Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2008 |
Permalink
Το βαμμένο πουλί
«Μερικές φορές η χαζοΛουντμίλα έκανε μέρες ολόκληρες να φανεί στο δάσος.Ο Λεχ έβραζε τότε από σιωπηλή οργή.Στεκόταν ώρες μπροστά στα κλουβιά με τα πουλιά,τα κοίταζε κι όλο κάτι μουρμούριζε.Τελικά,έπειτα από παρατεταμένη μελέτη,διάλεγε το δυνατότερο πουλί,το έδενε στον καρπό του,έπαιρνε τα πιό ετερόκλητα υλικά,τ’ανακάτευε μεταξύ τους κι ετοίμαζε μπογιές σε διάφορα χρώματα και με έντονη μυρωδιά.Μόλις πετύχαινε τις αποχρώσεις του γούστου του,γύριζε το πουλί ανάποδα και του έβαφε τα φτερά,το κεφάλι και το στήθος σε όλους τους τόνους του ουράνιου τόξου,έτσι που στο τέλος το φτέρωμά του να φαντάζει πιο παρδαλό και ζωηρόχρωμο κι από μπουκέτο με αγριολούλουδα.
Έπειτα πηγαίναμε κι οι δυο στη καρδιά του δάσους.Εκεί,ο Λεχ έλυνε το βαμμένο πουλί από τον καρπό του και μου ζητούσε να το κρατήσω στο χέρι μου και να το ζουλήξω ελαφρά.Το πουλί άρχισε να βγάζει κραυγούλες από την ταραχή του προσελκύοντας ένα κοπάδι από πουλιά του είδους του,που πετούσαν νευρικά πάνω από το κεφάλι μας.Μόλις τ’άκουγε,ο αιχμάλωτός μας τεντωνόταν προς το μέρος τους,τιτίβιζε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά,φυλακισμένη στο φρεσκομπογιατισμένο στήθος του.
Όταν πιά μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά,ο Λεχ μου έκανε νόημα ν’αμολήσω τον «αιχμάλωτο».Το πουλί πετούσε ψηλά,ευτυχισμένο κι ελεύθερο,μιά πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα,και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε.Τ’άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν.Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μιά άκρη του κοπαδιού στην άλλη,προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’αυτούς.Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα,τ’άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά το ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι,εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα.Αμέσως μετά,τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα,το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν.Σε λίγο,η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος.Όταν επιτέλους το βρίσκαμε,το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό.Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί.Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του,διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»
Απλά συγκλονιστικό το κλασσικό πλέον μυθιστόρημα του Γιέρζι Κοζίνσκι «ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ» (Εκδ.Μεταίχμιο,σελ.351),(86),είναι η αληθοφανής αφήγηση μιάς διαφορετικής «Οδύσσειας» ενός εξάχρονου παιδιού σε μιά χώρα της ανατολικής Ευρώπης στα χρόνια του Β Παγκόσμιου πολέμου.
Βρισκόμαστε στο 1939 και ένα εξάχρονο αγόρι βρίσκεται «φιλοξενούμενο»,με το αζημίωτο βέβαια σε ένα μακρινό χωριό μιάς χώρας που μάλλον είναι η Πολωνία.Οι αστοί γονείς του το έχουν στείλει μακριά από την πόλη τους γιά να το προστατέψουν αφού οι ίδιοι έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι καθ’όλη τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.Η ανάδοχη μητέρα όμως σχεδόν αμέσως πεθαίνει σε ένα ατύχημα και το παιδί απέμεινε να περιπλανιέται μονάχο από χωριό σε χωριό μέσα στα βάθη της χώρας του.Το παιδί έχει την ατυχία να είναι σκουρόχρωμο,μαύρα μαλλιά,μαύρα μάτια,δέρμα στο «χρώμα της ελιάς».Οι ντόπιοι χωρικοί είναι ανοιχτόχρωμοι με γαλάζια μάτια απομονωμένοι με συνθήκες ζωής σχεδόν μεσαιωνικές,με συνήθειες πρωτόγονες.Το παιδί θεωρείται τσιγγανάκι ή στην καλύτερη περίπτωση Εβραιόπουλο.Δύο κοινωνικές ομάδες που κυνηγήθηκαν από τους Ναζί και οι κάτοικοι των χωριών έπρεπε να παραδίδουν αμέσως στις αρχές μόλις βλέπανε κάποιον που να μοιάζει προς αυτές.
Το παιδί άλλοτε βρίσκει καταφύγιο σε κάποια οικογένεια,άλλοτε αναγκάζεται να κοιμάται στην ύπαιθρο.Οι οικογένειες που το περιθάλπτουν δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα (την πρωτευουσιάνικη) που μιλάει,του φέρονται βάναυσα σαν ζώο ενώ κάποιοι ξεσπάνε πάνω του θεωρώντας τον απεσταλμένο του σατανά ή απλά γρουσούζη.Η ζωή στα χωριά αυτά είναι εφιαλτική.Βασιλεύει ο νόμος της φύσης,ο νόμος του ισχυρότερου.Τα εγκλήματα γιά ασήμαντη αφορμή είναι σε ημερήσια διάταξη,οι προλήψεις κυριαρχούν,η ανθρώπινη ζωή είτε λόγω του πολέμου,είτε λόγω των καταστάσεων δεν μετράει περισσότερο από ενός ζώου.
Το παιδί θα τα καταφέρει,θα επιζήσει σαν αγρίμι.Μαθαίνει να κλέβει,να σκοτώνει,να κοροϊδεύει γιά να ζήσει.Κάποια στιγμή χάνει τη λαλιά του από το σοκ και ζει ως μουγγός.Όταν έρθει ο Κόκκινος στρατός θα τον περιμαζέψουν και θα τον στείλουν σε ορφανοτροφείο,εκεί αργότερα οι γονείς του θα τον βρούνε αλλά το παιδί δεν είναι πιά το ίδιο-δεν είναι καν παιδί.Έχει θητεύσει στο πανεπιστήμιο της βίας,έχει γνωρίσει την ζωή από την ανάποδη...
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του εμιγκρέ Κοζίνσκι στις ΗΠΑ (κατευθείαν στα Αγγλικά),έπεσε σαν βόμβα στον λογοτεχνικό χώρο.Η δύναμη της αφήγησης,η βίαιη και ακατέργαστη μορφή του κειμένου έκανε όλο τον κόσμο να το θεωρήσει αυτοβιογραφία και να το συγκρίνει με το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και άλλα παρόμοια βιβλία.Ο συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια δεν επιβεβαίωσε αλλά ούτε και αρνήθηκε το αυτοβιογραφικό του πράγματος.Πλέον μετά από τόσα χρόνια γνωρίζουμε ότι κάποια πράγματα τα έζησε,τα περισσότερα όμως είναι συλλογή από κουβέντες,συζητήσεις με επιζώντες του πολέμου αλλά και λαϊκούς θρύλους που ενσωματώνει με πειστικό τρόπο στην πλοκή του βιβλίου.
Η φρίκη κυριαρχεί και διαπερνάει την ανάγνωση του μυθιστορήματος.Οι περιπέτειες του μικρού περιπλανώμενου είναι τόσο σκληρές που τρελλαίνεσαι με την βιαιότητα των περιγραφών.Οι ταλαιπωρίες διαδέχονται η μία την άλλη,η βαναυσότητα των χωρικών είναι απερίγραπτη,οι σκηνές μοιάζουν απίστευτες.
Ο λαϊκός μύθος του «βαμμένου πουλιού» λειτουργεί αλληγορικά ως προς την ανέλιξη της ιστορίας.Ο μικρός σαν άλλο βαμμένο πουλί,προσπαθεί να ενσωματωθεί στις τοπικές κοινωνίες χωρίς επιτυχία.Θέλουν να τον κατασπαράξουν γιατί είναι «ο άλλος», «ο ξένος».Στα περισσότερα χωριά τον βλέπουν και φτύνουν στον κόρφο τους.Ο Κοζίνσκι στο βιβλίο τους μας λέει όσο απλούστερα γίνεται ότι ο φασισμός δεν είναι επινόηση των ναζί αλλά υπάρχει στην ανθρώπινη φύση και όχι μόνο στην καθημερινότητα των χωρικών-υπήρχε ανέκαθεν,βαθιά ριζωμένος.Η έλευση του Κόκκινου Στρατού δεν καλυτερεύει τα πράγματα,και εκείνοι το ίδιο φέρονται με άλλους όμως τρόπους.Η φρίκη δεν έχει ταυτότητα και γιά να επιζήσεις πρέπει να κάνεις τα ίδια.Η πάλη γιά την επιβίωση,το να προσπαθείς να μείνεις ζωντανός με το οποιοδήποτε τίμημα δίνει στο μυθιστόρημα ένα πανανθρώπινο μήνυμα που αγγίζει και τον πιό ψυχρό αναγνώστη.
Αποκλείεται να μείνεις ανεπηρέαστος μετά την ανάγνωση αυτού του πριμιτίφ αριστουργήματος,παίρνει καιρό να συνέλθεις από το σοκ και να συνειδητοποιήσεις τι διάβασες.Η φράση-κλισέ «γροθιά στο στομάχι» σ’αυτό το βιβλίο βρίσκει το κυριολεκτικό της νόημα.
«Τραχιά χέρια με τράβηξαν με δύναμη από το πάτωμα και με πήγαν σηκωτό κατά την είσοδο.Εμβρόντητο το πλήθος άνοιξε δρόμο.Από τον εξώστη ακούστηκε μιά δυνατή αντρική φωνή: «Εξω αποδώ,Τσιγγάνε!Βρικόλακα!» και κάμποσες ακόμα φωνές έπιασαν τον ρυθμό.Χέρια έσφιξαν το κορμί μου με βασανιστική σκληρότητα,προσπαθώντας να μου ξεσκίσουν τη σάρκα.Έξω από την εκκλησία,θέλησα να βάλω τις φωνές και να παρακαλέσω να με λυπηθούν,αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το λαιμό μου.Προσπάθησα άλλη μιά φορά.Δεν είχα καθόλου φωνή.
Ο δροσερός αέρας χτύπησε το καυτό κορμί μου.Οι χωρικοί μ’εσερναν κατευθείαν σ’εναν μεγάλο λάκκο γιά σκατά.Τον είχαν ανοίξει πριν από δυο τρία χρόνια και το μικρό αποχωρητήριο με τα παραθυράκια του στο σχήμα του σταυρού παραδίπλα ήταν το μεγάλο καμάρι του παπά.Ήταν το μόνο που υπήρχει στην περιοχή.Οι χωρικοί ήταν συνηθισμένοι να ικανοποιούν τις σωματικές ανάγκες τους απευθείας στα χωράφια και το χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έρχονταν στην εκκλησία.Πάντως ένας νέος λάκκος ανοιγόταν ήδη στην άλλη άκρη του πρεσβυτερίου,επειδή ο παλιός είχε ήδη ξεχειλίσει και συχνά ο αέρας έφερνε την μπόχα μέχρι την εκκλησία
Όταν κατάλαβα τι μου έμελλε να πάθω,προσπάθησα και πάλι να διαμαρτυρηθώ.Δεν έβγαινε φωνή από μέσα μου.Κάθε φορά που πάσκιζα να φωνάξω,το χέρι κάποιου χωρικού έπεφτε βαρύ πάνω μου και μου βούλωνε το στόμα και τη μύτη.Η μπόχα από τον λάκκο έγινε πιό έντονη.Τώρα βρισκόμασταν πολύ κοντά.Πάλεψα άλλη μιά φορά να ελευθερωθώ,μα οι άντρες με κρατούσαν γερά,χωρίς να πάψουν καθόλου να συζητούν μεταξύ τους γιά το επεισόδιο στην εκκλησία.Ήμουν βρικόλακας,γι’αυτό δεν αμφέβαλλαν καθόλου,όπως δεν αμφέβαλλαν ότι η διακοπή της Θείας Λειτουργίας μόνο δεινά προμηνούσε γιά το χωριό.
Σταματήσαμε στο χείλος του λάκκου.Η καφετιά ρυτιδωμένη επιφάνειά του άχνιζε δύσοσμη,έμοιαζε με φρικιαστική πέτσα μιας γαβάθας με καυτή σούπα από φαγόπυρο.Πάνω σ’αυτή την επιφάνεια μυρμήγκιαζαν μιλιούνια άσπρες κάμπιες,μακριές ίσαμε το νύχι του χεριού.Αποπάνω τριγύριζαν σύννεφα μύγες που βούιζαν μονότονα,συγκρούονταν μεταξύ τους,χαμήλωναν για μιά στιγμή κατά το λάκκο κι ύστερα πετούσαν και πάλι ψηλά,με τα ωραία γαλάζια και βιολετιά σώματά τους να λαμποκοπούν στον ήλιο.
Αναγούλιασα.Οι χωρικοί με σήκωσαν κρατώντας με από τα χέρια και τα πόδια.Τα απαλά σύννεφα στον γαλανό ουρανό κολυμπούσαν μπροστά στα μάτια μου.Είχα εκσφενδονιστεί καταμεσής στις καφετιές ακαθαρσίες,που άνοιξαν κάτω από το σώμα μου γιά να με καταπιούν.»
Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2008 |
Permalink
Ανυπέρβλητη γοητεία
Έντονη συγκίνηση και μεγάλη απόλαυση που μόνο η κλασσική λογοτεχνια μπορεί να σου προσφέρει,εισπράττεις από την ανάγνωση του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του έξοχου Wilkie Collins, «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ»(The Woman in white), (Εκδ.Ηλέκτρα,σελ.828),(91).Δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον ενθουσιασμό μου γι’αυτό το βιβλίο που κατά την άποψή μου είναι γεμάτο από αρετές.Ως γνήσιος aficionado της κλασσικής βρετανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα όπως αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσα από τα έργα του Ντίκενς,των αδερφών Μπροντέ,του Θάκεραιη,της Ώστιν,της Έλιοτ,του Στήβενσον και αρκετών άλλων,βρήκα στο μυθιστόρημα του Κόλινς ένα αντιπροσωπευτικότατο δείγμα αληθινής λογοτεχνίας.
Η «Γυναίκα με τα άσπρα» είναι ένα λαϊκό ανάγνωσμα της εποχής (1860),το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό που εξέδιδε ο Τσαρλς Ντίκενς,All year round γιά περίπου 10 μήνες.Λόγω του ύφους του,μιάς που εκτός των άλλων είναι μιά «ιστορία μυστηρίου»,κρατούσε σε αγωνία τους χιλιάδες αναγνώστες του περιοδικού,αποκτώντας φανατικούς θαυμαστές των πρωταγωνιστών του δράματος.Κυκλοφόρησαν αρώματα,ρούχα,μουσικά κομμάτια Woman in white και άλλα παραφερνάλια,ενώ συγγραφείς όπως ο Θάκεραιη και ο Έντουαρντ Φιτζέραλντ ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ με τους χαρακτήρες του βιβλίου που διοργάνωναν αναγνωστικές βραδιές σπίτι τους γιά να διαβάσουν τη συνέχεια του βιβλίου.Ακόμα και τώρα το βιβλίο συνεχίζει να απασχολεί τον κόσμο.Ένα «χτύπημα» στο Google με τον τίτλο και τον συγγραφέα σε οδηγεί σε 295.000 παραπομπές,ενώ το musical του δαιμονιου A.L.Weber στηριγμένο στο βιβλίο παίζεται επί χρόνια στο West End του Λονδίνου.
Ποιά είναι λοιπόν η ιστορία που συναρπάζει τόσο κόσμο γιά σχεδόν 150 χρόνια?Η Γυναίκα του τίτλου είναι η Ανν Κάθερικ,μιά αινιγματική φιγούρα πάντα ντυμένη στα άσπρα η οποία είναι κλεισμένη στο ψυχιατρείο από έναν λόρδο/βαρονέτο,τον Πέρσιβαλ Γκλάϊντ, λόγω ενός μυστικού που γνωρίζει και μπορεί να του καταστρέψει τη ζωή.Η Γυναίκα με τα άσπρα όμως παρ’ότι καθορίζει την πορεία του μυθιστορήματος απέχει από το να είναι και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας.Ένας νεαρός ζωγράφος,ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ ερωτεύεται την πλούσια ορφανή Λώρα Φέρλι,όταν αποδέχεται τη θέση του δασκάλου ζωγραφικής στην κατοικία εκείνης.Η πανέμορφη Λώρα ζει στο Λίμεριτζ Χάους,ένα πύργο κάπου στον Αγγλικό Βορρά μαζί με την αδικημένη εμφανισιακά αλλά πανέξυπνη και ικανότατη ετεροθαλή αδερφή της Μάριαν Χάλκομπ υπό την προστασία ενός αδιάφορου θείου.Κάποια στιγμή ο Γουόλτερ βλέπει σε μιά βόλτα του στο χωριό την «Γυναίκα με τα άσπρα» και προς μεγάλη του έκπληξη διαπιστώνει ότι μοιάζει με την Λώρα σαν δυό σταγόνες νερό.Η πανέμορφη Λώρα έχει υποσχεθεί να παντρευτεί τον βαρονέτο Γκλάϊντ και παρά τον έρωτα της γιά τον Γουόλτερ δεν μπορεί παρά να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της παρότι εξομολογείται στον μέλλοντα σύζυγο της ότι η καρδιά της είναι δοσμένη αλλού.Μετά από αυτή την εξέλιξη,ο άμοιρος Γουόλτερ φεύγει γιά το εξωτερικό.
Κατά την απουσία του,το ζεύγος μαζί με την μις Χάλκομπ στήνει το σπιτικό του,στην έπαυλη του γαμπρού στο Μπλακγουότερ Παρκ,όπου μαζί με τους νιόπαντρους διαμένουν και ένας μυστηριώδης Ιταλός φίλος του γαμπρού,ο κόμης Φόσκο με την σύζυγό του,η οποία είναι συγγενής των Φέρλι αλλά μάλλον σε δυσμένεια αφού παντρεύτηκε αλλοδαπό (ενδιαφέρον βέβαια εδώ έχει η άποψη γιά τους «ξένους» που εκφράζεται μέσα από το κείμενο του Κόλινς και η οποία ήταν η κρατούσα άποψη της εποχής-ας μη ξεχνάμε ότι οι βρετανοί ήταν ανέκαθεν επιφυλακτικοί με τους ευρωπαίους).
Από την αρχή τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά,το ζευγάρι έχει ελάχιστη έως καθόλου επαφή,ο κόμης Φόσκο έχει καταλυτική παρουσία στα τεκταινόμενα της οικίας,ενώ η μις Χάλκομπ προσπαθεί να ισορροπήσει τις καταστάσεις και να προλάβει την καταστροφή.Όταν διαπιστώνει δε ότι ο βαρονέτος είναι στο χείλος της οικονομικής καταστροφής αρχίζει να φοβάται γιά την σωματική ακεραιότητα της αδερφής της.Μέσα σε όλα αυτά,η Ανν Κάθερικ,το έχει σκάσει ξανά από το ψυχιατρείο και τριγυρίζει στους κήπους του πύργου ως ξωτικό,προσπαθώντας να αφυπνίσει τις δύο αδερφές γιά τα επικίνδυνα σχέδιο του πονηρού Γκλάϊντ.
Δεν επεκτείνομαι άλλο γιατί η συνέχεια είναι δραματική με συνεχείς ανατροπές και απίστευτη ίντριγκα,ενώ στη συνέχεια κάπου μπαίνει και το διφορούμενο της προσωπικότητας των Λώρα Φέρλι και Ανν Κάθερικ που μοιάζουν τόσο πολύ...
Μυστήριο,θρίλερ,συγκίνηση,έρωτας,κατασκοπεία,μυστικές οργανώσεις,κομπίνες τεράστιες ,όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα παζλ γεγονότων που σιγά-σιγά με απαράμιλλη μαεστρία στήνει ο συγγραφέας.Το βιβλίο έχει τη μορφή αφήγησης κυρίως από τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ και την Μάριαν Χάλκομπ,τους δύο μεγάλους θετικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας.Μέσα από την περιγραφή τους πληροφορούμαστε γιά τα τεκταινόμενα,και όταν υπάρχουν «αντικειμενικές» δυσκολίες,λόγω ασθένειας ή απομάκρυνσης ενός από τους δύο,τον ρόλο του αφηγητή παίζουν,είτε ο δικηγόρος της οικογένειας Φέρλι,είτε οι υπηρέτριες της Λώρα και της Μάριαν.
Οι χαρακτήρες όμως που κυριαρχούν στην πλοκή παρ’ότι δεν εμφανίζονται συχνά είναι η μυστηριώδης προσωπικότητα της «Γυναίκας με τα άσπρα»,της δυστυχισμένης Ανν Κάθερικ που μιά αποκοτιά της,ήταν αρκετή γιά να της καταστρέψει τη ζωή και του εκπληκτικού και μεγαλειώδους Γουελσιακού κόμη Φόσκο.Θηριώδης σε εμφάνιση,τζέντλεμαν σε τρόπους,ικανότατος σε όλα (και γιά όλα),ο σκοτεινός Φόσκο είναι μοναδικός ως ενσάρκωση του απόλυτου κακού,του ανθρωπόμορφου δαίμονα.
Η μορφή του βιβλίου στηρίζεται εν πολλοίς στην αγωνία που προκαλεί στον αναγνώστη το κάθε κεφάλαιο.Λόγω του γεγονότος ότι ήταν γραμμένο σε συνέχειες,έπρεπε το κοινό να αγωνιά γιά το τι θα γίνει παρακάτω.Η μαστοριά του Κόλινς έγκειται στο ότι αυτό το κατάφερε χωρίς να θυσιάσει την ποιότητα του κειμένου και να παρασυρθεί σε «ευκολίες» στην πλοκή (που άνετα θα μπορούσε) ή σε υπερβολική δόση συναισθήματος ώστε να τονίσει το μελοδραματικό της ιστορίας.Όλα είναι καμωμένα με τέχνη και λεπτότητα ενώ το μυστήριο εναλάσσεται με τον λυρισμό.
Ο Κόλινς παίρνει τις ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ του κολλητού του Τσαρλς Ντίκενς και τις πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.Εισαγάγει τον όρο «Συγκινησιακή λογοτεχνία» (Sensation novel) που χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματα που κρύβουν κάποιο μυστικό και έγιναν δημοφιλέστατα στα τέλη του 19ου αιώνα όταν βγαίνανε κατά δεκάδες στοχεύοντας σε ένα λαϊκότερο κοινό.Τα μυθιστορήματα αυτού του είδους γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ των βικτωριανών τυπικών μυθιστορημάτων των αδερφών Μπροντέ με τα βάσανα της μεσαίας τάξης και τα ατέρμονα(γοητευτικά) τέϊα και το γοτθικό μυστήριο του Στήβενσον με ανυπέρβλητο Δρ Τζέκυλ και Κο Χάϊντ ή τον Φρανκεστάϊν της Σέλλεϋ.Ο Κόλινς δε,στήνει την πλοκή του με τον τρόπο που μπορούμε να διαβάσουμε σε σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα,αφού οι αφηγητές στηρίζονται σε νομικά επιχειρήματα,χρησιμοποιούν ντοκουμέντα γιά να τεκμηριώσουν την ενοχή των υπευθύνων.Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μιά ομοιότητα με κάποιες από τις ιστορίες του Ε.Α.Πόε αλλά είναι η δουλειά που υπάρχει πάνω στα νομικά πλαίσια της εποχής που τοποθετεί το βιβλίο σε ένα άλλο επηρεάζοντας πολλούς συγγραφείς νουάρ και όχι μόνο του 20ου αιώνα.
Εξαιρετική και «τιτάνια» προσπάθεια από τον μεταφραστή Ε.Μπαρτζινόπουλο,ωραία αν και άβολη έκδοση από τον εκδ.οίκο Ηλέκτρα (να πω ότι το εξώφυλλο ξεκόλλησε σχεδόν αμέσως).Θα ήταν καλό γιά το νεανικότερο κοινό να επανεκδοθεί και το άλλο αριστούργημα αυτού του μεγάλου συγγραφέα ,η Φεγγαρόπετρα (που είναι καθαρά αστυνομική ιστορία),και η οποία δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμα στην αγορά μετά την πρώτη έκδοσή της από την Μέδουσα πριν από είκοσι χρόνια περίπου.
Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008 |
Permalink
Η ζωή σαν μαραθώνιος
Ένα πολύ ευχάριστο και ανάλαφρο ανάγνωσμα είναι το μυθιστόρημα του
Άλαν Ζβάϊμπελ «Ο ΑΛΛΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΣ» (THE OTHER SCHULMAN), (Εκδ.ΜΕΛΑΝΙ,σελ.375) ,(74) που με αφορμή μιά ανθρώπινη και καθημερινή ιστορία πάει ένα βήμα παραπέρα από τα μοδάτα βοηθήματα του τύπου «Πως να τα καταφέρεις στη ζωή» και «Μπορείς να κάνεις θαύματα αν πιστέψεις τον εαυτό σου» ή με τα μυθιστορήματα αυτοβοήθειας που με πρωτοπόρο τον πανέξυπνο Κοέλιο έχουν κατακλύσει με μεγάλη εμπορική επιτυχία την παγκόσμια αγορά .
Ο Σούλμαν είναι ιδιοκτήτης ενός παρακμάζοντος χαρτοπωλείου σε ένα προάστειο της Νέας Υόρκης.Είναι πενηντάρης,υπέρβαρος,τα παιδιά του έχουν φύγει από το σπίτι φτιάχνοντας τις ζωές τους και αυτός έχει μείνει με τη σύζυγο του Πώλα που όψιμα ασχολείται με την διακόσμηση σπιτιών.Ο γάμος τους περνάει κρίση και το μαγαζί πνέει τα λοίσθια.Ο Σούλμαν βλέπει κάπου μιά αφίσα γιά τον μαραθώνιο της Ν.Υόρκης με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων γιά τη θεραπεία του AIDS.Το βλέπει σαν μιά πρόκληση προς τον εαυτό του αλλά και γιά μιά ευκαιρία να αθληθεί,να αδυνατίσει και να τα καταφέρει επιτέλους σε κάτι.
Αρχίζει προπονήσεις με μιά ομάδα ερασιτεχνών δρομέων υπό την καθοδήγηση ενός οροθετικού προπονητή.Καθώς πλησιάζει η ημέρα του μαραθωνίου ανακαλύπτει ότι κάποιος που του μοιάζει σαν δίδυμος αδερφός και φέρει το ίδιο επίθετο με αυτόν(Σούλμαν),ανοίγει σε κοντινές περιοχές αλυσίδα μεγάλων χαρτοπωλείων.Ο τύπος δείχνει να τον ανταγωνίζεται σε όλα,να του βάζει τρικλοποδιές σε ότι κάνει και γενικώς να είναι το ακριβώς αντίθετο του ήπιου,φοβισμένου,ανασφαλή Σούλμαν.Συν τοις άλλοις,οικειοποιείται την εικόνα του με τραγικά αποτελέσματα γιά τον πρωταγωνιστή μας φέρνοντάς τον σε αδιέξοδο.
Η μάχη δεν είναι μόνο να καταφέρει να τερματίσει στον εξοντωτικό μαραθώνιο αλλά και να συντρίψει τον «άλλο του εαυτό»,τον «άλλο Σούλμαν».Θα τα καταφέρει και στα δύο?Σε κανένα ή μόνο στο ένα?
Ο Ζβάϊμπελ είναι πολύ γνωστός στις Η.Π.Α ως σεναριογράφος κωμωδιών(έχει γράψει επεισόδια του Saturday night live και άλλων shows),έχει γράψει θεατρικά και έχει κερδίσει 3 Emmy.Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πολύ έξυπνη μορφή.Χωρίζεται σε 26 κεφάλαια,όσα κάθε μίλι του μαραθωνίου που τρέχει ο Σούλμαν.Σε κάθε κεφάλαιο παρακολουθούμε κάποια επεισόδια της ζωής του ήρωα και τις επιλογές που έκανε.Συνήθως η αφορμή είναι η περιοχή από την οποία περνάνε εκείνη την ώρα οι δρομείς.
Ο συγγραφέας πλάθει έναν εξαιρετικό χαρακτήρα,πολύ γνώριμό μας από διάφορες αμερικάνικες ταινίες.Μιάς που έχει συνεργαστεί σε πολλές δουλειές με τον γνωστό ηθοποιό Μπίλυ Κρύσταλ,δεν είναι δύσκολο να ταυτίσουμε τον Σούλμαν με τη περσόνα του ηθοποιού και να φανταστούμε μιά κινηματογραφική ταινία με αυτόν ως πρωταγωνιστή.Ο Σούλμαν είναι ένας αξιαγάπητος τύπος,με τις φοβίες του,με τα κόμπλεξ του,με τον καθημερινό του αγώνα σε μιά απρόσωπη κοινωνία που κάποτε στήριζε το μαγαζάκι του και τώρα ούτε καν περνάει από εκεί αφού τα malls κυριαρχούν στην καθημερινότητα των κατοίκων.
Μέσα απο κυριολεκτικά ξεκαρδιστικές σκηνές που γιά όσους διαβάζουν συστηματικά είναι μιά όαση στην υπερβολική σοβαροφάνεια και δυσκοιλιότητα των μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν,το βιβλίο κυλάει σαν νερό,σαν να παρακολουθείς μιά πολύ ευχάριστη κομεντί.Το ιδιαίτερο ατού του είναι «ο άλλος Σούλμαν»,το «alter ego» του ήρωα.Γιά να τον αντιμετωπίσει ο Σούλμαν αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να γίνει επιθετικότερος,βίαιος και πιό αποφασιστικός.Η τελική σκηνή «ξεκαθαρίσματος» που έρχεται με τον τερματισμό του μαραθωνίου δεν νομίζω ότι στέκεται στο ίδιο ύψος με το υπόλοιπο βιβλίο αφήνοντας τον αναγνώστη ψιλοαπογοητευμένο και αμήχανο γεμάτο ευκολίες και «αμερικανιές»-άσε που αφήνει μετέωρα πολλά θέματα που είχε ανοίξει.
Γενικά,ένα βιβλίο που θα σε κάνει να περάσεις καλά με ορισμένες απολαυστικότατες σελίδες.Το κομμάτι που παραθέτω νομίζω ότι ενισχύει τον ισχυρισμό μου,μάλλον είναι και το δημοφιλέστερο του μυθιστορήματος αφού το ανέγνωσε ο συγγραφέας σε
τηλεοπτική εκπομπή .Είναι πραγματικά «δροσιστικό»...
«...γιά ένα παιδί που μεγάλωνε στο Λονγκ Άϊλαντ εκείνο τον καιρό,οι Σάϊμον και Γκαρφάνκελ ήταν η Νέα Υόρκη.Δυο φίλοι από το Κουίνς.Ο ένας κοντός,ο άλλος ακόμα πιό κοντός.Γέννημα θρέμμα και οι δυο του Κουίνς,χωρίς να ντρέπονται γι’αυτό.Συναισθήματα εναρμονισμένα.Ο Σάϊμον τα έγραφε και τα τραγουδούσε με τον κολλητό του,και μιά ολόκληρη γενιά αισθάνθηκε ότι μιλούσε γιά όσα ένιωθαν και οι ίδιοι.Οι Beatles ήταν πιό διασκεδαστικοί.Και με τους Rolling Stones ξεφάντωνες καλύτερα.Αλλά ο Πωλ Σάϊμον είχε την ανεξήγητη ικανότητα να βρίσκει τους στίχους που εξέφραζαν ακριβώς την κάθε διάθεση του Σούλμαν.Στίχους τους οποίους ο Σούλμαν θεωρούσε ποίηση.Και τους οποίους έκλεψε,όταν κινδύνεψε να κοπεί στο μάθημα δημιουργικής γραφής ποίησης στο κολέγιο.Όλο το εξάμηνο,μιά υπερήλικη καθηγήτρια ονόματι δόκτωρ Νόρα Ρεντ,η οποία έμοιαζε σαν να είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με δύο τουλάχιστον ελισαβετιανούς συγγραφείς,απέρριπτε συστηματικά τα ποιήματα του Σούλμαν ως ασυνάρτητες ανοησίες που ο δεν άξιζαν ούτε το κόκκινο μελάνι με το οποίο του έγραφε πάνω από τα ποιήματά του: «Θεέ μου,τι φρίκη!».Έτσι κι αυτός της έδωσε τα λόγια του τραγουδιού «The Boxer» του Πωλ Σάϊμον,ως δήθεν αυτοβιογραφικούς στίχους από το ημερολόγιο του,βέβαιος ότι η παλιόγρια δεν θα ήξερε το τραγούδι-έτσι,θα γλύτωνε την αποβολή του από τη σχολή με κλοτσιές,που θα τον έστελναν κατευθείαν στο Δέλτα του Μεκόνγκ.Αυτό που δεν περίμενε με τίποτα,ήταν ότι η Δόκτωρ Νόρα Ρεντ να ενθουσιαζόταν τόσο πολύ με το ξαφνικό ξέσπασμα ιδιοφυίας του Σούλμαν.Και σαν να μην έφτανε αυτό,επέμεινε να σηκωθεί και να διαβάσει το αριστούργημα του στην υπόλοιπη τάξη.Όσο κι αν προσπάθησε να τη γλυτώσει με παρακάλια (ισχυριζόμενος κάποια στιγμή ότι είχε πάθει δυσπεψία),η καθηγήτρια ήταν ανένδοτη...Ο Σούλμαν λοιπόν καθάρισε το λαιμό του,έριξε μια τελευταία ματιά στη δόκτορα Νόρα Ρεντ,απογοητεύτηκε βλέποντας ότι ήταν ακόμα ζωντανή,και ξεκίνησε:
«Ένα φτωχόπαιδο είμαι,και ποιός θα πει την ιστορία μου,
σπατάλησα τις αντοχές μου
γιά μιά χούφτα μισόλογα,όλο υποσχέσεις,
ολο ψέματα και και χωρατά,αλλά ο καθένας ακούει ότι θέλει
και όλα τ’αλλα τ’αψηφά»είπε ο Σούλμαν.
Κρατώντας την ανάσα του,σήκωσε τα μάτια του δειλά και το βλέμμα του πλανήθηκε μπροστά του,πάνω από τη σελίδα που κρατούσε,στα παιδιά της τάξης του.Πολλοί απ’αυτούς ήταν φίλοι του.Όλοι ήταν συνομήλικοί του,μουσικόφιλοι,με δικιά τους συλλογή δίσκων,και όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό όταν άρχισε να διαβάζει.Την ίδια στιγμή που η δόκτωρ Νόρα Ρεντ ακτινοβολούσε από χαρά.Περήφανη γιά την καινούρια της ανακάλυψη.Αυτόν τον νεαρό ποιητή,ο οποίος είχε αφήσει τους φοιτητές της άναυδους,όταν άρχισε να διαβάζει μιά ρεαλιστική απόδοση της ζωής στους δρόμους της πόλης.Βλέποντας από την έκφρασή της ότι περίμενε να συνεχίσει,ο Σούλμαν ξανάρχισε την ανάγνωση:
«Μικρό παιδί ήμουνα όταν άφησα οικογένεια και σπίτι,
οι ξένοι μου κρατούσαν συντροφιά,
σ’αδειανούς σιδηροδρομικούς σταθμούς έτρεχα φοβισμένος.
Κρυβόμουνα,ψάχνοντας τις πιό φτωχικές γειτονιές,όπου πάνε οι κουρελήδες,
γυρεύοντας τα μέρη που μόνο αυτοί γνωρίζουνε...»
Και ακούστε τι συνέβη.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή,ο Σούλμαν βίωσε τον απόλυτο τρόμο όταν όλοι οι φοιτητές στην τάξη,οι οποίοι προφανώς δεν άντεχαν άλλο αυτή την ανοησία,άρχισαν να τραγουδάνε αυθόρμητα τον επόμενο στίχο:
«Λάι λα λάι,λάι λα λάι λάι λάι λάι λάι λάι,λάι λα λάι,
Λάι λα λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι...»
Ακόμα κι ένας έμπειρος ναυτικός δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει(πόσο μάλλον να δέσει)τον κόμπο,που σχηματίστηκε αυτοστιγμεί στο στομάχι του Σούλμαν.Ο δωδεκαδάχτυλός του σφίχτηκε κι έγινε μιά μάζα σε μέγεθος κουκουτσιού αβοκάντο,η οποία όχι μόνο μπορούσε να ανταγωνιστεί το διαμάντι ως το σκληρότερο στοιχείο της φύσης,αλλά θα του έκανε τα μούτρα κιμά αν το πετύχαινε σε κανένα στενοσόκακο.Ωστόσο,το πιό τρομακτικό απ’όλα ήταν η αντίδραση της διακεκριμένης καθηγήτριάς του εμπρός σ’αυτή τη μουσική έκρηξη.
«Σας εμπνέει κι εσάς,ε;»είπε η δόκτωρ Νόρα Ρεντ,η οποία είχε αρχίσει να λικνίζει και να στριφογυρίζει το γηραλέο σκελετό της,προσπαθώντας να κινηθεί ρυθμικά-η έχοντας πάθει κρίση επιληψίας.Ότι κι από τα δύο κι αν ίσχυε,όταν η γραία σταμάτησε να κουνιέται,έβαλε άριστα στον Σούλμαν γιά τις προσπάθειες του Πωλ Σάϊμον και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο.»
Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2008 |
Permalink
Μιά κινηματογραφική συνομιλία
Μιά συναρπαστική ιστορία είναι πάντα ευπρόσδεκτη,κυρίως τις ημέρες της μεγάλης ζέστης και αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός όταν «πέφτω» σε ένα μυθιστόρημα που με κρατάει σε εκγρήγορση όπως αυτό που έγραψε ο Ιταλός σκηνοθέτης και συγγραφέας
Davide Ferrario «ΣΒΗΣΙΜΟ ΣΕ ΜΑΥΡΟ» (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ.533),(81).
Εμπνευσμένος από τον κόσμο του κινηματογράφου και κρατώντας μιά λεπτή ισορροπία μεταξύ πραγματικών γεγονότων και μυθοπλασίας,ο συγγραφέας εμπνέεται από μία επίσκεψη του πανμέγιστου Όρσον Γουέλς στην Ιταλία γιά το γύρισμα μιάς ταινίας ώστε να πλάσει ένα κατά βάση πολιτικό μυθιστόρημα με στοιχεία θρίλερ γύρω από την πολιτική κατάσταση στην μεταπολεμική Ιταλία του 47 που ήταν ένα βήμα πριν από τον Εμφύλιο.
Ο Γουέλς οικονομικά κατεστραμμένος και συναισθηματικά συντετριμένος μετά τον χωρισμό του από την σουπερστάρ Ρίτα Χεϊγουορθ αναλαμβάνει έναντι αδράς αμοιβής τον ρόλο του Καλιόστρο στην ταινία Black Magic, ένα δράμα εποχής που γυρίζεται στην Ρώμη από έναν «διεκπεραιωτή»σκηνοθέτη τον Γκρεγκ Ράτοφ.Ο Γουέλς ευρισκόμενος σε αδιέξοδο μετά την τραυματική εμπειρία του Μάκβεθ,και περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό από τις σχέσεις του,βλέπει την ταινία αυτή ως ένα ευχάριστο διάλλειμα από τα προβλήματά του.
«...Στα τριάντα δύο του χρόνια είχε κάνει και είχε δει περισσότερα πράγματα από όσα γεμίζουν τη ζωή όλων σχεδόν των ανθρώπων,αλλά ένιωθε πως οι απορρίψεις και οι ήττες βάραιναν περισσότερο από τις επιτυχίες.
Ο κόσμος βάδιζε υπερβολικά αργά γι’αυτόν.Χωρίς να υπολογίσει,εξάλλου,πως του τύχαινε να μπλέκει πάντα με τους λάθος ανθρώπους...
...Δύο γάμοι.Δύο κόρες.Δεκάδες προδοσίες.Και δύο διαζύγια.»Την πρώτη μέρα των γυρισμάτων και σε μιά σκηνή πλήθους,ένας κομπάρσος που προσπάθησε προηγουμένως να τον προσεγγίσει χωρίς επιτυχία,πέφτει νεκρός στα χέρια του Γουέλς.Όπως ξεψυχάει,προφταίνει να ψελλίσει μόνο τις λέξεις:San Francisco…
Γνωστός μορφινομανής ο κομπάρσος,εύκολο γιά την αστυνομία να κλείσει επειγόντως την υπόθεση αλλά ο Όρσον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τις δύο λέξεις.Προσλαμβάνει έναν ντετέκτιβ,τον Τομάζο Μοράβια,πρώην αστυνομικό,πρώην αντιστασιακό,αμετανόητα αριστερό ιδεολόγο ο οποίος αρχίζει να ψάχνει την ιστορία,η οποία αποδεικνύεται μιά μπάμπουσκα,ένα κουτί της Πανδώρας.Γίνεται της κακομοίρας...Ρεμούλες του Βατικανού σε συνεργασία με παλιούς συνεργάτες του καθεστώτος Μουσολίνι.Η Σικελική Μαφία σε συνεργασία με την νεοσυσταθείσα CIA και την αρωγή της Αμερικάνικης κυβέρνησης ώστε να αποτρέψουν μιά ενδεχόμενη νίκη του Κομμουνιστικού Κόμματος στις εκλογές του Απριλίου οι οποίες ήταν οι κρισιμότερες γιά τη χώρα.Ο Γουέλς μαζί με τον Μοράβια διατρέχουν όλη την Ιταλία από την αγνώριστη χαώδη Ρώμη στην ομιχλώδη Βενετία μέχρι το ισοπεδωμένο Λιβόρνο.
Δράση,ξύλο,μονόλογοι του Γουέλς ως απόηχοι των Σαιξπηρικών ταινιών που είχε ήδη γυρίσει και θα γύριζε στο μέλλον.Ο αδιέξοδος έρωτας του Γουέλς γιά την γοητευτική στάρλετ Λέα Παντοβάνι που αφού τον «έπαιξε» γιά μήνες τελικά τον πρόδωσε.Η πολιτική κατάσταση που ήταν σχεδόν παρόμοια με την αντίστοιχη Ελληνική των χρόνων εκείνων,μόνο που εδώ μίλησαν τα όπλα,εκεί αν και περισσότερο διαλυμένη η χώρα επικράτησε η πολιτική λύση.Πάνω απ’όλα όμως η τεράστια προσωπικότητα αυτού του «αναγεννησιακού» ανθρώπου του Όρσον Γουέλς.
Ο Γουέλς πρέπει να ήταν ο πλέον χαρισματικός τύπος που ασχολήθηκε με την 7η τέχνη.Η ζωή του και μόνο ήταν συναρπαστική.Σκηνοθέτης πολύ μεγάλου μεγέθους,ηθοποιός μεγατόνων,εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος,φαφλατάς,μεγαλομανής,γενικώς όμως με μία λέξη:ιδιοφυία...Γιά να χρηματοδοτήσει τα μεγαλεπήβολα σκηνοθετικά του σχέδια αναγκαζόταν να παίζει σε μετριότατες ταινίες ,φθείροντας το ταλέντο του.Η ταινία
Black Magic ήταν από τις χειρότερες που συμμετείχε,αλλά ακόμα κι εκεί,η προσωπικότητα του ξεχείλιζε.Αυτό συμβαίνει και με το «ΣΒΗΣΙΜΟ...»,ότι και να είναι η ιστορία,όση δράση και να έχει,όσο συναρπαστικά και να είναι αυτά που διαβάζεις,περιμένεις τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνιση του,ο Όρσον...Εξαρτημένος από την ντεξεντρίνη,συνεχώς αναζητώντας τον έρωτα,ο Γουέλς κυριαρχεί στο βιβλίο και η παρουσία του υπερσκελίζει τα πάντα.
Ο Φεράριο φαίνεται ότι είναι περισσότερο άνθρωπος του κινηματογράφου,παρά των βιβλίων.Οι κινηματογραφικές αναφορές είναι συνεχείς και το «κόλλημα» του με τις παλιές ταινίες του βωβού ιταλικού σινεμά που ανθούσε στην προπολεμική εποχή είναι εμφανές.Στο βιβλίο αυτη η «συνομιλία» με τον μεγάλο Γουέλς είναι συνεχής και κατά κάποιο τρόπο είναι ένα «homage» του Φεράριο στο είδωλό του.
Στο μυθιστόρημα εμφανίζονται διάφορες φιγούρες του σινεμά και της πολιτικής ήδη διάσημες τότε όπως ο Τάϊρον Πάουερ (με μιά δόση ειρωνίας) και μελλοντικώς διάσημες όπως ο Φελίνι,η Λέα Παντοβάνι,ο Ροσελίνι ή και ο μέλλων πρωθυπουργός (και μέγας διαπλεκόμενος) της Ιταλίας,ο Τζούλιο Αντρεότι.Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον βρίσκουμε στους επινοημένους χαρακτήρες που απηχούν περσόνες του κινηματογραφικού κόσμου του Γουέλς,όπως τον Κο Αρκάντιν ή τον χαρακτήρα του Χάρυ Λάϊμ στον Τρίτο Άνθρωπο του Κ.Ρηντ.
Εξαιρετική δουλειά με έναν υπέροχο τίτλο που παραπέμπει σε γνωστό κινηματογραφικό όρο αλλά και σε πολιτικό μήνυμα σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκλογών του 48 όπου θριάμβευσαν οι Χριστιανοδημοκράτες .Μυθιστόρημα κομμένο/ραμένο γιά τη κινηματογραφική του μεταφορά όπως κι έγινε άλλωστε με τον τίτλο
FADE TO BLACK σκηνοθετημένο από τον Ο.Πάρκερ.Μυθιστόρημα που θα λάτρευε ο πρωταγωνιστής του Ο.Γουέλς εάν ζούσε.
Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2008 |
Permalink
Λαβύρινθοι
Η λογοτεχνική κουβέντα γιά τον
Paul Auster συνήθως όλα αυτά τα χρόνια περιστρέφεται γύρω από την αξία του.Είναι υπερεκτιμημένος?Γράφει συνέχεια το ίδιο θέμα,είναι τόσο αυτοαναφορικός?Έχει τίποτε άλλο να προσφέρει στην λογοτεχνία ή είναι κολλημένος δημιουργικά και θεματικά?
Την σύγχυση έρχεται να επιτείνει ή και να επιβεβαιώσει η νουβέλα (και προτελευταίο του βιβλίο),
ΕΝΟΧΕΣ ΔΙΧΩΣ ΤΥΨΕΙΣ (TRAVELS IN THE SCRIPTORIUM) (
Εκδ.Ζαχαρόπουλος,σελ.151) (
75 ).Μιά νουβέλα που δίχασε παγκοσμίως τους κριτικούς,όπου άλλοι το βρήκαν
υπέροχο και άλλοι ένα
σκουπίδι φουντώνοντας τη διαμάχη που ανέφερα παραπάνω.
Στο βιβλίο δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα,όλα είναι ακίνητα.Ένας ηλικιωμένος άντρας ξυπνά σε ένα δωμάτιο.Δεν θυμάται ούτε ποιός είναι,ούτε πως βρέθηκε εκεί,ούτε γιατί είναι εκεί...
«
Ο ηλικιωμένος άνδρας κάθεται στην άκρη του στενού κρεβατιού με τις παλάμες απλωμένες επάνω στα γόνατά του,το κεφάλι σκυφτό και το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα.Δεν έχει ιδέα ότι μιά φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του.Το κλείστρο ανοιγοκλείνει σιωπηλά μιά φορά κάθε δευτερόλεπτο δημιουργώντας με κάθε περιστροφή της γης ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσιες φωτογραφίες.Ακόμη όμως και αν ήξερε ότι τον παρακολουθούν,αυτό δεν θα είχε καμία σημασία.Το μυαλό του βρίσκεται αλλού,παγιδευμένο ανάμεσα στα κατασκευάσματα του εγκεφάλου του καθώς αναζητά μιάν απάντηση στο ερώτημα που τον στοιχειώνει.
Ποιός είναι?Τι γυρεύει εδώ μέσα?Πότε έφτασε και πόσο θα μείνει?Αν είμαστε τυχεροί,ο χρόνος θα μας τα φανερώσει όλα.Γιά την ώρα,η μόνη μας δουλειά είναι να μελετούμε τις φωτογραφίες όσο πιό προσεκτικά μπορούμε και να αποφεύγουμε οποιαδήποτε πρόωρα συμπεράσματα.»
Ο Ώστερ συνεχίζει να μας δίνει κάποια στοιχεία γιά τον χώρο και τον άνθρωπο αυτόν:
«...Δεν έχει σαφή αντίληψη του που ακριβώς βρίσκεται.Μέσα στο δωμάτιο,ναι,αλλά σε τι είδους κτίριο ανήκει αυτό το δωμάτιο?Σε σπίτι?Σε νοσοκομείο?Σε φυλακή?Δεν μπορεί να θυμηθεί πόσον καιρό βρίσκεται εδώ ούτε και τις συνθήκες που καταιγιστικά οδήγησαν στη μεταφορά του σ’αυτόν το χώρο.Ίσως να έμεινε εδώ πάντοτε,ίσως εδώ να είναι ο τόπος όπου έζησε από την ημέρα που γεννήθηκε.Αυτό που γνωρίζει είναι ότι η καρδιά του είναι γεμάτη με μιά ακατανίκητη αίσθηση ενοχής.Παράλληλα,δεν μπορεί να διώξει την αίσθηση ότι είναι θύμα μιάς τρομερής αδικίας..»Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται κ.Μπλανκ..Τίποτε άλλο...Μπροστά του έχει μερικές φωτογραφίες παλιές,περασμένης εποχής,ανδρών και γυναικών και ένα χειρόγραφο.
Τις επόμενες ώρες,τον κ.Μπλανκ θα επισκεφθούν διάφοροι άνθρωποι,δύο κυρίες που τον περιποιούνται ως νοσοκόμες,ένας που του συστήνεται ως γιατρός,ένας που του συστήνεται ως πρώην αστυνομικός.Όλα τα ονόματα κάτι του λένε αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί τι...
Οι φανατικοί αναγνώστες του Ώστερ θα αναγνωρίσουν στους χαρακτήρες αυτούς,πρωταγωνιστές από παλαιότερα έργα του ίδιου συγγραφέα.Το δε χειρόγραφο αποδεικνύεται ότι το έχει γράψει άλλος ένας ήρωας του Ωστερ από κάποιο βιβλίο του,ενώ ο δικηγόρος (και πράκτορας)του κ.Μπλανκ είναι άλλος ένας παλαιότερος μυθιστορηματικός χαρακτήρας.
Το χειρόγραφο είναι μιά περιπέτεια,μιά αναζήτηση,σαν άλλη μιά Καρδιά του Σκότους,του οποίου οι σκηνές επανέρχονται στη φαντασία του κ.Μπλανκ σαν εφιάλτης.Κάποια στιγμή χωρίς να ξέρει τι γίνεται παρακάτω,ο κ.Μπλανκ αυτοσχεδιάζει τη συνέχεια του χειρογράφου χωρίς πρόβλημα.
Τι νουβέλα είναι αυτή λοιπόν?Είναι μιά νοητική κατασκευή?Ένας είδος Μπορχεσικού μυθιστορήματος,όπου βέβαια «άλλα τα μάτια του λαγού κι΄άλλα της κουκουβάγιας»?Έίναι «ανακατεμένος ο ερχόμενος»?Μπορεί...Είναι όμως και μιά συνομιλία του Ώστερ με τον κόσμο του,με τους χαρακτήρες που έχει πλάσει στο παρελθόν.
Το βιβλίο όταν ξεπεράσει κανείς το πρώτο στάδιο,του «τι λέει αυτός τώρα»,ή, «τι εννοεί με αυτό»,διαβάζεται ευχάριστα και άνετα.Υπάρχει το ερώτημα που επανέρχεται συνέχεια,ποιός είναι ο κ.Μπλανκ και τι κάνει εκεί μέσα...Οι άνθρωποι που τον περιποιούνται,του τονίζουν συνέχεια ότι δεν θα ζούσαν χωρίς αυτόν,ότι έχουν υποφέρει αλλά και έχουν ευεργετηθεί από την παρουσία του.Του λένε όμως και ότι έχει υποπέσει σε πολύ σοβαρά παραπτώματα και πρέπει να τιμωρηθεί.Ο αναγνώστης ψιλοκαταλαβαίνει προς τα που πάει το πράγμα,αλλά και πάλι δεν είναι σίγουρος.
Τα βιβλία του Ώστερ είναι λαβύρινθοι,αινιγματικές ιστορίες χωρίς τέλος, αστυνομικές ιστορίες με φιλοσοφικές αναζητήσεις.Τίποτα στο έργο του δεν είναι απλό,τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.Η γραφή του είναι εκλεπτυσμένη,το ύφος του μοναδικό και η παρούσα νουβέλα δεν ξεφεύγει από αυτό το στυλ που τον έχει χαρακτηρίσει-οπότε θα μπορούσαμε να την βρούμε μέχρι και ενδεικτική της συγγραφικής του περσόνας. Από την άλλη,ο Ώστερ,είναι από τους πιό αυτοαναφορικούς συγγραφείς,ένα χαρακτηριστικό που ενίοτε κουράζει ακόμα και τους πιστούς του αναγνώστες.Εξάλλου το έχει γράψει ο ίδιος και μάλλον χρειάζεται να το θυμόμαστε που και που γιά να μπορέσουμε να «ξεκλειδώσουμε» την φιλοσοφία του...
«The question is the story itself, and whether or not it means something is not for the story to tell...»
Τρίτη, Ιουλίου 01, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 01, 2008 |
Permalink
Παιχνίδια με τον χρόνο
Είναι μάλλον δύσκολο να περιγράψεις με λίγα λόγια το θέμα του μυθιστορήματος του μέγιστου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Φίλιπ Κ. Ντικ , «UBIK» (Εκδ.ΤΟΠΟΣ) ,(87).Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο είναι μιά σάτιρα πάνω στην έννοια του χρόνου,τον θάνατο,την ψυχή ενώ «παίζει» συνεχώς με τον αναγνώστη υποβάλλοντας τον σε ένα δημιουργικό και ευχάριστο νοητικό παιχνίδι.
Βρισκόμαστε σε ένα κόσμο όχι πολύ μακρινό χρονολογικά,όπου οι αποστάσεις καλύπτονται σε λίγα λεπτά,ο καπιταλισμός είναι σε άγρια φάση (γιά όλα πρέπει να πληρώσεις-ακόμα και γιά να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου ή το ψυγείο σου) και όπου η βιοτεχνολογία έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο ώστε υπάρχει η δυνατότητα γιά όσους το αντέχουν οικονομικά να διατηρήσουν τους εγκεφάλους των νεκρών συγγενών ή συνεργατών τους σε ψυκτικούς θαλάμους ως «μισοζωντανούς» και να συνομιλούν μαζί τους γιά τα πάντα όποτε το θελήσουν.
Ο Ράνσιτερ διευθύνει μιά πολύ επιτυχημένη εταιρία «αδρανειακών» υπαλλήλων.Οι «αδρανειακοί» μπορούν να εξουδετερώσουν τους ανθρώπους με «τηλεπαθητικές» και «προγνωσιακές» ικανότητες,οι οποίοι δρουν ως βιομηχανικοί (και όχι μόνο) κατάσκοποι.Ο Ράνσιτερ κάνει χρυσές δουλειές βοηθούμενος από την «μισοζώντανη» νεαρά σύζυγο του.Όταν πέφτει στη παγίδα αναλαμβάνοντας μιά ιδιαίτερα επικερδή επιχείρηση στη Σελήνη εξόντωσης κάποιων «τηλεπαθητικών/προγνωσιακών» η ομάδα του δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα.Πέφτει ο ίδιος νεκρός και πρέπει να καταψυχθεί ο εγκέφαλος του.Μήπως όμως συμβαίνει το αντίθετο?Μήπως είναι αυτός ο μόνος επιζήσας και οι υπάλληλοί του είναι νεκροί?Γιατί από την ώρα που προσεδαφίστηκαν στη γη επιστρέφουν στο παρελθόν?
Ο πλέον χαρισματικός από την ομάδα,ο τελείως αποτυχημένος στη ζωή Τζο Τσιπ αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο.Ένας-ένας οι συνάδελφοί του λιώνουν κυριολεκτικά καθώς πάνε πίσω στο χρόνο.Ο Τσιπ μεταφέρεται στο 1930 και πρέπει να ζήσει προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα της εποχής.Μιάς εποχής όπου τα αυτοκίνητα είναι με ταχύτητες,τα αεροπλάνα δεν έχουν καμία σχέση με τα σημερινά,ο χρόνος κυλάει διαφορετικά.Μόνο ένα θαυματουργό σπρέϊ μπορεί να σε σώσει,το UBIK,που προέρχεται από τη λατινική λέξη ubiquitas που σημαίνει την ιδιότητα του Θείου να είναι «πανταχού παρόν».
Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα?Μήπως ο Τσιπ είναι ήδη στον ψυκτικό θάλαμο και όλα συμβαίνουν στο «μισοζώντανο» μυαλό του?Υπάρχει αυτό το σπρέϊ,ή είναι ένα νοητικό κατασκεύασμα?Ποιός είναι ο ζωντανός και ποιός ο «μισοζώντανος» σ’αυτή την ιστορία?Και γιά ποιά ακριβώς «πραγματικότητα» μιλάμε?
«Το παρελθόν είναι λανθάνον,είναι κρυμμένο,αλλά παραμένει εκεί,ικανό να επιστρέψει στην επιφάνεια μόλις το μεταγενέστερο αποτύπωμα ατυχώς-και αντιθέτως προς την συνήθη εμπειρία-εξαφανιστεί.Ο άντρας περιέχει όχι το αγόρι,αλλά προγενέστερους άντρες.Η Ιστορία ξεκίνησε πριν από πάρα πολύ καιρό.»
Τι είναι λοιπόν το περίεργο UBIK?Κάθε κεφάλαιο από τα 17 του βιβλίου,αρχίζει μιά διαφημιστική ρουμπρίκα,το UBIK είναι φάρμακο,πικάντικη σος,στιγμιαίος καφές,ηλεκτρικό μηχάνημα,νιφάδες δημητριακών αντιπροσωπεύοντας κάθε τι καταναλωτικό γιά να καταλήξει στο τελευταίο κεφάλαιο ως εξής:
«Είμαι UBIK.Πριν από το Σύμπαν,εγώ.Εγώ έφτιαξα τους Ήλιους.Εγώ έφτιαξα τους κόσμους.Εγώ δημιούργησα τα όντα και τους τόπους όπου ζουν.Εγώ τα μεταφέρω εδώ,εγώ τα τοποθετώ εκεί.Πηγαίνουν όπου τους πω,κάνουν όπως προστάξω.Εγώ είμαι ο κόσμος και το όνομά μου είναι ανείπωτο,άγνωστο.Με ονομάζουν UBIK,αλλά δεν είναι αυτό το όνομά μου.Είμαι.Τώρα και πάντα.»
Η πλοκή ποτέ δεν ήταν το δυνατότερο σημείο των βιβλίων του Ντικ.Ακόμα και στο αριστούργημα του,το Ηλεκτρικό Πρόβατο (που μεταφέρθηκε εκπληκτικά στον κινηματογράφο ως Blade Runner από τον Ρίντλεϋ Σκοτ),είναι οι χαρακτήρες και η σκιαγράφησή τους που κερδίζουν τον αναγνώστη.Χαρακτήρες στέρεοι,δυνατοί με φιλοσοφικά ερωτήματα.Ο αναγνώστης ταυτίζεται μαζί τους,συμπάσχει,αγωνιά όπως στο συγκεκριμένο βιβλίο με αυτόν τον τόσο ευάλωτο Τζο Τσιπ.Το δε κεφάλαιο όπου εκείνος έχει παθει καρδιακή προσβολή και συνειδητοποιεί ότι έρχεται το τέλος του, είναι κορυφαίο λογοτεχνικά.
Διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποιούμε την επίδραση του σε σενάρια ταινιών όπως η τριλογία του Matrix.Γενικότερα όμως είναι πολλές οι μεταφορές βιβλίων ή διηγημάτων του Ντικ στον κινηματογράφο συνήθως επιτυχημένα,εκτός από το Blade Runner ενδεικτικά αναφέρω τα Minority report,A scanner darkly,Paycheck,Total Recall,Next.
Είναι εμπειρία η ανάγνωση του UBIK.Τελειώνοντάς το νιώθεις ότι διάβασες μιά από τις πιό παράξενες και γοητευτικές ιστορίες που έχεις διαβάσει ποτέ,ένα είδος «κλειδιού» γιά το μέλλον.Μιά ιστορία που ακόμα κι αν ψυχανεμίζεσαι ότι δεν την κατανόησες πλήρως,σίγουρα την έχεις ευχαριστηθεί και σε έχει προβληματίσει με τον ουμανισμό της και την φιλοσοφία της.