Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2019 | Permalink
"Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών"
Η
φήμη που συνοδεύει το "ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΡΟΛΟΓΙΩΝ" ("Saatleri Ayarlama Enstitusu"), ένα από τα εμβληματικότερα
μυθιστορήματα της σύγχρονης Τουρκικής λογοτεχνίας είναι μεγάλη, ο δε συγγραφέας
του βιβλίου, Ahmet Hamdi Tanpinar (Κων/λη 1901 - 1962), θεωρείται ένας από
τους μέγιστους Τούρκους λογοτέχνες. Το "Ινστιτούτο..." που
κυκλοφόρησε το 1962, και είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες σε μια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης,
στα μέσα της δεκαετίας του '50, επιτέλους εκδόθηκε και στην Ελλάδα μέσα στη
χρονιά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Στέλλας Χρηστίδου (σελ.
510), αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στον Δυτικό
κόσμο.
Τι
κάνει, λοιπόν, αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα, τόσο ξεχωριστό και διάσημο; Και τι
ακριβώς σημαίνει αυτός ο περίεργος τίτλος που λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά για
τον μέσο αναγνώστη; Καταρχάς πρέπει να αναφέρω, ότι το μυθιστόρημα του
Τανπινάρ, είναι ένα μοντερνιστικό λογοτεχνικό έργο, μια αλληγορία για την
μετάβαση της Τουρκίας από ένα Οθωμανικό κράτος σε μια Δυτική χώρα. Βαθειά
συμβολιστικό και Καφκικό στη δομή του, ακολουθεί μια μη γραμμική αφήγηση,
ξεφεύγοντας από τον ρεαλισμό που επικρατούσε ως τάση στην Τουρκική λογοτεχνία
μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.
«Το
να είσαι ρεαλιστής δεν σημαίνει πως βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι.
Μπορεί να σημαίνει ότι καθορίζεις την πιο χρήσιμη σχέση μαζί της. Και σάμπως τι
βγαίνει άμα βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι; Σε τι άλλο σου χρησιμεύει
εκτός από τον μηδενισμό και την απαξίωση των πάντων; Μήπως αλλάζεις κάτι;
Αντίθετα σε κάνει να λοξοδρομείς. Σε κάνει απαισιόδοξο, σε ακινητοποιεί, σε
συνθλίβει … Να βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι … Να είσαι ηττοπαθής
δηλαδή … Απ’ αυτό γεννιέται η ηττοπάθεια….»
Αφηγητής
(όχι και πολύ αξιόπιστος, όπως αποδεικνύεται από την ροή της ιστορίας), είναι ο
Χαϊρί Ιρντάλ - κατά δήλωσή του "λάτρης της ειλικρίνειας", ο οποίος
εξηντάχρονος πλέον περιγράφει τις περιπέτειες της ζωής του, και την οικονομική
και κοινωνική του άνοδο, από απλός βοηθός ωρολογοποιού σε υποδιευθυντή ενός
κρατικοδίαιτου Ινστιτούτου, που αποστολή του είχε να ρυθμίζει τα ρολόγια δημόσια
αλλά και ιδιωτικά σύμφωνα με την "Δυτική ώρα". Ο Ιρντάλ περιγράφει
την ζωή του, πριν γνωρίσει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, μια γνωριμία που θα άλλαζε τη
μοίρα όχι μόνο τη δική του, αλλά και της (ευρύτερης) οικογένειάς του και θα τον
μετέτρεπε από έναν αποτυχημένο και μεροκαματιάρη τύπο που περίμενε να
κληρονομήσει μια στριφνή και κακορίζικη θεία, σε πάμπλουτο και πανίσχυρο
παράγοντα της ζωής της Πόλης.
Ο
Ιρντάλ περιγράφει το πως ο πατέρας του, έχασε όλη του την περιουσία του, το
"κόλλημα" που είχε ο ίδιος, από μικρός με τα ρολόγια, τον μηχανισμό
τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, τη μίζερη ζωή που ζούσε, τους διάφορους
χαρακτήρες που συναναστρεφόταν, την καταπίεση των συγγενών, την γνωριμία και
τον γάμο με την πρώτη του γυναίκα που του χάρισε δύο παιδιά, τον θάνατό της και
τον γάμο του με την δεύτερη γυναίκα του που του κουβάλησε σπίτι τις μουρλές
αδερφές της. Όλη του η ζωή όμως ουσιαστικά δεν υπάρχει, σβήνεται, μόλις
γνωρίζει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, ο οποίος διακρίνει στον Ιρντάλ την μανία αλλά και
την ικανότητα στα ρολόγια και του προτείνει να εργασθεί μαζί του στην
δημιουργία ενός φορέα, ενός “Ινστιτούτου Ρύθμισης Ρολογιών”. Ο Χαλίτ Αγιαρτζί,
είναι ένας bigger than life τύπος, κλασσικός Λεβαντίνος, γοητευτικός και
καταφερτζής, ευέλικτος και αδίστακτος, που είναι ευχάριστος με όλους,
κοινωνικός και πληθωρικός. Η δημιουργία του Ινστιτούτου, ενός φορέα που
αναλαμβάνει να συγχρονίζει τα δημόσια ρολόγια είναι μια “απαίτηση των καιρών” και
του νέου μοντέρνου κράτους που οραματίστηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Δεν θα ασχοληθεί όμως
αυτό το Ινστιτούτο, μόνο με τα δημόσια ρολόγια, αλλά και με τα ιδιωτικά ρολόγια
χειρός όπως και αυτά που υπάρχουν στις οικίες. Το πιο δημοφιλές μέτρο του δε, είναι
να εισάγει πρόστιμα για τα ρολόγια που έχουν λανθασμένη ώρα και οι κάτοχοι
αρνούνται να τα “εκμοντερνίσουν” ακολουθώντας την Δυτική ώρα.
«Φίλε
μου, οι δουλειές εμφανίστηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο μετά από μας. Οι δουλειές
επινοούνται από τους ανθρώπους που θα απασχοληθούν μ’ αυτές. Έτσι κι εμείς,
επινοήσαμε τη δική μας δουλειά. Πιστεύετε πως την κάνει λιγότερο χειροπιαστή το
γεγονός ότι δεν τη σκέφτηκε κανείς άλλος πριν από μας ή το ότι τη σκέφτηκε με
διαφορετικό τρόπο; Εμείς κάνουμε μια δουλειά, μια πολύ σημαντική δουλειά
μάλιστα. Εργάζομαι σημαίνει ορίζω τον χρόνο μου και ξέρω να τον διαχειρίζομαι.
Θα προσφέρουμε στην κοινωνία μας την αντίληψη του χρόνου. Θα παραγάγουμε και θα
προβάλουμε ένα σωρό καινούριες ιδέες. Θα πούμε, για παράδειγμα, ο άνθρωπος
είναι προπάντων εργασία, και η εργασία είναι χρόνος. Δεν είναι αυτή μια
χειροπιαστή ενέργεια;»
Μέσα
σε αυτό το κλίμα του παραλογισμού, το κράτος επιδοτεί, το Ινστιτούτο ακμάζει.
Βολεύονται όλοι οι συγγενείς του Χαλίτ Αγιαρτζί, αλλά και αρκετοί του Ιρντάλ σε
μια Βαλκανικού τύπου λειτουργία του ιδρύματος. Όλοι οι γνωστοί και φίλοι
χωράνε, μέσα στα γραφεία “βαράνε μύγες”, ενώ ο Ιρντάλ από εκεί που ήτανε του
κλώτσου και του μπάτσου, ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε διαρκή σύγχυση, γίνεται
πλέον σεβαστός απ’ όλους. Το Ινστιτούτο θα του φέρει χρήμα, θα του φέρει όμως την
ευτυχία και που ακριβώς βρίσκεται αυτή;
Γραμμένο
σε μοντερνιστικό ύφος, το σατυρικό κατά βάση, μυθιστόρημα του Τανπινάρ,
εμπνέεται από τον «Τρίστραμ Σάντι» του Λ. Στερν και τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ»του Τζόναθαν Σουίφτ, συνδυάζοντας το παράλογο με το λογικό, την ειρωνεία και τις
προσωπικές καταστάσεις με την πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Ο διχασμός και η “βίαιη”
προσαρμογή της Τουρκικής κοινωνίας στον “εκσυγχρονισμό” που οραματίστηκε και
ουσιαστικά επέβαλλε ο Ατατούρκ περιγράφονται εμμέσως πλην σαφώς στο έξοχο αυτό
μυθιστόρημα. Το 1926, ο Ατατούρκ με ένα διάταγμα επέβαλε την Δυτική ώρα
ακολουθώντας το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Οι Τούρκοι μέχρι τότε στις επαρχίες και στις
αγροτικές περιοχές, είχαν προσαρμόσει το ωρολόγιο πρόγραμμά τους, ανάλογα με τη
φωνή του Μουεζίνη που καλούσε σε προσευχή ή ακολουθώντας την πορεία του ήλιου,
αίφνης έπρεπε, να συμβουλεύονται τα δημόσια ρολόγια που υψώνονταν στις πλατείες
των πόλεων με την “σωστή” ώρα. Τα ρολόγια αποτελούσαν μέρος της νέας αρχιτεκτονικής
δομής και του νέου σχεδιασμού των αστικών κέντρων με τα μεγάλα μοντέρνα κτίρια
που χτίστηκαν, τους νόμους για το νέο λατινογενές αλφάβητο, τους νόμους για την
εκπαίδευση, μέσα στο πλαίσιο “εκσυγχρονισμού” του Τουρκικού κράτους.
Η
σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον καινούργιο, που επιβάλλεται εκ των άνωθεν,
χωρίς ο μέσος πολίτης να είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ο Τανπινάρ στο
βιβλίο του, περιγράφει τον διχασμό του απλού ανθρώπου, που στο σπίτι του και
στην προσωπική του ζωή, οι ρυθμοί του είναι διαφορετικοί. Ο πολλές φορές αφελής, πάντα επιπόλαιος και συνήθως στον κόσμο του, Ιρντάλ, θεωρεί ότι η
ευτυχία υπάρχει στην αναπόληση, στο αραλίκι, στο χαζολόγημα, στις ατέλειωτες
ώρες στον καφενέ, στο χουζούρι. Προσαρμόζεται στις καταστάσεις και στις νέες
συνθήκες, αλλά αντιλαμβάνεται ότι δεν ταιριάζει σε αυτές, παρότι αντιλαμβάνεται
ότι είναι αναγκαίες. Από την άλλη ο μέντοράς του, Χαλίτ Αγιαρτζί είναι ο “άνθρωπος
για όλες τις εποχές”, αυτός που θα γραπώσει τις ευκαιρίες, θα εκμεταλλευτεί τις
συνθήκες, τις γνωριμίες κάθε είδους χωρίς δισταγμό.
Πλημμυρισμένο
από αλησμόνητους χαρακτήρες, τους οποίους περιγράφει άλλοτε γκροτέσκα, άλλοτε
υπαινικτικά, το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και ρέει με εκπληκτικό ρυθμό. Ο
Τανπινάρ σατιρίζει την ψυχανάλυση, τον πνευματισμό, την παραδοσιακή Τουρκική
κοινωνία με τα ήθη και τα έθιμά της, την ξαφνική προσαρμογή της στους Δυτικούς
κανόνες με τα νέα ντυσίματα και τους νέους τρόπους. Με πικρία και προβληματισμό
που διαφαίνεται μέσα από τη σάτιρα, ο συγγραφέας περιγράφει την πλήρη σύγχυση
του μέσου Τούρκου στις συνθήκες της γραφειοκρατίας που επιβλήθηκαν από το
καθεστώς, από τον παραλογισμό των νέων νόμων.
Το
«Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών», όπως όλα τα μεγάλα σατιρικά μυθιστορήματα, έχει
απολαυστικές σελίδες (καλά σχεδιασμένης) ελαφρότητας και γέλιου, αλλά και
στοχαστικές σελίδες που σταματάς και γυρνάς πίσω για να τις ξαναδιαβάσεις. Έχει
εκπληκτικές περιγραφές της μεσοπολεμικής καθημερινότητας στην Κωνσταντινούπολη,
έξοχους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και συμβολισμούς που τους διακρίνει εύκολα
ο αναγνώστης, χωρίς ο συγγραφέας να υποκύπτει σε ευκολίες. Είναι ένα σπουδαίο
βιβλίο που επιτέλους βρίσκει την θέση του, στην ελληνική βιβλιογραφία.
Βαθμολογία
86 / 100