Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2019 | Permalink
Μεγαλώνοντας στο Μπέλφαστ ("Ο Γαλατάς")
Από
τις πρώτες σελίδες του ωραίου και ιδιαίτερα ενδιαφέροντος μυθιστορήματος,
"Ο ΓΑΛΑΤΑΣ" ("Milkman"), της
Βορειοιρλανδής συγγραφέως Anna Burns (Μπέλφαστ, 1962) - (εκδ. Gutenberg,
(ωραία) μετάφρ. Μ. Αγγελίδου, σελ. 553), εκείνο που τραβάει την προσοχή του
αναγνώστη είναι το ύφος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, σε μια ιστορία που
τοποθετείται σε ένα τόπο που εκτυλίσσεται ένας ακήρυχτος πόλεμος▪ μια
σπαρασσόμενη πόλη υπό πολιορκία (που αντιλαμβανόμαστε ότι μάλλον είναι το
Μπέλφαστ), που η βία βρίσκεται παντού, μέρος μιας δυστοπίας, που παρότι έχει
σαφές χρονικό πλαίσιο, θα μπορούσε να είναι σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο.
"Αυτόν
τον καιρό, σ' αυτό το μέρος, όταν γινότανε λόγος για πολιτικά προβλήματα
(δηλαδή για βόμβες και για όπλα και για θάνατο και για ακρωτηριασμούς), οι
συνηθισμένοι, οι απλοί άνθρωποι έλεγαν "η πλευρά η άλλη το' κανε" ή
"η πλευρά η δική μας το' κανε" ή "η θρησκεία μας τό' κανε"
ή "αυτοί το κάνανε" ή "εμείς το κάναμε", ενώ στην
πραγματικότητα εννοούσαν "οι ενωσίτες το έκαναν" ή "οι εχθροί
της ένωσης, οι εθνικιστές το έκαναν " ή "το κράτος το έκανε".
Αραιά και που κάναμε προσπάθειες να πούμε "ενωσίτης" ή
"εθνικιστής", αλλά μόνο όταν προσπαθούσαμε να εξηγηθούμε σε ξένους,
σπάνια μπαίναμε στον κόπο όταν ήμασταν μεταξύ μας. "Εμείς" και
"αυτοί" ήταν για μάς δεύτερη φύση: λέξεις βολικές, οικείες,
εσωτερικές, λέξεις πρόχειρες, λέξεις που δεν δυσκολευόταν κανείς να τις
θυμηθεί, να τις σενιάρει, να τις χωρέσει με διπλωματική ευγένεια μέσα σε ότι
έλεγε."
Στον
"Γαλατά", η Burns έχει ως ηρωίδα μια
δεκαοχτάχρονη κοπέλα, που μεγαλώνει σε μια ανώνυμη πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας,
την δεκαετία του '70. Η κοπέλα είναι κι αυτή ανώνυμη, στο μυθιστόρημα
αναφέρεται ως "μεσαία αδελφή", "ίσως φίλη", "παλιά
φίλη", "κορίτσι που περπατάει". Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του
βιβλίου, αναφέρονται κι αυτοί με χαρακτηρισμούς όπως "μεγάλη αδελφή",
"πιο παλιά φίλη", "ίσως φίλος" κ.ο.κ...
Η
γνωριμία της "μεσαίας αδελφής" με τον άνθρωπο που αποκαλείται απ'
όλους "Γαλατάς" (χωρίς να είναι), γίνεται μια μέρα που εκείνη τηρεί
την καθημερινή της συνήθεια να πηγαίνει και να γυρίζει από τη δουλειά,
διαβάζοντας καθώς περπατάει. Εκείνη τη μέρα διαβάζει τον "Ιβανόη" και
ο "Γαλατάς" την προσεγγίζει με το αυτοκίνητο, προτείνοντάς της, να
πάνε μια βόλτα. Εκείνη αρνείται, εκείνος επιμένει, στο τέλος φεύγει. Θα
μπορούσε να είναι ένα καθημερινό περιστατικό, αλλά δεν είναι. Ο
"Γαλατάς" είναι ένας μεσήλικας, παντρεμένος άνδρας, ηγετικό στέλεχος
των παραστρατιωτικών της περιοχής (υπονοείται εδώ ο IRA)
και δεν είναι ποτέ μόνος ή χωρίς προστασία. Από την ίδια μέρα, η ατμόσφαιρα
γύρω από την "μεσαία αδελφή" στην περιοχή, αλλάζει. Η "μεσαία
αδελφή", έχει μια χαλαρή σχέση ("ίσως σχέση") με έναν νεαρό
μηχανικό λίγο μεγαλύτερό της, τον "ίσως φίλο" όπως τον αποκαλεί, ο
οποίος θεωρείται οπαδός της άλλης πλευράς ενώ στην πραγματικότητα είναι
παντελώς άσχετος και αδιάφορος με την πολιτική - όπως άλλωστε και η "μεσαία
αδελφή" που το μόνο που την ενδιαφέρει, είναι να διαβάζει μυθιστορήματα
του 19ου αιώνα.
Ο
"Γαλατάς" συνεχίζει την προσέγγιση, λιγότερο διακριτικά πλέον. Δεν
την αγγίζει, δεν την κοιτάζει καν, δεν προσπαθεί να την βάλει βίαια μέσα στα
αυτοκίνητα που χρησιμοποιεί, απειλεί ότι θα σκοτώσει τον "ίσως φίλο"
της, οι άνδρες του είναι παντού και σε μια γειτονιά που όλοι παρακολουθούνται
απ' όλους και η βόλτα στο πάρκο συνοδεύεται από φωτογραφικά κλικς πίσω από
θάμνους, η "μεσαία αδελφή" είναι πλέον μια κοπέλα που όλοι
ασχολούνται μαζί της. Στα μαγαζιά της φέρονται με σεβασμό, η μητέρα της, την
αποκαλεί "τσούλα", ενώ η δραματική κατάστασή της επιδεινώνεται, όταν
διαπιστώνει ότι ο "ίσως φίλος" της, ήταν ερωτικό ζευγάρι με τον
κολλητό του φίλο.
Το
αδιέξοδο και ο ιστός της αράχνης στον οποίο έχει μπλεχτεί, ολοκληρώνεται, όταν
την προσεγγίζει ο πραγματικός γαλατάς της γειτονιάς, ένας τύπος ιδιόρρυθμος που
τυπικά κρατάει πολιτική ουδετερότητα, θεωρούμενος λίγο λοξός απ' όλους και την
συμβουλεύει να αποφεύγει τις πολλές συναντήσεις με τον "Γαλατά" γιατί
θα βρει τον μπελά της, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι έχει γίνει στόχος της "δηλητηριάστριας"
της περιοχής, μιας διαταραγμένης έφηβης. Η "μεσαία αδελφή", μέσα σε
ένα περιβάλλον παράνοιας, νιώθει όλο και περισσότερο εγκλωβισμένη, χωρίς
δυνατότητα απεμπλοκής.
"Τους τελευταίους μήνες, αφότου άρχισε η
ιστορία με τον Γαλατά, είχα αρχίσει να μαθαίνω τι εντύπωση έκανα στους
ανθρώπους, ενώ εγώ νόμιζα ότι δεν μ' έβλεπαν καν. "Είναι τρομακτικό,
διεστραμμένο, ακλόνητα αποφασισμένο" συνέχισε η πιο παλιά φίλη. "Δεν
είναι, φίλη", είπε, "σαν αυτούς που περπατώντας ρίχνουν μια ματιά σε
κάποια εφημερίδα για να δούνε τα πρωτοσέλιδα και τους τίτλους. Αυτό που κάνεις
εσύ είναι αλλιώς. Είναι ο τρόπος που το κάνεις - διαβάζεις βιβλία, ολόκληρα
βιβλία, κρατάς σημειώσεις, κοιτάζεις τις υποσημειώσεις, υπογραμμίζεις λες και
κάθεσαι σε θρανίο ή κι εγώ δεν ξέρω που, σε κάποια σχολική αίθουσα ή σε κάποιο
γραφείο, με τις κουρτίνες κλειστές, τη λάμπα αναμμένη κι ένα φλιτζάνι τσάι
δίπλα σου, γράφοντας μελέτες ή δοκίμια ή λόγους. Είναι κάτι που εκνευρίζει τον
κόσμο. Κάτι που παρεκκλίνει από το κανονικό. Μια οπτική ψευδαίσθηση. Αντικοινωνική
συμπεριφορά. Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά."
Ο
"Γαλατάς" εντυπωσιάζει, όχι μόνο υφολογικά - καθώς το στυλ δεν
επικρατεί της πολύ ενδιαφέρουσας ιστορίας - αλλά και με τον ρυθμό που δίνει
στην αφήγηση η συγγραφέας. Δημιουργεί μια ονειρική ατμόσφαιρα στην οποία ουσιαστικά
"αιχμαλωτίζεται" ο αναγνώστης, ο οποίος παλεύει σε όλο το βιβλίο
μετέωρος μεταξύ ευφορίας και δυσθυμίας. Είναι από τις ελάχιστες φορές, που ένα
μυθιστόρημα σε κάνει να νιώθεις έτσι, από τη μια να διατρέχεις τις σελίδες
γεμάτος περιέργεια, από την άλλη, να θέλεις να το πετάξεις...
Η
Burns δεν επιλέγει τυχαία, να μη χρησιμοποιεί
ονόματα. Κατ' αυτόν τον τρόπο δίνει έμφαση στην εσωτερικότητα και την αποξένωση
που εκπέμπει η ιστορία που αφηγείται. Υπήρχαν ονόματα που απαγορεύονταν,
υπήρχαν λίστες με το "σωστό όνομα", αν παραδείγματος χάριν είχες την
ατυχία να βαφτιστείς "Ουίνστον" ή "Έρνεστ" (ονόματα που
δίνονταν στους κατοίκους της "χώρας πέρα από το νερό") την είχες
βάψει! Υπήρχαν τηλεοπτικές εκπομπές που δεν ήταν "σωστές", τροφές που
δεν έπρεπε να φας...
Η
ηρωίδα, είναι απόμακρη και με έντονη προσωπικότητα. Επιλέγει έναν μοναχικό και
αυτόνομο δρόμο που την φέρνει σε σύγκρουση με το οικογενειακό αλλά και το
γενικότερο περιβάλλον της. Σε μια οικογένεια, όπου ο πρόσφατα αποθανών πατέρας
είχε βιασθεί από τον παπά της γειτονιάς και η μάνα αγωνίζεται να συντηρήσει ένα
σπίτι με πέντε κορίτσια, σε μια γειτονιά που έτσι ή αλλιώς θα βρεθείς
κατηγορούμενος για ότι κάνεις, εκείνη επιλέγει τον δρόμο της λογοτεχνίας, που
είναι πιο επικίνδυνος και πιο κατακριτέος από τον δρόμο της τρομοκρατίας, διότι
το βιβλίο ανέκαθεν ήταν ισχυρότερο όπλο από ένα αυτόματο.
"Καιρός
στην κόψη του ξυραφιού. Καιρός αρχέγονος. Καιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν
τους πάντες. Έκανες μια ωραία κουβεντούλα με κάποιον, ύστερα έφευγες και
σκεφτόσουνα τι ωραία που είχατε κουβεντιάσει, ξένοιαστα, χωρίς προφυλάξεις -
ώσπου άρχιζες να την ξαναπαίζεις μέσα στο μυαλό σου την κουβεντούλα αργότερα.
Και τότε σ' έζωναν τα φίδια: επειδή είχες πει "αυτό" ή
"εκείνο" κι όχι επειδή "αυτό" ή "εκείνο" ήταν
πράγματι αμφιλεγόμενα κι επικίνδυνα."
Πως
είναι να μεγαλώνεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ο "Γαλατάς" είναι
η εικόνα μιας κοινότητας εγκλωβισμένης και πολιορκημένης. Η βία είναι συνεχής,
και παραμονεύει παντού, ακόμα και όταν υποτίθεται ότι χαλαρώνεις με ένα ποτήρι
μπίρα, εξάλλου όλοι μιλάνε για φόνους λες και δεν τρέχει τίποτα. Βία πολιτική,
στρατιωτική, θρησκευτική, σεξουαλική (η προσέγγιση του "Γαλατά" στην
"μεσαία αδελφή" έχει όλα τα στοιχεία της σεξουαλικής παρενόχλησης),
οικογενειακή, κοινωνική. Η καταπίεση είναι εμφανής παντού, εξωτερικά με την
συνεχή παρακολούθηση από τις Αρχές, εσωτερικά (μέσα στην γειτονιά) από τους
"αντάρτες", στο διπλανό σπίτι που παραμόνευε πίσω από την κουρτίνα ο
γείτονας, μέσα στην ίδια σου την οικογένεια ακόμα.
Η
χρήση του εσωτερικού μονολόγου, δίνει μοντερνιστικό τόνο στο μυθιστόρημα, που
με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στον υπνωτιστικό ρυθμό και την ζοφερή και
κλειστοφοβική ατμόσφαιρα με την οποία περιβάλλεται η ιστορία δημιουργούν
αισθήματα ασφυξίας, παγιδεύοντας ευφυέστατα τον αναγνώστη (όπως ακριβώς και την
ηρωίδα του βιβλίου). Χρειάζεσαι χρόνο για να μπεις στο κλίμα του βιβλίου, και
χρόνο για να βγεις από αυτό, καθώς η ιστορία εισχωρεί μέσα σου με τρόπο ύπουλο.
Η Burns πετυχαίνει απόλυτα να μας μεταφέρει σε μια
καταπιεσμένη κλειστή κοινότητα που ζει σε ένα καθεστώς ουσιαστικά ολοκληρωτικό
και από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις παρά μόνο νεκρός. Η ηρωίδα που
μεγαλώνει σ’ αυτό το περιβάλλον, επιλέγει να χάνεται στον λογοτεχνικό κόσμο του
19ου αιώνα, είναι η άμυνά της για να αντιμετωπίσει την οικτρή
καθημερινότητά της.
Ωραίο
και πανέξυπνο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ο “Γαλατάς”, που βραβεύτηκε με το Man Booker το 2018, μιλάει
για την ελευθερία, την επιβίωση, την βία, τα παιχνίδια εξουσίας, την καταπίεση,
τα τραύματα που προκαλούνται στον ψυχισμό ενός ανθρώπου από όλη αυτή την
κατάσταση, και την ασφυξία. Η Burns ανακατεύει με
συγγραφική ευελιξία και ικανότητα, την σάτιρα με το δράμα σε μια αναγνωστική
εμπειρία, που θα γινότανε απολαυστική αν το βιβλίο ήταν μικρότερο (ίσως κατά το
1/3 του).
Βαθμολογία
82 / 100