Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2019 | Permalink
Μεγαλώνοντας στο Μπέλφαστ ("Ο Γαλατάς")

Από τις πρώτες σελίδες του ωραίου και ιδιαίτερα ενδιαφέροντος μυθιστορήματος, "Ο ΓΑΛΑΤΑΣ" ("Milkman"), της Βορειοιρλανδής συγγραφέως Anna Burns (Μπέλφαστ, 1962) - (εκδ. Gutenberg, (ωραία) μετάφρ. Μ. Αγγελίδου, σελ. 553), εκείνο που τραβάει την προσοχή του αναγνώστη είναι το ύφος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, σε μια ιστορία που τοποθετείται σε ένα τόπο που εκτυλίσσεται ένας ακήρυχτος πόλεμος▪ μια σπαρασσόμενη πόλη υπό πολιορκία (που αντιλαμβανόμαστε ότι μάλλον είναι το Μπέλφαστ), που η βία βρίσκεται παντού, μέρος μιας δυστοπίας, που παρότι έχει σαφές χρονικό πλαίσιο, θα μπορούσε να είναι σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο.


"Αυτόν τον καιρό, σ' αυτό το μέρος, όταν γινότανε λόγος για πολιτικά προβλήματα (δηλαδή για βόμβες και για όπλα και για θάνατο και για ακρωτηριασμούς), οι συνηθισμένοι, οι απλοί άνθρωποι έλεγαν "η πλευρά η άλλη το' κανε" ή "η πλευρά η δική μας το' κανε" ή "η θρησκεία μας τό' κανε" ή "αυτοί το κάνανε" ή "εμείς το κάναμε", ενώ στην πραγματικότητα εννοούσαν "οι ενωσίτες το έκαναν" ή "οι εχθροί της ένωσης, οι εθνικιστές το έκαναν " ή "το κράτος το έκανε". Αραιά και που κάναμε προσπάθειες να πούμε "ενωσίτης" ή "εθνικιστής", αλλά μόνο όταν προσπαθούσαμε να εξηγηθούμε σε ξένους, σπάνια μπαίναμε στον κόπο όταν ήμασταν μεταξύ μας. "Εμείς" και "αυτοί" ήταν για μάς δεύτερη φύση: λέξεις βολικές, οικείες, εσωτερικές, λέξεις πρόχειρες, λέξεις που δεν δυσκολευόταν κανείς να τις θυμηθεί, να τις σενιάρει, να τις χωρέσει με διπλωματική ευγένεια μέσα σε ότι έλεγε."

Στον "Γαλατά", η Burns έχει ως ηρωίδα μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα, που μεγαλώνει σε μια ανώνυμη πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας, την δεκαετία του '70. Η κοπέλα είναι κι αυτή ανώνυμη, στο μυθιστόρημα αναφέρεται ως "μεσαία αδελφή", "ίσως φίλη", "παλιά φίλη", "κορίτσι που περπατάει". Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, αναφέρονται κι αυτοί με χαρακτηρισμούς όπως "μεγάλη αδελφή", "πιο παλιά φίλη", "ίσως φίλος" κ.ο.κ...

Η γνωριμία της "μεσαίας αδελφής" με τον άνθρωπο που αποκαλείται απ' όλους "Γαλατάς" (χωρίς να είναι), γίνεται μια μέρα που εκείνη τηρεί την καθημερινή της συνήθεια να πηγαίνει και να γυρίζει από τη δουλειά, διαβάζοντας καθώς περπατάει. Εκείνη τη μέρα διαβάζει τον "Ιβανόη" και ο "Γαλατάς" την προσεγγίζει με το αυτοκίνητο, προτείνοντάς της, να πάνε μια βόλτα. Εκείνη αρνείται, εκείνος επιμένει, στο τέλος φεύγει. Θα μπορούσε να είναι ένα καθημερινό περιστατικό, αλλά δεν είναι. Ο "Γαλατάς" είναι ένας μεσήλικας, παντρεμένος άνδρας, ηγετικό στέλεχος των παραστρατιωτικών της περιοχής (υπονοείται εδώ ο IRA) και δεν είναι ποτέ μόνος ή χωρίς προστασία. Από την ίδια μέρα, η ατμόσφαιρα γύρω από την "μεσαία αδελφή" στην περιοχή, αλλάζει. Η "μεσαία αδελφή", έχει μια χαλαρή σχέση ("ίσως σχέση") με έναν νεαρό μηχανικό λίγο μεγαλύτερό της, τον "ίσως φίλο" όπως τον αποκαλεί, ο οποίος θεωρείται οπαδός της άλλης πλευράς ενώ στην πραγματικότητα είναι παντελώς άσχετος και αδιάφορος με την πολιτική - όπως άλλωστε και η "μεσαία αδελφή" που το μόνο που την ενδιαφέρει, είναι να διαβάζει μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.

Ο "Γαλατάς" συνεχίζει την προσέγγιση, λιγότερο διακριτικά πλέον. Δεν την αγγίζει, δεν την κοιτάζει καν, δεν προσπαθεί να την βάλει βίαια μέσα στα αυτοκίνητα που χρησιμοποιεί, απειλεί ότι θα σκοτώσει τον "ίσως φίλο" της, οι άνδρες του είναι παντού και σε μια γειτονιά που όλοι παρακολουθούνται απ' όλους και η βόλτα στο πάρκο συνοδεύεται από φωτογραφικά κλικς πίσω από θάμνους, η "μεσαία αδελφή" είναι πλέον μια κοπέλα που όλοι ασχολούνται μαζί της. Στα μαγαζιά της φέρονται με σεβασμό, η μητέρα της, την αποκαλεί "τσούλα", ενώ η δραματική κατάστασή της επιδεινώνεται, όταν διαπιστώνει ότι ο "ίσως φίλος" της, ήταν ερωτικό ζευγάρι με τον κολλητό του φίλο.


Το αδιέξοδο και ο ιστός της αράχνης στον οποίο έχει μπλεχτεί, ολοκληρώνεται, όταν την προσεγγίζει ο πραγματικός γαλατάς της γειτονιάς, ένας τύπος ιδιόρρυθμος που τυπικά κρατάει πολιτική ουδετερότητα, θεωρούμενος λίγο λοξός απ' όλους και την συμβουλεύει να αποφεύγει τις πολλές συναντήσεις με τον "Γαλατά" γιατί θα βρει τον μπελά της, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι έχει γίνει στόχος της "δηλητηριάστριας" της περιοχής, μιας διαταραγμένης έφηβης. Η "μεσαία αδελφή", μέσα σε ένα περιβάλλον παράνοιας, νιώθει όλο και περισσότερο εγκλωβισμένη, χωρίς δυνατότητα απεμπλοκής.

 "Τους τελευταίους μήνες, αφότου άρχισε η ιστορία με τον Γαλατά, είχα αρχίσει να μαθαίνω τι εντύπωση έκανα στους ανθρώπους, ενώ εγώ νόμιζα ότι δεν μ' έβλεπαν καν. "Είναι τρομακτικό, διεστραμμένο, ακλόνητα αποφασισμένο" συνέχισε η πιο παλιά φίλη. "Δεν είναι, φίλη", είπε, "σαν αυτούς που περπατώντας ρίχνουν μια ματιά σε κάποια εφημερίδα για να δούνε τα πρωτοσέλιδα και τους τίτλους. Αυτό που κάνεις εσύ είναι αλλιώς. Είναι ο τρόπος που το κάνεις - διαβάζεις βιβλία, ολόκληρα βιβλία, κρατάς σημειώσεις, κοιτάζεις τις υποσημειώσεις, υπογραμμίζεις λες και κάθεσαι σε θρανίο ή κι εγώ δεν ξέρω που, σε κάποια σχολική αίθουσα ή σε κάποιο γραφείο, με τις κουρτίνες κλειστές, τη λάμπα αναμμένη κι ένα φλιτζάνι τσάι δίπλα σου, γράφοντας μελέτες ή δοκίμια ή λόγους. Είναι κάτι που εκνευρίζει τον κόσμο. Κάτι που παρεκκλίνει από το κανονικό. Μια οπτική ψευδαίσθηση. Αντικοινωνική συμπεριφορά. Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά."

Ο "Γαλατάς" εντυπωσιάζει, όχι μόνο υφολογικά - καθώς το στυλ δεν επικρατεί της πολύ ενδιαφέρουσας ιστορίας - αλλά και με τον ρυθμό που δίνει στην αφήγηση η συγγραφέας. Δημιουργεί μια ονειρική  ατμόσφαιρα στην οποία ουσιαστικά "αιχμαλωτίζεται" ο αναγνώστης, ο οποίος παλεύει σε όλο το βιβλίο μετέωρος μεταξύ ευφορίας και δυσθυμίας. Είναι από τις ελάχιστες φορές, που ένα μυθιστόρημα σε κάνει να νιώθεις έτσι, από τη μια να διατρέχεις τις σελίδες γεμάτος περιέργεια, από την άλλη, να θέλεις να το πετάξεις...


Η Burns δεν επιλέγει τυχαία, να μη χρησιμοποιεί ονόματα. Κατ' αυτόν τον τρόπο δίνει έμφαση στην εσωτερικότητα και την αποξένωση που εκπέμπει η ιστορία που αφηγείται. Υπήρχαν ονόματα που απαγορεύονταν, υπήρχαν λίστες με το "σωστό όνομα", αν παραδείγματος χάριν είχες την ατυχία να βαφτιστείς "Ουίνστον" ή "Έρνεστ" (ονόματα που δίνονταν στους κατοίκους της "χώρας πέρα από το νερό") την είχες βάψει! Υπήρχαν τηλεοπτικές εκπομπές που δεν ήταν "σωστές", τροφές που δεν έπρεπε να φας...
Η ηρωίδα, είναι απόμακρη και με έντονη προσωπικότητα. Επιλέγει έναν μοναχικό και αυτόνομο δρόμο που την φέρνει σε σύγκρουση με το οικογενειακό αλλά και το γενικότερο περιβάλλον της. Σε μια οικογένεια, όπου ο πρόσφατα αποθανών πατέρας είχε βιασθεί από τον παπά της γειτονιάς και η μάνα αγωνίζεται να συντηρήσει ένα σπίτι με πέντε κορίτσια, σε μια γειτονιά που έτσι ή αλλιώς θα βρεθείς κατηγορούμενος για ότι κάνεις, εκείνη επιλέγει τον δρόμο της λογοτεχνίας, που είναι πιο επικίνδυνος και πιο κατακριτέος από τον δρόμο της τρομοκρατίας, διότι το βιβλίο ανέκαθεν ήταν ισχυρότερο όπλο από ένα αυτόματο.

"Καιρός στην κόψη του ξυραφιού. Καιρός αρχέγονος. Καιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν τους πάντες. Έκανες μια ωραία κουβεντούλα με κάποιον, ύστερα έφευγες και σκεφτόσουνα τι ωραία που είχατε κουβεντιάσει, ξένοιαστα, χωρίς προφυλάξεις - ώσπου άρχιζες να την ξαναπαίζεις μέσα στο μυαλό σου την κουβεντούλα αργότερα. Και τότε σ' έζωναν τα φίδια: επειδή είχες πει "αυτό" ή "εκείνο" κι όχι επειδή "αυτό" ή "εκείνο" ήταν πράγματι αμφιλεγόμενα κι επικίνδυνα."

Πως είναι να μεγαλώνεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ο "Γαλατάς" είναι η εικόνα μιας κοινότητας εγκλωβισμένης και πολιορκημένης. Η βία είναι συνεχής, και παραμονεύει παντού, ακόμα και όταν υποτίθεται ότι χαλαρώνεις με ένα ποτήρι μπίρα, εξάλλου όλοι μιλάνε για φόνους λες και δεν τρέχει τίποτα. Βία πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική, σεξουαλική (η προσέγγιση του "Γαλατά" στην "μεσαία αδελφή" έχει όλα τα στοιχεία της σεξουαλικής παρενόχλησης), οικογενειακή, κοινωνική. Η καταπίεση είναι εμφανής παντού, εξωτερικά με την συνεχή παρακολούθηση από τις Αρχές, εσωτερικά (μέσα στην γειτονιά) από τους "αντάρτες", στο διπλανό σπίτι που παραμόνευε πίσω από την κουρτίνα ο γείτονας, μέσα στην ίδια σου την οικογένεια ακόμα.

Η χρήση του εσωτερικού μονολόγου, δίνει μοντερνιστικό τόνο στο μυθιστόρημα, που με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στον υπνωτιστικό ρυθμό και την ζοφερή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα με την οποία περιβάλλεται η ιστορία δημιουργούν αισθήματα ασφυξίας, παγιδεύοντας ευφυέστατα τον αναγνώστη (όπως ακριβώς και την ηρωίδα του βιβλίου). Χρειάζεσαι χρόνο για να μπεις στο κλίμα του βιβλίου, και χρόνο για να βγεις από αυτό, καθώς η ιστορία εισχωρεί μέσα σου με τρόπο ύπουλο. Η Burns πετυχαίνει απόλυτα να μας μεταφέρει σε μια καταπιεσμένη κλειστή κοινότητα που ζει σε ένα καθεστώς ουσιαστικά ολοκληρωτικό και από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις παρά μόνο νεκρός. Η ηρωίδα που μεγαλώνει σ’ αυτό το περιβάλλον, επιλέγει να χάνεται στον λογοτεχνικό κόσμο του 19ου αιώνα, είναι η άμυνά της για να αντιμετωπίσει την οικτρή καθημερινότητά της.

Ωραίο και πανέξυπνο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ο “Γαλατάς”, που βραβεύτηκε με το Man Booker το 2018, μιλάει για την ελευθερία, την επιβίωση, την βία, τα παιχνίδια εξουσίας, την καταπίεση, τα τραύματα που προκαλούνται στον ψυχισμό ενός ανθρώπου από όλη αυτή την κατάσταση, και την ασφυξία. Η Burns ανακατεύει με συγγραφική ευελιξία και ικανότητα, την σάτιρα με το δράμα σε μια αναγνωστική εμπειρία, που θα γινότανε απολαυστική αν το βιβλίο ήταν μικρότερο (ίσως κατά το 1/3 του).

Βαθμολογία 82 / 100




 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2019 | Permalink
"Πατρίδα"

Τι πραγματικά γνωρίζουμε για την χώρα των Βάσκων; Ότι κατοικούν στην περιοχή αυτή, που ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην Ισπανία, άνθρωποι ατίθασοι και ανεξάρτητοι; Ότι έχει καλές ποδοσφαιρικές και μπασκετικές ομάδες; Ότι αποτελεί πλέον γαστριμαργικό παράδεισο και το Σαν Σεμπαστιάν είναι η πόλη με τα περισσότερα αστέρια Μισλέν παγκοσμίως; Ότι είναι πλέον, ένας πολύ ενδιαφέρων (και hype) τουριστικός προορισμός με το παράρτημα του περίφημου μουσείου Γκουγκενχάιμ να δεσπόζει στην πόλη του Μπιλμπάο; Σίγουρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από την εποχή που ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (που είχε και λίγο Βάσκικο αίμα στις φλέβες του), έγραφε με μεγάλη υπερβολή (αλλά και χιούμορ), τον αφορισμό, ότι "το μόνο στο οποίο συνεισέφερε στην Ιστορία, αυτή η φυλή, είναι το άρμεγμα των αγελάδων" στο διήγημα του "Η Βουλή".

Μέχρι πρότινος, οι αναφορές για την χώρα των Βάσκων, στα δελτία ειδήσεων των καναλιών και στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων, αφορούσαν την δράση της ΕΤΑ, της ένοπλης "απελευθερωτικής" οργάνωσης, που τα αρχικά της (Euskadi ta Askatasuna) σημαίνουν "Γη και Ελευθερία". Η ΕΤΑ που ιδρύθηκε μέσα στην Φρανκική δικτατορία, ως αντιστασιακό όργανο, εξελίχθηκε με τα χρόνια σε μια παραστρατιωτική οργάνωση με κύριο αίτημα, την αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία των Βάσκων, μιας αρχαίας φυλής που γεωγραφικά εκτείνεται όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και στην Γαλλία. Η ΕΤΑ, μέσα σε ένα διάστημα περίπου μισού αιώνα, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για εκατοντάδες δολοφονίες, χιλιάδες τραυματισμούς και απαγωγές, ενώ εκατοντάδες μέλη της φυλακίστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης αλλά και βασανίστηκαν, καθώς η οργάνωση θεωρείτο από τις περισσότερες χώρες ως "τρομοκρατική". Μετά από πολλές καταπαύσεις πυρός, μονομερείς κυρίως, ανέστειλε τελείως την δράση της το 2018.

Η λογοτεχνία που μεταφράζεται στα ελληνικά και αφορά την χώρα των Βάσκων, δεν είναι μεγάλη. Γνώριζα μόνο τον εξαίρετο Μπερνάρντο Ατσάγα, του οποίου μερικά μυθιστορήματα έχουν εκδοθεί στη χώρα μας, ώσπου έφτασε η ώρα να μεταφραστεί η διάσημη και βραβευμένη «Πατρίδα».
Διαβάζοντας, ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχεις ακούσει και διαβάσει πολλά σχόλια, τα οποία κυμαίνονται από εγκωμιαστικά έως αποθεωτικά, η αυτόματη αντίδραση είναι συνήθως κριτική απέναντί του. Αυτό συνέβη με την "ΠΑΤΡΙΔΑ" ("Patria"), το ογκώδες μυθιστόρημα του Βάσκου συγγραφέα Fernando Aramburu (Σαν Σεμπαστιάν, 1959) - (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Τ. Σπερελάκη, σελ. 718), καθώς η φήμη, με την διεθνή του αναγνώριση, είχε προηγηθεί της ελληνικής έκδοσης. Έλα όμως, που, ότι έχεις ακούσει και διαβάσει, απλά σε προετοιμάζουν για την αναγνωστική απόλαυση, που σου χαρίζει αυτό το στιβαρό και συγκινητικό βιβλίο, που για τον Έλληνα αναγνώστη, μπορεί να ξυπνήσει μνήμες Εμφυλίου ή καταστάσεις κυρίως της επαρχίας στην περίοδο από τον Β παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το 1974, που έχει διαβάσει σε ωραία ελληνικά μυθιστορήματα και το οποίο είναι γραμμένο με απλή (αλλά όχι απλοϊκή) γλώσσα, στιβαρότητα και έξοχη δομή.



"Την ημέρα που δολοφόνησαν τον Τσάτο έβρεχε. Ημέρα εργάσιμη, γκρίζα, από εκείνες που μοιάζει να παρατείνονται ατέλειωτα, όπου τα πάντα είναι αργά, μουσκεμένα, και το πρωί είναι απαράλλαχτο με το απόγευμα. Μια μέρα κανονική, με την κορυφή των λόφων γύρω από το χωριό σκεπασμένη με σύννεφα."

Η ιστορία που αφηγείται ο Αραμπούρου, επικεντρώνεται σε δύο οικογένειες, που ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν, την μεγάλη πόλη της χώρας των Βάσκων. Είναι οι οικογένειες δύο γειτόνων, του Τσάτο και του Χοσίαν, κάποτε κολλητών φίλων που οι ζωές τους ακολούθησαν διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους, ο Τσάτο έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας και ο Χοσίαν παρέμεινε σε όλη του τη ζωή εργάτης. Οι δύο σύζυγοί τους, η Μπιτόρι και η Μίρεν αντίστοιχα, ήταν κι αυτές όχι απλώς φίλες, αλλά σχεδόν αδερφές.
Η δράση καλύπτει μια περίοδο περίπου 30 χρόνων, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως το 2011, ξεκινώντας από το τελευταίο διάστημα.

Είναι το 2011 και η Μπιτόρι, χήρα του δολοφονημένου Τσάτο, που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των εκτελεστών της οργάνωσης, αποφασίζει να γυρίσει στο χωριό, όπου έγινε ο φόνος, και να ξανανοίξει το σπίτι, που έμενε κλειστό από τότε. Πήρε την απόφαση αυτή, μετά την τελευταία ανακοίνωση της ΕΤΑ, για οριστική κατάπαυση του πυρός (ουσιαστικά την παύση της ένοπλης δραστηριότητας της). Η Μπιτόρι, δεν ξέχασε ποτέ της, πως δολοφονήθηκε ο Τσάτο και την εχθρική ή απλά φοβισμένη στάση των κατοίκων του χωριού απέναντι στην οικογένειά της.

Ο Τσάτο, ενώ ζούσε ειρηνικά για πολλά χρόνια στη πόλη που μεγάλωσε και είχε μια μεταφορική εταιρία, δίνοντας δουλειά σε πολλούς συντοπίτες του, άρχισε να λαμβάνει εκβιαστικές επιστολές από την ΕΤΑ, για «προσφορά χρημάτων στον απελευθερωτικό αγώνα». Στην αρχή υπακούει, τα ποσά δεν είναι μεγάλα, αλλά όταν οι οικονομικές απαιτήσεις μεγαλώνουν, αρνείται να συμβιβαστεί, και τότε στους τοίχους των σπιτιών εμφανίζονται γκράφιτι με υβριστικά συνθήματα εναντίον του, χαρακτηρίζοντάς τον «Προδότη» κλπ. Οι κάτοικοι του χωριού, αποφεύγουν τον Τσάτο αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, είτε από φόβο, είτε υιοθετώντας τα συνθήματα, ακόμα κι ο Χοσίαν, ο παιδικός του φίλος, του φέρεται ψυχρά, γιατί ο μεγαλύτερος γιος του, ο Χοσέ Μάρι έχει φύγει να εκπαιδευτεί από την ΕΤΑ.
Μετά από λίγο καιρό, ο Τσάτο, δολοφονείται εν ψυχρώ, μπροστά στο σπίτι του - λίγες ημέρες πριν την εκτέλεση, είχε πει στην Μπιτόρι, ότι είχε δει τον Χοσέ Μάρι να παρακολουθεί το σπίτι τους.
Η Μπιτόρι και τα δύο τους παιδιά, ο Σαμπίερ και η Νερέα, μετακομίζουν σε ένα διαμέρισμα του Σαν Σεμπαστιάν, που είχε προλάβει η οικογένεια να αγοράσει, αφότου ο εκβιασμός είχε γίνει πιο έντονος. Τώρα η Μπιτόρι αποφασίζει να ξαναγυρίσει, επισκεπτόμενη καθημερινά το νεκροταφείο, όπου είναι θαμμένος ο σύζυγός της. Τα δύο της παιδιά, ο Σαμπίερ, που είναι επιτυχημένος γιατρός αλλά με μεγάλη συναισθηματική μοναξιά και η Νερέα που προσπαθεί να βρει ένα νόημα στη ζωή της, ανίκανη να ξεπεράσει τα τραύματα που της προκάλεσε η δολοφονία του πατέρα της και τις ενοχές της, για την αποστασιοποίηση που κρατούσε τότε στα γεγονότα, προσπαθούν να την μεταπείσουν, χωρίς μεγάλη επιτυχία.

"Ένας άνθρωπος όμως μπορεί να είναι καράβι. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι καράβι με ατσάλινη γάστρα. Μετά περνούν τα χρόνια και δημιουργούνται ρήγματα. Από κει μπαίνει το νερό της νοσταλγίας, μολυσμένο με μοναξιά, και το νερό της συνείδησης ότι έκανε λάθος και ότι δεν μπορεί να διορθώσει το λάθος, κι αυτό το νερό που διαβρώνει τόσο, το νερό της μετάνοιας που νιώθει και δεν παραδέχεται από φόβο, από ντροπή για να μη τα χαλάσει με τους συντρόφους. Κι έτσι ο άνθρωπος, καράβι πια σπασμένο, θα βουλιάξει στον πάτο από τη μια στιγμή στην άλλη."

Παράλληλα, παρακολουθούμε την Μίρεν, την σύζυγο του Χοσίαν και την οικογένειά της. Μια οικογένεια, που διάλεξε πλευρά, υποστήριξε με πάθος τον αγώνα της ΕΤΑ και το έχει πληρώσει. Ο Χοσέ Μάρι, συνελήφθη και είναι στην φυλακή, καταδικασμένος με πολυετή κάθειρξη, αμετανόητος και σκληρός. Η Μίρεν φανατισμένη και μονοδιάστατη στις απόψεις της, τον στηρίζει σε ότι κάνει και ότι λέει, ερχόμενη σε ρήξη με τα δύο της παιδιά, την Αράντσα, που είναι πλέον καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, μετά το ισχυρό εγκεφαλικό που έπαθε σε ένα ταξίδι, ήδη (τότε) σε διάσταση με τον σύζυγό της και πλέον διαζευγμένη, χωρίς δυνατότητα κίνησης και ομιλίας, επικοινωνώντας μόνο μέσω μιας ταμπλέτας, αλλά και τον Γκόρκα, τον νεότερο γιο, που είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ζεί μόνιμα στο Σαν Σεμπαστιάν με τον εκδότη σύντροφό του. Μόνο ο γέροντας πλέον, Χοσίαν, την ανέχεται, κλεισμένος στον εαυτό του και ασχολούμενος με το μποστάνι του.

Η αφήγηση του Αραμπούρου επικεντρώνεται στις δύο γυναίκες, την Μπιτόρι και την Μίρεν, που είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι περιστάσεις τις χώρισαν. Η Μίρεν αλύγιστη και σκληρή, ξεκόβει με τη μία από την αδερφική της φίλη, μόλις ο γιος της εντάσσεται στις γραμμές της ΕΤΑ. Θα μείνει έτσι και καθ' όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του, θα πάθει σοκ, όταν ενημερωθεί ότι η Μπιτόρι εμφανίστηκε πάλι στο χωριό, θα συγκλονιστεί όταν η κατάκοιτη (ουσιαστικά) κόρη της, θα επιδιώξει την επαφή με την Μπιτόρι και θα έχει μια φιλική σχέση μαζί της, θα δει τον κόσμο της να ανατρέπεται όταν ακούει τα περί εκεχειρίας και παράδοσης των όπλων. Η Μπιτόρι είναι μια γυναίκα που δεν έχει ξεχάσει, δεν θα ξεχάσει ποτέ. Δεν θέλει να εκδικηθεί, ούτε να ανατρέψει καμιά κατάσταση.  Γνωρίζει πολύ καλά τους παλιούς της συγχωριανούς για να τους συγχωρέσει, απλά θέλει να μάθει, αν ο Χοσέ Μάρι, ήταν ο δολοφόνος του Τσάτο, αν μετάνιωσε και να ακούσει μια "συγγνώμη" από τα χείλη του.


" "Γιατί φέρομαι έτσι;"
"Από δειλία"
"Ακριβώς. Επειδή είμαι τόσο δειλός όσο κι αυτός και όσο τόσοι άλλοι αυτή τη στιγμή που στο χωριό μου θα λένε χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούσουν, πρόκειται για κτηνωδία, για ανώφελη αιματοχυσία, δε χτίζεται έτσι μια πατρίδα. Κανείς όμως δεν πρόκειται να κουνήσει το δάχτυλό του. Αυτή την ώρα θα έχουν κιόλας καθαρίσει τον δρόμο με μια μάνικα για να μη μείνει ούτε ίχνος του εγκλήματος. Και αύριο θα υπάρχουν μουρμουρητά στον αέρα, κατά βάθος όμως όλα θα συνεχίσουν ίδια. Οι άνθρωποι θα πάνε στην επόμενη διαδήλωση υπέρ της ΕΤΑ, ξέροντας πως είναι σκόπιμο να τους δουν μέσα στο κοπάδι. Είναι ο φόρος που πληρώνει κανείς για να ζει ήσυχα στη χώρα των σιωπηλών." "

Ο συγγραφέας δεν αφηγείται γραμμικά την εξόχως ενδιαφέρουσα ιστορία του, αλλά πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο, ξετυλίγοντας με υπομονή το κουβάρι των γεγονότων και των αναμνήσεων. Παρά την παύση πυρός της ΕΤΑ, ο πόλεμος συνεχίζεται στις καρδιές και στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση που θα πάρει καιρό να ειρηνεύσει. Η δολοφονία του Τσάτο και εάν ο Χοσέ Μάρι ήταν ο δολοφόνος και ποιος ήταν ο βαθμός εμπλοκής του στους μοιραίους πυροβολισμούς, που πήραν τη ζωή του κάποτε γείτονά του, και ανθρώπου που του είχε φερθεί με στοργή και αγάπη όταν ήταν μικρό παιδί, θα απασχολήσουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, αλλά δεν είναι αυτό το μείζον ερώτημα, ούτε εκείνο που κυριαρχεί στο βιβλίο.

Η έμφαση δίνεται στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, των μελών των δύο εμπλεκόμενων στην ιστορία, οικογενειών. Ο Αραμπούρου δεν χρησιμοποιεί ιστορικά γεγονότα, αλλά επικεντρώνει στην καθημερινότητα και στα προβλήματα που αυτή η κατάσταση δημιουργεί στους απλούς ανθρώπους. Οι ζωές των πέντε παιδιών, δύο της οικογένειας του δολοφονηθέντος Τσάτο και τριών της οικογένειας της Μίρεν, περιγράφονται και αναλύονται, με την σκιά των γεγονότων που σημάδεψαν τη ζωή τους και τους χαρακτήρες τους να πέφτει βαριά επάνω τους. Η συγκλονιστική Αράντσα, που η ζωή της άλλαξε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, μετά το ισχυρό εγκεφαλικό που υπέστη, ο ευαίσθητος Γκόρκα, που θα φύγει από το χωριό για να βρει τον εαυτό του, τρομάζοντας για ότι έβλεπε και ήταν «υποχρεωμένος» από την κοινότητα να κάνει εκεί, και ο μελαγχολικός γιατρός Σαμπίερ, που δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά με κανέναν, μπορεί να δείχνουν σε πρώτη ματιά πιο ενδιαφέροντες απ' όλους, αλλά δεν πάνε πίσω και οι υπόλοιποι.



" "Έγραψα λοιπόν ενάντια στα δεινά που προκάλεσαν κάποιοι άνθρωποι σε άλλους, επιχειρώντας να καταδείξω σε τι συνίστανται τα εν λόγω δεινά, και ασφαλώς ποιος τα δημιουργεί και σε ποιες σωματικές και ψυχικές συνέπειες οδηγούν τα επιζώντα θύματα.
(...)
"Επίσης έγραψα εναντίον του εγκλήματος που διαπράττεται με πολιτικό πρόσχημα, στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιος πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί. Έγραψα χωρίς μίσος εναντίον της γλώσσας του μίσους και εναντίον της λησμονιάς και της λήθης που μηχανεύονται όσοι προσπαθούν να επινοήσουν μια ιστορία στην υπηρεσία του σχεδίου τους και των ολοκληρωτικών πιστεύω τους.""

Ο συγγραφέας, σκιαγραφεί με συμπάθεια και ενσυναίσθηση τους ήρωές του, περιγράφοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν και τονίζοντας τις διαφορές μεταξύ της ζωής στις μεγάλες πόλεις (όπως το Σαν Σεμπαστιάν) και της επαρχίας στη χώρα των Βάσκων. Τονίζει την αποδοχή και την κάλυψη από την πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού, στους δολοφόνους της ΕΤΑ, την εύκολη υιοθέτηση των φημών, και τον εξοβελισμό από την κοινότητα, της οικογένειας του Τσάτο, από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να γνωρίζει κανείς το γιατί. Περιγράφει, το πώς, οικονομικές ή ταξικές διαφορές, μπορεί να χρησιμεύσουν ως κάλυμμα για τις δήθεν πολιτικές διχόνοιες, εν ολίγοις μας δίνει με ρεαλισμό το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που ότι και να γίνει συνεχίζει να υπάρχει.

Η «Πατρίδα», είναι ένα θαυμάσιο «λαϊκό» (με την έννοια ότι μπορεί να το διαβάσει οποιοσδήποτε, χωρίς να δυσκολευτεί, γι’ αυτό διασκευάζεται για να μεταφερθεί ως τηλεοπτική σειρά), πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που μιλάει για την συγχώρεση και την λήθη, για τον εθνικισμό και την τρομοκρατία, τον ρόλο της Καθολικής εκκλησίας και τα πολιτικά παιχνίδια, τον φανατισμό και τον διχασμό της κοινωνίας.
Ισορροπώντας με απόλυτη (και παραδειγματική) επιτυχία τα μελοδραματικά στοιχεία της ιστορίας που περιγράφει, με τα ψυχολογικά και εσωτερικά (σε στυλ Ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα) στοιχεία, ο Αραμπούρου αποφεύγει την ηθικολογία και την ευκολία του διδακτισμού και μας χαρίζει ένα χορταστικό και σπαρακτικό, σπουδαίο βιβλίο που πολύ δύσκολα θα λησμονήσουμε.

Βαθμολογία 84 / 100





 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2019 | Permalink
Αναγνωστική ποικιλία

Με τέσσερα πολύ αξιόλογα βιβλία, θα ασχοληθούμε σήμερα στο blog. Αναγνώσεις κάθε είδους, που έγιναν κατά τη διάρκεια του τελευταίου διμήνου και έκρινα σκόπιμο να γράψω λίγα λόγια γι' αυτές, για να μη χαθούν τελείως από τη μνήμη αλλά και για λόγους αρχείου. Αναγκαστικά, θα αδικήσω κάποια βιβλία που (σίγουρα) άξιζαν περισσότερη ανάπτυξη και μάλλον ένα αυτόνομο post, αλλά έστω κι έτσι, ο αναγνώστης του blog θα πάρει μια ιδέα γι' αυτά.
Τα τέσσερα βιβλία, είναι το χορταστικό θρίλερ "1793" του Natt och Dag, το εξαιρετικό Μπορχεσικού ύφους "Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ" του Buchmann, η σαγηνευτική νουβέλα "Μίλησέ τους για μάχες, για ρηγάδες και για ελέφαντες" του πάντα (αφοπλιστικού και) λυρικού Ενάρ, και το περιεκτικό και ουσιαστικό ιστορικό αφήγημα "Κονγκό" του Βυϊγιάρ.
Ας τα δούμε, το καθένα ξεχωριστά, λίγο πιο λεπτομερώς.



Στο συναρπαστικό, ιστορικό θρίλερ, «1793, Τότε που βασίλευε η βία» («1793»), του (αριστοκρατικής καταγωγής) Σουηδού συγγραφέα και δημοσιογράφου, Niklas Natt och Dag (Στοκχόλμη, 1979) - (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Γρ. Κονδύλης, σελ. 557), η ατμόσφαιρα πρωταγωνιστεί, σε μια ιστορία βίας και αίματος, ζόφου και εκδίκησης.

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Στοκχόλμη του 1793. Η Ευρώπη αλλάζει, μετά την Γαλλική επανάσταση, ενώ στο βασίλειο της Σουηδίας, η αναταραχή, ένα χρόνο μετά την δολοφονία του ρεφορμιστή βασιλιά Γουσταύου Γ' συνεχίζεται, και ο λαός βρίσκεται στα πρόθυρα εξαθλίωσης. Η χώρα βγαίνει από μια οδυνηρή ήττα από τον πόλεμο με την Ρωσία, και η Στοκχόλμη είναι μια βρώμικη πόλη γεμάτη λάσπη και πάγο, τα καπηλειά μαζεύουν τους απελπισμένους, και οι λογομαχίες οδηγούν σε βίαιες σώμα με σώμα συγκρούσεις.


Ο μονόχειρας νυχτοφύλακας Καρντέλ (και περιστασιακός μπράβος σε μπιραρίες για να συμπληρώσει το εισόδημά του), βρίσκει το πτώμα ενός άνδρα να επιπλέει σε μια λίμνη της πόλης. Για την ακρίβεια, βρίσκει ότι έχει απομείνει από ένα σώμα, χωρίς κεφάλι, χέρια και πόδια. Γρήγορα αποδεικνύεται ότι ο νεκρός έχει βασανιστεί και η υπόθεση ανατίθεται στον φθισικό (και σχεδόν ετοιμοθάνατο), επιθεωρητή Βίγκε, ο οποίος μαζί με τον μέθυσο και καταθλιπτικό Καρντέλ συνθέτουν ένα φαινομενικά προβληματικό, αλλά στην πράξη πλήρως λειτουργικό δίδυμο, που με υπομονή και μεθοδικότητα, ξετυλίγουν το παζλ μιας υπόθεσης, που θυμίζει σενάριο αμερικανικής κινηματογραφικής ταινίας.



Ο συγγραφέας φανερά επηρεασμένος από τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και από συγγραφείς όπως ο Ντίκενς, ο Μέλβιλ, ο Ουγκό αλλά και ο Κόναν Ντόιλ, συνθέτει ένα πολύ ατμοσφαιρικό θρίλερ, με ανατροπές και απιθανότητες, με πολλή φλυαρία αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον, όχι τόσο για την αστυνομική πλευρά της ιστορίας που είναι αρκετά γκόθικ και υπερβολική, όσο για την κοινωνική πλευρά της ιστορίας που αφηγείται. Οι σκηνές στους δρόμους και στα καπηλειά είναι ολοζώντανες και πολύ έντονες, το ιστορικό πλαίσιο προσεγμένο και αποτέλεσμα μεγάλης έρευνας (που φαίνεται) και οι χαρακτήρες των δύο ηρώων εξαίρετοι.

Βαθμολογία: 77 / 100

Ένα βιβλίο για την δύναμη και την γοητεία της γλώσσας, είναι το εκπληκτικό «ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ» («Grammatik der Sprachen von Babel»), του Γερμανού συγγραφέα Jurgen Buchmann (Schaumburg - Lippe, 1945) - (εκδ. Gutenberg, μετάφρ. Συμ. Γρ. Σταμπουλού). Είναι ένα μικρό (αλλά θαυματουργό) βιβλίο 100 σελίδων, που το κύριο σώμα του, με τις 34 μικρές ιστορίες, είναι ουσιαστικά 50 σελίδες, το υπόλοιπο, είναι ένα γλωσσολογικό παράρτημα, ένα σημείωμα του συγγραφέα και το επίμετρο του μεταφραστή.



«Η γλώσσα του παρασύρει αυτόν τον λαό σε κάθε είδους τρέλα. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια λέξη που χαρακτηρίζει την άνευ όρων και δια βίου συμπάθεια δύο υπάρξεων που αντικρύζονται για πρώτη φορά στη ζωή τους. Οι ποιητές οικοδομούν  επάνω στη λέξη αυτή τις καλλιτεχνικότερες δημιουργίες, και δεν είναι κανείς που να μην ονειρεύτηκε ότι θα μπορούσε να τον συναντήσει αυτό για το οποίο μιλά η γλώσσα εδώ. Ενώ κυνηγούν τέτοιου είδους νεφελώδη πράγματα, τους λείπουν λέξεις για αντικείμενα που υπάρχουν στ' αλήθεια κι έτσι δεν είναι ν' απορείς, αν η γλώσσα τούς σκαρώνει παιγνίδια που δεν αντιλαμβάνονται μέχρι τέλους.»

Δεν μπορείς να πεις πολλά για την «Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ». Είναι ένα ιδιόμορφο και παράξενο βιβλίο, που είναι σαν συνέχεια (ή συμπλήρωμα) του αριστουργηματικού «Οι αόρατες πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο, θυμίζοντας επίσης έντονα τα γλωσσικά και νοητικά παιχνίδια του Χ.Λ.Μπόρχες στις ιστορίες του. Αναφέροντας αυτά, θέλω να τονίσω ότι αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα για τους θαυμαστές των δύο ανωτέρω συγγραφέων, οι οποίοι θα το λατρέψουν κυριολεκτικά. Οι 34 μικρές αφηγήσεις, που συνθέτουν τον τόμο, είναι σίγουρο ότι θα διαβαστούν από τον επίμονο αναγνώστη, δυο και τρεις φορές, καθώς δεν μπορείς να μην υποκύψεις στη γοητεία τους.


Ο Buchmann θέτει συνεχώς ερωτήματα για τα όρια της γλώσσας, για την μετάφραση, για τις παγίδες που στήνει η γλώσσα, για την κατανόηση της. Οι ιστορίες (υποτίθεται ότι) γράφτηκαν από τον Ρουστιτσάνο,  συγκρατούμενο του Μάρκο Πόλο, στις φυλακές της Βενετίας το 1299 και στηρίζονται σε αφηγήσεις του τελευταίου που δεν ενσωματώθηκαν στο βιβλίο του. Όπως αναφέρει ο μεταφραστής στο επίμετρό του «Το (υποτιθέμενο) αρχικό κείμενο του Ρουστιτσάνο αναγράφει τις (υποτιθέμενες) αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, που με τη σειρά τους αναπλάθουν αφηγήσεις αυτοχθόνων στις βόρειες Ινδίες, τα Ιμαλάια και αλλού».

«Καθένας εδώ ασκείται στη χρήση δύο γλωσσών που οι Γραμματολόγοι αυτής της χώρας ονομάζουν ημερήσια και νυχτερινή γλώσσα. Για τη χρήση, ωστόσο, των δύο ονομάτων δεν υπάρχει ομοφωνία, και ορισμένοι είναι της άποψης ότι η ημερήσια γλώσσα πρέπει να ονομάζεται νυκτερινή, και αντιστρόφως. Η ημερήσια είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας, που διδάσκεται, μόνο αυτή, στα σχολεία είναι η γλώσσα του εμπορίου, της πολιτικής, της επιστήμης και της εκπαίδευσης. Στη νυχτερινή ακούγονται όλες οι εκφράσεις που δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα και ξεπηδούν ευθέως από την καρδιάτην χρησιμοποιούν παιδιά και ερωτευμένοι.»

«Οι λέξεις είναι σύμβολα που προϋποθέτουν μνήμες» γράφει κάπου ο Μπόρχες και οι λέξεις στον Buchmann είναι ακριβώς αυτό! Θραύσματα γλωσσών, αποκόμματα ιστορίας και ένα ταξίδι στη φαντασία και την γοητεία της γλώσσας είναι αυτό το βιβλίο, όπου η μία γλώσσα περιέχει εντός της όλες τις γλώσσες και όπου μια πόλη αντιπροσωπεύει όλες τις πόλεις. Σπουδαίο βιβλίο – αληθινή αποκάλυψη, όπου μία ανάγνωση δεν είναι αρκετή.

Βαθμολογία: 84 / 100

Ο Γάλλος συγγραφέας Mathias Enard (Νιόρ, 1972), είναι ένας υπέροχος στυλίστας, όπως μας έχει αποδείξει με την εξαιρετική «ΠΥΞΙΔΑ» του. Με το νέο του μυθιστόρημα «ΜΙΛΗΣΕ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΜΑΧΕΣ, ΓΙΑ ΡΗΓΑΔΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ» («Parle-leur de batailles, de rois et delephants») – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Σ. Διονυσοπούλου, σελ. 170), έλκεται πάλι από τα μυστήρια της Ανατολής και αναπλάθει μυθιστορηματικά, ένα άγνωστο στους περισσότερους ιστορικό περιστατικό.

 
Το 1506, ο Σουλτάνος της Πόλης, Βαγιαζίτ, προσκαλεί τον Μιχαήλ Άγγελο στην Κωνσταντινούπολη, και του αναθέτει, την σχεδίαση μιας επιβλητικής γέφυρας στον Κεράτιο κόλπο, μήκους περίπου εννιακοσίων ποδιών. Ο Σουλτάνος είχε απορρίψει το σχέδιο του Ντα Βίντσι και στράφηκε αμέσως μετά στον ήδη διάσημο Μιχαήλ Άγγελο, ο οποίος ευρισκόμενος σε δεινή οικονομική κατάσταση και αναμένοντας εναγωνίως το κάλεσμα του Πάπα της Ρώμης για την κατασκευή του μαυσωλείου καταμεσής της νέας Βασιλικής της Ρώμης, ένα κάλεσμα που δεν έρχεται, αποδέχεται την πρόσκληση του Σουλτάνου, να αναλάβει ένα έργο σε ένα αντικείμενο, που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ στη ζωή του.

«Η νύχτα δεν συνδιαλέγεται με την ημέρα. Φλέγεται μέσα της. Την κουβαλάνε στην πυρά την αυγή. Και μαζί της, τους ανθρώπους της, τους πότες, τους ποιητές, τους εραστές. Είμαστε ένας λαός από εξόριστους, από θανατοποινίτες. Δεν σε γνωρίζω. Γνωρίζω τον Τούρκο φίλο σου· είναι ένας από μάς. Χάνεται από τον κόσμο λίγο λίγο, τον καταπίνει το σκοτάδι και οι αντικατοπτρισμοί του· είμαστε αδέρφια. Δεν ποιος πόνος ή ποια ηδονή τον έσπρωξε σ' εμάς, στο λίκνο μας, μπορεί το όπιο, μπορεί το κρασί, μπορεί ο έρωτας· μπορεί και κάποια σκοτεινή πληγή της ψυχής, καλά κρυμμένη μες στις ζάρες της μνήμης.
Μ' εμάς ποθείς να σμίξεις.»

Ο Μιχαήλ Άγγελος, γοητεύεται από το περιβάλλον της αυλής και από τον χαλαρό τρόπο ζωής, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι βρίσκεται στη μέση ενός πολιτικού παιχνιδιού εξουσίας που τον ξεπερνάει. Ενθουσιάζεται με μια ανδρόγυνη μουσουλμάνα χορεύτρια, σε αυτό το παιχνίδι έλξης απώθησης, στο οποίο παρασύρεται στους τεκέδες και τις ταβέρνες που, τον "ξεναγούν" μουσουλμάνοι και Φράγκοι υπάλληλοι του Σουλτάνου, ενώ από την άλλη προσπαθεί να βγάλει άκρη με τα «θέλω» του Παλατιού για την κατασκευή της γέφυρας. Μπορεί η γέφυρα να μη γίνει ποτέ, αλλά η ανατολίτικη επιρροή και οι εμπειρίες από την παραμονή στην μαγευτική Πόλη, θα σημαδέψουν το κατοπινό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη.



Ατμοσφαιρικό και σαγηνευτικό το μυθιστόρημα του Ενάρ, υπνωτίζει τον αναγνώστη με το ποιητικό και λυρικό του ύφος. Είναι ένα ευφυέστατο βιβλίο για την διαφορετικότητα σε όλους τους τομείς, για την γοητεία της Ανατολής, για την δημιουργία και την ευρηματικότητα της μεγαλοφυΐας του Μιχαήλ Άγγελου, για τα παιχνίδια εξουσίας και το πως μετατρέπεται σε πιόνι στα χέρια των ισχυρών, ακόμα και μια διάνοια. Ο Μιχαήλ Άγγελος είναι ολοζώντανος μέσα από την υπέροχη αφήγηση του Ενάρ, γυμνός και βρωμερός, φοβισμένος και πανικοβλημένος, εγωιστής και πληγωμένος, δημιουργικός και χαρισματικός. Αφάνταστα σαγηνευτικό το μικρό αυτό βιβλίο, με την έξοχη απόδοση της Σ. Διονυσοπούλου, διαβάζεται σε κάνα-δυο ώρες, χαρίζοντας μεγάλη αναγνωστική απόλαυση.

«Μαντεύω το πεπρωμένο σου. Θα παραμείνεις στο φως, θα σε δοξάσουν, θα γίνεις πλούσιος. Το όνομά σου, τρανό σαν φρούριο τετράψηλο, θα μας καλύψει με τη σκιά του. Θα ξεχάσουμε τι έχεις δει εδώ. Οι στιγμές αυτές θα χαθούν. Κι εσύ ο ίδιος θα ξεχάσεις τη φωνή μου, το κορμί που πόθησες, τα σκιρτήματά σου, τους δισταγμούς σου. Θα ήθελα τόσο να κρατήσεις κάτι. Να πάρεις μαζί σου ένα κομμάτι μου. Να ταξιδέψει ο μακρινός μου τόπος μέσα από εσένα. Όχι μια αόριστη ανάμνηση, μια εικόνα, αλλά την ενέργεια κάποιου αστεριού, τη δόνησή του μέσα στη σκοτεινιά. Μια αλήθεια να πάρεις. Ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι παιδιά που διώχνουν την απελπισία με την οργή, το φόβο με τον έρωτα· απαντούν στο κενό χτίζοντας κάστρα και ναούς. Γαντζώνονται από τις αφηγήσεις, τις κρατάνε ψηλά σαν λάβαρα· ο καθένας ασπάζεται από μια ιστορία για να συνδεθεί με το πλήθος που τη μοιράζεται. Τους κατακτούν μιλώντας τους για μάχες, για ρηγάδες, για ελέφαντες και για πλάσματα θαυμαστά· τους αφηγούνται ιστορίες για τη μετά θάνατο ευδαιμονία, το ανεξίτηλο φέγγος που προηγήθηκε της γέννησής τους, τους αγγέλους που τους περιστοιχίζουν, τους δαίμονες που τους απειλούν και για τον έρωτα, το έρωτα, αυτή την υπόσχεση του γλυκασμού και της λήθης. Μίλησέ τους για όλα αυτά και θα σε αγαπήσουν· θα σε κάνουν θεό. Αλλά εσύ θα ξέρεις, αφού βρίσκεσαι εδώ πλάι μου, εσύ, δύσοσμέ Φράγκε, που η τύχη σε έριξε στα χέρια μου, θα ξέρεις ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα αρωματισμένο πέπλο που κρύβει τον παντοτινό πόνο της νύχτας.»

Βαθμολογία: 83 / 100

Μέσα σε λιγότερο από 18 μήνες, έχουν εκδοθεί τρία βιβλία του Γάλλου συγγραφέα Eric Vuillard (Λυών, 1968), στην χώρα μας, γεγονός που δείχνει όχι μόνο ενδιαφέρον για την δουλειά του, από το κοινό, αλλά και το εκδοτικό παράδοξο που υπήρχε ανέκαθεν στην αγορά, όταν σπουδαίοι συγγραφείς παραμένουν αμετάφραστοι ή εκδίδεται ένα βιβλίο τους, εξαντλείται και δεν επανεκδίδεται, ενώ σε άλλους υπάρχει υπερπροσφορά τίτλων. Με αυτή την εισαγωγή, δεν ήθελα να μειώσω την αξία του Vuillard, που δείχνει από τα μίνιμαλ και καίρια κείμενά του, ένας αξιόλογος (και το κυριότερο, ευφυέστατος) συγγραφέας, που ασχολείται με το δύσκολο είδος του μυθιστορηματικού ιστορικού δοκιμίου (αν υπάρχει αυτός ο όρος...). Στο θαυμάσιο «ΚΟΝΓΚΟ» («Congo») - (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Γ. Φαράκλας, σελ.111), ο Βυϊγιάρ, αφηγείται την ιστορία, τού πως συστάθηκε το κράτος του Κονγκό στην Αφρική μετά από το συνέδριο του Βερολίνου, το 1885.



«Λείπει ένα μικρό κύτταρο από τη ζωή μας, ως φαίνεται. Η αραιή πλέξη της ζωής μας αφήνει το νόημα της να ξεγλιστρήσει. Ως εάν η απουσία ενός μόνο κυττάρου να διασπούσε την αλυσίδα των αιτιολογήσεων. Ίσως ο Χένρυ Μόρτον Στάνλεϋ να έχει διαπλεύσει χιλιάδες φορές τον ωκεανό των σκέψεών του και να έχει παρατείνει επ' αόριστον τις παραμονές του στο όνειρο, προσδοκώντας να του φανερωθεί μια δοκιμασία, άγνωστοι ποια, ή ένα σημείο μες από τις αποχρώσεις του ακατάληπτου απώτερου παρελθόντος και τον παραμυθένιο θαλάσσιο βυθό της συνείδησής του. Ίσως άγγιξε τον πυθμένα της θλίψης στο Κονγκό, ελπίζοντας να βρει το ίδιο αυτό σημείο, το ίδιο ίχνος, κι ίσως να του δημιουργήθηκε μερικές φορές η εντύπωση - όπως έχει συμβεί σε πολλούς - ότι ένα πολύ μικρό πλασματάκι στεκόταν εκεί, δίπλα του ακριβώς (ακόμη μικρότερο κι από το πιο μικρό τραύμα του), κι ότι βρισκόταν εκεί από την αρχή, βουβό και ευάλωτο.»

Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά με μια λογοτεχνική αφήγηση ενός ιστορικού γεγονότος, μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Η σύνοδος του Βερολίνου το 1884 που διήρκεσε μήνες και η οποία καθόρισε τα σύνορα και μοίρασε τα Αφρικάνικα κράτη, ήταν ένα ιστορικό γεγονός που επηρέασε την μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, όταν ασκήσεις επί χάρτου, έγιναν πράξεις, ανοίγοντας νέες αγορές, άκρατης εκμετάλλευσης.

Ο Λεοπόλδος, ο βασιλιάς του Βελγίου, θα πάρει αυτό που ζητούσε αρκετά χρόνια. Μια κτήση σε μια άλλη ήπειρο για πλουτισμό, και το μικρό Βέλγιο, θα γίνει κάτοχος μιας έκτασης τεράστιας με ανυπολόγιστο πλούτο, η οποία θα διοικηθεί με τους όρους εμπορικής εταιρίας, σαν μια επένδυση που προορίζεται να φέρει κέρδη με οποιοδήποτε κόστος. Ο Βυϊγιάρ περιγράφει, την κτηνωδία και την βαρβαρότητα των «πολιτισμένων» λευκών, τις μαζικές δολοφονίες, τη μανία για καουτσούκ, τον πλουτισμό με κάθε τρόπο. Από τις σελίδες του περνάνε, όχι μόνο οι σύνεδροι του Βερολίνου, αλλά και ο περιβόητος εξερευνητής (και όχι μόνο) Στάνλεϋ ως έμμισθος υπάλληλος του Λεοπόλδου, όπως και (ανάμεσα σε άλλους) ο απάνθρωπος Φιεβέ, που μετέφερε μυθιστορηματικά ο Τζόζεφ Κόνραντ, ως παρανοϊκό Κουρτς στην αριστουργηματική «Καρδιά τουσκότους».

«Δεν ξέρουμε ακριβώς από που προέβαλε η όψη της φρίκης· κάποιοι διατείνονται ότι ο Φιεβέ έβγαλε το φιρμάνι· φορώντας το μπεζ μπουρνούζι του, από το οποίο έλειπε ένα κουμπί, μπροστά στην κατοικία του, ελαφρώς μεθυσμένος, λένε πως εξήγγειλε τον ανυπόφορο κανόνα: όποιος πυροβολήσει πρέπει, για να δικαιολογήσει τη χρήση των σφαιρών, να κόψει τα δεξιά χέρια των νεκρών και να τα φέρει στο στρατόπεδο.
Έκτοτε το κομμένο χέρι έγινε νόμος, ο ακρωτηριασμός συνήθεια. Έχουν πει κατά καιρούς ότι ο Φιεβέ ήταν το πρότυπο για τον χαρακτήρα του Κουρτς στο μυθιστόρημα του Κόνραντ. Ο Φιεβέ όμως, ο αληθινός, ο γνήσιος, είναι πολύ χειρότερος. Ο Φιεβέ ξεπερνάει όλους τους Κουρτς, όλους τους τυράννους κι όλους τους παράφρονες της λογοτεχνίας. Είναι μια γνήσια ποδοπατημένη ψυχή. Αλλά ποιος ήταν; Ένας χρήσιμος φονιάς, ένα από τα παιδιά που τα έχουν αποτρελάνει και μπαίνουν στην υπηρεσία της μεγάλης μηχανής.»



Υπαινικτικός λόγος και στιβαρότητα στην αφήγηση, χαρακτηρίζουν το ύφος του Βυϊγιάρ. Με αιχμηρό και οξύ τρόπο, περιγράφεται το σχέδιο της «ανάπτυξης» σε αγορές καινούργιες, και οι πρώτες προσπάθειες να κυβερνηθούν χώρες με εμπορικά και οικονομικά κριτήρια που αποτέλεσε οδηγό για πολλά από αυτά που ακολούθησαν. Πρακτικές που δεν διαφέρουν, όπως τονίζει ο συγγραφέας από τις πολιτικές των σύγχρονων πολυεθνικών εταιριών.

Κάποιες φορές ξεφεύγει προς την ηθικολογία, αλλά το ύφος του Βυϊγιάρ είναι ζωντανό, και το στυλ του υπέροχο, αιχμαλωτίζοντας τον αναγνώστη του σε αυτό το ταξίδι γνώσης και αφύπνισης συνειδήσεων, τονίζοντας κάποια πράγματα που τείνουμε να ξεχνάμε ή να προσπερνάμε. Το μικρό αυτό βιβλίο, απογειώνεται μετά την μέση του και προς το τέλος, με το τελευταίο του κεφάλαιο, με τίτλο «Παράδεισος», να αφηγείται με άκρως λογοτεχνικό τρόπο τις ημέρες του αποτρόπαιου Φιεβέ μετά την επιστροφή του στην Ευρώπη.

Ωραίο βιβλίο το «Κονγκό», για την εποχή της αποικιοκρατίας, για την πολιτική, την εξουσία, την κτηνωδία του ανθρώπου. Είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.

Βαθμολογία: 80 / 100




 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 05, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 05, 2019 | Permalink
Φάμπιαν ο ηθικολόγος στο χείλος της αβύσσου

Δεν θυμόμουν πολλά από το «Φάμπιαν, η ιστορία ενός ηθικολόγου», που είχα διαβάσει το 1982-83 από τις εκδόσεις Οδυσσέας (οι οποίες με τα καλά τους και τα στραβά τους, με μύησαν στην καλή μεταφρασμένη λογοτεχνία). Μου είχε μείνει βέβαια, ο αλησμόνητος ήρωας - ο ομώνυμος κεντρικός χαρακτήρας αλλά, και η αίσθηση ενός ωραιότατου και πολύ σημαντικού μυθιστορήματος (νουβέλας ουσιαστικά – ήταν και σε μικρό σχήμα σαν βιπεράκι). «Συναντήθηκα» ξανά με τον υπέροχο Φάμπιαν, του Γερμανού συγγραφέα Erich Kastner (Δρέσδη 1899 – Μόναχο 1974), στη νέα (και πολύ ποιοτική) έκδοση του βιβλίου, με άλλον τίτλο αυτή τη φορά, «Στο χείλος της αβύσσου» («Der Gang vor die Hunde»), που κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά από τις εκδόσεις Πόλις (ωραία μετάφρ. Α.Σαλταμπάση, σελ.348). Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οδυσσέας στην πρώτη του μορφή, στην έκδοση του 1931, όπου είχε προτιμηθεί από τον εκδότη, ο τίτλος «Φάμπιαν, η ιστορία ενός ηθικολόγου», ενώ είχαν αφαιρεθεί και κάποια αποσπάσματα όπως και φράσεις του πρωτοτύπου. Μεταπολεμικά, ο συγγραφέας επιμελήθηκε το κείμενο, μπήκαν τα αποσπάσματα και οι φράσεις που είχαν αφαιρεθεί, οπότε έχουμε στα χέρια μας την μετάφραση της πλήρους έκδοσης, με τον τίτλο που εξαρχής ήθελε ο Kastner «Στο χείλος της αβύσσου» (παρότι εμένα, στο μυαλό μου, ως «Φάμπιαν» παραμένει).



Εμβληματικό μυθιστόρημα της εποχής του μεσοπολέμου και διαυγής σάτιρα, των τελευταίων ημερών της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», το βιβλίο είναι εκπληκτικό, και δεν έχει χάσει τίποτα από την λάμψη του, μετά από τόσες δεκαετίες και τόσες αλλαγές στην κοινωνία. Μεγάλη εμπορική επιτυχία της εποχής, έκανε γνωστό τον συγγραφέα του που παρέμεινε στην χώρα και μετά την επικράτηση του Ναζισμού (παρότι το βιβλίο του καταστράφηκε ως αντεθνικό).

Ο Γιάκομπ Φάμπιαν (που στο βιβλίο αποκαλείται απ’ όλους με το επίθετό του), είναι ένας νέος άνθρωπος από την επαρχία, διδάκτορας της φιλολογίας, που εργάζεται στην αρχή της ιστορίας, σε μια διαφημιστική εταιρία του Βερολίνου, όπου μετά από συνεχείς καθυστερήσεις στην προσέλευσή του και ύστερα από έναν διαπληκτισμό με τον διευθυντή του, απολύεται. Άνεργος και ελάχιστα χρήματα στη τσέπη, αφού τα περισσότερα απ’όσα έβγαζε τα έστελνε στη μητέρα του στην μικρή πόλη που γεννήθηκε, περιδιαβαίνει τους δρόμους του Βερολίνου, πίνει και διασκεδάζει στα καμπαρέ της εποχής. Το χρονικό πλαίσιο είναι το τέλος της δεκαετίας του ’20, αρχές της δεκαετίας του ’30. Η Γερμανία μαζεύει ακόμα τα κομμάτια της μετά την οδυνηρή ήττα, ο πληθωρισμός και η ανεργία είναι στα ύψη, ελπίδα δεν φαίνεται από πουθενά.

«…Τι γύρευε σ’ αυτή την πόλη, αυτό το τρελοκομείο με τα πέτρινα κουτιά; Ποιος ήταν ο σκοπός του; Να γράφει επιτηδευμένες σαχλαμάρες για να καπνίζει ο κόσμος ακόμα περισσότερα τσιγάρα; Την καταστροφή της Ευρώπης μπορούσε να την περιμένει κι εκεί όπου είχε γεννηθεί. Αυτά παθαίνεις όμως, όταν φαντάζεσαι ότι η γη θα συνεχίσει να γυρίζει μόνο αν την κοιτάς. Τούτη η γελοία ανάγκη να είναι παρών! Άλλοι είχαν ένα επάγγελμα, προόδευαν, παντρεύονταν, έκαναν παιδιά στις γυναίκες τους και πίστευαν πως αυτό είναι το σωστό. Κι εκείνος είχε καταλήξει, και μάλιστα με τη θέλησή του, να στέκεται πίσω από τον φράχτη, να κοιτάζει και να εισπράττει το μηνιάτικο της απελπισίας. Η Ευρώπη είχε βγει στην αυλή για ένα μεγάλο διάλειμμα. Οι δάσκαλοι είχαν φύγει. Ωρολόγιο πρόγραμμα δεν υπήρχε. Η γηραιά ήπειρος δεν θα έβγαζε την ύλη της τάξης. Την ύλη καμίας τάξης!»


Συνοδοιπόρος στις βόλτες και στη ζωή, ο κολλητός του φίλος, Λαμπούντε γόνος ευκατάστατης οικογένειας, που επί αρκετά χρόνια ετοιμάζει μια διατριβή για τον Λέσινγκ. Ο Φάμπιαν είναι ένας πολύ ευαίσθητος και μορφωμένος άνθρωπος που διαβάζει κλασσικούς φιλοσόφους και μαζί με τον Λαμπούντε (που είναι ακτιβιστής και πιο πολιτικοποιημένος από τον Φάμπιαν), αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και κριτική ματιά, όσα συμβαίνουν γύρω τους. Σχολιάζουν και ειρωνεύονται τα πάντα, και συμμετέχουν στην νυχτερινή ζωή του Βερολίνου, όπου όλοι ζουν σαν να μην υπάρχει αύριο.

Ο Φάμπιαν και ο Λαμπούντε προσπαθούν να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και την ευαισθησία τους, όταν γύρω τους τα γυναικεία και ανδρικά σώματα ξεπουλιούνται για ένα πιάτο φαΐ και στους δρόμους γίνονται καθημερινά συμπλοκές μεταξύ κομμουνιστών και των ανερχόμενων ναζιστών. Ο Φάμπιαν θα παραμείνει άνεργος, καθώς αρνείται να συμβιβαστεί, θα ερωτευτεί το λάθος κορίτσι, θα πληγωθεί. Η μοίρα του Λαμπούντε που ονειρεύεται μια καθολική ανατροπή του συστήματος θα είναι διαφορετική, όπως και η συναισθηματική του κατάσταση – η σύζυγός του τον απατάει και η διατριβή του για τον Λέσινγκ τον έχει αγχώσει τρομερά, και βρίσκεται σε μια οριακή συναισθηματική κατάσταση. Τα γεγονότα θα πάρουν δραματική τροπή, οδηγώντας την ιστορία του Φάμπιαν σε μια άβυσσο, απ’όπου δεν υπάρχει σωτηρία.

« «Φοβάσαι, έτσι δεν είναι; Φοβάσαι να σπάσεις το γυαλί. Πάντα φοβάσει μήπως σπάσει το γυαλί ανάμεσα σ’ εσένα και τους άλλους. Νομίζεις πως ο κόσμος είναι μια βιτρίνα».»

Γκροτέσκες εικόνες από τη ζωή στο Βερολίνο, που μέσα στην θεατρικότητά τους, έχουν στοιχεία δράματος και τραγωδίας, κυριαρχούν στο μυθιστόρημα του Κέστνερ. Μια πόλη που έχει βουλιάξει στη διαφθορά και την σήψη, γεμάτη πορνεία κάθε είδους, κι όπου όλοι επιδίδονται σε κομπίνες μεγάλες ή μικρές για να επιβιώσουν. Ο Φάμπιαν παρατηρεί και σχολιάζει, περπατάει στους δρόμους του Βερολίνου, κάθεται στα καφέ και στα καμπαρέ, συμμετέχει στη ζωή της πόλης, ουσιαστικά αποξενωμένος από όλους κι απ’ όλα. Είναι ένας άνθρωπος με ηθικές αρχές, ρομαντικός που θα καταλήξει κυνικός και «απροσάρμοστος» για το κοινωνικό σύνολο.



Ο συγγραφέας μεταφέρει με οξυδέρκεια και ζωντάνια, το παρακμιακό Βερολίνο. Μπορεί οι εικόνες να μοιάζουν με αυτές που μεταφέρει ο εξαίρετος Ίσεργουντ στις ιστορίες του (απ’όπου και η ταινία «Καμπαρέ»), αλλά στο «Χείλος της αβύσσου», ο Κέστνερ είναι πιο αιχμηρός, πιο ουσιαστικός, δεν εικονογραφεί, σχολιάζει με τον τρόπο του. Οι χαρακτήρες του βιβλίου, περιγράφονται με χειρουργική ακρίβεια, και τα δράματα παραμονεύουν και αποκαλύπτονται πίσω από τα λαμπερά φώτα των κέντρων διασκέδασης. Οι γυναίκες είναι αντικείμενα και προϊόντα προς πώληση, ενώ οι τρόποι «διασκέδασης» γίνονται όλο και πιο παρανοϊκοί, ολόκληρη η πόλη είναι ένα τρελοκομείο. 

Μέσα από το σατιρικό του ύφος, το μυθιστόρημα αντικατοπτρίζει, τα συναισθήματα της γενιάς που βίωσε τον Α παγκόσμιο πόλεμο, την απελπισία και την οργή για την ήττα, για την υπέρμετρη βία του πολέμου, για την οικονομική και ηθική καταστροφή που επήλθε μετά. Είναι η απογοήτευση για ένα αδιέξοδο παρόν και ένα ζοφερό μέλλον, όπου άνθρωποι που διατηρούν την αξιοπρέπεια και την ηθική τους, είναι σίγουρο ότι θα συντριβούν, γιατί θα επικρατήσουν οι μέτριοι και οι συμβιβασμένοι.

Εκπληκτικός ρυθμός, αλησμόνητοι χαρακτήρες, σάτιρα που τσακίζει, συνθέτουν αυτό το θαυμάσιο (και πολύ ευκολοδιάβαστο) μυθιστόρημα, που συστήνει ξανά όχι μόνο στους νεότερους αλλά και στους παλαιότερους αναγνώστες, τον Erich Kastner, με μια έξοχη έκδοση, που συνοδεύεται από 4 παραρτήματα, ένα εκδοτικό σημείωμα και ένα υπέροχο επίμετρο 36 σελίδων, του επιμελητή της Γερμανικής έκδοσης.

Βαθμολογία 85 / 100