Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2018 | Permalink
Ο Έλληνας γιατρός
Διατρέχοντας τις σελίδες του συναρπαστικού και πολυσυζητημένου μυθιστορήματος, της εκλεκτής συγγραφέως Καρολίνας Μέρμηγκα (Αθήνα, 1957), με τίτλο “Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ” (Εκδ. Μελάνι, σελ.577), δεν μπορείς να ξεφύγεις από το ερώτημα που σε ταλανίζει από τις πρώτες του σελίδες. Διαβάζεις την βιογραφία του παππού της συγγραφέως ή διαβάζεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα που στηρίζεται χαλαρά στα βασικότερα γεγονότα της ζωής του; Είναι δύσκολο να βγάλεις από το μυαλό σου, τι απ' ότι (από τα τόσα προσωπικά περιστατικά) περιγράφεται είναι αληθινό και τι κατασκευασμένο. Πρέπει να μπεις στην ροή της ωραίας αφήγησης για να μπορέσεις να αποστασιοποιηθείς από τα ερωτήματα αυτά, είναι και τα ίδια αρχικά του ονόματος (Κ.Μ. δηλαδή Κωνσταντίνος Μέρμηγκας όπως άλλωστε και Καρολίνα Μέρμηγκα) που τα βλέπεις σχεδόν σε κάθε σελίδα και δεν σ' αφήνουν στιγμή να το ξεπεράσεις. Από την μέση και μετά όμως, που η ροή γίνεται πιο σφιχτοδεμένη και το βιβλίο αποκτάει περισσότερο ρυθμό, δεν σε ενδιαφέρει πια και παρακολουθείς απλά τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις σελίδες του βιβλίου, αποφασίζοντας ότι διαβάζεις ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν καθαρά λογοτεχνικό χαρακτήρα.


“Ο Έλληνας γιατρός” είναι η ιστορία της ζωής ενός χαρισματικού ανθρώπου με πολλές ιδιότητες που βίωσε την ευχή/κατάρα των Κινέζων. Έζησε σε “ενδιαφέροντες καιρούς” και όχι απλά τους έζησε αλλά συνέβαλε κι αυτός σε κάποια ιστορικά στοιχεία τους. Ο Κ.Μ.  ο ήρωας του μυθιστορήματος, γεννήθηκε το 1874 στην Μεσσηνιακή Μάνη και πέθανε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1941 στην Κατοχική Αθήνα, γόνος ευκατάστατης αγροτικής οικογένειας της Μάνης, σπούδασε στην Ιατρική σχολή Αθηνών, και αργότερα με υποτροφία στην Γερμανία, στρατιωτικός γιατρός. Η διαμονή του στην Γερμανία και η γνωριμία του με τον πολιτισμό της χώρας, τον σημάδεψε καθοριστικά για την ζωή του. Σταδιοδρόμησε ως χειρουργός, η προσήλωσή του στην επιστήμη του και οι αποδεδειγμένες ικανότητές του, τον έφεραν ανάμεσα στους θεράποντες ιατρούς της Βασιλικής οικογένειας ενώ έγινε και καθηγητής στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο.
Παντρεύτηκε μια εύπορη κόρη Πειραιώτικης οικογένειας εμπόρων και έκανε μαζί της ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η ανάγκη του να προσφέρει στην κοινωνία και στους ανθρώπους, τον οδήγησε στην πολιτική όπου εκλέχθηκε βουλευτής Λακωνίας με το κόμμα του Ε.Βενιζέλου το 1911, διαφωνώντας όμως μαζί του στην συνέχεια, εγκατέλειψε την πολιτική, ενώ στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού και στην περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας κράτησε μια ουδέτερη και περισσότερο φιλοβασιλική στάση. Συνεπαρμένος από την Γερμανική λογοτεχνία, και λάτρης του Γκαίτε, μετάφρασε τον Φάουστ, έργο που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή, ταυτιζόμενος κατά κάποιο τρόπο με τον ομώνυμο ήρωα.
Η εγγενής τάση του για  κοινωνική προσφορά και η μεγάλη πολιτική του αφέλεια τον οδήγησαν στην αποδοχή της Δημαρχίας Αθηναίων κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, θέση που κράτησε μόνο για 3 μήνες και κατόπιν παραιτήθηκε, αλλά που τον στιγμάτισε ως δωσίλογο, κατέστρεψε τη σχέση του με τον γιό του και τον οδήγησε στην μοναξιά. Θα βρει τον θάνατο με τραγικό τρόπο, καθώς το τραύμα που υπέστη προσπαθώντας να ανέβει σε ένα τραμ, μολύνθηκε.

“ “Εννοώ ότι η Ελλάδα μπορεί να δηλώνει ευρωπαϊκό κράτος, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον οι Έλληνες αισθάνονται πραγματικά Ευρωπαίοι. Δεν ξέρω και πόσο πραγματικά το επιθυμούν”. Σωπαίνει λίγο, μετά προσθέτει κοφτά “Πέραν από τις ευρωπαϊκές παροχές φυσικά. Αυτές πάντα τις επιθυμούμε. Και πάντα πιστεύουμε ότι τις δικαιούμαστε”. Σηκώνει τους ώμους. “Ίσως η Ευρώπη μας θέλει περισσότερο απ' ότι τη θέλουμε εμείς – ανεξήγητο βέβαια, όπως πολλά άλλα που γίνονται εδώ, για έναν αληθινό Ευρωπαίο”.”

Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν ήρωα στιβαρό και εμβληματικό, η Μέρμηγκα είχε το υλικό ήδη έτοιμο μέσα από την οικογενειακή της μυθολογία. Ο Κ.Μ. της, είναι ένας άνθρωπος ευφυής και επιμελής, φιλόδοξος αλλά και ματαιόδοξος, αυστηρός και με ισχυρή προσωπικότητα, αλλά και εύθραυστος σε κάποιες προσωπικές στιγμές. Η συγγραφέας δεν τον μυθοποιεί, δεν του φέρεται πάντα με το γάντι, παραθέτει στοιχεία του αντιπαθητικά για τον αναγνώστη, τονίζει τις αντιφάσεις της προσωπικότητάς του και την αδυναμία επικοινωνίας του με τους περισσότερους ανθρώπους.

"Η νέα αστική τάξη. Αυτό είμαστε, σκέφτεται. Δόξα τω Θεώ, αυτό είμαστε. Αστοί. Δεν θέλω να είμαι τίποτα άλλο."

Μέσα από το μυθιστόρημα περνάει η ελληνική ιστορία από το τέλος του 19ου αιώνα έως την γερμανική Κατοχή, δηλαδή μια περίοδος που είναι η πιο καθοριστική για την δημιουργία του σύγχρονου κράτους. Τα γεγονότα παρατίθενται με υποσημειώσεις και με επισκοπήσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κάτι πολύ ενδιαφέρον τεχνικά και ιδιαίτερα αναγκαίο για να μπορεί ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται την εποχή και αυτά που την καθορίζουν. Δεκάδες ιστορικά πρόσωπα παρελαύνουν από τις σελίδες του ογκώδους μυθιστορήματος, πρόσωπα που πολλά από αυτά δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στην πλοκή, απασχόλησαν για ένα διάστημα την κοινή γνώμη με τον ένα ή τον άλλον τρόπο (π.χ. παρατίθεται η ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης, του Ζαχάρωφ, τονίζεται η προσωπικότητα της Ασπασίας Μάνου και άλλων).

Η Μέρμηγκα όμως δεν στέκεται ιδιαίτερα στα ιστορικά γεγονότα, περισσότερο την ενδιαφέρουν οι κοινωνικές αλλαγές, η μετάλλαξη της κράτους και της κοινωνίας. Μέσω του ήρωά της, τονίζει την λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και τις αλλαγές στην κοινωνία, ενώ εμμέσως κάνει αναγωγές στην σημερινή κατάσταση της χώρας μέσα από συνθήκες που δημιουργήθηκαν έναν αιώνα πριν και διαιωνίζονται. Ο Κ.Μ. ήθελε να επιτύχει, να γίνει αστός, να αποτινάξει από πάνω του το αγροτικό παρελθόν, να αποκτήσει χρήματα. Τα κατάφερε όλα με τον καλύτερο και ευγενέστερο τρόπο βοηθώντας παράλληλα τους συνανθρώπους του μέσα από την εργασία του. Είναι ένας άνθρωπος που συμβολίζει την άνοδο της αστικής τάξης, την γενιά των ανθρώπων που ουσιαστικά δημιούργησαν την χώρα και γι' αυτό η ιστορία του έχει ενδιαφέρον από όποια (πολιτική ή κοινωνική) σκοπιά κι αν το δει κανείς.

“Η κακοδαιμονία του δημόσιου βίου μας δεν προέρχεται από την έλλειψη καλού συστήματος, αλλά από την έλλειψη έντιμων και συνεπών υπαλλήλων. Το ναυάγιο της ανόρθωσης κινδυνεύει να έρθει όχι από το είδος του συστήματος, αλλά από την ποιότητα των προσώπων που καλούνται να το εφαρμόσουν. Προτιμώ δηλαδή εγώ ανθρώπους που έχουν ανάγκη από νόμους, παρά νόμους που έχουν ανάγκη από ανθρώπους."

Ο θαυμασμός του Κ.Μ. για οτιδήποτε γερμανικό μετά την ολιγόχρονη παραμονή του σε αυτή τη χώρα και την γνωριμία με τον πολιτισμό της, καθώς και η εμμονή του  με τον Φάουστ του Γκαίτε, έργο που μετέφραζε και ασχολείτο μαζί του επί σειρά ετών μέχρι να εκδώσει την μετάφρασή του, είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Η (ίσως και μυθιστορηματική) φιγούρα της ερωμένης του Μαργαρίτας παραπέμπει ευθέως στην “Μαργαρίτα” του έργου του Γκαίτε, γυναίκας που καθόρισε την ζωή του (σε αντίθεση με την σύζυγό του η οποία παραμένει ένας χαρακτήρας αφανής στο βιβλίο, χλωμός) και η σχέση του μαζί της τον επηρέασε πολύ, ενώ ο θάνατός της τον συνέτριψε ψυχικά. Η υστεροφημία του θα γνωρίσει μεγάλο και ανεπανάληπτο πλήγμα μετά την συνεργασία του με τον στρατό Κατοχής, που παρά τα όποια κίνητρα και την ηρωική έξοδο από αυτήν, παραμένει ένα πολύ μελανό σημείο στην σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του.

Το βιβλίο της Μέρμηγκα έχει πολλές αρετές, όπως είναι ο ωραίος ρυθμός και η καλά δομημένη του μορφή, η προσεγμένη γλώσσα και το αποστασιοποιημένο ύφος που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθεί τα γεγονότα σαν κινηματογραφική ταινία και να ξεχνάει (αυτό είναι το κυριότερο ότι διαβάζει γεγονότα της ζωής ενός αληθινού προσώπου). Από την άλλη, θεωρώ ότι θα λειτουργούσε καλύτερα εάν ήταν κατά τι μικρότερο, ένιωσα ένα μπούκωμα από την παράθεση τόσων ονομάτων, από την παρέλαση τόσων δευτερευόντων χαρακτήρων – ιστορικών προσώπων, που το μόνο που έκαναν ήταν να αναφέρονται χωρίς σκοπό. Ορισμένα δε κεφάλαια, κάποιοι διάλογοι ή συναντήσεις μου έδωσαν την αίσθηση ότι μπήκαν για να γίνει απλώς το πέρασμα κάποιων ιστορικών προσωπικοτήτων. Υπήρξαν βέβαια, και κάποιοι ιστορικοί χαρακτήρες που η συγγραφέας δίνει οντότητα και όγκο, όπως αυτός της Πηνελόπης Δέλτα, του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη (συγγενούς της συζύγου του Κ.Μ.). και μερικών άλλων.

"Αν κάτι ξέρει η αστική τάξη, είναι να συζητά. Που είναι, όπως όλοι γνωρίζουν, μια τέχνη. Η αστική τάξη την κατέχει αυτήν την τέχνη και είναι λογικό, αφού μπαίνει σε τέτοιο κόπο και έξοδα για να στήσει ό,τι χρειάζεται: τα σαλόνια με τις πολυθρόνες και τους καναπέδες και τα φαρδιά τραπέζια όπου γύρω τους, ενώ τρως, πρέπει και να μιλάς."

Ωραίο αστικό ιστορικό μυθιστόρημα “Ο Έλληνας γιατρός”, δεύτερο βιβλίο της Καρολίνας Μέρμηγκα (μετά τον εξαιρετικό και καλύτερο “Συγγενή” της), και εξαιρετική απεικόνιση της εποχής με πολλή και σοβαρή προεργασία στην κατασκευή της ιστορίας, στην διαχείριση του υλικού, στην ισορροπία μεταξύ ιστορικών και μυθοπλαστικών στοιχείων που το καθιστούν και ένα σαγηνευτικό ανάγνωσμα. Δεν γνωρίζω εάν η πολύ αξιόλογη συγγραφέας ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο στην λογοτεχνική της διαδρομή, μετά από την επιτυχία αυτού του βιβλίου που έχει πραγματοποιήσει πολλές επανεκδόσεις (γεγονός σημαντικό στην εποχή μας) – πιστεύω ότι οι πιο χαμηλότονες ιστορίες τής ταιριάζουν καλύτερα, και αναδεικνύουν τα συγγραφικά της χαρίσματα περισσότερο, ο χρόνος θα δείξει την πορεία που θα επιλέξει.

Βαθμολογία 79 / 100




 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2018 | Permalink
"Να περιμένεις και να ελπίζεις" - Ο "Ξυλοκόπος" του Reginald Hill

Ο Βρετανός συγγραφέας Reginald Hill (Durham 1936- Cumbria 2012) παρ'ότι πολυγραφότατος με πάνω από 50 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, είναι τελείως άγνωστος στη χώρα μας. Με την πρόσφατη επανέκδοση του τελευταίου του μυθιστορήματος (σε νέα επιμέλεια από την Έλενα Γιαννούλα), με τίτλο “Ο Ξυλοκόπος”, γραμμένο το 2010 (και που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2014, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (για άγνωστο λόγο), τα οποία είχαν εξαντληθεί αμέσως), μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν πραγματικό τεχνίτη του θρίλερ, ο οποίος στην ωριμότητά του, έγραψε αυτό το υπέροχο και εξαιρετικά σαγηνευτικό μυθιστόρημα.

“Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ” (“The Woodcutter”) - (εκδόσεις Εξάντας, μετάφρ. Χ. Τσαλικίδου, σελ. 682), που απέσπασε το βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας Barry Award, το 2011, είναι ένα εθιστικό ψυχολογικό θρίλερ, ένα συναρπαστικό βιβλίο που το κλισέ “δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου” ταιριάζει απόλυτα. Είναι ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί μεταξύ αγωνιώδους σύγχρονου νουάρ, ιστορίας εγκλεισμού και εκδίκησης, μεταξύ μεγάλης αφήγησης του 19ου αιώνα και κατασκοπευτικής περιπέτειας.

“Όταν η αγάπη αναμετριέται με την αδήριτη ανάγκη, υπάρχει μόνο ένας νικητής.”



Ο σερ Γουίλφρεντ Χάντα, που ήταν γνωστός με το όνομα Γουλφ Χάντα, ήταν ένας πάμπλουτος και ευτυχισμένος άνθρωπος, παντρεμένος με την αριστοκρατική Ιμογένη, έχοντας μαζί μια έφηβη κόρη, την Τζίνι. Ξαφνικά ένα πρωινό είδε την ζωή του να παίρνει την κάτω βόλτα, να κάνει μια στροφή 180 μοιρών. Η αστυνομία εισέβαλλε σπίτι του μετά από μια καταγγελία, ψάχνοντας τους υπολογιστές του για παιδική πορνογραφία και παιδεραστία όπως και για οικονομικά εγκλήματα της εταιρείας του. Ο Γουλφ αντιδράει βίαια χτυπώντας τον επικεφαλής αστυνομικό, καθώς βλέπει τους δημοσιογράφους και τις τηλεοπτικές κάμερες, κρεμασμένους από τα δέντρα της αυλής του. Στην φυλακή δεν θα βγάλει ιδιαίτερα άκρη τι ακριβώς γίνεται, καθώς ο επιφανής δικηγόρος του Τόμπι Εστόβερ δείχνει παθητική στάση ενώ και το δεξί του χέρι Τζόνι Νάτμπραουν φαίνεται ανήμπορος να τον βοηθήσει. Η κατηγορία περί παιδεραστίας δείχνει στέρεη, καθώς υπάρχουν φωτογραφίες και κινήσεις πιστωτικών καρτών που την αποδεικνύουν, και οι εφημερίδες παίρνουν φωτιά.
Έτσι κι αλλιώς ο Γουλφ Χάντα δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα συμπαθής στον τύπο και στην “καλή κοινωνία” του Λονδίνου, καθώς ήταν ο νεόπλουτος που είχε πετύχει, ο άνθρωπος που εμφανίστηκε από το πουθενά με χρήματα και συνεχώς πλούτιζε με τις επιχειρήσεις του. Η απεγνωσμένη απόπειρά του να δραπετεύσει λίγο πριν την ακροαματική διαδικασία, καταλήγει σε ένα τραγικό ατύχημα, όπου θα χάσει το ένα του μάτι, και θα υποστεί μεγάλες σωματικές βλάβες σε σημείο να είναι σε κώμα επί 6 μήνες στο νοσοκομείο. Όταν επιτέλους συνέρχεται (παρά τις αντίθετες προβλέψεις) θα καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο ευρισκόμενος μεταξύ ζωής και θανάτου, η σύζυγός του Ιμογένη κίνησε τη διαδικασία διαζυγίου και αργότερα παντρεύτηκε τον δικηγόρο τους (και παιδικό της φίλο) Τόμπι Εστόβερ.

Ο Γουλφ Χάντα είναι πλέον ένας άνθρωπος κατεστραμμένος, όταν μετά από μια πενταετία, η ψυχολόγος Άλβα Οζίγκμπο, μιγάς από πατέρα Νιγηριανό και μητέρα Σουηδή, άπειρη αλλά πολύ ορεξάτη για δουλειά, προσλαμβάνεται στις φυλακές ασφαλείας όπου είναι έγκλειστος εκείνος. Η περιουσία του έχει χαθεί, ο πατέρας του έχει πεθάνει από τον καημό του, η σύζυγός του τον έχει εγκαταλείψει, φίλους δεν έχει, ενώ ακριβώς εκείνο το διάστημα πληροφορείται ότι η κόρη του βρήκε τραγικό θάνατο από ναρκωτικά στο Παρίσι. Η Άλβα οργανώνει τις συναντήσεις μαζί του, έχοντας στο μυαλό της ότι ο Γουλφ είναι αποδεδειγμένα παιδεραστής και ότι είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος. Με τις συζητήσεις και το ημερολόγιο που της δίνει ο Γουλφ βλέπει μπροστά της έναν άνθρωπο μετανοημένο για τα λάθη του, με συγκροτημένη σκέψη και έτοιμο να γυρίσει στην κοινωνική ζωή. Έχει πάντα στο μυαλό της ότι ενδέχεται εκείνος να τη χειρίζεται, αλλά δίνει το πράσινο φως για την αποφυλάκισή του με περιοριστικά μέτρα. Ο Γουλφ γυρίζει στο πατρικό του στα δάση της Κούμπρια, στο έρημο πλέον πατρικό του σπίτι που συνορεύει με τον πύργο της οικογένειας της Ιμογένης, της πρώην συζύγου του, και ασκεί το πατρικό επάγγελμα του ξυλοκόπου, οργανώνοντας την εκδίκησή του και προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο της ολοφάνερης συνωμοσίας στην οποία έπεσε θύμα. Οι ανατροπές στην ιστορία θα είναι πολλές μέχρι την δραματική τελική λύση, η οποία επιφυλάσσει την μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία.

“Οι άνθρωποι αντιδρούν καλύτερα όταν πρέπει να αποφύγουν κάτι παρά όταν πρέπει να το επιτύχουν. Όταν τα πράγματα είναι άσχημα, μην ψάχνεις κάτι καλό για να παλέψεις να το πετύχεις, ψάξε κάτι χειρότερο για να παλέψεις να το αποφύγεις!”

Ένας (φαινομενικά άσχετος) πρόλογος σε τρία κεφάλαια, έξι βιβλία και ο επίλογος απαρτίζουν αυτό το μυθιστόρημα που σε παρασέρνει στον ρυθμό του και στην ιλιγγιώδη δράση του χωρίς να σε αφήσει να πάρεις ανάσα. Εξαιρετικά δομημένο, με την αφήγηση να μην είναι γραμμική και με το χιούμορ να είναι διαρκώς παρόν, χαλαρώνοντας το βάρος της ιστορίας που είναι δραματική και αγωνιώδης. Είναι κυριολεκτικά ένα βιβλίο που θα μπορούσες να το διαβάσεις απνευστί παρά τον όγκο του και δεν συνίσταται σε βραδινή ανάγνωση (γιατί απλούστατα δεν θα κοιμηθείς). Οι ανατροπές είναι συνεχείς, οι εικόνες καταιγιστικές, το ενδιαφέρον κλιμακούμενο και οι χαρακτήρες αλησμόνητοι.

Ο “Ξυλοκόπος” είναι ένα πολυεπίπεδο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που έχει την μορφή του νουάρ αλλά είναι πολλά περισσότερα από αυτό, ο δε χαρακτηρισμός ως τέτοιο, μάλλον το περιορίζει. Έχει πολλά δάνεια από την λογοτεχνία των μεγάλων αφηγήσεων του 19ου αιώνα, υπάρχει ένα ακαταμάχητο ρομάντζο μεταξύ του πτωχού και ατίθασου αγριμιού που είναι ο Γουλφ Χάντα και της πανέμορφης και ανεξάρτητης νύφης που είναι η Ιμογένη, ο έρωτάς τους θα μπορούσε να ανθίσει 150-200 χρόνια πριν, στα μυθιστορήματα της εποχής, και τα μαντήλια να είναι δίπλα στο βιβλίο παρηγορώντας τις ρομαντικές ψυχές, αλλά ο έρωτας τον 21ο αιώνα έχει πολλές διαφορές  το χρήμα πάντα θα κυριαρχεί μόνο που η διαπλοκή θα είναι εντονότερη και πιο παγκοσμιοποιημένη.
Ο Γουλφ μπορεί να ήταν εξαιρετικός αναρριχητής στα βράχια της περιοχής του, αλλά η κοινωνική αναρρίχηση έχει άλλους κανόνες και υπάρχουν περιοχές στις οποίες δεν γίνεσαι δεκτός με τίποτα, καθώς οι κοινωνικές τάξεις είναι διαρθρωμένες με τέτοιο τρόπο (κυρίως σε χώρες όπως η Μ.Βρετανία όπου υπάρχει αριστοκρατία), που δεν επιτρέπουν στον νεοφερμένο να προχωρήσει πολύ ή κι αν προχωρήσει του δείχνουν με τον τρόπο τους ότι δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτός. Όταν το συνειδητοποιήσει αυτό, είναι πλέον πολύ αργά.

"Δεν υπάρχει ούτε ευτυχία ούτε δυστυχία στον κόσμο, μόνο η σύγκριση της μιας με την άλλη. Μόνο ο άνθρωπος που έχει βουλιάξει στον πυθμένα της κακοτυχίας είναι ικανός να σκαρφαλώσει στα ύψη της απόλυτης χαράς. Πρέπει να έχεις αποζητήσει τον θάνατο για να καταλάβεις πόσο ωραίο είναι να ζεις."
Αλέξανδρος Δουμάς, "Ο Κόμης Μοντεχρήστος"

Οι χαρακτήρες, είτε πρωτεύοντες, είτε δευτερεύοντες που εμφανίζονται στο βιβλίο είναι όλοι σημαντικοί και έξοχα σκιαγραφημένοι από τον συγγραφέα. Μπορεί ο Γουλφ Χάντρα να είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας bigger than life (όπως συνηθίζουμε να λέμε) παραπέμποντας μέσω των πολλών λογοτεχνικών αναφορών σε ήρωες της κλασσικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα (“Κόμης Μοντεχρήστος” του ομώνυμου βιβλίου, του Χίθκλιφ από τα “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, του Ρότσεστερ από την “Τζέιν Έυρ” και άλλων), αλλά οι γυναικείοι χαρακτήρες, όλοι δυναμικοί και καθοριστικοί εκπλήσσουν με την ζωντάνια και την περιγραφή τους. Η Ιμογένη, η Άλβα που είναι και οι δύο πρωταγωνίστριες του βιβλίου, αλλά και η μητέρα της Ιμογένης, η δαιμονική Κίρα, όπως και η αδίστακτη Πίπα Νάτμπραουν καθορίζουν την πλοκή του βιβλίου, πανίσχυρες και μοχθηρές, εξουσιάζοντας τους (συνήθως) αδύναμους συζύγους τους που κινούνται χλωμά και μένουν σε δεύτερο πλάνο. Όπως αναφέρει μια ξένη κριτική "Η Λουκρητία Βοργία και η Μάτα Χάρι δείχνουν προσκοπίνες μπροστά σ' αυτές τις δαιμονιώδεις γυναίκες που είναι ικανές για όλα".

Στο μυθιστόρημα βλέπουμε επίσης τις αλλαγές στην Βρετανική κοινωνική ζωή, τα τελευταία χρόνια, την εισβολή των Ρώσων μεγιστάνων του χρήματος, αδίστακτων ανθρώπων που κάνουν τα πάντα για να κατακτήσουν την κοινωνική θέση που ονειρεύονται, να εξουσιάσουν και να κυριαρχήσουν. Ο χαρακτήρας του Νικίτιν που εμφανίζεται μετά την μέση της ιστορίας και αποδεικνύεται καθοριστικός, πραγματικά τρομάζει με την βιαιότητα των ενεργειών του, περιπλέκοντας περισσότερο την ιστορία  χωρίς όμως αυτό να αποβαίνει (όπως θα περίμενε κανείς) σε βάρος της πλοκής.



Ο Ρέτζιναλντ Χιλ με αυτό του το μυθιστόρημα αποδεικνύεται ένας αυθεντικός μάστορας της πλοκής. Κρατάει τον αναγνώστη αγκιστρωμένο στο βιβλίο, καθώς όλα παίζουν ρόλο και δεν πρέπει να αφήνεις να σου ξεφεύγει τίποτα. Οι θεωρητικά άσχετες μεταξύ τους σελίδες του προλόγου έχουν όλο το ζουμί και πρέπει διαρκώς να ανατρέχεις σ' αυτές, καθώς εκεί βρίσκεται το κλειδί της ιστορίας και της προσωπικότητας του ήρωα και πρωταγωνιστή της αφήγησης. Τα παιχνίδια του μυαλού (mind games) που σκαρώνει ο ευφυής συγγραφέας είναι ατελείωτα και ξεφεύγουν από τις συνήθεις σπαζοκεφαλιές του είδους ενώ η σε στυλ Λε Καρέ έναρξη της ιστορίας με τις Μυστικές Υπηρεσίες που δείχνει άσχετη, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη πλοκή απαραίτητη για την κατανόηση της ιστορίας, το δε μαύρο χιούμορ που διαπερνάει το βιβλίο είναι άλλο ένα στοιχείο που το καθιστά ακαταμάχητο.

Ο Γουλφ Χάντα είναι ένας σύγχρονος “Κόμης Μοντεχρήστος” και όσοι στην παιδική ή νεανική τους ηλικία λάτρεψαν τον συγκεκριμένο ήρωα, θα εκστασιασθούν με τον ατίθασο και πανούργο Γουλφ Χάντα που δημιούργησε ο συγγραφέας (δυστυχώς λίγο προτού πεθάνει, οπότε δεν είχαμε μια συνέχεια των περιπετειών του). Ο "Ξυλοκόπος" είναι ένα υπέροχο βιβλίο που παρακαλάς να μη τελειώσει, απολαμβάνεις μέχρι και την τελευταία του λέξη, χαρίζοντας ξεκάθαρη λογοτεχνική απόλαυση.

Βαθμολογία 86 / 100



 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2018 | Permalink
"Η Μετάφραση" και "Ο Κρυφός Ναός"
Με δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Βιβλία από δύο εκδοτικούς οίκους, από αυτούς που θεωρούνται μικροί και οι οποίοι κάνουν εξαιρετική δουλειά (κυρίως στην μεταφρασμένη λογοτεχνία) χαρίζοντας μας πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Το πρώτο βιβλίο είναι η έξοχη νουβέλα "Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ" (La Traduccion"), του πολύ καλού Αργεντίνου συγγραφέα Pablo De Santis (Μπουένος Άιρες,1963) - (εκδόσεις Angelus Novus, μετάφρ. Κρ.Ηλιόπουλος, σελ. 179) και το δεύτερο βιβλίο είναι η πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων "Ο ΚΡΥΦΟΣ ΝΑΟΣ και άλλα διηγήματα" του κλασσικού Τούρκου συγγραφέα Omer Seyfettin ((Γκενέν 1884 - Κων/λη 1920) - (εκδόσεις Ροές, μετάφρ. Ε.Σακκαλή, σελ. 183).


Στην “ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ” την υπέροχη νουβέλα του Pablo De Santis, γνωστού στη χώρα μας από το εξαιρετικό μυθιστόρημα “Μαύρη φιλολογία” που εκδόθηκε πριν αρκετά χρόνια από τις εκδόσεις Opera, έχουμε μια χαρακτηριστική νοτιοαμερικάνικη ιστορία μυστηρίου.

Ο ήρωας και αφηγητής, μεταφραστής Μιγκέλ ντε Μπλαστ, σαραντάρης και παντρεμένος, ελαφρώς μονόχνωτος, όχι και ιδιαίτερα γνωστός προσκαλείται σε ένα συνέδριο μεταφραστών σε μια παραλιακή πόλη που έχει το περίεργο όνομα, Πουέρτο Σφίγγα. Γνωρίζοντας ότι είναι καλεσμένη και η Άννα, μια γυναίκα με την οποία είχε μια έντονη ερωτική σχέση προ δεκαπενταετίας (και με την οποία είχε χαθεί πλέον) αποδέχεται την πρόσκληση, παρ' ότι ήξερε ότι καλεσμένος είναι και ο Ναούμ, άνθρωπος για τον οποίον τον εγκατέλειψε, πολύ γνωστός μεταφραστής, που ο Ντε Μπλαστ θαύμαζε αλλά και απεχθανόταν.

Από την αρχή τα πράγματα εμφανίζονται λίγο περίεργα. Η πόλη είναι άδεια σαν έρημη, ο φάρος δεν ανάβει ποτέ, αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν, το ξενοδοχείο είναι ημιτελές παρουσιάζοντας ένα θέαμα γκροτέσκο και εφιαλτικό. Οι προσκεκλημένοι μεταφραστές αντιπροσωπεύουν όλα τα είδη του λόγου, οι σύνεδροι-ομιλητές είναι ελαφρώς βαριεστημένοι αλλά από την επόμενη ημέρα, στην κοντινή ακτή ξεβράζονται πτώματα θαλάσσιων λεόντων και κάποιοι από τους μεταφραστές βρίσκονται νεκροί σε διάφορα σημεία του ξενοδοχείου. Είναι φόνοι ή αυτοκτονίες; Όλοι είναι ύποπτοι, ακόμα κι ο αφηγητής που δείχνει όμως να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον “ανταγωνιστή” του, τον Ναούμ και την Άννα παρά για το μυστήριο των θανάτων. Η παρατηρητικότητα σε κάποιες εισηγήσεις και σε ορισμένα γλωσσικά προβλήματα θα δώσει τη λύση σε αυτήν την παράξενη ιστορία που έχει ως κεντρικό σημείο της, την “γλώσσα του Αχέροντα” και τα μυστήρια της.

Έτσι κι αλλιώς πρωταγωνιστής σε αυτό το αινιγματικό και ιδιόμορφο βιβλίο, είναι η μετάφραση και η γλώσσα, με τις αμφισημίες της και την ατελείωτη γοητεία. Πως κατασκευάζεται μια γλώσσα, πως ομιλείται, τα στάδια διαμόρφωσής της, η αναζήτηση των λέξεων και των προτάσεων, τα βάσανα και οι δυσκολίες της μετάφρασης και η “απαίτηση” για την τέλεια γλώσσα. Τα ερωτήματα αυτά προκύπτουν συνεχώς μέσα από τις συζητήσεις στο συνέδριο και το νουάρ στοιχείο μπορεί να είναι στην επιφάνεια, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γλωσσικό παιχνίδι και οι ιστορίες που υπερκαλύπτουν η μία την άλλη στη νουβέλα του Ντε Σάντις.

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου σε υποβάλλει, ενώ όλα παίζουν ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής (κτίρια, θαυμάσιοι διάλογοι, υπονοούμενα και ιστορίες του παρελθόντος). Ύπάρχει πολύς Μπόρχες, πολύς Μπιόυ Κασάρες σε αυτή την εξαιρετική νουβέλα . Ο συγγραφέας χειρίζεται ιδανικά, τα mind games που ανακύπτουν συνεχώς όπως και τις ανθρώπινες σχέσεις με τα όριά τους. “Η Μετάφραση” είναι ένα υπέροχο νουάρ, με πολλές βιβλιοφιλικές και διακειμενικές αναφορές που θυμίζει το “Συνέδριο Λογοτεχνίας” του Cesar Aira, και προκαλεί συνεχώς τον αναγνώστη.

“Το αληθινό πρόβλημα ενός μεταφραστή – είπε στο τέλος – δεν είναι η απόσταση ανάμεσα στις γλώσσες ή στους κόσμους, δεν είναι η αργκό ούτε η απροσδιοριστία της μουσικής. Το αληθινό πρόβλημα είναι η σιωπή μιας γλώσσας – και δεν θα μπω στον κόπο να επιτεθώ στους ηλίθιους που νομίζουν ότι ένα κείμενο αξίζει περισσότερο όσο πιο ευάλωτο είναι και όσο πιο δύσκολο να μεταφραστεί, σε όσους πιστεύουν ότι τα βιβλία είναι αντικείμενα από κρύσταλλο  -, διότι όλα τα υπόλοιπα μπορούν να μεταφραστούν, όχι όμως ο τρόπος με τον οποίο σωπαίνει ένα έργο. Σ' αυτό – είπε – η μετάφραση είναι αδύνατη.”

Βαθμολογία: 83 / 100

__________________________________________________________

Ο Τούρκος συγγραφέας Omar Seyfetin είναι σχετικά άγνωστος στη χώρα μας, παρ' ότι στην Τουρκία θεωρείται κλασσικός και από τους εμβληματικότερους λογοτέχνες της γειτονικής χώρας. Η συλλογή 8 διηγημάτων του "Ο κρυφός ναός και άλλα διηγήματα", μας προσφέρει μια πανοραμική εικόνα των ιστοριών του και έτσι παίρνουμε μια γεύση από το έργο του καθώς τα διηγήματα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα χρονολογικό αλλά και θεματικό.

Οι περισσότερες από τις ιστορίες του Σεϋφετίν φαίνονται απλές σε πρώτο επίπεδο καλύπτοντας σκηνές από την ζωή στην επαρχία, αναμνήσεις από το παρελθόν ενώ κάποιες έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. 
Στον "Όρκο" περιγράφεται η ιστορία μιας παιδικής φιλίας με την χρήση του αίματος ως σφραγίδα αυτής, ενώ στην "Κληρονομιά" έχουμε ένα ηθικοπλαστικό μήνυμα για την απληστία με μια συνειδησιακή πάλη που τονίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής. Στα σατιρικά και απολαυστικά "Ψηλά τακούνια", ο συγγραφέας περιγράφει τις ταξικές διαφορές, τις μικροαπάτες που μπορούν να συμβαίνουν μέσα σε ένα πλούσιο σπίτι χάρη στην αφέλεια των νεόπλουτων κυριών και στα "Μια ευχή για τους βατράχους" και "Ένα αλλιώτικο βασανιστήριο" τονίζει το θέμα της βαθιάς πίστης σε αντιπαράθεση με τους σύγχρονους επιστημονικούς τρόπους και ως ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια κάποιων. Το διήγημα "Το καφτάνι με τα ροζ μαργαριτάρια" είναι μεν, ένα υπέροχο παραμύθι που τονίζει τον ηρωισμό και την υπερηφάνεια του Τουρκικού λαού, από την άλλη είναι ιδιαίτερα εθνικιστικό δείγμα της ιδεολογίας του Τούρκου συγγραφέα που ήθελε να τονίσει την διαφορετικότητα του Τούρκου που αποτινάσσει το φαύλο (Οθωμανικό) παρελθόν και στην διαμόρφωση μιας εθνικής συνείδησης.

Μεγάλη ποιοτική διαφορά από τα υπόλοιπα διηγήματα έχουν οι άλλες 2 ιστορίες που συμπληρώνουν την συλλογή. Το ομώνυμο διήγημα "Ο Κρυφός ναός" που δίνει τον τίτλο του στο βιβλίο, γραμμένο το 1919, είναι μια θαυμάσια ιστορία, όπου η αντίθεση Ανατολής και Δύσης τονίζεται με χιούμορ, όπως και η υποκειμενική και εν πολλοίς διαστρεβλωμένη εικόνα που έχουν οι Δυτικοί για την σύγχρονη Τουρκία. Το διήγημα "Η Βόμβα" (που κυκλοφορεί και σε αυτόνομη έκδοση από το "Ροδακιό" σε μετάφρ. του Δ.Χουλιαράκη) που γράφτηκε το 1911, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση (30 σελ.) και είναι εκπληκτικό ξεχωρίζοντας αισθητά από τα υπόλοιπα της συλλογής. Είναι μια ιδιαίτερα σκληρή ιστορία με πολύ δραματικό τέλος, που εκτυλίσσεται (όπως και το "Ένα αλλιώτικο βασανιστήριο") στην Βουλγαρία και τονίζει την δράση των επαναστατικών ομάδων εναντίον των μουσουλμανικών στοιχείων της περιοχής λίγο πριν την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όνειρα που διαψεύδονται, η αγάπη σε επικίνδυνους καιρούς και ατμόσφαιρα βίας και φρίκης σε ένα διήγημα που συγκλονίζει με την δύναμή του.

"Τότε, κάποια βράδια, στο σπιτάκι μας, και με το παιδί μας να παίζει δίπλα μας, σίγουροι για την περιουσία και την τιμή μας, εκεί που δε θα το περιμένουμε θα 'ρχεται στο μυαλό μας η Μακεδονία, η χώρα των ανθρωποφάγων. Θα περνούν μπροστά απ' τα μάτια μας οι μέρες μας στα βρόμικα στεγνά σοκάκια, οι κακομοιριασμένοι γυμνοί άνθρωποι...τα ατέλειωτα χιόνια τα λεκιασμένα με αίμα, οι μαύροι, κοφτεροί, φρικτοί μπαλτάδες και, στο τέλος, τα μαύρα φοβερά Βαλκάνια! Θα σηκώνεται η τρίχα μας κι εσύ πάλι, όπως και τώρα, θα χώνεσαι στην αγκαλιά μου. Θα σβήνω από τα μάτια σου με τα φιλιά μου τους εφιάλτες από αυτή τη βρομερή, τρισάθλια Μακεδονία..."

Όπως γράφει και η μεταφράστρια Ελένη Σακαλή στο επίμετρό της, "Τα διηγήματα του Ομέρ Σεϋφετίν στηρίζονται σε ένα απλό σχέδιο με τρία συστατικά στοιχεία: το άτομο, τον περίγυρο και το γεγονός. Η ιστορία αναπτύσσεται τμηματικά. Αρχικά παρουσιάζει το θέμα, στη συνέχεια εισάγει μια περιπλοκή του θέματος για να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ακολουθεί η λύση της περιπλοκής, το τέλος, που συχνά είναι αναπάντεχο και τραγικό."



Ο Σεϋφετίν καλό είναι να διαβαστεί με γνώμονα την χρονική περίοδο που έγραψε τις ιστορίες του. Βρέθηκε στην μεταβατική περίοδο της αλλαγής της Τουρκίας και της διαμόρφωσης μιας εθνικής συνείδησης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία βρίσκεται στα τελευταία της στάδια και το κίνημα των Νεότουρκων προβάλλει ως η λύση. Παρά τις αρχικές προσδοκίες και την σοσιαλιστική και κοσμοπολίτικη ιδεολογία των αρχικών εξαγγελιών, οι Νεότουρκοι εξελίχθηκαν σε ένα άκρως εθνικιστικό κίνημα δίνοντας έμφαση σε μια εθνική γλώσσα και συνείδηση. Ο Σεϋφετίν μπορεί να επηρεάστηκε πολύ στην τέχνη του από τους Δυτικούς συγγραφείς, να λάτρευε τον Όμηρο αλλά ήταν βαθιά εθνικιστής ιδεολόγος και παρά τις επιμέρους διαφορές του με τους ηγέτες των Νεότουρκων, ήταν στρατευμένος στον σκοπό της αναμόρφωσης του Τουρκικού κράτους.

Είναι εξαιρετικό το επίμετρο και οι σημειώσεις της μεταφράστριας Ελένης Σακαλή, η οποία απλά και κατανοητά βάζει τον αναγνώστη μέσα στην ατμόσφαιρα και στις συνθήκες που γράφτηκαν τα διηγήματα που απαρτίζουν τον μικρό τόμο. Το δε επίμετρο της (δεν είναι υπερβολικό να πω ότι) παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ιστορίες τις ίδιες (εκτός της "Βομβας" και ίσως του "Κρυφού ναού"), δείγμα της δουλειάς σε βάθος (και με παράθεση τεράστιας βιβλιογραφίας στο τέλος), που έκανε με αφορμή αυτή την έκδοση.

Βαθμολογία: 75 / 100