Τρίτη, Μαρτίου 28, 2023
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 28, 2023 | Permalink
"Η σκευωρία των μετρίων"
Έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία, από μυθιστορήματα μέχρι δοκίμια και πολιτικές αναλύσεις, έχουν γυριστεί δεκάδες ταινίες γύρω από την δικτατορία του Βιντέλα και γενικότερα την στρατιωτική χούντα της Αργεντινής, που διήρκεσε από το 1976 έως το 1983. Ελάχιστα όμως έχουν γραφτεί (ή τουλάχιστον δεν έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας) για την περίοδο που μεσολάβησε στη χώρα, από τις τελευταίες εκλογές του 1973, έως το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976.
 
Το θαυμάσιο αστυνομικό μυθιστόρημα - ουσιαστικά ένα κλασσικό λατινοαμερικάνικο νουάρ -, «Η ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΡΙΩΝ» («La Consiracion de los Mediocres»), του Αργεντινού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ernesto Mallo (Μπουένος Άιρες, 1948), που κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά στη χώρα μας, από τις (εξαιρετικές) εκδόσεις Carnivora, σε μετάφραση (και έξοχο εισαγωγικό σημείωμα), της Ασπασίας Καμπύλη (σελ.206), μας βάζει κατευθείαν μέσα στην ατμόσφαιρα των μηνών που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Βιντέλα, με μια ιστορία που εκτυλίσσεται στα τέλη του 1975 και στις αρχές του ’76 στο Μπουένος Άιρες, που τυπικά έχει τη μορφή καταιγιστικού θρίλερ, στην ουσία όμως είναι ένα πολιτικό βιβλίο που θίγει πολύ σημαντικά θέματα της σύγχρονης Αργεντίνικης ιστορίας.
 

Μετά τις εκλογές του 1973 και την επάνοδό του στην εξουσία, ο αμφιλεγόμενος και άκρως λαϊκιστής πολιτικός Χουάν Περόν, δεν πρόλαβε να κυβερνήσει για πολύ, αφού πέθανε τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου. Τον διαδέχθηκε στην εξουσία, η τρίτη σύζυγός του και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ισαμπελίτα  Περόν, μια ωραία γυναίκα, πρώην ηθοποιός, της οποίας το μοναδικό ενδιαφέρον ήταν οι αστρολογικοί χάρτες. Σύντροφός της στις αστρολογικές προβλέψεις και στις εσωτεριστικές συνεδρίες, ο υπουργός «Κοινωνικής Ευημερίας», Χοσέ Λόπες Ρέγα, που ουσιαστικά κυβερνούσε τη χώρα από το 1974, παραδίδοντάς την στους πραξικοπηματίες του 1976. Ο Ρέγα (που είχε το προσωνύμιο «Μάγος»), ήταν από τους αρχηγούς της παρακρατικής οργάνωσης «Τρίπλε Α» («Alianza Anticomunista Argentina»), μιας φασιστικής σέκτας, που είχε στους κόλπους της εγκληματικά στοιχεία, αλλά και εν ενεργεία αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Η Τρίπλε Α, διενεργούσε εφόδους σε σπίτια πολιτών, προέβαινε σε δολοφονίες αριστερών ή δημοκρατικών πολιτών, ενώ μεταξύ των μελών της, υπήρχαν παλαιοί ναζιστές που είχαν βρει καταφύγιο στη χώρα, μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο αλλά και γόνοι τους που είχαν γεννηθεί εκεί. Αντίπαλο δέος για την Τρίπλε Α, αποτελούσε η οργάνωση «Montoneros» που αποτελούσε τον αριστερό βραχίονα του Περονικού κινήματος (λίγο πριν τον θάνατό του, ο Περόν τους αποκήρυξε). Μεταξύ των δύο οργανώσεων υπήρχε ένας υπόγειος (και όχι μόνο) πόλεμος, με δολοφονίες, τρομοκρατικές ενέργειες, κλπ, σε ένα περιβάλλον εκρηκτικό και γεμάτο καχυποψία.
 
Η ιστορία που περιγράφει ο Μάγιο, εκτυλίσσεται λίγο πριν το πραξικόπημα του Βιντέλα, και μεταφέρει με ρεαλισμό και ζωντάνια, το βίαιο κλίμα των ημερών. Κεντρικός χαρακτήρας, είναι ο υπαστυνόμος Λασκάνο (ήρωας και άλλων μυθιστορημάτων του συγγραφέα), που του αρέσει να χώνει τη μύτη του και να σκαλίζει υποθέσεις με τον κίνδυνο να πέφτει συχνά σε δυσμένεια από τους ανωτέρους του. Μια δολοφονία που είναι σχεδιασμένη ως αυτοκτονία, ενός φυγά Ναζί, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για μια υπόθεση με πολλά παρακλάδια και μια διαμάχη που κρατάει από πολύ παλιά.


«Στον υπαστυνόμο Βενάνσιο Ισμαέλ Λασκάνο αρέσει να βαδίζει με συγκεκριμένο προορισμό και αβέβαιη πορεία. Οσμίζεται την πόλη του το Μπουένος Άιρες, όπως οσμίζεται το ένα ζώο το άλλο. Δεν τον φωνάζουν Σκυλί δίχως λόγο. Νιώθει τους φόβους της, τις ανησυχίες της, τις σιωπές της. Η πολιτεία είναι ένα τέρας, μια μυρμηγκοφωλιά, που στηρίζουν οι λιλιπούτειοι άνθρωποι και οι ασήμαντες ζωές τους, με την ανώνυμη δουλειά τους, με τις βιασύνες τους, τις λαχτάρες και τους πόθους τους, τις μικρές διαστροφές τους και μια ετοιμόρροπη ισορροπία ανάμεσα στο Καλό και το Κακό.»
 
Η Αστυνομική διεύθυνση θέλει να κλείσει γρήγορα την υπόθεση του Ραλφ Μπελ, που βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, αλλά τα στοιχεία ότι πρόκειται για δολοφονία, είναι τόσο εμφανή που ακόμα κι ένας πρωτόπειρος θα τα καταλάβαινε. Η αποκάλυψη ότι ο Ραλφ Μπελ ήταν στέλεχος των Ες-Ες στον Β παγκόσμιο πόλεμο, έρχεται μαζί με την πληροφορία ότι σύζυγός του είναι η θηριώδης Χέρτα Μπότε, δεσμοφύλακας και βασανίστρια στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Το ζευγάρι κατέφυγε στην Αργεντινή, διαφεύγοντας την σύλληψη στην Ευρώπη, όπου τόσα χρόνια κατάφερε να παραμείνει στη σκιά. Η Χέρτα Μπότε, παρά την δυναμική αντίδρασή της όταν η αστυνομία την επισκέπτεται, δεν δείχνει να εμπλέκεται στη δολοφονία. Στο διαμέρισμα ο Λασκάνο βρίσκει ένα ασημένιο μανικετόκουμπο με ένα περίεργο σήμα επάνω του, ενώ κι ένα σημειωματάριο που θα ανακαλύψει κρυμμένο πίσω από ένα συρτάρι στο γραφείο του νεκρού, μπορεί να αποκαλύψει πολλά.
 
Ο Λασκάνο δίνει το μανικετόκουμπο σε έναν καθηγητή ειδικό, μήπως βγάλει άκρη, αλλά στο ενδιάμεσο, ο προϊστάμενος του, βλέποντας την επιμονή του, να αποδείξει ότι πρόκειται για δολοφονία, τον βγάζει από την υπόθεση, εκείνος όμως επιμένει. Στο σημειωματάριο που κρατάει, οι σημειώσεις είναι στα Γερμανικά. Θα το δώσει για μετάφραση, σε μια ωραιότατη φοιτήτρια που είχε δει στα κεντρικά της Αστυνομίας να φεύγει έξαλλη, μετά την συνέντευξη για δουλειά που είχε δώσει και το χυδαίο «πέσιμο» του προϊστάμενού του. Η φοιτήτρια είναι η Μαρίσα Φράουμπεργκ, που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να μεταφράσει το σημειωματάριο, αλλά γρήγορα «φρικάρει» με το περιεχόμενό του, καθώς κατάγεται από γονείς που διασώθηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο σημειωματάριο περιγράφονται με λεπτομέρειες συναντήσεις στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και η Μαρίσα παρά τις αντιδράσεις της, προχωράει στη μετάφρασή του.
 
«… Σβήνει τα φώτα, πάει με το τσάι μέχρι το παράθυρο και το πίνει χαζεύοντας την πόλη. Νιώθει να μεγαλώνει ένα κενό μέσα της, σαν δηλητηριώδες βοτάνι. Καταλαβαίνει ότι οι βρόμικες ιδέες και οι λέξεις του Μπελ την έχουν μολύνει. Όχι επειδή περιέχουν λεπτομερείς περιγραφές της βαρβαρότητας και της αναλγησίας των στρατοπέδων, αλλά εξαιτίας του γραφειοκρατικού και απρόσωπου ύφους της αφήγησης. Άνθρωποι μέτριοι, δίχως λάμψη, χωρίς το παραμικρό ταλέντο, υποταγμένοι, που δε χρειάστηκε κόπος για να πειστούν. Που ψοφούσαν στην πείνα μετά τον πόλεμο του ’14 κι έτρωγαν από τους κάδους των σκουπιδιών, άνθρωποι που η έλλειψη τροφής τούς είχε στερήσει κάθε ηθικό ενδοιασμό. Που κατέληξαν να βλέπουν τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα σαν κάτι απ’ το οποίο μπορούσαν να τραφούν. Κι όταν είχαν πια βυθιστεί για τα καλά στη μιζέρια τους, ήρθε ένας παράφρονας και τους είπε ότι ήταν η ανώτερη φυλή. Και τον πίστεψαν. Και τους έδειξε τους υπαίτιους όλων τους των δεινών. Και τους έδωσαν φανταχτερές στολές, γερές μπότες, σκληρές εξαρτύσεις και ανατριχιαστικά σύμβολα, ώστε όλοι να τους φοβούνται. Και τις φόρεσαν. Και τους έδωσαν παρελάσεις, λάβαρα και σημαίες. Και τους έβαλαν στα χέρια ρόπαλα, πιστόλια, βλήματα και πολυβόλα. Και τους ζήτησαν να είναι γρήγοροι, καταστρεπτικοί και αδυσώπητοι. Και το έκαναν. Και τους κάλεσαν στο συμπόσιο, έγιναν κομμάτι της γιορτής, σε μνημειώδη σκηνικά όπου ο ηγέτης βεβαίωνε τα πλήθη ότι ο κόσμος τούς ανήκε κι έπρεπε απλώς να πάνε να τον πάρουν.»
 
Στο μεταξύ, η κατάσταση στο Μπουένος Άιρες δείχνει να ξεφεύγει τελείως. Αριστεροί καλλιτέχνες (σκηνοθέτες), λαμβάνουν το μήνυμα ότι πρόκειται να εκτελεστούν από την Τρίπλε Α, σε μια συγκέντρωση στο πανεπιστήμιο μια βόμβα σκάει, ενώ μετά από μερικές ημέρες, ο καθηγητής που εξέταζε το μανικετόκουμπο βρίσκεται δολοφονημένος. Ο Λασκάνο βλέπει ότι το χάος επεκτείνεται, η υπόθεση προφανέστατα αγγίζει υψηλά κλιμάκια της αστυνομίας κι εκείνος βρίσκεται σε δυσμένεια αλλά και σε κίνδυνο. Το μόνο φωτεινό στοιχείο στη ζωή του, είναι ότι η έλξη του για τη Μαρίσα δείχνει να είναι αμοιβαία, με τους δύο τόσο διαφορετικούς ανθρώπους να μη μπορούν να αντισταθούν στο πάθος τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη ζωή τους.


Ο Περόν στην πρώτη του διακυβέρνηση από το 1946, άνοιξε την πόρτα της χώρας στους Ναζί, που κατέφυγαν μαζικά στη χώρα (όπως και σε άλλες της Λατινοαμερικάνικης ηπείρου). Ο Mallo στο ωραίο μυθιστόρημά του, ενώνει σε μια γραμμή τους Ναζί που κατέφυγαν στην Αργεντινή, με την άνοδο των φασιστικών στοιχείων στις κυβερνητικές θέσεις και τον σχηματισμό της Τρίπλε Α. Τονίζει την διαπλοκή μεταξύ των μελών της κυβέρνησης Περόν με την οργάνωση που κινείτο ως «κράτος εν κράτει», σε ένα Μπουένος Άιρες που οι βόμβες έσκαγαν δεξιά κι αριστερά και το παιχνίδι της Εξουσίας ήταν αμείλικτο.
 
Μπορεί να μη φτάνει σε ποιότητα το αριστουργηματικό «Επιχείρηση σφαγή» του Rodolfo Walsh, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. «Η σκευωρία των μετρίων», εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή της, διακρίνεται για τον ξέφρενο, κινηματογραφικό ρυθμό της (ο συγγραφέας είναι και σεναριογράφος), την εκπληκτική της ατμόσφαιρα χάους και ανασφάλειας, ενώ όπως σε κάθε λατινοαμερικάνικο νουάρ, δεν λείπει το λυρικό στοιχείο και ο συναισθηματισμός που εδώ εκφράζεται μέσα από την ερωτική ιστορία του Λασκάνο και της Μαρίσας. Ωραίο πολιτικό-αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου η εξαιρετική εισαγωγή της μεταφράστριας Ασπασίας Καμπύλη, είναι απαραίτητη ανάγνωση για την απόλαυσή του.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
 
 
 
Κυριακή, Μαρτίου 19, 2023
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 19, 2023 | Permalink
Giorgio Bassani η πόλη και ο άνθρωπος ("Το μυθιστόρημα της Φεράρας")
Φορές βρίσκομαι μπροστά στην ερώτηση: «τι συνιστά ένα καλό λογοτεχνικό έργο;», ακόμα περισσότερες στο: «πότε, ένα λογοτεχνικό έργο θεωρείται κλασσικό;». Και αν για την πρώτη ερώτηση, οι απαντήσεις μπορούν να ποικίλλουν, για τη δεύτερη, η ουσιαστικότερη απάντηση είναι μία: «ο χρόνος». Μπορούμε να προβλέψουμε (με λιγότερο ή περισσότερο ρίσκο) αν ένα βιβλίο θα γίνει κλασσικό – όσο κι αν αλλάζουν οι τάσεις ή οι μόδες -, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε με τίποτα, αν θα διαβάζεται μετά από 100 χρόνια –, η αναγνωστική εμπειρία μάς έχει διδάξει, ότι ο υποτιμημένος του σήμερα, μπορεί να είναι ο αποθεωμένος του αύριο, και το αντίστροφο.
 
Για τον Giorgio Bassani (Μπολόνια 1911 – Ρώμη 2000), η παγκόσμια αναγνώριση άργησε να έρθει. Χρειάστηκε ουσιαστικά η επιτυχία της κινηματογραφικής ταινίας «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» που σκηνοθετήθηκε από τον Βιτόριο Ντε Σίκα, το 1970 και βραβεύτηκε με Όσκαρ, για να γίνει γνωστό στο εκτός Ιταλίας κοινό, το μυθιστόρημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, και να ενδιαφερθεί ο κόσμος για τα υπόλοιπα έργα του. Όμως από τις πρώτες γραμμές, από τις πρώτες σελίδες ακόμα και των πιο πρώιμων διηγημάτων του, αντιλαμβάνεται ο εραστής της καλής λογοτεχνίας, τι κρατάει στα χέρια του. Λογοτεχνία στην πιο καθαρή μορφή της, στιβαρή και σαγηνευτική, απλή και ουσιαστική.


«Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» ήταν κι η πρώτη μου «γνωριμία» με το μυθιστορηματικό σύμπαν του Μπασάνι. Η παλιά έκδοση του Κέδρου (που εξέδωσαν και το εξαίσιο «Τα χρυσά γυαλιά»), έγινε αμέσως από τα αγαπημένα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, και αποτέλεσε ένα από αυτά που λέμε «βιβλίο αναφοράς». Οι εκδόσεις Gutenberg, με μια γενναία απόφαση, εξέδωσαν την προηγούμενη χρονιά το σύνολο των πεζών του Giorgio Bassani, με τίτλο «ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ» («IL ROMANZO DI FERRARA»), σε δύο τόμους που περιέχουν από 3 βιβλία έκαστος (Α τόμος 767 σελίδες + Β τόμος 475 σελίδες), σε (έξοχη) μετάφραση (πρόλογο, σημειώσεις και εργοβιογραφία) του Γιώργου Κεντρωτή. Οι δύο τόμοι αποτελούνται από έξι βιβλία που είχαν εκδοθεί αυτόνομα μεταξύ των ετών 1956 και 1972 και αποτελείται από, δύο συλλογές διηγημάτων («Εντός των τειχών» και «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου») και τέσσερις νουβέλες («Τα χρυσά γυαλιά», «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι», «Πίσω από την πόρτα», και «Ο ερωδιός»). Ουσιαστικά πρόκειται για ξανακοιταγμένη και επιμελημένη εκ νέου από τον συγγραφέα, συγκεντρωτική έκδοση των πεζών κειμένων που έγραψε μέχρι το 1974 και που έχουν ως επίκεντρο την πόλη της Φεράρας, σε ένα βιβλίο. Εγχείρημα που το κατανοείται από τον αναγνώστη μόνο μετά την ολοκλήρωση της προσπάθειάς του, όταν συνειδητοποιεί ότι παρά τις διαφορετικές ιστορίες, το κέντρο του βιβλίου και βασικός πρωταγωνιστής ή «ήρωάς του» είναι αυτή η επαρχιακή πόλη με την μεγάλη ιστορία.
 
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο τόμων, περιπλανιόμαστε στους δρόμους της Φεράρας, στα στενά σοκάκια της, στις πλατείες και στα καφέ της, τα πορνεία, τα σινεμά της, το παλιό γκέτο, τριγυρνάμε εντός και εκτός των τειχών της, διαβάζουμε λεπτομέρειες για αρχοντικά σπίτια και για καλύβες, για ξενοδοχεία φαγητού και ημιδιαμονής, για τα γραφεία του Φασιστικού Κόμματος, αλλά και για τις διαφορετικές συναγωγές, την Ιταλική και τη Γερμανική και τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά και για την προσπάθεια για μια Ισπανική συναγωγή, για το τρένο που τη συνδέει με την Μπολόνια τη μεγάλη πόλη που ουσιαστικά «καπελώνει» την Φεράρα, κάνοντάς την να μοιάζει με «φτωχό συγγενή». Και βέβαια σε όλες τις ιστορίες, μπαινοβγαίνουν οι κάτοικοι της πόλης, πατρίκιο και πληβείοι. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει τον Μπασάνι, είναι το Εβραϊκό στοιχείο της πόλης – όχι μόνο οι μεγάλες πλούσιες οικογένειες που κάποιες σαν τους Φίτζι-Κοντίνι εξολοθρεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, αλλά και οι λιγότερο λαμπερές οικογένειες.
 
Οι Εβραίοι της Ιταλίας, ζούσαν σχετικά απομονωμένοι μέσα στα γκέτο, μέχρι το Risorgimento, την ένωση της Ίταλίας υπό τον Γαριβάλδη το 1861, οι Εβραίοι ενσωματώθηκαν στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, και διέπρεψαν ως επιστήμονες, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί και βιομήχανοι ή βιοτέχνες. Στις μικρότερες πόλεις όπως η Φεράρα, μπορεί να μην ήταν τόσοι πολλοί, αλλά η παρουσία τους, ήταν ιδιαίτερα δυναμική σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, ενώ θρήνησαν κι αυτοί τους νεκρούς τους στον Α παγκόσμιο πόλεμο, και στις πολύνεκρες μάχες του. Το κυριότερο όμως (και μάλλον άγνωστο σ’ εμάς γεγονός) είναι ότι η Εβραϊκή κοινότητα στήριξε ενεργά το Φασιστικό κίνημα και αργότερα την κυβέρνηση του Μουσολίνι, εγγραφόμενοι μαζικά στους κόλπους του. Όλα άλλαξαν βέβαια, όπως και η υποστήριξη προς τον Δικτάτορα που μεταβλήθηκε σε έχθρα και απέχθεια με την ψήφιση των φυλετικών νόμων λίγο πριν τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που έγινε αιτία απώλειας των δικαιωμάτων που απολάμβαναν μέχρι τότε – και που ο συγγραφέας τονίζει με απαράμιλλο ύφος εξιστορώντας την ιστορία της οικογένειας των Φίτζι-Κοντίνι (που κυριολεκτικά δεν ξέρουν από που τους ήρθε…).


Ο Μπασάνι περνάει όλα τα δραματικά γεγονότα μέσα από τις ιστορίες του. Ο αφηγητής των ιστοριών του, περιγράφει την αφέλεια των ανθρώπων της φυλής του, του αστού πατέρα του, που θεωρούσε ότι τίποτα δεν θα συμβεί σε αυτούς και συγκλονίστηκε με την ψήφιση των φυλετικών νόμων. Πεσιμιστής και οξύνους, βλέπει ότι ανήκει σε μια γενιά που θα ζήσει τους διωγμούς των μακρινών τους προγόνων, βιώνει στο πετσί του, το Ολοκαύτωμα, και ζει για να δει το Τέρας να ξυπνά.
 
Το πρώτο βιβλίο του πρώτου τόμου, το «Εντός των τειχών», που περιέχει τα διηγήματα «Λίντα Μαντοβάνι», «Ο περίπατος πριν από το δείπνο», «Αναμνηστική πλάκα στη Βία Μαντσίνι», «Τα τελευταία χρόνια της Κλέλια Τρότι», «Μια νύχτα του ’43», μας προσφέρει μια πανοραμική ματιά πάνω σε αυτά που θα συναντήσουμε αργότερα, μέσα στους δύο τόμους. Ιστορίες μικρές και καθημερινές, φαινομενικά απλές αλλά στην πραγματικότητα πολυεπίπεδες και πολυσύνθετες. Ξεχωρίζουν οι συγκλονιστικές «Αναμνηστική πλάκα στη Βία Μαντσίνι», με τον Εβραίο Τζέο Γιος να εμφανίζεται «εκ νεκρών» μετά την απελευθέρωση φέρνοντας σε αμηχανία και εντέλει δυσαρέσκεια ολόκληρη πόλη καθώς εξιστορεί τις αναμνήσεις του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και το «Μια νύχτα του ’43», όπου ο φαρμακοποιός Πίνο που είναι καθηλωμένος στην αναπηρική του καρέκλα, από το παράθυρο του δωματίου του, θα είναι ο μοναδικός μάρτυρας της εκτέλεσης 11 ανθρώπων στον τοίχο του φαρμακείου του, από τους Ναζί με τη βοήθεια ενός διαβόητου Μελανοχίτωνα, αργότερα συνεργάτη των Ναζί και Δωσίλογου. πόλης, μετά την φυγή του Μουσολίνι, θα εκτελέσουν μπροστά στον τοίχο του σπιτιού 11 άντρες, ο Πίνο θα αρνηθεί να καταθέσει την αλήθεια στο δικαστήριο που έγινε μερικά χρόνια αργότερα προσπαθώντας να καταδικάσουν τον πρώην αρχηγό των Φασιστών και δωσίλογο Σεγκούρα.
 
«Έτσι λοιπόν σαν να είχε αναδυθεί ωχρός και φλομωμένος απ’ τα βάθη της θάλασσας (τα μάτια του, στο υδάτινο μπλε, κοιτούσαν ψυχρά από κάτω προς τα πάνω, από τη βάση μιας μικρής σκαλωσιάς: με βλέμμα καθόλου απειλητικό, μάλλον ειρωνικό, έδειχνε ότι το διασκέδαζε), ο Τζέο Γιος επανεμφανίστηκε στη Φεράρα, ξαναβρέθηκε ανάμεσά μας.
Ερχόταν από πολύ μακριά, από πολύ πιο μακριά από κει απ’ όπου πραγματικά ήρθε. Επέστρεψε δε όταν κανείς δεν τον περίμενε, όμως τι ακριβώς ήθελε τώρα;
Για να αντιμετωπίσεις με τη δέουσα ηρεμία μια τέτοια ερώτηση, θα χρειαζόταν να ήσουν σε άλλους χρόνους, σε άλλη πόλη.
Θα ’πρεπε να υπάρχουν άνθρωποι λιγότερο τρομαγμένοι από εκείνους που διαμόρφωναν τις γνώμες και τις απόψεις των μεσοαστών της πόλης μας (και ανάμεσά τους ήταν οι συνήθεις δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί και λοιποί, οι συνήθεις έμποροι, οι συνήθεις κτηματίες: δεν βγαίνουν παραπάνω από τριάντα αν τους μετρήσουμε έναν-έναν) ∙ και όλοι τους καλοί κύριοι, μολονότι είχαν υπάρξει ορκισμένοι φασίστες μέχρι τον Ιούλιο του ’43, και κατόπιν ξεκινώντας απ’ τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, είχαν με τον ίδιο τρόπο πει ναι στην Κοινωνική Δημοκρατία του Σαλό, κι εδώ και πάνω κάτω τρεις μήνες δεν έβλεπαν τίποτ’ άλλο παρά μόνο ενέδρες, σκευωρίες και τραμπουκέτα.
Είναι αλήθεια – το παραδέχονταν – ότι είχαν πάρει την ταυτότητα μέλους της Δημοκρατίας του Σαλό. Αλλά την είχαν πάρει από αίσθημα πολιτικής ευθύνης, από καθαρή αγάπη για την Πατρίδα ∙ και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τη μοιραία 15η Δεκεμβρίου και τη μοιραία για τη Φεράρα αδελφοκτόνα πάλη που ακολούθησε σε όλη την υπόλοιπη Ιταλία.»
 
Στα «ΧΡΥΣΑ ΓΥΑΛΙΑ», αυτή την εξαιρετική νουβέλα, που ακολουθεί στον τόμο, ο αφηγητής, περιγράφει την ιστορία του αγαπητού στην κοινωνία της Φεράρας, ευγενέστατου και προσηνή γιατρού-ωτορινολαρυγγολόγου δρ Φαντιγκάτι, που η εμφανής ομοφυλοφιλία του, ήταν ανεκτή στη πόλη, μέχρι που το πάθος του για έναν νεαρό γόη, τον έκανε πιο τολμηρό απ’ ότι συνήθως και τον οδήγησε σε μια σχέση εκμετάλλευσης από το αντικείμενο του πόθου του. Η κοινωνία τον εξοβελίζει, τον κοροϊδεύουν και τα παιδιά στο δρόμο, η πελατεία του μειώνεται κι εκείνος ουσιαστικά καταστρέφεται. Ο Μπασάνι με στυλ α λα Προυστ, συνδέει τη ψυχολογική και κοινωνική απομόνωση του ομοφυλόφιλου με την Εβραϊκή ειμαρμένη, τον τραγικό και άδικο εξοστρακισμό του Φαντιγκάτι, με αυτό που συνέβη μερικά χρόνια αργότερα με τις Εβραϊκές οικογένειες όταν έχασαν όλα τους τα προνόμια.
 
«Άρεσαν στον κόσμο μας οι ευγενικοί και διακριτικοί του τρόποι, η ολοφάνερη αφιλοκέρδειά του και το πνεύμα ευσπλαχνίας που τον διακατείχε στη μεταχείριση των φτωχότερων ασθενών του. Αλλά και πρωτίστως, όχι μόνο για τους αναφερθέντες λόγους, συμπαθέστατο τον έκανε η εμφάνισή του: εκείνα τα χρυσά γυαλιά του που λαμπύριζαν, μεταδίδοντας συμπάθεια, πάνω στα κατάχλομα και κόντρα ξυρισμένα μάγουλά του ž το παχύσαρκο σώμα του που δεν σου δημιουργούσε καθόλου δυσαρέσκεια ž η εντύπωση που σού έδινε ότι έπασχε εκ γενετής από καρδιοπάθεια και ότι από θαύμα την είχε γλυτώσει πάνω στην κρίσιμη καμπή της εφηβείας του ž και τα ρούχα του, ακόμα και τα καλοκαιρινά, που ήταν ραμμένα με εγγλέζικα μαλακά μάλλινα υφάσματα. (Στον πόλεμο, για λόγους υγείας, είχε υπηρετήσει στην «ταχυδρομική λογοκρισία».) Με λίγα λόγια, κοιτώντας τον ένα ήταν βέβαιο: πώς είχε πάνω του κάτι που σε τραβούσε αμέσως με την πρώτη ματιά και σού μετέδιδε αίσθηση σιγουριάς.»


Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Ο κήπος των Φίτζι – Κοντίνι» κλείνει τον πρώτο τόμο (καταλαμβάνοντας σχεδόν τον μισό όγκο του). Εδώ έχουμε τον Μπασάνι σε ένα από τα δύο καλύτερα βιβλία των δύο τόμων, όπου ο αφηγητής περιγράφει την ιστορία της οικογένειας Φίντζι-Κοντίνι κι όπως πικρά μονολογεί, κανείς δεν πρόκειται να τον διαψεύσει γι’ αυτό, καθώς οι τάφοι δεν μιλάνε…
Ο ανώνυμος αφηγητής (που σε όλα τα βιβλία, λειτουργεί ως alter-ego του συγγραφέα), εξιστορεί την γνωριμία του με την αριστοκρατική οικογένεια της Φεράρας, μέσα από τα δύο μικρότερα παιδιά, τους συνομήλικούς του σχεδόν, Μικόλ και Αλμπέρτο. Η ψήφιση των φυλετικών νόμων και η περιθωριοποίηση των Εβραϊκής καταγωγής Ιταλών, τον Σεπτέμβριο του ’38 από την Φασιστική κυβέρνηση, έφερε πιο κοντά τους μέχρι τότε, κοινωνικά απομακρυσμένους νέους. Στην αρχή με παιχνίδια στο γήπεδο τένις του τεράστιου κτήματος, και αργότερα με την στενότερη επαφή που αναπτύσσεται μεταξύ της Μικόλ και του αφηγητή. Οι περιγραφές του εσωτερικού του σπιτιού, οι τεράστιες βιβλιοθήκες, τα μικροαντικείμενα, τα πολλά δωμάτια, το καθημερινό δείπνο που αποτελεί μια ηδονική μυσταγωγία για τον έκπληκτο και γοητευμένο αφηγητή, η συναρπαστική και απρόβλεπτη Μικόλ, γεμίζουν σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής αξίας. Η δε τραγική συνέχεια όχι μόνο της ερωτικής ιστορίας αλλά και της οικογένειας των Φίντζι-Κοντίνι είναι συγκλονιστική. Η ταινία του Ντε-Σίκα δυστυχώς δεν μπορεί να πιάσει τις λεπτές αποχρώσεις του μυθιστορήματος, την ελεγειακή του ατμόσφαιρα και το βάθος της ιστορίας (κι ας διαθέτει την εκτυφλωτικής ομορφιάς Ντομινίκ Σαντά).
 
«… Όταν η Μικόλ κατέβασε το ακουστικό, σήκωσα το κεφάλι μου.
«Είπες ότι εμείς οι δύο είμαστε όμοιοι» της είπα. «Υπό ποίαν έννοια;»
Και βέβαια, ναι, και βέβαια! Ανέκραξε. Υπό την έννοια ότι και εγώ και αυτή δεν διαθέταμε εκείνη την ενστικτώδη αντίληψη περί τα πράγματα που χαρακτηρίζει τους κανονικούς ανθρώπους. Και το καταλάβαινε άριστα: για μένα, όπως το ίδιο και γι’ αυτήν, το παρελθόν μέτραγε περισσότερο από το παρόν, η δε ανάμνηση των πραγμάτων περισσότερο από την απόκτησή τους. Μπρος στη μνήμη, η οποιαδήποτε απόκτηση φαινόταν και ένιωθε απατηλή, κοινότοπη, ανεπαρκής… Πώς μ’ ένιωθε πράγματι! Η αγωνία μου να γίνει το παρόν «αμέσως» παρελθόν, για να είμαι σε θέση να το αγαπώ και να το αναπολώ και να το θαυμάζω με την ησυχία μου, ήταν ακριβώς και η δική της αγωνία, ίδια και απαράλλαχτη, τάλε κουάλε. Να το, το δικό μας ελάττωμα: περπατάμε προς τα εμπρός και έχουμε το κεφάλι μας πάντα γυρισμένο προς τα πίσω. Έτσι δεν ήταν;»
 
Η νουβέλα «Πίσω από την πόρτα», ανοίγει τον δεύτερο τόμο του «Μυθιστορήματος της Φεράρας». Σε αυτή την ιστορία «ενηλικίωσης» (όπως άλλωστε οι περισσότερες στους δύο τόμους), ο νεαρός εβραϊκής καταγωγής ήρωας, υποφέρει από μοναξιά στη μετάβαση στην Α λυκείου, αφού έχει στερηθεί τον κάποτε κολλητό του που δεν τα κατάφερε στις κατατακτήριες εξετάσεις. Ένα νέο παμπόνηρο και ιδιόρρυθμο παιδί που έρχεται από ένα χωριό κοντά στην Μπολόνια, προσκολλάται στον αφηγητή, που παρά την αρχική αμηχανία και την απέχθειά του, προς τον νέο συμμαθητή του, «υποκύπτει» και τα δύο παιδιά είναι διαρκώς μαζί, μέχρι που κάποιοι συμμαθητές θα αποκαλύψουν την αλήθεια γύρω από τον παράξενο μικρό. Η παιδική σκληρότητα και η ανάγκη για να ανήκεις κάπου, περιγράφονται με λυρικό τρόπο σε μια νουβέλα, εμφανώς κατώτερη από τις υπόλοιπες του συγγραφέα.
 
Αμέσως μετά, βρίσκουμε το δεύτερο αριστουργηματικό μυθιστόρημα που υπάρχει στους δύο τόμους. Είναι «Ο Ερωδιός», βιβλίο γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ο Μπασάνι είχε δεχτεί σφοδρή κριτική από το νέο κύμα των Ιταλών συγγραφέων για «άκρατο συναισθηματισμό». Εκείνος λοιπόν, γράφει ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο από τα προηγούμενά του, ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα με ήρωα τον Εντγκάρντο Λιμεντάνι, έναν εβραϊκής καταγωγής μεγαλοκτηματία, που αμέσως μετά τον πόλεμο, οι εργάτες που καλλιεργούν τη γη του, απαιτούν μεγαλύτερες αμοιβές, με τη γυναίκα του έχει απομακρυνθεί και η απελπισία δείχνει να τον κυριεύει, καθώς ο κόσμος πλέον δείχνει αφόρητος στα μάτια του και αμετάβλητος από την Φασιστική περίοδο.
Ο Λαμεντάνι, που είχε περάσει τον πόλεμο, ασφαλής στην Ελβετία, ξαφνικά αποφασίζει να πάει για κυνήγι πουλιών σε μια σχετικά κοντινή περιοχή, όμως διάφορα απρόβλεπτα συμβάντα στο δρόμο και η καθυστέρηση όταν σταματάει στο πανδοχείο ενός χωριού, συναντώντας τον παλιό Φασίστα ιδιοκτήτη να συμπεριφέρεται σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από την Μουσολινική εποχή, τον κάνουν να χάσει το ραντεβού του με έναν έμπειρο οδηγό της περιοχής και να φτάσει αργοπορημένος και άκεφος εκεί. Το θέαμα ενός ερωδιού που ο οδηγός του θα σκοτώσει, θα τον οδηγήσει σε υπαρξιακές σκέψεις γύρω από το νόημα της ζωής και σε μια στιγμιαία αλλά συνειδητή απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή του.
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα αυτογνωσίας, με λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, «Ο Ερωδιός», μας δείχνει έναν Μπασάνι διαφορετικό, πιο εσωτερικό, με εκπληκτικές περιγραφές της Φύσης αλλά των εσωτερικών διεργασιών που οδηγούν έναν άνθρωπο στην απελπισία.
 
«Στο μεταξύ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο σέρνοντας με κόπο πίσω του το τσακισμένο φτερό. Τον έβλεπε και πίστευε ότι διάβαζε όλες τούτες τις σκέψεις από την πεισματάρα στάση που έδειχνε να έχει ο στενός ίσιος λαιμός του πουλιού. Πόσο έξω έπεφτε όμως! Αφού ξαφνικά κόντεψε και να το φωνάξει. Πόσο αυταπατάτο! Και αυταπατάτο σε τέτοιο σημείο ο βλάκας (ως το αλίπεδο θα μπορούσε σίγουρα να φτάσει, αλλά με τόσο αίμα που είχε χάσει και ακόμα έχανε δεν θα ‘ταν καθόλου δύσκολο για τη σκυλίτσα να τον ξετρυπώσει), που αν η σκέψη να πυροβολήσει δεν του είχε φανεί ότι υπό μιαν έννοια ήταν σαν να πυροβολούσε τον εαυτό του, θα είχε πατήσει αμέσως τη σκανδάλη. Και έτσι , αν μη τι άλλο, θα είχαν όλα λάβει τέλος.»


 
Ο δεύτερος τόμος (και γενικότερα το «Μυθιστόρημα της Φεράρας») κλείνει με τη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου», όπου, βρίσκουμε τα: «Δύο παραμύθια», «Συμπληρωματικές ειδήσεις για τον Μπρούνο Λάτες», «Ραβένα», «Les neiges dAntan», «Τρεις απόλογοι» και «Εκεί πέρα στο τέρμα του διαδρόμου». Εδώ πέρα από κάποιους χαρακτήρες των προηγούμενων ιστοριών που επανέρχονται, διαβάζουμε και μια θαυμάσια ιστορία στο «Les neiges dAntan» (φράση-στίχος, από την «Μπαλάντα των παλιών κυράδων» του Φρανσουά Βιγιόν), όπου ο παλιός συμμαθητής του αφηγητή και γλεντζές της προπολεμικής εποχής, μεταμορφώνεται μετά τον γάμο του, σε έναν μικροαστό που ζει παραδοσιακά σε ένα σπιτικό που δεν συμβαίνει τίποτα, ώσπου μια μέρα μετά από χρόνια, ξαφνικά αποφασίζει να βγει να πάρει τσιγάρα και δεν επιστρέφει ποτέ. Το μελαγχολικό και ελεγειακό φινάλε του μυθιστορήματος, θα έρθει με τον απολογισμό του ακροτελεύτιου διηγήματος της συλλογής «Εκεί πέρα στο τέρμα του διαδρόμου», όπου ο συγγραφέας, περιγράφει με συντομία πως έκανε τα πρώτα του βήματα, πως προχώρησε με τους ήρωές του, πως ανάπλασε μέσα από τις ιστορίες του την Φεράρα.
 
«… στο σημείο όπου βρισκόμουν η Φεράρα, το μικρό και ξεκομμένο σύμπαν που εγώ είχα ανακαλύψει και επινοήσει, δεν θα είχε να μου αποκαλύψει, να μου ξυπνήσει πια τίποτα το ουσιαστικό. Αν ήθελα να μου ξαναμιλούσε, θα έπρεπε πρώτα να κατόρθωνα να ενέτασσα στο χαρτί και εκείνον που μολονότι επί έτη αποκλεισμένος, επέμενε να στήνει εντός των κόκκινων τειχών της πατρίδας του ολόκληρο το θέατρο του λογοτεχνικού του έργου ∙ και βεβαίως, ο περι ού ο λόγος εκείνος ήμουν εγώ ο ίδιος. Ποιος ήμουν… ποιος ήμουν εγώ κατά βάθος; - είχε ‘ρθει τώρα πια ο καιρός ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι ακριβώς όπως αναρωτιόταν στις τελευταίες αράδες της «Αναμνηστικής πλάκας» ο Τζεο Γιος. Ποιητής, έχει καλώς. Κι έπειτα;»


Στο «Μυθιστόρημα της Φεράρας» ο Μπασάνι δημιούργησε ένα λογοτεχνικό σύμπαν από την επαρχιακή Φεράρα, που εκεί αυτή η όμορφη αλλά φανερά επαρχιακή πόλη, συνδέεται απευθείας με την μυθική Γιοκναπατόφα του W.Faulkner (κι εκεί σταματά κάθε συσχέτιση με τον μεγάλο Αμερικανό) και το Γουέσεξ του Thomas Hardy (κι εκεί σταματά κάθε συσχέτιση με τον μεγάλο Βρετανό). Στις αφηγήσεις του Μπασάνι βλέπουμε ιστορικά στοιχεία από την εποχή του Γκαριμπάλντι, από τις εμπειρίες του Α παγκοσμίου πολέμου, με τις πολύνεκρες μάχες στα βόρεια της χώρας, από την πορεία των Μελανοχιτώνων στη Ρώμη, από την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και την επικράτηση του Φασισμού για 20 χρόνια και βάλε. Βέβαια και στους δύο τόμους, πέφτει βαριά η επίδραση των αντι-εβραϊκών νόμων του 1938 και της συμμαχίας του Ντούτσε με τον Χίτλερ, που άνοιξε το δρόμο για το πογκρόμ που ακολούθησε, ενώ τονίζεται ιδιαίτερα ο διχασμός που έφερε ο Φασισμός στη καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
 
Ο Μπασάνι επικεντρώνεται στη σταδιακή μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων, και την περιθωριοποίηση των Εβραίων της Φεράρας, που μέχρι τότε αποτελούσαν σημαντικούς παράγοντες της πόλης και είχαν διαδραματίσει σημαντικό κοινωνικό ρόλο στα δρώμενά της, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς (όπως αναφέρω παραπάνω) είχαν στηρίξει (αν όχι υποστηρίξει) το Φασιστικό κόμμα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, γράφει για συναισθήματα όπως ο φόβος, η απώλεια της αίσθησης του ανήκειν, η ενοχή (στοιχείο γνώριμο στην εβραϊκή παράδοση), η ντροπή, η απομόνωση, η μοναξιά, η περιθωριοποίηση. Ο αφηγητής του είναι μονίμως αποστασιοποιημένος, παρατηρεί τα πάντα, παρακολουθεί την παρακμή και την πτώση των συμπατριωτών του, τονίζει τις λεπτομέρειες στις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του.
 
Ο Μπασάνι μέσα από τις μικροϊστορίες που αφηγείται, δίνει στον αναγνώστη μια έμμεση πανοραμική εικόνα μιας εποχής που είναι (χρονολογικά) αρκετά μακριά, αλλά και τόσο κοντά! Με το ήρεμο και ψύχραιμο στυλ που χαρακτηρίζει τα κείμενά του, θέτει διαρκώς τον αναγνώστη μπροστά στο αιώνιο ερώτημα της μνήμης και της λήθης, της συγχώρεσης και της ανάμνησης. Μπορεί το ύφος σε κάποια σημεία να δείχνει νοσταλγικό αλλά δεν είναι έτσι με τη ρομαντική έννοια, είναι για να επισημάνει τον κόσμο που χάθηκε οριστικά με τη μεγάλη σφαγή του πολέμου.
 
Κινηματογραφικό ύφος, όπου ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα, κινείται συνεχώς (και η ευρεία χρήση του ποδηλάτου σε όλες σχεδόν τις ιστορίες αυτό καταδεικνύει) αλλά και μια υπέροχη λυρικότητα που διαχέεται σε όλες τις ιστορίες, εισάγουν τον αναγνώστη σε ένα ακαταμάχητα σαγηνευτικό σύμπαν, ύψιστης λογοτεχνικής αξίας. Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ο μεταφραστικός άθλος του Γιώργου Κεντρωτή, που στο «Μυθιστόρημα της Φεράρας» παραδίδει μια από τις καλύτερες δουλειές του, αποδίδοντας την ατμόσφαιρα των ιστοριών και συμβάλλοντας τα μέγιστα στην απόλαυσή τους.
 
Βαθμολογία 89 / 100


 
 
 
 
 
 
 
 
 
Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2023 | Permalink
"Φοβάμαι ταυρομάχε"
Η πρόβλεψη για την εμπορική επιτυχία ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα, είναι μια δύσκολη άσκηση, καθώς τίποτα δεν εγγυάται κάτι τέτοιο. Υπάρχουν βιβλία που έκαναν πάταγο στο εξωτερικό και χρειάστηκε να πληρωθούν δεκάδες χιλιάδες ευρώ (ή δραχμές παλαιότερα) για να αποκτηθούν τα δικαιώματά τους και απέτυχαν μεγαλοπρεπώς στη χώρα μας. Υπάρχουν άλλα που κάποιος ιδιαίτερος λόγος τα έκανε γνωστά – μια ταινία, το όνομα του συγγραφέα, ένα βραβείο – και έχουν μια επιτυχημένη πορεία, υπάρχουν και αυτά που αργά αλλά σταθερά διέγραψαν μια θεαματική εμπορική πορεία εκπλήσσοντας τους πάντες. Σε αυτή την εμπορική διαδρομή των «εκπλήξεων» τύπου «Confiteor», τον καθοριστικό ρόλο, έπαιξε το κάποτε λεγόμενο «word of mouth» ή όπως αλλιώς λέγεται, το «στόμα με στόμα». Στη σημερινή εποχή, αυτός ο (ακαταμάχητος) τρόπος διείσδυσης στην αγορά, έχει αντικατασταθεί με τα κοινωνικά δίκτυα, όπου η φήμη «χτίζεται» σιγά-σιγά και από τον έναν αναγνώστη στον άλλον.
 
Κάπως έτσι, αργά αλλά σταθερά, και κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων, δημιουργήθηκε στη χώρα μας, η επιτυχία ενός βιβλίου που στην αρχή πέρασε μάλλον απαρατήρητο (όπως και η αντίστοιχη ταινία, που προβλήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του βιβλίου, στους κινηματογράφους), αλλά με τους μήνες που περνούσαν, άρχισε να διαγράφει μια εντυπωσιακή εμπορική πορεία, με αποθεωτικά σχόλια. Ο λόγος για το «ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑΥΡΟΜΑΧΕ» («Tengo miedo torero») του Χιλιανού Pedro Lemebel (Santiago de Chile 1952-2015), που εκδόθηκε στη χώρα μας στο τέλος του 2021, από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Αθανασίου (σελ. 234), και έχει προσελκύσει χιλιάδες αναγνωστών που το έχουν αγαπήσει και μάλλον δικαιολογημένα θα έλεγα, αφού αυτό το μελοδραματικό και αρκετά μπαρόκ μυθιστόρημα, σαγηνεύει με τη ζωντάνιά του και τον άκρατο συναισθηματισμό του.


Ο Λεμεμπέλ, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού, για τον οποίο θα μιλήσω παρακάτω, έχει ως άξονα του μυθιστορήματός του, ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της στυγνής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή (1973-1990). Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1986, το (άγνωστο μέχρι τότε) «Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες» πραγματοποίησε μια απόπειρα κατά του Πινοσέτ, στον δρόμο που περνούσε ο δικτάτορας σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο για να πάει ή να γυρίσει από το εξοχικό του. Η επιχείρηση δεν πέτυχε τον στόχο της (που ήταν ο Πινοσέτ) αλλά σκοτώθηκαν αρκετά μέλη της προσωπικής του φρουράς, ενώ οι δράστες διέφυγαν. Η απόπειρα αυτή, προκάλεσε κύμα τρομοκρατικών μέτρων από το καθεστώς που ήδη φυλλορροούσε, και το αντιστασιακό ρεύμα όλο και διογκωνόταν με διαδηλώσεις (γι’ αυτό και το σύνθημα «Πέφτει, πέφτει» που υπάρχει σε αρκετά σημεία του βιβλίου). Η αιμοσταγής δικτατορία, μια από τις σκληρότερες της Λατινικής Αμερικής, θα αντέξει λίγα χρόνια ακόμα.
 
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, είναι μια μεσήλικας τραβεστί, η «Τρελή από Απέναντι». Σε ένα διαμέρισμα μιας σχεδόν ετοιμόρροπης πολυκατοικίας σε μια φτωχική συνοικία του Σαντιάγκο, ζει σαν μια πεταλούδα, η Τρελή χωρίς να πειράζει κανέναν, τραγουδώντας συνεχώς ρομαντικά και κλαψιάρικα μπολέρος, ράβοντας με ιδιαίτερη ικανότητα, για κάποιους επιφανείς πελάτες που είχε και ζώντας μονίμως σε ανέχεια. Παρά το ιδιαίτερο της εμφάνισής της, η γειτονιά την είχε αποδεχθεί, και ακόμα και οι κουτσομπόλες της περιοχής, κακό γι’ αυτήν δεν έλεγαν. Μια μέρα, εμφανίζεται στην πόρτα της, ο νεαρός Κάρλος, που ζητάει να της αφήσει μερικές κούτες με βιβλία στο διαμέρισμά της. Η Τρελή, δεν αρνείται ποτέ τίποτα σε κανέναν, κυρίως σε έναν τόσο όμορφο και καλοβαλμένο νεαρό. Δεν ρωτάει για τις κούτες (που βέβαια περιέχουν βαρύ οπλισμό), οι οποίες σιγά-σιγά γεμίζουν το σαλόνι, κι εκείνη που δεν μπορεί να βλέπει τέτοια ακαταστασία, τις στολίζει.
 
«Σαν μια γάζα που τραβιέται πάνω από το παρελθόν, μια φλεγόμενη κουρτίνα ανεμίζει από το ανοιχτό παράθυρο εκείνου του σπιτιού την άνοιξη του ’86. Μιας χρονιάς που τη σημαδεύουν οι φωτιές από τα λάστιχα που καπνίζουν ακόμα στους δρόμους ενός Σαντιάγο που το πνίγουν οι περιπολίες. Ενός Σαντιάγο που λίγο λίγο αρχίζει να ξυπνάει μέσα στον θόρυβο από τις άδειες κατσαρόλες που χτυπάνε και τις αστραπές των μπλακάουτ, από το κομμένο δίκτυο, τα κομμένα καλώδια που αιωρούνται στον άνεμο, τους ηλεκτρικούς σπινθήρες. Και τότε, το απόλυτο σκοτάδι, οι προβολείς ενός θωρακισμένου φορτηγού, τα σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι, μαλάκα, οι πυροβολισμοί και τα τρεχαλητά του τρόμου, σαν μεταλλικές καστανιέτες που θρυμμάτιζαν τις νύχτες από τσόχα. Εκείνες τις πένθιμες νύχτες, που τις στόλιζαν φωνές, εκείνο το ακούραστο «Πέφτει, πέφτει» και τις τόσες, μα τόσες έκτακτες ανακοινώσεις που ψιθύριζε η ραδιοφωνική ηχώ από τις εκπομπές και τα δελτία του Ράδιο Κοοπερατίβα.»
 
Η Τρελή, θα ερωτευτεί παράφορα τον νεαρό, ο οποίος από τη μια εκμεταλλεύεται την καλοσύνη της, οργανώνοντας συναντήσεις με κάτι περίεργους τύπους στο διαμέρισμά της και από την άλλη, τής φέρεται ευγενικά και δείχνει να διασκεδάζει τον χρόνο που περνάει στο διαμέρισμα μαζί της. Με την πάροδο του χρόνου, η Τρελή διηγείται στον Κάρλος κομμάτια από την σκληρή ζωή που έχει περάσει, την κακοποίηση που έχει υποστεί σε μια κοινωνία εχθρική απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό. Δείχνει να μην την ενδιαφέρουν οι κινήσεις του Κάρλος και οι φίλοι του που επισκέπτονται το διαμέρισμα, παρά μόνο να έχει όσο γίνεται περισσότερο κοντά της τον όμορφο νεαρό.
 
Από την άλλη, σε μια παράλληλη αφήγηση, παρακολουθούμε την καθημερινότητα του Προεδρικού ζεύγους, μέσα από την μικροαστική υστερία της συζύγου του Πινοσέτ, Λουθία Ιριάρτ, που έχει ως σύμβουλό της, τον ομοφυλόφιλο στιλίστα της Γκονσάλο (πραγματικό πρόσωπο). Μέσα από την παραφορά μεγαλείου της Λουθία, και των συζητήσεων του ζεύγους, ο συγγραφέας τονίζει το επικίνδυνο και ταυτόχρονα τραγελαφικό πρόσωπο της εξουσίας, δείχνοντας το πόσο «μικρός» ήταν τελικά αυτός ο γελοίος τύπος που είχε στον γύψο μια χώρα για σχεδόν δύο δεκαετίες, σκορπώντας νεκρούς παντού.
 
Το αν γνωρίζει ή όχι η Τρελή, τι περιείχαν οι κούτες, αιωρείται ως αναπάντητο ερώτημα καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Καθώς οι καταστάσεις γύρω από τον Κάρλος και τους συντρόφους του δυσκολεύουν μετά την αποτυχημένη απόπειρα, οι δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι θα έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, θα κατανοήσουν τι γίνεται και τα δεδομένα γύρω από τα οποία έχουν χτίσει τη ζωή τους θα ανατραπούν.


«… Εκείνα τα στεγνά μπολέρο που ανάβλυζαν τόσους στίχους για περαστικές αγάπες, τόσο λυρισμό δακρύβρεχτο, σαν να καθαρίζεις κρεμμύδια, για φτηνές αγάπες, μια αιμορραγία της αγάπης με «μελάνι αίμα», καταραμένη αγάπη ποια νόμιζες πως είσαι, «εγώ που σου τα ‘δωσα όλα», «ήθελες να πάψω να σ’ αγαπάω», «εσύ μείνε, εγώ θα φύγω», «εσύ είπες ίσως», «εσύ μ’ έκανες να τα συνηθίσω όλα αυτά, γι’ αυτό και αναρωτιέμαι». Αγάπες από φωτορομάντζα, από τσαλακωμένες φυλλάδες, αγάπες χαμένες, διαλεγμένες από το παραπονιάρικο παλιοκρέβατο της αδερφής που είναι μόνη, της αδερφής που διψάει για «μαγικά φιλιά», της αδερφής που τη μέθυσε το φανταστικό άγγιγμα από ένα χέρι χαρταετό που ψηλάφησε τον θολό ουρανό της σάρκας της, της αδερφής που θα ζει επ’ άπειρον φυλακισμένη στο κλουβί της αδερφίστικης λέπρας της, της τζαζλής αδερφής που ζει αιχμάλωτη στον μελαγχολικό ιστό της αράχνης της από μπερδέματα και εξαπατήσεις, της τρελιάρας αδερφής που είναι μπλεγμένη, ραμμένη στις πισωβελονιές του δικού της υφαδιού. Τόσο μόνη, τόσο χωμένη στο κουκούλι που έφτιαχνε το δικό της δίχτυ, που δεν μπορεί ούτε να κλάψει χωρίς να έχει έναν θεατή για να εκτιμήσει την προσπάθεια να σκηνοθετήσει ένα δάκρυ.»
 
Ο Λεμεμπέλ έγραψε ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, από τη μεριά του περιθωρίου, έχοντας ως ήρωα έναν άνθρωπο που κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά, που ζει σε μια κοινωνία που του κάνει συνεχώς bullying, έναν παρία! Τα δακρύβρεχτα τραγούδια, τα κουτσομπολιά της κιτς καθημερινότητας, εντάσσονται από τον συγγραφέα, μέσα στο πολιτικό πλαίσιο, τονίζοντας τις έντονες κοινωνικές, πολιτικές και ταξικές διαφορές. Η Τρελή από Απέναντι, αυτός ο εκπληκτικός λογοτεχνικός χαρακτήρας, δεσπόζει στην αφήγηση, δίνει ρυθμό στο βιβλίο, μετατρέποντάς το σε ένα πανηγύρι εικόνων και χρωμάτων, σε ορισμένα δε σημεία απογειώνοντάς το σε ανέλπιστα λογοτεχνικά ύψη.
 
Η γλώσσα όμως είναι ένας από  τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Εναλλάσσεται από αρσενικό σε θηλυκό γένος, από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, γεμάτη ζωντάνια και δυναμισμό, κωμωδία και δράμα, ένταση και γέλιο. Ο Λεμεμπέλ χρησιμοποιεί το μελόδραμα (ένα είδος που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή έναν συγγραφέα) δημιουργικά, εντάσσει την queer λογοτεχνική ματιά στην πολιτική, χωρίς να εμπίπτει σε υπερβολές ή καρικατούρες.
 
Ο Pedro Lemebel, ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος, κάτι που του κόστισε σε μια κοινωνία που ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορούσε να αποτελεί στίγμα σε οποιαδήποτε έκφανση της καθημερινότητας. Από τις δημόσιες υπηρεσίες έως τις επαναστατικές οργανώσεις, οι ομοφυλόφιλοι ήταν οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», που ωθούντο να ζουν στο περιθώριο της υποκριτικής κοινωνίας. Ο Λεμεμπέλ (όπως γράφει ο μεταφραστής Κ. Αθανασίου στο επίμετρό του), αντέδρασε έντονα, εμφανιζόμενος επί δικτατορίας με ψηλά τακούνια, μακιγιάροντας την αριστερή πλευρά του προσώπου του με ένα τεράστιο σφυροδρέπανο και παρεμβαίνοντας σε μια συγκέντρωση της Αριστεράς, διαβάζοντας το «Μανιφέστο» του, που έχει ως υπότιτλο «Μιλάω για τη διαφορά μου», όπου μέσα εκεί, λέει: «Μη μου μιλάτε όμως για το προλεταριάτο, γιατί το να είσαι φτωχός και αδερφή είναι ακόμα χειρότερο», ενώ καταλήγει λέγοντας: «Είναι τόσα τα παιδιά που θα γεννηθούν με μια μικρή φτερούγα τσακισμένη. Κι εγώ θέλω να πετάξουν σύντροφε, θέλω η επανάστασή σας να τους δώσει ένα κομματάκι κόκκινο ουρανό, για να μπορέσουν να πετάξουν.»
 
Ο Λεμεμπέλ ίδρυσε μια ομάδα αντικουλτούρας, που έκανε παρεμβάσεις με πολιτικοκαλλιτεχνικά δρώμενα, πάντα προτάσσοντας το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην πολιτική, με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο να μιλάει αποθεωτικά για τον Λεμεμπέλ, τις δράσεις του αλλά και την λογοτεχνική του φλέβα. Έγραφε χρονικά σε εφημερίδες και περιοδικά, τα έβγαζε σε συλλογές, τα διάβαζε στο ραδιόφωνο. Πάντα η κριτική του προς όλες τις πλευρές ήταν έντονη και υπερασπιζόταν τις καταπιεσμένες μειονότητες, ενώ είχε και μια ραδιοφωνική εκπομπή με το ίδιο περιεχόμενο και πολλά μπολέρος. Το «Φοβάμαι ταυρομάχε» ήταν το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα. Πέθανε από καρκίνο και μέχρι το τέλος, όσο είχε ακόμα δυνάμεις, έκανε παρεμβάσεις.
 
Το «Φοβάμαι ταυρομάχε» (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Τρυφερέ μου ταυρομάχε», μια αξιοπρόσεκτη ταινία, που δεν μπορεί να μεταφέρει την μαγεία του βιβλίου), είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, ένα «αγαπησιάρικο» μυθιστόρημα, με έντονο συναίσθημα, μελοδραματικό και υπερβολικό μέσα στην μπαρόκ φόρμα του, που δεν συγγενεύει τόσο με το (εκπληκτικό) «Φιλί της γυναίκας αράχνης», αλλά περισσότερο με το κινηματογραφικό έργο «Το παιχνίδι των λυγμών» του Neil Jordan. Είμαστε πολύ τυχεροί που μεταφράστηκε στη χώρα μας από τον Κώστα Αθανασίου, έναν από τους καλύτερους μεταφραστές από τα Ισπανικά που έχουμε, ο οποίος έγραψε ένα συγκλονιστικό επίμετρο 42 σελίδων (!), που συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την απόλαυση της ανάγνωσης αυτού του συγκινητικού βιβλίου.
 
Βαθμολογία 84 / 100