Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015 | Permalink
Φάλκονερ ή "η ανθρώπινη μοίρα"
Το
θαυμάσιο «ΦΑΛΚΟΝΕΡ» («Falconer») του μεγάλου
Αμερικανού συγγραφέα John Cheever
(Quincy, Massachusetts 1912-1982), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Ι.Διονυσοπούλου, σελ.206), δεν
είναι απλά ένα μυθιστόρημα για τις φυλακές ή για τις περιπέτειες των έγκλειστων
μέσα σ’αυτές, είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο πολυδιάστατο και βαθιά ανθρώπινο,
σαγηνευτικό και ιδιόμορφο, το οποίο εντυπωσιάζει με την λιτότητα και την
κομψότητα του.
Ο
Φάραγκατ, ευκατάστατος καθηγητής πανεπιστημίου, παντρεμένος με δύο παιδιά, έχει
βρεθεί ένοχος για αδελφοκτονία και η ποινή του είναι «κάθειρξη έως δέκα έτη».
Μεταφέρεται στην φυλακή Φάλκονερ, ένα κτίσμα που μετράει ήδη έναν αιώνα ζωής
και παίρνει τον αριθμό 734-508-32, σ’αυτόν πλέον θα ακούει, θα είναι ένα
νούμερο, θα πρέπει να ξεχάσει ποιος είναι, την ταυτότητά του, την προσωπικότητά
του και να προσπαθήσει να επιβιώσει. Ο Φάραγκατ είναι εξαρτημένος από την ηρωίνη,
και η ζωή του, ήταν γεμάτη με μοναξιά, ελάχιστη αγάπη είτε από την οικογένειά
του, είτε από την (μάλλον ανεγκέφαλη) σύζυγό του.
Στην
φυλακή όπου βρίσκεται πλέον, θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο
τελείως διαφορετικό από αυτόν που έχει συνηθίσει. Δεν μαθαίνουμε πως έγινε η δολοφονία ή το
ατύχημα του θανάτου του αδερφού του, παρά μόνο στις τελευταίες σελίδες του
βιβλίου - δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Ο Φάραγκατ κινείται,
επιβιώνει αποστασιοποιημένος και σε μια κατάσταση limbo, προσπαθώντας να
διατηρήσει την λογική του, μέσα σε μια παράλογη κατάσταση.
Οι
ατελείωτες ώρες περνάνε με την συνεχή ανάδυση από μνήμες της προτεραίας του
κατάστασης, της ζωής του μέσα στην οικογένεια με τους γονείς του, με την σύζυγό
του. Παράλληλα ακούει και τις ιστορίες των συγκρατουμένων του, και μέσα από
αυτές βρίσκει ανθρωπιά και ένα νόημα στην ζωή του που δεν έβρισκε στον έξω
κόσμο. Η αναζήτηση της "ελευθερίας" έστω και μέσα από τον στενό και
κολασμένο περιβάλλον της φυλακής είναι το ζητούμενο για εκείνον. Μέσα από τις
σελίδες του βιβλίου του Τσίβερ, περνάνε αλησμόνητοι χαρακτήρες με τις
προσωπικές τους ιστορίες, όπως ο "Λαγός νούμερο 2", ο
"Βράχος", ο "Κερατάς" και άλλοι, οι οποίοι, θα είναι πλέον
η πραγματική του οικογένεια ενώ θα
αναπτύξει και μια ερωτική σχέση με έναν από τους φυλακισμένους, τον Τζόντι, την
οποία θα απολαύσει χωρίς ενοχές.
«Ο
Φάραγκατ ξαπλωμένος στο στρώμα του, με το μυαλό του προσηλωμένο στο επερχόμενο
πρωινό και στον ενδεχόμενο θάνατό του, σκέφτηκε ότι οι νεκροί, σε σχέση με τους
φυλακισμένους, έχουν κάποια πλεονεκτήματα. Οι νεκροί έχουν τουλάχιστον στη
διάθεσή τους ένα πανόραμα από αναμνήσεις και τύψεις, ενώ εκείνος ο έγκλειστος,
έβλεπε τις αναμνήσεις του από τον λαμπερό έξω κόσμο τσακισμένες,
κατακερματισμένες και εξαρτημένες από τυχαίες μυρωδιές – γρασίδι, δέρμα
παπουτσιού, η οσμή του νερού από τις σωληνώσεις των ντους. Οι δικές του
αναμνήσεις ήταν επισκιασμένες, θολωμένες. Το πρωί, μόλις ξύπνησε, κοίταξε
επίμονα και απεγνωσμένα τριγύρω, αναζητώντας να βρει αποκούμπι σε μια λέξη, μια
αλληγορία, ένα άγγιγμα ή μια μυρωδιά, όμως βρήκε μονάχα τη λαχτάρα του για
μεθαδόνη και την ανεξέλεγκτη παραζάλη του. Έμοιαζε, εκεί στη φυλακή, με
ταξιδευτή, και είχε πράγματι ταξιδέψει σε αρκετές ξένες χώρες ώστε να
αναγνωρίζει τούτη τη σφοδρή αποξένωση. Την αίσθηση ότι, ξυπνώντας πριν από το
χάραμα, όλα, με πρώτο απ’όλα το όνειρο που τον ξύπνησε, φάνταζαν παράξενα.
Ονειρεύτηκε ότι μιλούσε άλλη γλώσσα και ένιωσε, ξυπνώντας, την παράξενη υφή και
οσμή των σκεπασμάτων του. Από το παράθυρο έμπαινε η παράξενη μυρωδιά παράξενων καυσίμων.
Πλενόταν με παράξενο και θολό νερό, σκούπιζε τον κώλο του με παράξενο και
σκληρό χαρτί υγείας και κατέβαινε αφιλόξενες σκάλες για να φάει ένα παράξενο
και τρομερά δυσάρεστο πρόγευμα. Ταξίδι ήταν - όλα με ταξίδι έμοιαζαν
κι εδώ. Ότι κι αν έβλεπε, άγγιζε, μύριζε ή ονειρευόταν του φαινόταν βασανιστικά
ξένο, όμως τούτη η ήπειρος ή το έθνος όπου θα περνούσε ίσως το υπόλοιπο της
ζωής του δεν είχε σημαία μήτε εθνικό ύμνο, μονάρχη, πρόεδρο, φόρους, σύνορα ή
τάφους.»
Το
"Φάλκονερ" είναι ένα βιβλίο βαθιά στοχαστικό και υπαρξιακό. Ο
Φάραγκατ είναι ένας "Ξένος" αλλά και ένας "Σίσυφος"
παγιδευμένος μέσα σε έναν Καφκικό "Πύργο", ενώ η ειρωνία για το
περίφημο "American dream"
είναι συνεχής και αιωρείται πάνω από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Ο
συγγραφέας δεν καταγγέλλει τα κακά του συστήματος, ούτε εξιδανικεύει τίποτα. Ο
ήρωας του βιβλίου θα νιώσει ανθρώπινος και περισσότερο "φυσιολογικός"
μέσα στην φυλακή και θα καταφέρει να θεραπευτεί από την εξάρτησή του, μέσα στην
απομόνωση, ενώ πολυδάπανες και πολύχρονες θεραπείες στον έξω κόσμο δεν το είχαν
καταφέρει. Θα πατήσει πάλι στα πόδια του, θα αποκτήσει αυτοπεποίθηση και ηρεμία
και διεκδικήσει και πάλι την ελευθερία του.
Στο
"Φάλκονερ" βρισκόμαστε μακριά από την ζωή στα προάστεια της Νέας
Υόρκης όπως περιγράφονταν στις έξοχες ιστορίες του "Κολυμβητή". Στο
υπέροχο μυθιστόρημα του Τσίβερ ενυπάρχουν εγκιβωτισμένες θα μπορούσε να πει
κανείς, ιστορίες ως αυτόνομα διηγήματα, ένα είδος όπου ο συγγραφέας είναι
κυριολεκτικά μάστορας. Επίσης η απόσταση είναι μεγάλη και από βιβλία γύρω από
τις περιπέτειες φυλακισμένων όπως του (υπέροχου) "Στην κοιλιά του κήτους" του Τζακ Άμποτ ή του διάσημου (λόγω της επιτυχημένης
κινηματογραφικής του μεταφοράς) "Η Ρίτα Χαίηγουωρθ στις φυλακές Σάοσανκ" του Στ.Κινγκ.
Η
αφηγηματική ικανότητα, η διάχυτη ειρωνία, το χιούμορ και η πνευματώδης γραφή
του Τσίβερ είναι εκπληκτική, ενώ οι χαρακτήρες του είναι ένας κι ένας, με
αποκορύφωμα τον έξοχο Φάραγκατ, εμβληματικό μυθιστορηματικό ήρωα που
συγκλονίζει. Το μυθιστόρημα απ' ότι διαβάζω στον ωραίο πρόλογο της μεταφράστριας
έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς ο ήρωας του έχει πολλά κοινά στοιχεία
με τον συγγραφέα αλλά αυτό πλέον λίγη σημασία έχει καθώς εκείνο που μετράει
είναι η δύναμη του βιβλίου. Μπορεί τελικά να προτιμώ τον Τσίβερ ως
διηγηματόγραφο (ο "Κολυμβητής" του θα μου μείνει αξέχαστος), αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι το
"Φάλκονερ" είναι ένα μεγάλο βιβλίο.