Έχω
ξαναγράψει σε τακτά χρονικά διαστήματα πόσο απολαμβάνω να διαβάζω τις ιστορίες
του σπουδαίου Αλγερίνου συγγραφέα (που
υπογράφει με το ψευδώνυμο) Yasmina Khadra (γεν.1955). Όμως το πρόσφατα
εκδοθέν στη χώρα μας μυθιστόρημα του, με τίτλο «ΕΞΙΣΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ» («L’equation africaine»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ.
Γ.Στρίγκος, σελ.323), με άφησε μετέωρο και μπερδεμένο, διότι βρήκα την
αναμφισβήτητη ικανότητα του Χάντρα στην ανάπτυξη της πλοκής και της δράσης να
χάνεται μέσα σ’έναν (κάποιες στιγμές) αφόρητο διδακτισμό και μια παρέλαση
στερεοτύπων και κοινοτοπιών σε μεγάλο μέρος του βιβλίου.
Ο γιατρός
Κουρτ Κράουσμαν ζει στην Φραγκφούρτη, μια ήρεμη οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό
του Τζέσικα, μια όμορφη, δυναμική γυναίκα η οποία είναι στέλεχος σε πολυεθνική.
Την βλέπει προβληματισμένη και κλεισμένη στον εαυτό της το τελευταίο διάστημα
αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει το θέαμα που αντίκρυσε μπαίνοντας στο σπίτι τους
εκείνο το μοιραίο βράδυ. Η Τζέσικα, νεκρή στο μπάνιο και δίπλα της δύο κουτιά
υπνωτικά χάπια. Αυτοκτονία…Ο Κουρτ χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του ενώ
μετά την κηδεία θα πληροφορηθεί από μια φίλη και συνάδελφο της γυναίκας του ότι
ο λόγος της κατάθλιψής της, ήταν η μη προαγωγή της σε μια θέση που την
κυνηγούσε χρόνια.
Το σοκ
του Κουρτ τον μετατρέπει σε άνθρωπο-φάντασμα και ο καλός του φίλος Χανς
Μάκενροτ, χήρος κι αυτός και πολυεκατομμυριούχος, μη θέλοντας να τον αφήσει μόνο
με τους εφιάλτες του, τον πείθει να τον ακολουθήσει σε ένα ταξίδι με το
ιστιοφόρο του ως τις Κομόρες, όπου θα πάνε να εξοπλίσουν ένα νοσοκομείο.
Το σκάφος
όμως του Χανς μετά από μερικές ημέρες ταξιδιού και καθώς βρίσκονται κοντά στις
ακτές της Αφρικής, δέχεται επίθεση στις ακτές της Σομαλίας από πειρατές. Οι δύο
άνδρες συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε ένα άγνωστο μέρος ως όμηροι. Οι
απαγωγείς, τους φέρονται βίαια, τους αλλάζουν συνεχώς τόπο διαμονής, ενώ δεν
λείπουν οι μεγαλοστομίες, οι κομπασμοί και οι πολιτικοί λόγοι από τον βιαιότερο
εξ’αυτών, τον θηριώδη και μονίμως βλοσυρό Ζομά που (μέσα στην γραφικότητα του)
αποδεικνύεται ένας χαρακτήρας απίστευτα αντιφατικός και ενδιαφέρων. Ο Κουρτ θα
γνωρίσει σε μια από τις φυλακές τους, τον Μπρούνο, έναν Γάλλο που λατρεύει την
Αφρική και έχει επιλέξει να ζεί μόνιμα σ’αυτήν και ο οποίος κρατείται όμηρος
από την ίδια ομάδα πολύ καιρό πλέον. Στις συζητήσεις του με τον Μπρούνο, ο
ορθολογιστής Γερμανός θα αντιληφθεί την πραγματικότητα γύρω του, τις συνθήκες
ζωής και τον τόσο διαφορετικό κόσμο στον οποίο δια της βίας έχει μπεί. Η
θεώρηση των πραγμάτων πλέον θα αλλάξει, καθώς και η κοσμοθεωρία του, οι
βεβαιότητές του και οι προτεραιότητες του. Ο αγώνας για την επιβίωση θα
δοκιμάσει τις αντοχές του, ενώ όταν έλθει η ώρα να πάρει το όπλο και να παλέψει
για την σωτηρία του, δεν θα διστάσει να σκοτώσει.
«Ποιος
σου έδωσε το δικαίωμα να μας αποκαλείς αγριανθρώπους; Μήπως μας κατέβασες από
κανένα δέντρο; Πολύ θα ήθελα να μάθω τι είναι αυτό που μας κάνει αγριάνθρωπους.
Ο πόλεμος; Οι δικοί σας πόλεμοι είναι χειρότεροι κι από κατακλυσμούς. Η φτώχια;
Σε σας την οφείλουμε. Η άγνοια; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι πιο
καλλιεργημένος από μένα; Είμαι σίγουρος πως έχω διαβάσει περισσότερα βιβλία
απ’ότι όλη σου η οικογένεια μαζί, με σένα πρώτο και καλύτερο. Ξέρω απέξω κι
ανακατωτά τον Λερμόντοφ, τον Μπλέικ, τον Χέλντερλιν, τον Μπάιρον, τον Ραμπελέ,
τον Σαίξπηρ, τον Λαμάρκ, τον Νερούδα, τον Γκέτε, τον Πούσκιν, φουντώνει απαριθμώντας
τους έναν έναν με τα δάχτυλά του, ενώ ο τόνος της φωνής του υψώνεται
ολοένα…Λοιπόν, δόκτωρ Κουρτ Κράουσμαν, τι είναι αυτό που κάνει εμένα
αγριάνθρωπο κι εσένα πολιτισμένο;»
Το ταξίδι
του Κουρτ στην «Καρδιά του Σκοταδιού» (ο ήρωας του αριστουργήματος του
Τζ.Κόνραντ λεγόταν Κουρτζ οπότε η σκέψη του αναγνώστη πάει αυτόματα εκεί), θα είναι ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας και
μύησης.
Η Αφρική
για τον Χάντρα είναι «ένας καθρέφτης του εαυτού μας». Όλη η ιστορία βασίζεται
σ’αυτές τις πολιτισμικές αντιθέσεις και στα συνεχή σοκ που υφίσταται ο Κουρτ. Η
(εν πολλοίς) «αδικαιολόγητη» αυτοκτονία της συζύγου του, έρχεται σε ευθεία
αντίθεση με την υπομονή και την πίστη για ζωή, των απλών ανθρώπων της
βασανισμένης ηπείρου, ενώ αρχίζει να εκτιμάει τις μικρές πολυτέλειες της ζωής
του στην Φραγκφούρτη, τα αδιόρατα στοιχεία της καθημερινότητάς του, που
φαίνονται σαν ψεύτικα μπροστά στην δυστυχία και την φτώχεια, την πείνα και την
συνεχή οσμή του θανάτου που τον ακολουθεί από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του
στις ακτές της Σομαλίας.
Οι
αντάρτες τον πηγαίνουν από χώρα σε χώρα μέσα από ερημιές και κακοτράχαλες
εκτάσεις, κάποια στιγμή θα αντιληφθεί ότι βρίσκεται στο Νταρφούρ, αυτό το
ανθρώπινο κολαστήριο για το οποίο διάβαζε στις εφημερίδες της πατρίδας του όπως
απλοϊκά σχεδόν ανακακατεύει τα πάντα ο Χάντρα μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα
γεωγραφικά πλαίσια και αποστάσεις.
Ο Χάντρα
σ’αυτό το βιβλίο του δεν ασχολείται με το Ισλάμ (όπως με την υπέροχη τριλογία του,
που εκτυλισσόταν σε Αφγανιστάν, Ισραήλ/Παλαιστίνη, Ιράκ), ούτε με την Αλγερία όπως τα πρώτα του μυθιστορήματα, –
στοχεύοντας ίσως σε ένα μεγαλύτερο κοινό - και γι’αυτό δείχνει έξω από τα νερά
του. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες κυριαρχούν και οι χαρακτήρες των Αφρικανών
είναι τόσο γκροτέσκοι που κάποιες φορές γίνονται κωμικοί. Από την άλλη, οι
ικανότητες του Αλγερίνου συγγραφέα είναι οφθαλμοφανείς, δίαχυτος ανθρωπισμός,
έντονη δράση, γρήγορος ρυθμός και αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, ενώ ο ήρωας, που
στην αρχή δείχνει αναιμικός, όσο κυλάει η ιστορία αποκτάει οντότητα και
προσωπικότητα.
Δεν
λείπουν, ορισμένες εξαιρετικές σελίδες γεμάτες λυρικότητα και στοχασμό, αλλά το
μονοδιάστατο και το στερεότυπο των χαρακτήρων, όπως και ο άκρατος διδακτισμός
σχεδόν καταστρέφουν τα πολλά καλά στοιχεία που έχει το βιβλίο και αποδυναμώνουν
την συνεχή και με εμμονικό τρόπο επαναλαμβανόμενη (πολύ καίρια) θέση του
συγγραφέα, ότι οι Δυτικοί έχουν πλήρη άγνοια για το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο
κόσμο και αδυνατούν να τον κατανοήσουν, πράγμα που μας οδηγεί στο να καταλάβουμε
και τα στρατηγικά λάθη στα οποία υποπίπτουν στην εφαρμογή της πολιτικής τους.
Στα
προηγούμενα έργα του, αυτό δούλευε αρμονικά και δημιουργούσε ένα αξιοζήλευτο
σύνολο, εδώ γυρίζει μπούμερανγκ και μπερδεύει τελείως τον αναγνώστη, που από τη
μια διαβάζει για μια αληθινή κόλαση, για τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής
και υπόστασης στον (αποκαλούμενο) Τρίτο κόσμο και από την άλλη για μια
επιστροφή στην απλότητα και για την αξία της ανιδιοτελούς προσφοράς αφήνοντας
πίσω όλες τις «περιττές πολυτέλειες». Νομίζω ότι ο αναγνώστης πρέπει να
αισθάνεται το ίδιο μπερδεμένος όπως ο ήρωας του μυθιστορήματος.