Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008 | Permalink
Μυθιστόρημα-μπονσάϊ , σαν ένα ποτήρι αρωματικό τσάϊ δίπλα στο τζάκι
«Περνούν τα χρόνια, και το μόνο πρόσωπο που δεν αλλάζει είναι το κορίτσι στο βιβλίο του
Γ.Καβαμπάτα


Μα δεν υπάρχει ιστορία θα μου πει κάποιος. Όλα τα μαθαίνουμε από την πρώτη παράγραφο... «Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία...»

Ο λάτρης της δράσης και της γρήγορης πλοκής μπορεί να παρατήσει το βιβλιαράκι εκεί. Σ’αυτό το σημείο, εξάλλου δεν πρόκειται να μάθει τίποτα καινούριο..Boy meets girl, they fall in love, then, she dies... Αυτός όμως που θα αποφασίσει να διαθέσει μία-μιάμιση ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του (δηλαδή να μην χαζέψει μπροστά στην τηλεόραση) θα ζεστάνει την ψυχή του μ’αυτό το μπιζουδάκι που είναι το «ΜΠΟΝΣΑΪ» του σχετικά νεαρού Χιλιανού συγγραφέα ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΣΑΜΠΡΑ (Εκδ.Πατάκη, (έξοχη) μετάφ.Ε.Γιαννοπούλου, σελ.102) ,(83).

Το ζευγάρι γνωρίζεται στο πανεπιστήμιο και είναι η δεύτερη σχέση γιά την Εμίλια και η πρώτη γιά τον Χούλιο. Η σχέση τους «χτίζεται» πάνω στα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν μαζί προτού κάνουν έρωτα. Μαζί ανακαλύπτουν τον Σβομπ,τον Σιοράν,τον Μισίμα,τον Περέκ. Μαζί αποφασίζουν να παρατήσουν την Μαντάμ Μποβαρύ πενήντα σελίδες πριν το τέλος. Η λογοτεχνία γίνεται μέρος του ερωτικού τους παιχνιδιού στην αρχή αλλά μετά κυριαρχεί στην σχέση τους. Η λογοτεχνική τους περιπλάνηση κάποια στιγμή φτάνει στις σελίδες της Ανθολογίας της Φανταστικής Λογοτεχνίας των Μπόρχες,Μπιόϋ Κασάρες και Οκάμπο. Εκεί τους αγγίζει βαθιά η «Ταντάλια» ένα διηγηματάκι του Μασεδόνιο Φερνάντες (μέντορα του Μπόρχες-όσοι ομνύουν στην γραφή του μεγάλου Αργεντίνου,συναντάνε στις ιστορίες του πάμπολλες αναφορές σ’αυτόν)

«Η Ταντάλια είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να αγοράσει ένα μικρό φυτό γιά να το διατηρήσει ως σύμβολο της αγάπης που τους ενώνει. Αργότερα συνειδητοποιούν πως, αν το φυτό πεθάνει, μαζί μ’αυτό θα πεθάνει και η αγάπη που τους ενώνει.Και καθώς η αγάπη που τους ενώνει είναι τεράστια και για κανένα λόγο δεν είναι διατεθειμένοι να την θυσιάσουν, αποφασίζουν να χάσουν το φυτό μέσα σ’ένα πλήθος πανομοιότυπων φυτών. Έπειτα έρχεται η απογοήτευση, η δυστυχία του να ξέρουν πως ποτέ πιά δε θα μπορέσουν να το ξαναβρούν.»

Το διήγημα του Μασεδόνιο τους προκαλεί δυσφορία, αρχίζουν να διαβάζουν τους κλασσικούς αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει.Το ψεμματάκι που είχε πει ό ένας στον άλλον στην αρχή της σχέσης τους – ότι είχαν διαβάσει Προυστ καθορίζει και το τέλος της.
«Σταμάτησαν στη σελίδα 372 του Από τη μεριά του Σουάν, και συγκεκριμένα στην παρακάτω φράση:
Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε.»

Το άγχος που διακατέχει τα ερωτευμένα ζευγάρια που προσπαθούν να εντοπίσουν αυτό που ψάχνουν, την αντανάκλαση τους στην λογοτεχνία ή σε ένα φυτό (όπως στο διήγημα του Μασεδόνιο), οδηγεί στην διάλυση της σχέσης. Αλλιώς την βίωνε ο Χούλιο και αλλιώς η Εμίλια. Εκείνη συνεχώς έτρεχε να ξεφύγει, εκείνος έμεινε με την ψευδαίσθηση ότι αυτή η γυναίκα ήταν ο έρωτας της ζωής του (που μάλλον ήταν).

Η Εμίλια φεύγει γιά την Ισπανία ,εκεί πεθαίνει και ο Χούλιο που το μαθαίνει πολύ αργά, που δεν την έχει λησμονήσει ποτέ ήδη ακολουθεί μιά ζωή μίμησης προσπαθώντας να γράψει ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο κάποιου καθιερωμένου συγγραφέα που τον απέρριψε.

Η ιδέα του;Ένα μυθιστόρημα γιά ένα μικρό φυτό,ένα μπονσάϊ. Ένα αφήγημα που δεν συμβαίνει τίποτα, «η υπόθεση αρκεί γιά ένα διήγημα δύο σελίδων,γιά ένα όχι και τόσο καλό διήγημα ίσως...Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος,το ίδιο κάνει.Ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά

Τα σχέδια του όμως δεν ευοδώνονται, ξέρει ότι αυτό που γράφει δεν αξίζει και τότε αγοράζει σπόρους, εργαλεία και φτιάχνει ένα μπονσάϊ, διότι «το να φροντίζεις ένα μπονσάϊ είναι σαν να γράφεις...το να γράφεις, είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάϊ..

Εξαιρετικό δείγμα μινιμαλιστικής γραφής, μοντέρνο και σπινθηροβόλο, το αφήγημα – νουβέλα του Σάμπρα εκτείνεται πέραν των 102 σελίδων του αφού επηρεάζει τον αναγνώστη ο οποίος εμπλέκεται συναισθηματικά σχεδόν άθελα του σ’αυτήν την (φαινομενικά) απλή ιστοριούλα . Το βιβλιαράκι λοιπόν αυτό, λειτουργεί σαν ένα μπονσάϊ, όπως λειτουργούν όλες οι καθαρά λογοτεχνικές ιστορίες που κολλάνε στο μυαλό μας, στην ύπαρξή μας.
 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2008 | Permalink
Κάποιος θα ονειρευτεί
Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί ότι μιά βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιό πλούσια από το ποίημα που θα αφηγηθεί τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δεν θ’αναγνωρίσουν το όνομα Οδυσσέας. Θα ονειρευτεί όνειρα πιό συγκεκριμένα από τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα, αλλά δεν θα τα κάνουμε, γιατί θά’ναι πιό πραγματικό να τα φανταζόμαστε. Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο από τα πουλιά του θα μπορούσε να σε σκοτώσει. Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορούν να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών. Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές, και δίχως αυτή την θλιβερή μηχανή, το σώμα. Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.

Jorge Luis Borges

-------------------------------------------------------------------------------




Με τις θερμότερες ευχές μου γιά χαρούμενα, υγιή και ειρηνικά Χριστούγεννα
 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2008 | Permalink
Ούτε άγιοι,ούτε άγγελοι
«Από μικρή ρωτούσα να μου πουν για ποιό λόγο ζω. Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν μου απάντησαν ποτέ ευθέως. Φαντάζομαι πως ούτε αυτοί ήξεραν την απάντηση. Αλλά μήπως την ξέρει κανείς;»

Η σαρανταπεντάχρονη οδοντίατρος Κριστίνα έχει περάσει όλα τα στάδια της κατάθλιψης. Χωρισμένη , με τον πρώην άντρα της να βρίσκεται ένα βήμα από τον θάνατο μετά από μιά επώδυνη ασθένεια, και την έφηβη κόρη της , την Γιάνα να έχει μπλέξει με πανκ συμμορίες και να δοκιμάζει κάθε είδους ναρκωτικό βρίσκεται σε μιά σύγχιση. Όταν βρίσκεται στον δρόμο της ο κατά μια δεκαπενταετία νεώτερος της Γιαν, θα τον ερωτευτεί, θα κάνει σχέση μαζί του αλλά το γενικότερο μπλοκάρισμα της δεν θα της επιτρέψει να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο και να απολαύσει αυτόν τον έρωτα.

Το σκηνικό είναι η Πράγα του 1999 , λίγα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού και τον διαχωρισμό της παλιάς Τσεχοσλοβακίας σε δύο κράτη. Μιά πόλη,μιά χώρα που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του παλιού αυταρχικού καθεστώτος και του πλήρους εκδημοκρατισμού που κυριαρχεί πλέον. Εξαιρετικός καμβάς γιά να χτίσει την ιστορία του ο πολύ καλός Τσέχος συγγραφέας Ιβάν Κλίμα . Το μυθιστόρημα του «ΟΥΤΕ ΑΓΙΟΙ, ΟΥΤΕ ΑΓΓΕΛΟΙ», (Εκδ.ΚΕΔΡΟΣ, μετάφρ.(από τα Αγγλικά) Βικτ.Τράπαλη, σελ. 307), (79) , είναι απλά γραμμένο, χωρίς εξάρσεις με ένα ήρεμο ύφος που περιγράφει όμως με ενάργεια την ζωή μερικών καθημερινών ανθρώπων που προσπαθούν (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία) να ξεπεράσουν τα προσωπικά τους προβλήματα ,να προσαρμοστούν στις καινούριες συνθήκες που έχουν προκύψει στην χώρα και να πιαστούν από κάπου γιά να πιστέψουν στη ζωή.

Η Κριστίνα ,όμορφη ακόμα αλλά τελείως ανασφαλής κουβαλάει δεκάδες ενοχές. Θεωρεί ότι κατέστρεψε τον γάμο της, όταν έδιωξε τον πρώην σύζυγο της που τον έπιασε να την απατάει. Συνειδητοποιεί πόσο μακριά ήταν από την οικογένεια της εκείνη την περίοδο. Έπινε, δούλευε πολύ, δεν ενδιαφερόταν γιά τίποτα – προσπαθούσε μόνη της να καταπολεμήσει την κατάθλιψή της. Τώρα τρέχει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Η κόρη της χάνει τη χρονιά στο σχολείο, την κλέβει γιά να αγοράσει ουσίες, και είναι μόνο δεκατεσσάρων χρονών, προσπαθεί να την προσεγγίσει αλλά είναι πλέον αργά, η μικρή είναι φευγάτη. Πιάνεται από την έλξη που της ασκεί ο νεαρός Γιαν που ενθουσιάζεται από αυτήν την ώριμη και τόσο εύθραυστη γυναίκα, η οποία θα αντικαταστήσει την μάνα του στην ζωή του. Την βοηθάει με την Γιάνα, είναι τρελλά ερωτευμένος μαζί της αλλά η Κριστίνα το μόνο που νιώθει είναι η αυτολύπηση και το μόνο που δείχνει να την ενδιαφέρει είναι να προσπαθήσει να καταλάβει τι πήγε στραβά στη ζωή της ρίχνοντας το στο ποτό.

Μέσα από την αφήγηση της Κριστίνα , με ενδιάμεσες παρεμβολές τις αφηγήσεις της Γιάνα και του Γιαν, παρακολουθούμε τις ζωές τριών ανθρώπων σ’αυτή την απρόσωπη μεγαλούπολη που έχει γίνει η Πράγα. Μιά Πράγα πολύ διαφορετική απο την παραμυθένια τουριστική εικόνα που έχουμε όλοι μας γι'αυτήν. Απρόσωπη, έχοντας χάσει την ταυτότητα της, με κατοίκους φοβισμένους, με ανθρώπους αλλοτριωμένους. Και οι τρεις πρωταγωνιστές ψάχνουν διαφυγές από την πραγματικότητα. Η Κριστίνα μέσα από την λογοτεχνία και τον αγαπημένο της συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ, η Γιάνα μέσα από τα ναρκωτικά και το σεξ και ο Γιαν που έχει πάθει μιά ψύχωση με την αστρολογία .


Δεν υπάρχει χαρακτήρας πλήρης σε όλο το βιβλίο. Ανάπηροι συναισθηματικά ή απλά τελειωμένοι, κουβαλάει ο καθένας τον προσωπικό του σταυρό ,ούτε «άγιοι» αλλά ούτε και «άγγελοι» προσπαθούν να βγουν από το τούνελ από το αδιέξοδο. Η μετάβαση από τον κομμουνισμό τους έχει στερήσει την πίστη σε κάτι,σε κάποιον. Ο πατερούλης Στάλιν ήταν μιά λύση γιά κάποιους, ο Θεός γιά κάποιους άλλους. Η Κριστίνα μπαινοβγαίνει σε εκκλησίες ερημικές ή μη χωρίς να βρει την λύση. Βαθειά μέσα της ξέρει ότι ή αγάπη είναι η σωτηρία αλλά πρέπει να προσπαθήσει πολύ γιά να την βρει, αφού το μόνο που ξέρει είναι πως να την διώξει.

Ο Κλίμα είναι ένας πολύ αξιόλογος συγγραφέας (περισσότερα στοιχεία στο ποστ της Alef), πανάξιος διάδοχος (μαζί με τον Κόχουτ) του μεγάλου Κούντερα ,αν και εμένα προσωπικά μου φαίνεται πολύ διαφορετικός. Παρ’ότι είναι εβραϊκής καταγωγής διακρίνω έναν άκρατο προτεσταντισμό στα βιβλία του και ισχυρή δόση ηθικής (εκεί δηλαδή που ο Κούντερα τα ανέτρεπε όλα –έστω και με κίνδυνο να θεωρηθεί σεξιστής.) Το σωστό όμως να λέγεται,δεν υπάρχει κακό βιβλίο στην βιβλιογραφία του και η ικανότητά του φαίνεται ακόμα περισσότερο σε μυθιστορήματα σαν κι αυτό, όπου με πολύ απλά υλικά, χωρίς σχεδόν καθόλου δράση, με μιά ηρωίδα που μπορεί και να σε εκνευρίσει με την μεμψιμοιρία της και την ανασφάλεια της φτιάχνει μιά ιστορία που δεν μπορείς να την αφήσεις αν και δεν είναι από τις καλύτερες του. Φτιάχνει δηλαδή ένα γκουρμέ πιάτο με καθημερινά υλικά – ότι κάνανε κάποτε οι μεγάλοι μάστορες του είδους και αυτή ακριβώς η ικανότητά του προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αξία στο βιβλίο.
 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2008 | Permalink
Sánchez Piñol (και τα μυαλά στα μίξερ)
Δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με τον Albert Sánchez Piñol. Ανθρωπολόγος που ζει στην Βαρκελώνη αλλά και εξαιρετικός συγγραφέας. Παρ’ότι τα θέματα του κινούνται μεταξύ της λογοτεχνίας του Φανταστικού και της περιπέτειας σε ύφος Ι.Βερν (στο πιό απογειωμένο), εύκολα διακρίνεις στο υπόβαθρο τα φιλοσοφικά ερωτήματα που παραμονεύουν, την εκτενή χρήση της αλληγορίας στην γραφή και την λυρική διάθεση.

Τα δύο βιβλία του Piñol με τα οποία θα ασχοληθώ είναι και τα μόνα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα – και τα δύο από τις εκδόσεις BELL που η λογοτεχνική τους σειρά είναι αξιολογότατη (και με πολύ χαμηλές τιμές). Το εκπληκτικό «ΨΥΧΡΟ ΔΕΡΜΑ» (σελ.237), (85), το οποίο κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 2005 και το υπέροχο «Η ΠΑΝΔΩΡΑ ΣΤΟ ΚΟΝΓΚΟ» (σελ.426), (82), που κυκλοφόρησε νωρίτερα φέτος, και τα δύο σε εξαιρετικές μεταφράσεις του Σ.Ιωαννίδη.

Να πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, αρχίζοντας από το παλαιότερο και κατά την προσωπική μου άποψη καλύτερο από τα δύο βιβλία. Το «ΨΥΧΡΟ ΔΕΡΜΑ» είναι μιά ιστορία τρόμου και αγωνίας, που σε πρώτη ανάγνωση θυμίζει ταινία του Ρομέρο και του Κάρπεντερ. Το χρονικό πλαίσιο είναι ο μεσοπόλεμος και ένας νεαρός Ιρλανδός αγωνιστής προσπαθώντας να ξεφύγει από τους «δαίμονές του» πιάνει δουλειά ως μετεωρολόγος με μιά ετήσια σύμβαση σε ένα μυστηριώδες νησί κάπου κοντά στον Νότιο Πόλο. Το νησί είναι εκτός ρότας των πλοίων, ουσιαστικά μιά λωρίδα γής σε σχήμα L, με έναν φάρο που κατοικείται από έναν περίεργο τύπο που ονομάζεται Μπατίς Καφό.Ο ήρωας μας, δεν βρίσκει πουθενά τον μετεωρολόγο που θα αντικαθιστούσε και όταν ανοίγει τα κιβώτια που του είχε δώσει η εταιρία βλέπει μέσα δύο καραμπίνες με εκατοντάδες σφαίρες. Σύντομα διαπιστώνει ότι αυτές οι προμήθειες είναι και οι πλέον απαραίτητες αφού μόλις σκοτεινιάζει, κάθε μέρα, δεκάδες περίεργα αμφίβια πλάσματα βγαίνουν από τη θάλασσα και πολιορκούν το σπίτι του και τον φάρο. Τα πλάσματα αυτά , σαν ζόμπι, επιτίθενται τυφλά χωρίς προφύλαξη προσπαθώντας να εξολοθρεύσουν τον νεαρό, εκείνος καταλαβαίνει ότι η μοναδική του ελπίδα είναι να ενωθεί με τον αλλόκοτο Καφό στον φάρο, όταν επιτέλους συνεννοούνται διαπιστώνει ότι ο τύπος εκτός του ότι είναι στην πραγματικότητα ο προηγούμενος μετεωρολόγος (ναι αυτός που θα αντικαθιστούσε ο ήρωας μας), έχει συν τοις άλλοις, ως σκλάβα και σεξουαλική σύντροφο μία θηλυκή εκπρόσωπο των αμφίβιων όντων.

«...Πρόσωπο στρογγυλεμένο και κρανίο άτριχο. Τα φρύδια ήταν γραμμές ενός περίτεχνου στυλ, σαν προϊόν της καλλιγραφίας των Σουμερίων. Μάτια γαλάζια, Θεέ μου, τι μάτια, τι γαλάζιο! Ένα γαλάζιο αφρικάνικου ουρανού, όχι, ακόμα πιό ανοιχτό, πιό καθαρό, πιο έντονο, πιό λαμπερό. Μύτη λεπτή, αιχμηρή, διακριτική, με το ακρορρίνιο να κατεβαίνει πιό χαμηλά από τα πτερύγια. Τα αυτιά, μικροσκοπικά σε σύγκριση με τα δικά μας, είχαν σχήμα ουράς ψαριού- το καθένα χωριζόταν σε τέσσερις μικρούς σπονδύλους. Μήλα διόλου προτεταμένα. Ο λαιμός πολύ μακρύς, και όλο το κορμί καλυμμένο από ένα δέρμα ξασπρισμένου γκρίζου χρώματος με πράσινες πινελιές...Το φύλο δεν καλυπτόταν από κανενός είδους ηβικό τρίχωμα.»

Ισχύς εν τη ενώσει λοιπόν αλλά κάθε βράδυ τα ίδια – πόσο μπορεί να αντέξει κανείς..Και γιατί γίνονται όλα αυτά? Σύντομα ο αφηγητής αντιλαμβάνεται την κατάσταση και το ειρωνικό του πράγματος. Πάντα θεωρούσε τους Βρετανούς ως εισβολείς στη χώρα του, αυτός τι κάνει τώρα εκεί? Σε ποιόν ανήκει αυτό το νησί, μήπως λοιπόν οι κάτοικοί του αναγκάζονται να υπερασπιστούν τον τόπο τους? Συνειδητοποιεί ότι τα αμφίβια πλάσματα έχουν νοημοσύνη ενώ τα παιδιά τους όταν ξεθαρρεύουν και έρχονται κοντά στους δύο υπερασπιστές του φάρου, δεν διαφέρουν από οποιοδήποτε άλλο παιδί του κόσμου...

Ο (αναπόφευκτος) έρωτας γιά την «τερατούλα»,η οποία κάθε βράδυ τραγουδάει έναν περίεργο ψαλμό που ακούγεται σαν ήχος προαιώνιος και υπόκωφος, θα φέρει την ρήξη μεταξύ των δύο τρελλαμένων συντρόφων, την ίδια στιγμή που οι επιθέσεις των «τεράτων» εντείνονται και η κατάσταση δείχνει αδιέξοδη. Ο Sanchez Piñol δεν εφευρίσκει κάποιον «από μηχανής Θεό» γιά να «σώσει» τα πράγματα, απλά όλα ακολουθούν την κυκλική πορεία του χρόνου. Όταν περάσει ο χρόνος, ο αντικαταστάτης του μετεωρολόγου θα έρθει και θα δεχθεί με τη σειρά του την επίθεση των «τεράτων», οι κραυγές θα ακούγονται στο βάθος...

Ο τρόμος και η φρίκη κυριαρχούν σ’αυτό το απίστευτο θρίλερ. Το στομάχι σου δένεται κόμπος, όπως σπάνε τα τζάμια και οι πολιορκητές ουρλιάζουν και στριγγλίζουν απέξω.Η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα μόνο με αυτήν του Πόε στην «Αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ» μπορεί να συγκριθεί, ενώ ο αναγνώστης θα νιώσει σαν να διαβάζει Λόβκραφτ με αρκετή δόση σεξ. Το μεγάλο όμως πλεονέκτημα αυτού του μικρού διαμαντιού είναι ο ρυθμός, ξέφρενος και αγχώδης επιτείνει την αγωνία καθώς γυρνάς τις σελίδες ρουφώντας το μυθιστόρημα. Αλληγορικό στο έπακρο το βιβλίο με γκόθικ στυλ, σε κάνει να συμπαθείς αυτά τα περίεργα πλάσματα του βυθού και να μη ξεχωρίζεις ποιός πραγματικά είναι το τέρας, ποιός είναι ο καλός και ποιός είναι ο κακός. Κυρίως ο «φόβος γιά τον Άλλο» είναι αυτό που σου μένει και τα δυσδιάκριτα (έτσι κι αλλιώς) όρια μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας.

Ακριβώς αυτά τα όρια (πολιτισμού και βαρβαρότητας) μπλέκονται στο έτερο έξοχο βιβλίο του Sanchez Piñol, την «ΠΑΝΔΩΡΑ ΣΤΟ ΚΟΓΚΟ». Εδώ ο ικανότατος Καταλανός, φτιάχνει ένα περιπετειώδες (παλιού στυλ) μυθιστόρημα το οποίο στην αρχή θυμίζει Ιούλιο Βερν γιά να εξελιχθεί σε μιά διαφορετική «Καρδιά του σκοταδιού» του Κόνραντ (και να ξαναγυρίσει στο Ταξίδι στο κέντρο της γης του Βερν) ενώ στην πλοκή παρεισφρύουν αποχρώσεις από Γουέλς (Πόλεμος των δύο κόσμων) με μυρωδιές από Μπόρχες και Καλβίνο.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα και ο νεαρούλης Τόμας Τόμσον είναι ένας «μαύρος»,δηλαδή χρησιμεύει ως αφανής γραφιάς ενός διάσημου συγγραφέα λαϊκών μυθιστορημάτων της εποχής που ειδικεύεται στις εξωτικές περιπέτειες υμνώντας την Αγγλική αποικιοκρατία και την «αθάνατη Βρετανική ψυχή» (τό’χε το DNA τους κι αυτονών, πως να το κάνουμε!). Κάποια στιγμή που ήταν έτοιμος να τα βροντήξει ένας δικηγόρος του αναθέτει να συγγράψει την παράξενη ιστορία του πελάτη του, Μάρκους Γκάρβεϊ, ο οποίος κατηγορείται γιά τον φόνο των δύο νεαρών ευγενών αδερφών Κρέϊβερ στο Κονγκό.

Ο Τόμσον μπορεί να βλέπει μόνο μία φορά την εβδομάδα τον Γκάρβεϊ στην φυλακή και από τις αναμνήσεις του να καταφέρει να γράψει ένα βιβλίο, που κατά τον δικηγόρο του υπόδικου, θα συγκινήσει τον κόσμο και θα αποκαλύψει την κυριολεκτικά απίστευτη ιστορία του πελάτη του.

Ο Γκάρβεϊ προσλαμβάνεται από τους δύο αδερφούς Κρέϊβερ γιά να τους συνοδεύσει ως «άνθρωπος γιά όλες τις δουλειές» στο Κονγκό, όπου οι δύο τυχοδιώκτες πάνε να βρουν χρυσό ή/και διαμάντια. Σε μία πορεία στην Αφρικανική ζούγκλα που θυμίζει (όπως προανέφερα) Κόνραντ, όπου οι λευκοί επιδίδονται σε κάθε είδους σφαγή και βασανισμό των μαύρων που προσλαμβάνουν ως βαστάζους και εργάτες, κάποια στιγμή σε ένα "παραμυθένιο" ξέφωτο βρίσκουν ψήγματα χρυσού και αρχίζουν να φτιάχνουν ένα ορυχείο. Σκάβοντας όμως (και βγάζοντας μεγάλες ποσότητες χρυσού), πέφτουν κατευθείαν στον δρόμο που οδηγεί στα έγκατα της γης απ’όπου περίεργα πλάσματα (οι «Τέκτονες» όπως τους ονόμασαν οι Άγγλοι λόγω των ήχων που έβγαζαν), βγαίνουν στην επιφάνεια στην αρχή παρατηρώντας τους νεοφερμένους αλλά γενικώς με όχι και τόσο καλές προθέσεις. Οι αδίστακτοι Κρέϊβερ αιχμαλωτίζουν ένα μέλος των "Τεκτόνων", μιά πανέμορφη αλλόκοτη ύπαρξη που ειρήσθω εν παρόδω, φυλακίζει στην σκηνή του ό ένας από τους δύο αδερφούς και στην οποία δίνουν το όνομα, Άμγαμ. Ο Γκάρβεϊ ερωτεύεται με πάθος την Άμγαμ και καθώς οι μάχες μεταξύ των πλασμάτων του Κάτω κόσμου με τους «πολιτισμένους» Άγγλους γίνονται όλο και πιό σκληρές βρίσκει τον τρόπο να συνάψει σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Οι «Τέκτονες» επικρατούν σκοτώνοντας τα δύο αδέρφια, ο Γκάρβεϊ την γλυτώνει λόγω της Άμγαμ και όταν μετά από πολλές περιπέτειες φτάνει στην Αγγλία κατηγορείται γιά τον φόνο των αφεντικών του και γιά κλοπή αφού δύο μεγάλα διαμάντια βρίσκονται στην κατοχή του.

Ο Τόμσον γράφοντας αυτή την αλλόκοτη ιστορία αρχίζει να ερωτεύεται κι αυτός αυτήν την υπέροχη ύπαρξη...Αφού θεωρεί κιόλας ότι την διακρίνει στο επισκεπτήριο των φυλακών καλυπτόμενη πίσω από περίεργα φορέματα γιά να μη την καταλάβουν. Κάποια στιγμή θα εκδώσει το βιβλίο το οποίο θα κάνει πάταγο επηρρεάζοντας, όπως σωστά προγραμμάτισε ο πανέξυπνος δικηγόρος την εξέλιξη της δικαστικής υπόθεσης. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική όπως θα ανακαλύψει σχεδόν τυχαία ο Τόμσον.

Όπως και στο «ΨΥΧΡΟ ΔΕΡΜΑ» κι εδώ έχουμε να κάνουμε με «τέρατα». Οι «Τέκτονες» δεν βγαίνουν από το νερό αλλά από τα έγκατα της γης. Κάτασπροι, σχεδόν χλωμοί παρουσιάζονται όπως λένε οι μαύροι σκλάβοι στον Γκάρβεϊ όπως πρωτοπαρουσιάστηκαν οι Άγγλοι σ’αυτούς. Πρώτα στέλνουν έναν ήσυχο διαπραγματευτή (όπως οι ιεραπόστολοι που τους απειλεί με κάτι σαν την Κόλαση), μετά κάποιους που αρπάζουν ότι βρουν μπροστά τους κατά την διάρκεια της νύχτας και στο τέλος τον στρατό γιά τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις». Η αλληγορία είναι εμφανής...

Υπάρχει επίσης το ερωτικό στοιχείο με την μορφή μιάς «εξωτικής και αλλόκοτης» ύπαρξης που δεν έχει τίποτα το γήινο. Εδώ η ερωτική ιστορία παίζει μεγαλύτερο ρόλο απ’ότι στο «Ψυχρό δέρμα» αφού καταντάει και εμμονή του αφελή Τόμσον, ο οποίος γνωρίζει καλά ότι «καθοδηγείται» από τον Γκάρβεϊ, που του περιγράφει την ιστορία όπως εκείνος θέλει. Γνωρίζει επίσης ότι ο δικηγόρος δεν είναι τόσο «καλός» όσο παρουσιάζεται σ’εκείνον. Ψάχνει συνέχεια να καταλάβει την πραγματική ιστορία προσπαθώντας να βρει κάποιον επιζώντα ή έστω κάποιον που γνώρισε τους πρωταγωνιστές του δράματος στο Κονγκό. Τα χρόνια περνάνε, ο δικηγόρος ποντάροντας πάνω στο ότι την ίδια εποχή διαδραματίζονταν ο Α Παγκόσμιος πόλεμος παίρνει αναβολές, ο Τόμσον πάει φαντάρος και τραυματίζεται στο μέτωπο, η λύση του μυστηρίου τον περιμένει με την επιστροφή του αλλά αυτός θα το καταλάβει δύο χρόνια αργότερα. Πολύ αργά γιά να επηρρεάσει τις εξελίξεις...

Σ΄αυτό του το μυθιστόρημα ο συγγραφέας βγάζει από μέσα του τον ανθρωπολόγο, και τονίζει ιδιαίτερα τον ρατσισμό, την εκμετάλευση, τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ «πολιτισμένης» Αγγλίας και υποανάπτυκτης Αφρικής. Το Κονγκό είναι διαφορετικό γιά τον καθένα από τους πρωταγωνιστές. Αλλιώς το βλέπουνε τα δύο αδέρφια Κάρβεϊ με την εγγενή σκληρότητά τους και την ξεροκεφαλιά τους, αλλιώς ο υπηρέτης τους Γκάρβεϊ που βρίσκεται στο μεταίχμιο – είναι ένας μελαχροινός λευκός, που του φέρονται ως μαύρο οι αφέντες του ,αλλά από την άλλη είναι λευκός γιά τους μαύρους οι οποίοι τον νιώθουν ως φορέα της λευκής εξουσίας. Τελικά όπως ο ίδιος ο Τόμσον καταλαβαίνει, το Κονγκό είναι μέσα μας...

Το μυθιστόρημα φέρνει επίσης στο μυαλό το εξαιρετικό βιβλίο του Φλάναγκαν ,το «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΧΘΥΩΝ» στην δύναμη της αφήγησης και το υποδόριο χιούμορ που το διαπερνάει. Λιγότερο καίριο αλλά σίγουρα πιό ελκυστικό από το «ΨΥΧΡΟ ΔΕΡΜΑ» λόγω της περιπετειώδους μορφής του και των δυνατών στιγμών στην Αφρικάνικη ήπειρο. Χάνει όμως όταν φεύγει από την δράση, διότι οι σκηνές στην καθημερινότητα του Τόμσον δεν στέκονται στο ίδιο ύψος ενδιαφέροντος. Όπως όμως και να το δει κανείς δεν μπορεί παρά να μην υποκλιθεί στην δύναμη της γραφής αυτού του ιδιόρρυθμου ανθρωπολόγου που επαναφέρει την γοητεία της περιπέτειας και την ηδονή που αισθάνεται ο αναγνώστης όταν «χάνεται» μέσα σε μιά καλή ιστορία, όπως ακριβώς τα γράφει το Die Zeit στο απόσπασμα που παραθέτω:


«Η «ΠΑΝΔΩΡΑ ΣΤΟ ΚΟΝΓΚΟ», είναι ένα βιβλίο για το πάθος και τον πόθο της ανάγνωσης, αυτά δηλαδή που κάνουν να ζωντανεύουν οι ιστορίες μέσα από το χαρτί και που ο κάθε άνθρωπος βιώνει μόνος και με το δικό του τρόπο. Γι’αυτό ο Piñol απευθύνεται στο βαθύ, πρωταρχικό μας ένστικτο ως αναγνωστών. Αφηγείται μιά ιστορία στα πρότυπα του λαϊκού, φτηνού μυθιστορήματος που σε όλους μας αρέσει να διαβάζουμε, βάζοντάς της τον υπότιτλο Παιχνίδι Φαντασίας και Ταυτότητας, και κάνοντας έτσι συν-συγγραφείς τους αναγνώστες του, οι οποίοι κάποιες φορές πολύ θα ήθελαν να πάρουν το σενάριο από τα χέρια του συγγραφέα και να οδηγήσουν τη δράση εκεί που νομίζουν οι ίδιοι.»
 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2008 | Permalink
Λύπες δεμένες...
Ίσως η πλέον εμπεριστατωμένη ανάλυση του σύγχρονου Ιαπωνικού αστικού τρόπου ζωής βρίσκεται στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα της συγγραφέως ΜΙΓΙΟΥΚΙ ΜΙΓΙΑΜΠΕ «Η ΠΥΡΙΝΗ ΑΜΑΞΑ», (Εκδ. Printa, σε μετάφ. από τα Αγγλικά του Βασ.Πουλάκου, σελ. 337), (86). Μία φαινομενικά αστυνομική ιστορία που σχολιάζει την καταναλωτική υστερία και τις τραγωδίες που κρύβονται πίσω από τα δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες και το «οικονομικό θαύμα» της σύγχρονης Ιαπωνίας.

Ο 43άχρονος χήρος αστυνόμος Χόνμα είναι σε αναρρωτική άδεια λόγω ενός ατυχήματος που είχε. Μένει μαζί με τον υιοθετημένο 10άχρονο γιό του σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα του Τόκιο. Η άδεια του τελειώνει όπου νά’ναι και αυτός νιώθει σαν θηρίο στο κλουβί. Όταν τον επισκέπτεται μετά από πολλά χρόνια ένας ανηψιός του και θέλει να του αναθέσει μιά προσωπική του υπόθεση, δεν το πολυσκέφτεται. Εξάλλου του φαίνεται κάτι πολύ απλό. Η αρραβωνιαστικιά του Τζουν, του τραπεζίτη ανηψιού του Χόνμα, η πανέμορφη Σόκο Σεκίνε εξαφανίστηκε λίγο πριν τον γάμο της με τον Τζουν. Λες και άνοιξε η γη να την καταπιεί, τα μάζεψε και έχει γίνει άφαντη, ενώ όπως είχε δηλώσει στον Τζουν, δεν είχε κανέναν συγγενή "εν ζωή"... Η αφορμή ήταν η ανακάλυψη από τον Τζουν ότι η Σόκο στο παρελθόν είχε μπει σε καθεστώς προσωπικής πτώχευσης ,ένα είδος «εταιρικής πτώχευσης» που βάσει του Ιαπωνικού νόμου, μπορεί να κάνει ένας ιδιώτης όταν τον έχουν πνίξει τα προσωπικά χρέη από δάνεια και πιστωτικές κάρτες.
Ο Χόνμα ψάχνει παντού και σχετικά εύκολα διαπιστώνει ότι η φωτογραφία που του είχε δώσει ο Τζουν δεν ταιριάζει με τις περιγραφές που κάνουν γιά την Σόκο οι παλιοί της συνεργάτες. Το δικηγορικό γραφείο που είχε κινήσει τις διαδικασίες πτώχευσης τον βάζει στον σωστό δρόμο λέγοντας του ότι η Σόκο λόγω των χρεών της στο παρελθόν αναγκάστηκε να δουλεύει ως «συνοδός» σε μπαρ, κάτι που δεν προέκυπτε από τον τρόπο ζωής της με τον ανηψιό του. Ο Χόνμα διαπιστώνει από τις συνεχείς έρευνες στο παρελθόν και στην πόλη που έμενε η κοπέλα ότι η Σόκο ήταν κάποια άλλη κοπέλα (η οποία και αυτή είχε μείνει μόνη στον κόσμο αφού η μητέρα της είχε ένα περίεργο ατύχημα λίγα χρόνια πριν) και όχι η αρραβωνιαστικιά του ανηψιού του. Οπότε που ήταν η αληθινή Σόκο και ποιά ήταν η «άλλη» που οικειοποιήθηκε το όνομα της, την ταυτότητά της και την οικογενειακή της μερίδα. Μήπως η Σόκο δολοφονήθηκε από την «άλλη»; Και αν ναι, γιατί; Το σίγουρο είναι ότι η «άλλη» αγνοούσε τα περί χρεωκοπίας της Σόκο, άρα μήπως και αυτή, η αινιγματική «δολοφόνος» αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα (ή και μεγαλύτερο) και έπρεπε επειγόντως να αλλάξει ταυτότητα;

Αυτό είναι ένα βιβλίο γιά το οποίο μπορείς να μιλάς ώρες...Το πρόσχημα είναι η αναζήτηση, το «γιατί» που υπάρχει σε κάθε σελίδα του. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «who-done-it» ενός τυπικού αστυνομικού θρίλερ αλλά με ένα αγωνιώδες και ταυτόχρονα σπαρακτικό μυθιστόρημα επιβίωσης.

Το πρόβλημα των χρεών που συσσωρεύει ο άνθρωπος στον πολιτισμένο κόσμο είναι τεράστιο και όσο πάει διογκώνεται. Το ζούμε καθημερινά γύρω μας, το βλέπουμε σε άλλες χώρες, το βιώνουμε μέσα στις οικογένειες μας ή και στις συναναστροφές μας. Είσαι νέος, πιάνεις την πρώτη σου δουλειά, βγάζεις μιά κάρτα, αρχίζεις τις αγορές γοητευμένος από την ευκολία. Κάποια στιγμή βγάζεις μιά δεύτερη, μιά τρίτη κάρτα , μιά τέταρτη. Οι δόσεις σε πιέζουν, μπορεί να πάρεις και ένα δάνειο γιά να τις αποπληρώσεις. Συνειδητοποιείς ότι δουλεύεις γιά να αποπληρώνεις δόσεις...
«Όταν μπεις στο παιχνίδι, η δομή του είναι τέτοια που είναι πολύ δύσκολο να βγεις. Όσο πιό έντιμο και πιό σοβαρό άτομο είσαι, τόσο πιό βαθειά βουλιάζεις. Πλατσουρίζεις σπασμωδικά όσο μπορείς, αλλά σύντομα δεν μπορείς πιά να κουνηθείς. Στο τέλος ψάχνεις για οποιαδήποτε δυνατή διέξοδο – κάτι που συχνά αποδεικνύεται εγκληματικό...Οι εταιρείες δανείζουν συνέχεια και παντού – με την προϋπόθεση να μη σκάσει το κανόνι στα δικά τους χέρια – και στο μεταξύ εισπράττουν όλους αυτούς τους τόκους. Συνήθως χαμένος βγαίνει ο ιδιώτης – ούτε η τράπεζα, ούτε ο τοκογλύφος. Είναι κάτι σαν ανάποδη πυραμίδα, με τον οφειλέτη κάτω κάτω, να σηκώνει στην πλάτη του όλους τους δανειστές του. Αν γλιστρήσεις σε πλάκωσαν. Όλο και πιό βαριά χρέη μαζεύονται πάνω σου, ώσπου στο τέλος σε λιώνουν

Η «προσωπική πτώχευση» που έχουν ως νόμο στην Ιαπωνία ανακουφίζει σχετικά τον καταναλωτή αλλά από την άλλη του δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Δεν έχει πλέον πιστοληπτική ικανότητα, δεν μπορεί να ανοίξει εύκολα λογαριασμό, στερείται της δυνατότητας πιστωτικής κάρτας. Οι εισπρακτικές εταιρίες συνεργάζονται με την μαφία της χώρας,την διαβόητη Γιακούζα και αν θέλουν να σε κυνηγήσουν δεν γλυτώνεις, έστω και αν τυπικά ο νόμος σε προστατεύει.

Η ζωή στο Τόκιο περιγράφεται σαν μιά ζωντανή κόλαση. Άνθρωποι που δουλεύουν σαν παλαβοί, απρόσωπες σχέσεις, σκληρότητα, υπέρμετρη μοναξιά . Όλα αυτά συνοδευμένα από την τυπολατρεία και την μανία της τάξης που έχουν οι Ιάπωνες (ενδεικτικό είναι ότι η συγγραφέας βάζει τον Χόνμα να σκαρφίζεται ένα σωρό ψιλοπαρανομίες γιά να μπορέσει να βγάλει άκρη στην δαιδαλώδη γραφειοκρατία που έχουν το κράτος και οι επιχειρήσεις), βγάζει έναν αγχωμένο ρυθμό στο βιβλίο που όσο προχωράς στην ανάγνωση του σε πνίγει. Το ύφος της Μιγιάμπε είναι ήρεμο και χαλαρό αλλά η αφήγησή της σπάει κόκκαλα και η αγωνία είναι μεγάλη όσο προχωράμε προς την αποκάλυψη της ταυτότητας της αινιγματικής κοπέλας που πήρε την θέση της Σόκο και την τραγική της ιστορία.

Η «Πύρινη άμαξα» του τίτλου – «Kasha» στα Ιαπωνικά (είναι και ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου,ενώ στον Αγγλόφωνο κόσμο, ο τίτλος είναι «All she was worth»), αναφέρεται σε ένα βουδιστικό μύθο γιά μιά πύρινη άμαξα που οδηγείται από δαιμόνια, τα οποία συλλαμβάνουν τους αμαρτωλούς και τους πηγαίνουν στην κόλαση, σήμερα όμως ,όπως αναφέρει η συγγραφέας σε μιά συνέντευξη της που δημοσιεύεται στο τέλος του βιβλίου, σημαίνει επίσης «έλλειψη μετρητών».

«-Τι σκοπεύεις να κάνεις; ρώτησε ο Ισάκα βλέποντας τον Χόνμα σκεφτικό.
-Θα ψάξω να βρω στοιχεία γιά την πραγματική Σόκο Σεκίνε. Πως ζούσε, τι είδους προβλήματα είχε. Αν βρω κάτι, ίσως αποκτήσω μιά καλύτερη ιδέα για το τι ακριβώς τράβηξε την προσοχή αυτής της γυναίκας που γύρευε καινούργια ταυτότητα.
-Μάλλον μπελάδες γύρευε ,μουρμούρισε μέσα απ’τα δόντια του ο Ισάκα. Ήθελε βόλτα με την άμαξα που λένε τα Σούτρα, την πύρινη άμαξα που πάει τους αμαρτωλούς στην κόλαση.
-Πύρινη άμαξα;
Ο Ισάκα απάγγειλε:


Λύπες δεμένες
Σε πύρινους τροχούς-
Στη θύρα μου μπροστά
Τριζοκοπώντας τους ακούω να περνούν.
Κι όλο αναρωτιέμαι,
Που να πηγαίνουν;Που;


Χαμογέλασε. Χτες βράδυ, όταν έλεγα στη Χισάε γιά την πτώχευση κι όλα αυτά, μου ήρθε στο μυαλό. Είναι ένα ποίημα από την παλιά ανθολογία Το Κόσμημα της Επίτευξης, αν θυμάμαι καλά.
Ναι οι τροχοί του κάρμα, με τις γοργές στροφές τους.
Η Σόκο Σεκίνε είχε προσπαθήσει να τους σταματήσει. Κάποια στιγμή είχε πέσει από την άμαξα. Και τότε, χωρίς καν να το καταλάβει, η γυναίκα που είχε πάρει την θέση της είχε ανεβεί ξανά


Ένα θρίλερ διαφορετικό, ένα θρίλερ που το ανατριχιαστικό του σημείο ή και ατού είναι το κίνητρο και όχι το φρικιαστικό έτσι κι αλλιώς έγκλημα που αποκαλύπτεται. Ο αναγνώστης όμως δεν μπορεί να νιώσει απέχθεια γιά την δολοφόνο αφού είναι κι αυτή ένα θύμα της μοίρας, ακόμα πιό τραγικό από την Σόκο αφού εκείνην την ακολουθεί η ιστορία ολόκληρης της οικογένειας της, που έπεσε θύμα των δανειστών.

Ζωές μπερδεμένες, ζωές αδιέξοδες παγιδευμένες σε έναν αστικό ιστό της αράχνης από τον οποίο ότι και να κάνουνε δεν μπορούν να ξεφύγουν. Το τέλος του μυθιστορήματος είναι αριστοτεχνικό και υπερκαλύπτει τα κενά της αστυνομικής πλοκής. Το βιβλίο βραβεύτηκε στην Ιαπωνία το 1992 ως, νουβέλα της χρονιάς και Αστυνομικό μυθιστόρημα της χρονιάς.
 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008 | Permalink
Ο κύριος των ψυχών
Ένα καλό παράδειγμα του πως μπορείς να βγάλεις ένα ωραίο μυθιστόρημα παρότι έχεις αραδιάσει όλες τις κοινοτοπίες που μπορούν να υπάρχουν οι δε χαρακτήρες που έχεις δημιουργήσει κινούνται βάσει στερεοτύπων αποτελεί το βιβλίο της πρόωρα χαμένης συγγραφέως ΙΡΕΝ ΝΕΜΙΡΟΒΣΚΥ, «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ», (Εκδ.Πατάκη με πολύ καλή μετάφρ. της Ε.Κορομηλά, σελ.293), (79).

Η Νεμιρόβσκυ πατάει πάνω στις ιστορίες του Φάουστ και του Χαλίφη Βατέκ γιά να πλάσει τον ήρωά της, τον γιατρό Άσφαρ (που στα αραβικά σημαίνει ταξιδιώτης). Λεβαντίνικης προέλευσης με ελληνοιταλικές ρίζες ο γιατρός ζει με την σύζυγο του Κλάρα στην Νίκαια της Γαλλίας την δεκαετία του 1920. Έχουν έρθει από την Ουκρανία και κυριολεκτικά λιμοκτονούν καθώς ο γιατρός δεν μπορεί να βρει πελατεία, κάνει αμβλώσεις που δεν δέχεται κανείς άλλος αφού είναι παράνομες και αναγκάζεται να δανείζεται συνεχώς ακόμα και γιά να ταίσει την ήδη τριμελή οικογένεια του, αφού η Κλάρα μόλις γέννησε το γιό τους. Όταν κατά τύχη κουράρει έναν πάμπλουτο επιχειρηματία τον Βαρντ, ο οποίος ήταν άρρωστος με τον τζόγο και την κραιπάλη γνωρίζεται με την σύζυγό του Συλβί Βαρντ, η οποία δείχνει να τον συμπαθεί και θέλει να τον βοηθήσει. Αργότερα όμως η Συλβί θα χωρίσει και θα μετακομίσει στο Παρίσι όπου ζει με την κόρη της. Ο Άσφαρ από τη μιά επειδή θέλει να συνεχίσει να βλέπει (πλατωνικά πάντα) την Συλβί την οποία θαυμάζει και υπεραγαπά χωρίς να τολμάει να διαννοείται έστω να την αγγίξει, και από την άλλη ελπίζοντας σε αύξηση της πελατείας του μετακομίζει με την οικογένεια του στο Παρίσι. Η φτώχεια δεν τον εγκαταλείπει παρά την μικρή αύξηση της πελατείας του ώσπου αναγκάζεται να δανειστεί ένα μεγάλο ποσόν από την Συλβί, η οποία συνεχίζει να τον βοηθάει.
Η επανεμφάνιση του πλούσιου Βαρντ στο Παρίσι με την ερωμένη του , η οποία κατά διαβολική σύμπτωση είναι η Έλινορ, η πρώην νύφη της παλιάς σπιτονοικοκυράς του, στην οποία είχε κάποτε κάνει άμβλωση αλλάζει την ζωή του Άσφαρ. Διαβλέποντας ότι ο Βαρντ δεν έχει τίποτα οργανικό αλλά η νόσος του είναι καθαρά ψυχική και με την σύσταση της πανούργας Έλινορ, που θέλει να κρατάει τον Βαρντ υπό συνεχή θεραπεία, ο Άσφαρ συλλαμβάνει την ιδέα να εκμεταλλευτεί την (τόσο της μόδας τότε) ψυχαναλυτική μέθοδο εμπλουτίζοντας την με διάφορες αερολογίες, πολύ μυστήριο και αρκετή πόζα.
Μέσω των γνωριμιών του Βαρντ, η καρριέρα του απογειώνεται και γίνεται ο πιό ακριβοπληρωμένος «ψυχοθεραπευτής» αυτοαποκαλούμενος «Κύριος των Ψυχών». Η πελατεία του μπορεί να περιμένει και μέρες για να τον δει. Όλοι συνειδητοποιούν ότι είναι ένας τσαρλατάνος αφού δεν κάνει σχεδόν τίποτα, αλλά κάποιοι ως εκ θαύματος θεραπεύονται ή βελτιώνεται η κατάσταση τους. Είναι πλέον μιά αναγνωρίσιμη αν και αμφιλεγόμενη φιγούρα στην Γαλλική πρωτεύουσα . Αποξενώνεται τελείως από την οικογένεια του, κυκλοφορώντας με διάφορες γυναίκες και ξοδεύοντας ασύστολα σε σημείο να βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή χρεωκοπίας και καταφεύγοντας σε συνεχείς δανεισμούς. Αποξενώνεται και από την Συλβί Βαρντ που κάποτε τον πίστεψε. Δεν είναι πλέον γιατρός αλλά απατεώνας και το ξέρει. Όταν δει το μίσος στα μάτια του έφηβου γιού του θα αρχίσει να συνέρχεται, αλλά είναι πλέον αργά γιά να σώσει την ψυχή του.

«...Ναι,εσύ που δείχνεις χοντρός και χορτάτος, και κοιτάς τους ώμους εκείνης της γυναίκας της φορτωμένης με μπιζού χωρίς σαρκικό πόθο, μόνο με ταπεινή και επίμονη προσδοκία...Σε ξέρω:είσαι από τη Θεσσαλονίκη. Οι πατεράδες μας δούλευαν μαζί στα λιμάνια, έκαναν λαθρεμπόριο στα χάνια, επιναν στα ίδια καταγώγια, έκλεβαν με λιγδιασμένες τράπουλες στα μικρά φορτηγά της Μαύρης Θάλασσας. Κι εσύ; Από που έρχεσαι; Από το Βουκουρέστι; Από το Κίσινεβ; Από τη Συρία; Την Παλαιστίνη; Εσένα σ’έχω δει στη Βαρσοβία με τρύπιες σόλες, χωρίς παλτό, μέσα στο χιόνι, εσένα ή τον αδελφό σου...Από τότε σου έχουν μείνει αυτά τα κόκκινα και πρησμένα απ’το κρύο χέρια, παρά τη γλυκιά ζεστασιά των καλοριφέρ, παρά τις περιποιήσεις της μανικιουρίστας, ναι, τα χέρια σου και την καημένη τρεμουλιάρα πλάτη που καμπουριάζει κάτω από το λεπτό ύφασμα των ρούχων σου, όπως όταν γυρνούσες μές στον παγωμένο άνεμο, τα αναγνωρίζω! Κι εσύ, αν σου μιλούσα γιά την Οδησσό και τη συνοικία με τις πόρνες κοντά στο λιμάνι, ωραίε νεαρέ, κι εσύ, όμορφη μελαχροινή, θα ξαναθυμόσασταν το σκηνικό της αθώας παιδικής ηλικίας σας...Εσύ γνωστέ τραπεζίτη, φίλε υπουργών, παρασημοφορημένε, δε θα ξεχάσεις ποτέ ότι κάποτε πεινούσες! Εσύ μεγιστάνα του σινεμά, δε θα ξεχάσεις ότι κάποτε φοβόσουν, ότι έχεις κλέψει. Οι Γάλλοι βλέπουν σ’εσένα έναν κανάγια που τα κατάφερε, εγώ όμως σε ξέρω καλά – είσαι κανάγιας, αξιολύπητος, όμως, και θλιβερός. Δεν αξίζεις παρά γιά να κάνεις πλούσιους αυτούς πυ θα ξέρουν να σε χρησιμοποιήσουν , όπως χρησιμοποίησες κι εσύ κάποιους άλλους. Ο καθένας και η λεία του, ανάλογα με την πανουργία και τη δύναμή του.
...Αυτό που ενώνει όλους όσους βλέπω εδώ, αυτό που τους κάνει όμοιους, δεν είναι η ανάγκη γιά λεφτά...ή, η διασκέδαση, είναι η ανάγκη να αντέχουν αδιάκοπα. Να αντέχουν περισσότερο από τον αντίπαλο. Να κρύβουν τις αδυναμίες τους, να κρύβουν τις πληγές τους. Γιατί η δύναμη των νεύρων τους είναι το μοναδικό κεφάλαιο πάνω στο οποίο στηρίζουν τη ζωή τους. Πόσες αρρώστιες, πόσες αγωνίες, πόσες ανεξήγητες φοβίες γι’αυτούς τους δυστυχισμένους που είναι καταδικασμένοι στην αιώνια επιτυχία! Α! Αν τολμούσα...Αυτό που χρειάζονται είναι ένας εξομολογητής, κάποιος που να μαθαίνει τα βρώμικα μυστικά τους, να τους ακούει και να τους δίνει άφεση, και κύριως να τους επιτρέπει να χορταίνουν χωρίς ενοχές...Κάποιος που να τους ντοπάρει! Να τι χρειάζεται...Είναι ένα σίγουρο επάγγελμα...Γιατί όχι; Να συνεχίσω να ζω όπως ζω; Να κάνω τον γιό μου έναν ψωμοζήτη όπως ήμουν εγώ; Γιατί;
…Κι όμως ΄ταν βγήκα από τον βούρκο και τη μιζέρια της παιδικής μου ηλικίας, πίστευα πως δε θα σας ξανάβλεπα ποτέ. Και να που σας ξαναβρίσκω εδώ, στο Παρίσι, στην καρδιά του Παρισιού, πλούσιους και ζηλευτούς πιά, περιφρονημένους ίσως, αλλά ζηλευτούς παρ’όλα αυτά! Γιατί, λοιπόν, όλος αυτός ο μακρύς και δύσκολος δρόμος, οι χαμένοι κόποι, οι σπουδές, τα διαβάσματα, η φτώχεια, γιατί να τα έχω υποστεί όλα αυτά, και γιατί να δεχτώ ελαφρά τη καρδία την ίδια μοίρα γιά τον γιό μου; Το μοναδικό μέλλον γιά μένα είναι το μέλλον του τσαρλατάνου που θα καλλιεργεί τις διαστροφές και τις αρρώστιες των πλουσίων όπως σπέρνει κανείς ένα χωράφι...»


Η Νεμιρόβσκυ εμπνεύστηκε την ιστορία από την περιπέτεια που βίωσε ο εκδότης της, Μπερνάρ Γκρασσέ, ο οποίος υπέφερε από έντονες νευρικές διαταραχές, που τον κρατούσαν γιά καιρό μακριά από την διεύθυνση της επιχείρησής του. Τελικά το 1932, κάποιος δόκτωρ Άντζελο Χέναρντ τον υπέβαλε σε μιά «θεραπεία απενοχοποίησης» καθιστώντας τον υποχείριο του. Όλοι θεωρούσαν μετά από αυτό, τον Γκρασσέ παράφρονα, και οι μέτοχοι ζήτησαν να τεθεί υπό δικαστική απαγόρευση ενώ και η οικογένεια του εκδότη κίνησε νομική διαδικασία κατά του ασθενή Γκρασσέ. Ο Άσφαρ έχει επίσης στοιχεία από τον δόκτορα Πιερ Μπουγκρά που καταδικάστηκε επίσης ως απατεώνας το 1927 μετά από μιά θορυβώδη δίκη.

Ο ήρωας της Νεμιρόβσκυ συγκεντρώνει επάνω του όλες τις προκαταλήψεις της εποχής. Είναι ένας «ξένος», ένας διαβολικός τύπος που διαφθείρει τα ήθη της τοπικής κοινωνίας με την λύσσα του γιά χρήμα και καταξίωση. Είναι η προσωποποίηση του Κακού..Εκμεταλλεύεται τους πάντες και τα πάντα.
Ρατσισμός; Θα μπορούσε κάποιος να το δει κι έτσι. Η συγγραφέας όμως αντιμετωπίζει με αρκετό χιούμορ και ανθρωπιά την ιστορία της. Ναι, διαφαίνεται μιά αντιπάθεια προς τους «ξένους», τους «τυχοδιώκτες» αλλά ας μη το ξεχνάμε ότι και η Νεμιρόβσκυ μιά «ξένη» ήταν, πάμπλουτη βέβαια και αριστοκρατικής καταγωγής αλλά «ξένη» ήταν και «ξένη» παρέμεινε μέχρι το τραγικό της τέλος. Περισσότερο σατυρίζει (γιατί το βιβλίο ουσιαστικά μιά σάτιρα είναι) τους ανθρώπους που γνώρισε καλά τόσα χρόνια. Αυτούς που προσπαθούν να αφομοιωθούν και να γίνουν αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο του κόσμου στον οποίον έχουν επιλέξει να ζήσουν.

Όπως προανέφερα στην αρχή, το μυθιστόρημα είναι γεμάτο στερεότυπα σε σημείο ενόχλησης. Εξπρεσιονιστικά γραμμένο θα μπορούσε να γυριστεί και σαν ταινία τότε, με τις σκιές που δημιουργεί το ασπρόμαυρο φιλμ και το (πολλές φορές) υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών. Είναι σαν παραμύθι με τον «κακό ξένο» και τις έντονες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων και τους μελοδραματικούς διαλόγους. Εκεί όμως που αρχίζεις να αναρωτιέσαι, η Νεμιρόβσκυ πετάει μιά παράγραφο, μιά πρόταση που σε αφήνει άναυδο – ουσιαστικά λειτουργεί διαβρωτικά μέσα στο ίδιο το γραπτό της, καθιστώντας αυτόν τον γελοίο Άσφαρ μιά τραγική φιγούρα, έναν αβάσταχτα βασανισμένο άνθρωπο, μέσα στην αφόρητη μοναξιά του να προσπαθεί να ισορροπήσει σε έναν κόσμο υποκρισίας και ψέμματος.

Εξαιρετική η εισαγωγή του βιβλίου από τους Φιλιππονά και Λιενάρντ που κατατοπίζουν τον αναγνώστη γιά το κλίμα της εποχής, τις επιρροές της Νεμιρόβσκυ και τον προσωπικό της αγώνα να καθιερωθεί στα Γαλλικά γράμματα. Η συγγραφέας προσπάθησε σκληρά να αποτινάξει από πάνω της την εβραϊκή της κληρονομιά και το συναίσθημα του ξένου που ένιωθε. Βαπτίστηκε Χριστιανή το 39, αλλά το Γαλλικό κράτος της αρνήθηκε την ιθαγένεια οδηγώντας την λίγο αργότερα στα κρεματόρια. Το απόσπασμα από την τελευταία δημοσιευμένη της νουβέλα τα λέει όλα:
«Κοιτάξτε με. Είμαι μόνη τώρα, όπως κι εσείς, αλλά όχι με με μιά μοναξιά που την διάλεξα και την επιδίωξα, παρά με τη χειρότερη μοναξιά, την πιό πικρή και ταπεινωτική, τη μοναξιά της εγκατάλειψης, της προδοσίας».
 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008 | Permalink
Το μέγεθος μετράει
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι (αν πρέπει οπωσδήποτε να το κατηγοριοποιήσουμε) αλλά «ροκ ιστορία» δεν είναι, το αξιόλογο και ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα του πάντα ενδιαφέροντα συγγραφέα και σκηνοθέτη ΘΑΝΑΣΗ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΥ, «ΜΠΛΕ ΚΑΣΤΟΡΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ», (Εκδ.ΤΟΠΟΣ, σελ. 310-εξαιρετική αισθητική), (70).

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένα χαμίνι,ο Λάζαρος που ακούει στα παρατσούκλια, Γαζούρης, Τρίλιας, Μπίκος, Γόης, Άλογο (και δεν θυμάμαι τι άλλο), ο οποίος έχει έναν υπερμεγέθη, «αφύσικα τεράστιο φαλλό που κρέμεται σαν τρίτο πόδι ανάμεσα στα σκέλια του». Ο τυπάκος έχει μεγάλο ταλέντο στη μουσική και προσλαμβάνεται ως κιθαρίστας στο νάϊτ-κλαμπ Χαβάη που είναι ένα είδος «κλουβιού με τις τρελλές», τραβεστί σερβίρουν και εκδίδονται ανάλογα με τη ζήτηση, έλληνες και ξένοι που γουστάρουν τις περίεργες φάσεις, συχνάζουν, χορεύουν και πίνουν.
Το γεωγραφικό πλαίσιο της ιστορίας είναι η περιοχή γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης. Μεταξουργείο, Κολοκυνθού, Λένορμαν, Άγιος Παύλος. Η εποχή, αρχές της δεκαετίας του 60, γιά την ακρίβεια τέλος του 63 μόλις κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου του Γ.Παπανδρέου. Οι αριστεροί αρχίζουν να βγαίνουν από το καβούκι τους αναθαρημμένοι αλλά ακόμα ημιπαράνομοι ενώ το κομματικό κράτος της Δεξιάς αρχίζει να χάνει τα ερείσματα του, παρότι τα θεμέλια παραμένουν ισχυρά.
Ένας από τους θεμελιωτές αυτού του σκοτεινού και απίστευτα διεφθαρμένου κράτους που ήταν η μεταπολεμική Ελλάδα, της αντιπαροχής και της ρεμούλας, είναι και το αφεντικό του Γαζούρη,ο κυρ-Χρήστος ιδιοκτήτης της Χαβάης (και όχι μόνο), πρώην Χίτης και δωσίλογος, ο οποίος «κυριαρχεί» στην περιοχή ελέγχοντας αστυνόμους και ασφαλίτες ενώ έχει δικό του δίκτυο χαφιέδων και μπράβων. Καλά δικτυωμένος με την καινούρια ξένη δύναμη που έχει μπουκάρει γιά τα καλά στον τόπο, τους Αμερικάνους , φροντίζει να εξυπηρετεί κάθε βίτσιο τους και κάθε αδυναμία τους.

Το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής είναι ιδιαίτερα ταραγμένο. Διαδηλώσεις, η δολοφονία του Λαμπράκη που μόλις έχει γίνει, η νεολαία Λαμπράκη με αρχηγό τον Μίκη, η δολιοφθορά του Παπαδόπουλου με την ζάχαρη στα τανκς, σε παγκόσμιο επίπεδο η δολοφονία του Κένεντυ ενώ τα αιματηρά γεγονότα του Γοργοπόταμου θα είναι το σημείο που οδηγείται όλη το συνομωτικό κλίμα και η ίντριγκα του βιβλίου. Ο τόπος βράζει και κατάληξη αυτών των χρόνων της αναταραχής θα είναι η δικτατορία των συνταγματαρχών λίγα χρόνια αργότερα.

Το μυθιστόρημα έχει δύο πόλους. Από τη μία είναι η οικογένεια του Λάζαρου (Γαζούρη) με αρχηγό την μάνα, την κυρά-Αριστέα που δουλεύει σκληρά ως παραδουλεύτρα γιά να τα φέρει βόλτα, την Νένα, την μικρή αδερφή του Γαζούρη, που ερωτεύεται τον πανέξυπνο Μαλατσία τον κολλητό του αδερφού της (τον οποίο ο συγγραφέας τον "ξεφορτώνεται δραματουργικά" νωρίς). Καταστάσεις καθημερινές, μιάς σκληρής πραγματικότητας στην Αθήνα της εποχής – μόνο ο Μπιθικώτσης λείπει να τραγουδήσει κάνα άσμα, και τα παλληκάρια να χορεύουν στις (φρεσκοπλυμένες) αυλές με τ’άσπρα τα πουκάμισα.

Από την άλλη είναι ο κόσμος της "Χαβάης", εκεί όπου «αδερφές και παλληκάρια,γίνονται μαλλιά-κουβάρια» και όλοι υποκλίνονται στα «προσόντα» του Γαζούρη. Στο παρασκήνιο όμως γίνεται της μουρλής. Αμερικάνοι βιτσιόζοι και ερωτευμένοι με τις τραβεστί μπλέκουν τα μπούτια τους συνομοτώντας γιά να δημιουργήσουν χάος στη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Παπανδρέου, ο κυρ-Χρήστος να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες με τον Μπόη, τον πρώην Ελασίτη που δεν αγγίζει τη λούμπεν περιοχή του πρώην Χίτη διότι γνωρίζει καλά ότι με τα μπουρδέλα και τους χαφιέδες δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μέσα σε όλα και οι «απαραίτητοι» παρακρατικοί, που καλλιεργούν το έδαφος γιά την δικτατορία που έρχεται – ας μη ξεχνάμε ότι ψύχραιμες φωνές της εποχής προειδοποιούσαν τότε γιά την επερχόμενη λαίλαπα.

Υπάρχουν όμως και «καλοί» Αμερικάνοι στο βιβλίο, όπως ο (μαύρος βρε, τι άλλο!!) Τζόνας που θα χαρίσει τα μπλε καστόρινα παπούτσια στα δύο αδέρφια,τον Γαζούρη και την Νένα, τα οποία όμως θα φέρουν διαφορετική τύχη στον καθένα τους. Τα παπούτσια αυτά που γίνανε μόδα στα νιάτα της εποχής λόγω του περίφημου τραγουδιού του Πέρκινς που έγινε μεγάλη επιτυχία από τον Πρίσλεϋ συμβολίζουν ότι ακριβώς εξέφραζε κάποτε η ροκ μουσική ως κοινωνικό κίνημα. Δυναμισμός, ανεξαρτησία, αλλαγή του κόσμου, αυθορμητισμός και ρήξη με το παρελθόν.

Το «παρελθόν» όμως αποδεικνύεται πολύ δυνατό στην χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» και είναι πάντα «στα πράγματα». Εδώ που «όλα τριγύρω αλλάζουνε, και όλα τα ίδια μένουν», η καθημερινότητα θα συντρίψει τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, η νέα παρακρατική κατάσταση θα αποδειχθεί πιό «καπάτσα» από την παλιά. Ο συγγραφέας κρατάει ένα ύφος «συμφιλίωσης» στην ιστορία, κυρίως με την σχέση του πρώην Χίτη με τον πρώην αντάρτη, ενώ η κυρά-Αριστέα , φροντίζει να «ξεπουλήσει» την κόρη της στον αφελή Αμερικανό με αντάλλαγμα ένα καλύτερο μέλλον και γιά τις δύο.

Η ιστορία ενώ ξεκινάει με πολύ γκροτέσκο ύφος (μ’επιασε πανικός στην αρχή με τις λεπτομέρειες του υπερμεγέθους οργάνου του Γαζούρη), αργότερα όμως σε παρασέρνει σαν να βλέπεις μιά ταινία. Το μυθιστόρημα έχει αρκετό χιούμορ, κάπως χοντροκομένο γιά τα γούστα μου αλλά περιέργως λειτουργεί στην ροή της ιστορίας. Ο Σκρουμπέλος έχει πολύ ζωντανή γλώσσα , δημιουργεί εξαιρετικές και έντονες εικόνες αλλά κάπου χάνει το μέτρο στην πολιτικολογία και στις σχηματικές καταστάσεις. Οι κακοί Αμερικάνοι, οι κακοί και μοχθηροί και βιτσιόζοι δεξιοί, οι «βασανισμένοι» αριστεροί, με τις αναμνήσεις από την Μακρόνησο κλπ., οι νεολαίοι που οργανώνονται και είναι όλοι ιδεαλιστές και αγνοί. Υπάρχει δηλαδή μιά τάση «αγιοποίησης» και «εξιδανίκευσης» κάποιων καταστάσεων και πραγμάτων που τουλάχιστον εμένα με ενόχλησαν.

Το βιβλίο δεν στέκεται στο ύψος των παλαιότερων δημιουργιών του συγγραφέα όπως τα υπέροχα ΦΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ ή ακόμα και το BELLA CIAO. Ο Σκρουμπέλος εδώ παρουσιάζεται άνισος, πλάθοντας μερικούς πολύ δυνατούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όπως ο Κυρ-Χρήστος και η Κυρά-Αριστέα αλλά και μερικούς τελείως «χάρτινους» και «ψεύτικους». Το βιβλίο είναι γεμάτο από συμβολισμούς που άλλοι από αυτούς λειτουργούν, άλλοι χάνονται μέσα στην έντασή τους.

Ο Γαζούρης παρότι «προικισμένος» από την φύση δεν θα σταθεί τυχερός και θα πέσει θύμα της μοίρας και των ανθρώπινων αδυναμιών. Το τέλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ενός άλλου βιβλίου πολύ καλύτερου και πιό ήρεμου χωρίς ακροβασίες μυθοπλαστικές και γενικότερες ευκολίες.