«Η αλήθεια είναι
μονάχα μια εκδοχή της πραγματικότητας.»
Τα
ογκώδη μυθιστορήματα είναι συνήθως απωθητικά στον μέσο αναγνώστη (και όχι
μόνο), αλλά τις περισσότερες φορές κρύβουν θησαυρούς μέσα τους. Αυτή είναι και
η περίπτωση του πολυσέλιδου και ιδιαίτερα πυκνογραμμένου βιβλίου του Ιταλού
συγγραφέα Alberto Garlini (Πάρμα, 1969), με
τον τίτλο «Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ» («La legge del’ odio»), που εκδόθηκε την
προηγούμενη χρονιά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις
Πόλις, σε μετάφραση-άθλο της Βασιλ.
Πέτσα (σελ. 708), ενός εντυπωσιακού και φιλόδοξου μυθιστορήματος, που είναι
ένας απόλυτα επιτυχημένος συνδυασμός πολιτικής ιστορίας και μυθοπλασίας,
δραματοποιημένου ντοκουμέντου και ανατομίας της φασιστικής ιδεολογίας.
Ο
ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας νεαρός φασίστας, τον οποίον ο Γκαρλίνι περιγράφει ενδελεχώς. Από την
αρχή του βιβλίου μαθαίνουμε ότι ο Στέφανο Γκουέρρα (καθόλου τυχαία η επιλογή
επωνύμου διότι Guerra σημαίνει πόλεμος/μάχη),
είναι νεκρός μέσα από την διαδικασία μιας δίκης το 1985, που εξετάζει τις συνθήκες
θανάτου του, όπως κι ενός νεαρού φοιτητή το 1968, στις συμπλοκές της Βάλε
Τζούλια το 1968, όπου παρατηρείται η πρώτη εμφάνιση του Γκουέρρα. Στο
μυθιστόρημα παρακολουθούμε τα γεγονότα που συνέβησαν από το 1968 έως το 1975,
χρονιά του θανάτου του ήρωα του βιβλίου. Ήταν χρόνια ταραγμένα, που στην Ιταλία
αποκαλούνται «τα μολυβένια χρόνια»,
διότι οι ταραχές δεν είχαν καμία σχέση με τον Μάη του 68 στη Γαλλία ή τις φοιτητικές
εξεγέρσεις στις Η.Π.Α., ήταν γεγονότα που «μύριζαν» εμφύλιο πόλεμο, ήταν
γεγονότα όπου σκοτωνόταν περαστικοί, οικογένειες, κι όπου οι νοσταλγοί του Μουσολινικού
καθεστώτος ονειρευόντουσαν πραξικοπήματα.
Ο
Στέφανο Γκουέρρα, είναι μεν μια λογοτεχνική κατασκευή, αλλά τα χαρακτηριστικά
του, είναι τόσο ζωντανά σκιαγραφημένα, που ο αναγνώστης θεωρεί ότι διαβάζει για
έναν άνθρωπο που υπήρξε. Ο μέντοράς του Φράνκο στη δίκη τον περιγράφει: «Ξανθός, λιγομίλητος, λιπόσαρκος. Μισός
άγγελος, μισή οχιά. Κατά βάθος, ένα χωριατόπαιδο που δεν μεγάλωσε ποτέ.»
Όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Γκουέρρα, είναι ένας εικοσάχρονος από το
Ούντινε, παιδί προβληματικής οικογένειας, με πατέρα Φασίστα, ο οποίος από τα
χρέη αυτοκτόνησε και μητέρα που κάνει (κυριολεκτικά) τα πάντα για να τον
μεγαλώσει. Ο ήρωας του βιβλίου, δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ασπάζεται την
φασιστική ιδεολογία, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι είναι αυτό, απλά μεγάλωσε με τους
φίλους του πατέρα του και μέσα σε ένα περιβάλλον σημαιών, νεκροκεφαλών και
ανάμνησης ενός «ένδοξου παρελθόντος». Η μία πλευρά του, είναι ενός κτήνους, που
δεν θα διστάσει να σκοτώσει χρησιμοποιώντας κάθε μέσον, και η άλλη, έχει έναν
ιδιότυπο ρομαντισμό, που δακρύζει διαβάζοντας τους στίχους μιας Αργεντινής
ποιήτριας και συγκινείται διαβάζοντας κλασσική λογοτεχνία.
«Ο Φράνκο είναι σαν
να βλέπει μέσα στην ψυχή του: «Μας βλέπεις; Παρατήρησέ μας προσεκτικά. Δες την
αποφασιστική μας όψη. Όλοι είμαστε αδέλφια μεταξύ μας. Αποκαλύψαμε τη μεγάλη
απάτη της αστικής ειρήνης και δεν θέλουμε να γίνουμε κομμάτι της. Μας κινεί
όλους ένα αλάνθαστο ορμέμφυτο. Είμαστε πάντοτε έτοιμοι για καβγά και η στυφή
οσμή της περιπέτειας μας τραβά παντού. Αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο ανάμεσα σε
χιλιάδες, όπως οι θαρραλέοι μεταξύ θαρραλέων. Ωστόσο, καθένας μας αναζητά κάτι
διαφορετικό, αιτιολογεί τους ξυλοδαρμούς και το αίμα και τη θυσία με
διαφορετικό τρόπο. Κανείς δεν έχει ακούσει ακόμη το παρασύνθημα. Ίσως το
φέρνουμε απ’ έξω απ’ έξω, ξεδιάντροπα, μιλώντας περί πίστης. Σήμερα, όμως,
μπορούμε να βροντοφωνάξουμε το πιστεύω μας. Θυμός. Θυμός. Θυμός. Ο θυμός μάς
ενώνει. Ο θυμός του Αχιλλέα και του Οδυσσέα. Ο θυμός που κατακαίει τα πιο ατρόμητα
μυαλά, που δολοφονεί για μια ατέλεια. Ο θυμός που ενδημεί εκεί που μάχεται
κανείς. Εκεί όπου χέρια οπλισμένα βάλλουν κατά της ζωής. Εκεί όπου αγωνίζεται
κανείς μέχρι να εξαντληθούν οι δυνάμεις του. Εκεί όπου βρίσκεσαι ολομόναχος εάν
είσαι φανατικός. Εκεί όπου ο φανατισμός ταυτίζεται με την ομορφιά. Σ’ εκείνη
την ουδέτερη ζώνη, στην οποία όλοι, εάν διέθεταν ανάλογο θάρρος, θα ήθελαν να
κατοικούν.»
Ο
Γκουέρρα, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών του διημέρου, που έμεινε ιστορικά
γνωστό ως «Μάχη της Βάλε Τζούλια» στις
αρχές του 1968, (εκεί όπου αριστεροί, κινεζόφιλοι, ακροαριστεροί φοιτητές
συμπλέκονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις στο κέντρο της Ρώμης, φασιστικές
ομάδες βρήκαν την ευκαιρία να ανακατευτούν συμβάλλοντας στο γενικότερο χάος) θα
σκοτώσει χωρίς πραγματικά να το θέλει, έναν χαρισματικό νεαρό φοιτητή που
βρέθηκε τυχαία εκεί και είχε γνωρίσει τα προηγούμενα βράδια. Αυτή η δολοφονία δεν
θα στοιχειώσει μόνο τον Γκουέρρα, αλλά θα γίνει αντιληπτή από τους άλλους φασίστες
και θα αποτελέσει στοιχείο εκβιασμού προς αυτόν. Ο φόνος αρχικά αποδόθηκε σε
αριστερούς φοιτητές αλλά σύντομα κατέπεσε η κατηγορία.
Η
πορεία του Γκουέρρα, μετά την Βάλε Τζούλια ήταν ανοδική. Επιστρέφοντας στο
Ούντινε, θα αποτελέσει τον εκτελεστικό βραχίονα για τα φασιστικά κεφάλια της πόλης
και γενικότερα της Βόρειας Ιταλίας. Θα σχηματίσει την δικιά του ομάδα, θα
εκβιάζει και θα εκβιάζεται, θα προδίδει και θα προδίδεται, θα σκοτώνει χωρίς
δισταγμό και θα τρομοκρατεί κόσμο. Τα χρήματα έρχονται, αλλά και οι απαιτήσεις
αυξάνονται. Τα πράγματα σοβαρεύουν και ο Γκουέρρα αντιλαμβάνεται ότι δεν θα
αργήσει η μέρα που θα είναι κι αυτός «αναλώσιμος» όπως τόσοι και τόσοι άλλοι –
θα προσπαθήσει να αυτονομηθεί, εγχείρημα δύσκολο που απαιτεί χρήματα. Στο μεσοδιάστημα,
θα ερωτευτεί την Αντονέλλα, την αδελφή του φοιτητή που δολοφόνησε. Δεν θα της αποκαλύψει
ποιος είναι, αλλά θα την πολιορκήσει στενά, και θα έχουν μια ερωτική σχέση που
θα τους σημαδέψει και θα συντελέσει στην συνειδητοποίηση του Γκουέρρα, για την
αληθινή του φύση και το αδιέξοδο της ζωής του.
«Θυμάστε τι έγραψε
ο Γκέμπελς, όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ; Η παρτίδα σκάκι για την
κατάληψη της εξουσίας ξεκίνησε. Αυτό επαναλαμβάνω κι εγώ σ’ εσάς, αυτή την ώρα.
Το παιχνίδι για την κατάληψη της εξουσίας ξεκίνησε και δεν θα το παίξουμε με
πλεκτάνες και πολιτικούς διαξιφισμούς. Θα το παίξουμε με τις βόμβες. Με τα
όπλα. Με τον φόβο. Στην Ιταλία δεν πρέπει να υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος που να
αισθάνεται ασφάλεια στο σπίτι του. Που θα
συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο ξέγνοιαστος. Το νεανικό μας αίμα πρέπει να
ζυμωθεί μέσα σ’ ολόκληρο το έθνος. Θα φτάσουμε σε κορεσμό μονάχα με τη συνεχή
ώθηση της αδιάλειπτης δράσης. Με την πιο σκληρή αντίδραση. Με μια ορμή που δεν επιδέχεται δισταγμούς και
αμφιταλαντεύσεις. Μια επανάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αλλιώς. Κι εμείς
επιζητούμε την επανάσταση. Για άλλους, στο μέλλον, θα έρθει η ώρα της πολιτικής,
σήμερα όμως χρέος δικό μας είναι η επίθεση.»
Ο
Γκαρλίνι περιγράφει με γλαφυρότητα
και υπομονή την κρίση στην Ιταλική κοινωνία εκείνων των χρόνων και την έξαρση της
αλόγιστης βίας, μεταφέροντας με υποδειγματικό τρόπο την ατμόσφαιρα των ημερών.
Τα άκρα που κάπου συμπλέουν στις οδομαχίες, οι κοινές μέθοδοι περιγράφονται,
καθώς ο συγγραφέας δεν φοβάται να θίξει ευαίσθητα θέματα. Αλλάζοντας τα ονόματα
των πρωταγωνιστών του, δείχνει τους βυζαντινισμούς και την διαπλοκή στα ανώτερα
στρώματα, με δημοσιογράφους, πολιτικούς και άλλους να εμπλέκονται σε ένα
ανηλεές παιχνίδι της εξουσίας, όπου δεν διστάζουν να δολοφονήσουν αθώους
ανθρώπους.
Ο
Γκαρλίνι τοποθετεί στο επίκεντρο της
ιστορίας του, έναν άνθρωπο που αντιπροσωπεύει το απόλυτο Κακό, δείχνοντας όμως την
σχετικότητα των εννοιών. Ο Γκουέρρα, ο ήρωας του βιβλίου, διαμορφώνεται μέσα
από την οικογένειά του και τον περίγυρό του, ως ένας άνθρωπος που μισεί. Το
μίσος μέσα του είναι βαθύ, όπως κι ο θυμός του. Μισεί την κοινωνία, τους συνανθρώπους
του, είναι αρχικά ένα κτήνος, που όμως υπάρχουν μέσα του, ψήγματα ανθρωπιάς και
πρωτόγονου ρομαντισμού. Μέσα από την περιγραφή του συγγραφέα και την ανατομία
του χαρακτήρα του, βλέπουμε την αργή συνειδητοποίησή του, το πώς τον αλλάζει ο
έρωτας, αλλά και τα λογοτεχνικά βιβλία που διαβάζει.
Παρουσιάζοντας
τεράστιο λογοτεχνικό (και όχι μόνο) ενδιαφέρον, ο ήρωας του βιβλίου δεν είναι
μονοδιάστατος, το ψυχογράφημά του είναι πολύπλοκο και με τόσες αντιφάσεις που
θαυμάζεις το πώς οικοδομεί τον χαρακτήρα ο συγγραφέας σελίδα με την σελίδα για
να φτάσει σε ένα φινάλε που δείχνει μετέωρο αλλά είναι και ταυτόχρονα πολύ
γοητευτικό. Ο Γκουέρρα θα διαπιστώσει τα αδιέξοδα της ζωής του, μέσα από
γεγονότα δραματικά και μέσα από το καθαρότερο βλέμμα που σταδιακά αποκτά. Είναι
όμως αργά, είναι ένας άνθρωπος που ζει στα όρια κι έχει μάθει να κινείται σε
αυτά. Είναι ένας άνθρωπος «παγιδευμένος» όπου τα κέντρα εξουσίας των Φασιστών,
τον κρατάνε και η προσπάθεια να απεμπλακεί θα του κοστίσουν τη ζωή.
«Αυτό ήταν το
πεπρωμένο της Ευρώπης. Να αναλογίζεται τον εαυτό της σαν φάντασμα του
παρελθόντος. Να προσποιείται ότι δεν βλέπει. Ν’ αποστρέφει το βλέμμα. Να
ενοχοποιεί τα όνειρα, να μην προσπαθεί ποτέ ν’ ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.
Ν’ αλλάζει θέμα συζήτησης. Να φυτοζωεί.»
Ανατομία
του Φασισμού και συναρπαστικό «μυθιστόρημα μαθητείας», το υπέροχο «Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ», ένα βιβλίο που σε
εξουθενώνει αναγνωστικά και νοητικά, που διαθέτει πολλές ιστορικές λεπτομέρειες
στις οποίες πρέπει να ανατρέχεις και που έχει αρκετές σελίδες παραπάνω απ’ όσες
ίσως χρειαζόταν, αλλά όμως είναι τόσο λεπτομερές και με τόσα χρήσιμα στοιχεία,
τόσο πολυεπίπεδο και σύνθετο, τόσο σαγηνευτικό στον έξοχο ρυθμό του, που
αποτελεί αναγνωστική εμπειρία ολκής. Ο Γκαρλίνι
σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι το «magnum opus» του, αποδεικνύεται ένας συγγραφέας θαρραλέος και με
στοιχεία που δείχνουν έναν σπουδαίο δημιουργό.
Βαθμολογία 86 / 100