Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013 | Permalink
"Να μη ξεχνάς τίποτα"...


My heart leaps up when I behold
A rainbow in the sky:
So was it when my life began;
So is it now I am a man;
So be it when I shall grow old,
Or let me die!
The Child is father of the Man;
I could wish my days to be
Bound each to each by natural piety. 
(William Wordsworth,1802)


Πιο συναισθηματικός από ποτέ, παρουσιάζεται ο μεγάλος Philip Roth, στο βιωματικό του βιβλίο, «ΠΑΤΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ» («Patrimony»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Τ.Κίρκης, σελ.244), το οποίο εκδόθηκε το 1991 στις Η.Π.Α. και πρωτοκυκλοφόρησε το 1995 στη χώρα μας από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Με υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία», το βιβλίο του Ροθ είναι ένα χρονικό της πορείας προς τον θάνατο του πατέρα του, Χέρμαν Ροθ και μέσα από αυτή τη διαδρομή της ασθένειας που τον οδήγησε στο μοιραίο, οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή, η προσπάθεια του γιού να φροντίσει τον ασθενούντα πατέρα, ο στοχασμός για την παρακμή του σώματος και του πνεύματος.


Η κληρονομιά που μας αφήνουν οι γονείς μας δεν είναι μόνο υλική, είναι και άυλη – αξίες, ιδέες, νοοτροπίες, στάση ζωής. Τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Και αν τελικά «είμαστε οι αναμνήσεις μας», και τα γεγονότα που καθόρισαν την ανάπτυξή μας, μήπως σ’αυτά πρέπει να δώσουμε το μεγαλύτερο βάρος; Κι όταν οι γονείς μας είναι πλέον ανήμποροι να αποφασίσουν για την τύχη τους, και πρέπει εμείς να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας, πως θα ξέρουμε αν οι πράξεις μας είναι προς την σωστή κατεύθυνση; Πως θα κρίνουμε αν έστω και μερικοί μήνες ζωής παραπάνω θα προσφέρουν κάτι στον ταλαιπωρημένο ασθενή ή θα πρέπει να αφήσουμε την «φύση» να αποφασίσει για την μοίρα του;

Καίρια ερωτήματα σαν τα παραπάνω, ερωτήματα «ζωής» θέτει στο εξαιρετικό του αυτοβιογραφικό βιβλίο ο Φίλιπ Ροθ. Με αφορμή την διάγνωση ενός όγκου στο πρόσωπο του 86άχρονου και μέχρι εκείνο το μοιραίο πρωινό που ξύπνησε και το μισό του πρόσωπο «είχε κρεμάσει», θαλερότατου και ζωηρού γέροντα, ο τότε 55άχρονος επιτυχημένος συγγραφέας προσπαθεί να βοηθήσει τον πατέρα του, τρέχοντάς τον σε γιατρούς ώστε να επιτύχουν την ακριβέστερη διάγνωση της πάθησης, και μετά εξετάζοντας τις πιθανότητες επιτυχίας μιας πολύωρης και επώδυνης εγχείρησης που απλά θα μπορούσε να δώσει μερικά χρόνια ή λίγη ακόμα ζωή στον καταπονημένο του οργανισμό.

«Είμαστε οι γιοί που απεχθάνονται τη βία, που δεν έχουν την παραμικρή ικανότητα να προξενήσουν σωματικό πόνο, που δεν ξέρουν να δέρνουν με κανένα τρόπο, που είναι εντελώς ακατάλληλοι να κάνουν σκόνη ακόμα και τον πιο αξιομίσητο εχθρό, από την άλλη όμως δεν τους λείπει η ταραχή, ο θυμός, ακόμα και η αγριότητα. Έχουμε κι εμείς δόντια όπως και οι κανίβαλοι, αλλά τα έχουμε εκεί, χωμένα στη γνάθο μας, για να αρθρώνουμε καλύτερα τον λόγο. Όταν σκορπάμε τον όλεθρο και την καταστροφή, δεν το κάνουμε με μανιασμένες γροθιές ή ανελέητες ραδιουργίες ή παράφορη βία, αλλά με τις λέξεις μας, με το μυαλό και τη νοοτροπία μας, με όλα εκείνα τα πράγματα που δημιύργησαν το επώδυνο χάσμα ανάμεσα σε μας και τους πατέρες μας και που οι ίδιοι αγωνίστηκαν να μας προσφέρουν. Σπρώχνοντάς μας να γίνουμε έτσι έξυπνοι και τέτοιοι «γεσιβά μπούχερ», μορφωμένοι βιβλιοφάγοι, καθόλου δεν καταλάβαιναν πως μας έδιναν τα μέσα για να τους αφήνουμε μόνους και άναυδους ενώπιον της πανίσχυρης φλυαρίας μας.»

Ο Ροθ συνήθως στα μυθιστορήματά του μιλάει για ερωτικές σχέσεις, για την προδοσία και την στοργή, για το σεξ και τις επιδράσεις του στην καθημερινή μας ζωή, για τις αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε σε οριακές η μη καταστάσεις. Μιλάει για τη μοναξιά και την απώλεια, για την ματαιοδοξία και την απογοήτευση. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει στην «Πατρική κληρονομιά» ή υπάρχουν έστω κάποια από αυτά. Το γεγονός είναι ότι ο Ροθ «σκάβει» πολύ βαθιά μέσα στον ψυχισμό του, αρνείται να ωραιοποιήσει ή να «ρετουσάρει» καταστάσεις. Μιλάει άμεσα και χωρίς φτιασίδια για το πώς βιώνει μια κλασσικά αμήχανη κατάσταση, να βλέπει έναν άνθρωπο, πανίσχυρο και με έντονη προσωπικότητα, δύσκολο και στριφνό, αλλά γοητευτικό και με ηγετικά χαρακτηριστικά, να μετατρέπεται με την πρόοδο της ασθένειας σε ένα πλήρως εξαρτώμενο άτομο, ακόμα και για τις βασικότερες λειτουργίες.


Το χιούμορ (χαρακτηριστικό της πένας του μεγάλου συγγραφέα) δεν λείπει από τις περιγραφές της δύσκολης καθημερινότητας, όπως και ο αυτοσαρκασμός και η λεπτότητα της γραφής. Κάποιες φορές νιώθεις, ότι ο Ροθ κεντάει κυριολεκτικά παρά την αλλαγή στη συνήθη θεματολογία του (που θα μπορούσε να τον βγάλει τελείως εκτός). Οι συζητήσεις με τον πατέρα του, ο οποίος είναι ανεξάντλητος στις αναμνήσεις από το παρελθόν, οι τύποι με τους οποίους κάνει παρέα ο σπιρτόζος γέροντας, οι γυναίκες που τον περιέβαλλαν μετά τη χηρεία του, η κοκκεταρία που τον εγκαταλείπει καθώς η ασθένεια προχωράει, ο γείτονας με την προσπάθειά του να γράψει ένα βιβλίο για το «Ολοκαύτωμα» και τελικά γράφει ένα πορνογραφικό παραλήρημα, χαρίζουν στιγμές που εναλάσσονται από τον λυρισμό στην κωμωδία αποφορτίζοντας την βαριά ατμόσφαιρα του βιβλίου.


Η αίσθηση που έχεις διατρέχοντας τις σελίδες με την δοκιμασία του πατέρα, ακολουθώντας ένα δρόμο ουσιαστικά χωρίς επιστροφή, είναι ή ίδια με το αριστούργημα της Τζόαν Ντίντιον «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» (εξάλλου και τα δύο βιβλία βραβεύτηκαν με το ίδιο βραβείο, «National Book Award (non-fiction)» τις χρονιές που εκδόθηκαν). Και στην «Πατρική κληρονομιά» παρατηρούμε τον ίδιο σπαραγμό αλλά και την ίδια αισιοδοξία και υπερηφάνεια που πηγάζει από την αγάπη για την ζωή και τον άνθρωπό μας, τις ενοχές και την απογοήτευση, την δύναμη των συναισθημάτων και την αίσθηση της απώλειας και της λύπης.


Το θαυμάσιο και τόσο άμεσο βιβλίο του Ροθ, προσφέρει ένα μάθημα αληθινής και απέριττης λογοτεχνίας, συγκινεί και συναρπάζει, θυμίζοντάς μας πόσο τεράστιος συγγραφέας είναι, πέρα από πρόσκαιρες και εφήμερες λογοτεχνικές «μόδες» και ρεύματα. Απλό και ανθρώπινο προσφέρει ένα μάθημα ζωής και άδολης αγάπης, διάθεσης και επιμονής για ζωή, μπροστά στον φόβο του θανάτου, στην φθορά του σώματος, στην αναπόφευκτη πορεία της ασθένειας.

«Ένιωθα απαίσια για την ηρωική, την απελπισμένη μάχη που έδωσε για να καθαριστεί πριν φτάσω εγώ στο μπάνιο, και για την ντροπή, την ταπείνωση που θα ένιωσε· κι ωστόσο τώρα που είχαν τελειώσει όλα κι εκείνος κοιμόταν βαθιά, σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσα να είχα ζητήσει τίποτε περισσότερο απ’αυτόν πριν πεθάνει – ήταν κι αυτό σωστό, ήταν όπως έπρεπε να είναι. Καθαρίζεις τα σκατά του πατέρα σου γιατί πρέπει να καθαριστούν, αλλά μετά το καθάρισμα, όλα όσα μπορεί κανείς να νιώσει, τα νιώθεις με έναν τρόπο ασύγκριτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το συνειδητοποιούσα: άπαξ και παρακάμψεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού, ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής που μπορείς να αγαπήσεις.


Κατέβασα στο ισόγειο τη δυσώδη μαξιλαροθήκη, την έβαλα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, την οποία έδεσα με το κορδόνι και μετά πήγα την σακούλα στο αυτοκίνητο και την έβαλα στο πορτ-μπαγκάζ για να την πάω στο καθαριστήριο. Το γιατί ήταν όλο αυτό τόσο σωστό και όπως έπρεπε να είναι, ήταν για μένα ηλίου φαεινότερο, τώρα που είχε γίνει η δουλειά. Να, λοιπόν, ποια ήταν η κληρονομιά από τον πατέρα μου. Κι όχι επειδή το καθάρισμα είχε κάτι το συμβολικό, αλλά ακριβώς επειδή δεν είχε, επειδή δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη συγκεκριιμένη βιωμένη πραγματικότητα.

Αυτή ήταν η κληρονομιά από τον πατέρα μου: ούτε τα λεφτά ούτε τα τεφιλίν ούτε το κύπελλο του ξυρίσματος, αλλά τα σκατά.»







 
Τρίτη, Ιουλίου 23, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 23, 2013 | Permalink
Εξίσωση θανάτου


Έχω ξαναγράψει σε τακτά χρονικά διαστήματα πόσο απολαμβάνω να διαβάζω τις ιστορίες του σπουδαίου Αλγερίνου συγγραφέα  (που υπογράφει με το ψευδώνυμο) Yasmina Khadra (γεν.1955). Όμως το πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας μυθιστόρημα του, με τίτλο «ΕΞΙΣΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ» («Lequation africaine»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Γ.Στρίγκος, σελ.323), με άφησε μετέωρο και μπερδεμένο, διότι βρήκα την αναμφισβήτητη ικανότητα του Χάντρα στην ανάπτυξη της πλοκής και της δράσης να χάνεται μέσα σ’έναν (κάποιες στιγμές) αφόρητο διδακτισμό και μια παρέλαση στερεοτύπων και κοινοτοπιών σε μεγάλο μέρος του βιβλίου.

Ο γιατρός Κουρτ Κράουσμαν ζει στην Φραγκφούρτη, μια ήρεμη οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό του Τζέσικα, μια όμορφη, δυναμική γυναίκα η οποία είναι στέλεχος σε πολυεθνική. Την βλέπει προβληματισμένη και κλεισμένη στον εαυτό της το τελευταίο διάστημα αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει το θέαμα που αντίκρυσε μπαίνοντας στο σπίτι τους εκείνο το μοιραίο βράδυ. Η Τζέσικα, νεκρή στο μπάνιο και δίπλα της δύο κουτιά υπνωτικά χάπια. Αυτοκτονία…Ο Κουρτ χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του ενώ μετά την κηδεία θα πληροφορηθεί από μια φίλη και συνάδελφο της γυναίκας του ότι ο λόγος της κατάθλιψής της, ήταν η μη προαγωγή της σε μια θέση που την κυνηγούσε χρόνια.
Το σοκ του Κουρτ τον μετατρέπει σε άνθρωπο-φάντασμα και ο καλός του φίλος Χανς Μάκενροτ, χήρος κι αυτός και πολυεκατομμυριούχος, μη θέλοντας να τον αφήσει μόνο με τους εφιάλτες του, τον πείθει να τον ακολουθήσει σε ένα ταξίδι με το ιστιοφόρο του ως τις Κομόρες, όπου θα πάνε να εξοπλίσουν ένα νοσοκομείο.

Το σκάφος όμως του Χανς μετά από μερικές ημέρες ταξιδιού και καθώς βρίσκονται κοντά στις ακτές της Αφρικής, δέχεται επίθεση στις ακτές της Σομαλίας από πειρατές. Οι δύο άνδρες συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε ένα άγνωστο μέρος ως όμηροι. Οι απαγωγείς, τους φέρονται βίαια, τους αλλάζουν συνεχώς τόπο διαμονής, ενώ δεν λείπουν οι μεγαλοστομίες, οι κομπασμοί και οι πολιτικοί λόγοι από τον βιαιότερο εξ’αυτών, τον θηριώδη και μονίμως βλοσυρό Ζομά που (μέσα στην γραφικότητα του) αποδεικνύεται ένας χαρακτήρας απίστευτα αντιφατικός και ενδιαφέρων. Ο Κουρτ θα γνωρίσει σε μια από τις φυλακές τους, τον Μπρούνο, έναν Γάλλο που λατρεύει την Αφρική και έχει επιλέξει να ζεί μόνιμα σ’αυτήν και ο οποίος κρατείται όμηρος από την ίδια ομάδα πολύ καιρό πλέον. Στις συζητήσεις του με τον Μπρούνο, ο ορθολογιστής Γερμανός θα αντιληφθεί την πραγματικότητα γύρω του, τις συνθήκες ζωής και τον τόσο διαφορετικό κόσμο στον οποίο δια της βίας έχει μπεί. Η θεώρηση των πραγμάτων πλέον θα αλλάξει, καθώς και η κοσμοθεωρία του, οι βεβαιότητές του και οι προτεραιότητες του. Ο αγώνας για την επιβίωση θα δοκιμάσει τις αντοχές του, ενώ όταν έλθει η ώρα να πάρει το όπλο και να παλέψει για την σωτηρία του, δεν θα διστάσει να σκοτώσει.

«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μας αποκαλείς αγριανθρώπους; Μήπως μας κατέβασες από κανένα δέντρο; Πολύ θα ήθελα να μάθω τι είναι αυτό που μας κάνει αγριάνθρωπους. Ο πόλεμος; Οι δικοί σας πόλεμοι είναι χειρότεροι κι από κατακλυσμούς. Η φτώχια; Σε σας την οφείλουμε. Η άγνοια; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι πιο καλλιεργημένος από μένα; Είμαι σίγουρος πως έχω διαβάσει περισσότερα βιβλία απ’ότι όλη σου η οικογένεια μαζί, με σένα πρώτο και καλύτερο. Ξέρω απέξω κι ανακατωτά τον Λερμόντοφ, τον Μπλέικ, τον Χέλντερλιν, τον Μπάιρον, τον Ραμπελέ, τον Σαίξπηρ, τον Λαμάρκ, τον Νερούδα, τον Γκέτε, τον Πούσκιν, φουντώνει απαριθμώντας τους έναν έναν με τα δάχτυλά του, ενώ ο τόνος της φωνής του υψώνεται ολοένα…Λοιπόν, δόκτωρ Κουρτ Κράουσμαν, τι είναι αυτό που κάνει εμένα αγριάνθρωπο κι εσένα πολιτισμένο;»

Το ταξίδι του Κουρτ στην «Καρδιά του Σκοταδιού» (ο ήρωας του αριστουργήματος του Τζ.Κόνραντ λεγόταν Κουρτζ οπότε η σκέψη του αναγνώστη πάει αυτόματα εκεί),  θα είναι ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας και μύησης.
Η Αφρική για τον Χάντρα είναι «ένας καθρέφτης του εαυτού μας». Όλη η ιστορία βασίζεται σ’αυτές τις πολιτισμικές αντιθέσεις και στα συνεχή σοκ που υφίσταται ο Κουρτ. Η (εν πολλοίς) «αδικαιολόγητη» αυτοκτονία της συζύγου του, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υπομονή και την πίστη για ζωή, των απλών ανθρώπων της βασανισμένης ηπείρου, ενώ αρχίζει να εκτιμάει τις μικρές πολυτέλειες της ζωής του στην Φραγκφούρτη, τα αδιόρατα στοιχεία της καθημερινότητάς του, που φαίνονται σαν ψεύτικα μπροστά στην δυστυχία και την φτώχεια, την πείνα και την συνεχή οσμή του θανάτου που τον ακολουθεί από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στις ακτές της Σομαλίας.
Οι αντάρτες τον πηγαίνουν από χώρα σε χώρα μέσα από ερημιές και κακοτράχαλες εκτάσεις, κάποια στιγμή θα αντιληφθεί ότι βρίσκεται στο Νταρφούρ, αυτό το ανθρώπινο κολαστήριο για το οποίο διάβαζε στις εφημερίδες της πατρίδας του όπως απλοϊκά σχεδόν ανακακατεύει τα πάντα ο Χάντρα μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα γεωγραφικά πλαίσια και αποστάσεις.

Ο Χάντρα σ’αυτό το βιβλίο του δεν ασχολείται με το Ισλάμ (όπως με την υπέροχη τριλογία του, που εκτυλισσόταν σε Αφγανιστάν, Ισραήλ/Παλαιστίνη, Ιράκ), ούτε με την Αλγερία όπως τα πρώτα του μυθιστορήματα, – στοχεύοντας ίσως σε ένα μεγαλύτερο κοινό - και γι’αυτό δείχνει έξω από τα νερά του. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες κυριαρχούν και οι χαρακτήρες των Αφρικανών είναι τόσο γκροτέσκοι που κάποιες φορές γίνονται κωμικοί. Από την άλλη, οι ικανότητες του Αλγερίνου συγγραφέα είναι οφθαλμοφανείς, δίαχυτος ανθρωπισμός, έντονη δράση, γρήγορος ρυθμός και αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, ενώ ο ήρωας, που στην αρχή δείχνει αναιμικός, όσο κυλάει η ιστορία αποκτάει οντότητα και προσωπικότητα.

Δεν λείπουν, ορισμένες εξαιρετικές σελίδες γεμάτες λυρικότητα και στοχασμό, αλλά το μονοδιάστατο και το στερεότυπο των χαρακτήρων, όπως και ο άκρατος διδακτισμός σχεδόν καταστρέφουν τα πολλά καλά στοιχεία που έχει το βιβλίο και αποδυναμώνουν την συνεχή και με εμμονικό τρόπο επαναλαμβανόμενη (πολύ καίρια) θέση του συγγραφέα, ότι οι Δυτικοί έχουν πλήρη άγνοια για το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και αδυνατούν να τον κατανοήσουν, πράγμα που μας οδηγεί στο να καταλάβουμε και τα στρατηγικά λάθη στα οποία υποπίπτουν στην εφαρμογή της πολιτικής τους.
Στα προηγούμενα έργα του, αυτό δούλευε αρμονικά και δημιουργούσε ένα αξιοζήλευτο σύνολο, εδώ γυρίζει μπούμερανγκ και μπερδεύει τελείως τον αναγνώστη, που από τη μια διαβάζει για μια αληθινή κόλαση, για τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και υπόστασης στον (αποκαλούμενο) Τρίτο κόσμο και από την άλλη για μια επιστροφή στην απλότητα και για την αξία της ανιδιοτελούς προσφοράς αφήνοντας πίσω όλες τις «περιττές πολυτέλειες». Νομίζω ότι ο αναγνώστης πρέπει να αισθάνεται το ίδιο μπερδεμένος όπως ο ήρωας του μυθιστορήματος.




 
Παρασκευή, Ιουλίου 19, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 19, 2013 | Permalink
The Hot Kid


Με τον μεγάλο Elmore Leonard (Η.Π.Α., 1925), βαδίζεις στα σίγουρα…Ξέρεις ότι θα διαβάσεις ένα (συνήθως) απολαυστικό page-turner μυθιστόρημα, με συνεχή δράση και πολλή ίντριγκα, με σκληρούς άντρες, με μοιραίες γυναίκες. Η συνταγή είναι σχεδόν η ίδια και απαράλλαχτη στην πολυετή καριέρα του. Αυτό όμως που σε εκπλήσσει διατρέχοντας (μάλλον σωστότερα «ρουφώντας») τις 440 σελίδες του μυθιστορήματος του «Ο Καπάτσος» («The Hot kid»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Αντ.Καλοκύρης), είναι ότι στα 80 του (το βιβλίο εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2005), συνεχίζει ακμαίος και τόσο φρέσκος που το βιβλίο δείχνει (αν δεν γνωρίζεις τίποτα για τον συγγραφέα) ότι έχει γραφτεί από έναν άνθρωπο κατά 50 (τουλάχιστον) χρόνια νεότερο, έναν «ανανεωτή» του είδους.


Αμερική, δεκαετία του 30, ανθούν οι ληστείες τραπεζών, οι παράνομες λέσχες, οι ταινίες με ήρωες γκάνγκστερς και η γενικότερη οικονομική ανέχεια. Το κραχ του ’29 έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του και οι διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών είναι ιδιαίτερα έντονες. Κάτω από αυτή την ατμόσφαιρα δύο νέοι τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο όμοιοι μεταξύ τους αναπτύσσουν μια βεντέτα που στο μόνο που μπορεί να οδηγήσει είναι στον θάνατο. 
Ο Καρλ (Κάρλος) Ουέμπστερ δεν αντιμετώπισε κανένα οικονομικό πρόβλημα στη ζωή του αλλά είχε από μικρός μια έμφυτη περιέργεια και εξυπνάδα. 15 μόλις ετών ήταν ο βασικός (και ακλόνητος) μάρτυρας σε μια ληστεία μετά φόνου στη μικρή πόλη της Οκλαχόμα και λίγο αργότερα δεν δίστασε να πυροβολήσει από απόσταση έναν τύπο που πήγε να αρπάξει τα γελάδια της οικογένειάς του. Ο επαγγελματικός του προσανατολισμός ήταν μονόδρομος, θα γινόταν αστυνομικός και μάλιστα τόσο ικανός που γρήγορα, από τα 21 του χρόνια έγινε γνωστός παντού. Από χρόνια παρακολουθεί τη δράση του Τζακ Μπελμόντ, του γιού ενός πάμπλουτου πετρελαιοπαραγωγού γνωστού του πατέρα του και διαβλέπει ότι θα εξελιχθεί σε πολύ επικίνδυνο γκάνγκστερ.


Ο Τζακ Μπελμόντ φαινόταν κι αυτός από μικρός ότι μεγαλώνοντας θα γίνει διάσημος. Αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Ουσιαστικά εκτοπισμένος από την οικογένειά του λόγω διάφορων χοντροκομένων ενεργειών (να προσπαθήσει να πνίξει την μικρή του αδερφή στην πισίνα, να απαγάγει την ερωμένη του πατέρα του έτσι ώστε να τον εκβιάσει, να ανατινάξει μια δεξαμενή πετρελαίου για να αποφύγει τη δουλειά), έχει βάλει ως προσωπικό του στόχο να γίνει: «Ο Νο1 Δημόσιος Κίνδυνος» για την ασφάλεια της χώρας (τίτλος που πρωτοαπονεμήθηκε στον Αλ Καπόνε το 1930). Επηρεασμένος από ταινίες της εποχής, κυρίως το «Little Ceasar» του 1931 θέλει όλοι να τον παίρνουν στα σοβαρά και δεν αργεί να το πετύχει - αλλά είναι γενημμένος γκαφατζής, πάντα την κρίσιμη ώρα θα κάνει το μοιραίο λάθος και με αντίπαλο το "καυτό αγόρι" της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας λάθη δεν επιτρέπονται.

Ο Ουέμπστερ και ο Μπελμόντ είναι σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το Καλό και το Κακό (ή "τάξη" και η "αταξία", ο "νόμος" και η "παρανομία") σε μια συνεχή διαμάχη, σε μια άνευ όρων και ορίων μονομαχία. Και οι δύο έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τους πατεράδες τους, και οι δύο προέρχονται από ευκατάστατες οικογένειες που δεν έχουν επηρεαστεί από την έντονη οικονομική κρίση, και οι δύο παιδιά μεγαλωμένα από μικρά με όπλα, απέραντες εκτάσεις, και οι δύο παιδιά που γοητεύτηκαν στα εφηβικά τους χρόνια από τις ιστορίες για πιστολάδες και αστυνομικούς, ενώ έλκονται από τον ίδιο σχεδόν τύπο γυναίκας.
Γύρω τους εμπλέκονται μοιραίες και ωραίες γυναίκες (συνήθως εξυπνότερες από τους άντρες με τους οποίους εμπλέκονται – και πολύ πιο επικίνδυνες), πολύ ποτό, τζόγος, γρήγορα (για την εποχή) αυτοκίνητα, διάφορες συμμορίες και μαφιόζικες οργανώσεις, τρελαμένοι τύποι και διεφθαρμένοι αστυνομικοί, οι σαλεμένοι της Κού Κλούξ Κλαν και βέβαια πολλή βία και αμέτρητα πτώματα. Τα γεγονότα προσπαθεί να καταγράψει παρακολουθώντας αυτό το ιδιόμορφο «μπρα-ντε-φερ» ένας δημοσιογράφος, ο Τόνυ Αντονέλλι που διαβλέποντας το «ζουμί» που έχει η ιστορία παθαίνει εμμονή μ’αυτήν.



Το μυθιστόρημα του αειθαλούς Λέοναρντ (κάποια βιβλία του κυκλοφορούν στη χώρα μας) - δημιουργού εξαιρετικών αστυνομικών ιστοριών (με ιδιαίτερη έμφαση στο pulp βέβαια – που πολλές φορές τον παρασέρνει σε «αστοχίες») όπως το φοβερό Cuba Libre, τα πολύ επιτυχημένα Get Shorty και Rum Punch (και τα δύο μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το δεύτερο ως Τζάκι Μπράουν από τον Κ.Ταραντίνο, ενώ είναι σεναριογράφος της σειράς Justified που παίζεται στη χώρα μας) – μεταφέρει έξοχα την ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ κινείται με άνεση μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο του Νιου Ντηλ (της κοινωνικής πολιτικής του Φ.Ρούσβελτ) και ενσωματώνοντας στη δράση ιστορικές φιγούρες του γκανγκστερικού κόσμου όπως οι Bonnie and Clyde, John Dillinger, Baby Face Nelson και Pretty Boy Floyd, μουσικούς όπως ο Count Basie και ο Louis Armstrong δίνει μια αίσθηση αληθοφάνειας στην ιστορία.


«Ο Καπάτσος» είναι ένα ολοζώντανο και καλοκουρδισμένο μυθιστόρημα, όπου κυριαρχούν οι κοφτεροί διάλογοι, και η έντονη δράση η οποία κορυφώνεται όπως προχωράει το βιβλίο οδεύοντας προς ένα φινάλε βγαλμένο από ταινία γουέστερν, χωρίς φλυαρίες και περιττά πράγματα. Γεμάτο χιούμορ και έντονες εικόνες μας «βάζει» σε ένα κόσμο που γνωρίζουμε βέβαια από τις πολλές κινηματογραφικές ταινίες αλλά που είναι πάντα σαγηνευτικός και εθιστικός. Ένα βιβλίο υπόδειγμα του είδους που διαβάζεται μετά μανίας (κολλάς κυριολεκτικά), αισθάνεσαι σαν να βλέπεις μια ωραία ταινία με φοβερούς πρωταγωνιστές, και με το οποίο περνάς υπέροχα.

 



 
Τρίτη, Ιουλίου 16, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 16, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 13/7, τελευταία της σεζόν
Ακούστε την τελευταία γι'αυτή τη σεζόν εκπομπή Booktalks@amagi radio, σε podcast.

Στην εκπομπή ακούγονται τραγούδια για το καλοκαίρι και διαβάζουμε επιλεγμένα ποιήματα από την Ανθολογία Ερωτικής ποίησης του Χ.Βλαβιανού, ποιήματα από την ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη "Μουσείο άδειο", ένα διήγημα του Χ.Οικονόμου και ένα κείμενο του Γ.Ι.Μπαμπασάκη. Επίσης ασχολούμαστε με το μυθιστόρημα "Τόμι" του Αλέν Μπλοτιέρ.

Καλή ακρόαση



 
Παρασκευή, Ιουλίου 12, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 12, 2013 | Permalink
Τόμι


Στο εξώφυλλο η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νεαρού. Βλέμμα μελαγχολικό, θλιμένο – κοιτάει στο πλάι. Σε αιχμαλωτίζει αυτό το βλέμμα… «Βλέπουμε το πρόσωπό του από μπροστά, στραμμένο ελαφρώς προς τ’αριστερά, μισάνοιχτα τα χείλη, είναι σκυθρωπός με κάτι σαν τρεμούλιασμα στα όρια των δακρύων.» Είναι η φωτογραφία του Τομά Ελέκ, του 19χρονου Ουγγρο-Εβραίου που εκτελέστηκε από τους Ναζί στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του ’44, ήρωα του υπέροχου μυθιστορήματος «ΤΟΜΙ» ("Le tombeau de Tommy") του Γάλλου συγγραφέα Alain Blottière (1954, Νεϊγύ), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αγγ.Τσέλιου, σελ.241).

Ο συγγραφέας επιλέγει τον «δύσκολο» δρόμο επιλέγοντας να μην αφηγηθεί μια (ούτως ή άλλως γοητευτική) ιστορία της Αντίστασης με γραμμικό τρόπο. Ο αφηγητής του βιβλίου είναι ένας σκηνοθέτης που σχεδιάζει να γυρίσει μια ταινία πάνω στην ιστορία του Τομά Ελέκ, επιλέγοντας ως βάση των πληροφοριών του, το βιβλίο της μητέρας του Ελέν Ελέκ «Αναμνήσεις της Ελέν», τα απομνημονεύματα της δηλαδή όπως τα υπαγόρευσε για έναν Γάλλο συγγραφέα την δεκαετία του ’70. Για τον ρόλο του Τομά επιλέγει μετά από πολύ ψάξιμο, ένα νεαρό τον Γκαμπριέλ που τον βλέπει να κάνει σκέιτ στους δρόμους του Παρισιού και θεωρεί ότι μοιάζει υπερβολικά με τον ήρωά του.

Το βιβλίο αποτελεί ουσιαστικά ένα τρίπτυχο. Από τη μια παρακολουθούμε την πραγματική ιστορία του Τομά Ελέκ, μέσα από τις αναμνήσεις της μητέρας του και την περιγραφή της ιδιαίτερα τρυφερής σχέσης του μαζί της. Τα παιδικά του χρόνια από την έλευση της Ουγγρικής οικογένειας, εβραϊκής καταγωγής, στη Γαλλία λόγω των διώξεων του Φασιστικού καθεστώτος στη χώρα τους. Το εστιατόριο της Ελέν και η επιτυχία του, με τους Γερμανούς κατακτητές να είναι μόνιμοι πελάτες και τον μικρό (μόλις 15άχρονο στην εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία) Τομά να πραγματοποιεί την εξέγερσή του παρατώντας το σχολείο και αρνούμενος να φορέσει το κίτρινο αστέρι των Εβραίων, και να ενσωματώνεται σε μια αντιστασιακή ομάδα (την Ομάδα Μανουσιάν), το 1941 παίρνοντας το ψευδώνυμο Τόμι. Η «Άρια» εμφάνισή του, σχετικά ψηλός για την εποχή, ξανθός με ανοιχτά χαρακτηριστικά τον διευκόλυναν να αποφεύγει τους ελέγχους, ενώ ο έμφυτος αέρας του, έδινε ένα τόνο ανεξαρτησίας στην κίνησή του. Ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία και η ομάδα που ανήκε διακρίνεται για τους αγώνες της καταφέρνοντας καίρια χτυπήματα, κυρίως με εκτροχιασμούς τρένων, στους Ναζί. Η ψυχραιμία και η αφοσίωση του, τον καθιστούν δυναμικό στέλεχος της γεμάτης Εβραίους αγωνιστές, ομάδας αλλά το 1944 θα συλληφθούν, οι φωτογραφίες του Τόμι θα γεμίσουν το Παρίσι μέσα από μια αφίσα που κυκλοφόρησαν οι αρχές Κατοχής και όλοι τους θα εκτελεστούν στο Μον-Βαλεριέν δυτικά του Παρισιού τον Φεβρουάριο του ’44.

«Είναι άραγε πειστικές αυτές οι παράξενες σκηνές ανάμεσα στην Ελέν και τον Τόμι; Η Ελέν, γεμάτη μητρική αγάπη, παράφορη, να την προσφέρει στο γιό της σαν όπλο; Κι ο Τόμι, προκειμένου να εκτελέσει δεκάδες ανθρώπινα όντα, ν’απαιτεί αυτή την αγάπη και τη συνενοχή τόσο άκαρδα, και να κουλουριάζεται πλάι στη μάνα του σαν φοβισμένο παιδάκι; Τις σκηνές αυτές τις αντέγραψα, ακριβώς ή κατά προσέγγιση, από το βιβλίο της Ελέν, και γνωρίζω πως είναι αληθινές. Τέτοιου είδους σκηνές, ανάμεσα στη μητέρα και το γιό τις, είναι που με παρέσυραν στην περιπέτεια τούτης της ταινίας. Αυτές της δίνουν νόημα. Μετά το πλήθος αντιστασιακών που έχουν παρελάσει – όλοι τους ήρωες, πατριώτες -, το πορτρέτο αυτό δεν θα είχε τίποτα να προσθέσει αν ο Τόμι δεν σκότωνε μ’αυτό το αίσθημα απόλυτης ανοσίας, ανεξαρτήτως συνθηκών: την ανοσία που εξασφαλίζει η μητρική αγάπη.»

Από την άλλη παρακολουθούμε με λεπτομέρεια τα γυρίσματα της ταινίας πάνω στη ζωή του Τόμι. Την ανεύρεση των σπιτιών που έμενε, τον τόπο φυλάκισης και εκτέλεσης, τις σκέψεις του σκηνοθέτη γύρω από τις συνθήκες που γυρίζεται η ταινία και τον προβληματισμό του για την επίδραση της προσωπικότητας του νεαρού αντιστασιακού πάνω στον πρωταγωνιστή που έχει επιλέξει.

Ο σκηνοθέτης – ο οποίος έλκεται ιδιαιτέρως από τον ήρωα του οποίου τη ζωή μεταφέρει στην οθόνη - αποκτάει μια «πατρική σχέση», η οποία περικλείει και πολύ ερωτισμό με τον νεαρό πρωταγωνιστή του. Ο Γκαμπριέλ αποτελεί τον τρίτο πόλο του μυθιστορήματος. Όντας ένα παιδί που μεγαλώνει ουσιαστικά στον δρόμο, ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που υποδύεται, σε βαθμό που να υιοθετήσει το στυλ του Τόμι στην ζωή του, να νοικιάσει το ίδιο σπίτι που έμενε εκείνος όταν τον συνέλαβαν, να βασανίζεται εσωτερικά λίγο πριν τις σκηνές της εκτέλεσης. Ο Τόμι στα μάτια του Γκαμπριέλ είναι ένας ατίθασος και εξεγερμένος νέος, που δεν υποκύπτει σε κατεστημένα και σε συνθήκες. Η ζωή του νεαρού ερασιτέχνη ηθοποιού θα αποκτήσει το νόημα που δεν είχε, και η θεώρηση του κόσμου μετά από αυτήν την εμπειρία δεν θα είναι η ίδια.

Η ιστορία του Τόμι παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον καθώς βλέπουμε την διαδικασία ενσωμάτωσης στην αντίσταση ενός νεαρού που διψούσε κυριολεκτικά για ζωή και έβλεπε να του την στερούν μέρα με τη μέρα. Γοητευτικός και ανεξάρτητος από μικρός αρνείτο να υποταχθεί στη μοίρα του. Ακόμα και εντός της Ομάδας Μανουσιάν, της οργάνωσης της οποίας τα μέλη ήταν κομμουνιστές, Εβραίοι και σχεδόν άπαντες μετανάστες και η οποία έγινε γνωστή στον περισσότερο κόσμο από την περίφημη «Κόκκινη Αφίσα» που τοιχοκόλλησαν οι αρχές κατοχής σε όλη τη Γαλλία μετά τη σύλληψη των μελών της, ο Τόμι ήταν μια περίπτωση από μόνος του. Ο συγγραφέας αναπαριστά με εξαιρετικό τρόπο τις ημέρες εκείνες και σε συνδιασμό με την πρωτοτυπία που επέλεξε να μεταφέρει την ιστορία μέσα από το γύρισμα μια κινηματογραφικής ταινίας, παραδίδει ένα μάθημα ιστορίας στις νεότερες γενιές – αφού ο πρωταγωνιστής του φιλμ είναι κι αυτός ένα παιδί που ουσιαστικά μ’αυτόν τον τρόπο μπαίνει στη ζωή – χωρίς μελοδραματισμούς, με απλότητα και σεβασμό.

Ο πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας – bigger than life – του Τόμι σκεπάζει κάθε άλλο πρόσωπο στην ιστορία που αφηγείται ο Μπλοτιέρ. Εκεί ακριβώς παρατηρούμε και την (κατά κάποιο τρόπο) αδυναμία του βιβλίου καθώς όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες μένουν σε δεύτερο πλάνο και η ιστορία με τον Γκαμπριέλ δεν μπορεί να μας συγκινήσει. Κυρίως οι τελευταίες σελίδες με την σύλληψη του Τόμι και την εκτέλεσή του, το τελευταίο σημείωμα του που βρέθηκε, είναι συγκλονιστικές. Ο «Τόμι» του Μπλοτιέρ είναι ένα υπέροχο σπαρακτικό μυθιστόρημα που συνδιάζει ντοκουμέντο και μυθοπλασία με δημιουργικό τρόπο και το οποίο χαρίζει ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση.

Υ.Γ.1 Πλούσιο αρχειακό υλικό με φωτογραφίες και ντοκουμέντα της εποχής θα βρείτε στο site του βιβλίου (http://www.letombeaudetommy.net/Accueil.html )

Υ.Γ.2 Ο Λουί Αραγκόν το 1955, με αφορμή την «κόκκινη αφίσα», είχε αφιερώσει το διάσημο ποίημα «Στροφές για να θυμόμαστε» («Strophes pour se souvenir»), - το οποίο μελοποίησε ο Λ.Φερέ - στην δράση και την εκτέλεση των μελών της ομάδας Μανουσιάν.

«Οι εικόνες των πόλεών μας στους τοίχους
Μαύροι απ’τα γένια κι απ΄το σκοτάδι αναμαλλιασμένοι φοβεροί.
Η αφίσα ίδια με λεκέ από αίμα
Αφού τα ονόματά σας δύσκολα προφέρονται
Κάπως έτσι έψαχνε να τρομάξει τους περαστικούς.
Κανείς δεν έμοιαζε Γάλλους να σας προτιμά
Με το φως οι άνθρωποι δίχως μάτια για σας προσπερνούσαν
Αλλά με τη συσκότιση δάχτυλα που ξεστράτιζαν
Κάτω απ’τις φωτογραφίες σας είχαν γράψει ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Κι έτσι τα σκυθρωπά πρωινά γίνονταν άλλα.»
 


 
Τρίτη, Ιουλίου 09, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 09, 2013 | Permalink
Ίχνη στο χιόνι

Με μια σπαρακτική προσωπική τραγωδία, από τις πολλές «ανώνυμες», που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, ασχολείται ο συγγραφέας και ποιητής Γιώργος Λίλλης (Γερμανία,1974) στο πολύ ενδιαφέρον και ατμοσφαιρικό, αλλά αρκετά άνισο μυθιστόρημα του, με τίτλο «ΊΧΝΗ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ», (Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.308), με το οποίο κάνει την είσοδό του στην πεζογραφία μετά από αρκετές αξιόλογες συλλογές ποιημάτων.

Μάρτιος του ’48 και σ’έναν απομακρυσμένο οικισμό στα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας, ένα δεκάχρονο παιδί, ο Περικλής βλέπει τους γονείς του να δολοφονούνται με άγριο τρόπο μπροστά στα μάτια του. Κυνηγούσαν τον αντάρτη πατέρα του και μαζί φάγανε και τη μάνα του, εκείνος γλυτώνει γιατί κρύφτηκε κάπου. Ένας σύντροφος του πατέρα του, ο Ανδρέας, αναλαμβάνει να τον μεταφέρει στους συγγενείς του στη Λαμία. Πρέπει να περάσουν τα βουνά της Ευρυτανίας για να καταφέρουν να φτάσουν στην πόλη.
Το οδοιπορικό του άντρα και του αγοριού είναι γεμάτο παγίδες και περιπέτειες. Ο Ανδρέας θα βρεί τους συντρόφους του στα βουνά, πολιορκημένους από τον τακτικό στρατό ή από άτακτες ομάδες κεφαλοκυνηγών, ο Περικλής θα βιώσει στο πετσί του, το μίσος και την αλληλοσφαγή, θα δεί τους ταλαιπωρημένους και εξουθενωμένους αντάρτες να ξεκληρίζονται μπροστά στα μάτια του και τον «φύλακά του» Ανδρέα να εκτελείται εν ψυχρώ. Μια αντάρτισα, η Μαρία, θα τον προστατέψει, θα του φερθεί σαν μάνα στις περιπέτειες που θα ακολουθήσουν.


Όλα αυτά, τα διηγείται ο  Περικλής σε έναν νεαρό Ερευνητή που κάνει το Διδακτορικό του πάνω στον Εμφύλιο. Μαζί ο γηραιός πλέον Περικλής με τον Γιάννη (τον ερευνητή), θα πραγματοποιήσουν ένα οδοιπορικό ακολουθώντας την πορεία του δεκάχρονου παιδιού, και μέσα από τον διάλογό τους θα βγούν όχι μόνο η ιστορία του Περικλή αλλά και ένας στοχασμός πάνω στα γεγονότα εκείνης της εποχής, πάνω στην ήττα του αριστερού κινήματος, τις ταλαιπωρίες και τις διώξεις που υπέστη ένας άνθρωπος που είδε τη ζωή του σε τρυφερή ηλικία να αλλάζει τελείως.

Το «Ίχνη στο χιόνι», είναι μια αρκετά καλή και ειλικρινής προσπάθεια καταγραφής μιάς ουσιαστικά αληθινής ιστορίας. Έχει αρκετές αρετές, όπως γρήγορο ρυθμό, δομή και ατμόσφαιρα. Οι περιγραφές της περιπέτειας στα βουνά, του κυνηγητού και του κλίματος φόβου μεταξύ των ανταρτών είναι πολύ δυνατές και αποδίδονται επαρκέστατα από τον συγγραφέα, ενώ ο χαρακτήρας του Περικλή, είναι ολοζώντανος και συγκινητικός.

Το πρόβλημα στο συμπαθές μυθιστόρημα του Λίλλη, είναι στο πρόσωπο του ερευνητή, που μένοντας σε δεύτερο πλάνο στην αφήγηση (η οποία εναλάσσεται από πρωτοπρόσωπη, σε τριτοπρόσωπη στην ιστορία του Περικλή), δεν αποκτάει σάρκα και οστά αλλά παραμένει χάρτινος και ανούσιος στην εξέλιξη του βιβλίου. Ένα άλλο μεγάλο θέμα που προκύπτει, είναι οι διάλογοι, που άλλοτε βγάζουν έντονο διδακτισμό, άλλοτε η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι δύο ήρωες είναι «ψεύτικη» και δεν βγάζει κανένα αυθορμητισμό.

Το βάρος από εξαιρετικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί γύρω από αυτό το θέμα, «Το Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, «Η κάθοδος των 9» του Βαλτινού ή «Τα ηρωικά χρόνια» του Στ.Χαβιαρά για παράδειγμα αιωρείται πάνω από το βιβλίο κυρίως ως προς τις απαιτήσεις που μπορεί να έχει ο σύγχρονος αναγνώστης όταν διαβάζει για μια ιστορία «Εμφυλίου». Τα μεγέθη εδώ που τα λέμε δεν είναι συγκρίσιμα, και θα ήταν άδικο να εστιάσουμε σε κάτι τέτοιο.

Ο Περικλής μέσα από την εξιστόρηση της περιπέτειάς του παρουσιάζεται ως  «ηττημένος» σε όλα τα επίπεδα, ιδεολογικά, προσωπικά, συναισθηματικά, ένας πολύ συνειδητοποιημένος πλέον άνθρωπος που αναγνωρίζει τα λάθη των συντρόφων του και με αυτό τον τρόπο δίνει ένα μάθημα ζωής στον νεαρό ερευνητή – εκεί ακριβώς φαίνεται ακόμα πιο περίεργη η επιλογή του συγγραφέα (μέσω των διαλόγων) να δείχνει ότι ο αφηγούμενος εκπλήσσεται μπροστά σ’αυτά που μαθαίνει από τον επιστήμονα.

Εν κατακλείδι, το μυθιστόρημα του Γ.Λίλλη είναι ένα πολύ ενδιαφέρον περιπετειώδες βιβλίο γύρω από ένα πολύ ευαίσθητο θέμα που πάντα συγκινεί. Ο κινηματογραφικός ρυθμός του και η «αγνή ματιά» του δεκάχρονου αγοριού που περιγράφονται ωραία από τον συγγραφέα, μπορεί να παρασύρει τον αναγνώστη και να τον κάνει να αμελήσει τα έμφανή προβλήματα στους διαλόγους και τον έντονο διδακτισμό που διαχέεται μέσα από αυτούς.

______________________________________________________

Το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, με καλεσμένο την δεύτερη ώρα της εκπομπής, τον Γιώργο Λίλλη είναι παρακάτω. 

 
Παρασκευή, Ιουλίου 05, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 05, 2013 | Permalink
Ένα μάλλον αποτυχημένο "Σενάριο γάμου"


Τελειώνοντας το καινούργιο μυθιστόρημα του (Ελληνικής καταγωγής) Jeffrey Eugenides (Detroit,ΗΠΑ 1960) με (τον κατ’αρχήν απωθητικό αλλά εύστοχο ουσιαστικά) τίτλο «ΣΕΝΑΡΙΟ ΓΑΜΟΥ» («The Marriage Plot»), (Εκδ.Πατάκη, μετάφρ. Α.Παπασταύρου, σελ.622), ήμουν τόσο μπερδεμένος που κάτι μέσα μου με απωθούσε από το να γράψω έστω και δυό λόγια για το βιβλίο. Ο λόγος; Μάλλον η κόπωση που ένιωσα και το αγκομαχητό να τελειώσω ένα μυθιστόρημα που στην αρχή μου άρεσε - νόμιζα μετά τις πρώτες 50 σελίδες ότι θα ήταν ένα μεταμοντέρνο βικτωριανού στυλ μυθιστόρημα του 21ου αιώνα - αλλά όσο περνούσαν οι σελίδες με απωθούσε για να «σώσει» την κατάσταση ένα εξαιρετικό (και άκρως) κινηματογραφικό φινάλε.


Το μυθιστόρημα ξεκινάει το καλοκαίρι του 1982, με την ημέρα της αποφοίτησης στο καλό και παραδοσιακό Brown University. Η όμορφη και αριστοκρατική Μάντλιν Χάνα ολοκληρώνει τις σπουδές της με ένα γενναίο μεθύσι και μια βραδιά που δεν εξελίχθηκε όπως την περίμενε. Τώρα είναι οι γονείς της που έχουν έρθει να την καμαρώσουν στην παρέλαση των αποφοίτων, κι αυτή προσπαθεί να συνέλθει από την βραδινή κραιπάλη με έναν περίεργο λεκέ – που όλοι καταλαβαίνουμε γρήγορα τι είναι - στο φόρεμά της. Η Μάντλιν αισθάνεται πιο απαίσια από ποτέ, τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί όπως τα περίμενε την ημέρα που πρωτοπάτησε το πόδι της να σπουδάσει Λογοτεχνία στο κολλέγιο. Λάτρης της Βικτωριανής λογοτεχνίας, βιβλιοφάγος και απόμακρη, προσγειώθηκε κάπως ανώμαλα στο περιβάλλον της φοιτητούπολης του Πρόβιντενς, Ρόουντ Άιλαντ. Ήταν ένα παιδί που διάλεξε αυτό το αντικείμενο γιατί απλά της άρεσε το διάβασμα: « «Ο κατάλογος  Σπουδών Βρετανικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας» του πανεπιστημίου ήταν για την Μάντλιν, ό,τι ήταν ο κατάλογος μόδας του Μπέργκντορφ για τις συγκατοίκους της. Ένας κατάλογος σπουδών τύπου «Αγγλικά 274: Lilys Euphues» αναστάτωνε τη Μάντλιν με τον τρόπο που ενθουσίαζε την Άμπι ένα ζευγάρι καουμπόικες μπότες από του Φιορούτσι. Τα «Αγγλικά 450Α: Χόθορν και Τζέιμς» γέμιζαν τη Μάντλιν με μια προσμονή ωρών αμαρτίας στο κρεβάτι, που δεν απείχε και πολύ από αυτό που ένιωθε η Ολίβια φορώντας μια φουστίτσα λίκρα και δερμάτινο σακάκι στο κλαμπ «Ντανσετίρια» »


Η Μάντλιν σε ένα πάρτυ γνωρίζει ένα δειλό παιδί Ελληνικής καταγωγής τον Μίτσελ Γκραμάτικους, με τον οποίο υπάρχει μια έλξη που δεν εκδηλώνεται παρά την στενή παρέα και το τριήμερο που περνάνε μαζί στο εξοχικό της οικογένειας. Ο Μίτσελ μορφωμένος και «καλό παιδί» είναι το αγόρι που συμπαθούν όλοι οι γονείς αλλά η φιλική σχέση δεν προχωράει σε κάτι ουσιαστικότερο λόγω κυριως της ατολμίας του νεαρού. Όταν δε σε μια κατάσταση ψιλοχαβαλέ κάτι πάει να γίνει, το ζευγάρι τσακώνεται, η Μάντλιν προσβάλλει τον Μίτσελ και χάνονται για λίγο – τα αισθήματα όμως του νεαρού δυναμώνουν για εκείνη καθώς την βλέπει να ερωτοτροπεί με τελείως αντίθετούς της τύπους.


Στο κολέγιο, σύντομα η Μάντλιν διαπίστωσε πόσο «ντεμοντέ» φαινόταν. Και παίρνοντας ένα μάθημα Σημειολογίας στο τρίτο έτος είδε ότι μόνο αν μιλούσες για Ντεριντά και Μπλανσό, Μπαρτ και Μπατάιγ σε παίρνανε στα σοβαρά, Απντάικ και λοιποί θεωρούντο «μικροαστοί» για να μη μιλήσουμε για Τζορτζ Έλιοτ και Τζέιν Όστιν. Στο σεμινάριο η Μάντλιν γνωρίζεται με τον μονήρη και ιδιόρρυθμο Λέναρτ Μπάνκχεντ, έναν μεγαλοφυή νεαρό, ο οποίος σπουδάζει Βιολογία και Φιλοσοφία, πανύψηλο και εντυπωσιακό, άστατο και απρόβλεπτο, και τον ερωτεύεται σχεδόν αμέσως συνάπτοντας μαζί του, μια θυελλώδη σχέση. Όμως ο Λέναρντ υποφέρει από βαριά κατάθλιψη, με έντονες αυτοκτονικές τάσεις και όταν η Μάντλιν οργισμένη από την (φαινομενική) αδιαφορία του (που ήταν περισσότερο σοκ), στην εκδήλωση των συναισθημάτων της, τον εγκαταλείπει, αντί να τρέξει πίσω της κλείνεται στον εαυτό του και η ασθένειά του εκδηλώνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.


Όλα αυτά συμβαίνουν λίγο καιρό πριν την τελετή αποφοίτησης, και η Μάντλιν είναι απογοητευμένη από τη ζωή της ενώ ο Μίτσελ έχει προγραμματίσει να φύγει για ένα χρόνο με έναν φίλο του για να πάνε λίγο στην Ευρώπη και να καταλήξουν στην Ινδία. Ο Μίτσελ τον τελευταίο χρόνο έχει ασχοληθεί έντονα με την θρησκεία, ο μυστικισμός του Χριστιανισμού τον έλκει ιδιαιτέρως και οι καθηγητές του τον πιέζουν να ασχοληθεί σοβαρότερα με το θέμα. Η Μάντλιν τον απασχολεί αλλά προτιμάει να τραβήξει τον δρόμο που έχει επιλέξει – βέβαια η μοίρα άλλα του επιφυλάσσει αλλά για την ώρα δεν τα ξέρει και το ταξίδι του θα είναι περισσότερο περιπετειώδες απ’ότι περίμενε.


«Ο Λέναρντ…ξαπλωμένος στον καναπέ, σκεφτόταν τους γονείς του, εκείνα τα πλάσματα με τις πλανητικές διαστάσεις που διέγραφαν τροχιά γύρω απ’όλη του την ύπαρξη. Και μετά χάθηκε, πίσω στο παρελθόν που επέστρεφε αιώνια. Αν μεγάλωνες σ’ένα σπίτι όπου δεν σ’αγαπούσαν, δεν ήξερες ότι υπήρχε εναλλακτική. Αν μεγάλωνες με γονείς συναισθηματικά ακρωτηριασμένους, οι οποίοι ήταν δυστυχισμένοι με το γάμο τους κι έτοιμοι να μεταβιβάσουν τη δυστυχία τους στα παιδιά τους σαν τιμωρία, δε συνειδητοποιούσες ότι το έκαναν. Ήταν απλώς η ζωή σου. Αν πάθαινες ένα ατύχημα, σε ηλικία τεσσάρων ετών, που υποτίθεται πως ήσουν μεγάλο παιδί πια, και αργότερα σου σέρβιραν ένα πιάτο περιττώματα στο δείπνο – αν σου έλεγαν να τα φας επειδή σου άρεσαν, ε; πρέπει να σου άρεσαν, αλλιώς δε θα είχες τόσο πολλά ατυχήματα - , δεν ήξερες ότι αυτό δε συνέβαινε στα άλλα σπίτια της γειτονιάς σου. Αν ο πατέρας σου εγκατέλειπε την οικογένειά σου και εξαφανιζόταν, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια, και η μητέρα σου έδειχνε να σου κρατάει κακία, οσο μεγάλωνες, επειδή ανήκες στο ίδιο φύλο με τον πατέρα σου, δεν είχες σε ποιον να στραφείς. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ζημιά είχε γίνει προτου καταλάβεις ότι είχες πάθει τη ζημιά. Και το χειρότερο ήταν πως, όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτές οι αναμνήσεις, με τον τρόπο που τις κρατούσες σ’ένα μυστικό κουτί μέσα στο κεφάλι σου και τις έβγαζες κάθε τόσο για να τις δείς και να τις ξαναδείς, γίνονταν κάτι σαν πολύτιμα αποκτήματα. Ήταν το κλειδί της δυστυχίας σου. Ήταν η απόδειξη πως η ζωή δεν ήταν δικαιη. Αν δεν ήσουν τυχερό παιδί, δεν ήξερες πως δεν ήσουν τυχερός παρά αφού μεγάλωνες. Και τότε αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόσουν.»


Το μυθιστόρημα του Ευγενίδη κινείται μεταξύ των τριών χαρακτήρων/ηρώων της ιστορίας, η Μάντλιν, ο Λέναρντ και ο Μίτσελ προσπαθούν να βρούν τους εαυτούς τους μετά την αποφοίτηση. Η ερωτική σχέση Μάντλιν και Λέναρντ  και ο γάμος τους γεμάτος προβλήματα και αδιέξοδα και ο οποίος περνάει από χίλια κύματα είναι στο προσκήνιο της ιστορίας αλλά τα σημαντικά γεγονότα είναι αυτά που συμβαίνουν παράλληλα και όχι αυτά που βρίσκονται στο επίκεντρο. Το οικογενειακό ιστορικό του Λέναρντ που καθορίζει την ψυχική του ασθένεια, οι διαφορές στην καταγωγή και στην ζωή με την Μάντλιν που βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο Λέναρντ μυθιστορηματικός ήρωας που φέρνει στο νου (μάλλον καθόλου τυχαία), τον πρόωρα χαμένο συγγραφέα David Foster Wallace (δες εδώ σχετικό άρθρο στον ξένο τύπο), δεν προκαλεί στον αναγνώστη τον σπαραγμό που θα περίμενε κανείς, διότι έχει φροντίσει ο Ευγενίδης να φλυαρήσει τόσο πολύ γύρω από την ασθένειά του, τις εμμονές και τα προβλήματά του που είναι δύσκολο για κάποιον να αντέξει τόση ενδοσκόπηση – η οποία διακόπτεται με ατελείωτα κεφάλαια γύρω από τα ταξίδι του Μίτσελ στο Παρίσι, στην Αθήνα (της δεκαετίας του 80), στην Ινδία και στις ιεραποστολές εκεί. Όλο αυτό αποβαίνει σε βάρος της ανέλιξης της ιστορίας, που πάει γύρω-γύρω με συνεχή φλασμπάκ στο παρελθόν, ενώ μένει μετέωρη η τόσο δυνατή έλξη Λέναρντ/Μάντλιν που δεν δικαιολογείται από τα τεκταινόμενα.


Η λατρεία της Μάντλιν για την Βικτωριανή λογοτεχνία και τα «παντρολογήματα» που κυριαρχούσαν στα Αγγλικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, θα βρεί τον δρόμο της μέσα από τις συμπληγάδες του έρωτα και του γάμου με τον απρόβλεπτο Λέναρντ, ενώ ο Μίτσελ σε ένα δυναμικό come-back στο τέλος της ιστορίας θα δώσει ένα εκπληκτικό και γεμάτο χιούμορ φινάλε στο βιβλίο σώζοντας τις εντυπώσεις.

Η ατμόσφαιρα των 80’s στην Αμερική της οικονομικής κατάρρευσης και της επαγγελματικής ανασφάλειας, η ατμόσφαιρα του κολλεγίου και οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και προβλήματα μεταφέρονται πολύ ωραία από τον Ευγενίδη (που δεν παύει να είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα έργα του), αλλά το ανερμάτιστο της ιστορίας και η ακατάσχετη φλυαρία εξουθενώνουν ακόμα και τον υπομονετικότερο αναγνώστη.


Κρατάω τα καλά του βιβλίου, την βιβλιοφιλία, κάποιους πολύ ενδιαφέροντες διαλόγους, τον ολοζώντανο χαρακτήρα της πολύ ενδιαφέρουσας Μάντλιν – που όμως δεν πιάνει με τίποτα τις αντίστοιχες ηρωίδες των Βικτωριανών μυθιστορημάτων όπως ίσως ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, τις πρώτες 50 και τις τελευταίες 10 σελίδες, το χιούμορ και την άνεση στο στυλ, αλλά και πάλι δεν μπορώ να δικαιολογήσω την εμφανή αποτυχία του Ευγενίδη να γράψει κάτι μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε σε ένα μυθιστόρημα που τελικά δεν είναι ούτε μοντέρνο, ούτε παραδοσιακό και που συνεχώς πλέει σαν ένα καράβι που έχασε την πυξίδα του, ακυβέρνητο μέσα στον ωκεανό.

 
Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 29/6
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 29/6.

Στην εκπομπή ακούγονται αποσπάσματα από βιβλία των Φάις, Ενράιτ, Τσαρούχη, ένα διήγημα του Γκ.Αριάγα και κάποια ποιήματα του Αρσένι Ταρκόφσκι.

Καλή ακρόαση


 
Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2013 | Permalink
Λώρα, η τελευταία των Μαρξ


Συνεχίζεται η αναφορά μου στις μυθιστορηματικές βιογραφίες που ξεκίνησε με το βιβλίο του Εσνόζ, «Αστραπές» με το οποίο ασχολήθηκα στο προηγούμενο ποστ, με μια (ουσιαστικά) ιστορική μυθοπλαστική σύνθεση εντελώς διαφορετικού ύφους όπως είναι η πρόσφατη δουλειά της πολύ ενδιαφέρουσας συγγραφέως, Ζέφης Κόλια, η οποία στην ερεθιστική μυθιστορηματική βιογραφία, «Λώρα, η τελευταία των Μαρξ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.370), κάνει δυναμικά την επανεμφάνισή της στην πεζογραφία μας.


Από την αρχή του βιβλίου είναι ευδιάκριτη η ενδελεχής έρευνα της συγγραφέως στα ιστορικά γεγονότα που περιγράφει και τα οποία καλύπτουν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 20ου. Το μεταίχμιο μιας εποχής, η βίαιη μετάβαση ενός κόσμου στη βιομηχανική εποχή, οι ιδέες και οι εξεγέρσεις (μεγάλες και μικρές) που πνίγηκαν στο αίμα είναι το ιστορικό περίγραμμα, το οποίο καθορίζει την ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Η Κόλια έχοντας ως ήρωες του ιστορικού της μυθιστορήματος, την Λώρα Μαρξ (1844-1911), δεύτερη κόρη του Καρλ Μαρξ και της βαρόνης Τζένης φον Βεστφάλεν και τον Πωλ (Πάμπλο) Λαφάργκ (1842-1911), τον «αιώνιο επαναστάτη» Κρεολό, συγγραφέα του διάσημου βιβλίου, «Δικαίωμα στην Τεμπελιά», παρακολουθεί μέσα από την ιστορία του ζευγαριού  - και της κοινής τους πορείας από την ερωτική τους γνωριμία - την ιστορία των Ιδεών και των Κινημάτων, παραθέτει περιστατικά της καθημερινότητας, προσωπικές και γενικές τραγωδίες, ενώ από τις σελίδες της, παρελαύνουν δεκάδες προσωπικότητες (κανονικό name-dropping, το οποίο προσφέρει άφθονο υλικό για μελέτη σε όποιον ενδιαφέρεται να ψάξει περισσότερο τα ιστορικά δρώμενα της εποχής), που καθόρισαν την παγκόσμια ιστορία.

Με αφορμή την (προγραμματισμένη από τον Λαφάργκ πολλά χρόνια πριν), διπλή αυτοκτονία του ζεύγους Λαφάργκ/Μαρξ, τον χειμώνα του 1911, η συγγραφέας παραθέτει γεγονότα της ζωής τους, προσπαθεί να ψυχογραφήσει τους (τόσο διαφορετικούς) χαρακτήρες τους, γοητεύεται (εμφανώς) από τις δύο έξοχες προσωπικότητες, την ψυχρή και πανέμορφη Λώρα της αριστοκρατικής καταγωγής – πιστό αντίγραφο της μητέρας της -  που η ζωή της εναλάσσεται από την απόλυτη ένδεια στην πολυτέλεια (που της είναι αδύνατον να αντισταθεί) και από τον μαυριδερό και ανυπόταχτο αλλά σπινθηροβόλο και εξωτικό Λαφάργκ (που κουβαλάει όπου πηγαίνει τον αέρα των Τροπικών) με την εγγενή τρέλλα και επαναστικότητα. Γύρω τους κινούνται σαν μορφές ενός χοροδράματος, τα πρόσωπα της οικογένειας Μαρξ, ο μόνιμα προβληματισμένος και σε πνευματική αναζήτηση Κάρολος, η ακατάβλητη Τζένη, οι αδερφές της Λώρας, ο «άγιος» (πάντα διαθέσιμος να βοηθήσει οικονομικά) Φρ.Ένγκελς.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί συνεπαρμένος τα μικροσυμβάντα του βίου των Μαρξ, που γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Η μικροαστική αντίδραση του Κάρολου στο ειδύλλιο της κόρης του με τον ιδιάζοντα Λαφάργκ, οι κληρονομιές από την πλευρά της Τζένης που επέτρεπαν στην οικογένεια να ζει και να σκορπάει αφειδώς τα χρήματα, τα σπίτια στο Λονδίνο, ο (μηδέποτε επισήμως αναγνωρισθείς) νόθος γιός του Κάρολου (μοναδικός επιζήσας αυτοκτονιών, ασθενειών και λοιπών συμφορών που χτύπησαν την οικογένεια) που ο Ένγκελς ανέλαβε την αναγνώρισή του, ο δύσκολος βίος του ζεύγους Λαφάργκ-Μάρξ με τις φυλακίσεις και τις λοιπές διώξεις του ατίθασου Πωλ, η πολιτική του καριέρα, οι αντιφάσεις της Λώρας – από τη μια ακραιφνής επαναστάτρια και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εργατών, από την άλλη ανίκανη (ή αδύναμη) να αντισταθεί στην εγγενή ροπή της προς την πολυτέλεια και την εστέτ ζωή.

Υπεράνω όλων όμως, και από την ωραία ιστορία ενός έρωτα που μπορεί να μην είχε μεγάλες εντάσεις αλλά ήταν διαρκής και συγκινητικός, και από την έξοχη αναπαράσταση της εποχής, κυριαρχεί η τραγική μοίρα της οικογένειας των Μαρξ, η οποία σημαδεύει την πορεία του σαγηνευτικού και συναρπαστικού αυτού μυθιστορήματος απλώνοντας την βαριά σκιά της καθ’όλη την (τριτοπρόσωπη κι εδώ) ρέουσα και αναλυτική αφήγηση της συγγραφέως σε ένα βιβλίο που αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη.


«Το πένθιμο σάβανο της νύχτας είχε απλωθεί πάνω απ’τις πρασιές του κήπου· πίσω απ΄τα πεζούλια τα παρατεταγμένα λαχανικά έμοιαζαν με ανθρώπινα μέλη σπαρμένα στο χώμα.

Ο Πωλ βγήκε από το εργαστήριο με τον Φιντό στο πλάι του να τρέμει με σκυμμένη την ουρά και τα σάλια να τρέχουν, όπως όταν ένιωθε να πλησιάζει μεγάλη καταιγίδα. Έξω απ’το σκυλόσπιτο γονάτισε και τον αγκάλιασε απ΄τον λαιμό· ύστερα του ψιθύρισε μερικές λέξεις στο αυτί και του φίλησε τρυφερά τη μουσούδα. Το πιστό λαμπραντόρ ανταπέδωσε με μια πλατιά γλειψιά στη μούρη: Αντίο.

Προχώρησε προς τον σκοτεινό όγκο του σπιτιού που υψωνόταν μεγαλοπρεπές, επιβλητικό, γιγάντιο, δυσβάσταχτο πια για τα δικά του μέτρα. Τριάντα πέντε δωμάτια, δυο ψυχές. Και τα φαντάσματα κρυμμένα στις ντουλάπες: Αντίο

Τίποτα δεν τάραζε τη νεκρική σιγαλιά της νύχτας εκτός από τα ίδια του τα βήματα. Τα άκουγε να σέρνονται αργά, ασήκωτα, κουβαλώντας μαζί τους μια μακρόχρονη ιστορία.

Σε εκείνον είχε πέσει ο λαχνός να γράψει τους τίτλους του τέλους της: Αντίο



Υ.Γ.1- Το κείμενο πρωτοδημοσεύτηκε σε συμπυκνωμένη μορφή (μαζί με το μυθιστόρημα του Εσνόζ «Αστραπές» στην Εφημ. Των Συντακτών (τεύχος Παρασκευής 21/6).



Υ.Γ.2- Την ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Ζέφη Κόλια γύρω από το βιβλίο της, που είχαμε στο δεύτερο μέρος της εκπομπής Booktalks@Amagi radio μπορείτε να την ακούσετε στο ποστ μου της 12/6, εδώ.