Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011 | Permalink
Terrible privacies
Δύσκολα μπορώ να φανταστώ βιβλίο που με έχει καταθλίψει τόσο, όσο το πρόσφατο μυθιστόρημα του καλού (και δημοφιλέστατου στην Ευρώπη), αλλά άνισου Βρετανού συγγραφέα Jonathan Coe, με τίτλο «Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΞΟΥΕΛ ΣΙΜ» (The terrible privacy of Maxwell Sim), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.501). Με τα παραπάνω δεν θέλω να πω ότι δεν μ’άρεσε το μυθιστόρημα – το αντίθετο, το βρήκα πολύ καλό, ίσως από τα καλύτερα του πολυγραφότατου συγγραφέα, εξαιρετικά ενδιαφέρον ως θέμα και ως ανάπτυξη της ιστορίας και κυρίως με έναν ήρωα, τον Μάξουελ Σιμ, στον οποίον δεν μπορείς να αντισταθείς (παρ’ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας έχεις την έντονη επιθυμία να του ρίξεις μια σφαλιάρα που να είναι όλη δική του…).

Το βιβλίο είναι δύσκολο να το περιγράψεις γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγεις να αναφέρεις βασικά στοιχεία της ιστορίας. Έτσι κι αλλιώς βέβαια το σημείωμα της αρχής σε προδιαθέτει γι’αυτό που θα επακολουθήσει. Ο Μάξουελ Σιμ βρίσκεται γυμνός σε ένα αυτοκίνητο εκ πρώτης όψεως εγκαταλελειμμένο στις εσχατιές της Σκωτικής επαρχίας. Δίπλα του δυό άδειες φιάλες ουίσκι. Ο τύπος είναι σε κατάσταση υποθερμίας και διακομίζεται στο νοσοκομείο. Από τα στοιχεία της αστυνομίας και τα δύο χαρτόκουτα με οδοντόβουρτσες που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο συνάγεται ότι ο Σιμ είναι Πωλητής μιας εταιρίας που παράγει οδοντόβουρτσες η οποία εκείνη τη μέρα είχε κηρύξει πτώχευση.

Αυτό έγινε τον Μάρτιο του 2009 και το κουβάρι της ζωής του Μάξουελ Σιμ αρχίζει να ξετυλίγεται μερικούς μήνες πριν λίγο προτού φύγει από την Αυστραλία όταν έχει πάει να επισκεφθεί τον πατέρα του, εκμεταλλευόμενος την ευγενική χειρονομία της πρώην (πλέον) συζύγου του, η οποία αφότου τον εγκατέλειψε του έστειλε ένα αεροπορικό εισιτήριο για την μακρινή χώρα, θεωρώντας ότι ένα ταξίδι θα του έκανε καλό.
Διότι ο Σιμ λίγο προτού φτάσει στην «οριακή ηλικία» των 50 χρόνων, πάσχει από κατάθλιψη. Παρατάει την σχετικά ασφαλή και άνετη δουλειά του σε ένα πολυκατάστημα, τον εγκαταλείπει η γυναίκα του και φεύγει παίρνοντας μαζί της την έφηβη κόρη τους, δεν έχει κανένα φίλο να μιλήσει παρά μόνο τους εβδομήντα εικονικούς «φίλους» του facebook. Όχι, ότι το ταξίδι του προσφέρει κάτι. Η σχέση με τον πατέρα του παραμένει προβληματική όπως ήταν μια ολόκληρη ζωή, στο δε μακρύ ταξίδι της επιστροφής, ο διπλανός του στο αεροπλάνο πεθαίνει από έμφραγμα! Μέσα βέβαια στην ατυχία του, συμβαίνει κάτι καλό, αφού στο δεύτερο κομμάτι της διαδρομής κάθεται δίπλα του μια πολύ ενδιαφέρουσα κοπέλα η οποία του δίνει να διαβάσει το γράμμα ενός θείου της που μιλάει για την περίεργη περίπτωση ενός «θαλασσοπόρου», του Ντόναλντ Κρόουχερστ που ξεκίνησε για τον περίπλου της γης το 1968 με ένα πολύ μοντέρνο σκάφος εξοπλισμένο με ότι πιο σύγχρονο υπήρχε και αφού εξαφανίστηκε από τα ραντάρ προσποιούμενος ότι πραγματοποιεί τον γύρο της γης εκείνος κρυβόταν και έστελνε ψεύτικες ανταποκρίσεις όταν κατάλαβε ότι το σκάφος δεν μπορούσε να τον πάει πουθενά. Στο τέλος μη μπορώντας να αντιμετωπίσει την «ξεφτίλα» της επιστροφής στην Αγγλία και της αποκάλυψής του αυτοκτονεί.

Ο Μάξουελ Σιμ γυρίζοντας στο Λονδίνο αποδέχεται μια προσωρινή δουλειά μιας εβδομάδας σε μια εταιρία που πουλάει «οικολογικές» οδοντόβουρτσες, με προοπτική να μονιμοποιηθεί. Πρέπει να φτάσει με ένα υπερσύγχρονο αυτοκίνητο Toyota Prius στα νησιά Σέτλαντ παίρνοντας το φέρι από το Αμπερντήν της Σκωτίας και από εκεί να βιντεοσκοπήσει τον εαυτό του που δίνει τις οδοντόβουρτσες στον μαγαζάτορα του πιο βόρειου μέρους της Βρετανίας. Έχει μπροστά του δυο-τρεις μέρες να φτάσει κι εκείνος αντί να τραβήξει ευθεία για το νησί, κάνει διαδρομές δεξιά κι αριστερά επισκεπτόμενος παλιούς φίλους, το διαμέρισμα του πατέρα του σε ένα χωριό, την πρώην σύζυγό του και την κόρη του, μια παλιά του φίλη στο Εδιμβούργο. Ψάχνει απαντήσεις, ψάχνει επαφή, ψάχνει τον εαυτό του.

Το βιβλίο έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός «road novel» (μυθιστόρημα δρόμου) αφού το μεγαλύτερο (και περισσότερο ενδιαφέρον) μέρος του εκτυλίσσεται με τον Μάξουελ Σιμ διασχίζοντας τις εθνικές και τις επαρχιακές οδούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Με χιούμορ και ειρωνία, με ωραία και ελκυστική αφήγηση (χαρακτηριστικό ακόμα και των πλέον αδιάφορων βιβλίων του) ο Κόου πλάθει έναν αξέχαστο χαρακτήρα που βιώνει την κατάθλιψη και την μοναξιά του μιλώντας στην αυστηρή φωνή του GPS (την οποία ονομάζει Έμα) του υπερσύγχρονου οχήματος, χάνοντας επίτηδες τον δρόμο για να ξανακούσει τη φωνή της. Προσπαθώντας να καταλάβει το οικογενειακό μυστικό που ο πατέρας του δεν βρήκε τη δύναμη να του αποκαλύψει. Προσπαθώντας να επικοινωνήσει με την πρώην σύζυγό του οικειοποιούμενος μια ψεύτικη γυναικεία ταυτότητα και ανταλάσσοντας e-mails με την εκείνη μπας και καταλάβει κάποια πράγματα αλλά αυτά που διαβάζει στα mails δεν θα του αρέσουν καθόλου. Προσπαθώντας να επικοινωνήσει με την κόρη του με ελάχιστη επιτυχία. Προσπαθώντας να επανασυνδεθεί με την φίλη της εφηβείας του με τραγικά αποτελέσματα.

Η οικονομική κρίση στην Βρετανική κοινωνία, η τεχνολογική επέλαση που απομονώνει εκεί που θεωρητικά «ενώνει», δουλειές που χάνονται, νοοτροπίες που παραμένουν, μοναξιά και δυσκολία στην επικοινωνία – όλα αυτά όταν περιγράφονται με χαλαρό και χιουμοριστικό στυλ κάνουν πιο έντονη την μαυρίλα που περιβάλλει τον κόσμο του ήρωα. Ένας ήρωας ρομαντικός και ανασφαλής, χαμένος (loser) και ευγενικός, «μετρίως, μέτριος και πάντα μετρημένος», σε μια ζωή από τα παιδικά του χρόνια που τον οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην κατάθλιψη και ίσως στην αυτοκτονία. Η «αναζήτηση» που κάνει ο ήρωας είναι το πιο θαρραλέο πράγμα που έκανε στη ζωή του και οι αλήθειες που θα ανακαλύψει θα τον πονέσουν και θα «πιάσει πάτο». Ο συγγραφέας (σαν τον μάγο Μέρλιν) θα τον ανασύρει στην επιφάνεια και θα τον αφήσει να κολυμπήσει σε ένα φινάλε που προσωπικά το βρήκα ιδιοφυές λογοτεχνικά αλλά απογοητευτικό δραματουργικά.

Το μυθιστόρημα είναι από τα βιβλία που θέλεις να κουβεντιάσεις. Εξωστρεφές και εύκολο στο διάβασμα, κυλάει σαν νεράκι αλλά νιώθεις ότι ο κάθε αναγνώστης εκλαμβάνει πολλά στοιχεία του διαφορετικά. Το ένιωσα έντονα συζητώντας το με ανθρώπους που το είχαν διαβάσει και μου επισήμαναν στοιχεία που είχα αγνοήσει ή παραβλέψει. Ο «παραλογισμός» της ιστορίας που περιγράφει ο Κόου έρχεται ταμάμ με την εποχή μας, ο ελαφρώς διαφημιστικός τρόπος ορισμένων gadgets ή και του «οικολογικού» αυτοκινήτου μπορεί να ενοχλήσει κάποιους, αλλά στο τέλος κερδίζει η γοητευτική γραφή του Κόου, και αυτός ο «ταλαίπωρος» χάρτινος μεν αλλά «ολοζώντανος» ήρωας που η πένα του πανέξυπνου συγγραφέα κατασκεύασε.







Marianne Faithfull - So sad
 
Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011 | Permalink
Σαν ένα υπέροχο αστυνομικό μυθιστόρημα
Μια «γοτθική» ιστορία τρόμου και φρίκης που διαδραματίζεται στην Βικτωριανή Αγγλία του 1860. Ένας στυγερός φόνος ενός τρίχρονου αγοριού σε μια έπαυλη ενός χωριού. Ύποπτοι πολλοί αλλά ποιος είναι ο ένοχος; Ένας ντετέκτιβ θα ανακαλύψει την αλήθεια αλλά όχι μόνο αυτή δεν θα γίνει δεκτή από το δικαστήριο αλλά η καριέρα του σχεδόν θα καταστραφεί. Κι όμως δεν αναφέρομαι σε κάποιο τυπικά βρετανικό μυθιστόρημα αλλά στην αληθινή και πολύκροτη υπόθεση του «εγκλήματος στο Ρόουντ χιλ χάουζ», που συγκλόνισε την βρετανική κοινή γνώμη και αναπαρίσταται με εκπληκτικό τρόπο στο βιβλίο της Αγγλίδας Kate Summerscale με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «ΟΙ ΥΠΟΨΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΓΟΥΙΤΣΕΡ» (The suspicions of Mr Whicher», (Εκδ. Πατάκη, (εξαιρετική) μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.570).

Καλοκαίρι του 1860, η πολυμελής οικογένεια του Σάμιουελ Κεντ, ενός υψηλόβαθμου κρατικού υπαλλήλου, επόπτη εργοστασίων υφαντουργίας, κοιμάται στην τριώροφη «γεωργιανού στυλ» έπαυλή τους, στο χωριό Ρόουντ κάπου δύο ώρες απόσταση από το Λονδίνο. Το ζευγάρι στην κρεβατοκάμαρά του, μαζί τους σε ένα παιδικό κρεβατάκι η 5άχρονη κόρη τους Μαίρη-Αμέλια και στο διπλανό δωμάτιο, η γκουβερνάντα Ελίζαμπεθ Γκοφ με τα δύο μικρά, τον τρίχρονο Σαβίλ και την Έβελιν που ήταν βρέφος. Τα παιδιά ήταν όλα από τον δεύτερο γάμο του Σάμιουελ Κεντ με την Μαίρη Πρατ, πρώην γκουβερνάντα των παιδιών από τον πρώτο του γάμο με την Μαίρη Ανν Γουίντοους η οποία είχε πεθάνει 8 χρόνια πριν. Τα 4 εναπομείναντα παιδιά από τον πρώτο γάμο (γιατί υπήρξαν και αρκετά άλλα τα οποία για διάφορους λόγους είχαν πεθάνει), κοιμούνται στον δεύτερο όροφο της έπαυλης, οι δύο μεγαλύτερες κόρες, η Μαίρη-Ανν (29χρ.) και η Ελίζαμπεθ (28χρ.) μαζί, η Κόνστανς (16χρ.) και ο Γουίλιαμ (14χρ.) σε χωριστά δωμάτια.
Το πρωί η γκουβερνάντα διαπιστώνει ότι το κρεβάτι του μικρού Σαβίλ είναι άδειο και τα σκεπάσματα τακτοποιημένα, αλλά το παιδί άφαντο - δεν είναι ούτε στο δωμάτιο της μητέρας του, ούτε πουθενά μέσα στο σπίτι. Αναστατώνονται όλοι και ψάχνουν ασκόπως, τα μόνα ευρήματα είναι ότι το παράθυρο του καθιστικού (που η καμαριέρα είχε κλείσει το βράδυ), ήταν ανοιχτό και η κουβέρτα από την κούνια του μικρού έλειπε. Λίγες ώρες αργότερα, δύο εργάτες βρίσκουν το πτώμα του Σαβίλ μέσα σε μια εξωτερική τουαλέτα, χωμένο στο λάκο εκεί που κατέληγαν οι ακαθαρσίες. Ο λαιμός του ήταν κομμένος, η κουβέρτα γεμάτη αίματα.

Το αρχικό σοκ διαδέχεται η αναζήτηση του δολοφόνου. Η τοπική αστυνομία εστιάζει την προσοχή της στην γκουβερνάντα των μικρών και δεν δέχεται την δικαιολογία της, ότι εκείνη κοιμόταν βαθιά (ενώ στις 5 που ξύπνησε και είδε ότι έλειπε ο μικρός, θεώρησε ότι είχε πάει στο κρεβάτι της μητέρας του), και την θεωρεί βασική ύποπτο αλλά χωρίς να μπορεί να στοιχειοθετήσει κατηγορία, βεβαίως οι ντόπιοι δεν θέλουν και πολύ να την έχουν για σίγουρη δολοφόνο...
Οι εφημερίδες ασχολούνται μόνο με το γεγονός που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη και έτσι οι τοπικές αρχές ζητάνε την βοήθεια της Σκότλαντ Γιαρντ και του καινούργιου σώματος των ντετέκτιβς που έχει δημιουργηθεί μερικά χρόνια πριν. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Τζακ Γουίτσερ, ο πιο διάσημος από την ομάδα, ο οποίος καλείται να δώσει λύση εκεί όπου, οι αδέξιες κινήσεις των ντόπιων αστυνομικών έχουν καταστρέψει ή μέσα στην άγνοιά τους αποκρύψει βασικά ευρήματα ενώ οι κύριοι ύποπτοι είναι τα μέλη της οικογένειας αφού από την πρώτη στιγμή όχι μόνο ο Γουίτσερ αλλά και ο οποιοδήποτε κατέχει κοινό νου, αποκλείει οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση. Η τοπική κοινωνία υποψιάζεται ότι ο Σάμιουελ Κεντ είχε σχέση με την γκουβερνάντα και ήταν στο κρεβάτι μαζί της, ο μικρός ξύπνησε, τους είδε και εκείνοι τον δολοφόνησαν για να μη μιλήσει. Ο Γουίτσερ ανακρίνει ενδελεχώς τα μέλη της οικογένειας και με τα πενιχρά του μέσα ταξιδεύει σε γειτονικές περιοχές για να ανακρίνει γνωστούς, φίλους, συναδέλφους, συμμαθητές των υπόπτων.

Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Γουίτσερ έχει ισχυρότατες ενδείξεις για το πρόσωπο του δολοφόνου αλλά αυτές απορρίπτονται από το δικαστήριο, και εκείνος ανακαλείται στο Λονδίνο ενώ η υπόθεση μένει ανοιχτή. Οι εφημερίδες τον χλευάζουν ως ανίκανο, η δολοφονία δεν εξιχνιάζεται, τα γράμματα στα υπουργεία (με υποδείξεις ενόχων ή βασικών υπόπτων) είναι εκατοντάδες και παρά την κάλυψη των προϊσταμένων του, ο ικανότατος ντετέκτιβ σιγά-σιγά πέφτει σε δυσμένεια. Πέντε χρόνια αργότερα, χωρίς κανένας πλέον να το περιμένει, το 1865 θα υπάρξει η ομολογία του ενόχου, ο Γουίτσερ έχει δικαιωθεί στις αρχικές του υποψίες, αλλά πλέον δεν υπηρετεί στο σώμα αφού έχει πάρει σύνταξη.

Η δολοφονία του μικρού Σαβίλ καθ’εαυτή δεν ήταν πιο βίαιη και άγρια από άλλες της εποχής. Κάθε χρόνο συλλαμβάνονταν αρκετοί άνθρωποι που διέπρατταν εγκλήματα ερωτικά, οικονομικά ή ακόμα και οικογενειακά. Εκείνο που σόκαρε τον κόσμο και την αυστηρή Βικτωριανή κοινωνία της εποχής ήταν ότι ο στυγερός φόνος ήταν ο πρώτος που έγινε μέσα στα κλειστά πλαίσια της μεσοαστικής οικογένειας. Η ιδιωτικότητα της οικογένειας είχε αναγορευθεί σε κάτι το «ιερό» εκείνα τα χρόνια και ένα έγκλημα που διαπράττεται από ένα από τα μέλη της, χωρίς εμφανή λόγο, τα μυστικά και τα πάθη που κρύβονται μέσα στους τέσσερις τοίχους, ο ντετέκτιβ που ψάχνει κάτω από στρώματα, μέσα σε ντουλάπες, καταρρίπτοντας κάθε βασική (και απαράβατη) διακριτικότητα και τέλος οι ευθείες κατηγορίες κατά ενός μέλους αυτής και συγκεκριμένα ενός μικρού ανήλικου κοριτσιού είναι κάτι που έπεφτε too much για τα χρηστά ήθη της εποχής.

Η εξαιρετική έρευνα της συγγραφέως αποδεικνύει μια οικογένεια τόσο διεφθαρμένη και υποκριτική που θα διεκδικούσε άνετα θέση σε κάποιο από τα «συγκινησιακά μυθιστορήματα» της εποχής. Ο Σάμιουελ Κεντ που είχε σχέσεις με την γκουβερνάντα των παιδιών του,την Μαίρη Πρατ κατά τη διάρκεια του πρώτου του γάμου και την παντρεύεται εκ των υστέρων. Η πρώτη σύζυγος που είχε πεθάνει από απόφραξη του εντέρου, ενώ είχε περιέλθει σε βαθιά μελαγχολία από τις αποβολές και τους θανάτους 5 παιδιών της και είχε θεωρηθεί φρενοβλαβής. Ο Έντουαρντ Κεντ, γιός από τον πρώτο γάμο που είχε κατηγορήσει ανοιχτά τον πατέρα του για την σχέση του με την γκουβερνάντα και μετέπειτα σύζυγό του και έφυγε για να μπαρκάρει σε πλοία πεθαίνοντας από πυρετό στην Αβάνα. Η Κόνστανς Κεντ που έβλεπε τον πατέρα της όταν ήταν βρέφος να θωπεύει την γκουβερνάντα της ενώ η μάνα της κείτονταν άρρωστη στο κρεββάτι.

Η ιστορία του Ρόουντ Χιλ Χάουζ και η εμβληματική φυσιογνωμία του ντετέκτιβ Γουίλτσερ επηρέασαν πολλά μυθιστορήματα της εποχής με πρώτο απ’όλα την υπέροχη «Φεγγαρόπετρα» του μεγάλου Γ. Κόλινς ενώ στοιχεία της υπόθεσης βρίσκουμε στο ημιτελές (αλλά εκπληκτικό) «Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ» του Κ. Ντίκενς αλλά και στο αριστούργημα του Χ. Τζέημς «Το στρίψιμο της βίδας». Ο «ντετέκτιβ» κάτι καινούργιο στον 19ο αιώνα αντιπροσωπεύει την νέα εποχή και ενώ στην αρχή όλοι (οι εφημερίδες, η κοινωνία, η άρχουσα τάξη) τους εκθειάζουν, μετά στέκονται κριτικά απέναντί τους διότι είναι «επικίνδυνοι» για την διατάραξη του κοινωνικού status quo. Οι ντετέκτιβ, παιδιά φτωχά, εκπρόσωποι της εργατικής τάξης που μπουκάρουν στα βικτωριανά σπίτια αποκαλύπτοντας την οικογενειακή βία και σκληρότητα που υπήρχε εκεί μέσα («προνόμιο» μέχρι τότε όπως θεωρείτο της εργατικής τάξης), την συναισθηματική αποξένωση και την στυγνή εκμετάλευση, τα σεξουαλικά πάθη και τις δολοπλοκίες που υπήρχαν πίσω από τα υπέροχα σπίτια και την ακριβή επίπλωση δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν «άκομψες» μεθόδους αλλά συνήθως (σχεδόν πάντα) έχουν αποτελέσματα.

Η δουλειά της Summerscale είναι εκπληκτική και η ανάλυση των στοιχείων και των γεγονότων ακολουθεί μυθιστορηματική δομή έτσι ώστε ο αναγνώστης να νομίζει (ακόμα και να παρασύρεται) ότι διαβάζει ένα εξαίσιο αστυνομικό θρίλερ, όπου ακόμα και μέχρι τις τελευταίες σελίδες υπάρχει η αμφιβολία γύρω από το πρόσωπο του δολοφόνου και την ύπαρξη πιθανού συνεργού του. Η συγγραφέας έχει κάνει μια τόσο ποιοτική έρευνα, που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Δεκάδες μυθιστορήματα της εποχής, άρθρα εφημερίδων, αναλύσεις της οικονομικής κατάστασης με νομισματικές ισοτιμίες με το σήμερα, ακόμα και τα μετεωρολογικά φαινόμενα αναλύονται με ακρίβεια εντομολόγου. Το αποτέλεσμα είναι ένα page-turner δοκίμιο συνεχών ανατροπών και εκπλήξεων, το οποίο βάζει κάτω ακόμα και το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα και που δικαίως απέσπασε το σημαντικό βραβείο «Samuel Johnson» του 2007 για non-fiction βιβλίο, ενώ πριν από λίγους μήνες προεβλήθη στην Αγγλία, και μια δίωρη τηλεοπτική ταινία που στηρίχθηκε σ’αυτό.




Hosted by kiwi6.com music upload.
Download mp3 - Upload music.


Nick Cave/Kylie Minogue - Where the wild roses grow (Murder ballads)
 
Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011 | Permalink
Ο Τζόσουα, τότε και τώρα
Πως νιώθεις όταν τελειώνεις ένα μυθιστόρημα που σου άρεσε τόσο πολύ, ώστε να θέλεις κι άλλο, να επιθυμείς να ακολουθήσεις τους ήρωες που σου κράτησαν παρέα τόσες μέρες και σε έκαναν να γελάσεις μέχρι δακρύων, να συγκινηθείς και τελικά να νιώσεις ευφορία και πληρότητα, συναισθήματα που η λογοτεχνία είναι μία από τις τέχνες που μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα. Είναι ένα (ωραίο και γοητευτικό) πρόβλημα που δημιουργούν οι μεγάλοι συγγραφείς στους αναγνώστες τους. Και ο Καναδοεβραίος Mordecai Richler (1931-2001), ήταν ένας τέτοιος συγγραφέας. Μπορεί το εκπληκτικό «Ο ΤΖΟΣΟΥΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ» (Joshua, then and now), (Εκδ. Πόλις, (σπιντάτη) μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.573), να μην είναι το καλύτερό του βιβλίο (αφού τα δύο άλλα εκδοθέντα στην γλώσσα μας, «Ο κόσμος του Μπάρνεϋ» και (κυρίως) «Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ» (θεωρώ ότι) είναι αξεπέραστα), αλλά τελικά αυτό είναι μια λεπτομέρεια που αφορά μόνο τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον Τζόσουα να έχει χτυπηθεί από την γκαντεμιά όσο δεν πάει άλλο. Έχει σπάσει πόδια και πλευρά σε ένα ατύχημα, φωτογραφίες του να φιλιέται με έναν διάσημο (και νεκρό πλέον) συγγραφέα στο στόμα, δημοσιεύονται στον τύπο, ένας αστυνομικός μπαίνει στο σπίτι του και τον βλέπει να φοράει ένα μαύρο κυλοτάκι και πάνω απ’όλα η σύζυγός του η Πωλίν νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο. Τι οδήγησε όμως την κατάσταση ως εκεί; Ο Ρίχλερ με αφήγηση που πάει μπρος-πίσω στο παρελθόν από τότε που ο Τζόσουα ήταν παιδί μας περιγράφει την άστατη και δύσκολη ζωή ενός (μάλλον τυχερού αλλά τελείως) θεότρελλου τύπου που δεν μεγάλωσε ποτέ.

Ο Τζόσουα Σαπίρο έρχεται στον κόσμο από μια τελείως ανορθόδοξη εβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Ρούμπεν από αρκετά γνωστός μποξέρ, καταλήγει να δουλεύει ως μπράβος και εισπράκτορας ενός μαφιόζου, να μπαινοβγαίνει στις φυλακές και να εξαφανίζεται για μικρά χρονικά διαστήματα. Η πανέμορφη μάνα του, η Έστερ, κόρη καλής εβραϊκής οικογένειας που δεν θέλει να την δει μπροστά της, ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, βγαίνει με διάφορους πλούσιους και ισχυρούς σκανδαλίζοντας τους πάντες με την sexy εμφάνισή της, κάτι που δεν συγχωρείται στην γειτονιά που βρίθει από χοντροκώλες και παραμελημένες γυναίκες. Ο Τζόσουα μεγαλώνει στους δρόμους και χάρις στην ευφυία του και στο θράσος του, τα καταφέρνει να υλοποιήσει το όνειρό του. Να πάει στην Ευρώπη, να γίνει δημοσιογράφος και να γράψει ένα βιβλίο για τον Ισπανικό Εμφύλιο.

Ο Τζόσουα στο Λονδίνο γνωρίζει την συμπατριώτισα του Πωλίν, κόρη γερουσιαστού, μεγαλωμένη σε ακριβά κολλέγια και πολύφερνη νύφη στην high society του Μόντρεαλ, η οποία «κάνει την επανάστασή της», έχοντας παντρευτεί έναν δήθεν εξεγερμένο πλούσιο ακαδημαϊκό και γυρίζει από πάρτυ σε πάρτυ. Ο Τζόσουα που αλητεύει προσποιούμενος τον δημοσιογράφο (στην πραγματικότητα αντιγράφοντας άρθρα από άλλα περιοδικά και τα στέλνει στον Καναδά), παθαίνει την πλάκα του, της την πέφτει αγρίως και τελικά τα καταφέρνει να την ρίξει. Δύο ανομοιογενείς άνθρωποι, ο ένας μεγαλωμένος με μπουνιές και κλωτσοπατινάδες, μικροκλοπές και αλητεία, κι εκείνη με το εξοχικό στη λίμνη και τα κοκτέιλ στις δεξιώσεις. Το ζευγάρωμά τους σκανδαλίζει τους πάντες και κυρίως τον πατέρα της. Η σχέση όμως αποδεικνύεται δυνατότερη από αυτό που οι πάντες περιμένουν.

Τα χρόνια περνάνε, το ζεύγος έχει επιστρέψει στον Καναδά, όπου ο Τζόσουα είναι καταξιωμένος αθλητικογράφος και συγγραφέας. Αναγνωρίσιμος λόγω των τηλεοπτικών του εμφανίσεων αλλά ελάχιστα συμπαθής, αφού από το στόμα του πετάγονται τα πιο «κουλά» πράγματα. Αντισυμβατικός και ανατρεπτικός, μπαίνει στο μάτι όλων και κυρίως του κοσμικού κύκλου της συζύγου του. Το ζευγάρι μαζί με τα τρία τους παιδιά μένει μόνιμα στο ειδυλιακό εξοχικό της Πωλίν στη λίμνη, όταν ξεσπάει η κρίση που έχει τη μορφή του αδερφού της, του μπον-βιβέρ και ξενιτεμένου στις Βερμούδες, Κέβιν που εμφανίζεται με το υδροπλάνο του να διαταράξει την βαρετή ζωή των κατοίκων του εξοχικού θερέτρου σε μια ιστορία που μετά την μέση του μυθιστορήματος απογειώνεται ενώ ο συγγραφέας θαυμαστά καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας.

Ο Τζόσουα ψάχνει την ταυτότητά του σ’αυτόν τον κόσμο. Μετέωρος από μικρός θα συνειδητοποιήσει τι σημαίνει εβραίος όταν βρεθεί στην Ίμπιζα, νεαρούλης, άβγαλτος και με όπλο την θρασύτητα θα αντιμετωπίσει συντριβόμενος έναν ναζί που καλύπτεται όπως και άλλοι στο φιλικό γι’αυτούς καθεστώς του Φράνκο στην τότε Ισπανία. Η εμπειρία του αυτή θα τον ωριμάσει αλλά θα του αφήσει μια πληγή μέσα του, η οποία θα τον τρώει για όλη του τη ζωή. Όταν θα βρει το κουράγιο να επανασυνδέσει το παρελθόν με το παρόν θα είναι πολύ αργά.


Αιρετικό και αντισυμβατικό το βιβλίο, είναι αναμφίβολα η επιτομή του «politically incorrect». Η κοινωνία του Καναδά και των Η.Π.Α. σατιρίζεται ανηλεώς, ενώ η εβραϊκή κοινότητα θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άβολα με την έκδοση του βιβλίου. Ο Τζόσουα βιώνει τον ρατσισμό της κοινωνίας από μικρός και σκληραίνει. Το μόνο όπλο του να ξεχωρίσει είναι το μυαλό του και το χρησιμοποιεί φέρνοντας τους άλλους σε δύσκολη θέση. Από τον θείο Όσκαρ με την μάντρα των μεταχειρισμένων, μέχρι τον Γερμανό επιχειρηματία που έχει έρθει για επενδύσεις στην περιοχή της λίμνης και του προτείνει «επαναστατικές» πιστωτικές κάρτες οι οποίες δεν θα χάνονται αφού θα είναι χαραγμένες πάνω στο δέρμα των κατόχων τους (!). Ο ρατσισμός και ο σνομπισμός των «καλών οικογενειών» του Μόντρεαλ εξευτελίζονται από την πένα του δαιμόνιου Ρίχλερ μαζί με τον νεοπλουτισμό και την μανία για σάρωμα των πάντων από τους εβραίους, ενώ η ανάγνωση της Βίβλου από τον πατέρα του Τζόσουα, τον Ρούμπεν είναι κάτι που θα μείνει αξέχαστο στους αναγνώστες του μυθιστορήματος.

Το απροσάρμοστο και πανέξυπνο εβραιόπουλο ψάχνει να βρει τον εαυτό του λοιδορώντας και λοιδωρούμενος. Κοροϊδεύει τους φίλους του που πλούτισαν, μπουκάροντας σαν κλέφτης στο σπίτι τους και ανακατεύοντας τα έπιπλά τους και βγάζοντας τις ετικέτες από την συλλογή των πανάκριβων κρασιών τους. Ο Ρίχλερ – ένα λογοτεχνικό αντίγραφο του χειμαρρώδους Lenny Bruce – δεν «κολώνει» ούτε μπροστά σε θέματα ταμπού περιγράφοντας σκηνές-ανέκδοτα όπως αυτή: «Σε σπρώχνει με τον αγκώνα του ένας Εβραίος για να σε προσπεράσει στην ουρά έξω από τον κινηματογράφο κι εσύ τον σκουντάς λιγάκι προς τα πίσω, για να είναι εντάξει τα πράγματα, κι αμέσως αυτός αρχίζει να ωρύεται για τους έξι εκατομμύρια νεκρούς». Το σοκ (και το διάπλατο άνοιγμα του στόματος) το έχεις νιώσει έτσι κι αλλιώς από τις πρώτες σελίδες, όταν ο Τζόσουα στο κρεββάτι του πόνου σκέφτεται ότι: «Του χρόνου ίσως ο Σόνι και η Σερ μας έρθουν απευθείας από το Άουσβιτς, τραγουδώντας το «The way we were» μπροστά στις ανοιχτές πύλες ενός ανακαινισμένου κρεματορίου.»

Εκτός του «tour de force» χαρακτήρα του Τζόσουα, εξαιρετικοί είναι και οι δευτερεύοντες ήρωες του μυθιστορήματος. Η Πωλίν, εύθραυστη και συναισθηματική, ο φοβερός και αξεπέραστος Ρούμπεν Σαπίρο λαθρέμπορος, παλιόμουτρο και ντόμπρος, ο γερουσιαστής που βρίσκει τον εαυτό του κάνοντας παρέα με την τρομερή οικογένεια Σαπίρο, η μάνα του Τζόσουα, η Έστερ που στα γεράματα θα βρεί τον εαυτό της επιτέλους ως υπερήφανη μάνα ενός αντισυμβατικού και διάσημου γιού και (κυρίως) ως ιδιοκτήτρια «ινστιτούτου μασάζ» που λεγόταν «Το στοματικό είναι ωραίο», η άσπονδη κολλητή της Πωλίν, η υπερσεξουαλική Τζέιν – ένας χαρακτήρας βγαλμένος από τις καλύτερες σελίδες του Απντάικ – με τον αντιπαθέστατο σύζυγο της, ο αδερφός της Πωλίν, ο Κέβιν, οι φίλοι του Τζόσουα που έχουν ιδρύσει μαζί με τον θεότρελλο αθλητικογράφο τον σύλλογο φίλων του Μακένζι Κινγκ, σε ανάμνηση ενός φιλοναζί πρωθυπουργού του Καναδά και μαζεύονται μια φορά τον χρόνο δήθεν τιμώντας την μνήμη του αλλά στην πραγματικότητα χουλιγκανίζοντας και κανιβαλίζοντας δωμάτια ξενοδοχείων και όχι μόνο.

Είναι ένα «μυθιστόρημα μαθητείας» πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα πρότυπα του είδους. Κυνικό και ρομαντικό – η ιστορία του Τζόσουα και της Πωλίν είναι και μια υπέροχη ιστορία αγάπης και τρυφερότητας, αναρχικό και βαθιά πολιτικό, κωμικό και δραματικό με σκηνές να θυμίζουν άλλοτε ταινίες του Γούντι Άλλεν και άλλοτε του Τζον Κασαβέτη, γκροτέσκο αλλά και ρεαλιστικό, το βιβλίο αυτό είναι ένα πραγματικό διαμάντι, ιδανικό για χαλαρό και ουσιαστικό ταυτόχρονα διάβασμα.

Ο Ρίχλερ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Στο έργο του διαπιστώνει κανείς συγγένειες με τον Φίλιπ Ροθ αλλά και με τον Τζον Απντάικ. Ειρωνικός και με αξεπέραστο ανατρεπτικό χιούμορ, σατιρίζει σε όλα του βιβλία τις κοινωνικές συμβάσεις, τον ρατσισμό, την μανία για πλουτισμό και αναγνωρισιμότητα. Κυνικός και αντισυμβατικός στην πολιτική του κριτική δεν διστάζει με άξονα το χιούμορ να σατιρίσει την αυτονομία του Κεμπέκ, θέμα πολύ καυτό, την δεκαετία του 70 στην πατρίδα του, τις πολιτικές μίζες από τους διάφορους μαφιόζους, τους ανίκανους πρωθυπουργούς της χώρας του. Κάποια από τα μυθιστορήματα του, όπως «Ο Τζόσουα τότε και τώρα» και «Ο κόσμος του Μπάρνεϋ» έχουν αρκετά ικανοποιητικά μεταφερθεί στον κινηματογράφο με μικρή όμως επιτυχία αφού είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί ο χειμαρρώδης ρυθμός τους αλλά και ο τόσο πλούσιος και στιβαρός λόγος του συγγραφέα στην μεγάλη οθόνη.






Leonard Cohen - I'm your man

 
Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011 | Permalink
Κρυστάλλινα σύνορα
Κάποιος (πριν από καμμιά κατοσταριά χρόνια) είχε πει την μνημειώδη φράση: «Καημένο Μεξικό! Τόσο μακριά απ’τον Θεό, τόσο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες…». Ο μεγάλος Μεξικανός συγγραφέας, Carlos Fuentes (γεν.1928), στην συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΑ ΣΥΝΟΡΑ» (La frontera de cristal), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.262), στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, παραφράζει αυτή τη φράση, γράφοντας: «…βόρεια του ρίο γκράντε, νότια του ρίο μπράβο, ας πετάξουν οι λέξεις, κακόμοιρο Μεξικό, κακόμοιρες Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο μακριά από το Θεό, τόσο κοντά ο ένας στον άλλο.»

Faraway, so close που θα’λεγαν οι U2.. Τα σύνορα που χωρίζουν αυτές τις δύο χώρες δεν είναι μόνο το φρικτό και αποτρόπαιο τείχος για το οποίο γίνεται τόσος λόγος και χύνεται τόσο μελάνι. Τα σύνορα είναι νοητά, είναι κυριολεκτικά, είναι πολιτιστικά και πολιτισμικά. Ελάχιστα χιλιόμετρα χωρίζουν το Ελ Πάσο και την Σιουδάδ Χουάρες. Για τους Αμερικάνους, το να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν στην δεύτερη, είναι απλά μια βόλτα για διασκέδαση, πουτάνες και αλεγρία. Για τους πλούσιους Μεξικάνους η βόλτα στο Ελ Πάσο είναι τα ψώνια στα τεράστια malls, μια βραδιά στα χλιδάτα ξενοδοχεία και η ευκαιρία για business. Για τους φτωχούς συμπατριώτες τους είναι η δίοδος προς την οδό των δολλαρίων που θα στείλουν στις πεινασμένες οικογένειές τους, τα μεροκάματα της φθήνειας και ο εξευτελισμός από τους «ασπροκόληδες».

Οι 9 ιστορίες του Φουέντες, δεν είναι με τίποτα «μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα», όπως θέλει ο υπότιτλος της έκδοσης. Υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που είναι κοινοί και εμφανίζονται σε δυό-τρεις από τις ιστορίες, ενώ ως συνεκτικός ιστός των περισσότερων διηγημάτων παρουσιάζεται ο μεγαλοβιομήχανος και σούπερ-διαπλεκόμενος πρώην υπουργός Λεονάρντο Μπαρόσο, με την «Disneyland-style» έπαυλή του, κοντά στη συνοριακή γραμμή, με τα εργοστάσια-φασόν που διαθέτει, με τις μπίζνες με τους διάφορους επενδυτές, με την ερωτική του σχέση με τη νύφη του, την απόμακρη βαφτιστήρα του Μιτσελίνα, την οποία φρόντισε να παντρέψει με τον προβληματικό του γιό, έτσι ώστε η νεόπλουτη οικογένεια να αποκτήσει και πρόσβαση στην «old-money society» αλλά παρακμάζουσα οικογένεια της πανέμορφης (και πουλημένης) κοπέλας.

Οι χαρακτήρες του Φουέντες, άλλοι ενδιαφέροντες, άλλοι καρικατούρες, βιώνουν την μοναξιά τους, την αγωνία τους για επιβίωση, για δουλειά, για έρωτα. Γυναίκες που δουλεύουν στις «μακίλας», αυτά τα εργοστάσια που έφτιαξαν οι «ξένοι» στα σύνορα, στη Σιουδάδ Χουάρες, εργοστάσια-φασόν, με προϊόντα που κατασκεύαζονται στις ΗΠΑ και συναρμολογούνται από χιλιάδες εργάτες στο Μεξικό, οι οποίοι δουλεύουν σε εξευτελιστικές συνθήκες, με ελάχιστο κόστος και μετά αυτά τα προϊόντα επιστρέφουν στις ΗΠΑ. Άνδρες που πηγαίνουν για να δουλέψουν τα σαββατοκύριακα στη Ν.Υόρκη, να καθαρίσουν κτίρια και να επιστρέψουν πίσω την Δευτέρα τα ξημερώματα με λεφτά που θα τους κρατήσουν μια εβδομάδα. Φτωχοδιάβολοι που προσπαθούν να κολυμπήσουν το ποτάμι (ρίο γκράντε από την αμερικάνικη πλευρά, ρίο μπράβο από τη μεξικάνικη, αλλά τα νερά είναι ίδια), για να περάσουν λαθραία στην «γη της επαγγελίας». Ένας σεφ που προσπαθεί να μιλήσει για την μεξικάνικη κουζίνα σε αδιάφορους φοιτητές, ένας νεαρός που αποτυγχάνει να ολοκληρώσει τις ιατρικές του σπουδές στις ΗΠΑ, όταν συνειδητοποιεί ότι για τους μεσοαστούς κατοίκους της μικρής πόλης θα είναι πάντα ένας σκουρόχρωμος ξένος.

Τα σύνορα όπως γράφω παραπάνω, είναι παντού και σε μια εξαιρετικά συμβολική σκηνή, στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής, σε μία από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, ο μεξικάνος εργάτης που προσπαθεί να καθαρίσει τα τζάμια ενός ουρανοξύστη στο Μανχάταν, βλέπει μια όμορφη αμερικάνα να τον κοιτάζει θολωμένη:
«Αυτός κι αυτή, χωρισμένοι από τα κρυστάλλινα σύνορα.Ποια ήταν τα ονόματά τους; Και οι δύο σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα. Μπορώ να δώσω σε αυτό τον άνδρα όποιο όνομα μου αρέσει. Και αυτός: κάποιοι φαντάζονται την αγαπημένη τους σαν μια ξένη, αυτός θα φανταζόταν μια ξένη σαν αγαπημένη.Δεν ήταν απαραίτητο να πει «ναι».Αυτή έγραψε το όνομά της στο κρύσταλλο με το κραγιόν της. Το έγραψε ανάποδα, σαν σε καθρέφτη: ιερτνο. Έμοιαζε όνομα εξωτικό, μιας θεάς από την Ινδία.Αυτό δίστασε να γράψει το δικό του, τόσο μεγάλο, τόσο ελάχιστα συνηθισμένο στ’αγγλικά. Τυφλά, χωρίς να σκεφτεί, ίσως ανόητα, κομπλεξικά, δεν ξέρει μέχρι σήμερα, έγραψε μόνο την υπηκοότητά του, σονακιξέμ.Αυτή έκανε μια χειρονομία σαν να ζητούσε κάτι περισσότερο, δύο χέρια χωρισμένα, ανοιχτά – κάτι άλλο;Όχι, αρνήθηκε αυτός με το κεφάλι, τίποτε άλλο. Από κάτω άρχισαν να του φωνάζουν, τι κάνεις τόση ώρα εκεί πάνω, δεν τελείωσες, μην τεμπελιάζεις, γρήγορα, είναι κιόλας εννιά, πρέπει να μας μεταφέρουν στο επόμενο κτήριο.Κάτι άλλο, ζητούσε ο μορφασμός, ζητούσε η βουβή φωνή της Όντρεϊ.Αυτός πλησίασε τα χείλια στο κρύσταλλο. Αυτή δεν δίστασε να κάνει το ίδιο. Τα χείλια ενώθηκαν μέσα από το γυαλί. Και οι δύο έκλεισαν τα μάτια. Αυτή δεν τα άνοιξε για αρκετά λεπτά. Όταν ανάκτησε το βλέμμα, αυτός δεν ήταν πια εκεί.»

Ο Φουέντες είναι συχνά καταγγελτικός στις ιστορίες του. Καταγγέλει τον αμερικάνικο επεκτατισμό, μέσω της ιδεολογίας που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτόν του «προφανούς πεπρωμένου», μιας ιδέας που διέπει την αμερικάνικη πολιτική ακόμα και σήμερα – περί «του περιούσιου λαού» και η οποία εφαρμόστηκε στις βίαιες προσαρτήσεις του Τέξας, του Νιού Μέξικο,της Λουιζιάνας, στην Κούβα, στις Φιλιππίνες. Το Μεξικό στις σελίδες του βιβλίου (αλλά και γενικότερα στην τεράστια και εν πολλοίς εξαιρετική βιβλιογραφία του συγγραφέα) παρουσιάζεται ως μια χώρα οπερέτα, αλλά με βαρύ και αριστοκρατικό παρελθόν, μια χώρα βουλιαγμένη στη διαφθορά και στη ρεμούλα, μια χώρα χρεοκοπημένη οικονομικά και πολιτιστικά… «χώρα λάφυρο, χώρα πλιάτσικο, χώρα εξαπατημένη, πονεμένη, καταραμένη, υπέροχη χώρα θαυμάσιων ανθρώπων που δεν έχουν βρει το λόγο τους, το πρόσωπό τους, το πεπρωμένο τους, όχι το προφανές, αλλά το αβέβαιο, το ανθρώπινο, αυτό που χαράσσεται αργά, που δεν αποκαλύπτεται από τη Θεία Πρόνοια.»

Πολλές ιστορικές αναφορές, ποιητική και λυρική γλώσσα, ωραίο και αιχμηρό χιούμορ αλλά χαλαρή αφηγηματική δομή και μερικές από τις ιστορίες νιώθεις ότι τις έχεις ξαναδιαβάσει. Αλλά Φουέντες είναι αυτός. Ακόμα και στα ελάσσονα βιβλία του, όπως αυτό, υπάρχουν σελίδες καταπληκτικές, υπάρχουν σκηνές αλησμόνητες, υπάρχουν διάλογοι υπέροχοι. Το παρελθόν μιας χώρας που συγκρούεται με το παρόν της, η ταυτότητα ενός λαού που έχει πλέον χαθεί, που προσπαθεί να μοιάσει στον κατακτητή του. Η ειρωνία για την κουλτούρα των αμερικάνων είναι συνεχής και ο αδιάκοπος τονισμός στην πολιτιστική παράδοση των μεξικάνων μπορεί να εκνευρίζουν κάποιες στιγμές αλλά έχει πολλές αλήθειες και είναι όλα αυτά γραμμένα με τέτοιο τρόπο που σε γοητεύουν ακόμα κι όταν κουράζεσαι από τον υπερβολικό μανιχαϊσμό.
Οι δύο χώρες, «καταδικασμένες» να ζουν η μια δίπλα στην άλλη, βλέπουν το «Ελντοράντο» με διαφορετική ματιά. Ο Φουέντες είναι απαισιόδοξος για το μέλλον της χώρας του και την έλλειψη επικοινωνίας όχι μόνο μεταξύ των δύο γειτονικών λαών αλλά και στο εσωτερικό της χώρας που η παρακμή της και η γενικότερη της κατάσταση φέρνουν στο μυαλό πολύ οικεία και σύγχρονα δικά μας προβλήματα. Άνθρωποι που πίστεψαν κάποια στιγμή ότι έγιναν (ή θα γίνουν) πλούσιοι, μια ψεύτικη ευμάρεια που οδήγησε σε δάνεια και «μεγάλη ζωή» και ξαφνικά το μπουμ, η έκρηξη της φούσκας. Αληθινή λογοτεχνία, εξαιρετικά επίκαιρη (παρ’ότι γράφτηκε πάνω από 15 χρόνια πριν), και αναφέρεται σε τοπικές καταστάσεις αλλά με έναν παγκόσμιο τρόπο.

«… «Καλοί άνθρωποι Λισάντρο. Κανείς να μη σου πει το αντίθετο. Είμαστε πάντα καθωσπρέπει άνθρωποι. Τα κάναμε όλα σωστά. Δεν παραβιάσαμε κανέναν κανόνα. Γι’αυτό πήγαν τα πράγματα τόσο χάλια για μας; Επειδή ήμασταν σωστοί άνθρωποι; Επειδή ζήσαμε σαν την τίμια μεσαία τάξη; Γιατί τα πράγματα πάνε πάντα τόσο χάλια; Γιατί δεν τελειώνει ποτέ καλά αυτή η ιστορία, παιδί μου;»Θυμόταν από τη Νέα Υόρκη τον πατέρα του χαμένο σε ένα διαμέρισμα του Ναβάρτε σαν να περπατούσε σε μια έρημο χωρίς καταφύγιο, χωρίς νερό, χωρίς σημάδια, μετατρέποντας το διαμέρισμα στην έρημο της αμηχανίας του, πιασμένος σε έναν ίλιγγο απροσδόκητων, ανεξήγητων γεγονότων, σαν ολόκληρη η χώρα να είχε εκτροχιαστεί, να είχε πηδήξει από τις ράγες, να είχε ξεφύγει από τον εαυτό της, να δραπέτευε με με κραυγές και πυροβολισμούς από τη φυλακή της τάξης, της πρόβλεψης, των θεσμών, όπως έλεγαν οι εφημερίδες, των θεσμών. Που ήταν τώρα, σε τι χρησίμευε; Ο Λισάντρο είδε πτώματα, ανθρώπους δολοφονημένους, ανέντιμους υπαλλήλους, ατελείωτες δολοπλοκίες, ακατανόητες, μάχες μέχρι θανάτου για την εξουσία, το χρήμα, τις γυναίκες, τους πούστηδες…Θάνατος, δυστυχία, τραγωδία. Σε αυτόν τον ανεξήγητο ίλιγγο είχε πέσει ο πατέρας του, παραδομένος μπροστά στο χάος, ανίκανος να παλέψει, να δουλέψει. Εξαρτημένος από τον γιό του, όπως αυτός εξαρτιόταν παλιά από τον πατέρα του. Πόσο πλήρωναν τη μητέρα του για να ράβει τα σκισμένα ρούχα, να πλέκει αιώνια ένα κασκόλ ή ένα πουλόβερ;»






CALEXICO - Crystal frontier