Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008 |
Permalink
Λογοτεχνία που σε "απογειώνει"
Δύο υπέροχα βιβλία διάβασα τις τελευταίες μέρες , τελείως διαφορετικά μεταξύ τους (όπως συνηθίζω), αλλά με μιά κοινή συνισταμένη,την εγγυημένη απόλαυση του αναγνώστη.Ας τα πάρω ένα-ένα αρχίζοντας από το πιό «χαλαρό»...
Της μουρλής γίνεται στο νεοεκδοθέν μυθιστόρημα του αγαπημένου μου,Paco Ignacio Taibo II (σταθερή επιλογή σε δύσκολους καιρούς), ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗ (Εκδ.ΑΓΡΑ,σελ.209) (85) .Δεν είναι καινούριο το βιβλίο απλά τώρα εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Ο γαζωμένος από σφαίρες στο εξαιρετικό ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ , θεότρελος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν κατόπιν απαίτησης των αναγνωστών του Ταϊμπο,ξαναζωντανεύει ,σχεδόν ανάπηρος σωματικά και με πολλά ψυχολογικά προβλήματα,γίνεται ήρωας μιάς απερίγραπτης ιστορίας που διαδραματίζεται στην Πόλη του Μεξικού και στο Ακαπούλκο γεμάτης δράση.Ο συγγραφέας παρότι υιοθετεί ένα λογοτεχνικό τρικ σύνηθες στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας οι οποίοι «ανασταίνουν» ήρωες τους που προσπάθησαν να «σκοτώσουν» σε κάποιο προγενέστερο μυθιστόρημά τους,δεν εμφανίζει τον Έκτορα σαν ένα σούπερ ήρωα αλλά σαν ένα άνθρωπο γεμάτο φοβίες γιά τον θάνατο,τον πόνο,τα βασανιστήρια.Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε κρεβάτι και κρύβεται μέσα στη ντουλάπα,αρνείται να αναλάβει υποθέσεις γιά να μη μπλέξει κλπ..Παρ’όλα αυτά,είναι πολύ «διάολος» γιά να μένει ήσυχος και ασχολείται με μιά περίεργη υπόθεση όπου είναι μπλεγμένος ένας πράκτορας της CIA, διεφθαρμένοι κυβερνητικοί παράγοντες της εξουσίας, σαντινίστας, Κουβανοί εξόριστοι, το πτώμα του Τσε, πολιτικά κόμματα του Μεξικού, ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος που είναι μόνιμα μεθυσμένος, την δε τελική λύση θα την δώσουν καμιά τριανταριά τραγουδιστές Μαριάτσι.
Αναρχικός εκ φύσεως,αντιεξουσιαστής,βαθειά ανθρώπινος,ασεβής και τελείως αντισυμβατικός,ο ήρωας του Ταϊμπο ακολουθεί τους δικούς του κανόνες επίλυσης της ιστορίας.Παρακολουθεί στα φανερά τον βασικό ύποπτο,μπουκάρει όπου βρει χωρίς να το σκέφτεται και είναι πάντα έτοιμος να παρασυρθεί από ωραία θεάματα:
«Το Ακαπούλκο τον τρέλαινε και είχε μόλις δυό μέρες στην παραλία.Του τη βάρεσε και το’ριξε στην παρατήρηση οπισθίων.Ήταν κατενθουσιασμένος με τους κώλους.Κάτι τέτοιες στιγμές λυπόταν που ήταν μονόφθαλμος,γιατί,όπως και να το κάνεις,το ένα μάτι βλέπει λιγότερα απ’ότι τα δύο.Ο Έκτορ Μπελασκοαράν,ντετέκτιβ σε ηλιοθεραπεία,έφτιαξε ένα κατάλογο οπισθίων,δημοκρατικότατο,χωρίς διακρίσεις,και ιεραρχίες.Τους απολάμβανε όλους αδιακρίτως.Του άρεσαν εξίσου οι μυτεροί κώλοι των αδύνατων ξανθιών που ανέρχονταν προς τα ουράνια,οι στρογγυλοποιημένοι κώλοι των Ιαπωνίδων με τα μαύρα μπικίνι που έπαιζαν ρακέτες λίγα μέτρα από την αιώρα του,ο μνημειώδης κώλος της Τζαμαϊκανής μουλάτας που ξεχείλιζε από το μπικίνι και προσπαθούσε να ξεφύγει και από τις δύο μεριές,οι τεθωρακισμένοι κώλοι των καθηγητριών του Πανεπιστημίου της Νουέβο Λεόν που γιόρταζαν το διαζύγιό τους,ο χαμηλός αλλά πλατύς κώλος της αλλήθωρης Αυστραλής που έτρωγε τεράστια στρείδια ακατάπαυστα.Ήταν κώλοι αστραφτεροί,γεμάτοι ήλιο,που πάλλονταν σε διάφορους ρυθμούς,που ανεβοκατέβαιναν,κωλομέρια που πήγαιναν πότε εδώ και πότε εκεί,που υψώνονταν μονομιάς,κοιτούσαν και έκλειναν το μάτι στον αμερόληπτο παρατηρητή – ο οποίος τοςυ παρατηρούσε σαν ειδήμονας της μοντέρνας τέχνης,συλλογιζόταν ο Έκτορ από την προνομιακή θέση του μπανιστηρτζή.»
Η ιδέα του θανάτου που ακολουθεί τον ήρωα σε όλο το μυθιστόρημα δεν φεύγει ποτέ,ούτε όταν κάνει έρωτα με το περίεργο κορίτσι με την αλογοουρά που τον διεκδικεί με πάθος,ούτε όταν τρώει μέχρι σκασμού,ούτε όταν λύνει το παζλ της μπερδεμένης υπόθεσης.Όπως στα περισσότερα βιβλία του απίστευτου αυτού συγγραφέα η Πόλη του Μεξικού και το διεφθαρμένο μέχρι εκεί που δεν παίρνει κράτος είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας.Ένα μυθιστόρημα βαθύ και ουσιαστικό που σε παρασέρνει,που περνάς καλά,που αγωνιάς και που γελάς μέχρι δακρύων.
Τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα συναντάμε στην αριστουργηματική νουβέλα του Joseph Roth «HOTEL SAVOY» (Εκδόσεις ΑΓΡΑ,σελ.170) (85).Το βιβλίο είναι μιά αλληγορία του κόσμου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,όπου ένα ογκώδες αριστοκρατικό ξενοδοχείο επτά ορόφων σε μιά ανώνυμη πόλη στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης χρησιμεύει ως σύμβολο του «πολιτισμένου» μεσοπολεμικού κόσμου.
«...Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy:απ’έξω έλαμπε,άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα,αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια,αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά,πολύ χαμηλά,θαμμένοι σε αέρινους τάφους-κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων,που κάθονταν κάτω,ήσυχοι και βολεμένοι,δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»
Ο στρατιώτης του Αυστροουγγρικού στρατού Γκάμπριελ Νταν,γυρίζοντας από πολύχρονη αιχμαλωσία στην Σιβηρία έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής γιά το σπίτι του.Σταματάει στην μικρή πόλη,όπου έχει ένα πάμπλουτο θείο με σκοπό να πάρει μιά μικρή οικονομική βοήθεια από αυτόν γιά να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του.Επιλέγει να μείνει στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης,το Σαβόϋ.Με το που πιάνει το δωμάτιο στον έκτο όροφο αντιλαμβάνεται ότι όσο ανεβαίνουμε σε ορόφους,τόσο φτωχότερα είναι τα δωμάτια,τόσο αλλάζει η διακόσμηση,τόσο διαφορετική είναι η πελατεία.Εάν στον πρώτο όροφο η πολυτέλεια είναι χτυπητή και το service είναι εξαιρετικό,στον έβδομο όροφο άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και την ανέχεια.
Η πόλη ταλαιπωρείται από τις απεργίες,αλλά οι μεγαλοβιομήχανοί της αδιαφορούν αφού επιδίδονται σε χρηματιστηριακά παιχνίδια συναλλάγματος και βγάζουν τεράστια κέρδη από εκεί.Ο Νταν συνειδητοποιεί ότι ζει σε ένα καζάνι που σιγοβράζει και είναι θέμα ημερών πότε θα εκραγεί.Ερωτεύεται μιά χορεύτρια αλλά διστάζει να εκδηλώσει τα αισθήματά του,προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της φτωχολογιάς του έβδομου ορόφου,και της άρχουσας τάξης που γλεντοκοπά στο μπαρ του ξενοδοχείου.Την ίδια στιγμή προσπαθεί με κάθε τρόπο,να μαζέψει κανένα φράγκο να την κάνει από την πόλη/Τιτανικό η οποία βουλιάζει καθημερινά μέσα στην παρακμή και την τρέλλα.
Καφκική ατμόσφαιρα (το άρωμα του Πύργου είναι έντονο),αναμεμιγμένη με το ύφος του Ίσεργουντ στις ιστορίες του γιά το μεσοπολεμικό Βερολίνο (ΑΝΤΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ,μιά από τις ιστορίες είναι εκείνη που αποτέλεσε τη βάση γιά την ταινία Καμπαρέ με την Λάϊσα Μινέλι),ο κόσμος του Ροτ είναι ο κόσμος της κεντρικής Ευρώπης του 20,των εθνών που αλλάζουν,των νομισμάτων που υποτιμούνται,της σεξουαλικής ελευθερίας και της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.
Το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο (στην λογοτεχνία και στο σινεμά,έχουμε παρακολουθήσει παρόμοιες ιστορίες) αλλά η γραφή του Ροτ παρ’ότι έχει μιά τάση προς το γκροτέσκο,είναι κορυφαία,η ειρωνία κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα και ο ήρωας είναι πολύ ζωντανός και στέρεος.Το περίεργο αυτό ξενοδοχείο που ψάχνουν όλοι τον ελληνικής καταγωγής διευθυντή συνέχεια,είναι γοητευτικό μέσα στο χάος που κυριαρχεί,οι δε χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στη σκηνή είναι δοσμένοι με ολοζώντανα χρώματα.
Εξαιρετικές και οι δύο εκδόσεις από την ΑΓΡΑ με υπέροχες μεταφράσεις των Ηλιόπουλου,Αγγελίδου γιά Ταϊμπο και Ροτ αντίστοιχα που βοηθούν στην απόλαυση των κειμένων.
Τηρώντας την προσωπική μου παράδοση θα απουσιάσω εκτός Ελλάδος γιά τις ημέρες του Πάσχα.Εύχομαι καλή Ανάσταση , να περάσετε όλοι καλά με πολύ διάβασμα και καλό φαγητό (ή το ανάποδο) .Θα τα ξαναπούμε μετά την πρωτομαγιά ελπίζω με περισσότερα βιβλία. Hasta la vista…
Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008 |
Permalink
Μιά σπουδή στην γυναικεία ψυχοσύνθεση
Θυμάμαι μικρούλης ήμουνα,γύρω στα 10 όταν διάβασα την Τζέην Έϋρ σε Κλασσικό Εικονογραφημένο-οι νεώτεροι μάλλον δεν τα γνώρισαν αλλά γιά τους περισσότερους από εμάς αυτά τα τεύχη αποτέλεσαν την εισαγωγή μας στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Η ιστορία δεν μου έκανε καμμία εντύπωση αλλά το μόνο πράγμα που έμεινε στη μνήμη μου,ήταν οι εικόνες της Μπέρθας Ρότσεστερ η οποία παρουσιαζόταν από τον σκιτσογράφο των Κλασσικών σαν δαίμονας,σαν «θεριό» να εμφανίζεται μέσα στη νύχτα και να τρομάζει την φτωχή και άσπιλη Τζέην.Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου σε κάποιο μάθημα που είχα πάρει γύρω από την βρετανική λογοτεχνία επέλεξα να ασχοληθώ με τις αδερφές Μπροντέ.Ο κυριότερος λόγος ήταν η κινηματογραφική βερσιόν του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ από τον μέγιστο Μπουνιουέλ,ο οποίος είχε δώσει μιά «πειραγμένη» υπερρεαλιστική υφή στην μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη και με είχε συναρπάσει.Μαζί με το αριστούργημα της Έμιλυ Μπροντέ διάβασα τότε (στο πρωτότυπο) την Τζέην Έϋρ της αδερφής της Σάρλοτ.Με εντυπωσίασαν τότε πολύ οι εκπληκτικές περιγραφές της συγγραφέως,το κομψό γράψιμο,η προσωπικότητα της ηρωίδας,η μαλακία του Ρότσεστερ και η απίστευτη φιγούρα της Μπέρθας της πρώτης συζύγου του Ρότσεστερ η οποία ήταν κλεισμένη σε ένα δωμάτιο στον πύργο,το έσκαγε τη νύχτα και εμφανιζόταν ως φάντασμα άλλοτε προσπαθώντας να σκοτώσει τον σύζυγό της,άλλοτε να τρομάξει την Τζέην.Μιά απόκοσμη φιγούρα έντονα σκιαγραφημένη από την Μπροντέ,χαρακτηρισμένη ως τρελλή.Η Μπροντέ ωθεί τον αναγνώστη να λυπηθεί τον Ρότσεστερ ο οποίος εμφανίζεται να τραβάει τα πάνδεινα δέσμιος των επιλογών που έκανε σε νεαρή ηλικία.
Η κυκλοφορία του εξαιρετικού μυθιστορήματος της Τζην Ρυς (Jean Rhys) «Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ» (Εκδ.Μελάνι,σελ.222) (87) σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του,αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα και ας έχω την αίσθηση ότι θα περάσει απαρατήρητο . Το αριστούργημα της Ρυς ασχολείται με την ιστορία της Μπέρθας , ναι της «τρελλής» που ταλαιπωρεί τους πάντες στο Θόρνφιλντ στην ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ και αποτελεί ένα «prequel» που θα λέγαμε στον κινηματογράφο του βιβλίου της Μπροντέ αφού παρακολουθεί τη ζωή της Μπέρθα Μέϊσον στην Τζαμάϊκα,τον γάμο της με τον Ρότσεστερ ,τον τελικό ερχομό της στην Αγγλία και τον εγκλεισμό της στη σοφίτα του πύργου του Θόρνφιλντ. Με την ευκαιρία αυτή,ξαναδιάβασα με μεγάλη απόλαυση (το ομολογώ)την υπέροχη ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ στην πολύ ωραία έκδοση της Σμίλης.
Η Μπέρθα της Μπροντέ,στην «Πλατιά θάλασσα...» έχει το όνομα Αντουανέτ και είναι μιά λευκή κρεολή που ζεί στην Τζαμάϊκα,μεγαλώνει δηλαδή στην Καραϊβική μετά τη θάλασσα των Σαργασσών όπως ονομάζεται η θαλάσσια περιοχή στον Ατλαντικό ωκεανό μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.Αυτό το «φυσικό όριο» μεταξύ των δύο κόσμων σηματοδοτεί τις διαφορές τους και την αδυναμία προσέγγισης του ενός από τον άλλον.Η Αντουανέτ/Μπέρθα είναι μιά «ξένη» και για τους δύο πολιτισμούς,μιά «λευκή νέγρα» γιά τους μεν και μιά «μαύρη» γιά τους δε.Βλέπει την οικογένειά της να διαλύεται,το σπίτι της να καταστρέφεται από μιά τοπική εξέγερση,την μάνα της να τρελλαίνεται από τον χαμό του μικρού της γιού.Της ίδιας ουσιαστικά της αγοράζουν έναν σύζυγο,δίνοντας του 30.000 λίρες γιά να την ξεφορτωθούν.Ο Ρότσεστερ σώζεται οικονομικά από την συναλλαγή,βρίσκεται με λεφτά και μιά όμορφη νύφη στα χέρια του,αλλά ως γνήσιος Άγγλος του 19ου αιώνα παθαίνει την πλάκα του με τη ζωή στην Καραϊβική.Δεν καταλαβαίνει τίποτα από τους ρυθμούς,από τη φύση από τους ανθρώπους από την γυναίκα του την ίδια.Παρεξηγώντας τα πάντα πέφτει θύμα των κουτσομπολιών της τοπικής κοινωνίας,δεν ερωτεύεται ποτέ την Μπέρθα,και όπως την έχει στείλει αδιάβαστη με την αδιαφορία του και την γενικότερη στάση του,ως μάννα εξ ουρανού,του πέφτει στα χέρια και η κληρονομιά της περιουσίας του πατέρα του,παίρνει λοιπόν άρον-άρον την άμοιρη σύζυγο και την πάει στην Αγγλία...Την υπόλοιπη ιστορία την αναλαμβάνει η Σαρλότ Μπροντέ στην ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ.
Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με τις αφηγήσεις της Αντουανέτ/Μπέρθας και του Ρότσεστερ,ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο παρακολουθούμε και την οπτική της γυναίκας που φυλάει την Μπέρθα στη σοφίτα,της αιωνίως μεθυσμένης Γκρέϊς Πουλ,οπότε έχουμε μιά σφαιρική καταγραφή της ιστορίας.Ο αντικειμενικός στόχος της συγγραφέως είναι να τονίσει τις πολιτισμικές διαφορές των δύο ανθρώπων,που ποτέ δεν «συναντήθηκαν» ψυχικά και να τονίσει τον ρατσισμό της εποχής που γράφτηκε το μυθιστόρημα της Μπροντέ – οι προκαταλήψεις της εποχής που καταδίκαζαν κάθε τι το διαφορετικό.
Η Μπέρθα στο ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ περιγράφεται ως «ακόλαστη,άσεμνη,βαμπίρ,τέρας,ύαινα» και ότι τρελλάθηκε λόγω των σεξουαλικών καταχρήσεών της!!Η Ρυς μας δίνει μιά άλλη διάσταση στην προσωπικότητα της ηρωίδας της,δεν βλέπουμε πουθενά καμιά έντονη σεξουαλική ζωή,αντίθετα βλέπουμε μοναξιά μεγάλη,αίσθηση αποξένωσης,δίψα γιά ζωή και έρωτα,νοσταλγία των παιδικών χρόνων και πολύ έντονη την παρουσία της ατμόσφαιρας των τροπικών.Παρακολουθούμε γοητευμένοι μιά ιστορία έρωτα και μίσους,μεγάλου μίσους.Η ηρωίδα στηρίζει όλες τις ελπίδες της γιά μιά «καλύτερη» και περισσότερο ανεξάρτητη ζωή στον Ρότσεστερ,είναι έτοιμη να τον αγαπήσει,να στηριχτεί επάνω του.Εκείνος το μόνο που ζητάει είναι η οικονομική άνεση που απλόχερα του προσφέρεται γιατί είναι Άγγλος από καλή οικογένεια.Στην αρχή γοητεύεται από την περίεργη κοπέλα,μετά όμως «φρικάρει» από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τροπικών,από τους ψιθύρους της νύχτας,από τη δύναμη της φύσης,από τους κατοίκους του νησιού,από την αλλοπρόσαλη γιά τα συντηρητικά του μάτια συμπεριφορά της γυναίκας του.Η συγγραφέας λευκή κρεολή και ίδια,γεννημένη στην Καραϊβική (Ντομίνικα) κατανοεί και «δικαιώνει» την Μπέρθα,όχι γιά την τελική της ενέργεια,να βάλει φωτιά στον πύργο αλλά γιά την πορεία της προς τα εκεί,προς την σχιζοφρένεια. Πάνω απ’όλα όμως μας δίνει στο πρόσωπο της Αντουανέτ/Μπέρθας μιά εκπληκτική ηρωίδα,μιά γυναίκα που θέλει να ζήσει και δεν την αφήνουν,μιά γυναίκα που πέφτει θύμα της εποχής της.
Σπαραχτικό και ατμοσφαιρικό το βιβλίο αυτό καλό θα ήταν να διαβαστεί μετά το ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ. Οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν ότι στέκεται αυτόνομα.Σίγουρα ναι,αλλά ο αναγνώστης κάτι θα χάσει...Εγώ το είδα περισσότερα σαν ένα διάλογο μεταξύ των δύο μεγάλων συγγραφέων,σαν ένα συμπλήρωμα της αρχικής ιστορίας. Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ είναι ισάξια της ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ,και ο αναγνώστης της πρώτης θα δει με άλλο μάτι το κλασσικό βιβλίο της Μπροντέ και θεωρώ ότι θα το κατανοήσει καλύτερα έτσι.
«Υπήρχαν κι άλλα κεριά πάνω στο τραπέζι και πήρα ένα από αυτά και ανέβηκα τρέχοντας την πρώτη σκάλα και μετά τη δεύτερη.Στο δεύτερο όροφο πέταξα το κερί.Αλλά δεν στάθηκα να παρακολουθήσω.Ανέβηκα την τελευταία σκάλα και διέσχισα τον διάδρομο.Πέρασα το δωμάτιο όπου μ’εφεραν χθες ή προχθές,δεν θυμάμαι πότε.Μπορεί να μ’έφεραν καιρό πριν γιατί φαίνεται πως γνωρίζω καλά το σπίτι.Ήξερα πως ν’απομακρυνθώ από τη ζέστη και τις φωνές,γιατί τώρα υπήρχαν και φωνές.Όταν βγήκα έξω,στην κορυφή του σπιτιού ήταν δροσερά και δεν ακούγονταν.Κάθισα εκεί ήσυχα.Δεν ξέρω για πόση ώρα κάθισα εκεί.Μετά στράφηκα προς τα πάνω και είδα τον ουρανό.Ήταν κόκκινος και όλη μου η ζωή βρισκόταν εκεί.Είδα το ρολόι του παππού μου και το πολύχρωμο πάτσγουορκ της θείας Κόρα,είδα τις ορχιδέες και τα αναρριχητικά φυτά και το γιασεμί και το δέντρο της ζωής μέσα στις φλόγες.Είδα τον πολυέλαιο και το κόκκινο χαλί κάτω και τις καλαμιές και τις φτέρες και το ασήμι και το απαλό πράσινο βελούδο των βρύων πάνω στο φράχτη του κήπου.Είδα το σπίτι της κούκλας μου και τα βιβλία και τον πίνακα της κόρης του Μίλερ.Άκουσα το κάλεσμα του παπαγάλου όπως φώναζε όταν έβλεπε κάποιον ξένο.Qui est la?Qui est la?Και ο άντρας που με μισούσε φώναζε κι εκείνος: «Μπέρθα!Μπέρθα!».Ο αέρας πήρε τα μαλλιά μου που ανέμιζαν σαν φτερά.Μπορεί να με σηκώσει ψηλά,σκέφτηκα,αν πηδήξω πάνω σ’εκείνες τις σκληρές πέτρες.Αλλά όταν κοίταξα κάτω,είδα τη λιμνούλα του Κουλίμπρι.Η Τία ήταν εκεί.Μου έγνεψε και,όταν δίστασα,γέλασε.Την άκουσα να λέει: «Φοβάσαι?»Και άκουσα τη φωνή του άντρα: «Μπέρθα!Μπέρθα!».Όλα αυτά τα είδα και τα άκουσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου.Και ο ουρανός ήταν τόσο κόκκινος.Κάποιος ούρλιαξε και σκέφτηκα Γιατί ούρλιαξα?Φώναξα «Τία!»,πήδηξα και ξύπνησα.
Η Γκρέϊς Πουλ καθόταν στο τραπέζι αλλά είχε κι εκείνη ακούσει το ουρλιαχτό γιατί είπε: «Τι ήταν αυτό?» Σηκώθηκε,πλησίασε και με κοίταξε.Παρέμεινα ακίνητη,ανασαίνοντας κανονικά με τα μάτια μου κλειστά . «Πρέπει να είδα όνειρο» είπε.Μετά επέστρεψε,όχι στο τραπέζι,αλλά στο κρεβάτι της.Περίμενα πολλή ώρα μέχρι να την ακούσω να ροχαλίζει,μετά σηκώθηκα,πήρα τα κλειδιά και ξεκλείδωσα την πόρτα.Βρέθηκα έξω κρατώντας το κερί μου.Επιτέλους τώρα γνωρίζω γιατί με έφεραν εδώ και τι πρέπει να κάνω.Πρέπει να έκανε ρεύμα γιατί η φλόγα τρεμόπαιξε και νόμισα πως έσβησε.Αλλά την κάλυψα με το χέρι μου κι αυτή φούντωσε γιά να μου φωτίσει τον σκοτεινό διάδρομο.»
Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008 |
Permalink
The famous blue raincoat
Με τις διαστάσεις του χρόνου «παίζει» η μικρή και σύντομη αλλά εξόχως γοητευτική και ιδιόμορφη νουβέλα της ισπανίδας συγγραφέως του φανταστικού
Ελία Μπαρθελό (Elia Barcelo) «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ» (Εκδ.Πατάκη,σελ. 121) (83).Η συγγραφέας στην εναρκτήρια σκηνή της ιστορίας της χρησιμοποιεί το υπέροχο,μελαγχολικό τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν «
The famous blue raincoat» γιά να εισαγάγει τον αναγνώστη στην ιστορία:
«
Τέσσερις η ώρα το πρωί.Τέλη Δεκεμβρίου.
Τώρα πιά γράφω γιά μένα,γράφω με το χέρι,με τα μικροσκοπικά μου γράμματα του χρυσοχόου,σε τούτο το μισοάδειο διαμέρισμα που έχω πρόσφατα νοικιάσει,ενώ πίσω από το τζάμι το χιόνι πέφτει γλυκά στην οδό Κλίντον,όπου δεν αντηχεί πιά η μουσική γιά την οποία μιλάει ο Κοέν.Γράφω γιά μένα.Δεν υπάρχει πιά κανείς.Δεν υπάρχει κανείς,τώρα που η Θέλια δεν είναι πιά εδώ.»
Ο χρυσοχόος και κεντρικός ήρωας προσπαθεί να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και να καταλάβει τι του συνέβη μερικές μέρες πριν ή μήπως ήταν ώρες ή μήπως ήταν χρόνια πριν.Λίγο προτού πετάξει στην Ν.Υόρκη επισκέπτεται (?) την πόλη που έζησε ως έφηβος και είχε μιά έντονη ερωτική ιστορία με μιά μυστηριώδη μεσήλικα,την Θέλια,η οποία τον μύησε στον έρωτα και η οποία είχε ένα μυστηριώδες παρελθόν αφού την είχε παρατήσει στα σκαλιά της εκκλησίας ένας πολύ περίεργος «ξένος» που όπως ξαφνικά είχε εμφανιστεί στην πόλη και την είχε ερωτευτεί ,έτσι ξαφνικά είχε εξαφανιστεί.Ένα γεγονός που είχε "στιγματίσει" τη ζωή της στην μικρή επαρχιακή πόλη.
Καθώς λοιπόν πηγαίνει σε ένα ξενοδοχείο που θυμάται από το παρελθόν του,συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στο 1952,δυό χρόνια προτού γεννηθεί.Στις βόλτες του στην πόλη (χωριό της δεκαετίας του 50 στη Φρανκική Ισπανία),γνωρίζει τους ακόμα ανύπαντρους γονείς του και την πανέμορφη νεαρότατη Θέλια η οποία έλκεται από τον παράξενο «ξένο» με τα περίεργα ρούχα και την μπλε καμπαρντίνα και τον ερωτεύεται.
Η συνέχεια της νουβέλας είναι ακόμα πιό παράξενη από την αρχή της καθώς η συγγραφέας κάνει συνεχή μπρος-πίσω στον χρόνο...
«...«Λατρεύω τους γάμους» μου είπε η Θέλια καθώς τη συνόδευα εκείνο το βράδυ στο σπίτι. «Σιχαίνομαι τους γάμους» μου είχε πει πριν από εικοσιπέντε χρόνια,όταν της είχα ζητήσει να έρθει μαζί μου στο γάμο ενός φίλου μου,που παντρευόταν βιαστικά,προτού αρχίσει να φαίνεται η εγκυμοσύνη της αρραβωνιαστικιάς του.»Που σταματάει η πραγματικότητα (και ποιά είναι αυτή?) και που αρχίζει η φαντασία.Το ανεκπλήρωτο πάθος πεθαίνει ποτέ?Ερωτήματα που τίθενται όπως διαβάζεις αυτό το μικρό αλλά θαυματουργό βιβλιαράκι.
Ιστορία φαντασμάτων ή μήπως μιά φιλοσοφική νουβέλα γύρω από τον χρόνο,την μνήμη?Μάλλον το δεύτερο θα έλεγα.Καθαρά επηρεασμένη από τον
Κορτάσαρ και τον
Μπόρχες,με άρωμα
H.G.Wells (Η μηχανή του χρόνου,Ο αόρατος άνθρωπος) αλλά και ατμόσφαιρα που θυμίζει το εκπληκτικό
Πέδρο Παράμο του
Χ.Ρούλφο,η ικανότατη (απ’ότι φαίνεται) Μπαρθελό χειρίζεται το γοητευτικό θέμα της με μαεστρία και προοπτική,κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση και χρησιμοποιώντας την μικρή φόρμα μιάς νουβέλας δίνει ένα λογοτεχνικό μάθημα σε πολλούς συναδέλφους της.
Ένα βιβλίο πραγματική έκπληξη,το οποίο είχα αρκετούς μήνες στη βιβλιοθήκη μου και δεν θα το έπιανα αν δεν μου κέντριζε το ενδιαφέρον το πολύ όμορφο (as usual)
ποστ της Σταυρούλας Σκαλίδη .
Τρίτη, Απριλίου 08, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 08, 2008 |
Permalink
Πεθαίνοντας γιά το "τίποτα"
Καθαρά πολιτικό θρίλερ με αστυνομική υφή είναι η πρόσφατα εκδοθείσα νουβέλα του
Jean-Patrick Manchette «ΝΑΔΑ» (Εκδ.Ελληνικά Γράμματα,σελ.243) (80),την οποία ο πρόωρα χαμένος (1942-1995) πολύ σημαντικός Γάλλος συγγραφέας έγραψε μετά τα γεγονότα του 68,εξέδωσε το 1972 και που γυρίστηκε
ταινία από τον αντιφατικό αλλά πολύ ενδιαφέροντα σκηνοθέτη Κ.Σαμπρόλ σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή της.
O Manchette ήταν ένας συγγραφέας που τα βιβλία του εκινούντο μεταξύ νατουραλισμού και μυθοπλασίας,στυλιζαρισμένα στο έπακρο και γραμμένα με τελείως προσωπικό λογοτεχνικό ύφος,αυτοαναφορικά ,τελείως υποκειμενικά αλλά και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένα από τα δρώμενα επί χάρτου.Αριστεριστής στην ιδεολογία,έγραφε με απλή γλώσσα επηρεασμένος στο ύφος περισσότερο από τους Αμερικανούς νουάρ συγγραφείς κυρίως τον Χάμετ ,τον ΜακΚόϋ και τον Τζέημς Κέην των οποίων οι αστυνομικές ιστορίες είχαν πολιτική χροιά.
Το ΝΑΔΑ είναι η ιστορία μιάς μηδενιστικής,αναρχικής συμμορίας η οποία αποφασίζει να απαγάγει τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Παρίσι.Τα μέλη της ομάδας είναι τύποι «τελειωμένοι».Απογοητευμένοι από την πολιτική δράση,αναμεμιγμένοι στο παρελθόν είτε με το Κ.Κ,είτε με την Αλγερινή επανάσταση,ειτε με την Ισπανική αντίσταση,ετερόκλητες προσωπικότητες με κορυφαίες ανάμεσά τους τον αδίστακτο νετσαγεφικό επαναστάτη Μπουεναβεντούρα και τον τυχοδιάκτη πενηντάρη «γέρο» Επωλάρ,του οποίου η ζωή θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της το θέμα ενός μυθιστορήματος:
«...Κοιτάζεται στον καθρέφτη.Αισθάνεται την οδυνηρή και οικεία εντύπωση ότι απέτυχε στη ζωή του.Θυμάται.Γεννιέται στις Αντίλλες τη δεκαετία του ’20.Στην αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,βρίσκεται ορφανός,άφραγκος,αλλά έχει ένα καίκι με το οποίο περνά στη Νότια Αμερική.Το εμπάργκο της Νορβηγίας προκαλεί έλλειψη μουρουνέλαιου στην παγκόσμια αγορά.Ο Επωλάρ ψαρεύει καρχαρίες και κάνει περιουσία,χάρη στο λάδι από καρχαρία.Μερικούς μήνες αργότερα βρίσκεται στη Γαλλία και είναι ερωτευμένος.Από έρωτα μπαίνει στην Αντίσταση,FTPF,Ο Επωλάρ χάνει τη μονάδα του στη διάρκεια μιάς σκληρής μάχης στο Ντωφινέ,την άνοιξη του 1944.Εκείνη τη στιγμή δεν είναι πλέον ερωτευμένος.Έχοντας χάσει τις επαφές του,αποκαθιστά άλλες,με ντεγκωλικά στοιχεία,και βρίσκεται στο Βερκόρ.
Μετά την καταστροφή του Βερκόρ,ο Επωλάρ,που κατάφερε να γλιτώσει από τη σφαγή,νιώθει έντονο μίσος κατά της μπουρζουαζίας και των ντεγκωλικών.Είναι ένας άνθρωπος μόνος.Γίνεται πληρωμένος φονιάς.Από το ’45 ως το ’47 σκοτώνει πέντε ή έξι άτομα,από πεποίθηση και επί πληρωμή.Καταφέρνοντας από τύχη και εξυπνάδα,να παραμείνει άγνωστος στους πελάτες του και στη γαλλική αστυνομία,θα επιτύχει να ενταχθεί στο ΓΚΚ.Απεργίες στο Βορρά.Ο Επωλάρ σαμποτάρει τις σιδηροδρομικές γραμμές απ’όπου έρχονται τα τεθωρακισμένα και τα στρατεύματα καταστολής.Αποφασίζει να σκοτώσει τον Ζυλ Μος.Παραιτείται.Έχει μιά γεύση στάχτης στο στόμα.Έχει χάσει τον μπούσουλα.Εκμεταλλεύεται ένα μικρό τυπογραφείο σ’ενα προάστειο του Παρισιού.Δεν πληρώνει πιά τις συνδρομές του στο Κόμμα.
...Εγκαταλείπει τη Γαλλία το 1962 και δουλεύει στο Αλγέρι,στο σχεδιασμό,με τους Παμπλιστές.Φεύγει από την Αλγερία μετά τη πτώση του Μπεν Μπελά.Μένει γιά λίγο στη Γουινέα.Τον συναντούν στην Κούβα να δουλεύει με τον Ενρίκε Λίστερ.Ο Επωλάρ εκείνη τη στιγμή είναι διεφθαρμένος.Ήδη στην Αλγερία είχε κάνει λεφτά με το εμπόριο εγκαταλλειμμένων (από τους αποίκους) περιουσιών.Στην Κούβα είχε κάνει μαύρη αγορά.Τον απελαύνουν.Κυκλοφορεί στη Νότια Αμερική.Χάνονται τα ίχνη του.
Και νά’τον πάλι στην Γαλλία.Είχε βγάλει το κινέζικο πιστόλι από το πανωφόρι του και πίεζε την κάννη πάνω στον λαιμό του.Είχε το δάχτυλο στη σκανδάλη.
«Θά’ταν καλύτερα να τινάξω αμέσως τα μυαλά μου στον αέρα»δήλωσε στον καθρέφτη του.
Αναστέναξε και δεν τα τίναξε.Τακτοποίησε το πιστόλι,αναπαραγωγή του ρωσικού Τοκάρεφ.Κοίταξε το ρολόι του.Ήταν πέντε ,ακριβώς.Ο Επωλάρ αποφάσισε ότι θα πήγαινε στη συγκέντρωση το βράδυ.
«Ε,σκατά,στο κάτω κάτω!»είπε στον καθρέφτη του.»Η απαγωγή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά πάντα γίνεται το «μοιραίο λάθος» και η αστυνομία τους ανακαλύπτει στην απομονωμένη αγροικία της αινιγματικής πόρνης Κας ,που καταφεύγουν.Η επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων είναι ιδιαίτερα βίαιη αλλά και πάλι δεν προαναγγέλει το εκπληκτικό φινάλε της νουβέλας. Η βία γεννάει βία και η υπόθεση θυμίζει τις επιθέσεις των αρχών κατά των αριστερίστικων οργανώσεων την δεκαετία του 70 (Μπάαντερ-Μάϊνχοφ,Ερυθρές Ταξιαρχίες).
Παλιομοδίτικο αλλά γοητευτικό το μυθιστόρημα από τα καλύτερα του Μανσέτ,με σαφείς πολιτικές αναφορές ,ακατάσχετη δράση,εκπληκτικούς χαρακτήρες,ωραίους διαλόγους αλλά πάνω απ’όλα εξαιρετική ατμόσφαιρα μελαγχολίας και ήττας .Το άρωμα του Μάη του 68 είναι έντονο και η αμφισβήτηση της εξουσίας - της κάθε μορφής εξουσίας (σχολείο,αστυνομία,κυβέρνηση,Αμερικάνοι) είναι παρούσα και ιδιαίτερα ρομαντική.
Επαναστάτες με και χωρίς αιτία,τα μέλη της ομάδας οδηγούνται στον θάνατο σαν καμικάζι,το ξέρουν αλλά δεν τους νοιάζει,πρωταγωνιστές μιάς ιστορίας που φαίνεται τόσο παράλογη αλλά και τόσο δικαιολογημένη,η οποία δεν θα παύει να γοητεύει τον αναγνώστη όσα χρόνια και αν περάσουν.
Παρασκευή, Απριλίου 04, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 04, 2008 |
Permalink
Ο πρόσφυγας παραμένει πάντα "πρόσφυγας"
«...Το επίκεντρο της διήγησης κάθε πρόσφυγα
Παραμένει το ίδιο.
Να γεννιέσαι σε ένα μέρος,
Να γερνάς σε ένα άλλο.
Και να αισθάνεσαι ξένος και στα δυο μέρη.»
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα με μεγάλες προεκτάσεις ακόμα και στις μέρες μας ήταν η Συνθήκη της Λωζάνης.Μιά Συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην όμορφη Ελβετική πόλη και έμελλε να επισημοποιήσει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά τα γεγονότα του 22,ρυθμίζοντας το θέμα των προσφύγων και επιβάλλοντας την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών.Η Συνθήκη λειτουργεί ακόμα και στις μέρες μας ως γνώμονας γιά σχεδόν παρόμοιες καταστάσεις στα Βαλκάνια,όπου βλέπουμε να δημιουργούνται νέα «κράτη»,καινούριες σημαίες και οι εθνικιστικές ιδεολογίες να κυριαρχούν.
Με το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών που προέκυψε από την Συνθήκη της Λωζάνης ασχολείται ο δημοσιογράφος Bruce Clark στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ» (Εκδ.ΠΟΤΑΜΟΣ,σελ. 308-μεγάλου σχήματος).Ο συγγραφέας προσεγγίζει το (πάντα συγκινητικό θέμα) των απελάσεων από δημοσιογραφική (και άρα συναισθηματική) πλευρά και όχι με τη ψυχρή ματιά του ιστορικού.Ένα δείγμα των τίτλων των κεφαλαίων του βιβλίου το δείχνει έντονα αυτό:
-Το Αϊβαλί και τα φαντάσματα του
-Χαμένα αδέλφια,χαμένες αδελφές:από τη Σαμψούντα στη Δράμα
-Ποιός φεύγει,ποιός μένει:το παζάρι της Λωζάννης
-Κρυφές θρησκείες,κρυφοί δεσμοί:η μοίρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
-Έξοδος από την Κωνσταντινούπολη
-Αποχαιρετισμός στη Σαλονίκη:οι μουσουλμάνοι σαλπάρουν
Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια κόσμος ξεσπιτώθηκε μετά τα γεγονότα του 22,περίπου ενάμιση εκατομμύριο χριστιανοί και γύρω στις πεντακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνοι.Η συντριβή του Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία δημιούργησε ένα τεράστιο κύμα προσφύγων που ήρθαν στο παντελώς ανέτοιμο και στη γνώριμη μπαχαλοειδή του κατάσταση Ελληνικό κράτος,το οποίο είχε πάθει τη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας του και προσπαθούσε να συνέλθει.Παρά τις εθνικιστικές τσιρίδες και τις γνώριμες ακόμα και στις μέρες μας υστερίες των αμετανόητων ηλιθίων που επέμεναν να γίνει αντεπίθεση και να βαδίσει ο στρατός προς την ανατολική Θράκη και τη Κωνσταντινούπολη,η τότε κυβέρνηση έκανε δύο πολύ επιτυχημένες κινήσεις:αποφάσισε από τη μιά να διοχετεύσει το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων στην Μακεδονία αλλάζοντας την εθνολογική ισορροπία της περιοχής (ας μη ξεχνάμε ότι το ελληνοχριστιανικό στοιχείο ήταν μειονότητα στη Βόρεια Ελλάδα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών),από την άλλη να αναθέσει τις διαπραγματεύσεις στον εξαιρετικό διπλωμάτη Ε.Βενιζέλο ο οποίος ήταν ο μόνος που είχε το στάτους και τις γνώσεις να διαχειριστεί μιά καταστροφή.
Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μήνες πολλούς.Από την αρχή επικράτησε η ιδέα της ανταλλαγής των πληθυσμών βάσει της θρησκείας τους.Ένα γεγονός που προκαλεί ανατριχίλα στον σύγχρονο κόσμο αλλά όπως βλέπουμε με τα γεγονότα του Κοσόβου ακόμα χρησιμοποιείται στην διεθνή πολιτική σκηνή.Εκατοντάδες χιλιάδες λοιπόν άνθρωποι (δεν μιλάμε γι’αυτούς που έπεσαν θύματα των σφαγών και των καταστροφών του πολέμου),αναγκάστηκαν είτε επειδή πίστευαν στον Χριστό,είτε επειδή πίστευαν στον Αλλάχ να αφήσουν τη γη τους,τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν σε μιά άλλη χώρα,την οποία ανέκαθεν ίσως θεωρούσαν δικιά τους και κοντύτερα στην κουλτούρα τους αλλά στην πραγματικότητα ούτε σκεπτόντουσαν να πάνε να μείνουν εκεί.Από το βιβλίο αντιλαμβανόμαστε ότι η μετάβαση και η προσαρμογή στη Τουρκία των μουσουλμάνων που ζούσαν στην Ελλάδα ήταν δυσκολότερη από αυτή των προσφύγων που ήρθαν στη χώρα μας.Παρότι τα σπίτια που είχαν αφήσει οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν καλύτερα και περισσότερα (μιάς που έφυγε τόσος κόσμος),οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από την Ελλάδα τα βρήκαν είτε κατασχεμένα από τα ντόπια λαμόγια είτε τελείως κατεστραμμένα ή καμμένα.Από την άλλη,οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ή του Πόντου αναγκάστηκαν να διαμείνουν είτε σε σκηνές,είτε σε γήπεδα και πλατείες στην περίπτωση των μεγάλων πόλεων,είτε να διοχετευθούν σε χωριουδάκια και να γίνουν γεωργοί ή να προσαρμοσθούν σε συνθήκες πρωτόγνωρες γιά αυτούς.
Ο Βενιζέλος στη Λωζάνη μάλλον καλά τα κατάφερε.Σαν πολιτικός είχε αδυναμίες και πλεονεκτήματα.Εκμεταλλεύτηκε τις διπλωματικές του ικανότητες και πέτυχε να βγάλει έξω από τη συμφωνία/συνθήκη τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης παρά τις τσιρίδες των αιωνίως "αλλού γι'αλλού" ελληναράδων της τότε εποχής που αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι οι Τούρκοι μας είχαν πετάξει στη θάλασσα και μας είχαν "πάρει τα σώβρακα".Συμμάζεψε τη κατάσταση αφού το δράμα των προσφύγων είχε συγκινήσει τις διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις και η αγριότητα των Τούρκων εκνεύριζε και τους φανατικότερους των υποστηρικτών τους.Οι αγκαλίτσες και τα φιλάκια με τον Κεμάλ την δεκαετία του 30 δεν προιώνιζαν τα δράματα που θα ακολουθούσαν τις δεκαετίες του 50 και του 60 γιά τους Έλληνες της Πόλης,ούτε μπορούσε να προβλέψει την σκληρή στάση του Τουρκικού μετακεμαλικού καθεστώτος έναντι των Ελλήνων που παρέμειναν (σε αντίθεση με την πολύ καλύτερη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών στους μουσουλμάνους της Θράκης).Κανείς όμως δεν μπορούσε να αποζημιώσει τα αθώα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής και όσων επακολούθησαν.
Ευκολοδιάβαστο και πολύ ενδιαφέρον του βιβλίο του Κλαρκ βλέπει τα πράγματα από τη σκοπιά του "politically correct" ανθρώπου του 21ου αιώνα.Γενικεύει αρκετά στις κρίσεις του,δεν «σύρθηκαν» όλα τα θύματα της ανταλλαγής να αλλάξουν πατρίδα.Από την Ελληνική πλευρά είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι ήθελαν να φύγουν γιατί έβλεπαν τη κατάσταση,ότι και να έμεναν θα ήταν κόλαση εκεί.Ούτε συμφωνώ με την πλαγίως εκπεφρασμένη άποψη του,ότι,οι «Καραμανλήδες» (οι χριστιανοί δλδ της Ανατολίας)ή οι Πόντιοι ήταν ή αισθανόντουσαν «λιγότερο» Έλληνες,απλά τους πήρε περισσότερο χρονικό διάστημα να προσαρμοστούν στη γλώσσα και στις καταστάσεις. Οι μουσουλμάνοι σίγουρα ξεβολεύτηκαν οι περισσότεροι,υπήρχαν πολλές τοπικές κοινωνίες οι οποίες δεν θα τους πείραζαν,το θέμα ήταν τι θα έκανε το ελληνικό κράτος,εκεί είναι που έχω σοβαρές αμφιβολίες.
«...Στο μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας και γιά την πλειοψηφία των Τούρκων δεν είναι αποδεκτό μόνο το εθνικό ιδεώδες,είναι και η ανάγκη να αντιμετωπιστούν δυναμικά όσοι αντιτίθενται σε αυτό.Ό,τι και να κρύβεται μέσα στη ψυχή τους,όποια αισθήματα και να τρέφουν γιά τόπους και τρόπους ζωής που άφησαν στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου,οι Τούρκοι πολίτες που έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα δεν εναντιώνονται στην εθνική ιδεολογία.Οι γέροντες του Αϊβαλίκ ή της Τούζλα μπορεί να νοσταλγούν τα χώματα των προγόνων τους στην Κρήτη ή την ελληνική Μακεδονία,αλλά μία ζωή υπό Τουρκική σημαία τους έκανε τόσο πιστούς στη μνήμη του Ατατούρκ όσο και οι συμπατριώτες τους,αν όχι περισσότερο.
...Αποτελεί...αναμφισβήτητο γεγονός στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και της Τουρκίας ότι αυτό το ευρύτατο και τόσο κυνικό σχέδιο κοινωνικής και εθνοτικής μηχανικής μάλλον πέτυχε από την άποψη των κρατών που το εφάρμοσαν και συνεργάστηκαν γιά να το πετύχουν.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το μόνο που αποδεικνύει η «επιτυχία» της Λωζάννης είναι η ικανότητα των κυβερνήσεων του 20ου αιώνα να οδηγούν πληθυσμούς αμόρφωτων χωρικών προς τον εκσυγχρονισμό,χρησιμοποιώντας μαζική διαπαιδαγώγηση και πολιτική προπαγάνδα προκειμένου να τους ενσταλάξουν σχεδόν οποιοδήποτε μήνυμα σχετικά με την εθνική τους υπόσταση.Φτάνει να είναι αδίστακτες και να μην προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις.Ότι και να ήταν «πραγματικά» οι χριστιανοί της Καππαδοκίας ή του Πόντου,φτάνοντας στην Ελλάδα υιοθέτησαν με τον καιρό ένα συγκεκριμένο πρότυπο ελληνικότητας γιατί απλούστατα δεν είχαν άλλη επιλογή.Η Ελλάδα ζήτησε την πίστη τους και ήταν διατεθειμένη να τους προσφέρει καταφύγιο.Κανένα άλλο κράτος δεν τους ζήτησε,ούτε και τους προσέφερε τίποτα.Δεδομένης της κατάστασης η υιοθέτηση των ελληνικών ιδεωδών ήταν η μόνη λύση γιά την επιβίωσή τους.Ίσως θα μπορούσαν να διαμορφώσουν την εθνική τους ταυτότητα διαφορετικά,υπάρχουν όμως ορισμένα όρια στη βαρύτητα αυτής της θεωρίας.Οι κυβερνήσεις διαθέτουν πολλούς τρόπους να αλλάζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων αλλά δεν έχουν άπειρες δυνατότητες.Η επιχείρηση αναμόρφωσης είναι πιό εύκολη όταν οι άνθρωποι που πρόκειται να αναμορφωθούν δεν στέκονται σε αντίθετες πλευρές του θρησκευτικού χάσματος.»
Όσο και να διαφωνήσει κανείς με το παραπάνω απόσπασμα δεν μπορεί να το αγνοήσει.Εκεί πέραν του συναισθηματισμού του θέματος,έγκειται και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βιβλίου,που μπορεί να αποτελέσει «τροφή γιά σκέψη» κυρίως εάν κάποιος το συνδέσει με τις καταστάσεις που βιώνουμε γύρω μας,ακόμα λοιπόν και γιά μιά καλύτερη και ενδελεχέστερη κατανόηση της παρούσας πολιτικογεωγραφικής κατάστασης αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Κλαρκ "πατάει" επάνω στο εκπληκτικό βιβλίο της Renee Hirschon "Κληρονόμοι της Μικρασιατικής καταστροφής" (εκδ.ΜΙΕΤ) μιά απόλυτα εμπεριστατωμένη μελέτη γιά τη ζωή των προσφύγων στην Παλαιά Κοκκινιά και η οποία είναι απαραίτητο ανάγνωσμα γιά όποιον ενδιαφέρεται γιά το θέμα.