Τρίτη, Μαΐου 27, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 27, 2008 |
Permalink
Το λεωφορείο
Η νουβέλα της Αργεντινής συγγραφέως Εουχένια Αλμέιδα «ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ» (Εκδ.OPERA,σελ.140) (80),διακρίνεται γιά την ατμόσφαιρα στην οποία υποβάλλεται ο αναγνώστης.Γραμμένη με απλή γλώσσα,η ιστορία της Αλμέιδα εντυπωσιάζει γιά το αλληγορικό στυλ που συνδιάζεται αρμονικά με τον νοτιοαμερικάνικο λυρισμό.
Το σκηνικό είναι ένα μικρό απομακρυσμένο χωριό στα βάθη της αργεντίνικης ενδοχώρας.Το χωριό χωρίζεται από τις γραμμές του τρένου.Πάνω από τις γραμμές είναι τα σπίτια των καλών οικογενειών και το ξενοδοχείο,κάτω από τις γραμμές ζούνε οι φτωχοί,οι ινδιάνοι,οι παρίες.Κάποια μέρα το λεωφορείο που κάνει το μοναδικό δρομολόγιο δεν σταματάει.Την επόμενη μέρα το ίδιο.Οι κάτοικοι ανακαλύπτουν ότι και η μπάρα που ανεβοκατεβαίνει όποτε περνάει το τρένο παραμένει κατεβασμένη,άρα ούτε το τρένο πρόκειται να περάσει.Το χωριό είναι αποκλεισμένο.Χωρίς ειδήσεις,χωρίς εφημερίδες οι κάτοικοι δεν έχουν ενημερωθεί ότι ο στρατός έχει πάρει την εξουσία.Η διαταγή προς τον τοπικό αστυνόμο είναι σαφής.Το χωριό αποκλείεται μέχρι να βρεθεί μιά νεαρή αναρχική που πιστεύουν ότι κρύβεται εκεί...Όταν κατά λάθος εκτελείται ένα άτυχο παράνομο ζεύγος που προσπάθησε να διαφύγει,όλα ξαναγυρίζουν στον παλιό τους ρυθμό.Το λεωφορείο ξανασταματάει,η μπάρα ανέβηκε,άρα το τρένο θα ξαναπεράσει.Ουδέν συνέβη...
Εν τω μεταξύ παρακολουθούμε την ιστορία του δικηγόρου Πόνσε ο οποίος αυτοεξορίστηκε στο πιό απομακρυσμένο και υποανάπτυκτο μέρος που βρήκε μπροστά του.Πήρε μαζί του την σύζυγο του Μάρτα.Την εγκλώβισε στο χωριό γιά να την τιμωρήσει που στην μία και μοναδική τους σεξουαλική τους επαφή,στα όρθια,στα πεταχτά εκείνη έμεινε έγκυος και θεώρησε υποχρέωση του να την παντρευτεί?Ή είναι η τιμωρία του γιατί έπεσε θύμα της αδυναμίας και της τυπολατρείας του? Αυτοί οι δύο χαρακτήρες (ο αλύγιστος και ξεροκέφαλος Πόνσε και η σαλεμένη Μάρτα) είναι εκπληκτικοί και κατευθείαν βγαλμένοι από τις καλύτερες σελίδες ενός Λιόσα ή ενός Σάμπατο.
Ίσως το «ζουμί» του βιβλίου να κρύβεται πίσω από την υπέροχη φράση του Μ.Κούντερα που η συγγραφέας χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα της ιστορίας της.
«Ένα μυθιστόρημα δεν είναι ομολογία του συγγραφέα,αλλά έρευνα γιά την ανθρώπινη ζωή μες στην παγίδα στην οποία έχει μετατραπεί ο κόσμος.»
Η νουβέλα διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.Παρ’όλο τον υπαινικτικό της χαρακτήρα,το πρώτο της επίπεδο είναι πολύ απλό και τα σημαντικά γεγονότα εκτυλίσσονται στο background σαν ηχώ,με ένα τρόπο που θυμίζει θεατρικό σκηνικό .Το χωριό είναι ουσιαστικά μιά πολιορκημένη χώρα,οι βάρβαροι είναι προ των πυλών αλλά κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι-όλοι είναι σε καραντίνα αλλά θεωρούν ότι δεν συμβαίνει τίποτα.Κεντροευρωπαϊκή ιστορία μεταφερμένη στη σκόνη την αλεγκρία και τους ρυθμούς της λατινικής Αμερικής-νουβέλα fusion με υπέροχα υλικά.Δεν μπορείς ν'αντισταθείς...
Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008 |
Permalink
Μητέρες και κόρες
Χαμηλών τόνων αλλά υψηλών συναισθημάτων το μυθιστόρημα του δημοφιλέστατου στην χώρα μας Τζόναθαν Κόου «ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΠΡΙΝ ΠΕΣΕΙ» (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ.280) ,(73) . Σε τελείως διαφορετικό στυλ και ύφος από τα προηγούμενα του εξαιρετικά μυθιστορήματα ο Κόου στο πιό προσωπικό του βιβλίο,παρότι παρουσιάζει και πάλι τις εγνωσμένες του αρετές που τον καταξίωσαν στο αναγνωστικό κοινό δείχνει «χαμένος» μέσα στην προσπάθεια του αυτή.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις μαγνητοφωνημένες αναμνήσεις μιά γηραιάς κυρίας ,της Ρόζαμοντ,που ταλαιπωρημένη από μιά μακροχρόνια ασθένεια επέλεξε αυτό τον τρόπο να μιλήσει γιά τα πράγματα που κρατούσε μέσα της σε όλη της τη ζωή.Αφήνοντας το 1/3 της περιουσίας της σε μιά τυφλή κοπελίτσα ,την Ίμοτζεν,που οι περισσότεροι είχαν δει μόνο μιά φορά στα πεντηκοστά γενέθλια της ,η ανηψιά της Τζιλ ως διαχειρίστρια της διαθήκης αναλαμβάνει να βρει την μυστηριώδη άγνωστη και αφού αποτυγχάνει στην προσπάθειά της ακούει μαζί με τις κόρες της,τις κασέτες.
Η αφήγηση της Ρόζαμοντ γίνεται μέσα από 20 φωτογραφίες που απεικονίζουν διάφορες χρονικά στιγμές της ζωής της.Από τότε που μικρό κορίτσι μόλις ξεσπάει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος στέλνεται από τους γονείς της στην επαρχία να ζήσει με κάποιους θείους της,όπου εκεί γνωρίζεται με την εξαδέλφη της Μπέατριξ,η οποία είναι η γιαγιά της τυφλής Ίμοτζεν και με την οποία έρχονται πολύ κοντά μέχρι την τελευταία φωτογραφία που έχει «τραβηχτεί» στο πάρτυ γιά τα πεντηκοστά της γενέθλια.
Πέρα της γοητευτικής μεν αλλά μάλλον κοινότοπης ιστορίας της Ρόζαμοντ γύρω από τη ζωή της,τα λάθη της,τις αδιέξοδες ομοφυλοφιλικές ερωτικές της σχέσεις,το κύριο πρόσωπο είναι η εξαιρετική φιγούρα της αλλοπρόσαλης Μπέατριξ (πολύ δυνατός μυθιστορηματικός χαρακτήρας οφείλω να αναγνωρίσω).Η πορεία της Μπέατριξ , της κόρης της Τέας και αργότερα της κόρης αυτής,της Ίμοτζεν και η μετέπειτα τύφλωση της με απρόσμενο τρόπο, είναι μιά ιστορία εντελώς αποτυχημένων μητέρων και των συνεπειών αυτής της αποτυχίας τους στις ζωές των θυγατέρων τους αλλά και των ιδίων.Οι ζωές των τριών γυναικών είτε καταστρέφονται,είτε αλλάζουν δραματικά όπως κυριολεκτικά «κανιβαλίζουν» η μία την άλλη...
Η Μπέατριξ το σκάει με έναν τυχοδιώκτη και ζώντας τσιγγάνικη ζωή γεννάει την Τέα,την οποία παραμελεί ουσιαστικά κατηγορώντας την ότι η γέννησή της αποτέλεσε την αιτία χωρισμού με τον άντρα της.Η Τέα μεγαλώνοντας νιώθει απόβλητη μέσα στην καινούρια αστική οικογένεια της Μπέατριξ και ουσιαστικά ακολουθεί την μοίρα της μάνας της φεύγοντας με έναν μουσικό της ροκ και ζώντας κι αυτή μέσα σε ένα τροχόσπιτο με το μωρό της την Ίμοτζεν,με κάθε λογής συνέπειες έως τα δραματικά γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την τύφλωση της μικρής.
Με διακριτικό τρόπο παρακολουθούμε επίσης την σχέση της Τζιλ με τις δύο κόρες της όπως ακούνε τις κασέτες.Μιά σχέση που δείχνει απρόσωπη και μάλλον αποτυχημένη στην αρχή αλλά μετά μοιάζει να ομαλοποιείται και να επέρχεται η συμφιλίωση,όμως το παιχνίδι έχει χαθεί προ πολλού. Στο βιβλίο γενικότερα υπάρχει αυτή η αίσθηση των παιχνιδιών της μοίρας,των "κολάζ των συμπτώσεων" ή όπως λέει προς το τέλος..."Τελικά τίποτε δεν ήταν τυχαίο.Υπήρχε ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα."
Ο αφηγηματικός τρόπος του Κόου είναι κινηματογραφικός και το είδος της εναλλαγής των κεφαλαίων μέσα από τις φωτογραφίες που περιγράφει η Ρόζαμοντ σε βάζουν μέσα στο κλίμα της εποχής που αναπαρίσταται ικανοποιητικά αν και κάποιες στιγμές εμένα προσωπικά μου ερχότανε στο μυαλό ότι θα λειτουργούσε καλύτερα ως ένα φωτογραφικό άλμπουμ με συνοδεία κάποιας νεορομαντικής και μελαγχολικής μουσικής υπόκρουσης.Οι χαρακτήρες όμως παρά την προσπάθεια του συγγραφέα παραμένουν χάρτινοι και απόκοσμοι-όπως δηλαδή σε μιά οικογενειακή φωτογραφία που ελάχιστα μας αφορά.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από καλές προθέσεις,έντονα συναισθήματα αλλά η χαμηλότονη και χαλαρή αφήγηση δείχνει να πλατιάζει και να κουράζει τον αναγνώστη.Η αφήγηση της Ρόζαμοντ παρότι αρχίζει σχεδόν συναρπαστικά –πάντα οι ιστορίες με την απομάκρυνση των παιδιών από τα αστικά κέντρα της Βρετανίας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι γοητευτικές – όπως προχωράει το βιβλίο πάει «γύρω-γύρω» και «φιλολογεί» ακατάπαυστα.
Το μυθιστόρημα έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το κάνουν αριστούργημα αλλά μάλλον ο Κόου δεν στέκεται στο ύψος του θέματος που θα ήθελε έναν συγγραφέα με μεγαλύτερη ικανότητα στο understatement και στον πυκνό λόγο.Σε πολλούς σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς έχω αυτή την αίσθηση "αδυναμίας",καθώς προσεγγίζουν «σοβαρότερα» θέματα από αυτά που μας έχουν συνηθίσει,θέματα που απαιτούν τον λεπτό και «κομψό»χειρισμό ενός Forster,ενός E.Waugh,μιάς Woolf ή και γιά να πάμε πιό πίσω ενός Henry James.Κρίμα γιατί ήταν καλή και (μάλλον) έντιμη προσπάθεια ενός συγγραφέα που έχει την ευαισθησία αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμα.
Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008 |
Permalink
Άνθρωποι μονάχοι...
Λιτό και λυρικό,καίριο και ουσιαστικό το μυθιστόρημα-ποταμός της υπέροχης κυρίας
Α.Πρού «
ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» (
Εκδ.Καστανιώτη , σελ. 475) (
86) . Μετά την έκδοση του εξαιρετικού
Brokeback Mounain γνωρίζουμε το βραβευμένο πρώτο μυθιστόρημα της ιδιόμορφης και τόσο μα τόσο Αμερικανίδας συγγραφέως ,η οποία θεωρείται (και κατά κάποιο τρόπο η γραφή της το αποδεικνύει) απόγονος του μεγάλου Φώκνερ.
Σ’αυτή την οικογενειακή «σάγκα» , η Πρου περιγράφει την ιστορία μιάς κλασσικής αγροτικής οικογένειας καλύπτοντας ένα μακρύ χρονικό διάστημα 40 ετών,από το 1944 λίγο προτού τελειώσει ο πόλεμος,μέχρι το 1984 (μάλλον).Τις χρονολογίες τις μαθαίνουμε από τις καρτ-ποστάλ που ανοίγουν τα κεφάλαια του βιβλίου.Οι περισσότερες είναι σχετικές με το θέμα,άλλες είναι διαφημιστικές,και πολλές από αυτές λειτουργούν αντιστικτικά έχοντας καθαρά έμμεση σχέση με τα τεκταινόμενα.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα βίαιο έγκλημα που διαπράττει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ,ο μεγάλος γιός της οικογένειας Μπλαντ,ο Λόϊαλ σκοτώνοντας την γκόμενά του και θάβοντάς την στα όρια του κτήματος ,χτίζοντας το πτώμα μέσα στη μάντρα.Ο Λόϊαλ αναγκάζεται να φύγει από το κτήμα,αφήνοντας πίσω του τον κουτσό πατέρα του,τον μονόχειρα αδερφό του Νταμπ,την υπομονετική μητέρα του Τζούελ και την μικρή αδερφή του Μέρνελ,οι οποίοι ζουν σε ένα δικό τους ουσιαστικά πρωτόγονο κόσμο.Το κτήμα ρημάζει ,οι δύο άνδρες είναι ανίκανοι να το κρατήσουν,τα χρέη τους πνίγουν,κάνουν σπασμωδικές κινήσεις και καταλήγουν στην φυλακή.Εκεί ο Μινκ ,ο πατέρας,κρεμιέται από την ντροπή του,αλλά ο Νταμπ επιβιώνει και την κάνει κι αυτός γιά άλλα μέρη.Πίσω μένουν οι δύο γυναίκες σε ένα κόσμο (την μεταπολεμική Αμερική της επαρχίας) που αλλάζει ραγδαία.Αναγκάζονται να πουλήσουν το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος,το οποίο γίνεται πάρκινγκ γιά τροχόσπιτα.Η Μέρνελ πολύ μικρή ακόμα,απαντάει σε μιά αγγελία γνωριμίας και παντρεύεται.Η μητέρα Τζούελ από τη μιά αναγκάζεται να δουλέψει σε εργοστάσιο και από την άλλη απολαμβάνει την ελευθερία της.Ο Λόϊαλ άφαντος από την περιοχή,αλλά διαρκώς παρών στο βιβλίο μιάς που είναι ο βασικός του ήρωας.Παρακολουθούμε αυτόν τον «ντεσπεράντο» στην ατέρμονη περιπλάνηση του από πολιτεία σε πολιτεία,από την μιά άγονη γη στην άλλη.Έρημος,βαρύς και μόνος,ψυχικά και σωματικά ανίκανος μετά το φονικό,είναι ένας άγριος λύκος.Αρκετά ξύπνιος ,σχετικά ευέλικτος αν και λίγο απροσάρμοστος κάνει ότι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς.Από εργάτης σε εργοστάσια μέχρι ανιχνευτής λειψάνων προϊστορικών ζώων.Και πάντα η εικόνα του φονικού να είναι στο μυαλό του,να μη τον αφήνει...
Άνθρωποι μοναχικοί,η οικογένεια τυπικοί Αμερικανοί αγρότες ,αμόρφωτοι,σκληροί άνθρωποι στα όρια του αυτισμού – οι διάλογοι μεταξύ τους είναι κραυγές και βρισιές,η καθημερινή επιβίωση το μόνο που τους ενδιαφέρει,ο δεσμός τους με την γη ισχυρός αλλά βλέπουν ότι όλα τριγύρω τους αλλάζουν.Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας τους συνθλίβει και όποιος μπορέσει να προσαρμοστεί πιό γρήγορα αυτός θα κερδίσει-όπως ο γείτονας τους που το γυρίζει στην μεσητεία .Ακόμα και αυτός ο χαζούλης και αφελής Νταμπ,όταν πιάνει την καλή στο Μαϊάμι και παντρεύεται μιά ωραία και καπάτσα Κουβανή,μέσα του μοναχικός παραμένει,ένας λύκος που σταδιακά γίνεται σκύλος.
Η Πρού είναι μαστόρισα του λόγου και μπορεί να γράφει διηγήματα εξαιρετικά και μυθιστορήματα μεγάλης πνοής αλλά πάνω απ’όλα είναι ποιήτρια.Οι περιγραφές της φύσης,των βουνών,οι διάλογοι κοφτοί και σκληροί αλλά (πολλές φορές) τόσο λυρικοί μέσα στην απλότητά τους,οι μυρωδιές από τα καμμένα χόρτα (συγκλονιστική η σκηνή της πυρκαϊάς),η σκληρότητα του χώματος,οι αντιθέσεις μεταξύ της αγροτικής και της αστικής Αμερικής.
Το μυθιστόρημα όμως πάνω απ’όλα μιλάει γιά την μοναξιά («η σάγκα της μοναξιάς» όπως χαρακτηριστικά γράφει το
Alef,στην υπέροχη,ακριβέστατη ανάλυση του).Ακόμα και τα ζευγάρια που βρίσκουμε στην ιστορία,μόνοι τους είναι ουσιαστικά.Με κυρίαρχη φιγούρα αυτόν τον εκπληκτικό πρωταγωνιστή,τον «κωλοφωτιά-μιά ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» Λόϊαλ ,τον ανίκανο να βιώσει μιά πραγματική ανθρώπινη σχέση και την μοναχική,βασανισμένη ζωή του,τον διαρκή αγώνα του γιά επιβίωση,γιά γαλήνη.Τον αφελή Νταμπ με το κομμένο (από μαλακία) χέρι με τις φιλοδοξίες και την πονηριά που τον βοηθάει μεν να βγάλει χρήματα αλλά που στο τέλος κι’αυτός σε μοναξιά καταδικάζεται ,μέχρι τη μάνα που κι αυτή «κάτι» κυνηγάει, «κάτι» ψάχνει στη μοναχική ζωή της ,μαθαίνει στα γεράματα οδήγηση και παίρνει τους μακρείς και ατελείωτους δρόμους,τραβώντας στο πουθενά και βρίσκοντας τραγικό θάνατο στις ερημιές.
Η Αμερική περισσότερο του Φορντ (του σκηνοθέτη) παρά του Φώκνερ.Η Αμερική που αγαπάμε,με τους μεγάλους δρόμους,τις απέραντες εκτάσεις,τα μπαρ,τις σιωπές,τους μοναχικούς και μόνους ανθρώπους...Πολλές φορές ανατριχιάζεις διαβάζοντας αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα.Όχι από συγκίνηση,ούτε από υπερβολικό συναισθηματισμό.Εκπλήσσεσαι και δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου κυρίως από την ένταση και τη δύναμη της γραφής,την απίστευτη δύναμη της λεπτομέρειας.Ακόμα και όταν ξέρεις (και συνειδητοποιείς) ότι το βιβλίο κυλάει νωχελικά,οι λέξεις,οι προτάσεις,οι περιγραφές είναι τόσο ακριβείς,τόσο ουσιαστικές που σε κρατάνε καρφωμένο εκεί.Στην απόλαυση του βιβλίου συντελεί τα μέγιστα η ρέουσα και ζωντανή απόδοση του «φανατικού οπαδού της Πρού»,
Αύγουστου Κορτώ.
«Τώρα πιά τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει-υπήρχαν δρόμοι και μονοπάτια σ’αυτή τη χώρα όπου μπορούσε να περιπλανηθεί,αλλά κι ακόμα περισσότερα που του ήταν απροσπέλαστα.Αιώνια απροσπέλαστα.Είχε εκπαιδεύσει πολέον τον εαυτό του να θέλει και να χρειάζεται ελάχιστα.Η αφύλαχτη σκαλωσιά της ζωής του αναπαμένη στη λήθη.Λιγόφαγος,αδύνατος,μόνος,ανήσυχος.Τα μαλλιά του σχεδόν άσπρα.Κοντά εξήντα χρόνων,μαλάκα.
Τα μπαρ των γελαδάρηδων ήταν τα σαλόνια,τα καθιστικά του,κι είχε χιλιάδες τέτοια από την Αριζόνα ως τη Μοντάνα – τις «Ασημένιες Σφαίρες», «Το μαντρί του Καλ», τον «Μικρό Καυγατζή» , την «Πιτσιλωτή Φοράδα» , το «Κέρατο του Τάρανδου» , το «Απάγκιο του Κατσικοκλέφτη» , το «Άσπρο Πόνι&τα Φιλαράκια του», το «Χάραμα», το «Στέκι του Μπρόνκο Μπίλι», το «Κίτρινο Μοσχάρι», το «Λόφο του Καουμπόη» ,το «Πανδοχείο «Φασκομηλιά»».Στο καθένα έβρισκε αμέσως τη γωνίτσα του,το κουτσό τραπέζι πλάϊ στην πόρτα της κουζίνας,το σεπαρέ με το ραγισμένο τοιχάκι,το σκαμπό στην μπάρα που δεν ανεβοκατέβαινε γιατί είχε φύγει η βίδα.
Όλα ήταν ίδια αναμετάξυ τους και συνάμα αλλιώτικα,η μυρωδιά τους ένας αχταρμάς από καφέ β’ διαλογής,τσίκνα από κρέατα,μπίρα,τσιγαρίλα,άπλυτα κορμιά,ουίσκι χυμένο στο πάτωμα,βαρβατίλα,σοκολάτες και γκοφρέτες,κοπριά,κακές αποχετεύσεις,φρεσκοψημένο ψωμί.Το ίδιο μπαγιάτικο φως παντού,είτε θαμπό είτε σε τύφλωνε,νεόν,είτε –στο μοναχικό «Κλαμπ Θαλάσσιος Ελέφας» στην κορφή του Δρόμου της Ουγγιάς-κίτρινη λάμψη κηροζίνης.Ο ήχος τους ήταν ήχος θαλπωρής στ’αυτιά του:τζουκμπόξ,στέκες μπιλιάρδου,πόρτες ψυγείων που ανοιγοκλείνουν,καρέκλες που σέρνουν τα ποδάρια τους στο πάτωμα,κουβέντες,κέρματα που πέφτουν και στριφογυρνάνε,σκαμπό που τρίζουν,το άφρισμα της μπίρας,ξεχαρβαλωμένες πόρτες με μεντεσέδες που σκούζουν.Και γύρω του σαν πρόσωπα συγγενών,φάτσες αντρών-λιγνές,πρόωρα γερασμένες.Τίποτα γκομενίτσες βλογιοκομμένες,με μαλλιά χλομά σαν το δέρμα τους,αλλά κυρίως άντρες λιανοί σαν σανίδες,που’ρχονταν από τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα σ’αυτό το σημείο σύγκλισης,σαν τα ελάφια που βγαίνουν μαζί από’να δάσος για να γλείψουν τ’αλάτι σ’ένα ορυχείο.Ορισμένοι ήταν σκέτα λέσια.Έπρεπε να προσέχεις δίπλα σε ποιόν καθόσουν,αλλιώς ρισκάριζες να φύγεις με μουνόψειρες και τσιμπούρια.»
Δευτέρα, Μαΐου 12, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 12, 2008 |
Permalink
Αφελείς ερωτήσεις
Δεν πιστεύω ότι η εγχώρια λογοτεχνία περνάει και τις καλύτερές τις μέρες,αλλά από βραβεία σκίζουμε.Βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ σήμερα και σε περίπου ένα μήνα από τώρα τα βραβεία του λογοτεχνικού περιοδικού ΔΕΚΑΤΑ.
Φαίνεται πως κάθε περιοδικό που «σέβεται» τον εαυτό του και το (μάλλον) ελάχιστο κοινό του οφείλει να διοργανώσει και να απονείμει ένα βραβείο.Το «μέγα» ερώτημα (που μάλλον δεν θα βρει ποτέ απάντηση) είναι :
«Τι και ποιόν εξυπηρετούν αυτά τα βραβεία»...
- Τους εκδότες που είναι και οι βασικοί χρηματοδότες των λογοτεχνικών περιοδικών?
-Τους συγγραφείς που έχουν μιά ελπίδα «δικαίωσης» του έργου τους?
- Τα περιοδικά αυτά καθ’εαυτά γιά να διαφημιστούν στις εφημερίδες και τον ηλεκτρονικό τύπο?
- «To know us better» μεταξύ συγγραφέων/εκδοτών/δημοσιογράφων και κάποιων κοσμικών που είδαν κάμερες και μπήκαν?
Βέβαια, ίσως τελικά να απευθύνεται στην μεγάλη πλειοψηφία των «αναγνωστών» που δεν διαβάζει και που θα επισκεφτεί το βιβλιοπωλείο μία ή δύο φορές τον χρόνο.Όταν κάποιο βιβλίο «φοράει» την χάρτινη κορδελίτσα με το αντίστοιχο βραβείο,το μάτι του ανυποψίαστου «αναγνώστη» θα πέσει επάνω του και έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να το επιλέξει (παλιό επιτυχημένο κόλπο του marketing αυτό).Σε μιά αγορά σαν την Ελληνική που η καλύτερη μέθοδος πωλήσεων (όχι μόνο στο βιβλίο) είναι η «από στόμα σε στόμα»,μιά μικρή (έστω) ώθηση του βραβείου βοηθάει.
Τουλάχιστον το (καλό) περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ είναι ειλικρινές:«Διαβάζουμε και προτείνουμε,μόνο τα βιβλία που επιλέγουν οι εκδοτικοί οίκοι να προωθήσουν προς βράβευση».Πως όμως «επιλέγουν» οι εκδοτικοί οίκοι?Επιλέγει ο εκδότης ή ο υπεύθυνος ελληνικής ή αντίστοιχα ξένης λογοτεχνίας?Πόσες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας που είναι «χαμηλού προφίλ» να συμπεριεληφθεί στη σχετική λίστα που θα προτείνει ο εκδότης στο περιοδικό?
Δεκάδες μπορούν να είναι τα ερωτήματα και κάθε ένα από αυτά να γεννάει ένα καινούριο.Ίσως η πλούσια και ανούσια εγχώρια παραγωγή αναζητεί διεξόδους και τρόπους προώθησης και ο «θεσμός» των βραβείων είναι ένας από αυτούς – εγώ πάντως πλήττω αφόρητα με το όλο πανηγύρι.Αναρωτιέμαι πάντως εάν τα βάλανε τίποτα bookies στο "στοίχημα" γιά να γίνει και το σχετικό τζέρτζελο,αλλά που θα πάει,δεν θα αργήσει κι'αυτή η στιγμή...
Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008 |
Permalink
Φαντάσματα και προσωπικά αδιέξοδα
«Nada έστω τ’όνομα σου,
nada η βασιλεία σου,
nada σε nada το θέλημα σου,
ως εν nada,
το nada ημών το επιούσιον,
δος ημίν σήμερον,
και nada ημίν,τα nada ημών,
και μη nada ημάς εις nada,
αλλά ρύσαι ημάς από nada»
Η παραλλαγή του «Πάτερ ημών...» από τον Χεμινγουέη , στοιχειώνει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Θέρκας «Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ» (Εκδ.Πατάκη,σελ.333) (82) . Η «προσευχή» του κενού,του «τίποτα»,η αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού που αντιπροσωπεύεται μέσω της «σκοτεινιάς του κενού» στο διήγημα του μεγάλου Ερνέστου, κυριεύει τη ζωή του Ρόντνεϋ Φοκ, ιδιόμορφου πρωταγωνιστή του βιβλίου του Θέρκας.
Ο Ρόντνεϋ είναι ένας βετεράνος του Βιετνάμ με ασαφές παρελθόν και ακόμα πιό «θολό» παρόν όταν τον γνωρίζει ο αφηγητής (alter-ego του συγγραφέα) σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο των Η.Π.Α. Ο αφηγητής πιάνει δουλειά εκεί ως καθηγητής Ισπανικών και ταυτόχρονα προσπαθεί να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.Μοιράζεται ένα γραφείο με τον Ρόντνευ ο οποίος παρουσιάζεται απόμακρος και κλεισμένος στον εαυτό του.Μετά από αρκετό καιρό αρχίζουν να κάνουν παρέα και ανοίγονται λίγο.Ο αφηγητής μπερδεύεται με την ψυχολογική κατάσταση του Ρόντνεϋ,τον θεωρεί αρκετά σαλεμένο-δεν μπορεί να τον κατανοήσει.Υπάρχει κάτι στο παρελθόν του που δεν καταλαβαίνει.Όταν ξαφνικά εκείνος εξαφανίζεται και ο πατέρας του,παραδίδει στον αφηγητή έναν φάκελο με τα γράμματα που έστελναν ο Ρόντνεϋ και ο αδερφός του (ο οποίος σκοτώθηκε στο Βιετνάμ) στους γονείς τους.Ο αφηγητής διαβάζει και ξαναδιαβάζει τα γράμματα και αρχίζει να υποψιάζεται τι συνέβη στον φίλο του εκεί κάτω αλλά και πάλι νιώθει ότι «χάνει κάτι».
Περνάνε τα χρόνια και ο αφηγητής πετυχημένος συγγραφέας ενός απρόσμενου μπεστ-σέλλερ (υπονοείται εδώ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ,το υπέροχο μυθιστόρημα του Θέρκας,το οποίο μεταφέρθηκε πριν μερικά χρόνια και στον κινηματογράφο),οικογενειάρχης πλέον παρουσιάζεται ανίκανος να διαχειρισθεί την απότομη φήμη και τη δόξα.Κλασσικά ανασφαλής τύπος,όταν η γυναίκα του και το παιδί του σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα νιώθει υπεύθυνος γι’ αυτό που συνέβη και προσπαθεί να αλλάξει ζωή χωρίς επιτυχία όμως.Όταν μαθαίνει γιά την αυτοκτονία του Ρόντνεϋ και τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν,μαθαίνει και γιά το μυστικό του φίλου του και τα «φαντάσματα» από το Βιετνάμ που τον κυνηγούσαν.Μέσα από τις συζητήσεις με την χήρα πλέον σύζυγο του Ρόντνεϋ συνθέτει το παζλ της τραγικής ζωής του φίλου του και μέσα από αυτήν συνθέτει το παζλ και της δικιάς του λιγότερο τραγικής αλλά τελείως αλλοτριωμένης ζωής.
Το μυθιστόρημα του Θέρκας ανήκει στην μεταμοντέρνα κατηγορία της λογοτεχνίας που αποκαλείται «φιλοσοφικό μυθιστόρημα».Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα (έντονα παρόντα και στους «Στρατιώτες...») συνδιάζονται εξαιρετικά με την όχι και τόσο πρωτότυπη (αλλά εξόχως σπαρακτική)ιστορία του Ρόντνεϋ.Ως χαρακτήρας όμως ο τελευταίος είναι εκπληκτικός.Μορφωμένος και ταλαντούχος δίνει μιά κλωτσιά στην καριέρα που ήταν μπροστά του και κατατάσσεται στον στρατό γιά να πάει στο Βιετνάμ.Θέλει να αποδείξει κάτι στον πατέρα του και στον αδερφό του έτσι...Εκεί «σαλεύει» τελείως και γυρίζει ένας άλλος άνθρωπος πίσω,παραμένοντας όμως ένα μεγάλο παιδί.Πόσο διαφέρει η ζωή του από τη ζωή ενός ψιλομαλάκα Ισπανού που δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται?Πόσο διαφέρουν τα «φαντάσματα» του ενός από τον άλλον?Οι δύο παράλληλες και μάλλον τελείως αντίθετες ζωές που τέμνονται και που χωρίζουν?
Ο αφηγητής προσπαθεί να βγάλει άκρη από τα προσωπικά του αδιέξοδα χρησιμοποιώντας την ιστορία του φίλου του γιά να γλυτώσει από τις ενοχές του που τον συνθλίβουν.Βιώνει το προσωπικό του Βιετνάμ και ηττάται κατά κράτος.Το ναρκισιστικό του εγώ δεν τον αφήνει να δει τα απλούστερα των πραγμάτων.Μαθαίνοντας την αλήθεια και το μυστικό του Ρόντνεϋ δεν θα γίνει σοφότερος-εξάλλου τέτοια περιστατικά γίνανε δεκάδες στο Βιετνάμ,αλλά θα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να συμβιβαστείς με τα φαντάσματα σου και τους «σκελετούς στο ντουλάπι σου» εάν θέλεις να ζήσεις.
Η αχνή και light φιγούρα του αφηγητή έρχεται σε αντίθεση με την προσωπικότητα του Ρόντνεϋ,ενός τύπου που αρχικά παρουσιάζεται ως κλασσικός redneck της δεκαετίας του 70 και στη συνέχεια όπως προχωράει η αφήγηση κυριεύει τον αναγνώστη με την τραγικότητα της ζωής που δεν έζησε,των νιάτων που έχασε,της προσωπικότητας που πήγε χαμένη,θυσία σε έναν αναίτιο πόλεμο.Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι και η γνωστή ρήση του Όσκαρ Ουάϊλντ που δυό-τρεις φορές αναφέρεται στο βιβλίο: «Υπάρχουν δύο ειδών τραγωδίες στη ζωή του ανθρώπου.Η μία να μη κατακτήσει ποτέ το αντικείμενο της επιθυμίας του κι η άλλη να το κατακτήσει...»
Ο προβληματισμός γιά τη λογοτεχνία και το angst του συγγραφέα είναι συνεχής και αυτά που γράφει ο Θέρκας είναι τόσο ουσιαστικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος ενός φιλοσοφικού δοκιμίου γύρω από την γραφή.
«...έπρεπε να έχω προβλέψει ότι κανείς δεν έχει αντισώματα απέναντι στην αποτυχία κι ότι μόνο όταν χρειαστεί να την αντιμετωπίσεις αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι απλώς μιά παρανόηση ή η χαρούμενη ξεδιαντροπιά μιας μέρας,αλλά ότι είναι η πιό ταπεινωτική παρανόηση και ξεδιαντροπιά.Όπως έπρεπε να έχω προβλέψει ότι είναι αδύνατον να επιβιώσεις με αξιοπρέπεια έπειτα από αυτήν,γιατί καταστρέφει σαν το μεθύστακα την κατοικία της ψυχής,και είναι τόσο όμορφο να ανακαλύπτεις πως,παρά το ότι αυταπατάσαι με σημάδια περηφάνεις και υγιή δείγματα κυνισμού,ουσιαστικά δεν κάνεις άλλο απ’το να την επιδιώκεις,όπως και να ανακαλύπτεις ότι,όταν την έχεις στο χέρι,είναι πλέον αργά γιά να την απορρίψεις,γιατί θα καταστρέψει εσένα κι ότι σε περιβάλλει.Αποτέλεσμα,έχασα κάθε σεβασμό στην πραγματικότητα-όπως έχασα κάθε σεβασμό στη λογοτεχνία,το μόνο που έδινε ένα νόημα ή μιά ψευδαίσθηση νοήματος στην πραγματικότητα.Γιατί αυτό που ίσως ανακάλυψα τότε είναι το χειρότερο που θα μπορούσα ν’ανακαλύψω:η πραγματική μου κλίση δεν ήταν το γράψιμο,παρ’ότι έγραφα-δεν ήμουν πραγματικός συγγραφέας,δεν είχα γίνει συγγραφέας επειδή δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο,αλλά επειδή η γραφή ήταν το μοναδικό μέσο που διέθετα γιά να εξασφαλίσω επιτυχία,φήμη και χρήματα.Τώρα που τα είχα εξασφαλίσει,μπορούσα πιά να πάψω να γράφω.Γι’αυτό ίσως έπαψα να γράφω-γι’αυτό κι επειδή ήμουν υπερβολικά ζωντανός γιά να γράψω,υπερβολικά πρόθυμος να στραγγίξω την επιτυχία ως την τελευταία σταγόνα.
Μπορείς να γράψεις μόνον όταν γράφεις σαν να είσαι νεκρός και η γραφή είναι το ύστατο μέσον για να επικαλεστείς τη ζωή,ο τελευταίος κρίκος που σε ενώνει ακόμη με αυτήν.Οπότε,έπειτα από δώδεκα χρόνια που δε ζούσα παρά μόνο γιά να γράφω,με την αποκλειστική παραφορά και το πάθος ενός νεκρού που δε συναινεί στο θάνατό του,έπαψα ξαφνικά να το κάνω.Τότε άρχισα να κινδυνεύω πραγματικά.Επιπλέον,διαπίστωσα ότι,όπως μου είχε πει ο Ρόντνεϋ πριν από πολλά χρόνια-όταν ακόμα ήμουν τόσο νέος και άσκεφτος,που ούτε καν φανταζόμουν οτι μιά μέρα η επιτυχία θα με κατέρριπτε σαν φλεγόμενο κάστρο-,ο συγγραφέας που παύει να γράφει επιζητά ή προκαλεί την καταστροφή-έχοντας το βίτσιο ν ακοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και μερικές φορές να τη βλέπει,δεν μπορεί τώρα πλέον να τη χρησιμοποιήσει,ούτε να της προσδώσει νόημα ή ομορφιά,αφού δεν έχει πιά την ασπίδα της γραφής γιά να προστατευτεί από αυτήν.Κι έρχεται το τέλος.Τέρμα.Φινίτο.Καπούτ.»
Το μυθιστόρημα θέτει πολλά ερωτήματα:γιά την φιλία,την ανθρωπιά,τον έρωτα,τις σχέσεις , την διαχείριση της ζωής , τις ενοχές ,την αυτοκαταστροφικότητα και τα «τέρατα» του καθενός από εμάς.
Θυμίζοντας έντονα σε πολλά σημεία την «Καρδιά του σκοταδιού» του Κόνραντ ,ενώ στα κομμάτια που διαδραματίζονται στη ζούγκλα του Βιετνάμ δείχνουν πόσο έχει επηρρεάσει τον συγγραφέα το αριστούργημα του Μ.Χερ «Κουρέλια», το βιβλίο συγκλονίζει με τον βαθύ και ουσιαστικό ανθρωπισμό του ,την αυθεντική του ματιά και προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι σκέψης και ουσιαστικού προβληματισμού.
Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008 |
Permalink
Περί "υποκριτών"...
Την ιστορία ενός μεγάλου υποκριτή περιγράφει ο εξαιρετικός συγγραφέας Τζων Μπάνβιλ στο παλαιότερο βιβλίο του αλλά πρόσφατα εκδοθέν στα ελληνικά «ΣΑΒΑΝΟ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.336) (73).Το βιβλίο έχει γοητεία,το θέμα φαντάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρον,αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μετριότατο.
Ο υπέργηρος καθηγητής Άξελ Βάντερ ευρισκόμενος στα όρια της κατάθλιψης μετά τον θάνατο της συζύγου του,λαμβάνει επιστολή από την Κας Κλιβ,μιά νεαρά Ιρλανδή μελετήτρια του έργου του ,η οποία του επισημαίνει ότι έχει ανακαλύψει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα γιά τη ζωή του και το παρελθόν του,τα οποία ο ακαδημαϊκός έχει κρύψει από τον κόσμο.Με αρκετή ανησυχία αλλά περισσότερη περιέργεια ο Βάντερ δίνει ραντεβού στο Τορίνο με την κοπέλα,η οποία αποδεικνύεται φανατική θαυμάστρια του έργου του αλλά τελείως διαταραγμένη προσωπικότητα.
Το μυστικό του Βάντερ είναι συγκλονιστικό μεν ,αλλά πλέον ελάχιστη σημασία έχει γιά τη ζωή του καθηγητή.Νεαρός εβραίος στην Αμβέρσα,στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής,γιά να γλυτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης πήρε την ταυτότητα ενός φίλου του που αγνοείτο και ο οποίος εκτός από ιδιοφυία και χαρισματική προσωπικότητα ήταν ήδη σχετικά γνωστός στους κύκλους των διαννοουμένων της πόλης προκαλώντας τη ζήλεια του κολλητού του.Οικειοποιούμενος την ταυτότητα του Βάντερ μπόρεσε και διέφυγε στην Αγγλία πρώτα και αργότερα στην Αμερική όπου έκανε μιά μεγάλη καριέρα ως μελετητής του Νίτσε.
Η επιλογή του Τορίνου σαν πόλη του «ξεκαθαρίσματος» με το παρελθόν δεν είναι τυχαία γιά τον Βάντερ,είναι η πόλη της «Ιεράς Σινδόνης» (του Σάβανου του τίτλου του βιβλίου) και το μέρος που ο Νίτσε «έχασε τα λογικά του».Ο κεντρικός ήρωας δεν παθαίνει κάτι τέτοιο,απλά είναι πολύ γέρος,ζει με τις αναμνήσεις,τις ενοχές του έχοντας δίπλα του μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα όπως είναι η Κας,που του στέκεται ως «νέμεση»,ως ερωμένη,ως νοσοκόμα,ως κόρη.
Ο Μπάνβιλ λες και γράφει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά...Οι διάλογοι είναι υπέροχοι,το βιβλίο είναι γεμάτο από αναφορές,νοήματα,υπαινικτικές συζητήσεις,φιλοσοφία γιά τη ζωή,τον θάνατο,την παραφροσύνη,τον έρωτα,την εξάρτηση αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ βαρετό.Οι χαρακτήρες είναι εντυπωσιακοί αλλά ο συγγραφέας δεν τους «απογειώνει».Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά με την τόση πολυλογία και «μισμιρίαση» του Βάντερ χάνεται το κεντρικό σημείο που θα μπορούσε να είναι η απώλεια της ταυτότητας του καθηγητή κρυμμένου πίσω από μιά μάσκα γιά 50 χρόνια –ποιός είναι πραγματικά ο Άξελ Βάντερ?
Παρ’ότι στην αρχή με γοήτευσε η ιστορία και φαντάστηκα ότι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι,μεταξύ του ερωτύλου καθηγητή και της αλλοπρόσαλης αλλά γλυκειάς Κας θα απογείωνε το βιβλίο τελικά απογοητεύτηκα.Το τραγικό και σχεδόν μελοδραματικό φινάλε μοιάζει αδιέξοδο αλλά τουλάχιστον σε γλυτώνει από περαιτέρω ανάγνωση.
Ο εξαίσιος Κωνσταντίνος Τζούμας ισχυρίζεται ότι είναι «The great pretender» στο πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του «ΩΣ ΕΚ ΘΑΥΜΑΤΟΣ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.404),αλλά εγώ «υποκρισία» δεν διέκρινα ,αντίθετα διάβασα ένα υπέροχο βιβλίο γεμάτο ζωή,κίνηση,αρμονία,καλό γούστο,απέραντο χιούμορ και πολύ,μα πάρα πολύ στυλ.
Γεννημένος στον Πειραιά,σημαδεμένος από τον πρόωρο χαμό της μητέρας του και την χρεωκοπία του πατέρα του , ο Τζούμας «βγήκε από την μπροστινή πόρτα» κατά την έκφραση του Τρούμαν Καπότε και βίωσε την δεκαετία του 60 με όλο του το είναι.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με κινηματογραφικό ύφος,με συνεχή fade-outs (μικρές ή μεγαλύτερες σκηνές που «σβύνουν»),με εξαιρετική αρχή από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας σαν εικόνες :
«...έχω ιδρώσει ή έχω κατουρηθεί στο κρεβάτι...Πολλά περπατήματα στο ταβάνι,οι σκιές...ολόκληρο ταξίδι...οι τοίχοι γαλακτεροί...το γάλα καλύτερο απ’το μουρουνέλαιο,το φτύνω κρυφά,χα,χα,χα...δεν έχει σχολείο αυτές τις μέρες...η κλάρα είναι ωραία γιά καλύματα και κουρτίνες,η κλάρα είναι ωραία ξαναλέει φχαριστημένη η κυρά-Βάσω η γειτόνισσα...οι τοίχοι είναι τσαλακωμένοι σαν χαρτιά...πως τραβάει το δέρμα η βεντούζα και το καυτό τσούξιμο...η θεία Παναγιώτα είναι καλή...αλλά είναι τσαλακωμένη κι αυτή σαν χαρτί...σώτε πλιά τα κλάματα,λέει και ξαναλέει η θεία Αντριάνα...αλλά ο Άγγελος είναι απαίσιος,μου τραβάει τ’αυτί και το στρίβει...άι στο διάολο,Άγγελε...τσαλακωμένο χαρτί...χι,χι,χι.Μυρίζει πορτοκαλάδα που στύβει η μαμά...ελαφρύ χέρι...και η Αγγελικούλα απέναντι όταν στριμωχνόμαστε στο κρυφτό έχει απαλό χέρι και ροζ φουσκωτό κυλοτάκι,χωμένο ανάμεσα...όλα ζαρωμένα,τσαλακωμένα σαν χαρτιά...
«Ψήνεται στον πυρετό ο μικρός»,ακούγεται απ’το χωλ.»
Περιγραφές της αλητοπαρέας,των χρόνων στη Δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη,χορός με την Ζουζού Νικολούδη,περιοδείες κουραστικές στην επαρχία και στο εξωτερικό,αλλά πάνω απ’όλα αυτή η αίσθηση του «dolce far niente» που κυριαρχεί στο βιβλίο και τη φιλοσοφία ζωής του Τζούμα.Το στυλ προέχει,η κομψότης παντού και πάντα,η αισθητική.Μακριά από το «ελληνικό ύφος» διασκέδασης και επαναστατικότητας περνάει την καθημερινότητά του «διαφορετικά»...
«Βρίσκω πολύ μπανάλ τον επιθεωρησιακό καρικατουρίστικο τρόπο των ελληνικών ταινιών γιά τα παιδιά των λουλουδιών και την επιθυμία γιά έναν καλύτερο κόσμο.Αν εσείς μας βλέπετε σαν τεντυμπόηδες,γιεγιέδες,εμείς να δείτε πως σας βλέπουμε:άξεστους,χωρίς στυλ,μίζερους,χωριάτες...»
Ο Τζούμας δεν διστάζει να γράψει τα πράγματα όπως του έρχονται,όπως μιλάει στην παρέα του...Σεξ άφθονο,φάρσες τρελλές,απόψεις που μπορεί να προκαλέσουν μιάς και τα χρόνια της δικτατορίας περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου με τρελλή διάθεση και πλάκα...
Γνωστές αλλά και ξεχασμένες «μούρες» της εποχής παρελαύνουν ολοζώντανα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας.Μπορεί ο συγγραφέας να θεωρεί ότι δεν διεκδικεί «δάφνες» λογοτεχνικότητας αλλά εγώ διακρίνω ποίηση,ωραία γλώσσα ρέουσα και ζωντανή.Πολλές φορές η γραφή ξεφεύγει προς το γκροτέσκο και το υπερβολικό αλλά το συγχωρείς μπροστά στο κέφι και τη χαρά της ζωής.Οι «φάσεις» πολλάκις θυμίζουν τους «Εντιμότατους φίλους» και διαπνέονται από σουρεαλισμό και (ελαφρό) κωλοπαιδισμό,αλλά η γοητεία που εκπέμπουν είναι αξεπέραστη.
Στις ραδιοφωνικές του εκπομπές ο Τζούμας υποστηρίζει συνεχώς την «ροπή» του προς την ελαφρότητα.Αν είναι τέτοια η «ροπή» χαλάλι,θέλω κι’άλλες δόσεις και ανυπομονώ γιά τη συνέχεια.