Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019 | Permalink
"Ναρκωμένες αναμνήσεις"
«Το
Παρίσι για μένα, είναι γεμάτο φαντάσματα, τόσα, όσοι και οι σταθμοί του μετρό
και όλα τα φωτεινά τους σήματα, που εμφανίζονται όταν πατάει κανείς το κουμπί
στον πίνακα με τις οδηγίες μετεπιβίβασης.»
Είχα
αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του εξαίρετου Γάλλου συγγραφέα Patrick Modiano (Παρίσι, 1945) και
χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω, από την πρώτη σελίδα του νέου του βιβλίου, με
τίτλο «ΝΑΡΚΩΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» («Souvenirs Dormants») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αλεξ. Κωσταράκου,
σελ. 126), με κατέκλυσε η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ιστορίες του,
ξαναβρίσκοντας το μοναδικό στυλ του που με είχε κάνει να τον αγαπήσω.
Οι «Ναρκωμένες αναμνήσεις» είναι το πρώτο βιβλίο του Μοντιανό, που δημοσιεύτηκε στην πατρίδα του, μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2014, και είναι ένα «τυπικό» δείγμα της ποιότητάς του, του ύφους του. Συνήθως μετά από ένα βραβείο σαν αυτό, με τις πολλές υποχρεώσεις, και τα πολλά χρήματα που το συνοδεύουν, ο συγγραφέας δύσκολα παράγει κάτι αξιόλογο (οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν), σ’ αυτή όμως την νουβέλα, ο Μοντιανό επανέρχεται στα γνώριμά του εδάφη, στο ύφος που τον καθιέρωσε, σε αυτό που μπορεί να κάνει μοναδικά.
«…αρκεί
να διασταυρωθείς με κάποιο πρόσωπο ή να το συναντήσεις δυο-τρεις φορές, ή να το
ακούσεις να μιλάει σ’ ένα καφέ ή στον διάδρομο κάποιου τρένου, για να αδράξεις
κάποια ψήγματα από το παρελθόν του.»
Οι
«Ναρκωμένες αναμνήσεις» είναι μια μικρή νουβέλα, περιήγησης στο παρελθόν,
περιγράφοντας κυρίως τις συναντήσεις του με έξι γυναίκες που συνάντησε στις
αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της, και στην πορεία απομακρύνθηκε από
κοντά τους, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ήρωας
μιλάει για αυτές τις γυναίκες που άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο, έπαιξαν
κάποιο ρόλο στη ζωή του και κυρίως στις αναμνήσεις του. Περίπατοι στο Παρίσι,
μια αίσθηση flaneur στα χωρίς νόημα σουλάτσα στους δρόμους της
πόλης, επισκέψεις σε βιβλιοπωλεία, περίεργες συναντήσεις. Η κόρη ενός συνεργάτη
του πατέρα του, που δεν συνάντησε ποτέ, παρά μόνο μίλησε μαζί της μια φορά
τηλεφωνικώς και ένα ραντεβού που δεν έγινε ποτέ ▪ μια αρκετά μεγαλύτερη του
γυναίκα φίλη της μητέρας του που τον φρόντισε όταν αρρώστησε ▪ μια νεαρή ιδιόρρυθμη
κοπέλα που συναντούσε σε ένα καφέ και την είχε γνωρίσει σε ένα βιβλιοπωλείο
απόκρυφων επιστημών, η οποία τον συστήνει σε μια «γιατρό» που ασχολείται με
πνευματιστικές συγκεντρώσεις ▪ μια άλλη γυναίκα που είχε συναντήσει ελάχιστα
και όταν την βλέπει αρνείται να επιστρέψει στο σπίτι της γιατί φοβάται τις
αφρικάνικες μάσκες που στόλιζαν το σαλόνι της.
«…σ’
αυτό το βιβλιοπωλείο είχε βρει εκείνο το βιβλίο που με έκανε να σκεφτώ πολύ: “L’ Eternel Retour du meme”. Σε κάθε σελίδα έλεγα στον εαυτό μου: αν μπορούσαμε
να ξαναζήσουμε την ίδια ώρα, στα ίδια μέρη και στις ίδιες συνθήκες αυτά που
είχαμε ήδη ζήσει, αλλά να τα ξαναζούσαμε πολύ καλύτερα από την πρώτη φορά,
χωρίς τα λάθη, τα απρόβλεπτα και τους νεκρούς χρόνους … θα ήταν σαν αντιγράφαμε
καθαρά ένα χειρόγραφο γεμάτο μουντζούρες…»
Υπάρχει
όμως και το αστυνομικό στοιχείο στη νουβέλα, ένα γεγονός που συνέβη το καλοκαίρι
του ’65, με έναν νεκρό άνδρα τον οποίον ο ήρωας γνώριζε αφού είχε πάει αρκετές
φορές σπίτι του, και μια γυναίκα, φίλη του ήρωα, που εμπλέκεται άμεσα στην
ιστορία, και το πιστόλι (το φονικό όργανο;), που πρέπει να εξαφανιστεί. Ο
ήρωας/αφηγητής πρέπει να χειριστεί την κατάσταση στην οποία ξαφνικά ενεπλάκη
και η ιστορία αυτή θα τον στοιχειώνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σκηνές
από το παρελθόν που είναι ολοζώντανο πενήντα χρόνια αργότερα, αναμνήσεις
δυνατές αλλά και ξεθωριασμένες από το πέρασμα του χρόνου. Η μνήμη, διαρκώς
παρούσα παίζει τα δικά της παιχνίδια, εμφανίζοντας γεγονότα ξεχασμένα για καιρό
και εξαφανίζοντας άλλα, που κάποτε θεωρούσαμε σημαντικά. Ο Μοντιανό με ύφος
κινηματογραφικό, όπως σε όλα τα βιβλία του, μας μεταφέρει στο ασπρόμαυρο Παρίσι
των Γαλλικών ταινιών της δεκαετίας του 60, έχει υπέροχους διαλόγους που δεν
οδηγούν συνήθως πουθενά, αναπαριστά έξοχα την ζωή στα καφέ, στα βιβλιοπωλεία,
στις μικρές πανσιόν.
«Δεν
είχα νέα για κανέναν τους, αυτά τα πενήντα χρόνια. Θα πρέπει να ήμουν αόρατος
στα μάτια τους, εκείνη την εποχή. Ή μάλλον, πολύ απλά, η ζωή μας είναι έρμαιο
κάποιων σιωπών.»
Με
υπνωτιστικό ύφος, ο Μοντανιό παίρνει μαζί του τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στο
παρελθόν, το πολλές φορές ομιχλώδες και θολό, το παρελθόν που κοιταγμένο υπό το
πρίσμα της ωριμότητας φαντάζει διαφορετικό, σε μια συνειδητοποίηση της φθοράς
του χρόνου, και της αξίας των στιγμών.
Αναφορές
σε λογοτεχνικά έργα, λυρισμός και τρυφερότητα, εξαίρετος ρυθμός και μια
μελαγχολική αίσθηση αυτών που χάθηκαν κατακλύζουν τη νουβέλα. Όπως και στα
προηγούμενα βιβλία του, ο συγγραφέας ακολουθεί το ευδιάκριτο, χαμηλότονο και
χωρίς εξάρσεις ύφος που τον καθιέρωσε.
Οι
«Ναρκωμένες αναμνήσεις» με τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι ένα
διαφορετικό «πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία», και ένας φόρος τιμής
στις γυναίκες που περνάνε από τη ζωή ενός άντρα, στις υπάρξεις που τον
καθόρισαν και τον επηρέασαν. Νοσταλγικό, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό, είναι
μια υπέροχη νουβέλα, που απολαμβάνεις κάθε σελίδα της, κάθε παράγραφό της.
«Προσπαθώ
να βάλω σε τάξη τις αναμνήσεις μου. Καθεμιά τους είναι ένα κομμάτι του παζλ,
αλλά λείπουν πολλά, κι έτσι κάθε κομμάτι είναι απομονωμένο. Κάποιες φορές,
καταφέρνω να συναρμολογήσω τρία ή τέσσερα, όχι περισσότερα. Οπότε σημειώνω τα
αποσπάσματα που έρχονται άτακτα στο μυαλό μου, λίστες ονομάτων ή φράσεις, πολύ
σύντομες. Εύχομαι αυτά τα ονόματα, σαν τους μαγνήτες, να τραβήξουν κι άλλα
ονόματα στην επιφάνεια, κι αυτές οι αποσπασματικές φράσεις να σχηματίσουν
παραγράφους και κεφάλαια που θα διαδέχονται το ένα το άλλο.»
Βαθμολογία
83 / 100