Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2014 | Permalink
Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα
Η Βάσια Τζανακάρη μετά από 2 βιβλία έντονου πειραματισμού με τη γραφή και το ύφος, επανέρχεται με το βιβλίο "Η ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΚΤΟΡΑ" (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.186), μια συλλογή εξαιρετικών (στην πλειονότητά τους) διηγημάτων που μπορεί να μη μοιάζουν το ένα με το άλλο, αλλά όλα ή σχεδόν όλα αποπνέουν μια ζοφερή και αποπνικτική ατμόσφαιρα, ένα αίσθημα ασφυξίας όπου η βία εναλάσσεται με την τρυφερότητα.


18 ιστορίες + 1 (η ομώνυμη της συλλογής, η οποία την ολοκληρώνει), με οικογενειακές στιγμές, μοναχικές καταστάσεις, αδιέξοδα, ματαίωση ελπίδων και ονείρων, υποδόρια αλλά και εμφανή βία, σκληρότητα αλλά και ανθρωπιά. Η κοινωνικοοικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, δεν βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο αλλά ενυπάρχει, αιωρείται στην ατμόσφαιρα και αποτυπώνεται στο κλίμα του βιβλίου.

Μια γιαγιά στο χωριό που κρύβει τις γκαζόζες για να τις πιούν οι επισκέπτες που έρχονται σπάνια, μια κοπέλα που ονομάζεται Σπυριδούλα και όλοι της θυμίζουν την ιστορία της «γνωστής «σιδερωμένης» συνονόματής της, ώσπου αποφασίζει να αντιδράσει, μια μητέρα περνάει όλη της τη ζωή γεμίζοντας τάπερ, μια νεαρή κοπέλα που περνάει μια νύχτα πάθους με έναν άντρα θεωρεί ότι οι πέντε αισθήσεις της ποτέ δεν την προδίδουν και ότι βρήκε τον κατάλληλο άντρα γι'αυτήν, ένας περιπτεράς τα βροντάει όλα κάτω για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει ζωγράφος, ένα νεαρό κορίτσι μένει ανάπηρο από άγνωστη αιτία (αλλά και τελείως μεταφυσική αιτία).
Μια γυναίκα κόβει τα μαλλιά της σε ένδειξη πένθους, ένα κοριτσάκι πρέπει να υπακούσει στον ρόλο του καλού παιδιού αντί να παίζει με τα συνομήλικά της, ένα μυρμήγκι θέλει να το προσέξουν επιτέλους, ενώ ένας "ξένος" ενοχλεί τους μικροαστούς κατοίκους μιας γειτονιάς και το πληρώνει αυτό.
Μια ηθοποιός πεθαίνει μόνη κι έρημη σε ένα διαμέρισμα της Κυψέλης, ενώ ένα κοριτσάκι χάνει το τυχερό λαχείο που κέρδισε και ένας συνταξιούχος αποτραβηγμένος μακριά από τη μεγάλη πόλη, βρίσκει στην επαρχία τη κόλαση και ένα ανάπηρο κοριτσάκι βουτάει από το μπαλκόνι για να πιάσει ένα μπαλόνι.
Ένας γηραιός κύριος μαζεύει εμμονικά αποκόμματα εφημερίδων, μια γυναίκα λίγο προτού την πάρει ο θάνατος βλέπει από μια ιδιόμορφη γωνία τη πολυκατοικία που ζούσε,  ένας άστεγος ζητιανεύει αντί χρήμα λίγο χρόνο να του παραχωρήσουν και μια νεαρή κοπέλα όταν αποφασίζει να αποδεχθεί τις αλλαγές στο σώμα της λόγω εγκυμοσύνης διαπιστώνει ότι έσπασαν τα νερά και γεννάει.
Ιστορίες ανθρώπων στη πόλη και στην επαρχία που βλέπει στο διάβα του ο κύριος Έκτορας καθώς αποφασίζει να κάνει το βήμα και να βγεί έξω από το σπίτι του επιτέλους.

"Με λένε Σπυριδούλα. Όταν ήμουν μικρή και συστηνόμουν, οι συγγένισσες λέγανε σαν τη Σπυριδούλα που τη σιδέρωσαν. Όταν ήμουν πιο μεγάλη, οι φίλοι μου λέγανε σαν το συγκρότημα από κείνη τη Σπυριδούλα που τη σιδέρωσαν το είχε πάρει τ'όνομά του. Στην πραγματικότητα, με λέγανε Σπυριδούλα σαν τον παππού μου τον Σπύρο, που ήθελε σώνει και ντε να ακούσει το όνομά του και, μιας και ήμουν το δεύτερο κορίτσι και λεφτά δεν είχανε οι γονείς μου να παίζουν φρουτάκια μπας και βγεί κάποτε αγόρι, με βαφτίσανε Σπυριδούλα. Σπυρι-δούλα. Μικρή φανταζόμουν ότι ήμουν η δούλα ενός σπυριού, ενός πυώδους ολοστρόγγυλου βασιλιά που όταν εκνευριζόταν κι έσκαγε απ'το κακό του όλη του η υποκίτρινη σιχασιά έπεφτε πάνω μου κι εγώ πνιγόμουν σ'ένα αηδιαστικό ποτάμι. Μεγαλύτερη, άκουγα τις μανάδες να λένε στα παιδιά τους "θα σε σιδερώσω σαν τη Σπυριδούλα" κι έβλεπα τα παιδιά να με κοιτάνε με δέος. Η Σπυριδούλα ήταν ένα λαϊκό είδωλο, ένας θρύλος. Μάλιστα μια φορά ένα μικρότερο παιδί με πλησίασε στη γειτονιά και με ρώτησε πως με σιδέρωσαν. Εγώ τότε του είπα μια φρικτή ιστορία που μου κατέβηκε εκείνη την ώρα, ότι η μητριά μου και ο πατριός μου με έδερναν και με κατηγορούσαν για κλέφτρα και μια μέρα για να με τιμωρήσουν επειδή νόμιζαν πως είχα κλέψει λεφτά με δέσανε στη σιδερώστρα και με σιδερώνανε δυο μέρες και δυο νύχτες. "Και που είναι τα σημάδια" με ρώτησε το αχτένιστο πιτσιρίκι όλο πονηριά. "Στην ψυχή μου" του είπα κι εκείνο το'βαλε στα πόδια. Αργότερα ανακάλυψα ότι αυτή η ιστορία που του είχα πει ήταν η πραγματική ιστορία της Σπυριδούλας."

Υπάρχουν γυναίκες δυστυχισμένες στις ιστορίες της Τζανακάρη, άνθρωποι που θα προτιμούσαν να βρίσκονται κάπου αλλού, να κάνουν ένα άλλο επάγγελμα, μια άλλη ζωή. Στα διηγήματα σκιαγραφείται έντονα η έλλειψη επικοινωνίας, η μοναξιά, η ανάγκη για αγάπη και τρυφερότητα, οι άνθρωποι είναι "τσακισμένοι", χτυπημένοι από τις καταστάσεις, τις σχέσεις.
Το αστικό τοπίο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα αλλά υπάρχουν και αρκετές ιστορίες που εκτυλίσσονται στην επαρχία, ενώ, δεν λείπει το μεταφυσικό στοιχείο από κάποιες από αυτές, όπως και ο ρεαλισμός και η βία από άλλες. Βεβαίως τα καλύτερα (κατά την άποψη μου) διηγήματα είναι τα πιο εσωτερικά, όπως το Βετέξ και ο Πάπιος.

Παρά το αποπνικτικό κλίμα των ιστοριών, και την "σκοτεινιά" σε ορισμένες (γκροτέσκες κυρίως) καταστάσεις που περιγράφει η συγγραφέας, υπάρχει αισιοδοξία και πίστη στον άνθρωπο. Το τελευταίο διήγημα που κλείνει τη συλλογή, λειτουργεί "θεραπευτικά" και αφήνει μια αχτίδα φωτός και ένα χαμόγελο σε όλο αυτό το ζόφο.

Εν κατακλείδι,  στην "ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ Κου ΕΚΤΟΡΑ", έχουμε ένα σημαντικότατο βήμα "ωριμότητας" (σε σχέση με τα "ΤΖΟΝΙ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥ" και "11 ΜΙΚΡΟΙ ΦΟΝΟΙ" τα προηγούμενα έργα) της νεαρής συγγραφέως, όπου οι περισσότερες από τις 19 ολιγοσέλιδες ιστορίες του βιβλίου, βρίσκονται σε ένα εξαιρετικό επίπεδο, δείγμα της προόδου και του πόσο βασανίζει τη γραφίδα της η Βάσια Τζανακάρη, δουλεύοντας και αναζητώντας συνεχώς τον τρόπο έκφρασης που της "πηγαίνει" και αισθάνεται πιο άνετα μ'αυτόν.





 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2014 | Permalink
Τι είναι η ζωή;
«Ζωή: Αστερισμός ζωτικών φαινομένων – οργάνωση, ευερεθιστότητα, κίνηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή, προσαρμογή.»

Από τα πιο εντυπωσιακά βιβλία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, που κυκλοφόρησαν στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή την περασμένη χρονιά είναι το εξαιρετικό μυθιστόρημα του νεότατου Αμερικανού,  Anthony Marra (Washington D.C., 1985), «ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΖΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ» («A constellation of vital phenomena»), (Εκδ.Ίκαρος, μετάφρ. Αχ.Κυριακίδη, σελ.486), με το οποίο απέσπασε την σημαντική διάκριση «Whiting Writersaward», η οποία απονέμεται σε δέκα πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς κάθε χρόνο.

Το μυθιστόρημα του Μάρα, είναι μια χορταστική και συναρπαστική τοιχογραφία, στα πλαίσια των επικών βιβλίων του περασμένου αιώνα, η οποία εκτυλίσσεται μέσα σε πέντε ημέρες γεμάτες περιστατικά, δραματικές καταστάσεις, αγωνία και ζοφερή ατμόσφαιρα. Ο τόπος είναι η κατεχόμενη από τα Ρωσικά στρατεύματα,  Τσετσενία και ο χρόνος είναι το 2004, αλλά τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο μυθιστόρημα εκτυλίσσονται μέσα σε ένα διάστημα 10 ετών, σε μια αφήγηση που δεν ακολουθεί γραμμική μορφή, καθώς το παρελθόν παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις ζωές των ηρώων.

Σε ένα μικρό χωριό της Τσετσενίας, το Ελντάρ, ο Άχμεντ διασώζει ένα κοριτσάκι, την 8άχρονη Χαβάα, η οποία είχε κρυφτεί καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες παίρνανε τον πατέρα της, τον Ντόκα καίγοντας την αγροτική κατοικία αφού απέτυχαν να βρούν τη μικρή και να ολοκληρώσουν το έργο τους. Ο Άχμεντ αποτυχημένος γιατρός του χωριού που ασχολείται περισσότερο με τη ζωγραφική τεράστιων πορτρέτων, πηγαίνει με την μικρή στο νοσοκομείο της πόλης Βολτσάνσκ, όπου ξέρει ότι εργάζεται μια ικανή Ρωσίδα γιατρός, η Σόνια. Το νοσοκομείο είναι το ψηλότερο πλέον κτίριο της πόλης που μένει όρθιο μετά τους βομβαρδισμούς και τις μάχες, αν και ελαφρώς κατεστραμμένο, ενώ η Σόνια με μία νοσοκόμα και έναν μονόχειρα φύλακα είναι τα μοναδικά άτομα που εργάζονται σ’αυτό νυχθημερόν και χωρίς υλικά. Ο Άχμεντ θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της γιατρού με αντάλλαγμα την φιλοξενία (και το κρύψιμο) της Χαβάα. Η Σόνια επιφυλακτική και δύστροπη, βλέπει ότι Άχμεντ δεν έχει ιδέα από Ιατρική αλλά χρειάζεται ένα ζευγάρι δυνατά χέρια να την βοηθάνε, ενώ συγκινείται κι από το κοριτσάκι που της θυμίζει την χαμένη αδερφή της, της Νατάσας η οποία έχει εξαφανιστεί και ψάχνει να τη βρεί.

Αυτοί είναι οι βασικοί ήρωες της ιστορίας που περιγράφει τόσο ωραία ο Μάρα. Γύρω τους κινούνται, ο άλλοτε κολλητός φίλος του Άχμεντ και του απαχθέντος Ντόκα, ο Ραμζάν (οι τρείς τους ήταν αχώριστοι), ο οποίος είναι πλέον καταδότης των Ρώσων, μετά από βασανιστήρια στα οποία δεν άντεξε, είναι ο πατέρας του, ο Χασάν, ήρωας του Β Παγκόσμιου πολέμου με τον Σοβιετικό στρατό, συλληφθείς αργότερα λόγω της Τσετσένικης καταγωγής του και πλέον ντροπιασμένος λόγω του προδότη γιού του, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος του χωριού. Ο Χασάν έχει γράψει την ιστορία του Τσετσένικου λαού από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας – έργο που δεν μπόρεσε να εκδοθεί ολόκληρο προσκρούοντας στην Σταλινική λογοκρισία, το μόνο που κατάφερε να τυπώσει ήταν μια ιστορία των αρχαίων χρόνων.Υπάρχουν οι (διόλου αμελητέοι μυθιστορηματικά) χαρακτήρες της  Νατάσας, της αδερφής της γιατρίνας Σόνιας, η οποία έχει εξαφανισθεί για δεύτερη φορά από προσώπου γης, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον καταστροφικό πόλεμο μετά την πρώτη τραυματική εμπειρία της που κατέληξε σε εκπόρνευση κάπου στην Ιταλία και ο μοιραίος Ντόκα, ο πατέρας της μικρής Χαβάα που πληρώνει την φιλοξενία που παρέχει σε πρόσφυγες από τις γύρω πόλεις, οι οποίοι προσπαθούν να διαφύγουν, ενώ στην εξέλιξη της ιστορίας συναντούμε χαρακτηριστικούς τύπους κάθε είδους που κάποιο μεγάλο ή μικρό ρόλο διαδραματίζουν στην αφήγηση.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι άνθρωποι αντιφατικοί και ευαίσθητοι παρά την επιφανειακή σκληρότητά τους. Προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε νόμιμο ή παράνομο τρόπο (εξάλλου τα όρια αυτά σε τέτοιες καταστάσεις είναι συγκεχυμένα) μέσα σε ένα κολαστήριο ψυχών. Μαφιόζοι, νταβατζήδες, στρατιώτες, δυνάμεις κατοχής, ερείπια, ολόκληρες συνοικίες κατεστραμμένες, κτίρια που έχει μείνει μόνο ο ένας τοίχος, τρόφιμα και φάρμακα σε έλλειψη που πουλιούνται στη μαύρη αγορά αποτελούν την ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται η Σόνια και ο Άχμεντ με το παρελθόν και τις στιγμές του αγωνίας και χαράς να επανέρχεται σ’αυτές τις πέντε ημέρες (που μοιάζουν πέντε χρόνια στην ένταση και την αγωνία τους). Το κάθε κεφάλαιο εκτυλίσσεται σε διαφορετική χρονιά, πηγαίνοντας μπρος-πίσω από το 94 έως το 2004, προσθέτοντας μυστήριο και περιπέτεια στην ιστορία.

Ο Μάρα προτάσσει τον άνθρωπο πάνω από την ιστορία. Δεν ενδιαφέρεται ούτε στέκεται ιδιαίτερα πάνω στις εθνολογικές διαφορές, ούτε παίρνει θέση. Μέσα από την ιστορία αυτών των απλών (καθημερινών αν θέλεις) ανθρώπων, παρακολουθούμε ένα κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας που οι περισσότεροι είτε αγνοούσαμε, είτε ξέραμε ελάχιστα γι’αυτό. Τράφικινγκ και πορνεία, έγκλημα και βία, στρατόπεδα βασανιστηρίων και καταυλισμοί προσφύγων, μαύρη αγορά και εκμετάλλευση ανθρώπων περνάνε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σε μια απολαυστική και καλοκουρδισμένη αφήγηση.

"Διάβαζε στην αδύναμη φλόγα ενός κεριού. Οι λαϊκές παραδόσεις έλεγαν ότι ο Θεός σκόρπισε εθνότητες πάνω στη Γη με μια αλατιέρα· η αλατιέρα γλίστρησε απ'τα χέρια του όταν έφτασε στον Καύκασο, και λίγοι κόκκοι απ'όλους τους λαούς έπεσαν στις κοιλάδες του. Άλλες θεωρίες προέλευση: οι Τσετσένοι κατάγονταν από σκυθικές ορδές, από τις κόρες του Τζένγκις Χαν, από μια σωφρονιστική αποικία που είχε ιδρύσει ο Μέγας Αλέξανδρος, από μια χαμένη ρωμαϊκή λεγεώνα. Αφού τελείωσε το πρώτο κεφάλαιο, γύρισε στο κάλυμμα. Σύμφωνα με το τριών αράδων βιογραφικό, ο Χασάν Γκεσίλοφ δίδασκε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Βολκάνσκ και ζούσε στο Ελντάρ. Αυτό το βιβλίο ήταν το πρώτο μιας πολύτομης ιστορίας της Τσετσενίας. Στη φωτογραφία του, ο συγγραφέας είχε καθαρά καστανά μάτια, ένα παχύ μουστάκι επαργυρωμένο με γκριζες τρίχες κι ένα χαμόγελο που υποδήλωνε ότι ο νους του μάλλον έτρεχε σε κουραμπιέδες ή τις τρυφερές καμπύλες μιας γυναίκας, παρά σε αρχαίες ορδές. Μέχρι να καεί το κερί, είχε διαβάσει όλες τις αρχαίες επιδρομές: των Σκυθών (850π.Χ), των Ελλήνων (δύο αιώνες μετά), των Ρωμαίων (πρώτος αιώνας π.Χ.), των Γότθων της Βαλτικής (240 μ.Χ.), των Ασιατών Ούννων (370 μ.Χ.), των Αβάρων, των Χαζάρων, των Τσερκέζων, των Μογγόλων και τελικά, τελειωτικά, των Ρώσων."

Μαθαίνουμε συν τοις άλλοις, χρήσιμα στοιχεία για τους 2 πολέμους της Τσετσενίας (με τον δεύτερο, εποχή που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, πολύ πιο βίαιο από τον πρώτο). Η ζωή δεν είχε καμία αξία, οι απαγωγές ήταν σε καθημερινή διάταξη, όπως και οι βιασμοί και οι κλοπές. Η Κόλαση του Δάντη σε μια δύσοσμη και ζοφερή καθημερινότητα. Ο Μάρα αναφέρει συχνά τον "Χατζή Μουράτ" του Τολστόι, βιβλίο του 19ου αιώνα που περιγράφει την κατάκτηση του Βόρειου Καύκασου από τους Ρώσους και την παράδοση του Νταγκεστάν σ'αυτούς - κάτι που οδήγησε εν πολλοίς την υιοθέτηση του Τζιχάντ από τους Ισλαμικούς πληθυσμούς της περιοχής. Εκεί τοποθετείται από τον συγγραφέα και η απαρχή της διαμάχης με τους (αιώνιους κατακτητές) Ρώσους, οπότε η χειρονομία του Άχμεντ να δώσει στην (Ρωσικής καταγωγής) Σόνια ένα αντίτυπο του βιβλίου έχει διττή σημασία.

Το μυθιστόρημα έχει κοινά στοιχεία με το "Όλα έρχονται στο φως" του Φόερ, που ήταν το ντεμπούτο αυτού του ικανότατου νέου συγγραφέα. Περίεργο είναι πως δύο ελπιδοφόροι νεαροί μυθιστοριογράφοι ασχολούνται  (και εξαιρετικά μάλιστα!), με τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες. Να είναι το "εξωτικόν" του πράγματος; Να παίζουν κάποιο ρόλο οι σχολές δημιουργικής γραφής; Δεν γνωρίζω, πάντως προκαλεί εντύπωση. Στην γραφή του Μάρα διαβλέπει κανείς επιρροές από Λατινοαμερικάνους συγγραφείς (η αρχή του μυθιστορήματος είναι ενδεικτική: "Τη νύχτα που οι στρατιώτες έκαψαν το σπίτι της και της πήραν τον πατέρα, η Χαβάα ονειρεύτηκε θαλάσσιες ανεμώνες."), αλλά και σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, κυρίως τον Eugenides, αλλά εκτός από αυτά τα εξειδευμένα κατά κάποιο τρόπο στοιχεία, ο αναγνώστης μαγεύεται κυριολεκτικά και απολαμβάνει αυτό το επικό και ιδιαίτερα συναισθηματικό βιβλίο που μιλάει για την ανθρωπιά, την απώλεια, την ευθύνη και το οποίο δονείται (κυριολεκτικά) από ζωντάνια και δυναμισμό.




 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2014 | Permalink
Η αθανασία των σκύλων
«Σε τι χρησιμεύουν τόσα βιβλία;» ρώτησε ένα απόγευμα το παιδί. 
«Σε τίποτα», είπε μετα aπό σύντομη σκέψη εκείνος. "Είναι σενάρια του εαυτού τους"

Με ιστορίες ανθρώπων (περισσότερο) και σκύλων (λιγότερο) ασχολείται ο συγγραφέας , ποιητής και εκδότης Κώστας Μαυρουδής (Τήνος,1948) στη θαυμάσια συλλογή διηγημάτων του «Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ» (Εκδ.Πόλις, σελ.212). 70 «μπονζάϊ» διηγήματα (ή «ταχυδιηγήματα» όπως ο ίδιος αποκαλεί) σε ένα μάλλον ασυνήθιστο βιβλίο που εκτός των άλλων (ιδιαίτερα σημαντικών στοιχείων που, θα αναφέρω παρακάτω) εντυπωσιάζει με την οικονομία και την υπαινικτικότητα του λόγου του, στοιχείο που δύσκολα συναντάς στην ελληνική πεζογραφία.



Το «εύρημα» του βιβλίου είναι ότι, στα διηγήματα υπάρχει ένας ή περισσότεροι σκύλοι, οι οποίοι βρίσκονται άλλες φορές στο προσκήνιο της ιστορίας, και άλλες (τις περισσότερες) στο παρασκήνιο ή λειτουργούν ως σκηνικό – μπορεί δηλαδή να αποτελούν μέρος ενός πίνακα ή να περιπλανιούνται στους δρόμους.
Τα σκυλιά συνοδεύουν, τρέχουν, εμφανίζονται τυχαία, αφηγούνται (σε κάνα-δυό από τις ιστορίες), απεικονίζονται σε πίνακες, σε φιλμ φωτογραφικά, σε κινηματογραφικές σεκάνς, σε σελίδες κλασσικών ή μη βιβλίων της λογοτεχνίας.

«Η μνήμη των σκύλων που τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα τις πόλεις έχει κληρονομηθεί κατά το ήμισυ από παλιούς προγόνους τους»

Το βιβλίο μιλάει όμως για τον χρόνο και τη σχετικότητά του με πρόσχημα τους σκύλους, οι οποίοι έχουν άγνοια για τον χρόνο που περνάει, για τις στιγμές, έχουν άγνοια για τον θάνατο και τη φθορά. Η απώλεια, η μνήμη, η γήρανση, η παιδική ηλικία, η ενηλικίωση, ο θάνατος, διατρέχουν αυτά τα μικρά διηγήματα (διαμάντια τα περισσότερα) στα οποία υπάρχει μια έντονη αίσθηση νοσταλγίας. Ο συγγραφέας δεν αφήνεται σε έντονους συναισθηματισμούς, αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού που ελλοχεύει σε κάποια από αυτά και σταματάει (έστω απότομα) την αφήγηση για να μη πέσει στη παγίδα αυτή.

«Ο Ερμής δεν έχει συνείδηση, αγνοεί το τέλος, όπως το δάσος δεν γνωρίζει τίποτα για το πριονιστήριο. Μακαριότητα. Έζησε και πεθαίνει χωρίς να υποψιάζεται την απουσία του, χωρίς να ξέρει τίποτα για τον χρόνο. Σκέπτομαι ότι, όποτε χρειαστεί, θα υποβάλω σε ευθανασία μιαν ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη».

Είναι ένα ταξίδι μέσα στον χώρο και τον χρόνο καθώς το σινεμά και η λογοτεχνία είναι διαρκώς παρόντα στις ιστορίες του Μαυρουδή. Οι διακειμενικές αναφορές είναι αμέτρητες, ο συγγραφέας δεν επιδίδεται σε στείρα ονοματολογία σκηνοθετών ή συγγραφέων αλλά τους χρησιμοποιεί, τους εντάσσει στην αφήγηση του. Μπουνιουέλ, Χέρτσογκ, «Διακοπές στη Ρώμη», «Ο κλέφτης των ροδακίνων» (η ταινία και το βιβλίο), Σταντάλ, Ουγκώ, Βερν, Προυστ, Ντι Λαμπεντούζα («Ο Γατόπαρδος»), Μπάϊρον και πολλοί άλλοι ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές σε πίνακες και ζωγράφους.

Πολλές από τις ιστορίες είναι σαν κινούμενες εικόνες με την κινηματογραφική έννοια του όρου (διότι τι άλλο είναι το σινεμά από «κινούμενες εικόνες»;). Παλιά επίκαιρα ή ιστορικές φωτογραφίες με παρελάσεις, με πανηγυρισμούς, με δοξολογίες όπου πάντα υπάρχει ένας σκύλος να διασχίζει το δρόμο, αδιάφορος για τα τεκταινόμενα, ασυγκίνητος μπροστά στη δυναμική των στιγμών, πάντα εκεί, πάντα «αόρατος».

«Γι’αυτό δεν έγραψα ποτέ», σκέφτηκε. «Τι αξίωση, για όλα εκείνα που αισθάνομαι, να ψάχνω ξένους που θα τα καταλάβουν»

Ο Μαυρουδής - έμπειρος ποιητής - , στα διηγήματά του συνομιλεί με την ποίηση. Μια κοπέλα επιλύει μετά από 40 χρόνια το σταυρόλεξο που άφησε ημιτελές ο νεκρός πατέρας της και που βρίσκει συμμαζεύοντας τα πράγματα του θανόντος, οι γιγάντιοι χαρταετοί που κάποιος φτιάχνει, τα σύννεφα πάνω από τη πόλη. Φράσεις ποιητικές, φιλοσοφικές, αισθαντικές που αφήνουν τον αναγνώστη μετέωρο, να στέκεται πάνω τους για αρκετή ώρα, και «να τις κουβαλάει» μαζί του για μέρες.

Εικόνες, φράσεις, συναίσθημα, λυρισμός, στοχαστικότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμός είναι μόνο μερικά από τα πράγματα που κρατάει κανείς ολοκληρώνοντας την ανάγνωση αυτού του σπουδαίου (και διόλου «κυνοφιλικού» με τη στενή έννοια του όρου) βιβλίου. Μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων που σε κερδίζει από την πρώτη σελίδα και σε ωθεί να σκεφτείς και να αφεθείς στη μαγεία του λόγου και των εικόνων που περιγράφονται μπροστά στα μάτια σου.

"Η γιαγιά του φίλου μου Μπερνάρ Ντυκλό, το γένος Σεϊντού, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Τουλούζ, ήταν το 1978 μια ηλικιωμένη κυρία με παρελθόν θαυμάσιας φωτογράφου. Πάντα μαυρόασπρο φιλμ. Απ'όσα θαυμάσια είχα δεί θυμάμαι μόνο δυο μεγάλες ενότητες. Τζαμιά της Βόρειας Αφρικής, και μια σειρά από παιδιά με τεράστιες μπαγκέτες στα χέρια και τη μασχάλη, κωμικά δυσανάλογες με το ύψος τους.
"Αυτή η σκηνή στο ποτάμι είναι από τις θερινές διακοπές του '60", μου είπε, με απόλυτη βεβαιότητα για τη χρονολογία. "Ο μικρός είναι ο εγγονός μου, με τον πατέρα του και τον Honore, το Λαμπραντόρ τους. Εκείνο το μεσημέρι ο μικρός ψάρευε για ώρα χωρίς αποτέλεσμα. Βρισκόμασταν στο Σηκουάνα, στην Κονφλάς-Σαιντ-Ονορίν. Ο πατέρας του τον έστειλε να φέρει κάτι απ'το αυτοκίνητο και εντωμεταξύ κάρφωσε στο αγκίστρι ένα τεράστιο ψάρι που είχε γι'αυτόν το σκοπό. Το έριξε στο νερό και του έδωσε το καλάμι όταν επέστρεψε. Είχε ήδη χωρίσει και με κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να δώσει στο γιο του μικρές επιβεβαιώσεις, αγωγή μιας θεωρίας περί παιδικών τραυμάτων. Τους φωτογραφίζω ενώ ο μικρός πανηγυρίζει έξαλλα και ο Honore κοιτάζει τη σκηνή αδιάφορος. "Ελπίζω να μη μάθει τα τρικ που, γεμάτος ενοχές, σκαρφιζόμουν για να του δίνω αυτοπεποίθηση", έλεγε ο γιός μου. "Πως θα τα μάθει;" τον καθησύχαζα. "Η φωτογράφος είναι μητέρα σου και ο δεύτερος αυτόπτης δεν μιλά, ζει λίγα χρόνια και αγνοεί τους τρόπους εξαπατούν οι άνθρωποι". Κι ενώ ούτε εγώ ούτε ο διακριτικός Honore μιλήσαμε ποτέ, μια μέρα ο μικρός, στις πρώτες τάξεις του λυκείου, μου αποκάλυψε πως απ'την πρώτη στιγμή γνώριζε τι είχε συμβεί, κι ας πανηγύρισε τάχα ανύποπτος την επιτυχία του. "Αυτά τα πρόσωπα χωρίς συμπαράσταση καταρρέουν", μου είπε με ώριμη τρυφερότητα. "Με το ρόλο του ανόητου γιού στερέωσα, όσο μπορούσα, την εικόνα του υπεύθυνου πατέρα" "

 ___________________________________________________________


Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 4/10/14, όπου στο δεύτερο μέρος ήταν καλεσμένος ο Κώστας Μαυρουδής με τον οποίο συζητήσαμε για την ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ , το περιοδικό ΔΕΝΤΡΟ και άλλα. Καλή ακρόαση.