Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2014 | Permalink
Όλα είναι μυθοπλασία;
Τι είναι αυτό που κάνει το βιβλίο  "ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΪΟΝ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ"  (Εκδ. Πόλις (καταπληκτικό εξώφυλλο), σελ. 191), τόσο ελκυστικό κι "αγαπησιάρικο"; Και πως μπορείς να αποδόσεις σε ένα κείμενο μερικών εκατοντάδων λέξεων, κάτι που μπορεί να ειπωθεί σε μια μόνο πρόταση μικρή, αλλά διόλου ήσσονος σημασίας: "Γουστάρω τρελά, να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω αυτό το βιβλιαράκι".

"Αγαπώ τα βιβλία και τις ταινίες που, εκεί κάπου στην αρχή τους, μας υπενθυμίζουν τη βασική περί του βίου αλήθεια: "Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας"."


Η εξαιρετική και βραβευμένη μεταφράστρια, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (Αθήνα, 1969), με την πρώτη πεζογραφική της εμφάνιση, κάνει τη διαφορά παραδίδοντας μια συλλογή κειμένων που αντιπροσωπεύουν απόλυτα τη σημερινή εποχή, τη διαδικτυακή πραγματικότητα, την εξάρτηση (μικρή ή μεγάλη) από την οθόνη του υπολογιστή, τη ζωή σε μια πολυκατοικία, τη ζωή στη μεγαλούπολη. Status του Facebook, εναλλάσσονται με σκέψεις και πρωτότυπα λήμματα, ενώ σε μεγαλύτερα έκτασης κείμενα - μικρά διηγήματα επικρατεί το παράλογο για να τονίσει μια υπερρεαλιστική πραγματικότητα.

"Ο κύριος Κ. ξύπνησε το πρωί, έφτιαξε τον καφέ του όπως ακριβώς τον ήθελε και κάπνισε το τσιγάρο του. Η θερμοκρασία ήταν τέλεια, και είχε όλη τη μέρα ελεύθερη μπροστά του. Ένα κύμα ευφορίας τον κατέκλυσε. Μετά, το κύμα αποσύρθηκε, ως είθισται, και ο κύριος Κ. ακούμπησε προσεκτικά τον καφέ του στο τραπεζάκι. Έπειτα, πήρε ένα κατσαβίδι και με ένα καλοζυγισμένο χτύπημα, τρύπησε τη σωλήνα του καλοριφέρ."

Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 μέρη/κεφάλαια.
Στο πρώτο  μέρος ("Το πρώτο πρόσωπο"), διαβάζουμε ουσιαστικά, status του Facebook, όπου έχουμε την διάσταση μιας σουρεαλιστικής/διαδικτυακής πραγματικότητας, την αντίληψη ενός κόσμου εικονικού που δεν υπάρχει και υπάρχει, μέσα στον οποίο ζούνε εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά, εθισμένοι περισσότερο ή λιγότερο.

"Κοιμήθηκα. Ξύπνησα. Ξανακοιμήθηκα. Ξύπνησα πάλι. Παρακαλώ, όποιος σκουντάει συνέχεια το ποντίκι του εγκεφάλου μου, να το αφήσει ήσυχο πια."

Στο δεύτερο μέρος ("Αυτά"), τις σελίδες καταλαμβάνουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης και η ζωή μαζί τους. Το αυτοκίνητο σου, το άγαλμα της πολυκατοικίας, το κλιματιστικό, το πλυντήριο που αυτονομείται, το παντελόνι που κάνει τα δικά του.

"Κατακαλόκαιρο, είχε ξεμείνει ένα μπουφάν ριγμένο πάνω σε μια καρέκλα. Σήμερα, επιτέλους, το πρόσεξα και το κρέμασα στην ντουλάπα. Η καρέκλα αναστέναξε, γουργούρισε και τρίφτηκε με ευγνωμοσύνη στο πόδι μου."

Το τρίτο μέρος ("Αυτοί") αφορά ανθρώπους, κατασκευές της φαντασίας της συγγραφέως αλλά τόσο ζωντανούς που όλοι μας θα διακρίνουμε χαρακτηριστικά ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε ή γνωρίζουμε. 3 ευδιάκριτες φιγούρες, ο καθένας μια κατάσταση μοναδική. Η (δημοφιλέστατη στους αναγνώστες της Ζαχαριάδου στο Facebook) "ΤΠΔ" (Τρελή Πρώην Διαχειρίστρια), "ο μοναχικός Κύριος Κ", "Ο Γείτονας που πιάνουν τα χέρια του".

"Το αυριανό μου project θα είναι να εντοπίσω την κάμερα από την οποία ο Γείτονας Που Πιάνουν Τα Χέρια Του παρακολουθεί πότε πάω να γλαρώσω και ξέρει πότε να βγάλει το μπλακ εντ ντέκερ."

Το τέταρτο μέρος  ("Της μετάφρασης"), με υπότιτλο "Σημειώσεις ενός χαμηλόβαθμου υπηρέτη της γλώσσας", αποτελείται από σκέψεις / σπαράγματα γύρω από την καθημερινότητα ενός μεταφραστή. Το κείμενο και η πάλη μαζί του, οι δυσκολίες, τα πισωγυρίσματα, η εισβολή του κειμένου στην καθημερινότητά του μεταφραστή, οι αμετάφραστες ή δυσκολομετάφραστες λέξεις.

"Εξομολόγηση προς νέους μεταφραστές:
Κι αν έχεις μεταφράσει χιλιάδες σελίδες λογοτεχνίας, κι αν έχεις τρυπώσει επιτυχώς μες στο μυαλό μεγάλων συγγραφέων, κι αν αγαπάς τη δουλειά σου με μανία, θα έρθουν κάποτε εκείνες οι τρεις σελίδες με περιγραφές αγριολούλουδων της Αμερικής που θα σε κάνουν να μετανιώσεις πικρά για όλα."

Το πέμπτο μέρος αφορά την ενηλικίωση ή μάλλον την συνειδητοποίησή της, ("Εντοιχισμένη ενηλικίωση"). Εδώ δεν μιλάμε για κρίση μέσης (ή παράμεσης) ηλικίας, αλλά για την "ωριμότητα", την αβάσταχτη πραγματικότητα ως παραλήρημα, ως γελοιότητα και ουσιαστικά ως αυτοσαρκασμός.

"Αγάπη είναι...
να κάνεις ντους και ο σύντροφός σου να σου λέει, περνώντας μπροστά από την κλειστή κουρτίνα: "Δεν είναι ο Ψυχώ, είμαι εγώ"."

Στο έκτο μέρος, ("Εκτός λεξικού"), η δημιουργικότητα και η φαντασία της Ζαχαριάδου χτυπάνε κόκκινο. Αυτοσχέδιες λέξεις/λήμματα ενός ανύπαρκτου λεξικού (ή που δεν θα μπουν ποτέ σε κάποιο κατεστημένο λεξικό), όπως "Αποstatusia" (πάθηση που μπορεί να επιφέρει σοβαρές παρενέργειες σε κάθε χρήστη του Facebook), "Βροχάδην" (όταν τρέχεις μέσα στη βροχή και προσπαθείς να αποφύγεις τις γεμάτες νερά λακούβες, αλλά καταφέρνεις το αντίθετο, οπότε γίνεσαι μούλια) ή το τόσο καίριο κι επιτυχημένο "Ραφιάνος", στο οποίο κάθε συνεπής βιβλιόφιλος θα αναγνωρίσει τον εαυτό του.

"Ραφιάνος: Ο άνθρωπος που πρώτη (και ενίοτε μοναδική) έγνοιά του μόλις μπει σε ένα ξένο σπίτι είναι να διατρέξει ενδελεχώς τα ράφια της βιβλιοθήκης αναζητώντας φίλους. Ανάλογα με τα αποτελέσματα της έρευνας διαμορφώνεται και η στάση του ραφιάνου απέναντι στον ένοικο του σπιτιού, ως ασφαλέστερο κριτήριο για το ποιόν του. Δίκιο έχει."

Το έβδομο μέρος ("Σαχλαμαράν"), το οποίο ολοκληρώνει το βιβλίο, αποτελείται από 9 μικρές ιστορίες που φλερτάρουν με το παράλογο. Η επιρροή του (μεγάλου) Saki είναι εμφανής καθώς και η υποβόσκουσα υπαρξιακή αγωνία που κρύβεται κάτω από το εμφανές και διάχυτο χιούμορ που διαπερνάει τις ιστορίες. Δεν είναι όλες επιτυχημένες αλλά προσδίδουν μια διαφορετική διάσταση στο βιβλίο.

"Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας" είναι ένα υπέροχο (και ιδιαίτερα πνευματώδες) βιβλίο, στο οποίο μπορείς να επανέρχεσαι από καιρού εις καιρόν, διαβάζοντας ένα λήμμα, μια "απογειωμένη" πρόταση, μια σελίδα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ'αυτή την έξοχη κατασκευή, ενώ οι επιλογές των κειμένων (που αρκετά ή ενδεχομένως τα περισσότερα από αυτά είχαν "δημοσιευτεί" στο Facebook της συγγραφέως) είναι ευρηματικές και ακριβείς.

Ούτε μυθιστόρημα, ούτε δοκίμιο, ούτε αυτοβιογραφία, ένα μάλλον "ακατάταχτο" (συγγνώμη για τον όρο αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερον) βιβλίο, πάνω απ'όλα απολαυστικό και ευφυέστατο, που δυστυχώς τελειώνει γρήγορα αφήνοντας τον αναγνώστη με την επιθυμία για παραπάνω, για πιο πολλά "απογειωμένα" κείμενα και προτάσεις.

"  Το απορηματοφόρο

Κάθε βράδυ, όταν πια έχω κλείσει τα βιβλία μου, τα λεξικά μου και τέλος τα μάτια μου και έχω κοιμηθεί, μπαίνει στο σπίτι μου διακριτικά ένα μεγάλο φορτηγό, ένα απορηματοφόρο. Έρχεται στο τέλος κάθε μέρας. Σκουπίζει το πάτωμα και μαζεύει από τον αέρα τις λέξεις που περίσσεψαν, που δεν βρήκαν τη θέση τους. Τις θυμωμένες λέξεις τις βάζει κατευθείαν για άλεσμα, και κάνουν μεγάλο σαματά, έτσι όπως σπάνε και πετάγονται τα κομμάτια τους παντού - τόσο που, καμιά φορά, με ξυπνάνε κιόλας. Τις αδιάφορες λέξεις, τις παραχώνει στον μεγάλο κάδο, είναι πολλές, οι άτιμες. Τις ξένες λέξεις, αυτές που δεν ξέρω, τις μισομαζεύει, τις χώνει κάτω από τα χαλιά, ανάμεσα στα μαξιλάρια, για να τις ξαναβρώ τυχαία. Ευτυχώς, το απορηματοφόρο μου δεν απεργεί ποτέ, αλλιώς θα γινόταν το αδιαχώρητο στο σπίτι μου. Θα σκόνταφτα πάνω σε προθέσεις, καλές και κακές. Θα μου επιτίθονταν τα επίθετα. Θα πνιγόμουν σε ανούσια ουσιαστικά. Θα γλιστρούσα σε τρίμματα από ρήματα. Το χρειάζομαι το απορηματοφόρο μου οπωσδήποτε. Να μένει χώρος για καινούργιες λέξεις."

____________________________________________________________ 


Ακούστε τη συζήτηση μου με την Μαργαρίτα Ζαχαριάδου για το βιβλίο της "Το Παρόν αποτελεί Προϊόν Μυθοπλασίας" που διεξήχθη το Σάββατο 8/11 στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks at Amagi radio. Η συζήτηση με τη συγγραφέα ξεκινάει μετά την πρώτη ώρα της εκπομπής. Καλή ακρόαση.

 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2014 | Permalink
Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος
Ο Δημήτρης Φύσσας (Αθήνα,1956), είναι ένας ακούραστος ερευνητής αρχείων και ιστορικών στοιχείων για τη πόλη της Αθήνας. Ψάχνει σε παλαιοβιβλιοπωλεία, αποθήκες, παζάρια για ντοκουμέντα και στοιχεία για δρόμους, πλατείες, παλιά σινεμά κλπ, με μια συγκινητική εμμονή. Αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης υπήρξε και η δημιουργία ενός εξαιρετικού και ιδιαίτερα απαιτητικού μυθιστορήματος, με τίτλο «Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΣ», (Εκδ. Εστία, σελ.256), όπου με αφορμή την σχεδόν απίθανη ιστορία δύο μοναχικών και επίμονων επιστημόνων κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, ο Φύσσας μιλάει για την μαρτυρική αυτή περίοδο, τον λιμό, τη ζωή στην κατοχική Αθήνα, τον εμφύλιο, τον αλληλοσπαραγμό.

Ο νεαρός μετεωρολόγος (ο «καιροσκόπος» του τίτλου), Χάρης Χωματάς μελετάει κατά τη διάρκεια της κατοχής, το κλίμα της Αθήνας. Η επιδίωξή του είναι να συμβάλλει στην αλλαγή της πολεοδόμησης της Αθήνας με βάση τις αλλαγές στα μικροκλίματα των διαφόρων περιοχών της. Δουλεύοντας στην Μετεωρολογική Υπηρεσία και έχοντας την ανοχή των Γερμανικών αρχών, προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο που να αποδεικνύει τη θεωρία του. Το ίδιο διάστημα, ο γεωπόνος Αντώνης Αστεριάδης (ο «κηπουρός» του τίτλου), που κατέχει οργανική θέση στο Υπουργείο Γεωργίας, ερευνά τους λαχανόκηπους που υπάρχουν στην Αθήνα, προσπαθώντας κι αυτός από την πλευρά του, να συμβάλλει στην καλυτέρευση των συνθηκών του χειμαζόμενου πληθυσμού τονίζοντας το πόσο απαραίτητοι είναι για τη διατροφή των Αθηναίων. Γράφει κι αυτός ένα βιβλίο για το πώς μπορούν να αναπτυχθούν οι λαχανόκηποι όταν ο πόλεμος τελειώσει.

Οι δύο αυτοί άνθρωποι, γνωρίζονται και συνάπτουν μια ιδιαίτερη φιλία, ενώ συνεργάζονται, χρησιμοποιώντας ο καθένας, στοιχεία που έχει μαζέψει ο άλλος, για να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους. Είναι επικεντρωμένοι εμμονικά στο έργο τους, ενώ δίπλα τους σφυρίζουν οι σφαίρες, και τα πτώματα στοιβάζονται. Οι προσωπικές τους ζωές ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Ο Χωματάς συζεί με την Γιάννα (Χουανίτα, όπως την αποκαλεί), η οποία τον βοηθάει πολύ στη μελέτη του, αλλά ο Αστεριάδης έχει πλείστα όσα προβλήματα σπίτι του, καθώς η σύζυγός του Ευγενία, δεν καταλαβαίνει την προσπάθειά του, ο γάμος τους οδηγείται σε ρήξη, ενώ και ο γιός του, έχει επιστρέψει από το μέτωπο, με πολλά ψυχολογικά προβλήματα.

Ο Χωματάς κι ο Αστεριάδης, παρακολουθούν το τι γίνεται στη πόλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συμπάσχουν, πεινάνε κι αυτοί, αλλά αρνούνται να ακολουθήσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Απομονώνονται από τις αντιμαχόμενες πλευρές και ακολουθούν τη φωνή της λογικής, παραμένοντας ψύχραιμοι μπροστά στο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στη πόρτα του σπιτιού τους. Όλα γύρω τους αλλάζουν αλλά εκείνοι θεωρούν ότι βοηθάνε την κοινωνία με το επιστημονικό τους έργο περισσότερο από το να παίρνανε ένα κουμπούρι στα χέρια τους.


Ο Φύσσας βασίζει την ιστορία του σε δύο ανθρώπους. Ο ένας είναι, ο Βασίλης Σακαλής που το βιβλίο του, «Το κλίμα της πόλεως», το είχε βρεί πριν από αρκετά χρόνια σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο. Ο Σακκαλής έγραφε το βιβλίο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το τελείωσε το φθινόπωρο του ’44, αλλά αρρώστησε τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, εν μέσω των «Δεκεμβριανών», δεν μπορούσε λόγω των μαζών να μεταφερθεί στο νοσοκομείο και απεβίωσε νεότατος…Το βιβλίο το επιμελήθηκαν και το εξέδωσαν τα αδέρφια του. Ο έτερος είναι ο Νίκος Κανάσης, που το βιβλίο του, «Οι λαχανόκηποι Αττικής και η σημασία των, ιδίως κατά την πολεμικήν περίοδον», το δανείστηκε από ένα φίλο του.
Έχοντας λοιπόν αυτά τα δύο βιβλία στα χέρια του, εμπνεύστηκε από τις προσωπικότητες των μοναχικών συγγραφέων τους, και κατασκεύασε μια μυθ-ιστορία, με δύο ήρωες μυθιστορηματικούς (αλλά ολοζώντανους και όχι χάρτινους), που το μόνο που έχουν κοινό με τους Σακκαλή και Κανάση, είναι οι ερευνητικές προσπάθειες που περιγράφονται μέσα στις μελέτες τους. Όλα τα υπόλοιπα, η γνωριμία των δύο ανθρώπων, η οικογενειακή τους ζωή, η ερωτική περιπέτεια του Χωματά (Σακκαλή), οι σχέσεις του Αστεριάδη (Κανάση) με τη σύζυγό του, είναι καθαρή μυθοπλασία.

Το μυθιστόρημα  όμως δεν είναι μόνο η ιστορία των δύο ηρώων, η οποία χρησιμεύει ως «σκελετός» του βιβλίου. Μέσα από τις σελίδες του, δίνεται η ευκαιρία (ή η αφορμή) στον συγγραφέα, να σταθεί στις περιγραφές της πόλης, των συνοικιών της  (ιδιαίτερα της κηπούπολης Κυπριάδη, στο τέρμα Πατησίων), να μιλήσει για τοπωνύμια χαμένα, μέρη ξεχασμένα, να κάνει λίστες με ονόματα κατοίκων, να «πετάξει» εμβόλιμα, ανακοινωθέντα από τις αρχές κατοχής, διαφημίσεις της εποχής, στατιστικές, πίνακες, επιστημονικές παρατηρήσεις κ.ά... Στέκεται σε περιστατικά άγνωστα στους περισσότερους, όπως οι διαμάχες (με πολύ ξύλο) που εκτυλίχθηκαν για τα αρτεσιανά φρεάτια στον Κοκκιναρά της Κηφισιάς, τους φόνους των κηπουρών από τους μαυραγορίτες, τις δίκες των κηπουρών.
Η ενεργός συμμετοχή του αναγνώστη είναι απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση των κειμένων. Ορισμένα κομμάτια ανήκουν σε αναμνήσεις από τον πατέρα του, που μικρό παιδί βίωνε με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα, ενώ δεν λείπουν και κάποια κομμάτια από τις εφημερίδες της εποχής, ή, τις ανακοινώσεις των αντιστασιακών οργανώσεων.

Ο Φύσσας προτίμησε να ακολουθήσει μια κινηματογραφικού ύφους αφήγηση, σαν να έχει μια κάμερα και να καταγράφει τα δρώμενα. Περιγράφει με ψυχραιμία τα γεγονότα που οδήγησαν στον εμφύλιο, στα Δεκεμβριανά και δεν χαρίζεται σε κανέναν – ενώ όλα αυτά μπορούν να έχουν πολλές αναγωγές στη σημερινή πολιτική κατάσταση. Οι δύο ήρωές του, είναι άνθρωποι «καθαροί» και ρομαντικοί. Προτάσσουν το κοινό καλό έναντι του πρόσκαιρου συμφέροντος. Κοιτάνε μπροστά και σκέφτονται συνεχώς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για τον εαυτό τους.

«Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος», βιβλίο εντυπωσιακό στη κατασκευή του και καλοκουρδισμένο στον ρυθμό του, δεν είναι ένα μυθιστόρημα  «εύκολο» και απλό, αλλά  απαιτητικό και σύνθετο (σίγουρα ότι καλύτερο έχει γράψει ο δαιμόνιος και ακούραστος αυτός δημοσιογράφος, «Αθηναιογράφος» και συγγραφέας), που θέλει τον αναγνώστη του σε εγρήγορση και διαύγεια πνεύματος. Δεν γνωρίζω αν θα ενδιαφέρει τη μεγαλύτερη μερίδα των αναγνωστών, οι οποίοι είναι συνηθισμένοι σε διαφορετικούς τρόπους γραφής, αλλά είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα που θα γίνει κλασσικό και θα διαβάζεται για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα.


_________________________________________________________


Ακούστε τη συζήτησή μου με τον Δημήτρη Φύσσα για το βιβλίο, «Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΣ», στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks at Amagi radio. Η συζήτηση έγινε το Σάββατο 15/11, διαρκεί για μια ώρα και αρχίζει στο 1.05 περίπου. Καλή ακρόαση

 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014 | Permalink
Ο μαύρος άγγελος και η μαγεία του Ταμπούκι
«Οι αναμνήσεις όταν είναι μακρινές, μοιάζουν με φαντασία. Με όνειρο»

Η μνήμη, η συνείδηση, τα φαντάσματα του παρελθόντος, οι ενοχές, οι επιθυμίες που δεν υλοποιήθηκαν, οι γυναίκες που πέρασαν, η σχετικότητα των πραγμάτων, η σημασία των κινήσεων, των χειρονομιών, τα λάθη που κάναμε. Με αυτά τα θέματα που ήξερε να τα χειρίζεται τόσο καλά (και απασχόλησαν το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού του έργου) ασχολείται ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας, Antonio Tabucchi (Πίζα 1943-Λισαβόνα 2012) στην θαυμάσια τελευταία συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «ΜΑΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ» (L’angelo nero), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδης, σελ.197).

Ο «Μαύρος Άγγελος» (με το υπέροχο εξώφυλλο-μια φωτογραφία των Robert and Shana ParkeHarrison), είναι μια συλλογή 6 ολιγοσέλιδων διηγημάτων-κομψοτεχνημάτων, στα οποία το παρελθόν έχει ιδιαίτερα έντονη παρουσία και όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της συλλογής: «Το παρελθόν  επιστρέφει και χτυπάει την πόρτα μας, γεμάτο αυθάδεια, ερωτήματα, υπαινιγμούς. Συχνά έχει ένα χαμόγελο στα χείλη αλλά δεν πρέπει να το εμπιστευόμαστε, είναι ένα απατηλό χαμόγελο. Στο μεταξύ εμείς ζούμε ή γράφουμε, πράγμα που είναι ένα και το αυτό σε τούτη τη ψευδαίσθηση που κινεί τα βήματά μας.»

Οι ιστορίες του βιβλίου (με τους ιδιαίτερα πρωτότυπους τίτλους τους), είναι στην ουσία μικρά στιγμιότυπα της ζωής των χαρακτήρων που τις απαρτίζουν. Χωρίς πολλούς διαλόγους ή μεγάλες περιγραφές των τόπων, ο συγγραφέας στέκεται στην απεικόνιση σκηνών ή στιγμών του παρελθόντος αναμεμιγμένων με υπερφυσικά στοιχεία του φαντασιακού. Όλοι οι ήρωες των ιστοριών είναι άνθρωποι μόνοι ή μοναχικοί οπότε σημασία εδώ δεν έχει η πλοκή ή τα γεγονότα, αλλά τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις που ζωντανεύουν είτε με τη μορφή περιστατικών, είτε με τη μορφή «φαντασμάτων».

«Όλη η γραφή είναι ένα αμάρτημα κατά του εαυτού μας, καταλαβαίνετε; , όλη μου τη ζωή θυσιάστηκα, θυσίασα τον εαυτό μου, αμάρτησα ενάντια στον εαυτό μου.»

Στην πρώτη ιστορία, «Φωνές μεταφερόμενες από κάτι, αδύνατο να πεις από  τι», ένας συγγραφέας περιπλανιέται στους στενούς δρόμους της παλιάς πόλης της Πίζας, αναζητώντας την έμπνευση μέσα από σκόρπιες φράσεις που «πιάνει» στον αέρα, κουβέντες τυχαίες, οι οποίες τον οδηγούν σε αναμνήσεις, σε κομμάτια του παρελθόντος του – κραυγές, αναφιλητά, ο αέρας που περνάει μέσα από τα σπίτι, φράσεις που μένουν μισές-ανολοκλήρωτες. «Η δυστυχία είναι μια μορφή φόβου» (είναι μια χαρακτηριστική φράση του διηγήματος), και τα πρόσωπα της ζωής σου ξανάρχονται να σε βασανίσουν.

Η δεύτερη ιστορία «Νύχτα, θάλασσα ή απόσταση», εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μιας ταραγμένης νύχτας στη Πορτογαλία της δικτατορικής κυβέρνησης του Σαλαζάρ, όταν μια φιλική γιορτή στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, διάσημου ποιητή,  για την έκδοση ενός νέου βιβλίου, γεμάτη ποίηση και τον έρωτα να διαχέει την ατμόσφαιρα, καταλήγει σε μια εφιαλτική βραδιά.

Στο τρίτο διήγημα, «Το νανούρισμα», μια κριτικός λογοτεχνίας ταξιδεύει σε μια πόλη του Βορρά (μάλλον στη Πορτογαλία) να δώσει μια διάλεξη για τον Σελίν, καλεσμένη από μια ακροδεξιά οργάνωση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, και μεταξύ αργοπορημένων ανταποκρίσεων των τρένων, ανασκαλίζει το παρελθόν της, μια αποτυχημένη σχέση της που την οδήγησε όμως (με μια μικρή παγαποντιά), στην επαγγελματική της αποκατάσταση και στη συνειδητοποίηση της αφόρητης μοναξιάς της. Η γνωριμία της με έναν ηλικιωμένο αλλά ενδιαφέροντα άνθρωπο στον σταθμό του τρένου, θα τη φέρει αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της και την συνείδησή της που εκδηλώνεται με την εικόνα στον καθρέφτη του δωματίου με την εικόνα ενός αγγέλου με τη μορφή ενός μικρού κοριτσιού.

Στο επόμενο διήγημα, «Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο;», έχουμε ένα ανακριτικό σκηνικό, όπου ένας ντυμένος στα γαλάζια κύριος, ανακρίνει έναν κύριο με γκρίζα μαλλιά στον οποίο δίνει το όνομα «Πεταλούδας» σχετικά με τη δολοφονία ενός προξένου. Η ανάκριση ακολουθεί τη «μαιευτική μέθοδο» και καθώς προχωράει αντιλαμβανόμαστε ότι τα πιο σκοτεινά κομμάτια της συνείδησης του γκριζομάλλη κυρίου βγαίνουν στην επιφάνεια.

«Το άλμα της πέστροφας ανάμεσα στα βράχια μού θυμίζει τη ζωή σου.»

Στο «Άλμα της πέστροφας ανάμεσα στα βράχια» έχουμε τις αναμνήσεις ενός γηραιού διάσημου ποιητή, λίγο πριν το τέλος του βίου του, να γεμίζουν τις μέρες του. Γυναίκες του παρελθόντος, μορφές που σημάδεψαν τη ζωή του, ζωντανεύουν και γεμίζουν τις μέρες του. Μια νεαρή Αμερικάνα, δείχνει να ενδιαφέρεται για το ήδη ξεχασμένο έργο του και τον επισκέπτεται, δίνοντας κάποιο ενδιαφέρον στη ζωή του. Στο πρόσωπό της βλέπει μια γυναίκα που ερωτεύτηκε τη δεκαετία του ’30, ίσως και όλες τις γυναίκες που ερωτεύτηκε. Θα φάνε μαζί, πέστροφα και θα την φλερτάρει, θα την κοροιδέψει, θα την μαγέψει, θα της πει ψέμματα.

Η συλλογή κλείνει με την «Πρωτοχρονιά», το καλύτερο και εκτενέστερο διήγημα, που αποτελούσε μέρος ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (όπως γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου). Ο ήρωας είναι ένα δεκάχρονο παιδί, που ο πατέρας του εκτελέστηκε από τους παρτιζάνους στο Σαλό, όπου είχε διαφύγει ο Μουσολίνι με τους οπαδούς του μετά τη πτώση του. Ο μικρός ανήμπορος να κατανοήσει την πραγματικότητα, χρησιμοποιεί τη φαντασία του να τον ταξιδέψει σε μακρινούς τόπους με οδηγό τον Πλοίαρχο Νέμο του Ιουλίου Βερν, ενώ οι οικογενειακές φιγούρες στα μάτια του λαμβάνουν εξωπραγματικές διαστάσεις. Η φρικτή και αβάσταχτη πραγματικότητα, εναλλάσσεται με τη δημιουργική και αχαλίνωτη φαντασία του παιδιού δημιουργώντας μια gothic ατμόσφαιρα, όπου τα αντικείμενα παίρνουν άλλες διαστάσεις, και όπου οι εικόνες του παρελθόντος, οι φωνές, οι φράσεις επανέρχονται συνεχώς.

«Άφησε το βιβλίο ανοιχτό πάνω στην κουβέρτα και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο ταβάνι. Η βροχή είχε πάψει να χτυπά τα τζάμια, ακουγόταν μονάχα το ρυθμικό στάξιμο της υδρορροής πάνω στο λαδοπίθαρο της βεράντας.
Από την παλίρροια των αναμνήσεων, την οποία προηγουμένως είχε αναχαιτίσει με δυσκολία με τον τοίχο της ανάγνωσης, ξεχύθηκε μια βίαιη μυρωδιά γιασεμιού. Ήταν το άρωμα ενός καλοκαιριού στο οποίο είχε μάθει ότι τα τζιτζίκια τερετίζουν και ότι ο Θεός βρίσκεται στον ουρανό, στη γη, παντού.»


Οι ιστορίες του βιβλίου διαφέρουν σε θεματική, δεν συνδέονται μεταξύ τους αλλά έχουν κοινό ύφος και ατμόσφαιρα. Ακόμα και η φαινομενικά παράταιρη "Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας κλπ" να δείχνει ότι δεν ταιριάζει στη συλλογή, το ύφος της όμως και η αποπνικτική αίσθηση που αποπνέει "κολλάει" με τα υπόλοιπα διηγήματα αρμονικά. Γενικότερα η επιρροή του Πεσόα είναι εμφανής στο ύφος των ιστοριών αυτού του τόμου ίσως περισσότερο από ποτέ - εξάλλου ο Ταμπούκι ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό προς και την επίδραση από τον μεγάλο Πορτογάλο.

Ξαναδιαβάζοντας, μετά από αρκετά χρόνια τον Ταμπούκι, έναν από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα, ένιωσα πάλι να βυθίζομαι στη μαγεία της γλώσσας, της "κομψότητας" της γραφής του και του απαράμιλλου ύφους του, στα παιχνίδια της μνήμης και του χρόνου που διαπερνούν ολόκληρο το έργο του (που ευτυχώς έχει πολυμεταφραστεί υπέροχα στη χώρα μας). Η ανάγνωση ενός βιβλίου σαν τον "Μαύρο Άγγελο" αποτελεί μια ανάσα, μια λογοτεχνική όαση στη μαζικότητα της βιβλιοπαραγωγής και των συγγραφέων που μοιάζουν τόσο μεταξύ τους ώστε να μη μπορείς να ξεχωρίσεις τον ένα από τον άλλον. Είναι πραγματική απόλαυση να μπορείς από καιρού εις καιρόν να ξανανιώθεις την ηδονή της λογοτεχνικής μαγείας που μόνο συγγραφείς τέτοιου επιπέδου μπορούν να σου προσφέρουν.









 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2014 | Permalink
Συγγγενής
Πως ορίζεται η έννοια της οικογένειας; Ποιος είναι ο ρόλος του γονιού; Ποιοι θεωρούνται γονείς, αυτοί που μεγαλώνουν ένα παιδί ή αυτοί που το φέρνουν στον κόσμο; Οι δεσμοί αίματος παίζουν ρόλο ή όχι και πόσο σημαντικοί είναι; Υπάρχει όριο στην Τεχνητή Γονιμοποίηση; Αυτά είναι ορισμένα από τα θέματα με τα οποία ασχολείται το εξαιρετικό μυθιστόρημα «ΣΥΓΓΕΝΗΣ» της συγγραφέως και μεταφράστριας, Καρολίνας Μέρμηγκα (Αθήνα,1957), (Εκδ.Μελάνι, σελ.214), ένα βιβλίο που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πλαίσια που κινείται η ελληνική πεζογραφία για να αγγίξει θέματα Φιλοσοφίας και Ηθικής.

Υπάρχουν δύο ιστορίες στο πυκνογραμμένο μυθιστόρημα της Μέρμηγκα, οι οποίες λειτουργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Στη πρώτη (και κεντρική ιστορία του βιβλίου), ο Μιχάλης, ένας μεσήλικας μεγαλοαστός δικηγόρος που είναι παντρεμένος με την δραστήρια και αεικίνητη Αλεξάνδρα, δέχεται την επίσκεψη μιας νεαρής κοπέλας στο γραφείο του, η οποία του ανακοινώνει ότι είναι ο πατέρας της. Ο έκπληκτος και σοκαρισμένος Μιχάλης διαπιστώνει ότι η κοπέλα είναι κόρη μιας παλιάς του σχέσης από τα χρόνια του Πανεπιστημίου, η οποία λίγο προτού χωρίσουν, είχε μείνει έγκυος από εκείνον τότε, αλλά του είχε πει ότι έκανε έκτρωση. Όλα ταιριάζουν, χρονολογίες, ονόματα, καταστάσεις, ενώ ο αιφνιδιασμένος (και γοητευμένος από την προσέγγιση της καπάτσας νεαράς) Μιχάλης διαπιστώνει (μόνο αυτός;) και αρκετές εμφανισιακές ομοιότητες.
Όταν ανακοινώνει όμως «τα νέα» στην Αλεξάνδρα, η αντίδρασή της δεν ήταν καθόλου όπως την περίμενε. Η πάντα φιλόξενη σε κάθε πικραμένο, άστεγο και κατατρεγμένο σύζυγός του, υιοθετεί μια επιθετική στάση απέναντι στην ιδιότυπη «εισβολέα» της οικογενειακής της γαλήνης και απαιτεί να γίνει τεστ πατρότητας, ενώ σοκάρεται και από την «λαϊκή» εμφάνιση της κοπέλας.

Από την άλλη, η Αλεξάνδρα έχει και με κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό να ασχοληθεί. Η παλιά της φίλη, Μαριέτα, θέλει να φέρει στον κόσμο, το κατεψυγμένο έμβρυο της νεκρής από λευχαιμία κόρης της, το οποίο βρίσκεται σε κάποιο εργαστήριο στην Αγγλία, για τέσσερα ήδη χρόνια, αφού λίγο προτού αρχίσει χημειοθεραπεία η κόρη της είχαν αποφασίσει με τον άνδρα της να γονιμοποιήσουν ωάρια της με σπερματοζωάρια του, να τα καταψύξουν και να αποκτήσουν παιδί μετά την αποθεραπεία της. Εκείνη δεν πρόλαβε, αλλά η Μαριέτα θέλει (παρά την ισχυρή αντίδραση του γαμπρού της) να προχωρήσει με τη βοήθεια μιας παρένθετης μητέρας στην όλη διαδικασία.

«Το βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον. Συναρπαστικό. Το πιο τρομακτικό θρίλερ που παίζεται κάτω από τα μάτια μας. Όλοι οι βασικοί κώδικες έχουν ανατραπεί. Τώρα η ζωή παραγγέλλεται και κατασκευάζεται στα εργαστήρια, συσκευάζεται και αποθηκεύεται για μελλοντική χρήση. Και διανέμεται με καινούργιους όρους. Και καταρχάς, τι είναι η ζωή; Πότε ξεκινά; Τη στιγμή της γονιμοποίησης ή αργότερα στην κύηση; Και που ακριβώς; In vitro, ή, στις παγέτες με το κρύο άζωτο, ή στη μήτρα; Σε κάθε μήτρα; Κι επομένως, πότε αυτό που «διακόπτουμε» είναι ζωντανό, δηλαδή το σκοτώνουμε; Κι όλα αυτά πιάνουν το νόμο στον ύπνο, απροετοίμαστο, η νομοθεσία τρέχει με τη γλώσσα έξω για να προλάβει κάτι που ήδη γίνεται.»
«Ποιος μπορεί ν’απαντήσει ποιο είναι το πιο σημαντικό, ποιανού η ζωή μετράει πιο πολύ; Και ποιος κάθεται να τα σκεφτεί πραγματικά, ενώ παντού σ’ολο τον κόσμο άνθρωποι κοιτάνε τα μενού και παραγγέλνουν ζωή α λα καρτ; Όλο αυτό έχει τις δικές του δυναμικές, που λειτουργούν τυφλά και μόλις δουν την ευκαιρία ορμάνε. Αφ’ης στιγμής η επιστήμη μας δίνει τις δυνατότητες, καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα μας σταματήσει. Ζωή όπως τη θέλει ο καθένας.»

Η Αλεξάνδρα είναι ο κοινός άξονας των δύο ιστοριών που κινούνται παράλληλα στο βιβλίο. Μια γυναίκα σκληρή και άκαμπτη στη συμπεριφορά της απέναντι στη νεαρή «κόρη» του Μιχάλη, σκληρή απέναντι και στον ίδιο, ενώ παρουσιάζεται σε όλους (ακόμα και στον εαυτό της) ως άνθρωπος που νοιάζεται τον διπλανό του, ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα, βοηθάει…
Ο Μιχάλης άχρωμος και «χλιαρός», μπερδεμένος και «έξω απ’ τα νερά του» στην όλη ιστορία, (είναι τόσο γοητευμένος από την προσοχή της νεαρής κοπέλας που θα πίστευε οτιδήποτε) πρέπει να πάρει αποφάσεις – κάτι εξαιρετικά δύσκολο γι’αυτόν.
Η «αγία ελληνική οικογένεια» τίθεται στο μικροσκόπιο της Μέρμηγκα, με τις συμβάσεις που διέπουν μια μακροχρόνια σχέση, με το «δέσιμο» που έρχεται χωρίς να το καταλάβεις…
«Καμιά φορά η συνήθεια μας κάνει να αγαπάμε. Ναι, έτσι είναι: συνηθίζεις να ζεις με έναν άνθρωπο δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια και λες, τον αγαπώ. Είναι ο άνθρωπός μου, τον αγαπώ. Σύμφωνοι, τον αγαπάς. Αν πάθει κάτι θα στενοχωρηθείς κι αν φύγει θα σου λείψει (αν και ίσως όχι όσο νομίζεις), αλλά ο αέρας που αναπνέει μοιάζει καμιά φορά να αφαιρεί δικές σου αναπνοές. Ναι, τον αγαπάς, αλλά γιατί πιο πολύ αγαπάς τις συνήθειές σου, κι έτσι συνήθισες να λες και να πιστεύεις. Με το χρόνο.»

Γύρω από το ζευγάρι των ηρώων περιστρέφονται εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες που σκιαγραφούνται εξαιρετικά. Η υστερική και απελπισμένη Μαριέτα που θέλει να ξαναζωντανέψει τη χαμένη της κόρη μέσα από μια διαδικασία που σηκώνει πολλή συζήτηση. Η «κόρη» του Μιχάλη που εμφανίζεται να ανατρέψει τη καθημερινότητα του ζεύγους ή ακόμα και ολόκληρη τη ζωή τους. Ο πατέρας της Αλεξάνδρας (που κι εκείνη κουβαλάει ένα οικογενειακό μυστικό, το οποίο αγνοεί). Η παρέα του Μιχάλη με τις συζύγους τους. Άνθρωποι όλοι της αστικής – μεγαλοαστικής τάξης που είναι ανοχύρωτοι στη πίεση και τη σκληρότητα της «πραγματικής ζωής».

Το μυθιστόρημα θίγει τόσα θέματα, που όρεξη να έχεις, να ασχοληθείς. Εκτός από αυτά που προαναφέρω στην αρχή του κειμένου (θέματα βιοηθικής, τεχνητή γονιμοποίηση, οικογενειακοί και μη δεσμοί αίματος, κατάψυξη εμβρύων), από τις δύο ιστορίες της Μέρμηγκα περνάνε άλλοτε εντονότερα και άλλοτε στο υπόβαθρο προβληματισμοί για τις σχέσεις οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, η μέση ηλικία και τα προβλήματά της, ο γαμήλιος βίος, η κοινωνική δράση και πόσο είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας ή θέμα μόδας, το φαίνεσθαι και το είναι των ανθρώπων που ξέρουμε ή νομίζουμε ότι ξέρουμε.

"Υπάρχει μια συγγένεια ακόμη: αυτή που έχουμε με τον εαυτό μας. Και που χτίζουμε χρόνο με το χρόνο, καθώς μεγαλώνουμε. Όταν είσαι πολύ νέος δεν τη γνωρίζεις αυτή τη σχέση, κοιτιέσαι στον καθρέφτη κι αναρωτιέσαι ποιός είναι αυτός εκεί μέσα, αλλά μετά, με την ηλικία, φτάνει μια στιγμή που μπορείς να πείς, έτσι είμαι εγώ. Έτσι είμαι εγώ. Είμαι πεισματάρα, είμαι ονειροπαρμένη, αλλά είμαι και συμπονετική, είμαι και ανοιχτή στις ανάγκες των άλλων. Αυτή είμαι. Αλλά μετά, μπορεί να έρθει κάποιος και να σου το πάρει πίσω. Να σου πεί ότι όχι, δεν είσαι ούτε καλή ούτε συμπονετική, μια υποκρίτρια είσαι. Να σου αφαιρέσει αυτό που πιο πολύ απ'όλα χρειάζεσαι: να ξέρεις ποιά είσαι."

Η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα της Μέρμηγκα είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα από τα καλύτερα της ελληνικής πεζογραφίας που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, συναρπαστικό στην εξέλιξή του, πυκνογραμμένο και με εντυπωσιακή οικονομία λόγου, με πολλή και ευδιάκριτη έρευνα που φαίνεται (στο τέλος δε, υπάρχει 15ασέλιδο παράρτημα για τα κατεψυγμένα έμβρυα, την τεχνητή γονιμοποίηση και άλλα), απόδειξη ότι δεν χρειάζεσαι εκατοντάδες σελίδων για να αφηγηθείς μια ωραία (και το κυριότερο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα) ιστορία.

_____________________________________________________


Ακούστε εδώ τη συζήτηση με την Καρολίνα Μέρμηγκα στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio. H συνομιλία διεξήχθη το Σάββατο 1/11 και αρχίζει μετά την πρώτη ώρα της εκπομπής. Καλή ακρόαση.
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2014 | Permalink
Η κάθοδος του Σάμπαθ
"Ολόκληρη η ζωή του ήταν μια φυγή. Αλλά από τι;"

Εξακόσιες σελίδες γεμάτες σεξ και σκέψεις, με έναν  γηραλέο ήρωα να τριγυρίζει καυλοπυρέσσων και σε βαθμό παροξυσμού για σεξ, δεν μπορείς να πεις ότι είναι και το πιο ελκυστικό θέαμα, ούτε και η καλύτερη προοπτική για ανάγνωση. Έλα όμως που όταν έχεις έναν ιδιοφυή και προικισμένο Δημιουργό όπως ο μέγας Philip Roth, (Newark, Η.Π.Α, 1933), τότε η ανάγνωση γίνεται πρόκληση και απόλαυση μαζί, μάθημα και χαλάρωση, μυσταγωγία και χαρά. Το βιβλίο που αναφέρομαι είναι το αριστουργηματικό (και βραβευμένο το 1995 που πρωτοκυκλοφόρησε, με το National Book Award for fiction, των Η.Π.Α.), "ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΣΑΜΠΑΘ" ("Sabbath's theater"), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Βαχλιώτης, σελ. 614).


Η ισορροπία που κατορθώνει ο Ροθ στο μυθιστόρημα αυτό είναι ορατή ακόμα κι από τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη. Κινούμενος συνεχώς μεταξύ σλάπστικ κωμωδίας και θρήνου, γκροτέσκου και ρεαλιστικού, οδύνης και σαρκασμού, σπαραγμού και πορνογραφίας, μαγεύει με τον ρυθμό και το ύφος του, αλλάζοντας συνεχώς τόνο και στυλ.

Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι σχετικά υποτυπώδης. Ο (λησμονημένος πλέον από το κοινό) 67άχρονος πλέον, μαριονετίστας Μίκι Σάμπαθ, «ένας κοντός και βαρύς άντρας με άσπρα γένια, εντυπωσιακά πράσινα μάτια και ταλαιπωρημένα από την αρθρίτιδα δάχτυλα», ζει για αρκετά χρόνια, αποτραβηγμένος από την φρενίτιδα της Νέας Υόρκης, στην μικρή πόλη Μανταμάσκα Φολς, της Νέας Αγγλίας. Έχει μόλις πεθάνει από καρκίνο, η 52άχρονη Ντρένκα Μπάλιτς, η Κροάτισα ερωμένη του, ιδιοκτήτρια με τον σύζυγό της, του τοπικού πανδοχείου και με την οποία είχε μια θυελλώδη και έντονη σεξουαλική σχέση.
Ο Σάμπαθ δίδασκε στο τοπικό κολλέγιο, αλλά κατόπιν καταγγελίας από μια νεαρή φοιτήτρια για σεξουαλική παρενόχληση, εκδιώχθηκε κακήν κακώς και είναι πλέον δακτυλοδεικτούμενος από την τοπική κοινότητα αλλά και τελείως άφραγκος, συντηρούμενος από τον μισθό της συζύγου του Ροσάνα, η οποία είναι αλκοολική και νοσηλεύεται σε μια κλινική για αποτοξίνωση. Η προηγούμενη του σύζυγος, η Νίκι (που ήταν ηθοποιός) εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, χωρίς ποτέ να έχει βρεθεί κάτι γι'αυτήν στα χρόνια που πέρασαν.
 Ο Σάμπαθ δεν είναι απλά στενοχωρημένος, είναι συντετριμμένος από τον γρήγορο (έτσι όπως εξελίχθηκε η ασθένεια) θάνατο της Ντρένκα, με την οποία ζούσε αξέχαστες στιγμές έντονου σεξ παντού, σε κρεβάτια, βράχους, αυτοκίνητα, εξοχές, σε παρτούζες και όργια, ότι γενικώς μπορεί να φανταστεί κανείς.

Ο Σάμπαθ είχε μεγαλώσει στις ακτές του Νιού Τζέρσεϋ και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Μόρτι, σκοτώθηκε το 1944, στα 20 του χρόνια από τους Ιάπωνες στον Β Παγκόσμιο πόλεμο, αφήνοντας την μάνα του (και μητέρα του Σάμπαθ) σε κατάσταση σοκ από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Ο Σάμπαθ χρόνια τώρα βασανίζεται από την εικόνα της μάνας του, να του μιλάει, να τον εποπτεύει, να τον ακολουθεί συνεχώς. Προτού συνέλθει από τον χαμό της Ντρένκα, μαθαίνει ότι ένας καλός του φίλος από το παρελθόν, και άνθρωπος που τον είχε βοηθήσει στην επαγγελματική του καριέρα, απεβίωσε. Ο Σάμπαθ αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι του, την μικρή (αφιλόξενη πλέον γι'αυτόν) πόλη και να παραστεί στην κηδεία του φίλου του, θέτοντας μετά κι'αυτός, ένα τέλος στην ζωή του.

"Τι βλακείες πρέπει να κάνεις για να φτάσεις εκεί που πρέπει να πας, πόσο μεγάλα λάθη! Αν σε προειδοποιούσαν από πριν για όλα τα λάθη, θα έλεγες όχι, είναι αδύνατον να κάνω τέτοια πράγματα, βρείτε άλλον, είμαι πολύ έξυπνος για να κάνω τέτοια λάθη. Και θα σου απαντούσαν, σου έχουμε εμπιστοσύνη, μην ανησυχείς, κι εσύ θα έλεγες, όχι, με καμία δύναμη, έχετε ανάγκη έναν πολύ μεγαλύτερο μαλάκα από μένα, αλλά θα επαναλάμβαναν ότι πιστεύουν πως εσύ είσαι ο σωστός άνθρωπος, ότι θα εξελιχθείς σε κολοσσιαίο μαλάκα πολύ πιο ευσυνείδητα απ'όσο μπορείς να φανταστείς, ότι θα κάνεις λάθη σε τέτοια κλίμακα που ούτε την ονειρεύεσαι τώρα - διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσεις στο τέλος."

Το ελεγειακό έπος του Ροθ εκτυλίσσεται το 1994 (εκδόθηκε το 1995), και παρακολουθούμε την ιστορία του ήρωα, μέσα από συνεχείς αναδρομές στον χρόνο. Το "Άσεμνο θέατρο του Σάμπαθ" με το οποίο έγινε γνωστός ο ανατρεπτικός μαριονετίστας, η γνωριμία του με τη Νίκι και την Ροσάνα, ο θυελλώδης δεσμός με την σεξουαλική Ντρένκα, οι υπόλοιπες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του και το κρεβάτι του. Οι τολμηρές σκηνές σεξ, διαδέχονται τις σκέψεις του Σάμπαθ και η αφήγηση που εναλάσσεται από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη, από καρτουνίστικη σε σπαρακτική και φιλοσοφική με έναν ιλιγγιώδη ρυθμό που δεν σ'αφήνει να πάρεις (κυριολεκτικά) ανάσα συντελούν στην απόλαυση αυτού του αριστουργηματικού κειμένου.

"Το σχέδιο της φυγής. Και ποιός δεν έχει κάποιο σχέδιο φυγής; Διαμορφώνεται εξίσου βασανιστικά με τις διαθήκες των ανθρώπων με μεγάλες περιουσίες, ξαναγράφεται και αναθεωρείται κάθε έξι μήνες. Θα πάω να μείνω με τον τάδε· όχι, θα πάω να ζήσω με τον δείνα· σε τούτο το ξενοδοχείο, σ'έκείνη την πανσιόν, μ'ετούτη τη γυναίκα, μ'εκείνη τη γυναίκα, με δύο διαφορετικές γυναίκες, χωρίς γυναίκα, ποτέ πια με γυναίκα! Θ'ανοίξω κρυφό λογαριασμό, θα βάλω ενέχυρο το δαχτυλίδι, θα πουλήσω τις μετοχές...Κι ύστερα, γίνονται εξήντα χρονών, εξήντα πέντε, εβδομήντα και τι σημασία έχουν πια όλα αυτά; Α, βέβαια, ασφαλώς θα φύγουν, αλλά αυτή τη φορά θα φύγουν πραγματικά. Για μερικούς ανθρώπους, αυτό είναι ότι καλύτερο μπορεί να ειπωθεί για τον θάνατο: επιτέλους, γλυτώνω από τον γάμο μου. Και χωρίς να χρειαστεί να καταφύγω σε ξενοδοχείο. Χωρίς να χρειαστεί να ζήσω εκείνες τις άθλιες Κυριακές ολομόναχος στο ξενοδοχείο. Οι Κυριακές είναι που κρατούν μαζί τα ζευγάρια. Λες και θα μπορούσαν να είναι χειρότερες οι μοναχικές Κυριακές."

Το βιβλίο θυμίζει αρκετά "Το σύνδρομο Πόρτνοϊ", αλλά έχει πολλά στοιχεία κι από άλλες δημιουργίες του μεγάλου μυθιστοριογράφου. Είναι έντονος ο "μισανθρωπισμός" και το μαύρο χιούμορ που χαρακτηρίζουν το έργο του, όπως και αυτό που κατηγορείται ή λατρεύεται (ανάλογα από ποιά πλευρά το βλέπει κανείς), ο "μισογυνισμός" ή η λατρεία προς το άλλο φύλο (εξάλλου και τα δύο είναι όψεις του ίδιου νομίσματος). Στον ηδονιστικό και πύρκαυλο χαρακτήρα του ήρωα  μπορείς να δείς τον Ζούκερμαν - τον ήρωα πολλών μυθιστορημάτων του - ή ίσως και τον ίδιο τον Ροθ, ή , ακόμα και τον Τζο Γκίντεον, την περσόνα που ενσάρκωσε τόσο υπέροχα ο Ρόι Σάιντερ στην μαγική ταινία "All that Jazz" του 79 και η οποία (προσωπικά πιστεύω ότι) έχει πολλές συγγένειες με το "Θέατρο του Σάμπαθ".  Εν κατακλείδι, ένα μεγάλο, αξέχαστο βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1998, και την μετάφραση αυτή, του Α.Βαχλιώτη, αλλά αναθεωρημένη από την Κατερίνα Σχινά χρησιμοποίησαν οι εκδόσεις Πόλις στην όμορφη αυτή έκδοση.