Ένα
πυκνό δάσος που απλώνεται σε δύο χώρες, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Και μέσα σ’
αυτό, η Μποντρέ ένα μέρος γεμάτο εξοχικές κατοικίες και ένα κάμπινγκ. Το όνομα τής
Μποντρέ προέρχεται από μια παραφθορά του αγγλικού Boundary,
που σημαίνει μεθόριος. Μεθόριος όμως τίνος; Γιατί η Μποντρέ και κατ’ επέκταση
τα δάση με την άγρια φύση τους δεν ανήκουν πουθενά, ούτε στο Μέιν, ούτε στο
Κεμπέκ. Τα σαλέ που χτίστηκαν γύρω από τη λίμνη Μπάουντρι Ποντ, συνιστούν μια
εισβολή, μια αλλοίωση του φυσικού τοπίου.
Η
Μποντρέ, είναι το μέρος, που εκτυλίσσεται η ιστορία, η οποία περιγράφεται στο
έξοχο νουάρ μυθιστόρημα «ΜΕΘΟΡΙΟΣ» («Bondree»), της γαλλόφωνης
Καναδής, λογοτεχνικής και θεατρικής συγγραφέως, Andree
Michaud (1957, Κεμπέκ) – (Εκδόσεις του 21ου,
μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.331). Η «Μεθόριος» είναι το δέκατο βιβλίο της και έχει
τιμηθεί με τρία βραβεία στον Καναδά (ανάμεσά τους το πολύ σημαντικό «Gouverneur general
du Canada») και τρία βραβεία
για polar βιβλίο, στη Γαλλία.
Το
χρονικό πλαίσιο της ιστορίας που περιγράφει η Μισό, είναι το καλοκαίρι του 1967.
Οι παραθεριστές έχουν αρχίσει ήδη τις διακοπές τους στο Μποντρέ και ανάμεσά τους,
βρίσκεται η έφηβη Ζαζά, που με την κολλητή της φίλη Σίσι, έχουν αναστατώσει τους
περίοικους, αφού προκαλούν με τις εμφανίσεις τους, τους «φιλήσυχους»
οικογενειάρχες, τους αναστατώνουν με τις φωνές και τα τραγούδια τους
(τραγουδώντας συνεχώς το Lucy in the Sky with Diamonds), και φλερτάρουν ανοιχτά με όλους. Μια
μέρα, η Ζαζά εξαφανίζεται και στην αρχή κανείς δεν ανησυχεί, αφού θεωρείτο «ανακατώστρα»
και «παλιοκόριτσο»!
Όταν
όμως βρίσκεται το πτώμα της, βαθιά μέσα στο δάσος, πιασμένο σε ένα σκουριασμένο
και παμπάλαιο δόκανο για αρκούδες, η φρίκη και ο τρόμος κυριαρχούν στην
ειδυλλιακή κοινότητα. Το μυαλό όλων πηγαίνει στην αναβίωση του παλιού θρύλου
που υπάρχει στην περιοχή, για τον πιονέρο Πιερ Λαντρί, έναν ιδιόρρυθμο τύπο που
κατέφυγε στην περιοχή το 1940 για να γλυτώσει από την στράτευση, κι έζησε μια
τραγική ερωτική ιστορία εκεί, έχοντας βρει το πτώμα της γυναίκας που ερωτεύτηκε
πιασμένο από ένα δόκανο. Εκείνος βρέθηκε αργότερα κρεμασμένος στην καλύβα του, στις
όχθες της λίμνης.
Τα
χρόνια όμως έχουν περάσει και το αρχικό πάγωμα στους παραθεριστές της λίμνης
(και τα μνησίκακα σχόλια τύπου «καλά να πάθει»), διαδέχεται η αγωνία για τον
φόνο της Ζαζά που έγινε δίπλα τους. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο μεσήλικας επιθεωρητής
Μισό, που κουβαλάει τα δικά του φαντάσματα από μια προηγούμενη ιστορία
δολοφονίας νεαρού κοριτσιού που τον στοιχειώνει ακόμα και έχει επηρεάσει τον
γάμο του. Καθώς όμως οι έρευνες για την ανεύρεση του δολοφόνου έχουν ξεκινήσει,
εξαφανίζεται και η φίλη της Ζαζά, η Σίσι, η οποία βρίσκεται κι αυτή
δολοφονημένη με τον ίδιο τρόπο κάπου μέσα στο δάσος. Η υπόθεση πλέον αποκτάει
διαστάσεις που ξεπερνάνε τα στενά όρια της περιοχής, οι δημοσιογράφοι πλημμυρίζουν
την περιοχή και η πίεση σε Αρχές και κατοίκους είναι μεγάλη.
«Πέρασαν
τη βραδιά μέσα σ’ αυτά τα χρώματα, μέσα σ’ αυτές τις μυρωδιές, που έσμιγαν μ’
εκείνες της μαρμελάδας, των κρεάτων που ψήνονταν στα κάρβουνα, των βραστών
φασολιών, ποτισμένων ελαφρά με τη γεύση του ξυλοκάρβουνου, μια γεύση αιώνιου
καλοκαιριού. Για μερικές ώρες ο Σταν Μισό είχε αποφασίσει να θάψει τη Ζαζά
Μάλιγκαν, να βάλει πάνω από τον τάφο της μια μηλιά, ένα λιβάδι με χρυσοκίτρινο
χορτάρι. Θα την ξέθαβε την άλλη μέρα, το ήξερε, ή την παράλλη, και θ’
ασχολιόταν με τις άλλες του υποθέσεις περιμένοντας να ξυπνήσει και να τον
χτυπήσει σαν μπούμερανγκ στον αυχένα, γιατί ήταν φτιαγμένη από το ξύλο που
κατασκευάζαν τα μπούμερανγκ. Ως τότε, θα προσπαθούσε να ζήσει, ν’ αναπνεύσει
κανονικά. Θα έκοβε τον κισσό, θα περικύκλωνε με τους συναδέλφους του φοράδες
αγριεμένες από το φόβο, θα κέρδιζε τον παράδεισό του διατρέχοντας την κόλαση,
αφού η μοίρα των απίστων του είδους του ήταν να διασταυρώνεται με τη μοίρα των
κολασμένων.»
Η
αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης μορφής, που
αναλαμβάνει η εντεκάχρονη Αντρέ που γνώριζε τις δύο κοπέλες και τις θαύμαζε για
το πνεύμα εξέγερσης και ελευθερίας που είχαν αλλά και τις ζήλευε ακριβώς για τα
ίδια πράγματα. Μέσα από το βλέμμα της Αντρέ παρακολουθούμε την καθημερινότητα της
κοινότητας, τις παρεξηγήσεις και τους τσακωμούς, την απελπισία και τον φόβο,
ενώ στην τριτοπρόσωπη αφήγηση γύρω από τον Μισό, με τις δικές του λίγο πολύ
αποτυχημένες προσπάθειες να βρει άκρη και την συμπόνια που έχει για τα
δολοφονημένα κορίτσια. Αυτή η δισημία στην περιγραφή μέσα από δυο διαφορετικά
βλέμματα είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου (ενώ η συγγραφέας «παίζει»
δίνοντας στο μικρό κορίτσι το πρώτο της όνομα (Αντρέ) και στον επιθεωρητή το
επίθετό της (Μισό)), ενώ και η δισημία στις γλώσσες που εναλλάσσονται από
γαλλικά σε αγγλικά στους διαλόγους ή στις περιγραφές των μαρτύρων, τονίζοντας
το εύθραυστο της μεθορίου και την αδυναμία συνεννόησης, προσδίδει ένα
διαφορετικό στοιχείο στην ιστορία.
Χωρίς
πολλούς διαλόγους και με έμφαση στα φυσικά στοιχεία που περιβάλλουν τον
οικισμό, στο μυθιστόρημα της Μισό γίνεται εμφανές από την αρχή, ότι το κεντρικό
θέμα δεν είναι οι φόνοι, ούτε το τελετουργικό τους, αλλά είναι το φυσικό
περιβάλλον και η επίδρασή του στον άνθρωπο. Είναι επίσης, η επίδρασή τους στην κοινότητα
και στο πόσο εύθραυστη είναι η ζωή της και η δημιουργία της. Οι πολλοί
δευτερεύοντες χαρακτήρες – ουσιαστικά οι κάτοικοι της μικρής παραθεριστικής /
εποχιακής κοινότητας και οι ζωές τους -, δίνουν όγκο και βάρος στην πλοκή που
διανθίζεται από τα στοιχεία γύρω από την ιστορία του τόπου.
«Όλοι
ξέρουν ότι ο θάνατος λεκιάζει, ότι αφήνει ίχνη όπου περνάει, μεγάλες βρόμικες
κηλίδες που όταν τις πατάμε γλιστράμε και πέφτουμε ανάσκελα.»
Γραμμένο
με ωραίο στυλ και με ύφος που εναλλάσσεται μεταξύ λυρικότητας ενός παραμυθιού
του 19ου αιώνα και ρεαλισμού για τα τεκταινόμενα με τους φόνους και τις
επιπτώσεις τους στις ζωές των κατοίκων, η «Μεθόριος», είναι ένα εξαιρετικό
μυθιστόρημα, στο οποίο κυριαρχεί η ατμόσφαιρα.
Είναι
ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που μιλάει για την ενηλικίωση, την επιβίωση, την
απώλεια, τη θλίψη, τον φόβο, τις μικροαστικές νοοτροπίες, αλλά και την
ιδιαίτερη δυσκολία της κατανόησης των προβλημάτων της εφηβείας και της ελευθερίας.
Ταυτόχρονα σαγηνευτικό αλλά και δραματικό, το μυθιστόρημα της Μισό τονίζει εμφαντικά
ότι οι παράδεισοι υπάρχουν μόνο στις ιστορίες κι ότι η φύση θα πάρει την
εκδίκησή της από την απληστία των ανθρώπων.
Βαθμολογία
83 / 100