Name: Librofilo (Books'aficionado) From: Athens, Greece About me: Αυτό το ιστολόγιο, υπάρχει από τον Μάιο του 2006 και ασχολείται κυρίως με κριτικές βιβλίων (ως επί το πλείστον λογοτεχνίας αλλά και μερικά δοκίμια ή πολιτικά και ιστορικά κείμενα). Τα τελευταία χρόνια αποφάσισα να μην ασχολούμαι με βιβλία που διάβασα για τα οποία δεν έχω τίποτα να πω (άσχετα με την αξία τους) ή με βιβλία τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου (και πιστέψτε με είναι αρκετά). Ο σκοπός του blog αυτού δεν είναι να αναπαράγει δελτία τύπου αλλά να γίνεται κατανοητό το βιβλίο που παρουσιάζεται και ο αρθρογράφος να καταφέρει να δώσει στον αναγνώστη του, μια (όσο γίνεται περισσότερο) πληρέστερη εικόνα της ιστορίας και της τεχνικής του συγγραφέα. Πάνω απ' όλα βέβαια αυτό που χαρακτηρίζει αυτό το blog είναι η απεριόριστη αγάπη για το καλό μυθιστόρημα, την καλή λογοτεχνία (χωρίς εισαγωγικά) και γι' αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει όσο εκδίδεται τέτοια.
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2011 | Permalink
Hotel de Dream
«Τι είναι πιο πικρό, φωτιές να καταπίνεις ή η αλήθεια;»
Ένας ομοφυλόφιλος συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο για τις τελευταίες ημέρες ενός φανερά ετεροφυλόφιλου συγγραφέα που λίγο πριν τον θάνατό του προσπαθεί να γράψει μια ιστορία ομοφυλοφυλικού πάθους. Δείχνει γκροτέσκο αλλά δεν είναι τόσο… Ο συγγραφέας είναι ο Edmund White και το βιβλίο είναι, η(κατά βάση) μυθιστορηματική βιογραφία ενός από τους καλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, του Stephen Crane (1871-1900), με τίτλο «HOTEL de DREAM», (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ.292).
Ο Στήβεν Κρέην έκανε αίσθηση στην λογοτεχνική σκηνή, την δεκαετία του 1890, κυρίως με το μυθιστόρημα του «The red badge of courage» («Το κόκκινο διάσημο του θάρρους»), που αναφέρεται στον Εμφύλιο. Ιδιαίτερα παραγωγικός, έγραψε και το μελοδραματικά ρεαλιστικό «Maggie: A girl of the streets» (Μάγκι, ένα κορίτσι του δρόμου») καθώς και άλλα εξίσου ρεαλιστικά διηγήματα. Ο Γουάιτ εξιστορεί τις τελευταίες του μέρες, καθώς λιώνει από την φυματίωση σε έναν υγρό και μουχλιασμένο πύργο του Σάσεξ, στην Αγγλία. Μαζί του είναι η σύντροφός του, Κόρα, πρώην ιδιοκτήτρια πορνείου στην Φλώριδα που ονομαζόταν Hotel de Dream και ήταν το μέρος όπου γνωρίστηκαν με τον Κρέην, ο οποίος είχε ένα πάθος με τις πόρνες και τον πληρωμένο έρωτα.
Η νουβέλα, εκτείνεται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι όπως αναφέρω παραπάνω, η μυθιστορηματική αναπαράσταση του τέλους του Κρέην, το επίπονο ταξίδι στην Βαυαρία μήπως προλάβει μια θεραπεία για την όποία έχει ακούσει ότι κάνει θαύματα και οι διάλογοι με τους διάσημους γείτονές του, τον Χένρι Τζέημς και τον Τζόζεφ Κόνραντ. Στο δεύτερο επίπεδο, είναι οι αναμνήσεις του Κρέην από την γνωριμία του με ένα αγόρι – αρσενική πόρνη στη Ν.Υόρκη και ο περίεργος και γκροτέσκος κόσμος που τον εισήγαγε έστω και για λίγο. Το τρίτο επίπεδο είναι η απόπειρα του ετοιμοθάνατου συγγραφέα να γράψει το τελευταίο του διήγημα που είναι η ιστορία αυτού του «Βαμμένου αγοριού» και η τραγική ερωτική του σχέση με ένα τραπεζικό υπάλληλο.
Ο Γουάιτ παίρνει την αφορμή από τις αναφορές σε κάποιες βιογραφίες γύρω από τον Κρέιν, ότι εκείνος δούλευε το προσχέδιο μιας νουβέλας με τίτλο «Άνθη της ασφάλτου» γύρω από το αγόρι-πόρνη που μάλλον είχε συναντήσει. Από το υποτιθέμενο σχεδίασμα του Κρέιν δεν έχει σωθεί ούτε λέξη, και ο Γουάιτ πλάθει μια μελοδραματική ιστορία (στο ύφος της επιτυχημένης νουβέλας του Κρέιν «Μάγκι»), καθαρά ομοφυλοφιλικού ύφους, την οποία εκείνος υπαγορεύει στην υπομονετική (και κάπου πονηρά σκεπτόμενη ως προς την μελλοντική αξιοποίηση της, Κόρα) στην οποία δίνει σαφείς οδηγίες τι να κάνει με την ιστορία εάν δεν προλάβει να την ολοκληρώσει.
Το μυθιστόρημα του Γουάιτ, περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειές της Κόρα, να βρει χρήματα για την θεραπεία του συντρόφου της – τον οποίο δεν είχε μπορέσει να παντρευτεί αφού δεν βγήκε ποτέ το διαζύγιο από τον προηγούμενο γάμο της, περιγράφει την ανοχή των συναδέλφων του προς το πρόσωπό της, ο Τζέιμς που μάλλον την περιφρονεί λόγω του παρελθόντος της, ο Κόνραντ με τις ανασφάλειές για τα Αγγλικά του. Η ιστορία του αγοριού με τον μεσήλικα εραστή του, προσωπικά δεν με τράβηξε ιδιαίτερα, θεωρώ τις σελίδες αυτές τις πιο αδύναμες του βιβλίου, αν και οι περιγραφές του Μανχάταν του τέλους του 19ου αιώνα είναι εξαιρετικές.
Κοντολογίς, το «Hotel de Dream» δεν είναι κάτι το σπουδαίο ως μυθιστόρημα και μάλλον το ξεχνάς εύκολα. Διαβάζεται άνετα παρά το σκοτεινό και «θανατερό» της ιστορίας πρώτιστα γιατί έχει χιούμορ και δηλητηριώδη σχόλια, κυρίως για τον (πανμέγιστο) Χένρι Τζέημς, τον οποίο τον διακωμωδεί για το «γυναικωτό» του στυλ, χαρακτηριστικά ο Κρέην τον αποκαλεί «Βασίλισσα Εριέτα». Έτσι κι αλλιώς τα υποτιμητικά σχόλια για την (και καλά) καλυπτόμενη κάτω από ένα αυστηρό πλαίσιο συμπεριφορά του Τζέημς είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην λογοτεχνική κοινότητα τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο αν θυμηθούμε το περίφημο σχόλιο του Φώκνερ ότι «ο Τζέημς ήταν μία από τις πιο συμπαθητικές κυρίες που γνώρισε στη ζωή του»!). Αξίζει να διαβαστεί για την εξαιρετική και ζωντανή μετάφραση του Αχ.Κυριακίδη και τις υπέροχες σκηνές αφοσίωσης και τρυφερότητας του ζευγαριού (είναι εξαιρετικοί χαρακτήρες ο Στήβι και η Κόρα), που βαδίζει προς το τραγικό τέλος, και για τους πανέξυπνους διαλόγους που μεταφέρουν πιστά το κλίμα της εποχής.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2011 | Permalink
Ισορροπώντας
Η καθαρά κινηματογραφική δομή του συγκλονιστικού μυθιστορήματος «ΚΙ ΑΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙ» (Let the great world spin), του Δουβλινέζου συγγραφέα Colum McCann (Εκδ. Καστανιώτη, (σπιντάτη) μετάφρ. Α.Κορτώ, σελ.461), φέρνει στο μυαλό ταινίες σπονδυλωτές (όπως το «Crash» και η «Βαβέλ») όπου διάφορες ιστορίες με αφορμή πάντα κάποιον συνεκτικό ιστό ενώνονται μεταξύ τους με τυχαίο (ή και όχι τόσο τυχαίο τρόπο).
Ο συνεκτικός ιστός στην περίπτωση του βιβλίου του ΜακΚάν, είναι ένα αληθινό περιστατικό. Τον Αύγουστο του 1974, ο Γάλλος σχοινοβάτης και ισορροπιστής Φιλίπ Πετί, κατάφερε να περπατήσει πάνω σε ένα σχοινί που ένωνε τους Δίδυμους Πύργους, κοντά στα 500 μέτρα από το έδαφος. Το γεγονός συνέβη νωρίς το πρωί καθώς ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του και συγκλόνισε τον κόσμο που το παρακολούθησε ανυποψίαστος για το τι συνέβαινε, κινητοποίησε δε, τις αρχές της Ν.Υόρκης, θεωρούμενο ως «τρομοκρατική ενέργεια».
Βρισκόμαστε στην κορύφωση του σκανδάλου «Γουότεργκέητ» και μια ημέρα πριν την παραίτηση του Ρ.Νίξον από την Προεδρία των Η.Π.Α. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ συνεχίζεται και η Ν.Υόρκη είναι ένα χάος. Ο συγγραφέας παράλληλα με την προσπάθεια του Πετί να ισορροπήσει πάνω σε ένα σχοινί που δεν είναι ορατό από τους ανθρώπους που τον παρακολουθούν (δια γυμνού οφθαλμού από τέτοια απόσταση, αυτό που βλέπεις είναι ένας άνθρωπος να περπατάει στον αέρα…), περιγράφει τις προσπάθειες απλών, καθημερινών ανθρώπων να «ισορροπήσουν» στην δύσκολη (και για ορισμένους φρικτή) πραγματικότητα της ζωής.
Ένας Ιρλανδός, ο Κόριγκαν που προσπαθεί να σώσει τον κόσμο, αληθινός «κοσμοκαλόγερος», διαμένοντας σε μια πολυκατοικία στο Μπρονξ με ανοιχτή τη πόρτα για να μπορούν οι πόρνες της περιοχής να χρησιμοποιούν την τουαλέτα του και ο οποίος μερικές μέρες της εβδομάδας πηγαίνει με ένα τρισάθλιο βανάκι να βγάλει βόλτα τους ενοίκους ενός γηροκομείου. Ο αδερφός του, ο Κίραν, που πηγαίνει στην Ν.Υόρκη μήπως καταφέρει να στεριώσει εκεί, απογοητευμένος από τις βόμβες που σκάνε παντού στην Ιρλανδία και βρίσκεται έν μέσω μιας κόλασης. Από τη μια ο αδερφός του, που ζει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, μοιράζοντας τα υπάρχοντά του δεξιά κι αριστερά και από την άλλη, πόρνες και νταβατζήδες να μπαινοβγαίνουν στο ετοιμόρροπο διαμέρισμα, ενώ η αστυνομία να κόβει βόλτες από κάτω. Δύο έγχρωμες πόρνες, η Τίλι και η Τζάζλιν, μάνα και κόρη, έρχονται πιο κοντά στους δύο άντρες. Χαμένες στον κόσμο τους, βουτηγμένες στα ναρκωτικά, παίζουν τη ζωή τους καθημερινά «κορώνα-γράμματα» και βλέπουν στον Κόριγκαν ένα αποκούμπι, είναι ο μόνος που τις ανέχεται και τους φέρεται ανθρώπινα προσφέροντάς τους μια σταλαγματιά ελπίδας.
5 γυναίκες, που τα παιδιά τους σκοτώθηκαν στο Βιετνάμ, μαζεύονται μια φορά τη βδομάδα να μιλήσουν για τον πόνο τους. Μεταξύ τους η μεγαλοαστή Κλερ που μένει σε ένα ρετιρέ στην Παρκ Άβενιου, απέναντι από το Σέντραλ Παρκ και η Γκλόρια, μια μαύρη με εξαιρετικές σπουδές, η οποία κατέρρευσε και αφέθηκε τελείως, όταν έχασε και τα τρία αγόρια της στο Βιετνάμ και τώρα διαμένει στην θλιβερή πολυκατοικία του Μπρονξ, το διαμέρισμά της απέναντι από του Κόριγκαν . Η μοναξιά τους και η χημεία που αναπτύσσεται μεταξύ τους θα ενώσει τις δύο (φαινομενικά και αντικειμενικά) αταίριαστες γυναίκες. Η Κλερ σε κατάθλιψη θέλει να μιλήσει για τον γιό της τον Τζόσουα και η Γκλόρια προσπαθεί ν’αντέξει την καθημερινότητα και τα χαστούκια που έχει φάει στη ζωή της.
Καθώς ο Πετί ισορροπεί πάνω στο συρματόσχοινο και δίνει ένα πραγματικό show, όπου μόνο κωλοτούμπες δεν κάνει διανύοντας την απόσταση μεταξύ των Πύργων, σε μερικά χιλιόμετρα απόσταση, ο Κόριγκαν, που έχει νιώσει τον έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή του με την Λατινοαμερικάνα Αντελίτα, θα χάσει τη ζωή του οδηγώντας το φορτηγάκι. Δίπλα του η Τζάζλιν που μόλις έχει γλυτώσει τη φυλακή, αφού η μάνα της η Τίλι έχει πάρει την ευθύνη για μια μικροκλοπή. Θα συνθλιβεί κι αυτή στο παρμπρίζ του μοιραίου φορτηγού, και τα δύο της παιδιά θα μείνουν πεντάρφανα. Το ατύχημα προκαλούν δύο μαστουρωμένοι εκκεντρικοί καλλιτέχνες, ένα ζευγάρι, ο Μπλέην και η Λάρα που γυρίζουν στο εξοχικό πάνω στη λίμνη όπου έχουν επιλέξει να μονάσουν και να ασχοληθούν με την τέχνη τους. Λίγο αργότερα, μέσα στη μέρα, η Τίλι θα οδηγηθεί στη φυλακή, ο δικαστής θα ρίξει μια συμβολική ποινή στον Πετί για την επίδειξή του, δυο κοριτσάκια θα βρουν μια ζεστή αγκαλιά, η Κλερ και η Γκλόρια γίνονται κολλητές.
Σχεδόν ολόκληρο το μυθιστόρημα, διαδραματίζεται γύρω από εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, του ’74. Στις έξοχες τελευταίες 35 σελίδες, μεταφερόμαστε στο 2006, 32 χρόνια μετά όταν η μία κόρη της Τζάζλιν αναζητώντας απαντήσεις, διευκρινίζει ορισμένα πράγματα και ενώνει κάποιους κρίκους. Έτσι κι αλλιώς η σύνδεση μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος είναι χαλαρή και η κάθε ιστορία (άλλη πιο δυνατή άλλη λιγότερο), είναι αυτόνομη και μπορεί να σταθεί από μόνη της δραματουργικά.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο πραγματικός ήρωας του βιβλίου είναι η Νέα Υόρκη. Η μεγαλούπολη της δεκαετίας του '70, βουτηγμένη στην εγκληματικότητα, με αρκετές από τις συνοικίες της, όπως το Μπρονξ και το Χάρλεμ, σχεδόν απαγορευτικές να τις περπατήσεις ή έστω να τις διασχίσεις, να έρχονται σε αντίθεση με το αριστοκρατικό περιβάλλον της Παρκ Άβενιου και των γύρω δρόμων. Οι Δίδυμοι Πύργοι, το καινούργιο σύμβολο της πόλης έχουν λίγο καιρό που χτίστηκαν, το ανυπέρβλητο θέαμα του Πετί που ισορροπεί θα δώσει μια εμπορική ώθηση στα κατά το πλείστον ξενοίκιαστα γραφεία των κτιρίων ενώ ο ΜακΚάν αποφεύγει τους εμφανείς συμβολισμούς, επανερχόμενος το 2006 όταν πλέον Δίδυμοι Πύργοι δεν υπάρχουν και η πόλη έχει αλλάξει μεν αλλά, το διαμέρισμα της Κλερ παραμένει ρατσιστικό, ο θυρωρός είναι στη θέση του και τους μαύρους συνεχίζουν να τους κοιτάνε με μισό μάτι.
Ο Πετί αισθάνεται ελεύθερος περπατώντας πάνω στο σχοινί, είναι αυτός κι ο ουρανός, οι ήρωες του ΜακΚαν ψάχνουν κι αυτοί για λίγη ελευθερία στους δρόμους της πόλης. Η ανθρωπιά, η αγάπη, η συντροφικότητα, η μοναξιά, η απώλεια, ο ρατσισμός, η αισιοδοξία για το αύριο, η πίστη στη ζωή, ο θάνατος που δεν κάνει διακρίσεις, το χτύπημα της μοίρας, οι στιγμές ευτυχίας που μπορούν να ξεπροβάλλουν όταν όλα γύρω σου είναι σκοτεινά. Όλα αυτά διαπερνάνε τις σελίδες του υπέροχου μυθιστορήματος, τόσο λυρικού και τόσο ρεαλιστικού ταυτόχρονα. Ο ικανότατος Ιρλανδός συγγραφέας, που ξαφνιάζει με το εκπληκτικό στυλ της γραφής του, ισορροπεί σαν άλλος σχοινοβάτης, με τα θέματα που αναπτύσσει και ασχέτως εάν κάποιος ενδέχεται να έχει τις αντιρρήσεις του ως προς την διαχείριση των πιο δραματικών ιστοριών όπως είναι αυτές της Τίνα και της Τζάζλιν, μπορεί οι ήρωες του να θυμίζουν χαρακτήρες βγαλμένους από άλλα βιβλία κυρίως Αμερικανών συγγραφέων, αλλά είναι τόσο ζωντανοί και τόσο ανθρώπινοι που αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της απολαυστικής ανάγνωσης του βιβλίου σου έρχονται δάκρυα στα μάτια και νιώθεις να συμπάσχεις μαζί τους αγωνιώντας για την μοίρα τους.
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2011 | Permalink
Η επίσημη ιστορία
Το επικό μυθιστόρημα του Καταλανού συγγραφέα Jaume Cabre, «ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΑΜΑΝΟ», (Εκδ. Πάπυρος, σειρά Letras, μετάφρ.Ευρ.Σοφός, σελ.647), είναι (απλά και μόνο) ένα αριστούργημα με όλη τη σημασία της λέξης. Ένα βιβλίο που μάλλον έχει περάσει απαρατήρητο στη χώρα μας από τον κόσμο που διαβάζει (ή κάνει πως διαβάζει), και πώς να μην είναι έτσι όταν: είναι γραμμένο από έναν άγνωστο (στη χώρα μας) συγγραφέα (ο οποίος γράφει και σε μια γλώσσα - τα Καταλανικά - μάλλον άγνωστη), είναι ογκώδες και πυκνογραμμένο (δεν προσφέρεται δηλαδή για «ξεπέτα»), βγήκε από έναν εκδοτικό οίκο χαμηλών τόνων, και ασχολείται με τον ισπανικό εμφύλιο (για στενοχώριες είμαστε τώρα;).
Ένας φόνος που έγινε μέσα στην εκκλησία του χωριού Τουρένα, το 1944 δεν ήταν κάτι περίεργο για την εποχή, τον δε νεκρό, τον δάσκαλο Χοσέ Ουριόλ Φουντέλιας Γκράου, πρόσωπο ιδιαίτερα μισητό στο μικρό χωριό δεν τον αναζήτησε κανείς μετά. Μόνο η ιδιόρρυθμη και πάμπλουτη έγκλειστη της έπαυλης Γκραβάτ, η Ελιζέντα Βιλαμπρού έχει βάλει σκοπό της ζωής της να τον ανακηρύξει Άγιο και τώρα σχεδόν 60 χρόνια μετά είναι κοντά στην εκπλήρωση του στόχου της. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι ο Ουριόλ Φουντέλιας δολοφονήθηκε από κάποιους αντάρτες σε μια επιδρομή τους στην Τουρένα. Ο μισητός Φαλαγγίτης Φουντέλιας που συνεργάστηκε με τον δήμαρχο Βαλεντί Τάργα, το πειθήνιο όργανο της δαιμονικής Ελιζέντας που είχε δει τον πατέρα της και τον αδερφό της να εκτελούνται από τους αναρχικούς το ’36 και από τότε το μόνο που ζητούσε ήταν να δει τους ανθρώπους του χωριού (που οδήγησαν τους εκτελεστές στο πλούσιο σπίτι) να πληρώνουν με τη ζωή τους. Ήταν όμως ο Ουριόλ Φουντέλιας αυτό που νόμιζε ο κόσμος; Και γιατί "η Ελιζέντα Βιλαμπρού Ράμις (των Βιλαμπρού της Τουρένα και των Ράμις της Πιλάρ Ράμις της Τίρβια, μισή πουτάνα, μισή καλύτερα ας μη μιλάμε γι’αυτό από σεβασμό στον καημένο τον Ανσέλμ)" θέλει σώνει και καλά να τον «αγιοποιήσει» ξοδεύοντας μια περιουσία σε «λαδώματα»;
Καθώς πλησιάζει η επισημοποίηση από τα χείλη και την σφραγίδα του Πάπα της «αγιοποίησης» του Ουριόλ Φουντέλιας, μια δασκάλα η Τίνα Μπρος, που δουλεύει χρόνια στην περιοχή αναλαμβάνει το «φωτογραφικό κομμάτι» μιας έκθεσης μνήμης για την περίοδο του Φρανκισμού στα διάσπαρτα χωριά τριγύρω. Την ειδοποιούν ότι το παλιό σχολείο του Τουρένα θα κατεδαφιστεί για να χτιστεί ένα πιο μοντέρνο, οπότε εκείνη πηγαίνει εκεί μπας και βρει κάνα παλιό βιβλίο. Οι εργάτες της δείχνουν ένα εύρημα που βρισκόταν σε μια κόχη πίσω από ένα μαυροπίνακα. Ήταν ένα κουτί πούρων και μέσα υπήρχαν τετράδια παλιά όπου κάποιος είχε γράψει ένα ημερολόγιο. Αυτός ο κάποιος ήταν ο Ουριόλ Φουντέλιας και η Τίνα διαβάζοντάς το ανακαλύπτει μια δραματική ιστορία που της γίνεται εμμονή καθώς ρωτώντας δεξιά κι αριστερά στο χωριό ακούει τα χειρότερα για τον δάσκαλο από τους επιζήσαντες της εποχής. Η προσωπική ιστορία όμως του Φουντέλιας (όπως την περιγράφει στο ιδιότυπο ημερολόγιο που είναι αφιερωμένο στην κόρη που ποτέ δεν θα δει αφού είναι σίγουρος "ότι θα τον φάνε" οσονούπω...), είναι πολύ διαφορετική από την επίσημη εκδοχή, πέραν του ότι αποκαλύπτουν και μια παράφορη ερωτική ιστορία, έναν δραματικό χωρισμό, ένα παιδί που δεν είδε ποτέ τον πατέρα του. Η Τίνα θέλει να τα βγάλει όλα στη φόρα, παρατηρεί πολλές συγγένειες στον οικογενειακό βίο του δάσκαλου με τον δικό της, ενώ σε δεύτερο επίπεδο βλέπει τη ζωή της να γκρεμίζεται. Ο σύζυγός της που είναι κι αυτός δάσκαλος και μαζί είχαν πάει με όνειρα στην ειδυλλιακή (όπως φαινόταν στα ρομαντικά τους μάτια) περιοχή, την απατάει με μια συνάδελφό τους και ο γιός της θέλει να παρατήσει τις σπουδές του και να γίνει καλόγερος. Σαν να μην έφταναν αυτά, πρέπει επειγόντως να υποβληθεί σε αφαίρεση στήθους λόγω ενός όγκου που βρίσκουν οι γιατροί. Βεβαίως όπως θα διαπιστώσει στη συνέχεια καμμία ασθένεια δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο το να πας κόντρα στις βουλές της Ελιζέντας Βιλαμπρού.
Το μυθιστόρημα δεν έχει γραμμική μορφή. Ξεκινώντας και καταλήγοντας με την ίδια σκηνή, πηγαίνει μπρος, πίσω στον χρόνο παρακολουθώντας τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, την ψυχρή, πανέμορφη, επιβλητική, απόμακρη και μονίμως με «παγωμένη έκφραση» στο πρόσωπο Ελιζέντα Βιλαμπρού, την πάμπλουτη κληρονόμο των Βιλαμπρού, που είδε την μητέρα της να εγκαταλείπει την οικογένεια για ν’ακολουθήσει έναν ηθοποιό-εραστή της και τον πατέρα της και τον αδερφό της να εκτελούνται με μια σφαίρα στο κεφάλι ίσως και από λάθος. Από τότε, στα 13 της πήρε τη ζωή στα χέρια της και αλίμονο σε όποιον της στεκόταν εμπόδιο. Από την άλλη η Τίνα, υστερική λόγω του «άπιστου» συζύγου και του «φυγά» γιού της, να ακολουθεί σε βαθμό εμμονικό μια χίμαιρα και να προσπαθεί να αποδείξει αυτό που κανείς δεν πιστεύει ακόμα κι όταν τους δείχνει τα τετράδια, ότι ο Ουριόλ Φουντέλιας δεν ήταν φασίστας αλλά ούτε και «άγιος». Ο Φουντέλιας είναι βέβαια ο πραγματικός ήρωας του βιβλίου, ένας δειλός και άχρωμος άνθρωπος, ο οποίος είχε την τύχη ή την ατυχία να ερωτευτεί (και να εμπιστευτεί τον λάθος άνθρωπο) και που ήθελε να γίνει ζωγράφος αλλά η ανάγκη τον υποχρέωσε να δεχτεί τη θέση του δασκάλου στα όρη, στα βουνά – εκεί που δεν πήγαινε κανείς, και που βλέπει τη θλιβερή (έτσι κι αλλιώς) ζωή του να αλλάζει όταν τον καλεί η Ελιζέντα να της κάνει το πορτρέτο.
Πέραν της ιστορίας που διαδραματίζεται σε παρόντα χρόνο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή των σκοτεινών χρόνων του Φρανκισμού. Το χωριό και γενικότερα η ευρύτερη περιοχή που βρίσκονται στο σταυροδρόμι των μονοπατιών που οδηγούσαν προς τα ισπανογαλλικά σύνορα γίνονται τόποι μαχών και συμπλοκών μεταξύ ομάδων ανταρτών που προσπαθούν να πολεμήσουν το καθεστώς και των τοπικών αρχών. Οι ορεσίβιοι κάτοικοι μαθημένοι στο λαθρεμπόριο και στην ψιλοπαρανομία είναι δύσκολο να υποταχθούν στο στυγνό και αυταρχικό καθεστώς του Φράνκο που έχει κυριαρχήσει στη χώρα. Περιοχή κακοτράχαλη αλλά γοητευτική, γεμάτη δεισιδαιμονίες, με τον ποταμό Παμάνο να περνάει έξω από το χωριό και ο θρύλος να λέει ότι, όταν ακούσεις ήχους σαν φωνές από εκεί, τότε «ζυγώνει η ώρα σου». Από την άλλη, το πολιτικό σχόλιο του Καμπρέ για το πώς φτιάχθηκαν ή μεγάλωσαν περιουσίες στην δικτατορική και θεοκρατική Ισπανία του Φράνκο θυμίζει (πολύ) οικείες καταστάσεις.
Η ποιότητα της γραφής του Καταλανού συγγραφέα ξαφνιάζει. Δυναμισμός και λυρισμός πάνε χέρι-χέρι σε ένα μυθιστόρημα που κρατώντας την βασική ιστορία που είναι εξαιρετικά γοητευτική και με στοιχεία θρίλερ, γεμάτη από έντονα συναισθήματα, και έντονες συγκινήσεις, εντυπωσιάζει και με τις δευτερεύουσες ιστορίες (που δείχνουν τον βαθύ και ουσιαστικό ανθρωπισμό του συγγραφέα), γύρω από τους κύριους χαρακτήρες-ήρωες. Η ποίηση και τα χρώματα στις περιγραφές της φύσης, η σκοτεινή και σκυθρωπή ατμόσφαιρα των χρόνων του Φρανκισμού, όταν όλοι (ακόμα και οι προύχοντες) ζούσαν σε ένα διαρκή τρόμο, οι ψίθυροι και τα μυστικά πίσω από τις κλειστές πόρτες σε συνδιασμό με το έξοχο χιούμορ και την υπόγεια ειρωνία που διαπερνάει τις σελίδες του μυθιστορήματος που οι στιβαροί και ολοζώντανοι χαρακτήρες του και η (σχεδόν κινηματογραφική) δομή του, δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο κανένα.
Ο Καμπρέ (γεν.1947), δεν έγραψε απλά άλλο ένα (εξαιρετικό βέβαια) βιβλίο για τον Εμφύλιο που ταλαιπώρησε τη χώρα του την δεκαετία του ’30 και για τις συνέπειές του μετά στη ζωή των κατοίκων της Καταλανικής υπαίθρου. Έγραψε μια οικογενειακή σάγκα με πολλές προεκτάσεις, μελοδραματική στην υφή της αλλά βαθιά και ουσιαστικά πολιτική, όπου η μνήμη έχει τον κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία. Κυρίως όμως, ο συγγραφέας επανατοποθετεί με μυθιστορηματικό πρόσχημα μια γοητευτική ιστορία με ωραίο ρυθμό, την (ατέρμονη) συζήτηση πάνω στο (μάλλον ακριβές) ευφυολόγημα ότι «την ιστορία την γράφουν οι νικητές». Ο κακομοίρης Ουριόλ Φουντέλιας περνάει στη λήθη της ιστορίας ως «Φαλαγγίτης», επίτιμο μέλος του Φρανκισμού και ένας από τους υπεύθυνους για τα 40 χρόνια στον «γύψο» μιας μεγάλης χώρας, αλλά από την άλλη περνάει και στο επίσημο εορτολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας ως Άγιος. Τίποτα από τα δύο δεν ήταν αληθινό αλλά αφού αρχειοθετούνται ως γεγονότα χωρίς αμφισβήτηση παίρνουν επίσημη μορφή. Η ιστορία δεν καταγράφεται από τον απλό και αδύναμο άνθρωπο ο οποίος παρασύρεται από τα γεγονότα, η δε ρευστότητα των πραγμάτων και της (όποιας) «αλήθειας» είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ.
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2011 | Permalink
Η ελληνική ιλαροτραγωδία
Ένα πολυφωνικό και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, είναι τα «ΠΟΡΦΥΡΑ ΓΕΛΙΑ» του εξαιρετικού συγγραφέα Μισέλ Φάις (Εκδ. Πατάκη, σελ.248), το οποίο «σου αντιστέκεται» αρχικά αλλά στη συνέχεια σε γοητεύει με τη δύναμη της γραφής αλλά και το γοητευτικό «παιχνίδι» ιστορικού πλαισίου και μυθοπλασίας.
Ο Φάις παραθέτει στην αρχή του βιβλίου, μια καίρια ρήση του W.Benjamin, με την οποία δίνει τον τόνο του μυθιστορήματος. «Το αληθινό πρόσωπο της ιστορίας απομακρύνεται καλπάζοντας»…Υπάρχει μια αντικειμενική θεώρηση της ιστορίας ή όσο πλησιάζουμε την (όποια) αλήθεια, αυτή απομακρύνεται από εμάς; Και οι πολλές μικρές ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων και άθελα ή ηθελημένα συμμετείχαν ενεργά σε κάποιους «ενδιαφέροντες καιρούς» μπορούν να καθορίσουν το γενικό πλαίσιο ή την γενικότερη θεώρηση των γεγονότων; Ερωτήματα που όσο τα σκέφτεσαι τόσο περισσότερο μπερδεύεσαι και αυτή τη ρευστότητα αποκομίζεις κυρίως με την ανάγνωση ενός βιβλίου που ξεκινά ως θεατρικό έργο Ιονεσκικής υφής για να συνεχισθεί δραματικά και να ξεδιπλώσει μια ιστορία(ες) δραματική και σπαρακτική.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 2 μέρη τα οποία μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα. Το πρώτο μέρος, (σελ.11-118) είναι ουσιαστικά ένα θεατρικό έργο με σκηνικό ένα Κυψελιώτικο ρετιρέ με παλιά έπιπλα και στον τοίχο «δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες:μια μεγάλη, κορνιζαρισμένη (Ζαχαριάδης), και μια μικρή, κολλημένη στον τοίχο με σελοτέιπ (Βελουχιώτης)». Στο δωμάτιο ένας νεαρός και μια ηλικιωμένη. Είναι η «γιαγιά», πρώην «κόκκινη δασκάλα», δυναμικό στέλεχος του Κόμματος και ο εγγονός της. Η τηλεόραση αναμμένη σε κάποιο περιθωριακό κανάλι και ένας τύπος ξαναμμένος και οργισμένος κραυγάζει για μια θεωρία συνωμοσίας. Είναι ο γιός της γιαγιάς και θείος του εγγονού. Η γιαγιά έχει αλτζχάϊμερ και λέει ασυναρτησίες ενώ ο εγγονός προσπαθεί να καταλάβει το οικογενειακό παρελθόν. Ο διάλογος μεταξύ τους δεν έχει ειρμό και λογική. Ο εγγονός μιλάει για τον εμφύλιο, για το παρελθόν, για την δράση της γιαγιάς και τον αγώνα του παππού του, η γιαγιά λέει τα δικά της, ο άλλος στην τηλεόραση κραυγάζει «για την ξανθιά φυλή που θα κατέβει στα Βαλκάνια και θα μας σώσει» ενώ στον διάλογο παρεμβάλλονται κομμάτια από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Τον σουρεαλιστικό διάλογο εγγονού-γιαγιάς διακόπτει η είσοδος του (πεθαμένου πλέον) παππού, και η εμφάνιση στο διαμέρισμα των δύο γιών του συνωμοσιολόγου και πρώην φανατικού στελέχους του Κ.Κ., Στάθη και του ανακατεμένου με την 17Ν, Στράτου για να επιτείνουν το χάος των διαλόγων και της ατμόσφαιρας του μυθιστορήματος.
Το δεύτερο μέρος, (σελ. 119-248) έχει τίτλο «Κρασνάγια Γκρέτσια (Κόκκινη Ελλάδα)» και έχει 4 αφηγητές, τον εγγονό (που πλέον είναι ο «καυλωμένος εγγονός») την γιαγιά («ξεχασμένη γιαγιά»), τον παππού («Φτερουγισμένος παππούς») και ένα τύπο που το Κόμμα του έχει αναθέσει την εκτέλεση του παππού («Δαίμονας του παππού»). Εδώ πλέον έχουμε αφηγήσεις ανεξάρτητες μεταξύ τους, του εγγονού που έχει σεξουαλικά οράματα συνευρέσεων με δύο γυναίκες, της γιαγιάς, κόκκινης δασκάλας φανατικής με το Κόμμα και τον Ζαχαριάδη η οποία λειτουργεί ως φερέφωνο της κομματικής γραμμής υπερασπιζόμενη το «δίκαιο του αγώνα» και η οποία περιγράφει πως θα είναι (ή πως ήδη είναι) η κοινωνία επί «λαοκρατίας» όπου έχουν αφανιστεί οι ομοφυλόφιλοι και οι χοντροί. Και έχουμε τις δύο συγκλονιστικές αφηγήσεις, από τη μια του παππού και από την άλλη του επίδοξου εκτελεστή του. Στην αφήγηση του παππού, ο οποίος ήταν υποβολέας του θεάτρου, προτού ανέβει στο βουνό και μετέπειτα ακολουθήσει τους ηττημένους στην φυγή τους περνώντας τα σύνορα, παντρεμένος δε με την περίφημη «Κόκκινη δασκάλα» (την γιαγιά) την οποία σέβονται όλοι, καταφεύγει μαζί με τους άλλους στο Μπούλκες, όπου μην αντέχοντας τις συνθήκες και διαβλέποντας το μέλλον ζητάει με δεκάδες άλλους συντρόφους του να γυρίσει πίσω. Οι ιθύνοντες αφού πρώτα τους βασάνισαν και τους εξευτέλισαν τους βάζουν στο τρένο της επιστροφής, τους περνάνε τα σύνορα βάζοντας τους στην πατρίδα και τους αφήνουν στην τύχη τους, είτε αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν στο ελληνικό κράτος, είτε να ζήσουν σαν αγρίμια κυνηγημένοι από την κρατική εξουσία αλλά και από την κομματική. Στην αφήγηση του «εκτελεστή» και «τιμωρού», έχουμε έναν τύπο που κυριολεκτικά μεγάλωσε στον δρόμο αρχικά πολεμώντας τους Γερμανούς και μετά υπηρετώντας το Κόμμα ως εκτελεστής της ΟΠΛΑ και χάρις στην ικανότητά του στο σημάδι, εκτελεστής των «εχθρών του κόμματος». Ένα τύπο πειθήνιο όργανο σε κάθε διαταγή, την οποία απλά εκτελούσε με ανατριχιαστική ευλάβεια.
Μέσα από τις αφηγήσεις των τεσσάρων χαρακτήρων ξεδιπλώνεται η ιλαροτραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας, ο παραλογισμός των ιδεολογιών, η «εθνική μας τύφλωση» κατά κάποιο τρόπο. Ο κυνηγημένος και από τις δύο πλευρές υποβολέας παππούς που έχει εμμονή με τις Βάκχες, ένα έργο γραμμένο μετά έναν άλλο τερατώδη Εμφύλιο, τον Πελοποννησιακό πόλεμο, η διαμάχη Ζαχαριάδη/Βελουχιώτη, το πώς ο απελευθερωτικός αγώνας του ΕΑΜ κατέληξε σε αιματοκύλισμα αδερφικό, πως η τραγωδία μετατρέπεται σε φάρσα και τούμπαλιν.
Το μυθιστόρημα γραμμένο μαεστρικά, προκαλώντας τον αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό ταξίδι μεταξύ «παραλογισμού» και ειρωνίας της νεοελληνικής πραγματικότητας με την τηλεόραση και την υστερία της συνεχώς ανοιχτή, με τον πρώην φανατικό κομμουνιστή και νυν μουρλό τηλεσχολιαστή/παρουσιαστή στο βαθύ δράμα και το κυνήγι της επιβίωσης μεταξύ ενός «ιδεολόγου» εκτελεστή και ενός ευαίσθητου ανθρώπου που προδόθηκε απ’ότι πίστεψε για να καταλήξει να διασωθεί και να περάσει στη δούλεψη ενός ηθοποιού με τον οποίον είχαν ανέκαθεν ιδεολογικές διαφορές αλλά του φέρθηκε πιο ανθρώπινα από τους «σε μόνιμη ευαισθησία» πρώην συντρόφους του.
Ακόμα και στο πιο δραματικό σημείο της αφήγησης, πετιέται η «κόκκινη δασκάλα» και αφηγείται σκηνές ενός μέλλοντος τόσο κωμικού (μέσα στον παραλογισμό του) που δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις: «…Να μια εικόνα από το κόκκινο μέλλον! Όλοι γύρω από τη σόμπα που μπουμπουνίζει, τρώγοντας τραχανά, σπάζοντας καρύδια και πίνοντας καυτό ρώσικο τσάι.», ή (το κορυφαίο-κυρίως λόγω οπαδικής προτίμησης): «Η ΑΕΚ, αγαπημένη ομάδα του Γ.Γ. μας, κατέκτησε για δέκατη έκτη συνεχή χρονιά το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στη Λαϊκή Δημοκρατία μας. Ο σύντροφος Ζαχαριάδης παρέθεσε γεύμα σε παίκτες, προπονητές και διοίκηση, ενώ χάρισε στον πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος, Τζερμαδιανό, τον επονομαζόμενο Κόκκινο Βέλος, για έβδομη χρονιά την μπάλα με το κοραλλί σφυροδρέπανο. Και φέτος η ΑΕΚ θα προπονηθεί στον επαναστατικής ομορφιάς δρυμό του Γράμμου, στο σύγχρονο αθλητικό κέντρο Λεβ Γιασίν (περιοχή Βροντερού).»
Όλα είναι μπερδεμένα και ρευστά λέει ο Φάις και που σταματάει η κωμωδία και αρχίζει το δράμα, δεν μπορείς να καταλάβεις. Όλα είναι «ηρωϊκά και έντονα αγωνιστικά» στη συλλογική μνήμη και έτσι περνάνε από γενιά σε γενιά αλλά μήπως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι; Ο εγγονός μπαϊλντισε πλέον με τις «ηρωικές αφηγήσεις» και με «το δίκιο του αγώνα» και εξαντλείται σε σεξουαλικά οράματα αποξενωμένος από το βαρύ παρελθόν του ενώ η γιαγιά του σε ένα σπάνιο διάλειμμα συνειδησιακής αυτογνωσίας του λέει: «Προδότες μάς ανεβάζανε, σφαγείς μάς κατεβάζανε. Επανάσταση κάναμε, δεν παίζαμε τις κουμπάρες. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το τότε από το σήμερα. Τότε πιστεύαμε, τώρα δεν πιστεύουν. Τώρα όλοι κρίνουν και θυσία μηδέν. Μονολιθικοί; Και βέβαια ήμασταν μονολιθικοί. Όταν πηγαίνεις να πεθάνεις τι θα είσαι;». Δεν βγάζεις άκρη, και ο συγγραφέας (σοφά ποιών) δεν παίρνει θέση, έτσι κι αλλιώς απαντήσεις δεν υπάρχουν, μόνο η ελληνική «κωμωδία» που συνεχίζει ακάματη το δρόμο της.
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 07, 2011 | Permalink
Η Τζούλιετ γυμνή
Με το μυθιστόρημά του «Η ΤΖΟΥΛΙΕΤ ΓΥΜΝΗ» (Juliet,naked), ο Βρετανός συγγραφέας Nick Hornby, (Εκδ. Πατάκη, (ωραία) μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ. 385) φαίνεται να κινείται μέσα στο πλαίσιο που νιώθει περισσότερο ασφαλής. Εμμονές για τη μουσική, συναισθηματική (και όχι μόνο) μοναξιά, άνθρωποι ανασφαλείς και losers, έξυπνοι και κοφτεροί διάλογοι. Όποιος παρακολουθεί το συγγραφικό έργο του Χόρνμπυ νιώθει ότι τα έχει ξαναδιαβάσει όλα αυτά, αλλά και πάλι αισθάνεσαι να σε παρασέρνει το «κουβεντιαστό» και ζωντανό ύφος του, ενώ δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις ή ακόμα και να συμπάσχεις καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας με τους (λίγο,πολύ) προβληματικούς του ήρωες.
Η εισαγωγική πρόταση του μυθιστορήματος, τα λέει όλα: «Είχαν ταξιδέψει αεροπορικώς από την Αγγλία στη Μιννεάπολη για να κοιτάξουν μια τουαλέτα.» Ο Ντάνκαν είναι ένας καθηγητής σε κολλέγιο και η Άννι δασκάλα που δουλεύει στο μουσείο της μικρής παραθαλάσσιας πόλης Gooleness στην βόρεια Αγγλία κάπου 150χλμ από το Λονδίνο. Ο Ντάνκαν δεν έχει απλώς λατρεία με τον παντελώς άγνωστο και αποσυρμένο από τα εγκόσμια, Αμερικανό ροκ μουσικό Τάκερ Κρόου, έχει τεράστιο κόλλημα. Θεωρεί τον εαυτό του (μαζί με καμμιά κατοσταριά άλλους εξίσου «καμμένους» μ’αυτόν...) ειδικό «Κροουλόγο», είναι ο διαχειριστής μιας ιστοσελίδας αφιερωμένης στον Κρόου, και εκεί συζητάει με διάφορους για την δουλειά του καλλιτέχνη, ο οποίος έχει σωπάσει από το 1986 και μετά από την κυκλοφορία ενός CD με τίτλο «Τζούλιετ» το οποίο απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές και τον έκανε σχετικά γνωστό. Από τότε ούτε φωτογραφίες, ούτε νέα του καλλιτέχνη υπάρχουν δημιουργώντας έτσι έναν «καλτ» μύθο για τον μυστηριώδη τύπο, που μετά από μια επίσκεψή του στην τουαλέτα του κλαμπ «Μαύρο χάλι» (όνομα και πράγμα), αποφάσισε να σωπάσει δια παντός. Η Αννι χωρίς να συμμερίζεται απόλυτα τον ενθουσιασμό του συντρόφου της για τον Κρόου, γουστάρει το «Τζούλιετ» και ορισμένα τραγούδια του, ακολουθεί χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό τον Ντάνκαν αν και πλέον έχει κουραστεί από την μονομανία του και το αδιέξοδο της 15ετούς σχέσης τους η οποία στερείται ενθουσιασμού, σεξ και το κυριότερο για την ήδη σχεδόν σαραντάρα Άννι της οποιαδήποτε προοπτικής ότι κάτι θ’αλλάξει (έστω ένα παιδί), στη μικροαστική ζωή τους, η οποία γίνεται ακόμα πιο αδιέξοδη στην μίζερη και τελείως επαρχιακή πόλη όπου έχουν επιλέξει να ζήσουν.
Ώσπου ξαφνικά, φτάνει με το ταχυδρομείο ένα tape από την εταιρία του Κρόου (σε ποιόν άλλον, σ'αυτόν που κρατάει την σπίθα για τον Κρόου αναμμένη), με unplugged εκτελέσεις ορισμένων τραγουδιών από το «Τζούλιετ», οι οποίες πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα με τίτλο «Η Τζούλιετ γυμνή». Ο Ντάνκαν θεωρεί τα αδούλευτα δείγματα ανώτερα του «Τζούλιετ» και πιστεύει ότι είναι η καλύτερη δουλειά του Κρόου, η Άννι όμως έχει διαφορετική άποψη την οποία δεν διστάζει να κοινοποιήσει στο site γράφοντας μια εμπεριστατωμένη κριτική του demo tape. Ή έκπληξη και το στοιχείο ανατροπής του μυθιστορήματος έρχεται από αυτή τη στιγμή, όταν στην εικόνα εισέρχεται ο ίδιος, ο «εξαφανισμένος» καλλιτέχνης, ο Τάκερ Κρόου, ο οποίος διαβάζει όλα αυτά τα χρόνια τι γράφουνε γι’αυτόν στο «site των καμμένων» και «ξερνάει», αλλά με την τόσο καλογραμμένη άποψη της Άννι εκπλήσσεται με την διαύγεια της, συμφωνεί και της στέλνει mail όπου της αναπτύσσει την άποψή του και την διαφωνία του για την κυκλοφορία του Unplugged CD.
Ο Τάκερ Κρόου είναι ένας άνθρωπος σε αδιέξοδο. Προσωπικό και καλλιτεχνικό. Κοντεύει τα 60, έχει σταματήσει να δουλεύει για πάνω από μια εικοσαετία, φωτογραφίες του δεν κυκλοφορούν παρά κάτι ψεύτικες, όπου κάποιοι μανιακοί μ’αυτόν έχουν φωτογραφήσει τον γείτονά του νομίζοντας ότι είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ενώ έχει φροντίσει να σπείρει παιδιά δεξιά κι αριστερά, τα οποία βαριέται όταν τα βλέπει από καιρού εις καιρόν. Με την τελευταία του σύντροφο είναι στα χωρίσματα, το μόνο που του δίνει χαρά είναι ο (πανέξυπνος) εξάχρονος γιός του, ο Τζάκσον με τον οποίο είναι μαζί συνέχεια και ακόμα κι όταν η σύντροφός του, τού ανακοινώνει ότι φεύγει από το σπίτι, το μόνο που αξιώνει ο Κρόου είναι να κρατήσει τον μικρό. Η αλληλογραφία με την Άννι, αποτελεί μια ανάσα στην μίζερη καθημερινότητά του ενώ το ίδιο (και παραπάνω) νιώθει η ίδια η Άννι. Αφότου δε καταφθάνει ο (παρεξηγημένος με την κριτική της) Ντάνκαν, και της ομολογεί ότι έχει συνάψει ερωτική σχέση με μια συνάδελφό του, δεν θέλει πολύ να τον πετάξει έξω από το σπίτι (κυριολεκτικά) και να κοιτάξει να βάλει τη ζωή της (μετά από μια δεκαπενταετία συμβίωσης) σε τάξη. Η κατάσταση θα περιπλεχθεί όταν ο Τάκερ Κρόου αποφασίζει (μαζί με τον Τζάκσον), με αφορμή την εγκυμοσύνη της μεγαλύτερης εξώγαμης κόρης του να πάει στο Λονδίνο έχοντας κυρίως στο μυαλό του την γνωριμία με την Άννι και μια πιθανή μετάβαση στο «εξωτικό» Γκούλνες, όπου βεβαίως (εκείνος δεν το γνωρίζει αλλά εκεί) διαμένει ο μεγαλύτερός του θαυμαστής.
Εξαιρετική είναι η μυθιστορηματική περσόνα του μεσήλικα ρόκερ, του Τάκερ Κρόου. Με κάτι από το μυστήριο που καλύπτει την απομόνωση συγγραφέων όπως ο Σάλιντζερ και ο Πίντσον, ο Χόρνμπυ παραθέτοντας λήματα από την Wikipedia, στίχους τραγουδιών, συνομιλίες από το web, και λοιπά αληθοφανή στοιχεία εισάγει τον αναγνώστη σε ένα ωραίο (και κυρίως πολύ καλά δουλεμένο) γρίφο. Η πρωτοτυπία δε της πλοκής είναι ότι το «αντικείμενο της λατρείας» των ψιλοσαλεμένων εμμονικών σαν τον Ντάνκαν, εμφανίζεται και συμμετέχει καθοριστικά στην ιστορία και δεν είναι απλά ένα διακοσμητικό στοιχείο-τοτέμ. Η μοναξιά και τα αδιέξοδα του καλλιτέχνη που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη ζωή του πέφτοντας συνεχώς σε λάθη, τι σημαίνει «επιτυχία» στην σύγχρονη μουσική σκηνή, πως κάτι καθημερινό μπορεί να δημιουργήσει έναν "αστικό μύθο" εν αγνοία του ίδιου του καλλιτέχνη, και πόσο ρευστά είναι όλα περιγράφονται θαυμάσια στο μυθιστόρημα που χωρίς να προσθέτει κάτι στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή είναι ιδιαίτερα γοητευτικό και ευχάριστο.
Το μυθιστόρημα μοιάζει με ένα συλλογικό ξανακοίταγμα των «High Fidelity» και του «Για ένα αγόρι». Παίρνοντας πολλά στοιχεία από αυτές τις δύο προηγούμενες και πολύ επιτυχημένες δουλειές του, ο Χόρνμπυ καταφέρνει να βγάλει ένα βιβλίο ίσως όχι καλύτερο από τα προαναφερόμενα αλλά μάλλον πιο καίριο. Μιλάει για τα δύο πράγματα που χειρίζεται καλύτερα, την μουσική – όπου εκεί είναι θεωρώ άπαιχτος – και τις σύγχρονες σχέσεις έχοντας (σχεδόν πάντα) ως ήρωα έναν ανώριμο εμμονικό (στα όρια της ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς) τύπο που άλλοτε είναι διασκεδαστικός με τα κολλήματά του και άλλοτε θέλεις να του πετάξεις ότι βρίσκεις μπροστά σου. Ο Ντάνκαν είναι ένας ήρωας που κάποιοι θα συμπαθήσουν και ίσως θα αναγνωρίσουν δικά τους κολλήματα πάνω του, όλοι έχουμε γνωρίσει τέτοιους τύπους που επιλέγουν τον πιο άγνωστο καλλιτέχνη για να κάνουν φιγούρα στους γύρω τους, σε όλους τους τομείς της τέχνης αλλά είναι γεγονός ότι οι μουσικόφιλοι μπορούν να γίνουν οι πιο είρωνες και οι πιο εριστικοί από τους «κολλημένους».. Η Άννι, όπως οι περισσότερες ηρωίδες της «Χορνμπικής λογοτεχνίας» είναι δυνατότερη, ανασφαλής, ερωτεύσιμη, τυχερή-άτυχη, έχει χιούμορ και αντιμετωπίζει (ίσως υπερβολικά) στωικά τις παραξενιές των αρσενικών που την περιτριγυρίζουν. Η σχέση τους περιγράφεται διεξοδικά και ο συγγραφέας θίγει ανάλαφρα πολλά σημαντικά θέματα που καθορίζουν τη ζωή ενός ζευγαριού όταν ο έρωτας απουσιάζει. Οι διάλογοι του μυθιστορήματος είναι ολοζώντανοι, μπορεί να μη πρωτοτυπούν ιδιαίτερα όπως αυτοί του «High Fidelity» αλλά θεωρώ ότι είναι πιο δουλεμένοι και οξυδερκείς, το χιούμορ είναι εξαιρετικό και παρά την αδυναμία της πλοκής και την απουσία (της παραμικρής έστω) κορύφωσης της ιστορίας, το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011 | Permalink
Άνθρωποι και σκυλιά
Τα δύο μυθιστορήματα που παρουσιάζονται σήμερα στο blog έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μιλάνε για σοβαρά πράγματα με ιδιαίτερα χιουμοριστικό τρόπο. Και αν από έναν εξαιρετικό συγγραφέα όπως ο Taibo II, κάπου περιμένεις την οργιώδη φαντασία του να σε παρασύρει, από τον Γάλλο, Michel Maisonneuve δεν περίμενα απολύτως τίποτα (αφού δεν τον είχα ξανακούσει ποτέ), αλλά με το βιβλίο του πέρασα μερικές πολύ ευχάριστες στιγμές.
Να αρχίσω από τον δεύτερο για τον οποίο υπήρχε και μεγάλη προσωπική περιέργεια – κυρίως λόγω του τίτλου του βιβλίου αλλά και μιας (υπερβολικής) σύγκρισης που αναφέρεται στο οπισθόφυλλο (από κάποιον κριτικό) με τον πολυαγαπημένο Ζαν-Κλωντ Ιζζό. Ο Μαρσεγιέζος λοιπόν Michel Maisonneuve στο «ΕΝΑΣ ΤΣΕΤΣΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ» (Le chien Tchetchene), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Κεραμιδά, σελ. 229) μας παραδίδει ένα εξαιρετικά αστείο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα, καταιγιστικής δράσης, όπου ανακατεύονται όλες οι φυλές του Ισραήλ σε μια θεότρελλη ιστορία με κεντρικό ήρωα έναν σκύλο.
Σε μια φτωχική γειτονιά της Μασσαλίας όπου μένουν κυρίως μετανάστες, μια γριούλα δολοφονείται. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’αυτήν και σχέσεις (καλής γειτονίας) είχε μόνο με έναν χήρο έλληνα που ζούσε μόνος του δίπλα της και με τον άραβα Ντασί, άλλον έναν ένοικο της πολυκατοικίας, έναν ιδιόμορφο (και γοητευτικό) τύπο που ήταν ο «Διαπραγματευτής της Δροσερής Κοιλάδας», όπως ονόμαζε την συνοικία που διέμενε και στην οποία κινείτο κάνοντας τον μεσολαβητή μεταξύ των μαζαγατόρων της περιοχής και των συμμοριών, βοηθώντας τους γέροντες τις ελεύθερες ώρες του. Κατά τ’άλλα δίδασκε Ιστορία των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο και απήγγειλε Ομάρ Καγιάμ, Λάο Τσε και Ζωρζ Μπρασένς καπνίζοντας και πίνοντας τόνους τσάι. Αυτοί οι δύο, ο έλληνας και ο άραβας είναι και οι μόνοι που πάνε στη κηδεία μαζί με τον επιζώντα σκύλο της κυρίας, τον Χασάν, ένα μπιγκλ, το οποίο είχε δει τους δολοφόνους.
Η αστυνομία δεν θέλει να ασχοληθεί με την υπόθεση και μια καρτ ποστάλ από την Τσετσενία που βρίσκεται στο διαμέρισμα της γριούλας αποκαλύπτει ότι εκείνη ήταν η μητέρα του ηγέτη μιας Τσετσενικής απελευθερωτικής οργάνωσης και ότι ο Χασάν (ο σκύλος) κατέχει (με κάποιον τρόπο που αποκαλύπτεται στην πορεία) έναν αριθμό – μάλλον νούμερο λογαριασμού ή κωδικό θυρίδας – που από πίσω του κρύβει ένα μεγάλο ποσόν με χρήματα της οργάνωσης. Τον Χασάν (χωρίς να ξέρουν αρχικά ότι είναι σκύλος) ψάχνουν οι δολοφόνοι της ηλικιωμένης, δύο πράκτορες της Ρωσικής κυβέρνησης, ενώ στο κυνήγι του Χασάν εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα, ένα παλιό μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που μένει στην ταράτσα μιας γειτονικής πολυκατοικίας (ασκούμενος στην τοξοβολία, ενδεδυμένος Απάτσι!) και μυρίζεται το χρήμα, ο υπαρχηγός της Τσετσενικής οργάνωσης που έρχεται στη Μασσαλία να ανακοινώσει στην γηραιά κυρία ότι ο γιός της δολοφονήθηκε αλλά την βρίσκει κι αυτήν νεκρή οπότε πρέπει να πάρει στη κατοχή του τα χρήματα της οργάνωσης, δύο «τελειωμένοι» δημοσιογράφοι, φίλοι του Ντασί, στους οποίους υπόσχεται την αποκλειστικότητα του ρεπορτάζ. Επίσης στο θεότρελλο γαϊτανάκι συμμετέχουν, μια αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια δημοσιογράφος ειδική στις γεωπολιτικές διαμάχες, μια πάμπλουτη ξανθιά κοσμική που ηγείται της Φιλοζωικης εταιρίας και η οποία ερωτεύεται παράφορα τον μπρουτάλ Τσετσένο και μια συμμορία από κλεφτρόνια που προσπαθούν να βοηθήσουν τον Ντασί, ο οποίος συχνά-πυκνά τους ξεμπλέκει από διάφορα μπερδέματα.
Εύλογο είναι να γίνει της μουρλής. Κυνηγητό, κλωτσοπατινάδα, ο σκύλος να τρέχει να ξεφύγει ντριπλάροντας τους περαστικούς σαν τον Ζιντάν, ο Ντασί να έλκεται από την τσαμπουκαλού κόρη του έλληνα γείτονά του, τα κλεφτρόνια της γειτονιάς να κλέβουν τα πολυτελή αυτοκίνητα των Ρώσων υποχρεώνοντάς τους να αλλάζουν αμάξι κάθε μέρα. Ο Μεζνέβ δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα ούτε στους χαρακτήρες αν και ο Ντασί είναι ένας πολύ ενδιαφέρων (λογοτεχνικά και όχι μόνο) ήρωας, ούτε σε καμμία κοινωνικοπολιτική ανάλυση του (τεράστιου και αμφιλεγόμενου) ΡωσοΤσετσενικού προβλήματος. Εκείνο που τον νοιάζει πάνω απ’όλα είναι η δράση και οι ξέφρενες καταστάσεις που προκύπτουν από αυτήν.
Γκροτέσκο και μπουφόνικο, μπουρλέσκο και διασκεδαστικό το μυθιστόρημα του περίεργου αυτού Μαρσεγιέζου μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας και η σύγκριση με τον Ιζζό να φαίνεται σε πρώτη ματιά άκαιρη και τελείως άστοχη, αλλά ο αναγνώστης θα περάσει καλά (σε μια παραλία ακόμα καλύτερα) σ’αυτό το χαοτικό και ξέφρενο βιβλίο που σε γοητεύει με το ανατρεπτικό και τελείως αναρχικό του χιούμορ ενώ δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον συγγραφέα πως κατάφερε να χωρέσει τόσους χαρακτήρες και τόσες καταστάσεις σε μόλις 230 σελίδες.
Η περίπτωση του θεότρελλου χοντρούλη Paco Ignacio Taibo II, είναι διαφορετική, περισσότερο ενδιαφέρουσα και (αν μετράει καθόλου αυτό) πολύ «αγαπησιάρικη». Η εξαιρετική νουβέλα του «ΟΝΕΙΡΑ ΣΥΝΟΡΩΝ», (Εκδ. Άγρα, (άριστη ως συνήθως) μετάφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, σελ.132), που γράφτηκε το 1989 μπορεί να μην αποτελεί τομή στο σπουδαίο έργο του αλλά είναι χαρακτηριστική του ύφους του πολυεπίπεδου και πολυπράγμονα Μεξικανού συγγραφέα.
Η νουβέλα ανήκει στη «σειρά» ιστοριών του ήρωα του, θεότρελλου ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, έχει δηλαδή την ταμπέλα της αστυνομικής ιστορίας αν και ελάχιστα θυμίζει κάτι τέτοιο, εξάλλου τις περισσότερες φορές οι πολλές και ανακατεμένες ιστορίες, επεισόδια, περιστατικά στα μυθιστορήματα του Τάιμπο ΙΙ, λειτουργούν ως πρόσχημα για να δοθεί έδαφος στον συγγραφέα να μιλήσει για την κατάσταση της χώρας του, την εξάρτηση από τις Η.Π.Α., το διεφθαρμένο κράτος, το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία.
Τι προσφορότερο έδαφος να μιλήσει κανείς για τα παραπάνω από την περιοχή των συνόρων Η.Π.Α.-Μεξικού; Σ’αυτή τη περιοχή, «αλλόκοτη χώρα, ούτε Μεξικό ούτε Αμερική. Σε μια γη που ήταν όλοι ξένοι.». Εκεί που η διαφθορά είναι ο βασιλιάς και όλα επιτρέπονται φτάνει να μη περάσεις απέναντι – μόνο οι «απέναντι» μπορούν να πηγαινοέρχονται άνετα. Ο Μπελασκοαράν, ο μονόφθαλμος και κουτσός ντετέκτιβ ψάχνει μια εξαφανισμένη γυναίκα, παλιά του συμμαθήτρια, έρωτα (σιωπηλό και μονομερή) φοιτητικό. Η Νατάλια παράτησε σπουδές και πολιτικές ανησυχίες για να γίνει μια γνωστή και απαστράπτουσα ηθοποιός που ξαφνικά χάθηκε. Ο «δαιμόνιος» ντετέκτιβ προσλαμβάνεται από την κόρη της να την βρεί. Δεν θα του είναι πολύ δύσκολο να την εντοπίσει σε μια από τις συνοριακές πόλεις, κλεισμένη σε κάποιο μοτέλ. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της με το λάγνο ύφος του και ξαναθυμούνται το παρελθόν, εκείνη κρατάει μυστικά και το ίδιο βράδυ εξαφανίζεται ξανά. Αυτό το παιχνίδι συνεχίζεται καθώς ο Μπελασκοαράν όλο την βρίσκει και όλο την χάνει ενώ ξαναφουντώνει μέσα του ο παλιός έρωτας (ο οποίος «ήταν σαν ένα επίμονο άρωμα μέσα στο κεφάλι του»). «Πως μυρίζουν οι γυναίκες που ποτέ δεν αγάπησες αλλά πλησίασες αρκετά;», εξάλλου όπως λέει και ένας αγαπημένος του τραγουδιστής, «Υπάρχουν γυναίκες που τις θυμάσαι, υπάρχουν κι άλλες που δεν λησμονιούνται. Αυτές είναι οι χειρότερες.» Και η Νατάλια ήταν από αυτές τις γυναίκες. Που όταν βλέπει τον χοντρό, κακοντυμένο τύπο που την ατενίζει αγέρωχα με το κυκλώπειο βλέμμα του, δεν του δίνει απαντήσεις αλλά του απαγγέλει στίχους από ένα ποίημα του Γκιγιέρμο Πριέτο: «…Τι έχεις να πεις στη θλίψη μου; Τι θέλεις από μένα; Ποιος σε στέλνει;»
Σιουδάδ Χουάρες, Τσιουάουα – πόλεις που έδρασε κάποτε ο Πάντσο Βίγια και από εκεί ξεκίνησε την επανάστασή του, έχουν γίνει τώρα πόλεις-λούνα παρκ, πόλεις-μπουρδέλα για να ξεδίνουν αμερικανοί τουρίστες που περνάνε τα σύνορα για ποτό και γαμήσι ενώ το εμπόριο ναρκωτικών δίνει και παίρνει με ιδιωτικούς στρατούς και ιδιωτικά αεροσκάφη που δεν ελέγχει η τοπική αστυνομία. Η Νατάλια είναι μπλεγμένη χοντρά, το θέμα είναι αν θέλει ή αν μπορεί να ξεφύγει από τα προσωπικά της αδιέξοδα. Ο Μπελασκοαράν ψάχνει τη λύση, και την βρίσκει ενώ δεν λείπουν από το μπέρδεμα, παλιοί αριστεροί, αμερικάνοι πράκτορες της D.E.A., μεγαλέμποροι ναρκωτικών, τηλεοπτικοί παραγωγοί, γυναίκες που απάγονται για να γίνουν πουτάνες.
« Στον Μπελασκοαράν, αντίθετα με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, άρεσαν οι ιστορίες που ήταν μεν περίπλοκες αλλά όμως δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Προτιμούσε το μπαρόκ της καθημερινής ζωής, όχι το θρησκευτικό. Κι αν ήταν δυνατό, το ήθελε χωρίς νεκρούς και χωρίς τραυματίες. Είχε μπουχτίσει τη βία, δεν την άντεχαν άλλο ούτε τα ίδια του τα καλαμπαλίκια. Ειδικά τη βία που έπεφτε πάνω του. Ένιωθε θλιμμένος, απόκληρος, ξένος, Ροβινσώνας Κρούσος στη μέση του πιο πολυσύχναστου δρόμου στο Τόκιο, σημαδεμένος, αρρωστιάρης, αργός, άσχετος. Αυτό ακριβώς έλεγε ή όλη κωλοϊστορία του – περιέγραφε έναν τύπο άσχετο. Δεν ήταν η ιστορία του, δεν ήταν τα πρόσωπά του, ούτε καν η Νατάλια δεν ήταν η Νατάλια. Άλλο πράγμα η Νατάλια που αφηνόταν να πέσει στην αγκαλιά του στη μέση της σκάλας του προπαρασκευαστικού σχολείου μ’έναν αναστεναγμό Μαντάμ Μποβαρύ, και άλλο η γυναίκα-φάντασμα, κυκλωμένη από σκοτεινά πρόσωπα, που για το καθένα είχε μια ιστορία στο τσεπάκι, μια ιστορία που την ξεδίπλωνε και την άλλαζε. Ούτε όμως στα σύνορα του άρεσε. Σύνορα, αυτό το παράξενο όνομα που έδινα για να ορίσουν ένα σύμφυρμα τόπων που είχαν το αμφίβολο προνόμιο να τσιλιμπουρδίζουν με τις ΗΠΑ. Ήταν εύκολο να ερωτευτείς τις ερήμους της Τσιουάουα ή την οδό της Επανάστασης στην Τιχουάνα. Μπορούσες να αγαπήσεις μέχρι τρέλας εκείνους τους ουρανούς της Σονόρα, ή την τραγουδιστή προφορά των γυναικών που πουλάνε φρούτα στην Πιέδρας Νέγρας. Αν ήσουν Μεξικανός δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς το φάντασμα του Πάντσο Βίγια και η μακριά πράσινη σιδερένια κουρτίνα που χώριζε τους δύο πλανήτες ασκούσε την ίδια αρραωστημένη γοητεία πάνω σου όση και σε κάποιον από τη Γουατεμάλα που λαχταρούσε να την πηδήξει. Τέλος πάντων, όλα αυτά μαζί. Όμως εσύ δεν ήσουν από εδώ. Δεν σε είχαν ακόμα φωτίσει καλά καλά τα φανάρια, ούτε είχες κάνει ακόμα δικούς σου τους φόβους. Ήσουν και δεν ήσουν.»
Είναι μια χορταστική ιστορία που την απολαμβάνεις μέσα σε δυό ώρες (το πολύ) και για τους θαυμαστές του παμπόνηρου Μεξικάνου λειτουργεί σαν ένα ωραίο και δροσιστικό αναψυκτικό. Η δράση εναλάσσεται με τον ρομαντισμό, σχολιασμός και νοσταλγία για μια χώρα που έχει χάσει πια τη ταυτότητά της, τσιτάτα που πετάγονται συνέχεια, ευρηματικά και πανέξυπνα, όπως «εάν είσαι μετρίως ερωτευμένος το σεξ λειτουργεί καλύτερα…» ή και «Μερικές φορές είναι καλύτερα τα πράγματα που μένουν ημιτελή…», στίχοι ποιημάτων του Jose Emilio Pacheco, στίχοι από τραγούδια, η εξαίσια φωνή της Τάνια Λιμπερτάδνα ακούγεται στο κασετόφωνο, η μεξικάνικη έρημος, οι μυρωδιές από τα τάκος και τις τορτίγιες, η ζέστη...Ο Μπελασκοαράν μπλέκει από «αγάπη για την πραγματικότητα» και το να διαβάζεις Τάιμπο ΙΙ είναι (όπως έχω ξαναπεί και δεν θα κουράζομαι να επαναλαμβάνω), πολύ μεγάλη απόλαυση. (ole)