Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011 | Permalink
Η γαλάζια ώρα
Βασισμένο σε μια ιστορία που συνέβη κατά τη διάρκεια της καταπολέμησης της τρομοκρατίας στο Περού την δεκαετία του 80 (απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στην εισαγωγή), είναι το ωραίο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Alonso Cueto (γεν.1954), με τίτλο «Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΩΡΑ» (La hora azul) , («Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.344, μετάφρ.Κων.Παλαιολόγος). Έχοντας στις αποσκευές του, το σημαντικό βραβείο Herralde για την ισπανόφωνη λογοτεχνία του 2005, το βιβλίο είναι συγκινητικό και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για πολιτικοινωνικούς λόγους αλλά τα κενά της γοητευτικής ιστορίας δεν καλύπτονται παρά το δυναμισμό της γραφής.
Η ζωή του σαραντάχρονου μεγαλοδικηγόρου της Λίμα, Αντριάν Ορμάτσε, κυλάει σαν χολιγουντιανή ταινία. Πλούσια ζωή, δεξιώσεις, φωτογραφίες σε κοσμικά έντυπα, πανέμορφη σύζυγος, δύο γλυκύτατες κόρες, πάμπλουτα πεθερικά που τους προσφέρουν διακοπές σε νησιά της Καραϊβικής, η δουλειά να ανθίζει. Ο «ρυθμός του κόσμου» του όμως μεταβάλλεται όταν η αγαπημένη του μητέρα πεθαίνει και αποκαλύπτεται ένα τρομερό μυστικό της οικογένειας που εκείνη κάλυπτε τόσα χρόνια. Ο πατέρας του, πεθαμένος από χρόνια και διαζευγμένος με την μητέρα του, απομακρυσμένος από τον Αντριάν από την εποχή της εφηβείας του, διατελώντας διοικητής στρατοπέδου στο Αγιακούτσο, επίκεντρο των μαχών μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων του Περού και της επαναστατικής οργάνωσης Sendero Luminoso (Φωτεινό μονοπάτι), είχε ερωτευθεί μια κρατούμενή του, η οποία κατόρθωσε να διαφύγει και αργότερα γέννησε ένα αγοράκι.
Ο Αντριάν θα μπορούσε να «θάψει» και να αποσιωπήσει το γεγονός, το οποίο γνωρίζει καλά ότι θα μπορούσε (εάν γινόταν γνωστό) να επηρεάσει την κοινωνική και επαγγελματική του ανέλιξη. Το Φωτεινό Μονοπάτι είχε εξοντωθεί μετά τη σύλληψη του ηγέτη του, του αδίστακτου Γκουζμάν, η κατάσταση είχε ηρεμήσει, αλλά η αποκάλυψη ότι ο πατέρας του εκτός από εμπλεκόμενος σε βασανισμούς κρατουμένων (κάτι που όλοι ψιλοξέρανε – διότι ο τύπος ήταν γνωστό κτήνος - αλλά το έκρυβαν «κάτω απ’το χαλάκι»), προστάτεψε κρατούμενη και ίσως ήταν κι ο πατέρας ενός εξώγαμου θα χαλούσε την λουστραρισμένη εικόνα που τόσα χρόνια ο Αντριάν και η οικογένειά του προσπαθούσαν να χτίσουν. Εκείνος όμως δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά να βρει την εξαφανισμένη ινδιάνα και το παιδί της. Γρήγορα διαπιστώνει ότι κάποιοι εκβίαζαν την μητέρα του με την αποκάλυψη του μυστικού, όπως και ότι παλιοί συνάδελφοι του πατέρα του γνώριζαν ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας.
Αρχίζει να παραμελεί τη δουλειά του, να έχει προβλήματα με το σπίτι του, καθώς διατρέχει την Λίμα απ’άκρη σ’άκρη για να συναντήσει ανθρώπους, να βρει ίχνη της εξαφανισμένης. Η ζωή του έχει αλλάξει, όλοι νομίζουν ότι έχει παραφρονήσει καθώς το ένα όνομα οδηγεί σε ένα άλλο, οι πόρτες και τα στόματα παραμένουν κλειστά, όλα δείχνουν ότι ο Αντριάν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας με απρόσμενες συνέπειες. Και καθώς διαπιστώνει ότι ουσιαστικά έχει ερωτευτεί αυτό το «φάντασμα» που ψάχνει στις εσχατιές του Περού βλέπει ότι το κέντρο της ζωής του έχει μετατοπιστεί, τα ενδιαφέροντά του δεν είναι πια τα ίδια, οι πολυτελείς διακοπές δεν του λένε τίποτα πια και ο κόσμος είναι διαφορετικός.
«Μίριαμ; Τι έγινε μ’εκείνη τη μικρή, τη Μίριαμ; Ο Τσάτσο έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι. Ο Γκουάγιο γέμισε το ποτήρι του κι άρχισε να μιλάει.
Μάλιστα, μια φορά του πήγαμε του μπαμπά σου μια μικρή Ινδιάνα που είχαμε βρει σ’ένα χωριό κι εκείνος την παρέδωσε στους άντρες του και εμείς την πηδήξαμε όλοι και μετά την ξεπαστρέψαμε. Και μετά κάναμε το ίδιο και με άλλες. Σ’εκείνες λέγαμε πως άμα δέχονταν να πάνε μαζί μας, μετά θα τις ελευθερώναμε. Έτσι τους λέγαμε. Σαν να λέμε, δέχονταν να το κάνουν μόνο με τους αξιωματικούς. Το κάναμε δυο ή τρεις φορές. Εμείς τουλάχιστον τις σκοτώναμε με μια σφαίρα στο κεφάλι, οι τρομοκράτες ήταν πιο σκατιάδες, εκτελούσαν πετώντας μια μεγάλη πέτρα στο πρόσωπο.
Μια μέρα, σ’ένα χωριό κάπου εκεί κοντά, βρήκαμε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Μια κούκλα, πολύ μικρούλα. Ήταν αδύνατη, με μακριά μαλλιά και μεγάλα μάτια, πανέμορφη. Τη βρήκαμε σ’ένα χωριό δίπλα στην Ουάντα. Όταν τη βρήκαμε, η μαμά της μικρής γαντζώθηκε πάνω της και δεν την άφηνε, δεν θα την πάρετε την κόρη μου, μας έλεγε, γι’αυτό της χώσαμε μια με τον υποκόπανο και η γριά κυλίστηκε στο έδαφος ουρλιάζοντας, τη μικρή την ανεβάσαμε στο φορτηγό, εκείνη κλοτσούσε σαν τρελή και μετά την οδηγήσαμε στον μπαμπά σου. Ο μπαμπάς σου την κράτησε εκείνο το βράδυ, αλλά την επόμενη μέρα, όταν περιμέναμε να μας τη δώσει, να μας την παραδώσει τη μικρή, η πόρτα του μπαμπά σου παρέμεινε κλειστή. Κλειστή, τ’ακούς; Ο μπαμπάς σου δεν ήθελε να μας τη δώσει. Δεν ξέρω τι του συνέβη. Δεν την παρέδωσε στους άντρες του. Σαν να λέμε, όλοι μας την περιμέναμε κι εκείνος την κράτησε δική του. Βγήκε ο ίδιος κι εκείνη την άφησε στο δωμάτιο. Το μεσημέρι την ξανάδαμε. Την είδαμε να προβάλλει στο παράθυρο, αλλά το άνοιξε μια στιγμούλα μόνο, έτρεμε από φόβο. Ήταν δακρυσμένη και καλοχτενισμένη – μετά έκλεισε το παράθυρο. Έτσι που λες. Ο γέρος σου ξεμυαλίστηκε μ’αυτή την κοπέλα και δεν θέλησε να του την πάρουν οι άντρες του. Δεν ήθελε να την εκτελέσουν και όλοι οι στρατιώτες άρχισαν να μιλάνε άσχημα για κείνον, αλλά εμείς τους κάναμε να το βουλώσουν. Και έτσι, στα ξαφνικά, ο μπαμπάς σου μαλάκωσε, έδειχνε ευτυχισμένος εκείνες τις μέρες, μας ζητούσε να του φέρνουμε αβοκάντο για το πρωινό του, που πάντα το έπαιρνε μαζί της. Την είχε ερωτευτεί τρελά ο μπαμπάς σου.»
Ο Κουέτο φτιάχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ιστορία αναζήτησης την οποία συνδιάζει με εξαιρετικό κοινωνικό σχόλιο τονίζοντας τις αντιθέσεις της Περουβιανής κοινωνίας, η οποία όπως στις περισσότερες Λατινοαμερικάνικες χώρες είναι διαιρεμένη σε δύο ζώνες, τους πολύ (υπερβολικά) πλούσιους μεγαλοαστούς οι οποίοι ζουν σε ένα περίκλειστο κόσμο, στις καλά φυλαγμένες συνοικίες τους, μην έχοντας ιδέα για το τι γίνεται μερικά χιλιόμετρα από την πόρτα τους και στους κακομοίρηδες που ζουν στις τενεκεδουπόλεις που έχουν σχηματιστεί στις παρυφές της πόλης. Ο Αντριάν οδηγεί το πολυτελές αυτοκίνητό του στους δρόμους συνοικιών που δεν είχε τολμήσει να επισκεφτεί ποτέ του και νιώθει σαν να έχει πάει σε άλλη χώρα. Η απλή ανακοίνωση στο γραφείο του ή στη σύζυγό του ότι πηγαίνει να ψάξει στην επαρχία του Αγιακούτσο ή στις φτωχικές συνοικίες της Λίμα, προκαλούν σοκ, δέος και κουνήματα του κεφαλιού των συνομιλητών του.
Ο συγγραφέας επιλέγοντας να τονίσει τις κοινωνικές αντιθέσεις με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, επικεντρώνεται στις κινήσεις των χεριών, στις προτιμήσεις των ποτών, των φαγητών και δεν αναφέρεται επί μακρόν στα τραγικά γεγονότα των δύο χρόνων (κάτι που έκανε εξαιρετικά ο Ρονκαλιόλο στον υπέροχο «Κόκκινο Απρίλη»), που κράτησε ο αιματηρός και ιδιόμορφος εμφύλιος που ταλάνισε τη χώρα. Οι περιγραφές για το Αγιακούτσο, τα βασανιστήρια που έκανε ο στρατός στους χωρικούς και οι σφαγές του Φωτεινού Μονοπατιού περιγράφονται σε ελάχιστες σελίδες και κάπως επιπόλαια σε αντίθεση με τα αισθήματα ενοχής και τις περιγραφές των ημερών του ήρωα που επαναλαμβάνονται συνεχώς.
Το μυθιστόρημα αφήνει τον αναγνώστη με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, καθώς η ιστορία του πατέρα του Άντριαν με την Μίριαμ δεν φωτίζεται επαρκώς ενώ μετά την ανεύρεση της μοιραίας Ινδιάνας από τον Άντριαν η δόση του μελοδράματος στην ιστορία είναι κάπως υπερβολική. Η εξαιρετική όμως γραφή του Κουέτο, οι ολοζώντανοι και ανθρώπινοι χαρακτήρες και η συναρπαστική (σαν κινηματογραφική ταινία) ιστορία με τις συνεχείς της ανατροπές, κρατάει μέχρι το τέλος αμείωτο το ενδιαφέρον και την συγκίνηση και σε παρασέρνει ώστε να μη προσέχεις αυτές τις ατέλειες.
Amparo Sánchez - Corazón de la realidad
Η ζωή του σαραντάχρονου μεγαλοδικηγόρου της Λίμα, Αντριάν Ορμάτσε, κυλάει σαν χολιγουντιανή ταινία. Πλούσια ζωή, δεξιώσεις, φωτογραφίες σε κοσμικά έντυπα, πανέμορφη σύζυγος, δύο γλυκύτατες κόρες, πάμπλουτα πεθερικά που τους προσφέρουν διακοπές σε νησιά της Καραϊβικής, η δουλειά να ανθίζει. Ο «ρυθμός του κόσμου» του όμως μεταβάλλεται όταν η αγαπημένη του μητέρα πεθαίνει και αποκαλύπτεται ένα τρομερό μυστικό της οικογένειας που εκείνη κάλυπτε τόσα χρόνια. Ο πατέρας του, πεθαμένος από χρόνια και διαζευγμένος με την μητέρα του, απομακρυσμένος από τον Αντριάν από την εποχή της εφηβείας του, διατελώντας διοικητής στρατοπέδου στο Αγιακούτσο, επίκεντρο των μαχών μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων του Περού και της επαναστατικής οργάνωσης Sendero Luminoso (Φωτεινό μονοπάτι), είχε ερωτευθεί μια κρατούμενή του, η οποία κατόρθωσε να διαφύγει και αργότερα γέννησε ένα αγοράκι.
Ο Αντριάν θα μπορούσε να «θάψει» και να αποσιωπήσει το γεγονός, το οποίο γνωρίζει καλά ότι θα μπορούσε (εάν γινόταν γνωστό) να επηρεάσει την κοινωνική και επαγγελματική του ανέλιξη. Το Φωτεινό Μονοπάτι είχε εξοντωθεί μετά τη σύλληψη του ηγέτη του, του αδίστακτου Γκουζμάν, η κατάσταση είχε ηρεμήσει, αλλά η αποκάλυψη ότι ο πατέρας του εκτός από εμπλεκόμενος σε βασανισμούς κρατουμένων (κάτι που όλοι ψιλοξέρανε – διότι ο τύπος ήταν γνωστό κτήνος - αλλά το έκρυβαν «κάτω απ’το χαλάκι»), προστάτεψε κρατούμενη και ίσως ήταν κι ο πατέρας ενός εξώγαμου θα χαλούσε την λουστραρισμένη εικόνα που τόσα χρόνια ο Αντριάν και η οικογένειά του προσπαθούσαν να χτίσουν. Εκείνος όμως δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά να βρει την εξαφανισμένη ινδιάνα και το παιδί της. Γρήγορα διαπιστώνει ότι κάποιοι εκβίαζαν την μητέρα του με την αποκάλυψη του μυστικού, όπως και ότι παλιοί συνάδελφοι του πατέρα του γνώριζαν ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας.
Αρχίζει να παραμελεί τη δουλειά του, να έχει προβλήματα με το σπίτι του, καθώς διατρέχει την Λίμα απ’άκρη σ’άκρη για να συναντήσει ανθρώπους, να βρει ίχνη της εξαφανισμένης. Η ζωή του έχει αλλάξει, όλοι νομίζουν ότι έχει παραφρονήσει καθώς το ένα όνομα οδηγεί σε ένα άλλο, οι πόρτες και τα στόματα παραμένουν κλειστά, όλα δείχνουν ότι ο Αντριάν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας με απρόσμενες συνέπειες. Και καθώς διαπιστώνει ότι ουσιαστικά έχει ερωτευτεί αυτό το «φάντασμα» που ψάχνει στις εσχατιές του Περού βλέπει ότι το κέντρο της ζωής του έχει μετατοπιστεί, τα ενδιαφέροντά του δεν είναι πια τα ίδια, οι πολυτελείς διακοπές δεν του λένε τίποτα πια και ο κόσμος είναι διαφορετικός.
«Μίριαμ; Τι έγινε μ’εκείνη τη μικρή, τη Μίριαμ; Ο Τσάτσο έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι. Ο Γκουάγιο γέμισε το ποτήρι του κι άρχισε να μιλάει.
Μάλιστα, μια φορά του πήγαμε του μπαμπά σου μια μικρή Ινδιάνα που είχαμε βρει σ’ένα χωριό κι εκείνος την παρέδωσε στους άντρες του και εμείς την πηδήξαμε όλοι και μετά την ξεπαστρέψαμε. Και μετά κάναμε το ίδιο και με άλλες. Σ’εκείνες λέγαμε πως άμα δέχονταν να πάνε μαζί μας, μετά θα τις ελευθερώναμε. Έτσι τους λέγαμε. Σαν να λέμε, δέχονταν να το κάνουν μόνο με τους αξιωματικούς. Το κάναμε δυο ή τρεις φορές. Εμείς τουλάχιστον τις σκοτώναμε με μια σφαίρα στο κεφάλι, οι τρομοκράτες ήταν πιο σκατιάδες, εκτελούσαν πετώντας μια μεγάλη πέτρα στο πρόσωπο.
Μια μέρα, σ’ένα χωριό κάπου εκεί κοντά, βρήκαμε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Μια κούκλα, πολύ μικρούλα. Ήταν αδύνατη, με μακριά μαλλιά και μεγάλα μάτια, πανέμορφη. Τη βρήκαμε σ’ένα χωριό δίπλα στην Ουάντα. Όταν τη βρήκαμε, η μαμά της μικρής γαντζώθηκε πάνω της και δεν την άφηνε, δεν θα την πάρετε την κόρη μου, μας έλεγε, γι’αυτό της χώσαμε μια με τον υποκόπανο και η γριά κυλίστηκε στο έδαφος ουρλιάζοντας, τη μικρή την ανεβάσαμε στο φορτηγό, εκείνη κλοτσούσε σαν τρελή και μετά την οδηγήσαμε στον μπαμπά σου. Ο μπαμπάς σου την κράτησε εκείνο το βράδυ, αλλά την επόμενη μέρα, όταν περιμέναμε να μας τη δώσει, να μας την παραδώσει τη μικρή, η πόρτα του μπαμπά σου παρέμεινε κλειστή. Κλειστή, τ’ακούς; Ο μπαμπάς σου δεν ήθελε να μας τη δώσει. Δεν ξέρω τι του συνέβη. Δεν την παρέδωσε στους άντρες του. Σαν να λέμε, όλοι μας την περιμέναμε κι εκείνος την κράτησε δική του. Βγήκε ο ίδιος κι εκείνη την άφησε στο δωμάτιο. Το μεσημέρι την ξανάδαμε. Την είδαμε να προβάλλει στο παράθυρο, αλλά το άνοιξε μια στιγμούλα μόνο, έτρεμε από φόβο. Ήταν δακρυσμένη και καλοχτενισμένη – μετά έκλεισε το παράθυρο. Έτσι που λες. Ο γέρος σου ξεμυαλίστηκε μ’αυτή την κοπέλα και δεν θέλησε να του την πάρουν οι άντρες του. Δεν ήθελε να την εκτελέσουν και όλοι οι στρατιώτες άρχισαν να μιλάνε άσχημα για κείνον, αλλά εμείς τους κάναμε να το βουλώσουν. Και έτσι, στα ξαφνικά, ο μπαμπάς σου μαλάκωσε, έδειχνε ευτυχισμένος εκείνες τις μέρες, μας ζητούσε να του φέρνουμε αβοκάντο για το πρωινό του, που πάντα το έπαιρνε μαζί της. Την είχε ερωτευτεί τρελά ο μπαμπάς σου.»
Ο Κουέτο φτιάχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ιστορία αναζήτησης την οποία συνδιάζει με εξαιρετικό κοινωνικό σχόλιο τονίζοντας τις αντιθέσεις της Περουβιανής κοινωνίας, η οποία όπως στις περισσότερες Λατινοαμερικάνικες χώρες είναι διαιρεμένη σε δύο ζώνες, τους πολύ (υπερβολικά) πλούσιους μεγαλοαστούς οι οποίοι ζουν σε ένα περίκλειστο κόσμο, στις καλά φυλαγμένες συνοικίες τους, μην έχοντας ιδέα για το τι γίνεται μερικά χιλιόμετρα από την πόρτα τους και στους κακομοίρηδες που ζουν στις τενεκεδουπόλεις που έχουν σχηματιστεί στις παρυφές της πόλης. Ο Αντριάν οδηγεί το πολυτελές αυτοκίνητό του στους δρόμους συνοικιών που δεν είχε τολμήσει να επισκεφτεί ποτέ του και νιώθει σαν να έχει πάει σε άλλη χώρα. Η απλή ανακοίνωση στο γραφείο του ή στη σύζυγό του ότι πηγαίνει να ψάξει στην επαρχία του Αγιακούτσο ή στις φτωχικές συνοικίες της Λίμα, προκαλούν σοκ, δέος και κουνήματα του κεφαλιού των συνομιλητών του.
Ο συγγραφέας επιλέγοντας να τονίσει τις κοινωνικές αντιθέσεις με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, επικεντρώνεται στις κινήσεις των χεριών, στις προτιμήσεις των ποτών, των φαγητών και δεν αναφέρεται επί μακρόν στα τραγικά γεγονότα των δύο χρόνων (κάτι που έκανε εξαιρετικά ο Ρονκαλιόλο στον υπέροχο «Κόκκινο Απρίλη»), που κράτησε ο αιματηρός και ιδιόμορφος εμφύλιος που ταλάνισε τη χώρα. Οι περιγραφές για το Αγιακούτσο, τα βασανιστήρια που έκανε ο στρατός στους χωρικούς και οι σφαγές του Φωτεινού Μονοπατιού περιγράφονται σε ελάχιστες σελίδες και κάπως επιπόλαια σε αντίθεση με τα αισθήματα ενοχής και τις περιγραφές των ημερών του ήρωα που επαναλαμβάνονται συνεχώς.
Το μυθιστόρημα αφήνει τον αναγνώστη με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, καθώς η ιστορία του πατέρα του Άντριαν με την Μίριαμ δεν φωτίζεται επαρκώς ενώ μετά την ανεύρεση της μοιραίας Ινδιάνας από τον Άντριαν η δόση του μελοδράματος στην ιστορία είναι κάπως υπερβολική. Η εξαιρετική όμως γραφή του Κουέτο, οι ολοζώντανοι και ανθρώπινοι χαρακτήρες και η συναρπαστική (σαν κινηματογραφική ταινία) ιστορία με τις συνεχείς της ανατροπές, κρατάει μέχρι το τέλος αμείωτο το ενδιαφέρον και την συγκίνηση και σε παρασέρνει ώστε να μη προσέχεις αυτές τις ατέλειες.
Amparo Sánchez - Corazón de la realidad