Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019 | Permalink
"Ναρκωμένες αναμνήσεις"

«Το Παρίσι για μένα, είναι γεμάτο φαντάσματα, τόσα, όσοι και οι σταθμοί του μετρό και όλα τα φωτεινά τους σήματα, που εμφανίζονται όταν πατάει κανείς το κουμπί στον πίνακα με τις οδηγίες μετεπιβίβασης.»

Είχα αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του εξαίρετου Γάλλου συγγραφέα Patrick Modiano (Παρίσι, 1945) και χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω, από την πρώτη σελίδα του νέου του βιβλίου, με τίτλο «ΝΑΡΚΩΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» («Souvenirs Dormants») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αλεξ. Κωσταράκου, σελ. 126), με κατέκλυσε η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ιστορίες του, ξαναβρίσκοντας το μοναδικό στυλ του που με είχε κάνει να τον αγαπήσω.


Οι «Ναρκωμένες αναμνήσεις» είναι το πρώτο βιβλίο του Μοντιανό, που δημοσιεύτηκε στην πατρίδα του, μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2014, και είναι ένα «τυπικό» δείγμα της ποιότητάς του, του ύφους του. Συνήθως μετά από ένα βραβείο σαν αυτό, με τις πολλές υποχρεώσεις, και τα πολλά χρήματα που το συνοδεύουν, ο συγγραφέας δύσκολα παράγει κάτι αξιόλογο (οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν), σ’ αυτή όμως την νουβέλα, ο Μοντιανό επανέρχεται στα γνώριμά του εδάφη, στο ύφος που τον καθιέρωσε, σε αυτό που μπορεί να κάνει μοναδικά.

«…αρκεί να διασταυρωθείς με κάποιο πρόσωπο ή να το συναντήσεις δυο-τρεις φορές, ή να το ακούσεις να μιλάει σ’ ένα καφέ ή στον διάδρομο κάποιου τρένου, για να αδράξεις κάποια ψήγματα από το παρελθόν του.»

Οι «Ναρκωμένες αναμνήσεις» είναι μια μικρή νουβέλα, περιήγησης στο παρελθόν, περιγράφοντας κυρίως τις συναντήσεις του με έξι γυναίκες που συνάντησε στις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της, και στην πορεία απομακρύνθηκε από κοντά τους, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ήρωας μιλάει για αυτές τις γυναίκες που άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο, έπαιξαν κάποιο ρόλο στη ζωή του και κυρίως στις αναμνήσεις του. Περίπατοι στο Παρίσι, μια αίσθηση flaneur στα χωρίς νόημα σουλάτσα στους δρόμους της πόλης, επισκέψεις σε βιβλιοπωλεία, περίεργες συναντήσεις. Η κόρη ενός συνεργάτη του πατέρα του, που δεν συνάντησε ποτέ, παρά μόνο μίλησε μαζί της μια φορά τηλεφωνικώς και ένα ραντεβού που δεν έγινε ποτέ ▪ μια αρκετά μεγαλύτερη του γυναίκα φίλη της μητέρας του που τον φρόντισε όταν αρρώστησε ▪ μια νεαρή ιδιόρρυθμη κοπέλα που συναντούσε σε ένα καφέ και την είχε γνωρίσει σε ένα βιβλιοπωλείο απόκρυφων επιστημών, η οποία τον συστήνει σε μια «γιατρό» που ασχολείται με πνευματιστικές συγκεντρώσεις ▪ μια άλλη γυναίκα που είχε συναντήσει ελάχιστα και όταν την βλέπει αρνείται να επιστρέψει στο σπίτι της γιατί φοβάται τις αφρικάνικες μάσκες που στόλιζαν το σαλόνι της.

«…σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο είχε βρει εκείνο το βιβλίο που με έκανε να σκεφτώ πολύ: “LEternel Retour du meme”. Σε κάθε σελίδα έλεγα στον εαυτό μου: αν μπορούσαμε να ξαναζήσουμε την ίδια ώρα, στα ίδια μέρη και στις ίδιες συνθήκες αυτά που είχαμε ήδη ζήσει, αλλά να τα ξαναζούσαμε πολύ καλύτερα από την πρώτη φορά, χωρίς τα λάθη, τα απρόβλεπτα και τους νεκρούς χρόνους … θα ήταν σαν αντιγράφαμε καθαρά ένα χειρόγραφο γεμάτο μουντζούρες…»

Υπάρχει όμως και το αστυνομικό στοιχείο στη νουβέλα, ένα γεγονός που συνέβη το καλοκαίρι του ’65, με έναν νεκρό άνδρα τον οποίον ο ήρωας γνώριζε αφού είχε πάει αρκετές φορές σπίτι του, και μια γυναίκα, φίλη του ήρωα, που εμπλέκεται άμεσα στην ιστορία, και το πιστόλι (το φονικό όργανο;), που πρέπει να εξαφανιστεί. Ο ήρωας/αφηγητής πρέπει να χειριστεί την κατάσταση στην οποία ξαφνικά ενεπλάκη και η ιστορία αυτή θα τον στοιχειώνει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σκηνές από το παρελθόν που είναι ολοζώντανο πενήντα χρόνια αργότερα, αναμνήσεις δυνατές αλλά και ξεθωριασμένες από το πέρασμα του χρόνου. Η μνήμη, διαρκώς παρούσα παίζει τα δικά της παιχνίδια, εμφανίζοντας γεγονότα ξεχασμένα για καιρό και εξαφανίζοντας άλλα, που κάποτε θεωρούσαμε σημαντικά. Ο Μοντιανό με ύφος κινηματογραφικό, όπως σε όλα τα βιβλία του, μας μεταφέρει στο ασπρόμαυρο Παρίσι των Γαλλικών ταινιών της δεκαετίας του 60, έχει υπέροχους διαλόγους που δεν οδηγούν συνήθως πουθενά, αναπαριστά έξοχα την ζωή στα καφέ, στα βιβλιοπωλεία, στις μικρές πανσιόν.

«Δεν είχα νέα για κανέναν τους, αυτά τα πενήντα χρόνια. Θα πρέπει να ήμουν αόρατος στα μάτια τους, εκείνη την εποχή. Ή μάλλον, πολύ απλά, η ζωή μας είναι έρμαιο κάποιων σιωπών.»



Με υπνωτιστικό ύφος, ο Μοντανιό παίρνει μαζί του τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, το πολλές φορές ομιχλώδες και θολό, το παρελθόν που κοιταγμένο υπό το πρίσμα της ωριμότητας φαντάζει διαφορετικό, σε μια συνειδητοποίηση της φθοράς του χρόνου, και της αξίας των στιγμών.
Αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, λυρισμός και τρυφερότητα, εξαίρετος ρυθμός και μια μελαγχολική αίσθηση αυτών που χάθηκαν κατακλύζουν τη νουβέλα. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, ο συγγραφέας ακολουθεί το ευδιάκριτο, χαμηλότονο και χωρίς εξάρσεις ύφος που τον καθιέρωσε.

Οι «Ναρκωμένες αναμνήσεις» με τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι ένα διαφορετικό «πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία», και ένας φόρος τιμής στις γυναίκες που περνάνε από τη ζωή ενός άντρα, στις υπάρξεις που τον καθόρισαν και τον επηρέασαν. Νοσταλγικό, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό, είναι μια υπέροχη νουβέλα, που απολαμβάνεις κάθε σελίδα της, κάθε παράγραφό της.

«Προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις αναμνήσεις μου. Καθεμιά τους είναι ένα κομμάτι του παζλ, αλλά λείπουν πολλά, κι έτσι κάθε κομμάτι είναι απομονωμένο. Κάποιες φορές, καταφέρνω να συναρμολογήσω τρία ή τέσσερα, όχι περισσότερα. Οπότε σημειώνω τα αποσπάσματα που έρχονται άτακτα στο μυαλό μου, λίστες ονομάτων ή φράσεις, πολύ σύντομες. Εύχομαι αυτά τα ονόματα, σαν τους μαγνήτες, να τραβήξουν κι άλλα ονόματα στην επιφάνεια, κι αυτές οι αποσπασματικές φράσεις να σχηματίσουν παραγράφους και κεφάλαια που θα διαδέχονται το ένα το άλλο.»

Βαθμολογία 83 / 100



 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 17, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 17, 2019 | Permalink
"Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού"

Το μυθιστόρημα του Σκώτου συγγραφέα James Hogg (Ettrick 1770 – 1835), με τίτλο «ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΕΝΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ» («The Private Memoirs and Confessions of a Justified Sinner»), είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της αγγλοσαξωνικής πεζογραφίας, του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, το οποίο δεν είχε εκδοθεί ποτέ στη χώρα μας. Επιτέλους, αυτό το κενό καλύφθηκε, καθώς το έξοχο (και άκρως επιδραστικό στην παγκόσμια λογοτεχνία) αυτό μυθιστόρημα, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Εξάντας (σελ. 409), στην «Λευκή σειρά», σε εξαιρετική μετάφραση (και εισαγωγή) της Ιωάννας Ηλιάδη.


Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε ανώνυμα το 1824, στην εποχή του πούλησε ελάχιστα, εκδόθηκε ξανά πετσοκομμένο το 1837, και τράβηξε την προσοχή αρκετά χρόνια αργότερα, το 1895 που επανεκδόθηκε στην αρχική του μορφή. Ο περίφημος Γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζιντ ήταν εκείνος που με την εισαγωγή του στην επανέκδοση του 1947 έστρεψε πάνω του, την προσοχή κοινού και κριτικών αποδίδοντας στο βιβλίο την αδιαμφισβήτητη αξία του και την δεδομένη επιρροή του σε κορυφαία μυθιστορήματα μεταγενέστερων συγγραφέων (πολύ γνωστά στη χώρα μας), όπως τα φημισμένα «Δρ Τζέκιλ και Κος Χάιντ» και «Ο αφέντης του Μπαλαντρέ» του R.L.Stevenson, ή και το πιο σύγχρονο, «Η διαθήκη του Γεδεών Μακ» του James Robertson.

Το βιβλίο, χωρίζεται σε τρία μέρη και η ιστορία περιγράφεται από δύο πλευρές. Στο πρώτο μέρος, την ιστορία αφηγείται ο εκδότης του βιβλίου, στο δεύτερο μέρος ο ήρωας του βιβλίου Ρόμπερτ Ρίνγκιμ δίνει την δική του εκδοχή στα γεγονότα και στο τρίτο μέρος ο εκδότης επανέρχεται ολοκληρώνοντας την ιστορία αποκαλύπτοντας πως βρέθηκαν τα «απομνημονεύματα» του Αμαρτωλού στον τάφο του.

Η ιστορία που έχει έντονο το μεταφυσικό στοιχείο, είναι σχετικά απλή. Ο πλούσιος γαιοκτήμονας Τζορτζ Κόλγουαν, λόρδος του Νταλκάσλ παντρεύεται την Ρεϊμπίνα, η οποία αποδεικνύεται βαθιά θρησκευάμενη Καλβινίστρια που αρνείται μαζί του την οποιαδήποτε σωματική επαφή. Ο Κόλγουαν άνθρωπος αψύς και βίαιος, την στέλνει πακέτο στον πατέρα της στην Γλασκόβη. Μετά από κάμποσο διάστημα, η λαίδη Νταλκάσλ πείθεται να επιστρέψει στον πύργο των Κόλγουαν καθοδηγούμενη από τις προσταγές και την κατήχηση του πάστορα Ρίνγκιμ που την επηρεάζει όλο και περισσότερο.
Δύο αγόρια γεννιούνται στον πύργο με διαφορά ενός έτους. Το πρώτο παιδί, ο μικρός Τζορτζ αναγνωρίζεται από τον Τζορτζ Κόλγουαν ως νόμιμος διάδοχός του και φέρει το ονοματεπώνυμό του, ο δεύτερος γιός όμως, ο Ρόμπερτ, δεν αναγνωρίζεται από τον δύστροπο λόρδο ως παιδί του και θα μεγαλώσει στο σπίτι του πάστορα Ρίνγκιμ παίρνοντας το όνομά του – χωρίς να κατονομάζεται αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι νόθος γιος του ιερέα. Ο Τζορτζ θα μεγαλώσει μέσα στα πλούτη και την χαλαρότητα ενώ ο Ρόμπερτ με αυστηρή Καλβινιστική παιδεία και καθοδήγηση του πάστορα. Τα δύο αδέλφια θα συναντηθούν στο Εδιμβούργο αργότερα και ο Ρόμπερτ αρχίζει να παρενοχλεί τον νεαρό Τζορτζ σε σημείο υπερβολής ευρισκόμενος συνεχώς κοντά του. Όταν ο Τζορτζ θα βρεθεί μαχαιρωμένος στο πίσω μέρος μιας ταβέρνας, ο κύριος ύποπτος θα θεωρηθεί ένας ευγενής με τον οποίο είχε λογομαχήσει νωρίτερα, αλλά δύο μάρτυρες που βρισκόντουσαν κοντά θα βεβαιώσουν ότι ο δολοφόνος ήταν κάποιος που έμοιαζε με τον Ρόμπερτ.
Η ιστορία θα αποσαφηνιστεί στο δεύτερο μέρος, με τα ημερολόγια του Ρόμπερτ Ρίνγκιμ, όπου εκείνος εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια, την έντονη παρουσία του πάστορα Ρίνγκιμ στη ζωή του, την επιρροή του και την θρησκευτική του παιδεία στο Καλβινιστικό δόγμα του Προκαθορισμού, ενώ αργότερα περιγράφει την συνεχή παρουσία δίπλα του ενός σωσία, ενός ανθρώπου που τον προτρέπει σε εγκληματικές ενέργειες, καθώς σύμφωνα με το δόγμα αυτός είναι ένας από τους Εκλεκτούς που προορίζονται για την αιώνια Σωτηρία και δεν υπόκεινται στους ανθρώπινους νόμους.

«"Η αποστολή μου έχει σφραγιστεί από ψηλά" απάντησα, "κι αυτό θα φροντίσω να το μάθεις κι εσύ κι όλοι οι αμαρτωλοί. Έχω αφιερωθεί σ' αυτήν με τους πιο ιερούς όρκους, με τις πιο βαριές δεσμεύσεις. Είμαι το ξίφος του του Κυρίου, η Πείνα κι ο Λοιμός είναι αδέρφια μου. Αλίμονο στους αμαρτωλούς τούτης της χώρας, διότι πρέπει να πέσουν όλοι νεκροί, ώστε να καθαριστεί η εκκλησία!"»


Το μυθιστόρημα του Χογκ διαβάζεται απνευστί και είναι συγκλονιστικό. Είναι μια οξεία σάτιρα της θρησκευτικής μανίας και του παραλογισμού που μπορεί να προκύψει από τις διδαχές του δόγματος του Προκαθορισμού, του βασικού στοιχείου της Καλβινιστικής εκκλησίας που είχε μεγάλο ρεύμα στην Σκωτία. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και ανεπίδεκτοι προόδου, όμως ο Θεός επιλέγει μερικούς από αυτούς οι οποίοι είναι οι Εκλεκτοί του, και θα σωθούν. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι κάτι ξεχωριστό αλλά είναι επιλεγμένοι από τις ανεξερεύνητες βουλές του Κυρίου. Ο Χογκ με μυθιστορηματική υπερβολή και ανελέητο χιούμορ περιγράφει έναν άνθρωπο ολοφάνερα διαταραγμένο, υπό το κράτος των μεταφυσικών προσλήψεων, που είναι γαλουχημένος με αυτές τις αρχές θεωρώντας ότι είναι ένας από τους Εκλεκτούς και οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες.

Στο βιβλίο παρατηρούμε και την εισαγωγή στην αφήγηση ενός σωσία, ενός «doppelganger», στοιχείο πρωτοποριακό για την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο, που δίνει την έντονη ψυχολογική διάσταση στην ιστορία. Ο ήρωας συνομιλεί με αυτόν τον χαρακτήρα που πλάθει η φαντασία του, τον έχει συνεχώς δίπλα του και καθιστά εκείνον υπεύθυνο για τις πράξεις του. Ο Ρόμπερτ είναι σύμφωνα με μια σύγχρονη ανάγνωση ένας σίριαλ κίλερ, ένας κατά συρροή δολοφόνος, στο θολωμένο και φανατισμένο μυαλό του όλα είναι «δικαιωμένα», ανθρώπινα αλλά συγχρόνως και τρομακτικά.

«Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά, με κυρίευσε μια παράξενη ασθένεια, ακατανόητη τόσο για τους φίλους όσο και για τους γιατρούς μου, η οποία με περιόρισε στην κάμαρά μου επί αρκετές μέρες· εγώ ο ίδιος, όμως, ήξερα ότι μου είχαν κάνει μάγια, και υποψιαζόμουν την περιβόητη παλακίδα του πατέρα μου. Εξέφρασα τους φόβους μου στον σεβαστό μου προστάτη, και τους αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα, αλλά κατάλαβα από τα λόγια και την έκφρασή του ότι αντιλαμβανόταν πως είχα δίκιο. Εν γένει φανταζόμουν τον εαυτό μου ως δυο ανθρώπους. Όταν ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι θεωρούσα ότι υπήρχε κι άλλος ένας εκεί· όταν σηκωνόμουν, πάντοτε έβλεπα ένα άλλο άτομο, και πάντα στην ίδια θέση από το σημείο όπου καθόμουν ή στεκόμουν, περίπου τρία βήματα στ’ αριστερά μου. Δεν είχε σημασία πόσο πολλοί ή πόσο λίγοι ήταν παρόντες: τούτος ο δεύτερος εαυτός μου φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση του· και αυτό επέφερε μια σύγχυση, σε ό,τι έλεγα και σκεφτόμουν, που κατέπληττε βαθιά τους φίλους μου, κάνοντάς τους όλους να δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν ήμουν πνευματικά διαταραγμένος, αλλά ότι και ποτέ άλλοτε δεν είχα εκφραστεί στις συζητήσεις μου με τόση ενεργητικότητα ή με τόσο μεγαλειώδεις ιδέες· όμως παρ’ όλα αυτά, οι νοητικές μου ικανότητες και η λογική μου ήταν ανήμπορες μπροστά στη μοναδική αυτή ψευδαίσθηση ότι ήμουν δύο άνθρωποι. Το πιο διεστραμμένο κομμάτι της ήταν ότι σπανίως αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ως ένα από τα δύο αυτά άτομα. Μάλλον πίστευα ότι το ένα ήταν ο σύντροφός μου και το άλλο ο αδερφός μου, και διαπίστωσα ότι το να μιλώ και ν’ απαντώ, υιοθετώντας τον χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου ήταν, μακροπρόθεσμα, αυτό που μου προκαλούσε τη μεγαλύτερη ανησυχία.»

Το μυθιστόρημα του Χογκ είναι μια μεταφυσική γοτθική σάτιρα με έντονα ψυχολογικά στοιχεία και αστυνομική πλοκή, αγγίζοντας πολλά λογοτεχνικά είδη και όπως γίνεται εύκολα κατανοητό επηρεάζοντας μεταγενέστερα διάσημα λογοτεχνικά έργα. Πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο, είναι ένα μυθιστόρημα πολύ μπροστά από την εποχή του, ξενίζοντας τους πάντες, που στάθηκαν αμήχανα απέναντί του αδυνατώντας να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα και την αμφισημία του. Ο Χογκ δεν έβαλε όρια ανάμεσα στα είδη, αναμιγνύοντας αριστουργηματικά την παράδοση και τις θρησκευτικές συζητήσεις με μια ιστορία εκδίκησης και βίαιων φόνων.

Ο Αντρέ Ζιντ χαρακτήρισε το βιβλίο «Δέντρο της γνώσης» αδυνατώντας ή μη θέλοντας να το κατατάξει σε κάποιο είδος, δίνοντάς του όμως την ώθηση για την εισαγωγή του στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα γνώρισε πολλές θεατρικές διασκευές ενώ εκκρεμεί και η κινηματογραφική του μεταφορά.
Μπορεί να δείχνει παλαιικό, αλλά η ανάγνωσή του ρέει και είναι συναρπαστικό όπως και απολαυστικό ταυτόχρονα. Στην απόλαυση αυτού του έξοχου μυθιστορήματος συμβάλλει με την εξαίρετη μετάφραση και την ωραία εισαγωγή της (που δίνει στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του), η (πάντα καλή) Ι. Ηλιάδη που έκανε μια θαυμάσια δουλειά συστήνοντάς μας έναν συγγραφέα και ένα βιβλίο που πρέπει να βρει τη θέση του σε κάθε απαιτητική βιβλιοθήκη.

Βαθμολογία 87 / 100




 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2019 | Permalink
Σοφία Μπραϊμάκου και Μαριαλένα Σεμιτέκολου - δύο νέες πολύ αξιόλογες συγγραφείς

Δύο πρωτοεμφανιζόμενες συγγραφείς οι οποίες εξέδωσαν εντός του 2018 τα βιβλία τους, η Σοφία Μπραϊμάκου και η Μαριαλένα Σεμιτέκολου, με μια συλλογή διηγημάτων η πρώτη, και, μια νουβέλα η δεύτερη, ξεχώρισαν μέσα από την τεράστια (για τα δεδομένα) εγχώρια παραγωγή. Δύο βιβλία που δεν έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους, πέραν του ευδιάκριτου ύφους, του ωραίου χειρισμού της γλώσσας και της ενδιαφέρουσας θεματικής. Δύο φωνές που δείχνουν να κατέχουν με επάρκεια τις απαιτήσεις της γραφής και να καταθέτουν το δικό τους προσωπικό στυλ σε μια χειμαζόμενη ελληνική πεζογραφία. Ας τα δούμε ένα-ένα.


Η Σοφία Μπραϊμάκου, κειμενογράφος με εμπειρία στον περιοδικό τύπο, με το βιβλίο της «ΜΑΤΑΜΠΡΕ, ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα» (εκδ. Νεφέλη, σελ.158), έγραψε μια συλλογή 16 έξυπνων και ευφάνταστων ιστοριών, έκτασης περίπου 10 σελίδων η καθεμία, οι οποίες έχουν ως νήμα που τις ενώνει, το φαγητό. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί το φαγητό σε κάθε ιστορία ως μέσο, ως όχημα, για να μιλήσει για καταστάσεις παλαιικές, καθημερινές.

«Την τελευταία μέρα του κόσμου λέω να φτιάξω μια απλή κοτόσουπα αυγολέμονο χωρίς πολλά πολλά. Μόνο κοτόπουλο και ρύζι. Άντε και λίγη πατάτα. Καρότο με τίποτα. Οι αμυγδαλές μου θα είναι πρησμένες από τις πρώτες ιώσεις του φθινοπώρου, τα παράθυρα ανοιχτά για να αεριστεί καλά ο χώρος από τα μικρόβια και θα σε περιμένω να γυρίσεις από τη δουλειά.»

Το φαγητό δεν πρωταγωνιστεί, δεν διαβάζουμε αφηγήσεις και περιγραφές γύρω από τα διάφορα πιάτα που υπάρχουν στις ιστορίες, ούτε συνταγές όπως ενδέχεται να πιστέψουν κάποιοι από τον υπότιτλο του βιβλίου («ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα»). Οι 16 ιστορίες του βιβλίου μιλάνε για πάθη, ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, για το παρελθόν, για τη μοναξιά, για την αίσθηση της απώλειας και της θλίψης, του θυμού έχοντας μια αίσθηση τέλους, τέλους δραματικού και ολοκληρωτικού.

Ένας μοναχικός διορθωτής κειμένων, ένα ζευγάρι που περιμένει το τέλος του κόσμου, οι γίγαντες που ξυπνάνε οδυνηρές μνήμες σε έναν ξενιτεμένο, έρωτες που τσακίζονται και μελοδράματα που παραμονεύουν σε κάθε γωνία, ζευγάρια που χωρίζουν, άνθρωποι μοναχικοί, υπαρξιακά άγχη, οικογενειακή βία, άνδρες ως επί το πλείστον ανασφαλείς, γυναίκες (οι περισσότερες) δυναμικές και πάντα πληγωμένες. Γενικότερα στις ιστορίες της Μπραϊμάκου, υπάρχει πολύ συναίσθημα και στις περισσότερες από αυτές ισορροπία μεταξύ μελοδράματος και ρεαλισμού, κάτι που θυμίζει έντονα τον εμπειρότερο (αλλά σχετικά νέο) συγγραφέα Βαγγέλη Προβιά.

«Ξαφνικά το σπίτι είναι γεμάτο κόσμο. Κι εγώ δεν χρειάζεται να σε αντιμετωπίσω άλλο. Θα φάω το σκατοκοκκινιστό και θα κλειστώ στο δωμάτιό μου ξανά, να ζήσω το κρεσέντο της παρατεταμένης μου εφηβείας. Θα ξανακαυγαδίσουμε πολλές φορές ως το τέλος της ημέρας. Μέχρι που πολλές Κυριακές μετά θα ξυπνάω χωρίς απόψυξη, με ζεστό γαλλικό καφέ, καναπέ και φιλιά και ζεστά μάφινς. Αυτές τις ανέλπιστα όμορφες Κυριακές που έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις δικές σου, τις σχεδίαζα κρυφά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κάτω από το πάπλωμά μου, όσο εσύ λιβάνιζες και έκανες απόψυξη. Κι όταν έρχεται το μεσημέρι, στρώνω τραπέζι με κραυγαλέα χρωματιστά φλοράλ τραπεζομάντιλα. Και το κοκκινιστό είναι μπουργκινιόν, γκουρμεδίλα που θα τη ζήλευε κι η Τζούλια Τσάιλντ. Και είναι ό,τι καλύτερο έχω γευτεί ποτέ.
Μα μου λείπει το δικό σου.»

Με γλώσσα άμεση και οικεία, ο αναγνώστης νιώθει ότι παρευρίσκεται σε μια φιλική συζήτηση, σε ένα οικογενειακό τραπέζι όπου θίγονται καταστάσεις γνώριμες ενώ το χιούμορ διεισδύει ακόμα και στις τραγικότερες σελίδες κλείνοντας το μάτι και τονίζοντας το κωμικοτραγικό στοιχείο της ζωής. Ο απόλυτος έλεγχος στον ρυθμό των ιστοριών, όπου υπάρχει εναλλαγή σε συναισθήματα και εντάσεις, αλλά και χαμηλότονα διαστήματα, η παλαιική ατμόσφαιρα και κάποιοι διάλογοι που φέρνουν στο νου, σκηνές από βιβλία του Κώστα Ταχτσή, δημιουργούν μια αίσθηση αναμονής για ένα μυθιστόρημα εν γενέσει, ένα μεγαλύτερο κείμενο που θα δώσει στην ικανότατη συγγραφέα (που μόνο άπειρη και πρωτοεμφανιζόμενη δεν θυμίζει) περισσότερο εύρος που κάποιες από τις ιστορίες της φαίνεται να το είχαν ανάγκη. Είμαστε σε αναμονή λοιπόν για το επόμενο βήμα μιας συγγραφέως που υπόσχεται πολλά.

Σε άλλες λογοτεχνικές σφαίρες κινείται η ωραία νουβέλα «ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» της Ψυχολόγου Μαριαλένας Σεμιτέκολου (Πειραιάς, 1973) – (εκδ. Ίκαρος, σελ.94), ένα υπαρξιακό βιβλίο, υπαινικτικό και καίριο που η υποδόρια επίδρασή του στον αναγνώστη, έρχεται σε πλήρη αντίθεση από τον χρόνο ανάγνωσής του που δεν υπερβαίνει τις δύο (ή ακόμα και λιγότερο) ώρες.

Με το 24ωρο στη ζωή μιας γυναίκας, έχει ασχοληθεί με μεγάλη επάρκεια, η σπουδαία Βιρτζίνια Γουλφ στην «Κυρία Νταλογουέι», μόνο που εδώ στις «Κυριακές το καλοκαίρι», η Σεμιτέκολου, εκκινεί από το ίδιο πλαίσιο αλλά το απλώνει διαφορετικά. Η νουβέλα της περιγράφει περίπου ένα 24ωρο από την ζωή μιας σχετικά νέας γυναίκας, της Μαρίνας. Είναι μια ζεστή Κυριακή του Αυγούστου (όλα έχουν σημασία στο βιβλίο, η συγκεκριμένη μέρα, (ίσως) το όνομα της ηρωίδας, ο συγκεκριμένος μήνας – διακοπών, αλλά και απολογισμού), όπου η ηρωίδα αποφασίζει να μείνει μέσα στο διαμέρισμά της. Είναι μια γυναίκα μόνη που αποφασίζει να μη κάνει απολύτως τίποτα παρά μόνο τις άκρως απαραίτητες κινήσεις. Κάθεται για ώρες στον καναπέ, ανοίγει το ψυγείο, την τηλεόραση χωρίς ήχο, τα ραδιόφωνο, τον ανεμιστήρα, κάνει μπάνιο, εξετάζει προσεκτικά το σώμα που παρακμάζει. Οι μόνες της ενέργειες είναι να ποτίσει τα φυτά ενός γειτονικού διαμερίσματος και να πάει σε ένα περίπτερο (διαφορετικό από το σύνηθες γιατί είναι Αύγουστος και όλα είναι κλειστά) να αγοράσει τσιγάρα. Σε πρώτη ανάγνωση όλα φαίνονται βαρετά και ακίνητα, πληκτικά και χωρίς νόημα.

«Μένει για λίγα λεπτά μετέωρη στο σκοτάδι, περιμένοντας λέξεις για να ντύσουν τους τόπους που μόλις επισκέφτηκε, τα πρόσωπα που συνάντησε, τις κουβέντες που αντάλλαξαν μεταξύ τους ή εν πάσει περιπτώσει τις καταστάσεις που έληξαν και μπορούν να αποτελέσουν περίφημες ευκαιρίες αφήγησης. Είναι σχεδόν πάντοτε ανώφελο▪ κείται άφωνη σ’αυτό το οικειοθελές σκοτάδι με την προσδοκία της προηγούμενης ασύνειδης ευγλωττίας, αλλά τίποτα. Οι ιστορίες παραμένουν πεισματικά άηχες, τα πρόσωπα βουβά και οι τόποι τόσο σιωπηλοί που στο τέλος γίνονται κατάλευκοι σαν απάτητο χιόνι. Μόνο μια κίνηση αισθάνεται – όλα μαζί, πρόσωπα, τόποι και ιστορίες τρέχουν βιαστικά κι αθόρυβα προς ένα ποτάμι εικόνων που κυλά λίγο πιο πάνω από το στομάχι της. Γυρίζει πλευρό και αυτόματα, με τα μάτια κλειστά, βγάζει λακωνικά και ασαφή ανακοινωθέντα για τον ασφαλή ή όχι απόπλου της ημέρας. Το εύθραυστο λεκτικό τους περίβλημα σπάει σε δευτερόλεπτα, είτε λόγω της επίμονης πίεσης στην κύστη που τη σπρώχνει στην τουαλέτα, είτε λόγω ασήμαντων αφορμών: τον ήχο, λόγου χάρη, του τηλεφώνου, την αγενή έφοδο μιας επίκαιρης λίστας πραγμάτων που πρέπει να γίνουν ή τη συνήθη εσωτερική οδηγία του τύπου άντε, σήκω να φτιάξεις καφέ.»

Η Μαρίνα είναι υπάλληλος σε φωτοτυπείο (όχι η συναρπαστικότερη δουλειά), πρόσφατα χωρισμένη μετά από μακροχρόνια σχέση, είναι άκεφη, δεν βρίσκει νόημα στις άσκοπες συζητήσεις, στις παρέες που έκανε τόσα χρόνια, στις ίδιες κινήσεις που επαναλαμβάνονται κάθε καλοκαιρινό σαββατοκύριακο.
Η ακινησία της, την ωθεί σε σκέψεις, αναμνήσεις, στιγμιότυπα από τη ζωή της. Μια σεξουαλική παρενόχληση από ένα θείο, την πάντα ατσαλάκωτη μητέρα της να κλαίει, την αδιέξοδη σχέση της με τον Μιχάλη, την κολλητή της φίλη που έκανε καριέρα. Νιώθει τελματωμένη, κουρασμένη, στα όρια μιας ελαφριάς κατάθλιψης, στα όριά της γενικώς.

«Οι Κυριακές το καλοκαίρι» είναι μια ευφυέστατη νουβέλα, μια θαυμάσια περιγραφή της ακινησίας. Βαθιά εσωτερική ψυχογραφία, λεπτοδουλεμένη και με προσοχή στις λεπτομέρειες, έχει μουσική χωρίς να ακούγεται τίποτα, έχει δράση παρά την εξωτερική αδράνεια, έχει κίνηση παρά την ατμόσφαιρα της «θερινής ραστώνης». Τα «λησμονημένα που ανέρχονται συγκεχυμένα» στο μυαλό της Μαρίνας δεν θα φέρουν αλλαγές στη ζωή της, η Δευτέρα δεν θα φέρει κάτι νέο, αλλά θα είναι μια αρχή.

«Οι πολυκατοικίες είναι κτήρια αλλόκοτα. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες ανεβάζουν πυρετό και νοσούν. Οι ένοικοι κλείνουν τα παντζούρια τους και τις εγκαταλείπουν σε ένα άηχο, εμπύρετο παραλήρημα. Άλλοι πάλι παραμένουν με τις μπαλκονόπορτες κλειστές και τον κλιματισμό αναμμένο. Και τα κτήρια φυσάνε και ξεφυσάνε, μουγκρίζοντας και ξερνώντας καυτό αέρα στους δρόμους, και στάζουν κάτι αναιμικές ψιχάλες σε ανυποψίαστους περαστικούς που ενοχλημένοι σηκώνουν για λίγο το κεφάλι τους προς τα πάνω. «Ο χώρος κλιματίζεται», διαβάζεις στις επιγραφές των κτηρίων και είναι σα να σου ανακοινώνουν ότι ο χώρος νοσηλεύεται μέχρι νεωτέρας ή ότι μπήκε σε γύψο και θα του πάρει μήνες να αποκαταστήσει την κινητικότητά του. Προς το παρόν θέλει ησυχία και ξεκούραση. Έτσι νομίζουν όλοι, παραλείπουν τη διάγνωση της αφυδάτωσης και τα παρατάνε απότιστα.»

Η Σεμιτέκολου που δείχνει να έχει στέρεες λογοτεχνικές βάσεις, γράφει με σιγουριά και απόλυτο έλεγχο στον ρυθμό της αφήγησής της. Ούτε στιγμή δεν σου περνάει από το μυαλό (όπως ανέφερα παραπάνω για την Μπραϊμάκου), ότι διαβάζεις έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Επηρεασμένη από την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Αλμπέρ Καμύ, δημιουργεί μια μοντέρνα νουβέλα με μια ηρωίδα μελαγχολική με τον τρόπο των αγγλικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, μια ηρωίδα που δεν την ξεχνάς εύκολα. Σίγουρα μια συγγραφέας που θα ξαναδιαβάσουμε.

Βαθμολογία (και των δύο βιβλίων) 79 / 100




 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2019 | Permalink
"Το τέλος της ιστορίας"
Ένα μυθιστόρημα για το τέλος μιας ερωτικής σχέσης, ουσιαστικά όμως, ένα βιβλίο για την συγγραφική τέχνη και για το πώς να γράψεις ένα μυθιστόρημα με ελάχιστα υλικά. Αυτό είναι το τόσο ιδιόμορφα υπέροχο «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» («The end of the story») – (εκδ. Παπαδόπουλος, μετάφρ. Ρ.Κολαΐτη, σελ. 265), μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε η διηγηματογράφος και μεταφράστρια Lydia Davis (Μασσαχουσέτη, 1947), βραβευμένη με Man Booker το 2013 και περισσότερο γνωστή για τα μικροδιηγήματά της, όπως και για τις μεταφράσεις της από τα Γαλλικά (Προυστ, Φλωμπέρ,Μπλανσό,Σιμενόν, Π.Ζ.Ζουβ και άλλους) αλλά και για τον γάμο της με τον Paul Auster (πρώτη του σύζυγος).

«Αν ρωτήσει κάποιος τι πραγματεύεται το μυθιστόρημα, απαντώ ότι πρόκειται για έναν άντρα που χάθηκε, γιατί δεν ξέρω τι να πω. Είναι, όμως, αλήθεια, ότι εδώ και καιρό δεν ξέρω πια που βρίσκεται, από τότε που το έμαθα και το ξέμαθα, το ξανάμαθα κι ύστερα πια τον έχασα και πάλι.»


Η ανώνυμη αφηγήτρια περιγράφει την ερωτική της ιστορία με έναν αρκετά νεότερο άνδρα, στην πανεπιστημιούπολη όπου δίδασκε. Περιγράφει την σχέση με λεπτομέρειες ξεκινώντας από το τέλος. Αναλύει τα συναισθήματα, τις μικρές στιγμές, τους τσακωμούς, τις ατελείωτες βόλτες και συζητήσεις. Ζώντας πλέον αρκετά μακριά από αυτή την πόλη και με έναν άλλον άνδρα, προσπαθεί να βρει τον παλιό της εραστή, για να βρει υλικό για το μυθιστόρημα το οποίο γράφει, που είναι η ιστορία μιας σχέσης που στην αρχή φαινόταν επιπόλαιη (και ίσως ήταν) αλλά καταγράφηκε βαθιά στην συνείδησή της.

Η αφήγηση χωρίζεται σε τέσσερα στάδια, τέσσερις αφηγηματικούς τρόπους. Στην αρχή η Ντέιβις παραθέτει τα γεγονότα της σχέσης, αρχή, μέση, τέλος· μετά παραθέτει την προσωπική της εμπειρία γύρω από το διάστημα της σχέσης· στη συνέχεια αφήνει τις αναμνήσεις να μιλήσουν, στιγμές που επανέρχονται, λόγια που στην αρχή φάνηκαν αδιάφορα, και δεν έφυγαν από τη μνήμη, κινήσεις που θυμάται· τέλος είναι η προσπάθεια συγγραφής και οργάνωσης του υλικού που συνεχώς διαφεύγει και η ανασφάλεια του συγγραφέα που συνεχώς επανέρχεται βασανιστικά.

«Αντιλαμβάνομαι ότι απομακρύνομαι κάπως από την αλήθεια, σε κάποια σημεία εντελώς τυχαία, σε άλλα σκοπίμως. Ανακατατάσσω αυτό που πραγματικά συνέβη έτσι ώστε να είναι όχι μόνον λιγότερο συγκεχυμένο και πιο πιστευτό, αλλά και πιο αποδεκτό ή ευπρόσδεκτο. Καθώς σκέφτομαι τώρα ότι δεν έπρεπε να με κυριέψει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα τόσο νωρίς στη σχέση, το μεταθέτω σε μεταγενέστερο χρόνο. Καθώς σκέφτομαι πως ασφαλώς και δεν έπρεπε να με κυριεύσει, το σβήνω. Αν έκανα κάτι πολύ φρικτό για να ειπωθεί, είτε το αποσιωπώ είτε το περιγράφω ως φρικτό χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Αν έκανα κάτι υπερβολικά άσχημο, το περιγράφω με πιο ήπιες λέξεις, ή δεν το αναφέρω καθόλου.»

Η σχέση των δύο αυτών ανθρώπων, περιγράφεται αποστασιοποιημένα, ψυχρά, η αφηγήτρια δεν αφήνει τα συναισθήματά της να ξεχυθούν στο κείμενο, ούτε αφήνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωές της. Από τη μια αναπολεί τη σχέση με τρυφερότητα, από την άλλη παραδέχεται ότι από την αρχή εμπεριείχε ημερομηνία λήξης, καθώς ήταν εμφανής η διαφορά σε όλα τα επίπεδα. Μέσα της όμως αισθάνεται ότι το τέλος ήταν βεβιασμένο, η ιστορία συνεχίζει να την ταλαιπωρεί νοητικά και προσπαθεί να βρει μια άκρη μέσα από τις αναμνήσεις, τα λάθη, τις ανοχές, πράγματα που δεν τελειώνουν ποτέ σε μια ενδοσκόπηση.

Μοντέρνα γραφή, συνεχής χρήση εσωτερικού μονολόγου, ενδοσκόπηση και η συνεχής βάσανος της συγγραφής, καθορίζουν το ύφος του μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που λειτουργεί ως αυτοκάθαρση και ως ψυχανάλυση για την συγγραφέα, καθαρά επηρεασμένο από το ευρωπαϊκό ύφος αφήγησης. Είναι ένα μυθιστόρημα περίκλειστο και πολύ εσωτερικό που παίρνει μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα διήγημα (ακόμα και δέκα σελίδων) και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα κοντά 300 σελίδων.


«Ίσως έπρεπε να το αποδεχτώ. Αν η γραφή είχε γίνει ο μόνος τρόπος να τον κατέχω, τότε έκανα ότι μπορούσα. Και, προσωρινά, αυτό όντως με ικανοποιούσε, λες και όλος αυτός ο πόνος δεν ήταν μάταιος, λες και τον ανάγκαζα τελικά να μου δώσει κάτι, λες και ασκούσα κάποια εξουσία πάνω του, η διαφύλαττα κάτι που άλλως θα χανόταν. Στην πραγματικότητα, δεν τον εξανάγκαζα να μου δώσει κάτι, εγώ το έπαιρνα από μόνη μου. Δεν είχα εκείνον, αλλά είχα τις λέξεις μου, κι αυτές δεν μπορούσε να μου τις πάρει.
Προσπαθούσα να φανταστώ ότι αυτό που συνέβαινε τώρα, συνέβαινε και στο παρελθόν. Και, εφόσον το παρόν θα γινόταν σύντομα παρελθόν, μπορούσα να φανταστώ ότι το αναπολούσα από το μέλλον την ίδια στιγμή που βρισκόμουν μέσα σ’ αυτό. Έτσι το απομάκρυνα κάπως από μένα και ένιωθα καλύτερα.»

Παρά τους εσωτερικούς μονολόγους και την συνεχή επανάληψη σκηνών και συναισθημάτων, όπως και την απουσία διαλόγου, το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και ρέει ανεμπόδιστα. Ο εξαιρετικός του ρυθμός και το υπέροχο ύφος της Ντέιβις αφοπλίζουν τον αναγνώστη, σχεδόν τον μαγνητίζουν καθώς παρακολουθεί τις σκέψεις και τα επαναλαμβανόμενα γεγονότα, απολαμβάνοντας και τις προσπάθειες ενός συγγραφέα να διαχειριστεί το υλικό του.

Το «Τέλος της ιστορίας» είναι ένα σαγηνευτικό και βαθύ μυθιστόρημα που δεν προσφέρεται για τους λάτρεις της συναρπαστικής πλοκής ή των ιστοριών που περιέχουν ανατροπές και συγκινήσεις. Αποστασιοποιημένο και λιτό, γεμάτο χιούμορ και αυτοσαρκασμό, σε κάποιες στιγμές διασκεδαστικό, σε πολλές σπαρακτικό, είναι ένα βιβλίο που μας συστήνει μια έξοχη συγγραφέα. Μακάρι να εκδοθεί κάποια συλλογή διηγημάτων της για να μπορέσουμε να την απολαύσουμε στο είδος που έχει διακριθεί και βραβευτεί.

Βαθμολογία 82 / 100