Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2015 | Permalink
"Η μνήμη είναι η μεγαλύτερη πλαστογράφος"
«Δεν περιμένω να ανακαλύψω την Ινδία, αλλά να με αποκαλύψει εκείνη. Και ελπίζω πως, αν κατανοήσω κάτι εδώ, θα μπορέσω να το πάρω πίσω, σαν κτέρισμα ή σαν δώρο. Τα βιβλία πλέον δεν επαρκούν. Χρειάζομαι τη ζώσα αποξένωση που προσφέρει το ταξίδι.
Μόνο που την Ινδία – ακριβώς επειδή σε αποξενώνει από καθετί οικείο – δεν μπορείς εύκολα να την ερμηνεύσεις. Τη ζεις ως μια περιγραφή.»

Ένα ταξίδι 6 εβδομάδων στην Ινδία, μια μοναδική εμπειρία ζωής. Ένα ταξίδι εξερεύνησης, αλλά και εσωτερικής δοκιμασίας σε μια χώρα αντιθέσεων και υπερβολών που σε προκαλεί να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου. Ένα ταξίδι που προκαλεί σκέψεις και δοκιμάζει τα όριά σου. Ο εκλεκτός συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος, με το τόσο ιδιαίτερο πεζογραφικό (και όχι μόνο) έργο, έκανε αυτό το ταξίδι στην μακρινή χώρα, τον Αύγουστο του 2012 και έγραψε ένα θαυμάσιο οδοιπορικό ή όπως ο ίδιος θέλει να το αποκαλεί «μυθιστόρημα» με τίτλο, «ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΙΡΘΑΝΚΑΡΑ» (Εκδ.Νεφέλη, σελ.358).

Ο Χρυσόπουλος δεινός περιηγητής και συνειδητοποιημένος «περιπλανώμενος» (flaneur), μετά τον οξυδερκή «Φακό στο στόμα» που εξέδωσε πριν από μερικά χρόνια για τις όψεις μιας Αθήνας στην αρχή της οικονομικής κρίσης, αποφασίζει να περιηγηθεί ένα μέρος της Ινδίας ακολουθώντας ένα χαλαρό πρόγραμμα, με άνεση χρόνου και επιθυμία να νιώσει και να αισθανθεί. Γνωρίζει ότι υπάρχουν «πολλές» Ινδίες για έναν ταξιδιώτη και ο καθένας βλέπει είτε αυτό που θέλει να δει, είτε κατανοώντας κάτι διαφορετικά από έναν άλλον – παραθέτει δε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με τις εντυπώσεις δύο μεγάλων Ιταλών ανθρώπων του πνεύματος, του Μοράβια και του Παζολίνι, οι οποίοι εξέδωσαν τις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις, τόσο διαφορετικές που λες και επισκέφθηκαν διαφορετικούς τόπους.

«Τίποτα δεν είναι αμιγές. Η φύση της Ινδίας είναι η μασάλα, το μείγμα. Όπως και το φαγητό, έτσι μοιάζουν τα πάντα καρυκευμένα, ανάμικτα, και έχεις την εντύπωση ότι πάντοτε κουβαλούν μέσα τους κάτι γήινο, σαν να είναι υπό μια έννοια ακάθαρτα. Οι Άγγλοι λένε ότι η Ινδία «μεγαλώνει μέσα σου». Ότι πρέπει να τη χωνέψεις, να την καταναλώσεις αργά σε μικρές δόσεις, όπως ο Μιθριδάτης το δηλητήριο, ώστε να μη σε αρρωσταίνει πια, και μόνο τότε μπορείς πραγματικά να γευτείς την ουσία της. Αυτό το οξύμωρο σχήμα είναι απολύτως αληθινό, μεταφορικά και κυριολεκτικά: για να αντέξεις την Ινδία, πρέπει να αναπτύξεις ανοσία στις αρρώστιες της. Αλλιώς, η λαιμαργία και η απληστία θα σε καταστρέψουν, δεν θα μπορέσεις ποτέ να επιστρέψεις άλλη φορά σε αυτόν τον τόπο. Το ινδικό ταξίδι μοιάζει με άσκηση. Πρέπει να βρίσκεσαι διαρκώς σε εγρήγορση. Να έχεις θάρρος, ώστε να φτάσεις συνειδητά ως εκεί που νομίζεις ότι αντέχεις. Να κάνεις τότε ένα μόνο βήμα παραπάνω και να σταματήσεις. Να έχεις τη σύνεση και να διακόψεις το ταξίδι. Να γυρίσεις πίσω, αλλά με την επίγνωση ότι το όριο του επόμενου ταξιδιού σου θα βρίσκεται ένα βήμα παραπέρα.»

Στο ταξίδι του αυτό, ο προορισμός ήταν το βόρειο κομμάτι της χώρας. Από το Ρατζαστάν έως το Βαρανάσι. Μένοντας σε τρείς μεγάλες πόλεις, το Δελχί, την Τζαϊπούρ και το Βαρανάσι, συναναστρέφεται ανθρώπους, δοκιμάζει φαγητά του δρόμου, μένει σε καταλύματα που προτιμούν ντόπιοι εμπορικοί αντιπρόσωποι. Ντύνεται σαν Ινδός φορώντας το χαρακτηριστικό πουκάμισο (την «κούρτα»), και αφήνεται στην περιπλάνησή του σε δρόμους και σοκάκια χωρίς να ξέρει που θα τον βγάλουν. Οι συναντήσεις του με κάποιους από τους ανθρώπους θα περιγραφούν στο βιβλίο. Ένα μικρό κοριτσάκι που οι γονείς του, το έχουν πουλήσει σε κάποιον βιοτέχνη, οι δύο Σιχ που μοιράζουν τον πρωινό χαλβά στους «ανέγγιχτους», ο οδηγός του τουκ-τουκ που δωροδοκεί τον αστυνομικό, μια Αμερικάνα που θέλει να γίνει Ινδουίστρια, μια νεαρή Γαλλίδα που ακολουθούσε το δικό της πρόγραμμα αδιαφορώντας για τα τοπικά ήθη κι έθιμα, ένας ζωγράφος του δρόμου, περιστατικά που αποτυπώνονται βαθιά στη μνήμη, το κάψιμο του νεκρού στο Βαρανάσι, μια παράσταση χορού που τον συγκλονίζει, η συμμετοχή σε τελετουργίες και η ανακάλυψη έξοχων μνημείων μέσα στο πουθενά.

Το βλέμμα του Χρυσόπουλου κοιτάζει προς τα μέσα αλλά και προς τα έξω. Φωτογραφίζει και στοχάζεται, συμμετέχει αλλά παραμένει «ξένος». Δεν θα ασχοληθεί με τα κλασσικά αξιοθέατα του τόπου. Η τέχνη της δεν θα του πει πολλά. Η Ινδία τον προκαλεί αλλά και του αντιστέκεται. Όσο θα παραμείνει στην αινιγματική αυτή χώρα δεν θα γράψει τίποτα. Το βιβλίο, μια άσκηση μνήμης ουσιαστικά, θα γραφτεί με την επιστροφή του στην Ελλάδα και όταν οι εντυπώσεις θα έχουν καταλαγιάσει μέσα του.

Η αφήγηση του Χρυσόπουλου είναι σαγηνευτική και διαφορετική από τα υπόλοιπα βιβλία του. Περισσότερο προσωπική και «απλή», που αφήνεται σε αρκετές περιπτώσεις, σε μια υπέροχη λυρικότητα και μελαγχολία που θυμίζει περιηγητές του 19ου αιώνα. Χωρίς να ακολουθεί την γραμμική εξιστόρηση, ανακατεύει χρονικά τα επεισόδια του ταξιδιού, με ρυθμό και μουσικότητα δίχως να μπερδεύει τον αναγνώστη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κι ένας είδος αυτοβιογραφίας, και αναζήτησης ταυτότητας (όσο πομπώδες κι αν ακούγεται το τελευταίο), αλλά είναι περισσότερο ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ίδια την έννοια του ταξιδιού. Το γυμνό σώμα του Τιρθανκάρα καθώς ολοκληρώνεται το βιβλίο θα συνοψίσει την έννοια της Ινδίας, κάτι το άπιαστο και ταυτόχρονα τόσο οικείο.

« «Το είχατε φανταστεί ότι θα βλέπατε κάτι τέτοιο;». Αυτή είναι η δυσκολότερη ερώτηση για τον ταξιδιώτη που επιστρέφει από τις Ινδίες (ο πληθυντικός εδώ έχει κυριολεκτική σημασία). Είναι μια απλή και πρακτική απορία, αλλά ο συνειδητός ταξιδιώτης δυσκολεύεται στην απάντησή της, επειδή η φαντασία – αντίθετα προς την κρίση – δεν επιθυμεί την επιβεβαίωση αλλά την έκπληξη. Η παρόρμηση του ταξιδιώτη είναι ν’απαντήσει: «Καθόλου δεν είχα φανταστεί κάτι τέτοιο», κι έτσι απωθεί στο περιθώριο της μνήμης όλα εκείνα που είχε μεταφέρει μαζί του και τα τοποθέτησε μπροστά του για να τα συναντήσει στην Ινδία.
Αν είναι ειλικρινής και συνειδητός, κι αν έχει ταξιδέψει ουσιαστικά στον τόπο που εξερευνά, ο ταξιδιώτης θα πρέπει να απαντήσει: «Το είχα φανταστεί διαφορετικά».
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ό,τι γράφω για την ινδική περιπλάνηση, η εξιστόρησή μου, είναι όντως η πραγματική φαντασία του ταξιδιού. Η διήγηση μοιάζει με μονόγραμμα, που συμπυκνώνει μια ύπαρξη σε μια εικόνα. Κι όπως συμβαίνει με κάθε μονόγραμμα, το νόημά του είναι σχεδόν διακοσμητικό.»

Υ.Γ. Φωτογραφίες και σχόλια από το ταξίδι στην Ινδία μπορείτε να δείτε στο blog του βιβλίου http://thejourneyoftirthankara.blogspot.gr/

_________________________________________________


Ακούστε την συζήτησή μου με τον Χρήστο Χρυσόπουλο στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks at Amagi radio, του Σαββάτου 21/2. Η συζήτηση αρχίζει μετά την πρώτη ώρα της εκπομπής. Καλή ακρόαση.

 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015 | Permalink
Καρυότυπος ή περί στοργικότητας
Η καθημερινότητα ενός μοναχικού ανθρώπου καταγράφεται στην εξαιρετική νουβέλα του νεότατου (Βιολόγου και Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας), Άκη Παπαντώνη (Αθήνα,1978), με τίτλο «ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ», (Εκδ.Κίχλη - υπέροχη έκδοση, σελ.117), η οποία διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν έναν πρωτοεμφανιζόμενο  να ξεχωρίζει: Οικονομία λόγου, άψογη δομή, ευδιάκριτο ύφος και πλήρης έλεγχος του θέματος με το οποίο επιλέγει να ασχοληθεί.


Τι σημαίνει ο τίτλος λοιπόν; Η εξήγηση δίδεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Καρυότυπος…η απεικόνιση, ανά ζεύγη και κατά φθίνουσα σειρά μεγέθους, του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, η οποία χρησιμεύει στη διάγνωση τυχόν ανωμαλιών στη δομή ή τον αριθμό τους.»

Το βιβλίο ξεκινάει με τον τυχαίο(;) θάνατο του ήρωα στο πρώτο (εκπληκτικό) κεφάλαιο. Στα υπόλοιπα 24+2 κεφάλαια που ακολουθούν, ο συγγραφέας ξετυλίγει την καθημερινή ρουτίνα ενός μοριακού βιολόγου, ο οποίος μετακομίζει στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο φημισμένο πανεπιστήμιο, που έχει ως θέμα «Μελέτη συμπεριφοράς: η βιοχημεία της μνήμης της στοργικότητας». Ο 30άρης ήρωας του βιβλίου δεν κατονομάζεται. Στα mails που στέλνει, υπογράφει ως Ν. και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις συνθήκες τις διαμονής του στον ξένο τόπο. Νοικιάζει το πρώτο διαμέρισμα που βρίσκει – ένα ημιυπόγειο τελείως λιτό και απέριττο – διατρέφεται με τα βασικά και περνάει όλη του την ημέρα έγκλειστος σε ένα εργαστήριο κάνοντας πειράματα με ποντίκια. Κάνει την ίδια, απαράλλακτη διαδρομή κάθε μέρα, κυκλοφορεί με τα ακουστικά στ'αυτιά του, περίκλειστος στην μοναξιά του, σχεδόν αυτιστικός. Οι επαφές του με τους ανθρώπους είναι ελάχιστες, όπως και η κοινωνικότητά του. Είναι ένας «ξένος» κατ’επιλογήν.

Οι μνήμες (ομιχλώδεις και αποσπασματικές) από την παιδική του ηλικία τον συνοδεύουν, τις ψάχνει, βασανίζεται μ’αυτές. Ένα ορφανοτροφείο στην Ρουμανία, δύο έλληνες γονείς, εκείνος και η αδερφή του στο αυτοκίνητο, το παιδικό του δωμάτιο, τα πρώτα του αθλητικά παπούτσια, η αυστηρότητα του νεκρού πλέον πατέρα. Κυρίως οι μνήμες από το ορφανοτροφείο βαραίνουν ιδιαίτερα. Μια εργατική πολυκατοικία στο Ιάσιο και το ποτάμι (ο Μπαχλούι) που θυμάται, κι ένα όνομα «Νικολάε». Είναι ένα από τα "ορφανά του Τσαουσέσκου"; Ιστορία που έγινε γνωστή μετά την αποκαθήλωση του καθεστώτος στην Ρουμανία, το 1989.

«Ο χρόνος κυλάει όταν αφηγείσαι στον εαυτό σου ιστορίες που δεν θα συμβούν ποτέ. Μνήμη είναι ό,τι θυμάσαι πως έζησες, άρα ό,τι παραμένει καρφωμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου, αυτό μου υπενθυμίζουν τα ποντίκια στα κλουβιά τους,  με τα κουτσουρεμένα γονίδια, τις διαταραγμένες ορμόνες, τα λειψά τελομερή – τα ποντίκια του Τσαουσέσκου. Μνήμη είναι μια ζεστή υγρασία που ξεκινά από τα νευρωνικά κέντρα του εγκεφάλου σου και αναβλύζει από τα μάτια και τα δάχτυλά σου και σου στολίζει το στήθος και την κοιλιά. Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, αυτές στις οποίες πιστεύεις πιο βαθιά από οτιδήποτε. Έτσι δεν απομένει χώρος για όσα πραγματικά συνέβησαν, κι εγώ πάσχω από μνήμη. Από υπερβολική μνήμη – καταλαβαίνεις;»

Η γλώσσα του Παπαντώνη είναι μελετημένη και συγκροτημένη, αποστασιοποιημένη. Ο αφηγητής παρατηρεί εξονυχιστικά τον ήρωα, σαν μέσα από έναν καθρέφτη. Ο ήρωας βασανίζεται, ουσιαστικά το μικρό διαμέρισμα - το οποίο είναι ένας εφιαλτικός τόπος εσωτερικού μαρτυρίου - είναι το δικό του "κλουβί", μόνο που αντί για ποντίκια είναι εγκλωβισμένος ο ίδιος μέσα, πειραματόζωο του εαυτού του. Παλεύει διαρκώς με την μνήμη του ενώ είναι διάχυτη η απουσία συναισθήματος στη ζωή του.

Στο βιβλίο αιωρούνται συνεχώς ερωτήματα όπως αν είναι εγγενής ή επίκτητη η στοργή, για την γενετική καταγωγή και την προσωπική ζωή, για την σημασία της γονεϊκής στοργής και τον ρόλο της, ενώ η αναζήτηση της μνήμης και η νοσταλγία επανέρχονται συνεχώς στην ροή του κειμένου. Ο ήρωας του Παπαντώνη σ'αυτήν την αναζήτηση εαυτού, είναι ένας άνθρωπος αποξενωμένος, ανίκανος προς οποιαδήποτε επαφή ή τρυφερότητα. Τραβάει συνεχώς φωτογραφίες με το κινητό του και στέλνει κάποιες από αυτές στην αδερφή του ως μοναδικό στοιχείο επικοινωνίας, προσπαθεί να κάνει σεξ και δεν νιώθει τίποτα, αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους συναδέλφους του, γράφει αινιγματικά στάτους στο facebook με την εξαίρεση του τελευταίου που ήταν σαν κραυγή και το οποίο δεν συγκίνησε κανέναν από τους (ελάχιστους έτσι κι αλλιώς) διαδικτυακούς του "φίλους" .

Ο Ν., είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από την παγκόσμια λογοτεχνία. Απόηχοι και επιρροές από Κάφκα, Καμύ, Ντοστογιέφσκι σε συνδυασμό με την Πολανσκική (έρχεται στον νου ο υπέροχος και εφιαλτικός Ένοικος ατμόσφαιρα στις σελίδες που διαδραματίζονται εντός των τεσσάρων τοίχων του διαμερίσματος, προσδίδουν μια σκοτεινή νότα κατάθλιψης και ασφυξίας.

"Έβρισκε το τρέξιμο βαρετό. Συνήθως, καθώς έτρεχε, σκεφτόταν τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. Σκεφτόταν διάφορα. Τα μαλλιά του πατέρα του που γκρίζαραν πριν ακόμα γίνει σαράντα. Τη μητέρα του να τραβά ασταμάτητα φωτογραφίες εκείνον και την αδερφή του - ολόκληρα σεντόνια φιλμ στιγματισμένα από το φως των παιδικών τους χρόνων. Την αδερφή του να σκοτώνει τον χρόνο - περιμένοντας να λάβει ο χρόνος όλες τις αποφάσεις για εκείνη. Και τελικά, από σκέψη σε σκέψη, φοβήθηκε πως κάποιο πρωί θα ξυπνούσε συνειδητοποιώντας πως πέρασε τη μισή του ζωή αναζητώντας απάντηση στο ερώτημα αν κληρονομείται η στοργή. Και χαμογελούσε, καθώς στο μυαλό του αναβόσβηνε μια φωτεινή επιγραφή που έλεγε: "η μόνη δική μου επιλογή"."

Η νουβέλα του Παπαντώνη φιλοσοφική και στοχαστική, σπαρακτική χωρίς να γίνεται μελοδραματική, είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή. Δομημένη άψογα και προσεκτικά μελετημένη, με ρυθμό και στυλ, γίνεται σπαρακτική όσο αναπτύσσεται χωρίς να πέφτει σε μελοδραματισμό και ευκολίες. Θα προτιμούσα περισσότερο συναίσθημα - τα 2 ιντερμέδια του βιβλίου αποτελούν ένα παράδειγμα τέτοιο - το οποίο θα απογείωνε το βιβλίο αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι θέμα συγγραφικής εμπειρίας που θα έρθει με τον χρόνο και τον καθορισμό της συγγραφικής πορείας που θα χαράξει (αυτό είναι το μόνο σίγουρο) ο συγγραφέας.




 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2015
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2015 | Permalink
Και τώρα δεν είναι αργά
Μια προδοσία και ένας στυγερός ενδοοικογενειακός φόνος. Μια βεντέτα που δεν λέει να σβήσει. Χαμένες ζωές, μια οικογένεια που διαλύεται, ένας άνθρωπος που ζει για την εκδίκηση. Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας που περιγράφει στην ωραιότατη επιστολικού ύφους νουβέλα του, ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας (Αθήνα,1958) με τίτλο "ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ" (95 σελίδες), που ευτύχησε να κυκλοφορήσει σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη καλλιτεχνική έκδοση από τις καινούργιες εκδόσεις Κουκουνάρι.

" "Άμα μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο θα ζήταγα εσένα για γυναίκα μου"
"Και τώρα δεν είναι αργά"
Αυτές οι φαινομενικά αθώες φράσεις ήταν η αρχή των πάντων. Δημιούργησαν παλιρροϊκά κύματα τόσο ισχυρά, που σάρωσαν τη μικρή κοινωνία της Τραχήλας. Και δεν έμειναν εκεί. Οι συνέπειές τους επεκτάθηκαν στο χώρο και τον χρόνο επηρεάζοντας με τρόπο καταλυτικό τους ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναμείχθηκαν σε αυτή την ιστορία. Αν εκείνοι που τις ξεστόμιζαν είχαν υπόψη τους τι θα επακολουθούσε, είναι βέβαιο πως δε θα άνοιγαν το στόμα τους. Δε θα'λεγαν κουβέντα. Και τότε η μοίρα όλων μας θα ήταν διαφορετική."

Ένα χωριό στην Έξω (Μεσσηνιακή) Μάνη την δεκαετία του 50, γίνεται ο τόπος μιας τραγωδίας. Ο ευκατάστατος λαδέμπορος Σταύρος Γαβράς που έχει μεταβεί για δουλειές παντρεύεται την Μαρίκα Γερακέα, κόρη του Τζανέτου Γερακέα, που του καλογυάλισε όταν την είδε και μαθαίνοντας ότι η οικογένειά της είναι από τις παλαιότερες και πιο αρχοντικές της περιοχής δεν το πολυσκέφτηκε και προχώρησε προς μια ένωση αμοιβαίου συμφέροντος. Πριν τον γάμο όμως ερωτεύεται την καλύτερη φίλη της μέλλουσας συζύγου του, την Κλειώ, η οποία λίγο πριν την τελετή και καθώς διακρίνει τον πόθο και την απόγνωση στα μάτια του, του λέει την μοιραία φράση "Και τώρα δεν είναι αργά". Το επόμενο πρωινό ο Γαβράς μαζεύει τα πράγματά του και προτού φύγει, λέει του πεθερού του ότι ο γάμος ακυρώνεται διότι η νύφη ήταν "χαλασμένη", δείχνοντάς του τα κατάλευκα πειστήρια από την προηγούμενη νύχτα.

Ο Τζανέτος Γερακέας παίρνει το όπλο, να καθαρίσει την κόρη του - η οποία ορκιζόταν ότι δεν είχε κάνει τίποτα με κανέναν - που ντρόπιασε την οικογένεια, αλλά μια ξαφνική ζάλη δεν τον αφήνει να προχωρήσει, τότε προστάζει τον γιό του Πότη, μικρότερο αδερφό της Μαρίκας να "ξεπλύνει την ντροπή". Ο Πότης χωρίς να το σκεφθεί δεύτερη φορά υπακούει στον πατέρα του, σκοτώνοντας εν ψυχρώ την αδερφή του. Την επομένη στην κηδεία ουδείς προσέχει την απουσία της Κλειώς. Ένας κύκλος αίματος έχει ανοίξει.

Τραχύ τοπίο, τραχείς και σκληροί άνθρωποι. Ήλιος, πέτρα, θάλασσα..Ο ήρωας της νουβέλας και τραγική φιγούρα, Πότης Γερακέας είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος που η στάμπα του φονιά θα τον κυνηγάει αιώνια. Όταν μαθαίνει την αλήθεια, θέλει να εκδικηθεί αυτούς που την προκάλεσαν και αν δεν βρεί τους θύτες να βρεί κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Το αίμα ζητάει εκδίκηση. Τα μέρη που πρωταγωνιστούν εξίσου με τους χαρακτήρες στο βιβλίο, είναι η Μάνη και η Αμοργός, τοπία γυμνά και με βαριά ιστορία να τα συνοδεύει. "Άνυδρα και άδεντρα μέρη, διαθέτουν τα απολύτως απαραίτητα, που και πάλι δε φτάνουν. Οι κάτοικοι είναι ντόμπροι, φιλότιμοι, ευγενείς αλλά και απρόσιτοι στους ξένους. Και στα δυο μέρη κυρίαρχο δέντρο είναι η ελιά. Νερό δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Η ίδια νάρκη κατασταλάζει στη Μάνη και την Αμοργό. Τα βουνά είναι τόσο απότομα, που περιμένεις από στιγμή σε στιγμή να ξεκολλήσουν οι άκρες των βράχων και να περιφέρονται στον ουρανό σαν ιπτάμενα νησιά."


Η γραφή του Αρκουδέα, απλή, elegant και αποστασιοποιημένη, λυρική χωρίς να γίνεται συναισθηματική, με εξαιρετική οικονομία λόγου. Ο έμπειρος και πολυγραφότατος συγγραφέας που κλείνει του χρόνου 30 χρόνια παρουσίας στα γράμματα, είναι εδώ στα καλύτερά του.
Βεβαίως τίποτα απ'όλα αυτά δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε αυτή η τόσο ωραία έκδοση με τις ξυλογραφίες του Νίκου Σταυρακαντωνάκη να την συνοδεύουν και να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στα δρώμενα. Στην έκδοση, ο συνδυασμός λόγου και εικόνας λειτουργούν αρμονικά και ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να υπάρχει μια μουσική συνοδεία στον λόγο, όπου ορισμένα σημεία της πλοκής τονίζονται με καλλιτεχνικά στοιχεία, ενώ οι εικόνες τις περισσότερες φορές "μιλάνε" εμφαντικότερα από τις λέξεις.


Οι δύο δημιουργοί, ο Αρκουδέας και ο Σταυρακαντωνάκης αφηγούνται την ιστορία μαζί αλλά και με τον ιδιαίτερο τρόπο του ο καθένας. Το βλέμμα στέκεται στις ξυλογραφίες, στις τονισμένες προτάσεις - δεν μπορεί να τις προσπεράσει αδιάφορα, ενώ θα μπορούσε να ξαναδιαβάσει τη νουβέλα μόνο από την πλευρά του καλλιτέχνη ακολουθώντας το νήμα των προτάσεων. "Βεντέτα", "χέρι", "Και τώρα δεν είναι αργά", "δάκρυα", "ο γάμος ακυρώνεται", "Τι ντροπή...", "Μίλα καθαρά", "να ξεχνώ", "Ήταν λάθος", "τα χνάρια σου", "Αμοργό", "Σε ξέρω.", "χρέος" και ενδιάμεσα να παρεμβάλλονται σελίδες-πίνακες (ξυλογραφίες), η κατακόκκινη σελίδα 35 με το αίμα να κυλάει, ένας τάφος να δεσπόζει σε ένα νεκροταφείο σκαμμένο στον βράχο στην σελίδα 41, δύο κουρτίνες να κουνιούνται από το Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι στην σελίδα 87 κλείνοντας (;) την ιστορία.


Το αίμα, η εκδίκηση, η συγχώρεση, η λησμονιά. Η ελεγειακή νουβέλα του Αρκουδέα (που διαβάζεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα για να ξαναδιαβαστεί ακόμα προσεκτικότερα μετά), είναι μια ωραία έκπληξη, θαυμάσια μέσα στην απλότητα της ιστορίας που αφηγείται και είναι πραγματική απόλαυση για τα μάτια και την ψυχή με τις ξυλογραφίες που θυμίζουν βιβλία του 19ου αιώνα ή ακόμα και του μεσοπολέμου, σε μια έκδοση-κόσμημα που συγκινεί κάθε πραγματικό βιβλιόφιλο.

 ______________________________________________________


Παρακολουθήστε την συζήτηση με τον συγγραφέα Κώστα Αρκουδέα για τη νουβέλα του "ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ", στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, της 7/2/15. Η συζήτηση διεξάγεται την δεύτερη ώρα της εκπομπής. Την πρώτη ώρα διαβάζουμε λήμματα απο το υπέροχο βιβλίο του Δ.Καλοκύρη "ΠΑΡΑΣΣΑΓΕΣ" (τόμος Α) και ακούμε ένα αφιέρωμα στην παδική ανάγνωση.

 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2015 | Permalink
Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης
Εξαιρετικό νουάρ χωρίς φόνους γίνεται; Και όμως ναι… «ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΕΙΡΗΝΗΣ» («Paris en temps de paix») του Γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Gilles Martin-Chauffier (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Γ.Στρίγκος, σελ.373), αποδεικνύει ότι η έννοια του νουάρ (όρος ιδιαίτερα σχετικός και μάλλον παρεξηγημένος) έχει πολλές διαστάσεις. Το βιβλίο του Μαρτέν-Σωφιέ είναι ένα κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου οι κοινωνικές και εθνικές διαφορές είναι στο προσκήνιο, σε ένα Παρίσι που μοιάζει να είναι χωρισμένο σε ζώνες, με συμμορίες, μαφιόζους και λαθρέμπορους να κυριαρχούν, ομοιάζοντας περισσότερο στη Νέα Υόρκη παρά σε ευρωπαϊκή πόλη.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο πολυπολιτισμικό 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, μια μικροαστική συνοικία που δεν έχει τίποτα από την φινέτσα των καλών περιοχών της «Πόλης του φωτός», γεμάτη τεράστια οικοδομικά συγκροτήματα όπου διαμένουν λογιών-λογιών εθνότητες, Άραβες, Εβραίοι, Κινέζοι, Αφρικανοί, και ανάμεσά τους Γάλλοι φοβισμένοι, μεροκαματιάρηδες που προσπαθούν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Αρκεί μια σπίθα για να ανάψει το φυτίλι της σύγκρουσης και η (μάλλον ηλίθια) ενέργεια ενός νεαρού (και σεσημασμένου) Άραβα να προσπαθήσει να κλέψει μια κοπελίτσα, κόρη μιας ήσυχης Εβραϊκής οικογένειας, τραυματίζοντας την, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Οι γονείς της καταθέτουν μήνυση η οποία (ως συνήθως) δεν καταλήγει πουθενά, ο νεαρός αφήνεται ελεύθερος λόγω αμφιβολιών αλλά μερικές μέρες μετά δέχεται επίθεση από αγνώστους που του παραμορφώνουν το πρόσωπο με βιτριόλι. Αυτή τη φορά κατηγορούνται οι Εβραίοι και η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει.

Τις υποθέσεις χειρίζεται ο βετεράνος αστυνόμος Κερζενεάν, Βρετόνος στην καταγωγή, που νοσταλγεί να μπορέσει να γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ξεφεύγοντας απ’όλα αυτά. Σκληρός άντρας αλλά κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, πανέξυπνος και διπλωμάτης, ισορροπεί μεταξύ των οπαδών της σκληρής γραμμής του τμήματός του και της πολιτικής εξουσίας που δεν θέλει τα γεγονότα να ξεφύγουν τελείως. Διατηρεί ένα δημοκρατικό προφίλ που του ανοίγει πόρτες και του επιτρέπει να συνομιλεί με όλες τις πλευρές. Στο πλευρό του είναι ο τελείως διαφορετικός (ως χαρακτήρας) βοηθός του, με το ψευδώνυμο Τζέι-Αρ που χρησιμοποιεί μεθόδους στα όρια της νομιμότητας για να φτάσει στον σκοπο του.
Σε μια επίσκεψη στο Λύκειο της περιοχής, ο Κερζενεάν ερωτεύεται την Ανν Μαρί, μια αριστοκρατική γυναίκα που δουλεύει ως δασκάλα εκεί. Η Ανν Μαρί είναι παντρεμένη και ο παράνομος δεσμός τους στεγάζεται σε δωμάτια ξενοδοχείων και συναντήσεις σε πανάκριβα ρεστωράν. Η αστική της κουλτούρα έρχεται σε αντίθεση με την σκληρή πραγματικότητα της καθημερινότητας στους δρόμους του Παρισιού.

Μετά από μια συντονισμένη έφοδο σε ένα συγκρότημα πολυκατοικιών και την ανεύρεση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και την αναγνώριση του Κερζενεάν ως εγκέφαλου του σχεδίου, τα πράγματα παίρνουν μια δραματική τροπή, καθώς απάγεται ο γιός της οικογένειας των Εβραίων των οποίων η κόρη είχε δεχθεί την επίθεση. Ο απαγωγέας επικοινωνεί μόνο με τον Κερζενεάν και ζητάει ένα τεράστιο ποσό για λύτρα. Το πεδίο ενδιαφέροντος πέφτει πάλι στην διαμάχη μεταξύ Αραβικής και Εβραϊκής κοινότητας και καθώς οι μέρες περνάνε, οι πολιτικοί μπαίνουν στο παιχνίδι ενώ ο ίδιος ο Σαρκοζί ετοιμάζει επίσκεψη στο σπίτι της παθούσας οικογένειας. Το βάρος πέφτει όλο στις πλάτες του Κερζενεάν, ο οποίος όμως αρχίζει να σκέφτεται λίγο διαφορετικά την υπόθεση και να βλέπει ότι μπορεί να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από αυτήν, ενώ βλέπει και την (μέχρι εκείνη τη στιγμή) πάντα ατσαλάκωτη Άνν Μαρί να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα που κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με την απαγωγή. Το παιχνίδι γίνεται πολύ επικίνδυνο για όλους και καθώς εισβάλλει και η Κινέζικη μαφία στο προσκήνιο, η συνέχεια είναι συναρπαστική.

Το καλό και το κακό μπερδεύονται στο ευρηματικότατο μυθιστόρημα του Μαρτέν-Σωφιέ. Κανείς από τους χαρακτήρες πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες δεν είναι μονοδιάστατος και πάντα παραμονεύει ή αιωρείται κάτι που είναι στο σκοτάδι και ετοιμάζεται να βγεί στο φως. Ο ήρωας Ερβέ Κερζενεάν με το δημοκρατικό προφίλ, την σκληρότητα και την μελαγχολία στο βλέμμα, με την εξέλιξη του μυθιστορήματος, δείχνει μια άλλη πλευρά του, που ανατρέπει αυτό που βγαίνει προς τα έξω, καθιστώντας τον έναν πολύ ενδιαφέροντα (και πολύ ανθρώπινο) λογοτεχνικό χαρακτήρα. Η ψυχολογική σύγκρουση του κεντρικού ήρωα δεν αποβαίνει εις βάρος της πλοκής στο βιβλίο, απλώς της αλλάζει τον προσανατολισμό προσθέτοντας μια διαφορετική νότα στα γεγονότα. Ο συγγραφέας εξελίσσει την πλοκή πανέξυπνα, ξετυλίγοντας αργά αλλά σαγηνευτικά τον μίτο της πλοκής, με χιούμορ και σαρκασμό δείχνοντας την υποκρισία όλων, πολιτικών αρχών, εκπαιδευτικού συστήματος, οικονομικού συστήματος.

"Δεν άντεχα άλλο να παλεύω ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στο Παρίσι, ο όρος "ηθικός" δεν σημαίνει τίποτα...Γιατί να είμαι ο μόνος, στο τελευταίο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, που κάνω ευσυνείδητα τη δουλειά μου χωρίς υστεροβουλία, ούτε υποκρισία; Τόσον καιρό που συναναστρεφόμουν ως υπάλληλος αυτούς που κρατάνε το σύστημα στα χέρια τους, είχα καταλάβει τη νοοτροπία τους: σέβονται μονάχα τους κλεφταράδες του δικού τους βεληνεκούς. Αν είσαι αδύναμος, δεν υπάρχεις και, με το παραμικρό παραστράτημα, θα τη φας στο κεφάλι. Πρέπει να τους εντυπωσιάσεις για να γίνεις ένας συνομιλητής αντάξιος της προσοχής τους. Και τότε, δεν τίθεται πλέον θέμα καλού ή κακού."

Πολυεπίπεδο και αιχμηρό το μυθιστόρημα του Μαρτέν-Σωφιέ με τον βαθύτατα ειρωνικό τίτλο, έχει κινηματογραφική δομή και ατμόσφαιρα, μερικούς έξοχα σκιαγραφημένους χαρακτήρες και πολύ ενδιαφέρουσα οπτική. Χάνει σε ένταση και αγωνία, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν στόχευε ο συγγραφέας σ'αυτό αφού μάλλον επιθυμούσε να τονίσει την κοινωνικοπολιτική διάσταση κάτι που το κατάφερε απόλυτα.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα επίκαιρο μετά τα τελευταία γεγονότα που συνέβησαν στο Παρίσι πριν από ένα μήνα, την επίθεση των Τζιχαντιστών στα γραφεία του σατυρικού περιοδικού Charlie-Hebdo και όσα επακολούθησαν. Γραμμένο 4 χρόνια πριν, περιγράφει το κλίμα, την ατμόσφαιρα στην πολυπολιτισμική μεγαλούπολη όπως είναι, χωρίς γλαφυρές περιγραφές και ωραιοποιήσεις. Διακρίνει κανείς την κούραση και τον προβληματισμό μιας ανεκτικής εν πολλοίς κοινωνίας και την ισορροπία τρόμου με χαρακτηριστικό παράδειγμα στις σελίδες του βιβλίου, την επιφυλακή δεκάδων αστυνομικών υπό τον φόβο μεγάλων επεισοδίων μετά από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα Αιγύπτου-Αλγερίας που διεξάγεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και αρκεί μια χειρονομία ή μια λέξη για να διεξαχθεί πραγματικός πόλεμος σε μια πλατεία του Παρισιού.

Στο "Παρίσι εν καιρώ ειρήνης", όπως και στα "Arab Jazz", "Ο Γερμανός Μουτζαχεντίν" ή ακόμα και στο "Μεταμορφώσεις" του Francois Vallejo (όλα από τις πάντα ενήμερες εκδόσεις Πόλις), που μόλις κυκλοφόρησε, περιγράφεται η αγωνία των σύγχρονων Γάλλων λογοτεχνών και ο προβληματισμός τους για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.


 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015 | Permalink
Παγκόσμια ιστορία της Τρομοκρατίας
"Τα ακόλουθα κείμενα απεύχονται την σύναψη οποιασδήποτε σχέσης με την επιστημονική μελέτη της τρομοκρατίας. Απλά, διαβάζουν ορισμένα ιστορικά περιστατικά, όπωςθα διάβαζαν τις σημαντικότερες σελίδες ενός μυθιστορήματος ή θα παρακολουθούσαν τις σημαντικότερες σκηνές μιας τραγωδίας. Εν τούτοις, ο συγγραφέας ισχυρίζεται πως γνωρίζει τον έναν και μοναδικό λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι τρομοκρατούν με τόση επιμονή τους ανθρώπους: διότι είναι άνθρωποι. Φυσικά η παραπάνω θέση δεν είναι δυνατόν να μας προμηθεύσει έναν νομιμόφρονα ορισμό της τρομοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν να πούμε: "Τρομοκρατία είναι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι στους ανθρώπους επειδή είναι άνθρωποι". Ωστόσο - έστω και χωρίς ορισμό - ο εν λόγω συγγραφεύς θα σκέπτεται με τον δικό του τρόπο σε κάθε περίπτωση. Γνωρίζει πως ο μοναδικός τρόπος για ν'αγαπά κάποιος τους ανθρώπους είναι να τους αντιμετωπιζει σαν μικρά παιδιά. Κραυγάζουν οι άνθρωποι την μοναξιά, την θνητότητα, την απελπισία, την πλάνη τους, εξορισμένοι στην άκρη ενός παράλογου σύμπαντος. Μια στρογγυλή πέτρα όλο κι όλο το βιός μας. Και οι σκέψεις, οι ελπίδες μας, επιθυμίες μας;...Οι σκέψεις μας, οι ελπίδες μας, οι επιθυμίες μας είναι δική μας υπόθεση τελικά. Αν καταφέρουμε να μην τρομοκρατηθούμε, ίσως έχουμε κάποιες ελπίδες να ζήσουμε τη ζωή μας - όσο μας αφήσουν - σαν δική μας ζωή."


Αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος από τον πρόλογο ενός δοκιμίου, με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» (Εκδ. Βακχικόν, σελ. 97). Συνήθως από ένα βιβλίο που τιτλοφορείται έτσι,  ο αναγνώστης περιμένει να διαβάσει μια ιστορική καταγραφή των «τρομοκρατικών» ενεργειών μέσα στους αιώνες, μια ιστορική διαδρομή δηλαδή, που θα αναλύει και θα επεξηγεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο που μπορεί να αλλάζει και να διαμορφώνεται μέσα στους αιώνες, αλλά δεν υποχωρεί ποτέ. Ο συγγραφέας, ποιητής και (ιδιαίτερα έμπειρος και ικανός) μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας, όμως, μόνο αυτό δεν είχε στο μυαλό του. Κλείνοντας το μάτι στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και την «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» του, στο θαυμάσιο δοκίμιό του παραθέτει ορισμένα περιστατικά της ιστορίας και της μυθολογίας για να τονίσει ότι η «τρομοκρατία» δεν είναι κάτι υπερφυσικό ή ανεξήγητο αλλά κάτι που οφείλεται στην ανθρώπινη φύση.

«Θα πρέπει κάποια στιγμή να αποδεχθούμε την αλήθεια: οι άνθρωποι – εμείς και οι άλλοι – δεν είμαστε παρά προϊόντα των θεσμών μας: ανάποδα θηρία, άγγελοι σαρκοβόροι δηλαδή. Ο μοναδικός τρόπος να υπάρχουμε είναι οι θεσμοί. Δεν γνωρίζουμε άλλον τρόπο να είμαστε άνθρωποι. Δεν είμαστε άνθρωποι έξω από τους θεσμούς, αλλά αφηρημένες έννοιες, ευχολόγια τρομαγμένων διανοουμένων. Παλεύουμε για να υπάρξουμε, για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας, ανάγκες που δεν γνωρίζουμε ποιες ακριβώς είναι αν δε δοκιμάσουμε τα πάντα, αν δεν δώσουμε στο τυχαίο, στο συμπτωματικό, την ευκαιρία να μας δείξει το μόνιμο, το σταθερό, αυτό που είμαστε προορισμένοι να είμαστε.»

Η τρομοκρατία κατά τον συγγραφέα είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο κάνειτην εμφάνιση του από την αρχή του ανθρωπίνου είδους, από την εμφάνιση του σκεπτόμενου ανθρώπου. Επισημαίνει ως αρχή της "τρομοκρατίας" στον γραπτό λόγο την Ιλιάδα του Ομήρου και επεκτείνεται σε επόμενο κεφάλαιο όπου αναφέρεται στην περίπτωση του Θησέα την άσκηση της τρομοκρατίας από την πλευρά της εξουσίας και την χρησιμοποίησή της για να εφαρμόσει τους νόμους που θεσπίζει.

Ο Μπλάνας κάνει μια αποσπασματική  ιστορική αναδρομή μέσα απο διάφορα επεισόδια/γεγονότα της ιστορίας για να στηρίξει τη θέση του. Μιλάει για την "τρομοκρατίας της αρένας" (του όχλου), την "τρομοκρατία της ομάδας" (θρησκευτικός φανατισμός), τον Ντράκουλα και τους Βλάχους πρίγκιπες, τον Γουτεμβέργιο και την διάδοση των ιδεών (άρα και της τρομοκρατίας της εξουσίας) μέσω του έντυπου λόγου, τον ξακουστό Λόπε δε Αγκίρε (την "Μάστιγα του Θεού" όπως έμεινε στην ιστορία), και από την Γαλλική Επανάσταση (όπου πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο όρος "terrorism") στην τρομοκρατία των φανατικών, τους Ασσασίνους.

Στο δοκίμιο του Μπλάνα τονίζεται ότι η λέξη τρομοκρατία ουσιαστικά χρησιμοποιείται με πολύ γενικούς και σχετικούς όρους, και ότι όπου εμπλέκεται το ιδεολογικό στοιχείο, χάνεται η ουσία του όρου. Τονίζεται δε ότι δεν υπάρχει τρομοκρατία χωρίς να απορρέει από κάποια εξουσία η οποία θέλει να επιβληθεί ενσπείροντας φόβο=τρόμο στους ανθρώπους, προσπαθώντας να εκβιάσει τη βούληση του ατόμου υπό το κράτος του τρόμου. Η εξουσία που "πρέπει" να εξολοθρεύσει το "διαφορετικό", το "ανίερο" για να μπορέσει να επιβιώσει.

Στο βιβλίο περνάει με πολύ υπαινικτικό ύφος και συνοπτικά η ιστορία του ανθρώπου που ουσιαστικά είναι και η ιστορία της "τρομοκρατίας". Το κράτος συστηματοποιεί την βία έχοντας το μονοπώλιο της με σκοπό την προστασία των πολιτών και για να μπορέσει να λειτουργήσει "αρμονικά" η κοινότητα". Ο συγγραφέας αναφέρει, περιπτώσεις της ιστορίας όπου ο "τρομοκράτης" του χθες, μπαίνει στην υπηρεσία της εξουσίας, τονίζοντας την σχετικότητα του όρου και των πραγμάτων.

«Η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ στο βάθος. Το βάθος βρίσκεται πάντα πάνω-πάνω. Το βάθος είναι ο τρόμος μας μπροστά στην ευκρίνεια της αλήθειας, που συχνά δεν συμφωνεί με τις επιθυμίες μας. Το κρυμμένο νόημα δεν είναι παρά μια προσπάθεια αποφυγής του νοήματος. Τα σύμβολα κενοτάφια ιδεών. Δεν έχουν τίποτα κάτω τους. Οι ιδέες ζουν αλλού και περιμένουν πότε θ’αποφασίσουμε να σταματήσουμε αυτό το παιδαριώδες παιχνίδι της ερμηνείας. Οι μυθικοί άθλοι του Θησέα μιλούν καθαρά. Τι λένε; Τρομοκρατία είναι η απρόκλητη βία. Τρομοκρατία είναι η αφαίρεση του δικαιώματος στην ταυτότητα. Τρομοκρατία είναι η ζωώδης καταστροφή της ζωής και της περιουσίας του άλλου. Τρομοκρατία είναι η καταναγκαστική εργασία. Τρομοκρατία είναι η εξαπάτηση. Τρομοκρατία είναι η αναίτια πρόκληση του άλλου. Τρομοκρατία είναι η αφαίρεση του δικαιώματος της διαφορετικότητας. Τρομοκρατία είναι η ομαδοποίηση με στόχο την επιβολή. Τρομοκρατία είναι η συνομωσία. Τρομοκρατία είναι η υποτέλεια. Τρομοκρατία είναι ο θρησκευτικός σκοταδισμός.»

Η "Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας", που κυκλοφόρησε πρώτα σε ψηφιακή μορφή πριν από μερικά χρόνια, μέσα από το site του περιοδικού "Βακχικόν", ενώ έχει μεταφραστεί και στα Αγγλικά,  είναι ένα έξοχο δοκίμιο, ιδιαίτερα σαγηνευτικό και ελκυστικό. Το λογοτεχνικό ύφος του Γ.Μπλάνα είναι ευδιάκριτο και γλαφυρό, κατανοητό και υπαινικτικό, με εξαιρετική οικονομία λόγου, συντελώντας κατ'αυτόν τον τρόπο, στην απόλαυση της ανάγνωσης, που θυμίζει μεγάλους δοκιμιογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ δίνει τροφή για (πολλή) σκέψη και διάλογο.





_________________________________________________________


Ακούστε την συζήτηση που είχα με τον Γιώργο Μπλάνα, συγγραφέα της "Παγκόσμιας ιστορίας της Τρομοκρατίας", στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks at Amagi radio. Η εκπομπή μεταδόθηκε στις 24/1/15 και η κουβέντα μας με τον συγγραφέα αρχίζει μετά την πρώτη ώρα. Καλή ακρόαση.