο πτώμα της, που βρίσκεται πεταμένο σε κοντινό δάσος, καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται απλά για μια υπόθεση «εξαφανίσεων», ενώ η συνέχεια επιβεβαιώνει ότι κάτι σκοτεινό συμβαίνει και πιστεύεται ότι υπάρχει κάποιος «κατά συρροήν» δολοφόνος στο campus.
 

Η συγγραφέας στηρίχτηκε στην (πραγματική) εξαφάνιση του φοιτητή
Erasmus Ρομάν Λανουζέλ, υπόθεση που μέχρι την ώρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο στην Ισπανία ήταν ανοιχτή. Η Ριέρα ακολουθώντας τα βήματα των μεγάλων κλασσικών του νουάρ, χτίζει προσεκτικά την ιστορία της, δημιουργώντας ένταση και αγωνία μέχρι το τέλος, ενώ δεν λείπουν οι κοινωνικές και πολιτικές αιχμές για το εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε τα κοινωνικά σχόλια. Στην ιστορία της, η συγγραφέας αναμειγνύει με ευφυή τρόπο την τέχνη – καθώς τα θέματα με τις «νεκρές φύσεις» του Γερμανού ζωγράφου Γκέοργκ Φλέγκελ δεν δίνουν μόνο τον τίτλο στο βιβλίο αλλά τονίζουν την αντίστιξη ζωής και θανάτου που υπάρχει διάχυτη στο βιβλίο.
 
Ωραίο αν και κάπως επιφανειακό το «ΣΧΕΔΟΝ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ», καθώς δεν υπάρχει ιδιαίτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία με τα εγκλήματα και η περιγραφή του πανεπιστημιακού campus, όπως και η ατμόσφαιρα του ιδρύματος με τους καταπιεσμένους έρωτες και τις διακρίσεις, τις αδικίες και τις αντιθέσεις μεταξύ πανεπιστημιακής αρχής και φοιτητών.
 
Βαθμολογία 80 / 100
 
Περισσότερο αιχμηρό και πολύ πιο ατμοσφαιρικό είναι το Λατινοαμερικάνικο νουάρ «ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ» («Angeles y Solitarios»), του Χιλιανού συγγραφέα Ramon Diaz Eterovic (1956, Punta Arenas), - (εκδόσεις Angelus Novus, μετάφρ. Κ.Ηλιόπουλος, σελ. 318), ενός στιβαρού και πολυεπίπεδου polar (πολιτικοκοινωνικό νουάρ) μυθιστορήματος, με πολλή βία, έξοχη (και βιβλιοφιλική) ατμόσφαιρα και ευδιάκριτο κοινωνικό σχόλιο. Μάλιστα απ’ ότι διαβάζω, ο συγγραφέας καλλιεργεί το είδος της «novella negra», που είναι συγγενές με το polar και είναι χαρακτηριστικό των νουάρ μυθιστορημάτων που μας έρχονται από την Λατινική Αμερική.
 

Τα χρόνια της αιμοσταγούς δικτατορίας του Πινοσέτ, είναι βαθιά χαραγμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο του Χιλιανού λαού. Τα περισσότερα μυθιστορήματα που διαβάζουμε ή οι περισσότερες ταινίες που βλέπουμε από αυτή τη μακρινή (και τόσο ενδιαφέρουσα) χώρα, έχουν μέσα τους στοιχεία (περισσότερα ή λιγότερα) από αυτή την ταραγμένη περίοδο. Σε πρώτο επίπεδο, αυτό δεν συμβαίνει στο «Άγγελοι και Ερημίτες», βιβλίο γραμμένο το 1995, αλλά η εξέλιξη των γεγονότων παραπέμπει στην εποχή εκείνη.
 
Ο Ερέδια (το μικρό του όνομα δεν αναφέρεται ποτέ), είναι ένας μοναχικός και μελαγχολικός ιδιωτικός ντετέκτιβ. Αγαπάει τα βιβλία, τον Μπόρχες, την Χάισμιθ, τον Φιτζέραλντ και τα βιβλία τους (μαζί με εκατοντάδων άλλων) κοσμούν τις βιβλιοθήκες του διαμερίσματος που νοικιάζει. Στο διαμέρισμα έχει και το γραφείο του, ενώ η μοναδική του συντροφιά είναι ο γάτος Σιμενόν, που το όνομά του δείχνει την λατρεία που έχει για τον Γάλλο συγγραφέα. Με τον Σιμενόν «κάνουν» μεγάλες συζητήσεις – και στο βιβλίο χρησιμεύει ως alter ego του ντετέκτιβ, ως η φωνή της συνείδησής του, που τον φέρνει στα ίσια του, όποτε πέφτει στη μελαγχολία. Κάτω από τον Ερέδια, ζει ένας αινιγματικός τυφλός, ο Στίβενς, που διετέλεσε πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών και διατηρεί ακόμα τις επαφές του, γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα.
 
«Ήθελα να αξιοποιήσω το χρόνο μου σε κάτι που θα μ’ έκανε να ξεχάσω. Να περιπλανηθώ στη γειτονιά ή ίσως να δω μια ταινία για να ανακόψω την ορμή του αναπότρεπτου. Αυτή την μπλε φουσκονεριά που με σκέπαζε σαν ιδρώτας αρρώστιας και με υποχρέωνε να δαγκώνω τα χείλη μου για να μην αρπάξω κανέναν από το λαιμό και τον στραπατσάρω για λόγους που ούτε ο ίδιος καταλάβαινα. Ανία, διάθεση να βρίσκομαι κάπου αλλού ή να εξαφανιστώ σε κάποιο χωριουδάκι πλάι στη θάλασσα. Λύσεις κακές και άχρηστες όλες. Κανένας δεν ενθουσιάζεται με ελπίδες στα σαράντα πέντε του χρόνια, ενώ σέρνει πίσω του εσωτερικά πλήγματα, μικρές μα επαναλαμβανόμενες αναλαμπές αισιοδοξίας, αμφιβολίες που ολοένα πυκνώνουν και βαθαίνουν. Ναι, δεν έχω να πω τίποτα. Ακριβώς σαν ήρωας του Ονέτι, ένιωθα τόσο μόνος και τόσο μακριά, όπως πάντα.»
 
Μια μέρα, ο Ερέδια λαμβάνει ένα σημείωμα για να δει μια παλιά του σύντροφο, την οποία αγαπούσε πολύ, την Φερνάντα που ήταν Αργεντινή δημοσιογράφος. Το ραντεβού είναι στο ξενοδοχείο που διαμένει, αλλά δεν προλαβαίνει να τη δει, καθώς τού ανακοινώνεται η αυτοκτονία της με ισχυρή δόση ναρκωτικών. Ο Ερέδια από την αρχή υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά με την ιστορία αυτή – η Φερνάντα που γνώριζε, δεν θα αυτοκτονούσε ποτέ. Κάνοντας τις έρευνές του, πληροφορείται κι ότι, άλλος ένας επισκέπτης του ξενοδοχείου, ένας μυστηριώδης Αμερικανός βρέθηκε νεκρός, έχοντας «αυτοκτονήσει» με τον ίδιο τρόπο, ενώ μια μέρα αργότερα, ένας ομοφυλόφιλος μάγειρας του ξενοδοχείου, βρήκε τον θάνατο. Ο Ερέδια σύντομα ανακαλύπτει ότι η Φερνάντα ερευνούσε το εμπόριο όπλων που είχε ως επίκεντρο την Χιλή και συνεργαζόταν με τον Αμερικανό, με τον οποίο είχε ραντεβού στο ίδιο ξενοδοχείο.


Το κοινωνικό σχόλιο είναι έντονο στο βιβλίο, καθώς περιγράφεται μια κοινωνία όπου όλα είναι πουλημένα στο χρήμα και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Στην έρευνα εμπλέκονται διεφθαρμένοι μπάτσοι, «σταγονίδια» της δικτατορίας του Πινοσέτ, παλιοί βασανιστές, μυστικές υπηρεσίες, ισχυροί επιχειρηματίες, ενώ ο Ερέδια απολαμβάνει την επίσκεψη της μικρής αδερφής ενός παλιού του συναγωνιστή που έχει πεθάνει από χρόνια. Η κοπέλα με το όνομα Γκρισέτα, δεν θα τον βοηθήσει απλά στις έρευνές του, αλλά θα τον κάνει να δει τη ζωή λίγο πιο αισιόδοξα. Το σύστημα όμως είναι εναντίον του Ερέδια, που τολμάει να εισβάλλει σε χωράφια «απαγορευμένα», με ισχυρά κέντρα εξουσίας, την αστυνομία να καθυστερεί τις έρευνες και τους πολιτικούς να παίζουν τα δικά τους παιχνίδια. Βία και αρκετοί νεκροί, ξύλο και ένταση, σε μια ιστορία που ξεκινάει υποτονικά και μονότονα, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε ένα θρίλερ αξιώσεων με πολλές προεκτάσεις.
 
Ο Ετερόβιτς που το υπαρξιακό στυλ του φέρνει έντονα στο μυαλό τον έξοχο Αργεντίνο Osvaldo Soriano, τοποθετεί στο επίκεντρο της ιστορίας του, τον μόνιμο πρωταγωνιστή των βιβλίων του, ντετέκτιβ Ερέδια. Ο Ερέδια είναι ένας (λογοτεχνικά) σαγηνευτικός ντετέκτιβ, κουρασμένος και απογοητευμένος, που θα επιλύσει την υπόθεση, γνωρίζοντας ότι στην ουσία, τα παράκεντρα εξουσίας στη χώρα είναι ανίκητα. Θα χάσει ανθρώπους αγαπημένους αλλά θα βγει νικητής. Το «Άγγελοι και Ερημίτες», είναι ένα ωραίο ρεαλιστικό νουάρ, που παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον για το εμπόριο όπλων μέσω της Χιλής, για την ελεγειακή του ατμόσφαιρα, αλλά και για την διάχυτη βιβλιοφιλία που το κατακλύζει.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2022 | Permalink
Mario de Sa-Carneiro, "Παραφροσύνη..."
Ο Mario de Sa-Carneiro (1890 Λισαβόνα – 1916 Παρίσι), είναι μια μοναδική περίπτωση συγγραφέα που δυστυχώς στη χώρα μας είναι ουσιαστικά άγνωστος, παρά την έκδοση πριν από δέκα χρόνια (το 2012), του (θεωρούμενου ως) καλύτερου έργου του, με τίτλο «Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΣΙΟ» από τις εκδόσεις Νήσος (σε ωραία μετάφραση του Κ.Ηλιόπουλου)∙ βιβλίου που έφτασε να πουλιέται στο παζάρι βιβλίου στη μισή του τιμή, λόγω (υποθέτω) μειωμένης ζήτησης. Ο Πορτογάλος συγγραφέας, ευτύχησε να επανεκδοθεί στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Στιγμός/Ευρασία, με τη νουβέλα του «ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ…» («LOUCURA…»), σε (εξαιρετική) μετάφραση (και πρόλογο) της Μαρίας Παπαδήμα (σελ.120), έκδοση που περιέχει και την αποχαιρετιστήρια επιστολή του αυτόχειρα συγγραφέα προς τον Φερνάντο Πεσσόα.


 
Διαβάζοντας Σα-Καρνέιρο, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα έργο του Πεσσόα. Οι δύο άντρες ήταν επιστήθιοι φίλοι, παρά την σύντομη διάρκεια της γνωριμίας τους (μόνο τέσσερα χρόνια – από το 1912 έως το 1916). Συνεργάστηκαν στην έκδοση του πρωτοποριακού περιοδικού Orpheu (μόνο δύο τεύχη πρόλαβαν να βγουν μετά την απόσυρση της οικονομικής υποστήριξης από τον πατέρα του Σα-Καρνέιρο). Ο Πεσσόα δημιούργησε έναν ετερώνυμο, τον ποιητή Καέιρο για να κάνει πλάκα στον φίλο του – εξάλλου κι ο Σα-Καρνέιρο σαν ετερώνυμος του Πεσσόα μοιάζει, σε ένα εξαίσιο λογοτεχνικό παιχνίδι ταυτοτήτων που είναι πάντα ιδιαίτερα σαγηνευτικό.
 
Η ίδια όμως η ζωή του Σα-Καρνέιρο δεν ήταν και τόσο «σαγηνευτική». Ο συγγραφέας αυτοκτόνησε στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 26 ετών, με τραγικό τρόπο (δηλητηριάστηκε με στρυχνίνη σε ένα ξενοδοχείο που διέμενε) – ενέργεια που είχε προαναγγείλει στον Πεσσόα ένα μήνα πριν (το γράμμα που παρατίθεται στο τέλος της ωραίας έκδοσης του Στιγμού). Η ζωή του ήταν γεμάτη από άγχος και ψυχολογικές μεταπτώσεις. Είχε χάσει τη μητέρα του πολύ μικρός και μεγάλωνε με νταντάδες αφού (ο ανώτερος στρατιωτικός) πατέρας του, ήταν μονίμως απών. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με το Παρίσι που το αγαπούσε πολύ και το επίλεξε ως τόπο θανάτου του, στέλνοντας αποχαιρετιστήριες επιστολές σε όλους πριν από το γεγονός αυτό. Ο Πεσσόα συγκλονισμένος από την αυτοκτονία του φίλου του, έγραψε λίγο αργότερα τη φράση «Πεθαίνει νέος αυτός που αγαπούν οι θεοί».
 
Η «Παραφροσύνη…» είναι ένα μεγάλο διήγημα που γράφτηκε το 1910, που άνοιγε τη συλλογή του Σα-Καρνέιρο με τίτλο «Principio», η οποία εκδόθηκε το 1912. Στην «Παραφροσύνη…», ο ανώνυμος αφηγητής, περιγράφει την πορεία τού φίλου του, Ραούλ Βιλάρ, ενός διάσημου γλύπτη, προς την τρέλα και τελικά την αυτοκτονία. Ο Ραούλ Βιλάρ ήταν ένας δυσνόητος άνθρωπος, που παρά την έμφυτη δυσκολία που είχε στην επικοινωνία με τους υπόλοιπους ανθρώπους, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη φιλία με τον αφηγητή που τον θαύμαζε και τον αγαπούσε. Παρά τις εκκεντρικές του ιδέες και το νοιάξιμο μόνο για την τέχνη του, ο Βιλάρ απολάμβανε την δημοφιλία του κοινού με τις όμορφες γλυπτικές του συνθέσεις ενώ (παρά την απέχθειά του για τις ερωτικές σχέσεις), θα ανακαλύψει τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης Μαρσέλα, με την οποία θα ζήσει έναν ποιητικό, παράφορο και άνευ ορίων έρωτα. Ο Βιλάρ και η Μαρσέλα παντρεύονται και συνεχίζουν να ζουν τον θυελλώδη δεσμό τους, σαν να βρίσκονται μόνοι στον κόσμο, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής. Ο Βιλάρ βρίσκεται σε καλλιτεχνική και προσωπική άνθηση, ενώ την ίδια εποχή, αναπτύσσει εμμονές για τον έρωτα εκείνης προς αυτόν, ιδέες ιδιόρρυθμες περί επιβολής στους άλλους, που τον οδηγούν σε μονοπάτια παραφροσύνης.
 
«Παραφροσύνη; Αλλά τελικά τι είναι παραφροσύνη;… Ένα αίνιγμα… Γι’ αυτό ακριβώς τα αινιγματικά, τα ακατανόητα άτομα τα αποκαλούμε παράφρονες…
Κατά βάθος, η παραφροσύνη, όπως τόσα άλλα πράγματα, είναι θέμα πλειονότητας. Η ζωή είναι μια σύμβαση: αυτό είναι κόκκινο, εκείνο είναι λευκό, μόνο και μόνο γιατί αποφασίσαμε να ονομάζουμε το χρώμα αυτού του πράγματος κόκκινο και του άλλου λευκό. Η πλειονότητα των ανθρώπων υιοθετεί ένα καθορισμένο σύστημα συμβάσεων: είναι οι λογικοί…
Αντιθέτως ένας μικρός αριθμός ατόμων βλέπει τα αντικείμενα με άλλα μάτια, τα ονομάζει με άλλα ονόματα, σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο, αντιμετωπίζει τη ζωή αλλιώς. Καθώς είναι μειονότητα, είναι τρελοί…
Ωστόσο, αν μια μέρα η τύχη ευνοούσε τους παράφρονες, αν ο αριθμός τους ήταν ο μεγαλύτερος και το είδος της παραφροσύνης τους ταυτόσημο, αυτοί θα περνούσαν για λογικοί: Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, λέει η παροιμία∙ στους τρελούς, ο λογικός είναι ο τρελός συμπεραίνω εγώ.
Ο φίλος μου δεν σκεφτόταν σαν όλο τον κόσμο… Δεν τον καταλάβαινα: τον έλεγα τρελό…
Αυτό είναι όλο.»
 
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ελλειπτικό ύφος ∙ το βιβλίο είναι γεμάτο αποσιωπητικά (ακόμα και ο τίτλος του έχει), γεγονός που ενισχύει την αμφισημία της ιστορίας που περιγράφει. Ο καλλιτέχνης «πλάθει» το δημιούργημά του ως τέλειο αλλά δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος αυτού του αριστουργήματος, δεν μπορεί να διαχειρισθεί τα συναισθήματα που του προκαλεί∙ όλα αυτά τον υπερβαίνουν. Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Σα-Καρνέιρο, η τέχνη και η ομορφιά είναι πάνω απ’ όλα, και ο εραστής αυτών των δύο, οφείλει να πεθάνει νέος, να μη γεράσει, να μη δει το δικό του σώμα και της αγαπημένης του να παρακμάζει – η ομορφιά πρέπει να μείνει αιώνια και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον θάνατο.


Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός της «προφητικότητας» του διηγήματος, με την αυτοχειρία του συγγραφέα. Στην «Παραφροσύνη» ο Βιλάρ αυτοκτονεί καταπίνοντας βιτριόλι, ο Σα-Καρνέιρο θα χρησιμοποιήσει στρυχνίνη. Όπως κι ο ήρωας του, ο συγγραφέας βλέπει το αδιέξοδο στην τέχνη του η οποία τον πνίγει, αδυνατώντας να αντιπαλέψει τις κοινωνικές συμβάσεις που αποδεικνύονται ισχυρότερες. Έμμεση κριτική της συντηρητικής κι επαρχιώτικης Πορτογαλικής κοινωνίας της εποχής, αλλά και προβληματισμός πάνω στα όρια της Δημιουργίας και στους περιορισμούς της Τέχνης, η «Παραφροσύνη…» είναι ένα έξοχο και πολύτιμο μικρό βιβλιαράκι.
 
Παρότι το έργο του Σα-Καρνέιρο θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό του λογοτεχνικού ρεύματος «της παρακμής», που ονομάστηκε «Decadentismo», μαζί με τον Φ.Πεσσόα θεωρούνται πλέον εισηγητές του «Μοντερνισμού» στην λογοτεχνία της χώρας τους. Ο Πεσσόα δεν θα συνέλθει ποτέ από τον χαμό του στενού του φίλου και όπως γράφει η (πάντα καίρια) Μαρία Παπαδήμα στον κατατοπιστικότατο πρόλογο του βιβλίου: «Ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του (1934), ο Πεσσόα θα του απευθύνει χαιρετισμό με το ποίημα που τιτλοφορείται «Σα-Καρνέιρο» προκειμένου να δημοσιευτεί «στο τεύχος εκείνο του Orpheu που θα είναι καμωμένο από ήλιους και αστέρια σε έναν καινούργιο κόσμο», προαναγγέλοντας έτσι τη συνάντησή τους στον «πελώριο σιδηροδρομικό σταθμό όπου κουμάντο κάνει ο θεός»:
Ωστόσο, τι κι αν σε υπερταχεία
ταξιδεύεις, και πριν από μένα είσαι
στο τελικό σταθμό του παντός, να’ μαι κι εγώ
σ’ αυτόν τον πηγαιμό που είναι γυρισμός.»
 
Βαθμολογία 85 / 100 


 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2022 | Permalink
Evelyn Waugh "Μια χούφτα σκόνη"
Ένας από τους σπουδαιότερους Βρετανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ήταν ο Evelyn Waugh (γεννηθείς ως Arthur Evelyn St. John Waugh το 1903 στο Λονδίνο – 1966, Somerset), που είναι μάλλον άγνωστος στη χώρα μας, παρά τη μεγάλη επιτυχία του αριστουργήματος του «Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ» την δεκαετία του ’80 ως τηλεοπτική σειρά (που προβλήθηκε τότε από την ελληνική τηλεόραση) και αργότερα ως βιβλίου (από τις εκδόσεις Νεφέλη). Η έκδοση ενός από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Waugh, του εξαιρετικού «ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΚΟΝΗ» («A handful of dust»), από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina), σε έξοχη μετάφραση της (πάντα καλής) Παλμ. Ισμυρίδου (σελ.374), έρχεται να συστήσει ξανά στο ελληνικό κοινό, έναν στυλίστα συγγραφέα που στα βιβλία του μπορείς να βρεις την αληθινή Λογοτεχνία.


Ο Γουό, ακολούθησε την παράδοση των μεγάλων Βρετανών συγγραφέων που χρησιμοποιούν την κυνική σάτιρα για να περιγράψουν κοινωνικές καταστάσεις, όπως οι Τσώσερ, Τζόνσον, Φίλντιγκ, Ντίκενς. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι οι περισσότεροι από τους ανωτέρω ήταν Καθολικοί, όπως και ο Γουό (και ο έτερος σπουδαίος Graham Greene). Στο «Μια χούφτα σκόνη», ο Γουό ξεφεύγει όμως από το τελείως σατυρικό ύφος των προηγούμενων μυθιστορημάτων του, διατηρώντας αρκετά στοιχεία αλλά προσθέτοντας το υπαρξιακό δράμα που διακρίνεται έντονα στην ιστορία που περιγράφει. Με σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το μυθιστόρημα ως «dramedie» (μια μίξη σάτιρας και δράματος).
 
Το μυθιστόρημα του Waugh, διαδραματίζεται την δεκαετία του ’30 και οι κεντρικοί του χαρακτήρες είναι το ζευγάρι του Τόνι Λαστ και της Μπρέντα που ζουν σε έναν Βικτωριανό (γκόθικ) πύργο στην επαρχία. Ο παλαιός πύργος χωρίς πολλές ανέσεις που δείχνει πλέον τα χρόνια του, και η συντήρησή του, φαίνεται να είναι το μοναδικό ενδιαφέρον του Τόνι, που για να μπορέσει να τον ανακαινίσει κάνει αιματηρές οικονομίες στην κοινωνική τους ζωή. Το ζευγάρι έχει ένα πανέξυπνο εξάχρονο γιο, τον Τζον Άντριου, ενώ φιλοξενούν σε τακτά χρονικά διαστήματα διάφορους κοσμικούς «φίλους» από το Λονδίνο για το weekend.
 
« «Αλλά δεν συμπαθείτε το σπίτι;»
« «Εγώ; Το απεχθάνομαι… δηλαδή, δεν το εννοώ στ’ αλήθεια, μα ώρες ώρες εύχομαι να μην ήταν, στο σύνολό του, ακόμα και η παραμικρή γωνιά του, τόσο αποκρουστικό. Φυσικά, θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να το πω στον Τόνι. Εννοείται ότι δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε αλλού. Έχει λόξα με το σπίτι… Παράξενο, αλήθεια. Στην οικογένειά μου, κανένας δεν νοιάστηκε όταν ο αδελφός μου ο Ρέτζι πούλησε το πατρικό μας – και να σκεφθείτε ότι ήταν έργο του Βάνμπρο. Φαντάζομαι ότι είμαστε τυχεροί που διαθέτουμε τα μέσα να το συντηρούμε. Δεν διανοείστε πόσο κοστίζει η ζωή εδώ. Αν δεν ήταν το σπίτι, θα ήμασταν πάμπλουτοι. Αλλά, βλέπετε, διατηρούμε δεκαπέντε εσωτερικούς υπηρέτες, χωρίς να υπολογίσω τους κηπουρούς, τους ξυλουργούς, έναν νυχτοφύλακα, τους εργάτες του αγροκτήματος και τα παράξενα ανθρωπάκια ου διαρκώς εμφανίζονται στα καλά καθούμενα για να κουρδίσουν τα ρολόγια, να μαγειρέψουν τα λογιστικά βιβλία και να καθαρίσουν την τάφρο – και να σκεφτεί κανείς, πως ο Τόνι κι εγώ προσπαθούμε να υπολογίσουμε αν μας συμφέρει να ταξιδέψουμε στο Λονδίνο με το αυτοκίνητο ή αν είναι φθηνότερο να αγοράσουμε εισιτήριο με έπιστροφή ώστε να επωφεληθούμε από την έκπτωση… Δεν θα με πείραζε τόσο αν ήταν ένα αληθινά όμορφο σπίτι – όπως το πατρικό μου, λόγου χάρη – αλλά, φυσικά, ο Τόνι έχει μεγαλώσει εδώ και τα βλέπει όλα με τελείως άλλο μάτι…» »
 
Ένας από αυτούς που φιλοξενούν για δυο μέρες, είναι ο νεαρός προικοθήρας και σχετικά αδιάφορος Τζον Μπίβερ, του οποίου η παμπόνηρη μητέρα, νοίκιαζε μικρά διαμερίσματα στο κέντρο του Λονδίνου. Η Μπρέντα έλκεται από το ενδιαφέρον του Μπίβερ για εκείνη, και βρίσκει δικαιολογίες να πηγαινοέρχεται στο Λονδίνο, με την ερωτική σχέση να έρχεται με μεγάλη ευκολία – λίγο σαν κοσμικό παιχνίδι. Δεν περνάει από το μυαλό του Τόνι ότι η σύζυγός του τον απατάει, ενώ όλο το κοσμικό Λονδίνο βοά από τις φήμες.
 
Ένα όμως τραγικό γεγονός, ο θάνατος από ατύχημα του μικρού Τζον Άντριου, θα επιφέρει κοσμογονικές αλλαγές. Η Μπρέντα ζητάει διαζύγιο, το οποίο βάσει της τότε νομοθεσίας, πρέπει να βγει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εξευτελιστικές και για τους δύο. Παρά την αρχική τους συμφωνία για ένα συγκεκριμένο ετήσιο ποσό διατροφής, η Μπρέντα καθοδηγούμενη από την οικογένειά της και τους δικηγόρους της, απαιτεί όλο και περισσότερα, φθάνοντας τον (μέχρι τότε υπομονετικό) Τόνι στα όριά του. Ο Τόνι αρνείται τον νέο συμβιβασμό και αποφασίζει να φύγει μακριά, ακολουθώντας έναν τυχοδιώκτη στην αναζήτηση μιας χαμένης Πολιτείας στον Αμαζόνιο, ανατρέποντας τα πάντα στη ζωή του.
 
«Ο Τόνι δεν κοιμόταν πολύ τελευταία. Όταν βρισκόταν μόνος, άθελά του εξέταζε νοερά όλα όσα είχαν συμβεί μετά την επίσκεψη του Μπίβερ στο Χέτον ∙ αναζητούσε σημάδια που ενδέχεται να τού είχαν διαφύγει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ∙ αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να είχε πει ή να είχε κάνει κάτι που ίσως θα είχε επηρεάσει την εξέλιξη των γεγονότων ∙ ανακαλούσε στη μνήμη τον καιρό της πρώτης του γνωριμίας με την Μπρέντα, προκειμένου να βρει ενδείξεις που θα έπρεπε να τον είχαν προϊδεάσει για τη μεταστροφή της ∙ εξέταζε ένα-ένα τα στάδια των τελευταίων οκτώ χρόνων της ζωής του. Όλα αυτά τον κρατούσαν άγρυπνο.»
 
Μυθιστόρημα με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία το «Μια χούφτα σκόνη» – ο Γουό είχε χωρίσει πριν από λίγα χρόνια από την πρώτη του σύζυγο Ήβλιν (το ζευγάρι είχε το ίδιο όνομα, στους δε κύκλους τους, αποκαλούντο «He Evelyn, She Evelyn»!), περνώντας μια μεγάλη προσωπική κρίση, η οποία τον οδήγησε στον Καθολικισμό. Παρά τον αρχικά ανάλαφρο τόνο του βιβλίου, όπου οι πρώτες 80 περίπου σελίδες οδηγούν τον αναγνώστη στην αίσθηση ότι διαβάζει ένα «cocktail novel», η συνέχεια είναι διαφορετική. Αρχικά, ο συγγραφέας με πλήρη έλεγχο του ρυθμού, επιλέγει να μαθαίνουμε για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, μέσα από τα λόγια (τις κουβέντες σαν «small-talk») των τριγύρω τους, συχνά υπό μορφή κουτσομπολιού. Οι χαρακτήρες χτίζονται και ολοκληρώνονται μέσα από σατυρικές σκηνές, ενώ η έμφαση δίνεται στη σχέση του ζεύγους Τόνι-Μπρέντα, οι οποίοι δεν έχουν κάποιον ισχυρό δέσιμο, το μόνο που τους ενώνει είναι ο γιος τους και η διατήρηση του αριστοκρατικού status του Τόνι ως μεγαλοκτηματία της περιοχής.
 

Το «Μια χούφτα σκόνη», όπως ακριβώς και η «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, που στίχος του δίνει τον τίτλο του βιβλίου: «…μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο» (από την απόδοση του Γ.Σεφέρη), απεικονίζει την «ερημιά» της κοινωνίας του μεσοπολέμου. Στο βιβλίο, περιγράφεται το τέλος μιας εποχής μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο, όπου παρακμάζει η μεγαλοαστική τάξη, οι μεγάλες ιδιοκτησίες είναι σχεδόν αδύνατο να συντηρηθούν και ένας νέος κόσμος οικοδομείται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται και τα δεδομένα μετατρέπονται. Οι άνθρωποι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην επιφάνεια παρά στην ουσία, διατηρώντας μια επίφαση καλών τρόπων, όπου όμως υπόγεια, μαίνεται ένας πόλεμος. Οι χαρακτήρες των Μπρέντα, Μπίβερ είναι αρχετυπικοί του κλίματος αυτού με τον Τόνι να βρίσκεται όλο και πιο βαθειά αγκιστρωμένος στην παλιά κοινωνία. Ο Τόνι είναι ο εκπρόσωπος της παλιάς Βικτωριανής Αγγλίας του 19ου αιώνα, η οποία εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Ο Τόνι θέλει να διατηρήσει τον παλαιό πύργο που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ακατοίκητος, έχει μια στρατιά υπηρέτες, ιπποκόμους κλπ, κάνοντας θυσίες στην προσωπική του ζωή, στην καθημερινότητά του. Η Μπρέντα, μια γυναίκα χωρίς συναισθήματα, ένας άνθρωπος που το μόνο που τον νοιάζει είναι να περνάει καλά, ασφυκτιά μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ψάχνει για περιπέτειες, διψάει για κοσμικότητες και διασκεδάσεις, είναι αδύνατο να μείνουν μαζί, και αρκεί ένα γεγονός για να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
 
Ο Γουό, χρησιμοποιεί την κυνική σάτιρα για να κριτικάρει τον Βρετανικό τρόπο ζωής, ενώ περιγράφει με ζωντάνια και σαφήνεια, την «πτώση» αλλά και το «ξύπνημα» ενός ανθρώπου στην αρχή αφελούς που βλέπει τον κόσμο του να διαλύεται και τις (μέχρι τότε) σταθερές του να καταρρέουν. Ο Τόνι θα προσγειωθεί ανώμαλα και μόνο τότε θα αφυπνισθεί, δίνοντας ένα νέο ενδιαφέρον στη ζωή του με την περιπέτεια της Λατινικής Αμερικής – άλλο ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο του βιβλίου, καθώς ο Γουό μετά το διαζύγιό του, είχε περάσει αρκετό χρόνο σε αυτή την ήπειρο.
 
«Ξαφνικά, είχαν ξεκαθαριστεί μέσα του πολλά από αυτά που τον προβλημάτιζαν. Είχε έρθει το τέλος ενός ολόκληρου γοτθικού σύμπαντος… Τέρμα οι γυαλιστερές πανοπλίες στα ξέφωτα του δάσους, τέρμα τα κεντητά πασούμια πάνω στα πράσινα λιβάδια ∙ οι κρεμ και οι πιτσιλωτοί μονόκεροι είχαν δραπετεύσει…»
 
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου (περίπου το τελευταίο τρίτο του), περιγράφει τις περιπέτειες του Τόνι, που φεύγει για να βρει μια χαμένη πολιτεία. Και είναι εκεί, όπου το μυθιστόρημα «απογειώνεται» και αλλάζει ύφος, με επιρροές από την «Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ. Η αλλαγή (εν μέρει ακατανόητη) του Τόνι, εξηγείται μόνο με την μεταστροφή του συγγραφέα στον Καθολικισμό. Η έννοια της «Λύτρωσης» που χρησιμεύει για να τονίσει τον επαναπροσδιορισμό του ατόμου και την αλλαγή στον τρόπο ζωής του, που περνάει μέσα από την «αυτοτιμωρία» αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή του ήρωα, που από υποχωρητικός και προβλέψιμος, αδιάφορος και τυπολάτρης μετατρέπεται σε άνθρωπο της περιπέτειας (στοιχείο έμφυτο στους Άγγλους – μη το ξεχνάμε), όπου η αναζήτηση εαυτού συνδυάζεται με την πλήρη ανατροπή της ζωής του.
 
Η αναζήτηση της «χαμένης πόλης των Ίνκας» στα βάθη του Αμαζονίου, είναι το Ελντοράντο αλλά και το Holy Grail (το «ιερό δισκοπότηρο»), εκφράζοντας το πνεύμα του Καθολικισμού, ότι δηλαδή, ο άνθρωπος είναι, «εξόριστος», ένας «αιώνιος Προσκυνητής» που αναζητά την «Πόλη του Θεού» ως «σωτηρία» και «λύτρωση». Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο βιβλίο. Από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων του έως τους εκπληκτικούς διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Το συγκλονιστικό φινάλε του βιβλίου – που αφήνει τον αναγνώστη με ανοιχτό στόμα – έρχεται να επιβεβαιώσει με τον πιο εμφαντικό τρόπο, την αξία αυτού του μυθιστορήματος.
 
Το «Μια χούφτα σκόνη» (που μεταφέρθηκε αξιοπρεπώς στη μεγάλη οθόνη), είναι ένα θαυμάσιο και ιδιαίτερα οξυδερκές μυθιστόρημα που αναδεικνύει το στιλάτο ύφος του Evelyn Waugh. Όπως είναι γνωστό, η ιδέα ξεκίνησε από ένα διήγημα του συγγραφέα που δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό, με τον τίτλο «The Man who liked Dickens» που έγραψε στο ταξίδι του στην Βραζιλία. Ο Γουό, σκέφτηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα που εξηγούσε πως έφτασε ο ήρωας του διηγήματος στην Βραζιλία, πλέκοντας μια ιστορία από την αρχή. Έτσι εξηγείται και το εναλλακτικό τέλος που υπάρχει στο επίμετρο του βιβλίου, καθώς το διήγημα δεν μπορούσε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Harpers Bazaar, που πρωτοδημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2022 | Permalink
"Εκμηδένιση"
Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι (ζώντες) συγγραφείς, που απολαμβάνουν την δημοτικότητα και την αναγνωρισιμότητα του Michel Houellebecq (1956 Σεν Πιερ, Ρεϋνιόν), ο οποίος, αποτελεί μια μοναδική περίπτωση συγγραφέα, που το όνομά του (η προσωπικότητά του) υπερβαίνει τη φήμη των βιβλίων του. Προκλητικός και εκκεντρικός, χρησιμοποιεί τα όπλα του marketing, με τον ιδανικότερο τρόπο, καλλιεργώντας με κάθε νέο του βιβλίο προσδοκίες, εξιτάροντας τους βιβλιόφιλους που, είτε τον αγαπούν, είτε τον μισούν, περιμένουν με ενδιαφέρον κάθε νέο του μυθιστόρημα. Αυτό συνέβη και με το τελευταίο του βιβλίο, την «ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ» («Aneantir»), που κυκλοφόρησε στην Γαλλία λίγους μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές, αλλά και σχεδόν ταυτόχρονα στις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου, και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία (μετάφρ. Γ. Καράμπελας, σελ. 657).


Το πολυαναμενόμενο λοιπόν, όγδοο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα (και κατά δήλωσή του, το τελευταίο που πρόκειται να γράψει), είναι ένα ιδιαίτερα ογκώδες μυθιστόρημα, όχι τόσο (σχεδόν καθόλου) προκλητικό, εμφανώς άνισο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον, σαγηνευτικό (όπως όλα τα βιβλία του άλλωστε) που ρέει, το οποίο προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών έως περίπου την μέση του, μόλις όμως σταθεροποιείται και η μορφή του γίνεται όλο και πιο υπαρξιακή, καταλήγει εντυπωσιακά με ελεγειακό τρόπο.
 
Όπως και στη «Σεροτονίνη» ο συγγραφέας τοποθετεί την δράση του βιβλίου, στο άμεσο μέλλον και πιο συγκεκριμένα στους τελευταίους μήνες του 2026 και λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 2027. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε δυο άξονες, καθώς από τη μια έχουμε μια σειρά ψηφιακών επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, που από πολύ καλά κατασκευασμένα βίντεο, περνάμε σε απεικονίσεις τρομοκρατικών επιθέσεων σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ποιος φτιάχνει αυτά τα ανώνυμα βίντεο που διαχέονται στα κοινωνικά δίκτυα; Οι Γαλλικές μυστικές υπηρεσίες που ασχολούνται, στην αρχή αντιμετωπίζουν το θέμα υποτονικά, αργότερα βλέπουν την σοβαρότητά του.
 
Ένα από τα «θύματα» των κυβερνοεπιθέσεων, με ένα αριστοτεχνικά μονταρισμένο βίντεο που δείχνει τον αποκεφαλισμό του, είναι ο Μπρυνό Ζυζ, ο υπουργός Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας και Προϋπολογισμού της χώρας και ίσως ο πιο επιτυχημένος υπουργός της κυβέρνησης και ένα από τα φαβορί να διαδεχθεί τον δημοφιλή Πρόεδρο που διανύει τους τελευταίους μήνες της δεύτερης θητείας του. Ο Μπρυνό τεχνοκράτης και εργασιομανής θεωρείται υπεύθυνος για την οικονομική και τεχνολογική αναγέννηση της χώρας. Δεξί του χέρι, είναι ο πενηντάρης Πωλ Ραιζόν, ένας μοναχικός άνθρωπος που απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης του προϊστάμενού του. Ο Πωλ Ραιζόν θα είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, όπου γύρω από αυτόν, την πολιτική καριέρα του υπουργού και την οικογένειά του, θα χτίσει ο Ουελμπέκ τον δεύτερο άξονα του βιβλίου του, που αργά αλλά σταθερά υπερκαλύπτει τον πρώτο έως ότου τον εξαφανίσει τελείως (και μάλλον αναίτια).
 
Ο Πωλ Ραιζόν βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, δεν έχει επικοινωνία με την σύζυγό του Πρυντάνς (που εμφανισιακά φέρνει στην Κάρι-Αν Μος, την πρωταγωνίστρια του Matrix – ομοιότητα καθόλου τυχαία, αφού ο Πωλ είχε την ταινία ως αφίσα στο παιδικό του δωμάτιο), αλλά ζουν μαζί σε ένα τεράστιο και μοδάτο διαμέρισμα. Εκείνη έχει γίνει φανατική βίγκαν, ενώ ασχολείται και με μια εναλλακτική οργάνωση – ουσιαστικά μια οικολογική σέχτα. Ο γάμος τους έχει ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης και σε αυτό υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία με τον γάμο του Μπρυνό Ζυζ που έχει ουσιαστικά διαλυθεί, με αποτέλεσμα ο υπουργός να έχει μετατρέψει ένα μέρος του κυβερνητικού γραφείου σε υπνοδωμάτιο.
 
«Ο ανθρώπινος κόσμος του φάνηκε και του ίδιου να αποτελείται από μικρές κουράδες, εγωιστικές, ασύνδετες, πότε πότε οι κουράδες ερεθίζονταν κι έσμιγαν με τον τρόπο τους, καθεμιά στον τομέα της, έτσι γεννιούνταν κι άλλες κουράδες μικρούτσικες κι αυτές.»
 
Η ζωή του Πωλ Ραιζόν, θα αλλάξει όταν, θα ενημερωθεί πως ο πατέρας του, που ζει έξω από την Λυών, πρώην σημαντικό στέλεχος των Γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, έπαθε εγκεφαλικό και είναι σε κώμα. Στο πλευρό του βρίσκεται ήδη η αδελφή του Πωλ, η Σεσίλ με τον συμβολαιογράφο (αλλά πλέον άνεργο και ακροδεξιό) σύζυγό της. Η Σεσίλ έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στην θρησκεία ως φανατική Χριστιανή. Μαζί με την Μαντλέν, την σύντροφο του πατέρα τους φροντίζουν τον άρρωστο, ενώ στην εικόνα εισέρχεται και ο αρκετά μικρότερος αδελφός τους ο Ωρελιάν που είναι συντηρητής έργων τέχνης, ζει στο Παρίσι, με ελάχιστη επικοινωνία όλα αυτά τα χρόνια με τα δυο μεγαλύτερά του αδέλφια. Ο Ωρελιάν είναι παντρεμένος με μια αδίστακτη και αντιπαθέστατη δημοσιογράφο, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, την Ίντυ, η οποία είχε επιλέξει να μείνει έγκυος με τεχνητή γονιμοποίηση, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, φέρνοντας στον κόσμο ένα μαύρο παιδί, που πλέον είναι εννέα ετών και ασχολείται συνεχώς με τα ηλεκτρονικά του γκάτζετς.
 
Το σκηνικό για μια τέλεια Ουελμπεκική κατάσταση έχει πλέον τεθεί. Μοναχικοί και προβληματικοί άντρες, ουδεμία συνεννόηση με το άλλο φύλο, σε οικογενειακά και επαγγελματικά αδιέξοδα, ενώ γύρω τους επικρατεί το χάος στην πολιτική σκηνή και ο κόσμος αλλάζει διαρκώς.
 
Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος άξονας του βιβλίου, που συν τω χρόνω, θα αναδειχθεί στο προσκήνιο ∙ η πολιτική. Στις επερχόμενες εκλογές, ο παρών (δημοφιλέστατος) Πρόεδρος βάσει του εκλογικού νόμου, δεν μπορεί να βάλει υποψηφιότητα για τρίτη φορά, αλλά του δίνεται το δικαίωμα να επανέλθει αν θέλει αμέσως μετά. Επιλέγει λοιπόν ως διάδοχό του, έναν προβεβλημένο τηλεοπτικό αστέρα που ξεκίνησε λίγο περίεργα την καριέρα του, αλλά αργότερα το προφίλ του σοβάρεψε, αντί του Μπρυνό Ζυζ, ο οποίος όμως θα αποτελεί το ισχυρό όπλο του κόμματος για να υπάρξει συνέχεια στην διακυβέρνηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Πρόεδρος θα μπορέσει ως άλλος Πούτιν, να επανέλθει στις μεθεπόμενες εκλογές για άλλες δύο θητείες.
 
Ο Μπρυνό πλέον ασχολείται με τις εκλογές, μαζί με μια ομάδα συμβούλων, και ο Πωλ Ραιζόν περνάει σε δεύτερη μοίρα στο προεκλογικό περιβάλλον του, κάτι που δίνει στον τελευταίο την δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με τον πατέρα του, που δείχνει να συνέρχεται κάπως και έτσι περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στην επαρχία μαζί του. Διαπιστώνει ότι δεν γνώριζε τίποτα για τον πατέρα του και είναι πολύ αργά πλέον για να μάθει, αφού στην καλύτερη, εκείνος μπορεί μόνο να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του αν συμφωνεί ή όχι. Διαπιστώνει επίσης, ότι δεν γνώριζε τίποτα για τα αδέλφια του, ενώ βλέπει ότι η Πρυντάνς έρχεται πιο κοντά του, με τον γάμο του να ξαναζωντανεύει.
Ο Πωλ που όλα αυτά τα χρόνια βλέπει κάτι περίεργα όνειρα με εκείνον σε διάφορους ρόλους (σταρ, μαχητής, εραστής και άλλα), ανακαλύπτει στα χαρτιά του πατέρα του, κάποια ακατανόητα σκίτσα με ένα αρκτικόλεξο που παραπέμπει στην υπογραφή των ψηφιακών τρομοκρατών. Τι γνώριζε ο πατέρας του; Θα δώσει τα χαρτιά αυτά, στις μυστικές υπηρεσίες οδηγώντας τις έρευνες προς την επίλυση του γρίφου, ενώ και η σχέση του με την Πρυντάνς θα περάσει στο στάδιο της πλήρους ανανέωσης, χωρίς να γνωρίζει τι τον περιμένει στη συνέχεια.
 
«Τι νόημα έχει να βάζεις 5G αν απλώς δεν καταφέρνεις πια να έρθεις σε επαφή, να κάνεις τις βασικές ενέργειες, αυτές που επιτρέπουν στο ανθρώπινο είδος να αναπαράγεται, αυτές που επιτρέπουν επίσης καμιά φορά, να είναι ευτυχισμένο;»


Το βιβλίο ξεκινάει σαν κατασκοπικό θρίλερ, συνεχίζεται ως οικογενειακή saga (κάποιοι κακεντρεχείς θα πουν «σαπουνόπερα»), για να συνεχιστεί ως υπαρξιακό δράμα. Η αμηχανία και το «βαρυφόρτωμα» των πρώτων 100 σελίδων, με κυβερνοεπιθέσεις, γραφειοκρατικά παιχνίδια και βυζαντινισμούς, με συνοδεία ανδρικής απελπισίας, δίνουν τη θέση τους σε σπαρακτικές εικόνες αυτοκαταστροφής, μοναξιάς και έντασης, για να καταλήξουμε σε ένα ελεγειακό κείμενο, που όπως στις περισσότερες δημιουργίες του Γάλλου συγγραφέα, δεν τελειώνει ευχάριστα.
 
Οι παραπομπές σε πρόσωπα και πράγματα της Γαλλικής πολιτικής επικαιρότητας είναι σαφείς στο βιβλίο. Ο Πρόεδρος που δεν θέλει να αφήσει την καρέκλα του και συνωμοτεί για να την ξαναπάρει μετά από 5 χρόνια είναι μάλλον ο Μακρόν, ενώ για τον χαρακτήρα του Μπρυνό Ζυζ, ο Ουελμπέκ είχε στο μυαλό του (και ως εικόνα) τον υπουργό Οικονομικών Bruno Le Maire.
Ο Ουελμπέκ περιγράφει τον μεσήλικα αστό, τον άνδρα που βλέπει τον κόσμο γύρω του να αλλάζει κι αυτός να μη μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις καταλήγοντας στη μοναξιά και στην μισανθρωπία. Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας περιγράφει τον εαυτό του, αλλά συνεχίζει την λογοτεχνική του πορεία κάνοντας διαρκώς πικρές, κυνικές διαπιστώσεις για τις αξίες που δεν υπάρχουν πια, την τεχνολογική πρόοδο που τρομάζει, τις ιδεολογίες που γίνονται όλο και πιο ακατανόητες με οπαδούς όλο και πιο φανατικούς. Οι λογοτεχνικοί ήρωες του Ουελμπέκ δεν μπορούν ή αρνούνται να προσαρμοστούν, πέφτουν διαρκώς σε εκπλήξεις, αδυνατώντας να κατανοήσουν τι συμβαίνει γύρω τους, τα λάθη τους δείχνουν αφελή αλλά είναι αληθινά – δεν υπάρχει καμία υπερβολή στο βιβλίο, που ως συνήθως θίγει θέματα που ενοχλούν και μας κάνουν να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη.
 
Στο μυθιστόρημα, περνάει όλη η προβληματική του συγγραφέα που συναντούμε και στα προηγούμενά του. Ο γάμος (η συμβίωση) και οι δυσκολίες του, οι οικογενειακές σχέσεις, γονείς και παιδιά, τα γηρατειά κι ο θάνατος, η παρακμή, τα σεξουαλικά προβλήματα, η αδυναμία επικοινωνίας, η αφόρητη μοναξιά, η απαισιοδοξία και η πλήρης απουσία ενσυναίσθησης στην κοινωνία. Ο Ουελμπέκ κατηγορείται για κυνισμό, μισανθρωπισμό, σεξισμό κλπ, προσωπικά τον θεωρώ ιδιαίτερα ρομαντικό και μελαγχολικό, που απλά καλλιεργεί το ύφος που τον καθιέρωσε συγγραφικά.
 
Η εμφανής αδυναμία του βιβλίου, βρίσκεται στην ανισότητα του. Το κατασκοπικό θρίλερ που «υπόσχεται» η αρχή, όσο περνάνε οι σελίδες του βιβλίου, «σβήνει» χωρίς πολλές εξηγήσεις, αφήνοντας πολλά ερωτηματικά, ενώ θεωρώ ότι, η κεντρική ιστορία του βιβλίου και το υπαρξιακό δράμα του Πωλ Ραιζόν «χάνεται» μέσα στις (υπερβολικά) πολλές σελίδες που προηγούνται. Ίσως όμως και όλα αυτά, να είναι απλώς επισημάνσεις, διότι αν ο Ουλμπέκ ήταν περισσότερο υπαινικτικός, δεν θα ήταν ο ίδιος, γιατί η αλήθεια είναι ότι, είναι τόσο σαγηνευτικός ο τρόπος αφήγησης που δεν μπορείς να αντισταθείς.
 
Είναι όμως η πρώτη φορά, που ο συγγραφέας εισάγει σε κάποιο βιβλίο του, τόσο ενδιαφέροντες δευτερεύοντες χαρακτήρες, ολοζώντανους και ιδιαίτερα πειστικούς. Οι σκηνές στην οικογένεια του Πωλ Ραιζόν, παρότι κρατάνε πολύ, είναι ρεαλιστικές και αφοπλιστικές, οι διάλογοι εξαιρετικοί, ενώ η προετοιμασία για τις εκλογές δεν απέχει από την σκληρή πραγματικότητα που διαβάζουμε σε δημοσιογραφικά κείμενα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Πωλ Ραιζόν, είναι στέρεος και συγκινητικός μέσα στην απελπισία του – από τις ελάχιστες φορές που ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν τόσο «ανθρώπινο» χαρακτήρα, ενώ η ελεγειακή τροπή της ιστορίας συγκλονίζει.
 
Η «Εκμηδένιση» που θεωρείται το λιγότερο προκλητικό και πιο «εύκολο» βιβλίο του συγγραφέα, μπορεί να μην είναι το καλύτερό του, μπορεί να παρουσιάζει δομικά προβλήματα, αλλά είναι σίγουρα ένα υπέροχο μυθιστόρημα, πολύ σύγχρονο και ουσιώδες. Ο Ουελμπέκ (αρέσει – δεν αρέσει),  σε ηλικιακή και συγγραφική ωριμότητα, είναι ένας σύγχρονος κλασσικός, που παρά τις δηλώσεις του για «τελευταίο μυθιστόρημα» κλπ, εξελίσσεται διαρκώς (κάποιοι θα πουν, «γλυκαίνει»), δείχνοντας ότι έχει ακόμα πολλά να δώσει.
 
Βαθμολογία 82 / 100