Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017 | Permalink
Μόνο ο αέρας ακουγόταν
Με κάθε
καινούριο της βιβλίο η Ευγενία Μπογιάνου (Θεσ/νίκη,1968), ισχυροποιεί την
αρχική μου εκτίμηση (από το πρώτο βιβλίο της που διάβασα πριν μερικά χρόνια), ότι έχουμε μπροστά μας μια σημαντική πεζογράφο. Η νέα
της συλλογή διηγημάτων με τίτλο “ΜΟΝΟ Ο ΑΕΡΑΣ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ”, (εκδ. Μεταίχμιο,
σελ.233), επαναφέρει την ικανότατη συγγραφέα στο διήγημα, είδος που μάλλον η
ίδια προτιμάει και την έκανε γνωστή στον λογοτεχνικό χώρο με το εντυπωσιακό
δεύτερο βιβλίο της (“Κλειστή πόρτα”,2012) μετά την παρένθεση (όπως φαίνεται)
του ωραιότατου μυθιστορήματός της "Ακόμα φεύγει", το 2014.
Στην
εξαιρετική συλλογή “Μόνο ο αέρας ακουγόταν”, δεν υπάρχει κάποιο νήμα που να
συνδέει τις ιστορίες, εκτός από ορισμένα κοινά στοιχεία μεταξύ τους, και τα
οποία ανιχνεύονται, στην συνολική θεματική του ύφους της συγγραφέως. Οι
καθημερινοί άνθρωποι χτυπημένοι από την μοίρα και οι οποίοι βιώνουν καταστάσεις
που δεν μπορούν να τις διαχειριστούν. Ο θάνατος, η απώλεια και η διαχείρισή
της, η ανεργία, οι άστεγοι, οι μετανάστες, ο χωρισμός είναι τα θέματα που
κυριαρχούν στα διηγήματα.
“Η ζωή
είναι μια μακριά ακολουθία αποχωρισμών. Δεν παύουμε ποτέ να αποχαιρετούμε ό,τι
αγαπήσαμε.”
Η αντίδραση
μιας μοναχικής και τσακισμένης γυναίκας όταν μαθαίνει ότι πέθανε ο πατέρας της,
ο άστεγος που το μόνο που του έχει μείνει από την “προηγούμενη” ζωή του είναι
ένα ζευγάρι ακριβά παπούτσια κ τα φυλάει “ως κόρην οφθαλμού”, μια μάνα που ζει
με την ανάμνηση του σκοτωμένου πριν από πολλά χρόνια παιδιού της, μια γυναίκα
που συναντάει μετά από δεκαετίες τυχαία τον κάποτε εραστή της χτυπημένο από
καρκίνο, μια μετανάστρια που βιώνει τον θάνατο των μικρών παιδιών της στη βάρκα
που τους πηγαίνει στο ελληνικό νησί, ένα ατύχημα με το μηχανάκι που καταστρέφει
το πρόσωπο μιας κοπέλας και γεμίζει με ενοχές το αγόρι που οδηγούσε, ένας
μετανάστης που περιμένει μέσα στο κρύο, μια πενηντάχρονη γυναίκα που γιορτάζει
μόνη της τα γενέθλιά της και θυμάται, ένας άνδρας μόνος που το μοναδικό μήνυμα
στο κινητό του είναι από την τράπεζα για τα χρέη του, είναι μερικοί από τους
χαρακτήρες των ιστοριών της Μπογιάνου. Διηγήματα όπου η θλίψη κυριαρχεί και
ένας κόμπος σου δένει το στομάχι καθώς τα διαβάζεις.
“Ετών
πενήντα. Πιο ψηλή από σένα, ακόμα και από τον μπαμπά μου. Σας κοιτώ με την
υπεροψία που μου δίνει η ηλικία. Συρρικνώνεστε, μικραίνετε κι άλλο, σας βάζω
μέσα στις τσέπες μου, σας κουβαλώ από πάνω μου, έχετε κολλήσει στο δέρμα μου,
μου γδέρνετε το δέρμα, την ψυχή, το μυαλό, δυο πλαστικές κούκλες, παλιές,
ντεμοντέ, δυο παιχνίδια που κανένα παιδί δεν θα ήθελε να παίξει μαζί τους, ούτε
κι εγώ.”
14 ιστορίες
που δεν βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο βέβαια, οι περισσότερες είναι πολύ
καλές, μερικές δε, πραγματικά εξαιρετικές (“Απιστίες”, “Αν υπήρχες εσύ να
μ'αντικρύσεις”, “Άνθρωπος σε κλουβί”, “Στέλλα”, “Ανωμαλία στο οδόστρωμα”), που
ισορροπεί την κάποια ανισότητα στο βιβλίο. Όλα όμως περνάνε σε δεύτερο φόντο,
καθώς υπάρχει το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή “Μόνο ο αέρας
ακουγόταν”, με την αφήγηση μιας γυναίκας μετανάστριας, που έχασε τα παιδιά της
στο ταξίδι για μια ελληνική ακτή και τώρα φροντίζει ηλικιωμένους στην απρόσωπη
πόλη, το οποίο, είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικό και από τα καλύτερα πράγματα
που έχουν γραφτεί στην ελληνική λογοτεχνία την τελευταία πενταετία.
Οι
χαρακτήρες του βιβλίου βρίσκονται σε ένα οριακό στάδιο της ζωής τους – εάν
υπήρχε ένα είδος συνέχειας (sequel
όπως λένε στο σινεμά)
στις ιστορίες, μετά από δυο-τρία χρόνια, αναρωτιέμαι πόσοι από αυτούς θα είχαν
επιζήσει – προσπαθούν να πιαστούν από κάπου, από κάτι, όλοι με μια σχετική
αξιοπρέπεια ψάχνουν ένα φως κάπου.
Παρά τον
ρεαλισμό των ιστοριών και την έντονη δραματικότητά τους, το ύφος της Μπογιάνου δεν
είναι καταγγελτικό, κραυγαλέο και οξύ, αλλά όπως και στα προηγούμενα βιβλία
της, είναι πλέον ευδιάκριτο - υπαινικτικό και χαμηλότονο, καθώς είναι
επηρεασμένη από την ποίηση που τόσο αγαπάει, ενώ η ματιά της στέκεται με
τρυφερότητα πάνω από τους ήρωές της, σχεδόν με κινηματογραφικό τρόπο τους
αγκαλιάζει και τους συμπονάει.
Ιστορίες
που δυναμώνουν μέσα σου καθώς τις σκέφτεσαι αρκετές μέρες αφού τις τελειώσεις,
δείγμα καθαρής λογοτεχνίας και ελπιδοφόρο μήνυμα για την συγγραφική συνέχεια.
“Εκείνο το
πρωί που ξεκινήσαμε βάλαμε καθαρά ρούχα. Ο μικρός γκρίνιαζε. Δεν του άρεσαν τα
παπούτσια που φορούσε. Ήθελε τα άλλα, τα χρωματιστά. Εγώ όμως τα θεωρούσα
κατάλληλα για την περίσταση. Η περίσταση...Έκανα τα μαλλάκια της ψηλή κοτσίδα
που της πήγαινε. Πόσο της πήγαινε! Έτσι όμορφα, καθαρά είναι που...
Όταν ήρθε
εκείνο το κύμα, ένα μαύρο πουλί κατάμαυρο, θαρρείς και πέταξε πάνω από τα
κεφάλια μας. Το ήξερα πως αυτή θα ήταν η τελευταία στιγμή. Δεν ξεγελιέσαι
τέτοιες ώρες. Το ξέρεις.
Ήρθε εκείνο
το κύμα και τους πήρες μακριά. Μαμά, θαρρώ πως...
Μα όχι.
Τίποτα δεν άκουσα. Μόνο ο αέρας ακουγόταν. Τίποτε άλλο. Ο κόσμος είχε σιγήσει
καθώς δεχόταν τα σπλάχνα μου.
Όταν
ξεκινήσαμε το πρωί, δεν το πίστευα πως θα γινόταν έτσι. Άλλα πίστευα. Ένα
ταξίδι ήταν που τελείωνε σε μερικές ώρες και μετά...
Όμως το
ταξίδι δεν τελείωσε. Όχι ακόμη. Είμαι ακόμη πάνω στη βάρκα και πάω. Μόνη μου,
ανοίγομαι, ξεμακραίνω, κάθε μέρα όλο και πιο μακριά.”