Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013 | Permalink
Στον κήπο με τα θηρία


Την (αληθινή) ιστορία της οικογένειας Ντοντ στην Γερμανία την εποχή της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, χρησιμοποιεί ως αφορμή ο ιστορικός και δημοσιογράφος Eric Larson (Ν.Υόρκη - Η.Π.Α., 1954), για το συναρπαστικό ιστορικό του αφήγημα (ή μυθιστορηματική βιογραφία) με τίτλο «ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΑ ΘΗΡΙΑ» («In the garden of beasts»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Α.Μιχαηλίδης, σελ.575). Με σαγηνευτική και γλαφυρή αφήγηση παρακολουθούμε τους πρώτους μήνες του Ναζιστικού κόμματος στην εξουσία, την προσπάθεια του Χίτλερ να πνίξει κάθε αντιπολιτευτική φωνή, την αργή και τρομακτική διείσδυση των ανθρώπων του παντού μέσα από την καθημερινότητα μιας αμερικανικής μεσοαστικής οικογένειας.

Βρισκόμαστε στο 1933, χρονιά ανόδου του Ναζιστικού κόμματος στην εξουσία. Είναι ακόμα καγκελάριος ο γηραιός Χίντεμπουργκ και ο Χίτλερ που έχει σχηματίσει κυβέρνηση με την ψήφο του (απογοητευμένου και «αγανακτισμένου) γερμανικού λαού, δεν είναι ακόμα ανεξέλεγκτος και προσπαθεί να δείξει ένα πολιτισμένο πρόσωπο προς τον υπόλοιπο κόσμο. Οι Εβραϊκές οργανώσεις στις ΗΠΑ και αλλού προσπαθούν να στρέψουν το ενδιαφέρον στην ήδη εφαρμοσμένη αντι-εβραϊκή πολιτική και στις εξαγγελίες του Αδόλφου που δείχνουν τις πραγματικές του προθέσεις, αλλά στις Η.Π.Α υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις γύρω από το θέμα. Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ μετά από πολύμηνες αποτυχημένες προσπάθειες να βρει υποψήφιο για την χηρεύουσα θέση του πρεσβευτή της χώρας στην Γερμανία, καταλήγει στον καθηγητή ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, Γουίλιαμ Ντοντ, έναν 60άρη συντηρητικό και τίμιο άνθρωπο, ήπιο και χωρίς ξεσπάσματα, με κάποιο ενδιαφέρον στην πολιτική, λίγο στεγνό και χωρίς καμιά φινέτσα διανοούμενο που του άρεσε η αγροτική ζωή και που προσπαθεί να γράψει εδώ και χρόνια ένα βιβλίο σχετικά με την ιστορία του Αμερικάνικου Νότου που θα έχει ως τίτλο «Ο παλιός Νότος». Ο Ντοντ δεν έχει πρόβλημα να ζήσει με τον σχετικά μικρό μισθό του πρέσβη και πείθει την οικογένειά του να τον ακολουθήσει στο Βερολίνο. Είναι καλοκαίρι του ’33 και ήδη οι Ναζί έχουν κάψει δημοσίως βιβλία, έχουν αρχίσει να κυνηγάνε εβραίους και κομμουνιστές, έχουν δημιουργήσει τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης για αντιφρονούντες γενικώς.


Η οικογένεια Ντοντ που καταφθάνει στο Βερολίνο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, απαρτίζεται από την υπομονετική και συνετή σύζυγο Μάτι και τα δύο παιδιά τους, τον Μπιλ, 28άρη νεαρό ιστορικό, που ακολουθεί το πατρικό επάγγελμα αλλά το κύριο ενδιαφέρον του είναι τα γρήγορα αυτοκίνητα και την 25άχρονη, καλλονή Μάρθα που διαλύει τον γάμο της με έναν φέρελπι τραπεζικό για τον οποίο δεν αισθάνεται τίποτα πλέον, για να ακολουθήσει την οικογένεια στο Βερολίνο. Ο Ντοντ έχοντας κάνει το διδακτορικό του στην Λειψία, τρέφει μεγάλο θαυμασμό για το γερμανικό «πνεύμα» και την κουλτούρα της χώρας που τον φιλοξένησε λίγα χρόνια στα νιάτα του, θαυμάζει την γερμανική εξοχή, ενώ ολόκληρη η οικογένεια μένει άναυδη μπροστά στην πολυτέλεια των βουλεβάρτων, και των επαύλεων. Σε μια τέτοια θα νοικιάσουν το σπίτι τους οι Ντοντ χωρίς να υποψιαστούν ότι ο εβραίος ιδιοκτήτης που θα κρατήσει τον τελευταίο όροφο, τους το προσφέρει σχεδόν τσάμπα για να αισθάνεται ασφάλεια από την προστασία που θα απολαμβάνει ως διπλωμάτης ο Ντοντ. Ήδη ο Ντοντ αισθάνεται έξω από τα νερά του, καθώς το υπόλοιπο προσωπικό της πρεσβείας μαθημένο σε χλιδή και πολυτέλεια νιώθει τα πράγματα να σφίγγουν όταν ο «μονοκόματος» και συντηρητικός πρέσβης προτιμάει να κινείται διακριτικά, να κόβει περιττά έξοδα και να προωθεί μια ταπεινή και χωρίς εξάρσεις ζωή.
 
Τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι ο πρέσβης Ντοντ και η κόρη του, η Μάρθα. Γύρω τους περιστρέφονται τα γεγονότα που περιγράφει με θαυμάσιο και αγωνιώδη (αστυνομικό) τρόπο ο συγγραφέας κρατώντας σε με κομμένη την ανάσα.

Ο Ντοντ απολαμβάνει τους περιπάτους του στο Τιεργκάρντεν, το μεγάλο πάρκο του Βερολίνου με τον ζωολογικό κήπο - «τον κήπο με τα θηρία» του τίτλου -, έχει ως βασική οδηγία να διατηρεί τις ισορροπίες, να προστατεύει τους όλο και περισσότερους αμερικανούς πολίτες που πέφτουν θύματα επιθέσεων από τρελλαμένους ναζί στο δρόμο και κυρίως να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση της χώρας να φανεί συνεπής στην αποπληρωμή των δανείων που είχε πάρει από τις Η.Π.Α., αλλά δεν κρατάει κλειστό το στόμα του στις κοινωνικές εκδηλώσεις, πολλές φορές λέγοντας «τα σύκα-σύκα», μπροστά στα μούτρα των έκπληκτων (ήδη επηρμένων) μελών του Ναζιστικού κόμματος. Η αίσθηση που υπάρχει στις ΗΠΑ ήταν ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ δεν επρόκειτο να διαρκέσει επί μακρόν, αλλά ο Ντοντ είχε αρχίσει να αμφιβάλλει. Ήδη η εικόνα της Γερμανίας που είχε στο μυαλό του αρχίζει να θολώνει, βλέπει καθαρά τι πάει να γίνει - είναι εκεί όταν ξεσπάει η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» ένα χρόνο μετά την άφιξή του και η εκκαθάριση των S.A., είναι εκεί όταν αρχίζουν να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλον κάποιοι άνθρωποι που έβρισκε ότι μπορούν να αντισταθούν στον Χίτλερ. Προσπαθεί να αφυπνίσει το «κοιμώμενο» διπλωματικό κατεστημένο στην Ουάσινγκτον αλλά αντιμετωπίζεται ως «ενοχλητικός» και ως «μονομανής».

Η Μάρθα στην αρχή παρασύρεται από τις πολυτελείς δεξιώσεις, τους ωραίους και καλοντυμένους άντρες, τα καμπαρέ και τις διασκεδάσεις. Ξενυχτάει, πίνει, δημιουργεί σχέσεις, προκαλεί με τη στάση της. Συναναστρέφεται  Ναζί, με ανθρώπους της εξουσίας, με επισκέπτες αμερικανούς συγγραφείς, διανοούμενους.
Είναι ένα κορίτσι λιγότερο επιφανειακό από αυτό που φαίνεται, αλλά στην αρχή νιωθει θαυμασμό για τις ωραίες στολές, τα γυμνασμένα κορμιά, την «τάξη» που επικρατεί στη χώρα. Αρκούν μερικές εκδρομές σε κοντινές πόλεις, η παρακολούθηση της διαπόμπευσης μιας γυναίκας από το αλλαλάζον πλήθος για να καταλάβει που βρίσκεται. Όταν δε σχετίζεται ερωτικά με τον γοητευτικό Μπόρις, τον Ρώσο διπλωμάτη (και ουσιαστικά κατάσκοπο) μαθαίνει την άλλη πλευρά – οι Σοβιετικοί προσπαθούν να την στρατολογήσουν, αλλά είναι τρομερά επιπόλαιη και πεταχτούλα γι’αυτούς.

«Για τον Ντοντ που είχε γίνει διπλωμάτης από τύχη και όχι επειδή το είχε σχεδιάσει, όλη αυτή η ιστορία ήταν απολύτως φρικιαστική. Ήταν ένας διανοούμενος, ένας δημοκράτης πιστός στις αρχές του Τζέφερσον, ήταν ένας αγρότης που αγαπούσε την ιστορία και την παλιά Γερμανία όπου είχε σπουδάσει όταν ήταν νέος. Τώρα οι επίσημες δολοφονίες είχαν κλιμακωθεί τρομακτικά. Πολλοί φίλοι και γνωστοί του Ντοντ, άνθρωποι που είχαν έρθει στο σπίτι του για φαγητό ή για τσάι, ήταν νεκροί. Τίποτα στο παρελθόν του Ντοντ δεν τον είχε προετοιμάσει γι’αυτό. Έφερνε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη οξύτητα παρά ποτέ τις αμφιβολίες του για το αν θα κατόρθωνε οτιδήποτε ως πρέσβης. Αν δεν μπορούσε, τότε τι νόημα είχε να παραμένει στη θέση του όταν η μεγάλη του αγάπη ο «Παλιός Νότος», μάζευε αράχνες στο γραφείο του;
Ωστόσο, διατηρούσε ακόμη κάποιο ίχνος ελπίδας. Στο ημερολόγιο του, στην καταχώριση της 8ης Ιουλίου, μια εβδομάδα μετά τις εκκαθαρίσεις και λίγο προτού κλείσει χρόνος από την άφιξή του στο Βερολίνο, έγραψε: «Ο στόχος μου εδώ είναι να εργαστώ για την ειρήνη και για καλύτερες διμερείς σχέσεις. Δεν βλέπω πως θα μπορέσει να γίνει κάτι όσο ο Χίτλερ, ο Γκέρινγκ και ο Γκέμπελς είναι οι ηγέτες αυτής της χώρας. Ποτέ μου δεν διάβασα ή άκουσα να υπάρχουν σε τόσο υψηλές θέσεις πιο ακατάλληλοι άνθρωποι όσο αυτοί οι τρείς. Μήπως πρέπει να παραιτηθώ;»
Ορκίστηκε να μη φιλοξενήσει ποτέ τον Χίτλερ, τον Γκέρινγκ ή τον Γκέμπελς στην πρεσβεία  ή στο σπίτι του, και αποφάσισε ακόμα ότι «ποτέ ξανά δεν θα παραστώ σε ομιλία του καγκελάριου και δεν θα επιζητήσω να έχω προσωπική συνομιλία μαζί του, εκτός υπό επίσημες περιστάσεις. Αυτός ο άνθρωπος μου προκαλεί φρίκη.»»

Τέσσερα χρόνια κράτησε η θητεία του Γουίλιαμ Ντοντ στη θέση του πρέσβη. Με πρόσχημα μια ασθένειά του, το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών έπεισε τον Πρόεδρο Ρούσβελτ να τον αντικαταστήσει με κάποιον βολικότερο και περισσότερο αποδεκτό από το Ναζιστικό καθεστώς που όσο πήγαινε και εκτραχυνόταν. Ο Ντοντ ήταν ήδη ουσιαστικά «persona non grata» για τον Χίτλερ που έβγαζε αφρούς και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του, ήταν ήδη το «μαύρο πρόβατο» της κοντόφθαλμης αμερικανικής πολιτικής που αρκείτο σε κάποιες διαμαρτυρίες όταν τα νέα από το Βερολίνο έφθαναν δείχνοντας προς τα πού πάει η κατάσταση. Λίγο μετά την επιστροφή στις ΗΠΑ η ασθένεια του θα χειροτερεύσει και θα πεθάνει στο αγρόκτημά του μη προλαβαίνοντας να δεί την εκ των υστέρων δικαίωσή του. Ο «Παλιός Νότος» έμεινε ημιτελής και οι γερμανικές εφημερίδες πανηγύρισαν δεόντως τον θάνατό του.

Ο Λάρσον στηρίχθηκε στα ημερολόγια του Ντοντ που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του, και στις αναμνήσεις της Μάρθας, τις οποίες έγραψε υπό μορφή απομνημονευμάτων με τίτλο, «Μέσα από τα μάτια της πρεσβείας» το 1939. Η Μάρθα είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή, παντρεύτηκε μολις γύρισε στην πατρίδα, ασχολήθηκε ενεργά με τις αριστερές ιδέες, δημιούργησε «λογοτεχνικό σαλόνι» στο Σικάγο, συνεργάστηκε ενεργά με τους Σοβιετικούς και μετακόμισε με τον σύζυγό της στην Πράγα κατά τη διάρκεια των Μακαρθικών διώξεων (όπου βέβαια μετάνιωσε οικτρά για την επιλογή της αυτή), όπου πέθανε σε βαθιά γεράματα.

Το βιβλίο είναι συναρπαστικό και το διαβάζεις σαν να είναι ένα αγωνιώδες θρίλερ, παρ’ότι τα γεγονότα είναι γνωστά σε όλους. Ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει έξοχα την εφιαλτική ατμόσφαιρα φρίκης και τρόμου που κυριαρχούσε στο Βερολίνο την δεκαετία του 30. Οι χαρακτήρες του είναι ολοζώντανοι (ακόμα και οι δευτερεύοντες) και πολύ μυθιστορηματικοί, ενώ η ιστορία της οικογένειας Ντοντ είναι γεμάτη από περιστατικά και γεγονότα που κρατάνε τον αναγνώστη καρφωμένο στις σελίδες του βιβλίου που μόνο ιστορικό αφήγημα (συνήθως βαρετό) δεν μοιάζει και κάποιες στιγμές σου φαίνεται αδύνατο να είναι όλα αυτά αληθινά και όχι ευφάντασταο μυθοπλαστικό εύρημα. Μάλλον αυτό είδαν και στο Χόλιγουντ και ήδη είναι στα σκαριά η ταινία που θα στηρίζεται στο βιβλίο του Λάρσον, με σκηνοθέτη τον Hazanavicius του The Artist και πρωταγωνιστές τον Τομ Χανκς και την Ν.Πόρτμαν.

 
 
Τετάρτη, Απριλίου 24, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 24, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 20/4

Η εκπομπή Booktalks at Amagi radio, του Σαββάτου 20/4 με καλεσμένες τις επιφανείς bloggers Road Artist (http://roadartist.blogspot.gr/) και Stavrula Renata (http://anagennimeni.wordpress.com/) είναι online.


Καλή ακρόαση



 
Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013 | Permalink
Ένα μπαρόκ, πολυφωνικό έπος

Το πολυφωνικό μυθιστόρημα του συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας, Jean-Marie Blas de Robles, (Γαλλία,1954), «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ», (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, (ωραία) μετάφραση Ρ.Κολαϊτη, σελ.721), βρίσκεται ακριβώς εκεί, όπου το ψυχόδραμα, συναντάει την ιστορία, η λαϊκή περιπέτεια πηγαίνει χέρι-χέρι με το φιλοσοφικό μυθιστόρημα και οι διαπλεκόμενες και οι άκρως ρεαλιστικές πολιτικές ίντριγκες μπερδεύονται με τις ενοράσεις ενός Ιησουίτη ιερέα του 17ου αιώνα με αχαλίνωτη φαντασία.


«Η αλήθεια δεν είναι ούτε μονοπάτι για να κόψεις δρόμο ούτε αυτό το ξέφωτο όπου το φως γίνεται ένα με το σκοτάδι. Είναι η ίδια η ζούγκλα και η ταραγμένη της πλησμονή, η ερμητικότητά της. Πάει καιρός που δεν ψάχνω πια να βρω μια οποιαδήποτε έξοδο απ’το δάσος, αλλά χώνομαι μέσα του όλο και πιο βαθιά.»


Το σκηνικό είναι η Βραζιλία το 1982 (χρονιά που δεν αναφέρεται πουθενά αλλά την αντιλαμβανόμαστε από την παρακολούθηση των αγώνων του Παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου). Με μια δαιμονιώδη, άναρχη και τελείως γκροτέσκα αφήγηση, ο συγγραφέας έχοντας ως κεντρικό άξονα, έναν ευρισκόμενο στα όρια της κατάθλιψης, διανοούμενο δημοσιογράφο, τον Ελεάζαρ Φον Βογκάου, ο οποίος ως ειδικός στο έργο του Ιησουίτη ιερέα, εφευρέτη και λόγιου του 17ου αιώνα, Αθανάσιου Κίρχερ (1602-1680) αναλαμβάνει να γράψει τον πρόλογο σε μια βιογραφία του, την οποία έγραψε ο μαθητής του Κάσπαρ Σοτ (1608-1666). Ο Ελεάζαρ που ζει στην παρηκμασμένη πλέον πόλη της Αλκάνταρα, με μια ωραιότατη μουλάτα καμαριέρα και έναν παπαγάλο που ονομάζεται Χάιντεγκερ, δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στο έργο του Κίρχερ και προχωράει ανόρεκτα και με ιδιαίτερα κριτικό μάτι, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για την ποιότητα και την αληθοφάνεια της βιογραφίας ενός ανθρώπου που η υπερβολική του φαντασία αλλά και ο αχαλίνωτος εγωκεντρισμός του, τον οδήγησαν σε πλείστες όσες λαθεμένες εκτιμήσεις ενώ οι ενοράσεις του θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτές του Βαρώνου Μινχάουζεν.


Ποιος ήταν όμως ο Αθανάσιος Κίρχερ; Ο Ιησουίτης ήταν μια εμβληματική προσωπικότητα της Καθολικής εκκλησίας, ένας «αναγεννησιακός άνθρωπος», με ανήσυχο πνεύμα και ασυγκράτητη φαντασία, ο οποίος έγραψε πολλά συγγράματα γύρω από ποικίλα θέματα όπως η αιγυπτιολογία, η σινολογία, ενώ ασχολήθηκε με τα μυστήρια των ηφαιστείων, τις εφευρέσεις ιπτάμενων μηχανών. Πληθωρικός και ανοικονόμητος, (ένας διαφορετικός «Μπουβάρ και Πεκισέ»), έπεσε έξω στις περισσότερες διαπιστώσεις του, παρασυρμένος από έναν παιδικό ενθουσιασμό για κάθετι καινοφανές και περίεργο.


Στη ροή της καθημερινότητας όμως του Ελιάζαρ, εμπλέκονται η παλαιοντολόγος πρώην σύζυγός του Ελάινε, η οποία συμμετέχει σε με μια αποστολή στον Αμαζόνιο ψάχνοντας παλαιολιθικά ευρήματα, και βρίσκεται εν μέσω μιας άνευ προηγουμένου περιπέτειας με απρόβλεπτες όσο και τραγικές συνέπειες, και η κόρη τους Μοέμα, η οποία σπουδάζει στην Φορταλέζα, αλλά περισσότερο ασχολείται με το πάθος της για τα ναρκωτικά και το σεξ. Γύρω τους στροβιλίζονται, ο διοικητής της επαρχίας με τις κομπίνες του για την ανοικοδόμηση της περιοχής και η αλκοολική πάμπλουτη σύζυγός του, δύο ρακοσυλλέκτες μιας φαβέλας στη Φορταλέζα, μια πανέμορφη Ιταλίδα, η Λορεντάνα που κουβαλάει ένα τραγικό μυστικό και ένας γιατρός (φίλος του Ελιάζαρ), ο Εούκλιντες, στοχαστικός και καίριος στις διαπιστώσεις του.


Σε πρώτη ματιά δείχνουν μπερδεμένα όλα! Πως συνδέονται αυτά τα φαινομενικά αταίριαστα πρόσωπα μεταξύ τους; Γιατί η φυλή των αγρίων της ζούγκλας του Αμαζονίου μιλάει λατινικά; Πως συμμετέχουν στην ιστορία οι δύο ταλαίπωροι κάτοικοι της φαβέλας; Ως που μπορούν να φθάσουν οι περιπέτειες της Μοέμα και της Ελάινε – δύο γυναικών που η ζωή τις οδηγεί στα όρια τους;


Ο ικανότατος όμως Μπλας ντε Ρομπλές με εξαιρετικό στυλ γραφής προσφέρει ένα συναρπαστικό και ιδιαίτερα γοητευτικό και πολεπίπεδο βιβλίο, που ναι μεν αρκετές φορές κουράζει με την φλυαρία του (αναπόφευκτη σε έργα αυτού του όγκου) και την επανάληψη (κυρίως στην βιογραφία του Κίρχερ), δείχνει χαοτικό και πάει να ξεφύγει, αλλά τελικά, εντυπωσιάζει με την περιγραφή των γεγονότων, η οποία ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ ξέφρενης περιπέτειας και φιλοσοφικού μυθιστορήματος, ενώ η κινηματογραφική τεχνική της εναλλαγής σκηνών και συναισθημάτων φέρνει στο νού μοντάζ ταινίας που σ’αφήνει με το στόμα ανοιχτό.


«Έχουμε τρένα μεγάλης ταχύτητας, υπερηχητικά αεροπλάνα και πυραύλους, Ζουάου, κομπιούτερ που υπολογίζουν πιο γρήγορα από τους δικούς μας εγκεφάλους και περιέχουν ολόκληρες εγκυκλοπαίδειες. Έχουμε ένα μεγαλειώδες λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό παρελθόν, τους πιο μεγάλους αρωματοποιούς, ιδιοφυείς στυλίστες που φτιάχνουν υπέροχα φορέματα που δεν θα’φταναν τρεις δικές σου ζωές για να πληρώσεις ούτε καν το στρίφωμά τους. Έχουμε πυρηνικούς σταθμούς των οποίων τα απόβλητα θα παραμείνουν θανατηφόρα για δέκα χιλιάδες χρόνια, ίσως και περισσότερο, κανείς δεν ξέρει πραγματικά…Το φαντάζεσαι, Ζουάου, δέκα χιλιάδες χρόνια!Λες και οι πρώτοι Homo Sapiens μας κληροδότησαν σκουπίδια τόσο δύσοσμα που δηλητηρίασαν τα πάντα γύρω τους ως τις μέρες μας! Έχουμε και υπέροχες βόμβες, μικρά θαύματα ικανά να εξαφανίσουν για πάντα τα μάνγκο σου, τα καϊμάν σου, τους ιαγουάρους σου και τους παπαγάλους σου από τη γη της Βραζιλίας. Ικανά να ξεμπερδέψουν μια για πάντα με τη ράτσα σου, Ζουάου, όπως και μ’εκείνη όλων των ανθρώπων! Αλλά, δόξα τω Θεώ, έχουμε πολύ μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς μας.»


Μπορεί το μυθιστόρημα να ξεκινάει με μια φράση του Γκαίτε από τις «Εκλεκτικές συγγένειες» («Κανείς δεν περπατάει, ατιμώρητος κάτω από φοίνικες και οι ιδέες αλλάζουν σίγουρα σε μια χώρα όπου ζούν ελέφαντες και τίγρεις»), αλλά περισσότερο το βαραίνει η σκιά του Ουμπέρτο Έκο και του βιβλίου του «Εκκρεμές του Φουκώ», του Ίταλο Καλβίνο και του υπέροχου «Αόρατες Πόλεις», ενώ είναι διάχυτο το άρωμα του έργου του Χ.Λ.Μπόρχες.
Εμπνευσμένο και υπερφιλόδοξο το (πάνω απ’όλα) σαγηνευτικό μυθιστόρημα του Μπλας ντε Ρομπλές (που κάποιος «αστικός μύθος» λέει ότι το απέρριψαν 35 εκδότες), είναι (κυρίως) ένα βιβλίο που πατάει πάνω στην παράδοση των μεγάλων φιλοσοφικών μυθιστορημάτων του μακρινού παρελθόντος αλλά είναι ταυτόχρονα και μια σύγχρονη και ανθρώπινη δημιουργία, ένα χορταστικό ανάγνωσμα το οποίο παίζει με τα όρια της μυθοπλασίας, της ψυχολογίας, του κοινωνικού σχολίου και της ιστορικής αλήθειας όπως μόνο τα μεγάλα μυθιστορήματα μπορούν να κάνουν.


«Αν από ένα βιβλίο χαθεί κάθε βεβαιότητα κα προδοθεί ο δεσμός ανάμεσα στα πράγματα και σε μας, ετούτος ο δεσμός αποκαθίσταται μέσα από ένα άλλο βιβλίο. Αψηφούμε τόσο συχνά αυτό το προφανές και με τόση κακοπιστία, που πρέπει να είμαστε τυφλοί ή ευτυχισμένοι με μια ζωώδη ευδαιμονία μες στην εγκατάλειψη.»



___________________________________________________


Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε (σε ελαφρώς πιο «συμπιεσμένη» μορφή) στην Εφημερίδα των Συντακτών, το Σάββατο 13/4.




 
Πέμπτη, Απριλίου 18, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 18, 2013 | Permalink
"...Καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ'όλη τη πλάση..."


Ομολογώ ότι μου είχε διαφύγει η περίπτωση της Νίκης Αναστασέα (Αθήνα,1947). Δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό της, παρότι είχε εκδώσει τρία (με μεγάλη χρονική καθυστέρηση μεταξύ τους είναι αλήθεια) μυθιστορήματα μέχρι τώρα. Το τελευταίο της βιβλίο, με (τον ωραίο) τίτλο «ΠΟΛΥ ΧΙΟΝΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ.243), αποτέλεσε μια θαυμάσια αναγνωστική έκπληξη, με το ωραίο αφηγηματικό του ύφος, την εξαιρετική μυθοπλασία – πράγμα σπάνιο για νεοελληνικό μυθιστόρημα (γι’αυτό και τονίζεται το –κατά τ’άλλα- προφανές), την εξαίρετη διαχείριση του υλικού, την άφθονη βιβλιοφιλία που το κατακλύζει.

4 πρόσωπα, μια συνηθισμένη Αθηναϊκή μικροαστική οικογένεια που η ζωή τους ανατρέπεται εν μία νυκτί, όταν η νεαρή (μόλις εικοσιδυάχρονη) Ηλέκτρα βρίσκεται κρατούμενη ως συνεργός στην δολοφονία ενός αστυνομικού. Ο Στέλιος, ο φίλος της με τον οποίον επέβαινε στη μηχανή του, σε έλεγχο της αστυνομίας κάπου στην Καισαριανή, τράβηξε όπλο και σκότωσε τον ένα αστυνομικό ενώ τραυμάτισε τον άλλον. Οι δύο νέοι παράτησαν τη μηχανή (που αποδείχτηκε ότι ήταν κλεμμένη) αλλά συνελήφθησαν λίγο αργότερα όταν έπεσαν σε κάποιο μπλόκο των αστυνομικών δυνάμεων λίγο παρακάτω. Η Ηλέκτρα αρνείται να καταθέσει εναντίον του Στέλιου, υποστηρίζει ότι έχουν πέσει θύματα παρεξήγησης και ότι δεν ήταν αυτοί που ενεπλάκησαν στο φονικό. Η στάση της αμετακίνητη παρά τα παρακάλια και τις φοβέρες. Τον αγαπάει, το διατυμπανίζει και δεν πρόκειται να τον προδώσει.

Οι γονείς της, ο Στέφανος και η Πέρσα διαλύονται ψυχολογικά. Ο Στέφανος αφού τίθεται σε διαθεσιμότητα από το σχολείο όπου εργάζεται, διότι η δημοσιότητα της ιστορίας ενοχλεί την διεύθυνση, βγάζει τα προς το ζήν μοιράζοντας φιάλες πετρογκάζ, και τον υπόλοιπο χρόνο του μεταφράζει το μυθιστόρημα του Γ.Φώκνερ, «Αβεσσαλώμ,Αβεσσαλώμ». Η Πέρσα βιώνει την κατάσταση διαφορετικά. Παγωμένη, κινείται σαν αυτόματο στην καθημερινότητά της και προσπαθεί να συμπαρασταθεί στην κόρη της. Όταν ο Στέφανος φεύγει από το σπίτι μη μπορώντας άλλο να ζει εκεί μέσα, η Πέρσα δεν αντιδράει, υπομένει καρτερικά, του συμπαραστέκεται και κουβαλάει σιωπηρά – όπως κάνει σε όλη της τη ζωή – την θλίψη της.
«Διπλώνω τη μπλούζα και τη βάζω στο συρτάρι της σιφονιέρας. Έπειτα διπλώνω ένα ένα τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες και τις δυο πετσέτες. Τα διπλώνω όλα προσεκτικά, τα ισιώνω και τα βάζω στη θέση τους. Ύστερα παίρνω και κοιτάζω το βιβλίο που μου έφερε ο Στέφανος. Τζέημς Τζόυς, Οι νεκροί. Στο εξώφυλλο υπάρχει η φωτογραφία του συγγραφέα. Το οπισθόφυλλο είναι κενό. Το ανοίγω, το ξεφυλλίζω μηχανικά και πριν το κλείσω ρίχνω μια ματιά στην τελευταία σελίδα, το μάτι σταματά στην τελευταία πρόταση: «Η ψυχή του γλάρωσε σιγά σιγά, καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’όλη την πλάση, και απαλά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς». Το ακουμπάω πάλι στη σιφονιέρα και κλείνω το φως.

Πηγαίνοντας προς την κουζίνα διαπιστώνω ότι το παράθυρο στο σαλόνι, αυτό που βλέπει στον δρόμο είναι ανοιχτό. Η βροχή έχει μουσκέψει την κουρτίνα. Το κλείνω και μετά πάω και ζεσταίνω το φαΐ. Κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας και τρώω. Όταν τελειώνω, ανάβω ένα τσιγάρο. Ύστερα πάω σε κείνο το παράθυρο που είχα κλείσει πριν από λίγο, τραβάω την κουρτίνα και στέκομαι εκεί όρθια στα σκοτεινά. Καπνίζω και κοιτάζω τον άδειο δρόμο. Η ίδια εικόνα κάθε βράδυ.»

Ο Στέφανος όμως έχει «σαλτάρει», από τη στιγμή που η Ηλέκτρα του ανακοινώνει το πλάνο της να παντρευτεί τον αγαπημένο της αμέσως μετά τη δίκη, και το μόνο που σκέφτεται είναι το πώς θα σκοτώσει τον (κατ’αυτόν υπεύθυνο της «καταστροφής» της κόρης του) Στέλιο. Προμηθεύεται ένα όπλο και προετοιμάζεται για την ημέρα της δίκης που θεωρεί ότι θα βρει την ευκαιρία να πυροβολήσει τον νεαρό. Στις επισκέψεις του στην Ηλέκτρα, της διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο που μεταφράζει, αλλά ούτε εκείνος, ούτε η Πέρσα υποψιάζονται τι θα γίνει στο τέλος και την ανατροπή που θα υπάρξει στην ιστορία.


Η Αναστασέα μοιράζει την αφήγηση στους 4 κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας που περιγράφει, δίνοντας και τους αντίστοιχους τίτλους στα κεφάλαια, όταν αφηγούνται. Αφήνει τον Στέλιο, τον «θύτη» στο περιθώριο, ως μια ομιχλώδη φιγούρα, δεν δίνει καμία διάσταση στο τραγικό συμβάν, πράγμα που θα οδηγούσε το μυθιστόρημα σε άλλα μονοπάτια.

Η Ηλέκτρα («Το κορίτσι που είχε έναν άσο») είναι μεν η κεντρική φιγούρα στην ιστορία, και όντως είναι εκείνη που θα δώσει την τελική λύση, αλλά οι δύο ουσιαστικοί ήρωες του βιβλίου είναι οι γονείς της, ο απογοητευμένος από την πορεία της ζωής του, Στέφανος («Ο άντρας που μιλούσε για τον Νότο») που διαφορετικά ονειρεύτηκε τα πράγματα όταν ξεκινούσε δάσκαλος στην επαρχία και μετά αφέθηκε να παρασυρθεί στο μαγγανοπήγαδο. Τώρα ζωντανός-νεκρός σκέφτεται μόνο την «κάθαρση», επηρεασμένος τα μάλα από την ροή του βιβλιου που μεταφράζει, και η Πέρσα («Η γυναίκα που υπομένει»), σιωπηλή και θλιμμένη, με το βάρος των επιλογών του παρελθόντος να την βαραίνει – αποφάσεις που πάρθηκαν, συναισθήματα καταπιεσμένα, συμπαραστέκεται στην κόρη της όπως μπορεί. Ο Παύλος («Το αγόρι που αγαπούσε ένα κορίτσι»), ο γιός της οικογένειας, μόλις έχει γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, την Τζίνα, τσακώνεται με την αδελφή του από την πρώτη του επίσκεψη στον Κορυδαλλό και αρνείται να την ξαναεπισκεφθεί, άβουλος και άπραγος, δέχεται την κατάσταση ως έχει.

«Έδωσα στον Στέφανο δύο παιδιά, έναν γιο να του μοιάζει και μετά μια κόρη που έμοιαζε σε μένα και που τον έβλεπα κοντά είκοσι χρόνια να προσπαθεί να της περάσει τα δικά του σουσούμια, κι έκανα υπομονή. Έκανα υπομονή για την κόρη μου, γιατί  ο Παύλος έτσι κι αλλιώς είναι δικός του, ψυχή και μυαλό το ίδιο. Για κείνη έκανα υπομονή. Είκοσι χρόνια κάτω από τη σκιά του πατέρα της και κοντά δυο χρόνια στον Κορυδαλλό. Και τώρα που χρειάστηκε να της μιλήσω σαν μάνα για να δει τι πρέπει να κάνει και που δεν πρέπει να πατήσει, δεν είχα άλλο τρόπο παρά μονάχα ξεμπροστιάζοντας την ίδια μου τη ζωή, φανερώνοντάς της εκείνα που έκανα και με πλήγωσαν και που η περηφάνεια μου τριάντα χρόνια τώρα κοκορεύεται πως τάχατες δεν έγιναν.»

Η «σκιά» του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Γ.Φώκνερ,«Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» - καθόλου τυχαία η επιλογή του -  σκεπάζει το βιβλίο της Αναστασέα. Η τραγική ιστορία, σαν αρχαιοελληνικό δράμα (όπως άλλωστε τα περισσότερα μυθιστορήματα του τεράστιου Αμερικανού) της αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου, που απαρτίζεται από 4 μέλη (όπως αυτή της Αθήνας), το στυγνό φονικό που λαμβάνει χώρα λίγο πριν από το γάμο της κόρης, η «νέμεση» που επέρχεται, επηρεάζουν το ταραγμένο μυαλό του Στέφανου. Η διακειμενική συνομιλία της Αναστασέα με τον (αγαπημένο της) Φώκνερ είναι ουσιαστική και ενσωματώνεται δημιουργικότατα μέσα στην ανέλιξη της πλοκής, χωρίς καμία διάθεση αντιγραφής.

Την συγγραφέα την απασχολεί περισσότερο η συναισθηματική κατάσταση των ηρώων της, το πώς βιώνουν την μορφή που έχει πάρει η ζωή τους, πως προσπαθούν να αντιδράσουν στην εξέλιξη των πραγμάτων. Εστιάζει στις λεπτομέρειες, στο παρελθόν που ξαναζωντανεύει μπροστά τους, στα ερωτήματα που έρχονται αυθόρμητα στη σκέψη τους, στα λόγια τους, στην ζωή που χάσανε και δεν θα ξαναβρούνε ποτέ.

Το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (φράση εμπνευσμένη από το συνταρακτικό διήγημα-νουβέλα του Τζέημς Τζόυς, «Οι νεκροί» - βιβλίο που χάρισε ο Στέφανος στην Πέρσα), είναι ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα της ελληνικής οικογένειας, ένα πυκνογραμμένο, πολυφωνικό δράμα «της διπλανής πόρτας», με ολοζώντανους χαρακτήρες με τους οποίους ταυτίζεσαι και παρακολουθείς με πολύ ενδιαφέρον. Το αισιόδοξο φινάλε δεν έρχεται ξεκομμένο και αναιτιολόγητο αλλά εντάσσεται μέσα στην δραματουργική ανατροπή, στην οποία οδηγείται η σφιχτοδεμένη ιστορία. Είναι ένα «καθαρό μυθιστόρημα» (όπως έγραψε κάπου η Στ.Παπασπύρου), με εξαιρετική τεχνική και με μια κορυφαία μυθιστορηματική ηρωίδα όπως είναι η Πέρσα, άλλοτε στεγνή και δωρική, άλλοτε σπαρακτική και συναισθηματική, άλλοτε εύθραυστη, άλλοτε δυναμική. Εξάλλου, "ο καθένας μας σκοτώνει αυτό που αγαπάει" όπως έγραψε κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ και αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στη ζωή την ίδια.

«Είχα άδικο. Το παραδέχομαι. Πίστευα ότι υπήρχαν πράγματα που εξακολουθούν να έχουν σημασία μόνο και μόνο επειδή άλλοτε είχαν σημασία. Μα είχα άδικο. Τίποτα δεν έχει σημασία μόνο η ανάσα, ν’ανασαίνεις, να γνωρίζεις και να είσαι ζωντανός.» (W.Faulkner «Αβεσαλώμ,Αβεσαλώμ»)


 _______________________________________________________



Ακούστε την εκπομπή Booktalks@Amagi radio του Σαββάτου 13/4/13 όπου στο δεύτερο μέρος συνομιλώ με την συγγραφέα Νίκη Αναστασέα για το βιβλίο της «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» αλλά και για τα παλαιότερα έργα της. Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε την ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου «Σε βρίσκει η ποίηση», το ποστ μου για τον Π.Ασουλιν και το μυθιστόρημα του «Οι προσκεκλημένοι» καθώς κι ένα απόσπασμα του Χ.Λ.Μπόρχες για τους «Κλασσικούς». Καλή ακρόαση.







 
Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013 | Permalink
Αστείο


Μινιμαλιστική και στιλάτη γραφή σε δεκαεπτά ιστορίες διαφορετικού ύφους, άλλες σουρεαλιστικές, άλλες ρεαλιστικές με ένα υποδόρειο χιούμορ να τις διαπερνάει. Αυτή είναι η ωραία συλλογή διηγημάτων «ΑΣΤΕΙΟ» του νέου συγγραφέα Γιάννη Παλαβού (Βελβεντό Κοζάνης, 1980), (Εκδ. Νεφέλη (ωραία έκδοση), σελ.107). Διηγήματα μικρά, 6-7 σελίδες το καθένα, μικρά φλας ζωής, περιστατικά ή εικόνες άλλες δυνατές κι ατμοσφαιρικές, άλλες στα όρια όπου το ρεαλιστικό συναντάει το παράλογο. Ιστορίες της πόλης αλλά και της επαρχίας, ιστορίες «απογειωμένες» και «προσγειωμένες» με ευαισθησία και μελαγχολία.


Στο (μπονζάι) «Password» που ανοίγει τη συλλογή, υπάρχει διάχυτη η ειρωνία, ενώ στο επόμενο διήγημα, «Γέροι άνθρωποι» η ονειρική διάσταση υποκαθιστά την σκληρή πραγματικότητα σε μια εξαιρετική ανθρώπινη ιστορία μνήμης και χαμένης ζωής. Ο ήρωας στο επόμενο διήγημα, και ένα από τα «διαμάντια» της συλλογής, το «Για αλλαγή», βυθίζεται σε νάρκωση, νεκρός ή ζωντανός δεν γνωρίζουμε, μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και έχει μεταμορφωθεί σε συρραπτικό (!!), που η μόνη του κοινωνική επαφή είναι με ένα φαξ. Στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής «Αστείο», ο ήρωας βιώνει σιωπηρά τον έρωτα για την συγκάτοικό του, η οποία πηδιέται με έναν τύπο στο διπλανό δωμάτιο, αλλά η ευρηματική τελευταία πρόταση δίνει μια άλλη διάσταση στην μάλλον άνευρη αυτή ιστορία. Τα εξαιρετικά «Φώτα» είναι μια σπαρακτική ιστορία της ελληνικής επαρχίας που δίνει δείγμα συγγραφικού ταλέντου, ενώ στο «Από την Αρχή», ο ήρωας είναι ο Γάλλος ποιητής Φρανσουά Βιγιόν και η (υποτιθέμενη) ζωή του μετά την φυλάκισή του (διότι στην πραγματικότητα τα ίχνη του χάθηκαν μετά την αποφυλάκιση). Το «Νίκος Τσούμπας» είναι μια ρεαλιστική καταγραφή της ζωής στην επαρχία που θα μπορούσε άνετα να γίνει νουβέλα, ενώ στο «Τιμής ένεκεν» παρακολουθούμε μια τυπική νεορεαλιστική ιστορία διαφορετικού ύφους και ρυθμού που αλλάζει τελείως στην επόμενη δοσμένη με πολύ χιούμορ και μελαγχολία ιστορία με τίτλο «Αυτοκόλλητο», που στο «Όπισθεν» μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία και «ασφυξία» με σουρεαλιστικό φινάλε.
 

«Δυο καλοκαίρια ολόκληρα, όταν πήγαινα στο χωριό για διακοπές, έκλεβα δίκτυο από το γείτονα. Στην αρχή το είχε ανοιχτό, χωρίς κωδικό. Όταν κατάλαβε ότι κάποιος τον έκλεβε, έβαλε password. Μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησα την ημερομηνία γέννησής του, δήθεν ότι ήθελα να μάθω το ζώδιό του. Γύρισα σπίτι και πληκτρολόγησα τους αριθμούς. Δυο καλοκαίρια έτσι κατέβαζα μουσική. Ως κι ευχετήρια κάρτα σκέφτηκα να του στείλω στα γενέθλιά του. Σήμερα, 19 Ιουνίου 2009, μόλις πήρα την άδειά μου, μπήκα στο λεωφορείο για το χωριό. Φτάνω και βλέπω απέναντι φέρετρο. Γνέφω στη μάνα μου. «Τον χτύπησε αυτοκίνητο» είπε. «Πήγε άδικα, τόσο νέος». Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, άνοιξα το λάπτοπ και πληκτρολόγησα το password: δούλευε ρολόι.»

Password»)



Το σπουδαίο ταλέντο του Παλαβού, φαίνεται ευδιάκριτα στο καλύτερο ίσως διήγημα της συλλογής, την υπέροχη «Λένα» όπου η αγάπη και η συντροφικότητα κυριαρχούν σε μια τρυφερή ιστορία, η οποία περιγράφει ένα περίεργο σεξουαλικό «κόλλημα» της εφηβείας που συνοδεύει τον ήρωα σε όλη του τη ζωή. Το «Στο δάσος» είναι άλλη μια κυνική ιστορία της επαρχίας και της αγριότητας της, ενώ στο «Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη» παρακολουθούμε μια νεορεαλιστική ιστορία οικογενειακού διχασμού. Το «Φαγητό» είναι μια παράξενη ιστορία ανθρώπινης τρυφερότητας από τη μια, εκμετάλλευσης από την άλλη, και το «Μια ανάσα» μια ευαίσθητη και ρομαντική ιστορία ενός αδιέξοδου έρωτα.
 
Ο σουρεαλισμός κυριαρχεί στα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής. Στο ωραίο «Ο Σαράντος Ζουργός δεν μπορεί να το εξηγήσει», ο ήρωας ονειρεύεται πως παρακολουθεί ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα στην ύπαιθρο και διαπιστώνει ότι αυτοί που παρακολουθεί είναι οι γονείς του νέοι, ενώ στο θαυμάσιο (πραγματικό μπιζουδάκι) διήγημα «Μαρία» ο ήρωας που δουλεύει σε ένα χοιροσφαγείο, ερωτεύεται μια γουρουνίτσα και της διαβάζει τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ σε μια γοητευτική ιστορία που κλείνει την συλλογή με τον καλύτερο τρόπο.
 
«Απ’τα δεκαοχτώ του, που έφυγε για να σπουδάσει, ο Βασίλης, κάθε φορά που γυρίζει στην Πελασγία, ψάχνει έναν κατάλογο μόδας. Δεκατέσσερα χρόνια βρίσκεται στην ίδια θέση: στην αποθήκη, κάτω απ΄τη μεγάλη ντουλάπα, στη στοίβα με τα περιοδικά ραπτικής. Εκεί αφήνει η μητέρα του παλιούς καταλόγους πολυκαταστημάτων. Ο Βασίλης σκαλίζει για την ελληνική έκδοση του «La Redoute”, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1994. Γυρίζει στη σελίδα 263. Είναι η ενότητα των εσωρούχων. Μια μελαχροινή γύρω στα είκοσι κοιτάζει διστακτικά τον φακό. Φοράει μαύρη κιλότα κι ασορτί σουτιέν. Δαγκώνει τον αριστερό δείκτη μ’ένα μορφασμό μεταξύ πόνου και ηδονής…

Ο Βασίλης πρωτοείδε τη φωτογραφία το 1994, δεκατεσσάρων χρονών. Τον είχε ξαναπαίξει, εννοείται·τώρα όμως ένιωθε πως ό,τι έκανε δεν ήταν απλός αυνανισμός. Από τότε, όποτε έλειπαν οι δικοί του – ο πατέρας στον ελαιώνα ή το ουζερί, η μητέρα για πρόβα σε πελάτισσα ή Κυριακές στην εκκλησία – τον έπαιζε αμέτρητες φορές με την κοπέλα της σελίδας 263. Η φωτογραφία της φώλιασε σαν ένας παράξενος ερωδιός στο μυαλό του. Αυτή σκεφτόταν όταν έδινε πανελλήνιες – και πέρασε από τους πρώτους. Φοιτητής, με το που γύριζε στην Πελασγία, ξετρύπωνε το τεύχος κι αυνανιζόταν πάνω απ’την ίδια σελίδα. Αυτό γινόταν είτε είχε δεσμό είτε όχι. Και τα οχτώ χρόνια με τη Λένα, ο Βασίλης εξακολουθεί, μόλις πατήσει στο πατρικό του, να πιάνει τον κατάλογο. Μόνο που φέτος δεν τον βρήκε στη θέση του.» («Λένα»)


Λεπτό αλλά ευδιάκριτο χιούμορ, σαρκασμός και διακριτική ειρωνία, γλυκόπικρα συναισθήματα και ένας αέρινος νεορομαντισμός διαπερνούν τις σελίδες της μικρής συλλογής διηγημάτων του Γ.Παλαβού. Μπορεί η ομοιογένεια να μη χαρακτηρίζει τη συλλογή (αυτό ίσως οφείλεται στο ότι όλες σχεδόν, γράφτηκαν για κάποια περιοδικά και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους), ούτε όλες οι ιστορίες είναι στο ίδιο επίπεδο αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα και κάποιες που είναι αδιάφορες, δεν είναι κακές, αλλά αυτό δεν ενοχλεί τον αναγνώστη τη στιγμή που κυριαρχεί το μίνιμαλ και απογειωμένο ύφος του συγγραφέα σε όλο το βιβλίο.
 
Ο Γ.Παλαβός απογειώνεται κυριολεκτικά στις ιστορίες όπου το ρεαλιστικό συναντάει το φανταστικό και όπου ο σουρεαλισμός δίνει τον τόνο. Εκεί ακριβώς διαφαίνεται και η ικανότητα του στην διαχείριση της γραφής να ισορροπήσει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βγάλει αυτόν τον ακαθόριστο παραλογισμό της καθημερινότητας, την υπαρξιακή αγωνία, χωρίς να πέσει σε συγγραφικές ευκολίες και εντυπωσιασμούς. Σύντομες και κοφτές φράσεις, ανατροπές που δεν τις περιμένεις, απρόοπτα και εκπλήξεις, άνθρωποι που σαλτάρουν, άνθρωποι που αγωνιούν, άνθρωποι που πεθαίνουν. Κλείνεις την μικρή αυτή συλλογή με το αίσθημα ότι διαβάζεις κάτι που αποτελεί μια υποθήκη προς ένα δημιουργικό και ευρηματικό συγγραφικό μέλλον που ανοίγεται διάπλατο μπροστά στον νεαρό αυτόν συγγραφέα.






 
Τετάρτη, Απριλίου 10, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 10, 2013 | Permalink
«Πάντα υπάρχει κάποιος περισσότερο προσκεκλημένος από εσένα…»


«Με το χαμόγελό της και μόνο οι προσκεκλημένοι άκουγαν ήδη τη φράση που δεν θα λεγόταν ποτέ. Τα πάντα δήλωναν «Καλώς ήλθατε στο θέατρό μου!» κι αυτό δεν τους άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ποως ήταν ηθοποιοί της μιας βραδιάς. Άλλωστε δεν ήταν μεταμφιεσμένοι; Τους έλειπε μόνο η μάσκα, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως το πρόσωπό τους ήταν ήδη, από μόνο του, μια μάσκα: μέικ-απ, γενειάδα, λίφτινγκ, μουστάκι, γυαλιά, σαν πολεμιστές που βάφουν το πρόσωπό τους με τα χρώματα του πολέμου…
Ένα δείπνο στο Παρίσι είναι καθαυτό μια γαλλική κωμωδία.»

Ένα δείπνο σε ένα μεγαλοαστικό διαμέρισμα του Παρισιού είναι το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται το έξοχο μυθιστόρημα του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα, δημοσιογράφου (και παρεμβατικού blogger), Pierre Assouline (Καζαμπλάνκα,1953), «ΟΙ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ» («Les Invites»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Κολαΐτη, σελ.196). Με ατμόσφαιρα που θυμίζει μέρες της αριστοκρατίας πριν την Γαλλική επανάσταση του 18ου αιώνα, και γραφή που παραπέμπει στις κινήσεις μιάς κάμερας καθώς στέκεται από πρόσωπο σε πρόσωπο, τονίζοντας τις λεπτομέρειες και τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων, ο συγγραφέας «κεντάει» ψιλοβελονιά παραδίδοντας ένα μυθιστόρημα-έργο τέχνης που αν παραδοθείς στη γοητεία του θα μαγευτείς.



Οι προσεκτικά επιλεγμένοι καλεσμένοι του ζεύγους Ντυ Βιβιέ εγγυώντο για μια βραδιά που θα κυλούσε ανέφελα, εξάλλου η Σόφι ή κυρία Ντυ όπως επέβαλλε στο προσωπικό της να την αποκαλεί, θεωρούσε τον εαυτό της μάστορα του art de la table, έχοντας οργανώσει δεκάδες παρόμοια δείπνα. Το σημερινό είχε ως σκοπό να περιποιηθεί ο σύζυγος, έναν Καναδό μεγαλοεπιχειρηματία τον Τζορτζ Μπάνον, καθώς μια λίαν συμφέρουσα εμπορική συμφωνία ήταν εν όψει.

Την ώρα όμως που οι προσκεκλημένοι ετοιμάζονται να καθήσουν στο τραπέζι, μία εξ αυτών διαπιστώνει ότι υπάρχουν 13 σερβίτσια και αρνείται να συμμετάσχει στο δείπνο θεωρώντας τον αριθμό γρουσούζικο. Μπροστά στην επικείμενη «καταστροφή», η οικοδέσποινα προτείνει στην ωραιότατη αραβόφωνη καμαριέρα της, την Σόνια να καθήσει μαζί τους στο τραπέζι για να γίνουν 14, πράγμα που τελικά γίνεται.



Η Σόνια όμως έχει άποψη και γνώμη. Μορφωμένη κοπέλα, που εργάζεται για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης στην Σορβόνη (που κάποιες από τις αριστοκρατικές κυρίες δεν ήξεραν που ακριβώς είναι), γίνεται γρήγορα το αντικείμενο του ενδιαφέροντος του εξέχοντος προσκεκλημένου Καναδού. Οι εκλεκτοί ομοτράπεζοι, που αντιπροσωπεύουν ένα ευρύτατο μεγαλοαστικό φάσμα, ξεπεσμένοι αριστοκράτες που έχουν παντρευτεί πλούσιες νύφες, διπλωμάτες καρριέρας, χρηματιστές, οικονομικοί παράγοντες μυρίζονται «φρέσκο αίμα» και στρέφουν την κουβέντα προς την Σόνια που αλλιώς την φανταζόντουσαν ή την είχαν στο μυαλό τους και αλλιώς τους βγαίνει.

Η κουβέντα κυλάει με φαρμακερές αιχμές για το ποιο είναι το original όνομά της, περί του αν θεωρεί τον εαυτό της Γαλλίδα – και όταν τους απαντάει ότι είναι Γαλλίδα και δεν θεωρεί τον εαυτό της τίποτε άλλο αφού γεννήθηκε στην Μασσαλία, σοκάρονται -, την ρωτάνε για την κλειτοριδεκτομή, για τους στίχους αραβικών τραγουδιών, γενικώς προσπαθούν να την μειώσουν με ειρωνίες και μικροκακίες, όσο δε βλέπουν το έντονο ενδιαφέρον του Καναδού (ίσως του πιο φυσιολογικού από τους καλεσμένους), και την ψυχραιμία της Σόνιας τόσο λυσσάνε περισσότερο.



Με την κουβέντα οι μάσκες πέφτουν και φαίνεται όλη η επίφαση και η προσποίηση των επιφανών προσκεκλημένων, σνομπισμός και ειρωνία, κενότητα και αμάθεια, ρατσισμός και πόζα άνευ περιεχομένου και ουσίας. Τα στερεότυπα και οι εμμονές βγαίνουν στην επιφάνεια, ενώ πράγματα που «κρύβονται επιμελώς κάτω από το χαλί» αποκαλύπτονται, ομοφυλοφιλικές τάσεις, ναρκωτικά, αλκοολισμός, φόβος για τα γηρατειά και την μοναξιά.



Κάποιες στιγμές νομίζεις ότι δεν διαβάζεις μυθιστόρημα αλλά παρακολουθείς ένα κινηματογραφικό έργο – η γραφή (όπως προείπα), θυμίζει κάμερα που κάνει γκρο-πλαν σε πρόσωπα και στέκεται πάνω τους για ώρα.Το πολυφωνικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Ασουλίν, περισσότερο λειτουργεί ως κοινωνικό σχόλιο-στοχασμός και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι φέρνει στο νού περισσότερο την ταινία του (μεγάλου) Λ.Μπουνιουέλ «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» ή ακόμα και το «Ιδιωτικά βίτσια, δημόσιεςαρετές» του Μ.Γιάντσο, παρά μυθιστορήματα με κεντρικό τους άξονα ένα δείπνο.




Ο Ασουλίν με ακρίβεια εντομολόγου περνάει από μικροσκόπιο, ενέργειες, κινήσεις, συμπεριφορές, ψιλοκουβέντες, τυχαίες ή καθόλου τυχαίες φράσεις.

Ο συγγραφέας (Γάλλος γεννημένος στο Μαρόκο), με λεπτό χιούμορ (χαρακτηριστικό όλων των βιβλίων του άλλωστε) αναδεικνύει εξαιρετικά την υποκρισία και τον καλά κρυμμένο κάτω από την επίφαση της δημοκρατικότητας (που όλοι ορκίζονται σ’αυτήν) ρατσισμό που μπορεί και να παραμονεύει πίσω από μια δήθεν αθώα διαπίστωση, «Γάλλος είναι μόνον ο Χριστιανός» (όπου το «Γάλλος» μπορεί να αντικατασταθεί από οποιαδήποτε Δυτικοευρωπαϊκή υπηκοότητα). 
Η Σόνια βιώνει το διχασμό, νιώθει «προσκεκλημένη», στο σπίτι της υποστηρίζει οτιδήποτε Γαλλικό, νιώθει πρέσβειρα της Γαλλικής κουλτούρας και εδώ αναγκάζεται να υποστηρίξει τους δικούς της ανθρώπους που λοιδωρούνται παντού και συνεχώς. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο-μάθημα ύφους και στυλ, στο έπακρο σαγηνευτικό, το οποίο με τον υπνωτιστικό του ρυθμό σε παγιδεύει μέσα του.

«Δεν ήταν από εκείνους που είναι απλώς περαστικοί. Έπρεπε να την αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο όπως τους Πολωνούς και τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, που κι αυτοί είχαν δημιουργήσει τη Γαλλία, με το να γίνουν πέρα για πέρα Γάλλοι. Πηγαίνοντας στην εκκλησία την Κυριακή, είναι αλήθεια. Μα το ουσιαστικό δεν ήταν αυτό. Το ουσιαστικό βρισκόταν σε κάτι που δεν ειπώθηκε και δεν θα λεγόταν. Γιατί αν είχε τολμήσει η Σόνια θα του είχε εκμυστηρευτεί ότι κατά τη γνώμη της οι Εβραίοι ετούτης της χώρας είχαν πίσω τους ένα τέτοιο παρελθόν αποκλεισμού, διώξεων και νομαδισμού που θα έπρεπε να φοβούνται, περισσότερο κι από την ίδια, μήπως τους καλούσαν να φύγουν. Άλλωστε, πολλοί από αυτούς δεν προετοιμάζονταν κιόλας γι’αυτό, στο μυαλό τους αν όχι και στην πράξη, με ένα σπίτι στην Γαλλία, ένα άλλο στο Ισραήλ ή στην Αμερική; Θρησκευτική ή κοσμική, η προσήλωση στην επιβίωσή τους ως Εβραίων ήταν τόσο ισχυρή, η αντίθεση του κόσμου απέναντί τους τόσο παλιά και το όλο ζήτημα τόσο βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση της ανθρωπότητας, που δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο διαφορετικά.
Παρά τα φαινόμενα, αυτοί ήταν διαρκώς προσκεκλημένοι. Πάντα υπάρχει κάποιος περισσότερο προσκεκλημένος από εσένα. Μόνο αυτή η σκέψη την παρηγόρησε.»

___________________________________________________________


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Bookstand», την Τρίτη 2/4/13








 
Τρίτη, Απριλίου 09, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 09, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 6/4/13
Ακούστε το podcast  της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 6/4.

Στην εκπομπή ακούγεται μεταξύ άλλων, ποίηση των Ν.Δ.Καρούζου, Χριστιανόπουλου, Ρίτσου, Καβάφη, Ο.Παζ, "θραύσματα" από τις ΦΩΝΕΣ του Α.Πόρτσια, ενώ υπάρχουν και δύο μικρά αφιερώματα στους Ίταλο Σβέβο και Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, αντίστοιχα.

Όπως πάντα με πολλή μουσική και χαλαρή ατμόσφαιρα.

Καλή ακρόαση





 
Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013 | Permalink
"Εκείνος όμως αισθανόταν ανίκανος για τη ζωή"


Μπορεί το σπαρακτικό πρωτόλειο μυθιστόρημα του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Italo Svevo (Τεργέστη, 1961-1928), με τίτλο «ΜΙΑ ΖΩΗ» («Una Vita»), (Εκδ. Ροές, μετάφρ. Στ.Πεκιαρίδη, εξαιρετικό επίμετρο Μ.Σπυριδοπούλου, σελ.398), το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1893, να μη φθάνει στο ύψος των δύο μεγάλων αριστουργημάτων του, «Το Γέρασμα» και (κυρίως) την «Συνείδηση του Ζήνωνα», δεν παύει όμως να είναι ένα έργο που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που καθόρισαν την μετέπειτα εξέλιξη του συγγραφέα, την υπαρξιακή αγωνία, τον στοχασμό, τον εσωτερικό μονόλογο, την συστηματική ενδοσκόπηση.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο νεαρός Αλφόνσο Νίττι, έχει φύγει από το χωριό του για να δουλέψει σε μια τράπεζα στην Τεργέστη. Τοποθετείται στο τμήμα των «αντιγραφέων» δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ με ελάχιστο μισθό. Έχει πνευματικές ανησυχίες, διαβάζει πολύ και στοχάζεται αλλά το πνιγηρό εργασιακό του περιβάλλον, το οποίο δεν ευνοεί καθόλου την πνευματικότητα με μια δουλειά μονότονη και γεμάτη λεπτομέρειες που δεν καταλαβαίνει, τον φέρνει στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Στο δωμάτιο που νοικιάζει στο σπίτι μιας οικογένειας, τον καλοκοιτάζουν ως υποψήφιο γαμπρό για την κόρη τους αλλά εκείνος επιθυμεί να ανέβει κοινωνικά και οικονομικά.

Η τυπική πρόσκληση από τον ιδιοκτήτη της τράπεζας να επισκεφθεί το σπίτι του, τον φέρνει σε επαφή με την κόρη του Αννέττα, η οποία στην αρχή δείχνει να τον σνομπάρει αλλά αργότερα έλκεται από την συντροφιά του. Οι δύο νέοι με αφορμή τις λογοτεχνικές τους ανησυχίες έρχονται πιο κοντά και μια ερωτική ιστορία αρχίζει να προκύπτει. Το πάθος τους κυριεύει και ένα μοιραίο απόγευμα κάνουν έρωτα. Όλα δείχνουν ευνοϊκά για τον Αλφόνσο που έχει τοποθετηθεί και σε μια καλύτερη θέση στην τράπεζα. Η Αννέττα έχει μεγάλη επιρροή πάνω στον πατέρα της και φαίνεται να μπορεί να επιβάλλει τις επιθυμίες της, αλλά ο ήρωας μας αρχίζει να αμφιβάλλει για τα αισθήματά του, για την δύναμη του έρωτά του, για τις αληθινές προθέσεις της ερωμένης του και να φοβάται για το αίσιο τέλος της ιστορίας.

Η Αννέττα του προτείνει να φύγει για κάνα δεκαπενθήμερο στο χωριό του για να μπορέσει να μιλήσει στον πατέρα της. Παρά τις συμβουλές της καμαριέρας του σπιτιού και παλιάς οικογενειακής γνωστής του Αλφόνσο, να μη το κάνει διότι έτσι διακινδυνεύει πολύ, εκείνος όμως με μια ιδιαίτερη αίσθηση καθήκοντος και εν μέσω πλήρους ανασφάλειας για το τι πραγματικά θέλει, πηγαίνει στο χωριό όπου βρίσκει την μητέρα του βαριά άρρωστη.
Η μητέρα του μετά από μερικές εβδομάδες πεθαίνει, η άδειά του επεκτείνεται μέχρι όμως, να πουλήσει την πατρική οικία και να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες περνάει πάνω από μήνας. Όταν γυρίζει στην Τεργέστη τα πράγματα έχουν αλλάξει και η ιστορία παίρνει άσχημη τροπή. Οι εξελίξεις θα είναι δραματικές και ο Αλφόνσο θα βουλιάξει σε μια κατάσταση την οποία δείχνει να μη μπορεί να ελέγξει.

Στο μυθιστόρημα του Σβέβο διακρίνουμε έντονη την επιρροή του νατουραλιστικού γαλλικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα των Μπαλζάκ και Φλωμπέρ, κυρίως δε το «άρωμα» της «Αισθηματικής Αγωγής» του δεύτερου είναι πολύ έντονο. Η ικανότητα όμως του Σβέβο στην εξαντλητική ενδοσκόπηση του κεντρικού χαρακτήρα, στην εσωτερική τραγωδία του και στην ασφυξία που νιώθει όντας «ανίκανος» (όπως ήταν και ο αρχικός τίτλος του βιβλίου όταν πρωτογράφτηκε) να ενταχθεί κάπου, να σταθεί στα πόδια του, να ορθώσει την προσωπικότητά του είναι μοναδική. Ο Αλφόνσο είναι ένας απόλυτα τραγικός ήρωας.  Περιφρονημένος στο εργασιακό περιβάλλον, νιώθοντας μειονεκτικά απέναντι στην μεγαλοαστή Αννέττα, χαμένος στην άβυσσο των συναισθημάτων του είναι ένας άνθρωπος σε ένα συνεχή μετεωρισμό, μια «ζαλάδα» που μόνο προς τον όλεθρο μπορεί να τον οδηγήσει.

«Ό άνθρωπος πρέπει να ζει δύο ζωές: μία για τον εαυτό του και μία για τους άλλους»

Οι χαρακτήρες του βιβλίου - με αποκορύφωμα βέβαια τον ήρωα - αδυνατούν να διαχειριστούν τη ζωή τους. Τα εξετάζουν όλα θεωρητικά τους λείπει η πρακτική ικανότητα. Αδύναμοι και αναποφάσιστοι στα καίρια θέματα που τους απασχολούν αφήνονται έρμαια της μοίρας τους. Ο Σβέβο τονίζει την επίδραση του περιβάλλοντος της μεγάλης και απρόσωπης πόλης που ήταν η Τεργέστη της εποχής, μιας πόλης που χρησιμοποιεί δύο γλώσσες, τα γερμανικά για τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές και τα Ιταλικά για την καθημερινότητα, μιας πόλης διχασμένης με δύο κουλτούρες που συγκρούονται μεταξύ τους με μια ισχυρή αστική τάξη που κυριαρχούσε (λόγω της δύναμης των εμπόρων). Ο ευαίσθητος άνθρωπος βρίσκεται διχασμένος μέσα σ’αυτό το απρόσωπο περιβάλλον της βίαιης οικονομικής ανάπτυξης και νιώθει χαμένος. Στοιχεία που ανέπτυξε πολύ έντονα και καταπληκτικά ο Σβέβο στα μεταγενέστερα έργα του αλλά που υπάρχουν ευδιάκριτα και στην ιστορία αυτού του «μετρίως μέτριου και πάντα μετρημένου» ταπεινού γραφιά Αλφόνσο, που προσπάθησε να «υπερβεί την τάξη του», με κατάληξη την απόλυτη συντριβή του.

Ο Ίταλο Σβέβο (ψευδώνυμο του Έτορε Σμιτς) έγινε ουσιαστικά γνωστός στο λογοτεχνικό κοινό σε ηλικία 62 χρόνων, με την έκδοση του τρίτου του μυθιστορήματος «Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ». Υπήρξε μια συγγραφική σιωπή 25 χρόνων από την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του, «ΤΟ ΓΕΡΑΣΜΑ» που όπως και το «ΜΙΑ ΖΩΗ» είχαν ελάχιστη ανταπόκριση που δεν οφείλονταν όμως τόσο στην αξία τους αλλά περισσότερο στη χρονική συγκυρία, διότι και τα δύο ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους.
Λογοτεχνικές καταστάσεις με τις οποίες είμαστε πλέον εξοικειωμένοι, όπως ο εσωτερικός μονόλογος ήταν κάτι άγνωστο πριν τις αρχές του 20ου αιώνα και ο Σβέβο μπορούμε να πούμε ότι ήταν πρωτοπόρος μιας τεχνικής που με τον Τζόις έφτασε σε μεγάλα ύψη. Ο Τζόις μάλλον επηρεάστηκε από την γραφή του Σβέβο, εξάλλου τον γνώρισε (κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Τεργέστη) και τον προώθησε αναλόγως στην Γαλλία, απ’όπου ουσιαστικά έγινε γνωστός αυτός τεράστιος συγγραφέας προτού αναγνωρισθεί στην πατρίδα του την Ιταλία. Εξάλλου η Γαλλική κριτική τον θεωρούσε ως τον «Ιταλό Προυστ» παρότι ο ίδιος πίστευε (και μάλλον σωστά) ότι ισορροπεί μεταξύ της Ιταλικής και της Γερμανικής κουλτούρας (το δε ψευδώνυμο που επέλεξε αυτό ακριβώς δηλοί, Ίταλο=Ιταλός, Σβέβο=Σουηβός δηλαδή από την ομώνυμη περιοχή της Γερμανίας), λογοτεχνικά δε φέρνει περισσότερο προς τους κεντροευρωπαίους μεταγενέστερούς του λογοτέχνες, όπως ο Τόμαν Μαν, ο Μούζιλ και ακόμα ο Κάφκα, μιας που διακρίνονται έντονα στοιχεία που αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως «Καφκικά». Τρία μόνο μυθιστορήματα, αρκετά διηγήματα και κάποιες σκόρπιες εδώ κι εκεί ιστορίες αρκούν για να κατατάξουν τον Ίταλο Σβέβο στην πρώτη σειρά του παγκόσμιου λογοτεχνικού πάνθεον. Είναι ένας συγγραφέας που κυρίως για τα δύο τελευταία του μυθιστορήματα μπορεί να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος της χώρας του και ο οποίος ακόμα και στις μέρες μας είναι εξαιρετικά επίκαιρος.



 
Τετάρτη, Απριλίου 03, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 03, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio, εκπομπή Σαββάτου 30/3 - Μπλογκοκουβέντα
Ακούστε την εκπομπή Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 30/3, με καλεσμένους μου δύο εξαιρετικούς βιβλιόφιλους bloggers, την Κατερίνα Μαλακατέ (Diavazontas.blogspot.gr) και τον Γιάννη Καλογερόπουλο (no14me.blogspot.gr).

Συζήτηση για blogs, για αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς (εντάξει, ξεχάσαμε τους μισούς) και πολύ γέλιο.

Καλή ακρόαση


 
Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013 | Permalink
Ατάκτως...

Δυσκολεύομαι να γράψω για ποιητικές συλλογές, οι παλαιότεροι αναγνώστες του blog θα έχουν παρατηρήσει ότι σπανίως ασχολούμαι με παρουσιάσεις ποιητών και έργων τους, παρ’ότι διαβάζω συχνά πυκνά κάποιες από αυτές που εκδίδονται ή ανατρέχω σε παλαιότερες που έχω στην βιβλιοθήκη μου. Θεωρώ ότι δεν μπορείς να γράψεις πολλά για μια ποιητική συλλογή, πρέπει να αφήνεις να «ακούγεται» η φωνή του δημιουργού. Εάν το μυθιστόρημα και το διήγημα αφήνουν χώρο για να μιλήσεις για την ιστορία που διηγούνται, η ποιητική συλλογή μιλάει για πολλές ιστορίες συχνά διαφορετικές μεταξύ τους, μιλάει για τον ίδιο τον δημιουργό και τις ευαισθησίες του· τι να πεις γύρω από αυτό; Το ποίημα θα σε αγγίξει ή όχι, θα σου μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά (περισσότερο παρά στο μυαλό), θα σε κάνει μετά από χρόνια να το «ξαναεπισκεφθείς», να το αναπολήσεις – κάτι που ο πεζός λόγος δύσκολα το καταφέρνει.

Εκδόθηκαν πρόσφατα οι ποιητικές συλλογές δύο καλών φίλων - από τις ωραίες γνωριμίες που σου προσφέρει το διαδίκτυο - το «Γράμματα σ’έναν πολύ νέο ποιητή» του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου (Αθήνα,1971), και το «Δωμάτιο μικρών διακοπών» του Δημήτρη Αθηνάκη (Δράμα,1981). Είναι και οι δύο εξαιρετικοί ποιητές (εκτός από καλά παιδιά), και οι συλλογές τους έχουν μερικά πραγματικά διαμάντια.


Στα «Γράμματα σ’έναν πολύ νέο ποιητή» (Εκδ. Πόλις, σελ.106), ο Γιαννακόπουλος είναι ερωτικός, «Ποίηση είναι τα κορίτσια που αγάπησα / και δεν τα φίλησα στα δεκαεπτά μου χρόνια / τα ποιήματα που δεν έγραψα / τότε που έπρεπε να τα γράψω, / οι πόλεις που ποτέ δεν επισκέφθηκα μαζί σου. / Ποίηση είναι όσα ποτέ δεν έγινα.» (Όσα ποτέ δεν έκανα), είναι στοχαστικός, «Η ποίηση είναι αναμνήσεις μιας ζωής / που δεν την έχουμε ζήσει ποτέ» (Άλλη μια προσπάθεια), ή και στο υπέροχο, «Η κίνηση που κάνει ένας άντρας / μέσα στο αυτοκίνητο / να βάλει το αναμμένο τσιγάρο / στα χείλη του φίλου του που οδηγεί / είναι ποίηση.» (Ποίηση), θυμάται την παιδική του ηλικία τόσο τρυφερά που σου έρχονται δάκρυα στα μάτια, «Όπως όταν είσαι έντεκα χρονών / στο προαύλιο του σχολείου / κι έχει λιακάδα και περιφέρεσαι / προσπαθώντας να μη στρέψεις το βλέμμα / προς τους συμμαθητές σου / που, άλλη μια φορά, / παίζουν ποδόσφαιρο χωρίς εσένα / μα ακούγοντας τις άξαφνες φωνές / γυρίζεις για να δείς / και σε χτυπάει η μπάλα δυνατά / στο μάγουλο και στο αφτί / και σου πετάει πέρα τα γυαλιά / κι ακούς γέλια από παντού, / αλλά δεν σε σκοτώνει, / έτσι είναι.» (Αλλά δεν σε σκοτώνει).
Βιβλιοφιλία, η αγωνία του γονιού, σκέψεις, αναμνήσεις, χιούμορ – ωραίος ποιητικός λόγος που συγκινεί και γοητεύει.


Ο έρωτας, η πατρική φιγούρα, οι υπαρξιακές ανησυχίες διατρέχουν την ποίηση του Δημήτρη Αθηνάκη στην ωραία ποιητική του συλλογή «Δωμάτιο μικρών διακοπών», (Εκδ. Κέδρος, σελ.47).
Καλοδουλεμένα τρυφερά ποιήματα, «Μα που πάνε όλοι αυτοί οι νεκροί; / Που πάνε οι νεκροί όταν πεθαίνουν, μπαμπά; / Τα μάτια του με κοιτάζουν, / Όμορφα μάτια, / Καμμιά φορά θέλω κάτι γι’αυτά να γράψω / να τα ρωτήσω γιατί δε μ’αφήνει αυτός ακόμα να καπνίσω, / Γιατί δε μ’αφήνεις να καπνίσω;» ή το υπέροχο «Είναι ν’αγριεύεσαι τα απογεύματα / εκεί γύρω στις πεντέμισι / γιατί αρχίζει να πέφτει ο ήλιος και τα μάτια σου ζαρώνουν / το σώμα σου χάνει κάτι από την πρωινή του υγρασία. / Τότε βγαίνουν τα φαντάσμα που έχουν αϋπνία. / Κυκλοφορούν / λες κι άλλη δουλειά δεν είχαν / για να τρομάξουν αδιάκριτα. / Έτσι, τα μάτια σου μένουν ξαφνικά ορθάνοιχτα / κι οι ζάρες σβήνονται αμέσως. / Μόνο που στις ιστορίες που θέλω εγώ να διηγούμαι / ο τρόμος είναι αγοράκι που τρέχει με τα μάτια του κλειστά / απλώνεται, ξαπλώνει ανάσκελα και μοιάζει με χέρι ανοιχτό / αυτό που πάλι εσύ κι εγώ / θ’αγγίξουμε όταν θα πέφτει ο ήλιος / εκεί γύρω στις πεντέμισι. / Τότε, όλα θα’ναι πάλι ένα παιχνίδι ασαφούς αναμονής / κι εγώ αργά θα μετατρέπομαι σε φάντασμα με αϋπνία / που βέβαια καμιά επιθυμία δε θα ΄χει πια για να τρομάζει.» (Οι ιστορίες μου).
Μια ποιητική φωνή, με ευδιάκριτες και στέρεες βάσεις που έχει πολλά να δώσει στο μέλλον.


*******************************************

Το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου της Εστίας και η συνεχιζόμενη ελεύθερη πτώση του Ελευθερουδάκη έρχεται να τονίσει με εμφαντικό τρόπο την κρίση που υφίσταται ο χώρος της βιβλιοαγοράς. Όταν βέβαια γύρω σου γκρεμίζεται το σύμπαν και όταν ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται να ζήσει αξιοπρεπώς είναι σχεδόν αναπόφευκτο να δοκιμάζεται το βιβλίο σε μια χώρα που δεν έχει συνηθίσει να διαβάζει ή να προάγει οτιδήποτε πνευματικό.
Είναι γεγονός ότι ως χώρα έχουμε περισσότερα βιβλιοπωλεία απ’όσα δικαιολογεί η εμπορική τους κίνηση, εκδίδονται περισσότερα βιβλία απ’όσα θα’πρεπε με βάση τον αριθμό των βιβλιόφιλων που υπάρχουν π.χ. όταν βγαίνουν 6-7.000 καινούργιοι τίτλοι σε μια χώρα που διαβάζουν συστηματικά 10.000 άνθρωποι, οι αριθμοί απλά δεν βγαίνουν, ενώ οι τιμές των καινούργιων βιβλίων είναι απαγορευτικές για τους περισσότερους (δεν ήταν βέβαια ποτέ φθηνές αλλά τώρα το σκέφτεσαι καλύτερα να δώσεις πάνω από 20 ευρώ για ένα βιβλίο 250 σελίδων), κάποιο ξεκαθάρισμα επιβάλλεται να γίνει.

Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία του κέντρου αλλά και για τα μικρότερα των συνοικιών, από τη στιγμή που τα online shops είτε αυτά των βιβλιοπωλείων, είτε τα τελείως αυτόνομα έχουν υπερφαλαγγίσει σε πωλήσεις για πολλούς και διάφορους λόγους τις παραδοσιακές πωλήσεις (αυτές δηλαδή που ο πελάτης προσέρχεται στο κατάστημα, βλέπει και ψωνίζει).


Δεν βλέπω πως μπορεί να αλλάξει η κατάσταση στο άμεσο μέλλον. Ίσως η πώληση μεταχειρισμένων (second-hand) βιβλίων να αποτελέσει μια λύση και να δώσει μια άλλη πνοή στην αγορά. Εξάλλου η «επιτυχία» των διάφορων bazaars δείχνει ότι με μια μέση τιμή μέχρι 5 ευρώ κάτι κινείται. Ίσως αν το βιβλιοπωλείο γίνει περισσότερο φιλικό και άμεσο (με πρόσθετες υπηρεσίες), στον μέσο καταναλωτή να βοηθήσει λίγο τα πράγματα. Οι επαγγελματίες του χώρου πρέπει να δουν λίγο παραπάνω τα δίκτυα διανομής, τη στιγμή που το e-book δεν δείχνει να έχει την δημοφιλία (τιμή συσκευών, δυσκολία σε ελληνικούς τίτλους, φτωχή προώθηση) που όλοι περίμεναν πριν από λίγο καιρό. Το σίγουρο είναι ότι θα δούμε αλλαγές, θα ήθελα να ελπίζω προς το καλύτερο, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μου δείχνει το αντίθετο.


****************************************************

«Ακόμα κι αν σφάλλουμε, τουλάχιστον ας το κάνουμε με ακρίβεια» Blas de Robles

************************************************************* 
Αύριο θα υπάρχει ένα κείμενο μου στο καινούργιο τεύχος του πολύ καλού ηλεκτρονικού περιοδικού Bookstand, όπως επίσης το Σάββατο θα δημοσιευτεί μια κριτική μου στην Εφημερίδα των Συντακτών στο ένθετο του βιβλίου που επιμελείται ο Μ.Φάις. Αν και τα δύο κείμενα θα δημοσιευτούν στο blog σε σύντομο χρονικό διάστημα, σας προτρέπω να τα διαβάσετε άμεσα στα δύο έντυπα που μου έκαναν την τιμή να μου ζητήσουν συνεργασία.


 **************************************************

Η εκπομπή που κάνω κάθε Σάββατο στο διαδικτυακό Amagi radio, το Booktalks (το ξέρετε, σας έχω πρήξει), με έχει φέρει σε επαφή όχι μόνο με τον κόσμο που κινείται γύρω από το βιβλίο (συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές) οι οποίοι έρχονται στην εκπομπή ως καλεσμένοι, αλλά και με αρκετούς βιβλιόφιλους, είτε αυτοί είναι bloggers (οι οποίοι έχουν κι αυτοί το μερίδιο τους στο Booktalks, αφού έχουν έρθει 3 μέχρι τώρα και τους ευχαριστώ πολύ γι’αυτό), είτε αυτοί είναι απλοί ακροατές των εκπομπών. Ήδη στο αντίστοιχο group του Facebook (Booktalks at Amagi radio) υπάρχουν πάνω από 500 (περισσότερο η λιγότερο φίλοι του βιβλίου) εγγεγραμμένοι, που ένα μεγάλο μέρος από αυτούς συμμετέχουν ενεργά στις εκπομπές σχολιάζοντας, κάνοντας πλάκα (έτσι κι αλλιώς η εκπομπή έχει μια πολύ χαλαρή ατμόσφαιρα – νομίζω), προτείνοντας πράγματα, ρωτώντας διάφορα κατά τη διάρκεια της εκπομπής.

Αυτό το ρεύμα θα ήθελα να τονώσω και από το blog. Γι’αυτό λοιπόν από σήμερα (και δεν είναι πρωταπριλιάτικο αυτό) ανοίγουν τα σχόλια, 5 και κάτι χρόνια μετά από την κατάργησή τους. Δεν ξέρω πόσοι θα έχουν όρεξη να σχολιάζουν στις αναρτήσεις, το κοινό των blogs έχει διαφοροποιηθεί αρκετά με τα χρόνια, αλλά η εκπομπή χρειάζεται τις προτάσεις σας και την αλληλεπίδραση που θα προκύψει από αυτές, το δε blog (όπως και να’χει) χρειάζεται κάποια ανανέωση και η επαναφορά των σχολίων θα είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτήν.

*******************************************************


«Δεν με πτοεί κανένα από τα επιχειρήματα των ακαδημαϊκών που μου λένε: Πως!κι αν σφάλλεις; Διότι, αν σφάλλω, σημαίνει ότι ζω. Όποιος δεν υπάρχει, βέβαια, δεν μπορεί ούτε να σφάλλει· συνεπώς, αν σφάλλω, πως σφάλλω πιστεύοντας ότι ζω, όταν είναι σίγουρο ότι ζω αν σφάλλω…Εφόσον λοιπόν υπήρξα σφάλλοντας, ακόμα κι αν έσφαλλα, αναμφίβολα, δεν σφάλλω ως προς το ότι γνωρίζω πως υπάρχω» Άγιος Αυγουστίνος «De Civitate Dei (Η Πολιτεία του Θεού)» (για όσους πιστεύουν ότι ο Μπόρχες προέκυψε από παρθενογένεση...)