Τετάρτη, Μαΐου 26, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 26, 2021 | Permalink
E la nave va ("Το Πλοίο των Τρελών")
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που ταλανίζουν όλους εμάς που διαβάζουμε φανατικά κλασσική λογοτεχνία, είναι το κατά πόσο το βιβλίο που επιλέγουμε, έχει αντέξει στον χρόνο ▪ με μία λέξη, αν «διαβάζεται» σήμερα, σε μια εποχή που μεταβάλλεται διαρκώς και πράγματα που δείχνανε ή φαινόντουσαν «μοντέρνα» πριν δέκα χρόνια, έχουν ήδη λησμονηθεί. Το ερώτημα στριφογύριζε στο μυαλό μου, διατρέχοντας τις σελίδες ενός από τα κλασσικά μυθιστορήματα του παρελθόντος (και τεράστιου best-seller στον καιρό του), που είναι το «ΠΛΟΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ» («Ship of Fools»), της σπουδαίας Αμερικανής διηγηματογράφου Katherine Anne Porter (1890 Τέξας – 1980 Μέριλαντ), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962, παρότι γραφόταν για περίπου είκοσι χρόνια. Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της πολύ αναγνωρισμένης προπολεμικά συγγραφέως και ένα βιβλίο που δημιούργησε συζητήσεις και θόρυβο αμέσως μόλις εκδόθηκε. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μόλις την προηγούμενη χρονιά, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε (ωραία) μετάφραση της Έφης Τσιρώνη (σελ. 635).


 
Το ογκώδες magnum opus της Πόρτερ, δεν είναι ένα βιβλίο γραμμένο πριν από 100 ή 200 χρόνια – είναι ένα μυθιστόρημα σχετικά σύγχρονο, είναι όμως κι ένα βιβλίο που δείχνει (και με το παραπάνω) τα χρόνια του, ένα βιβλίο που αποπνέει «κάτι παλαιό» (όχι με την καλή έννοια) και δείχνει την ηλικία του. Το «Πλοίο των τρελών» περιγράφει ένα ταξίδι, και διαδραματίζεται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο (καλοκαίρι του 1931), σε έναν δεδομένο χώρο (ένα πλοίο). Είναι μια πολυσέλιδη αλληγορική τοιχογραφία, με ρεαλιστική ατμόσφαιρα, ένα βιβλίο πολυπρόσωπο και πολυσύνθετο, εξαιρετικά ενδιαφέρον σε πολλά σημεία, παντελώς αδιάφορο σε άλλα τόσα.
 
Βρισκόμαστε τον Αύγουστο του 1931. Από το Μεξικάνικο λιμάνι Βερακρούζ, το επιβατηγό πλοίο «Βέρα» αποπλέει για το λιμάνι του Μπρέμερχάβεν στη Γερμανία, έχοντας στο πρόγραμμα και κάποιες στάσεις σε λιμάνια της Ευρώπης για να αποβιβάσει επιβάτες. Στο πλοίο επιβιβάζονται άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων, Γερμανοί, Ισπανοί, Αμερικανοί, Ελβετοί ενώ από το λιμάνι της Αβάνας στην Κούβα, που είναι ο δεύτερος επιβατικός σταθμός, μπαίνουν στο πλοίο Κουβανοί φοιτητές ή εκτοπισμένοι για πολιτικούς λόγους.
 
«Το πλήθος εξακολουθούσε να ανεβαίνει εξαντλημένο στο καράβι, όταν ο δόκτωρ Σούμαν έχασε το ενδιαφέρον του και απομακρύνθηκε, οι αξιωματικοί διασκορπίστηκαν και οι λιμενεργάτες που φόρτωναν τόση ώρα με το πάσο τους, άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν πέρα δώθε. Υπήρχαν ακόμα αποσκευές, παιδιά και ενήλικες που δεν είχαν επιβιβαστεί, και όσοι είχαν, τριγύριζαν μπερδεμένοι εδώ κι εκεί με ύφος ανθρώπου που έχει αφήσει κάτι πολύ σημαντικό στη στεριά, μολονότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν. Σε αδέσποτες ομάδες, αμίλητοι, ασύνδετοι, επέστρεφαν στην αποβάθρα και έστεκαν άσκοπα εκεί, χαζεύοντας τους εργάτες να τραβούν τα σκοινιά των φορτωτικών γερανών. Άμορφοι δέματα και μπόγοι, κακοσυσκευασμένοι σομιέδες και στρώματα, φτηνιάρικοι καναπέδες και εστίες μαγειρικής, πιάνα σε φτενά κιβώτια και δερμάτινα μπαούλα πετιόντουσαν στο αμπάρι, μαζί με μια παλέτα πλακιδίου Pueblo και μερικές χιλιάδες ράβδους ασημιού με προορισμό την Αγγλία ▪ έναν τόνο ανεπεξέργαστο κόμμι, μπάλες κλωστικής κάνναβης και ζάχαρη για την Ευρώπη. Το πλοίο δεν ήταν απ’ αυτά τα εξειδικευμένα φορτηγά με τα σπάνια αγαθά, και πολύ λιγότερο ένα κομψό κρουαζιερόπλοιο που κατέβαινε από τη Νέα Υόρκη, φρεσκοβαμμένο απ’ έξω και διακοσμημένο με την τελευταία λέξη της μόδας μέσα, μεταφέροντας πλήθη ευκατάστατων, καλοντυμένων τουριστών με λεφτά στις τσέπες. Όχι, το Βέρα ήταν κάτι μεταξύ φορτηγού και επιβατηγού πλοίου, πολύ σταθερό και με φαρδύ κύτος, που παράδερνε σε διάφορα μακρινά λιμάνι, τον έναν χρόνο μετά τον άλλο, απρόσβλητο, αξιόπιστο και αφτιασίδωτο σαν Γερμανίδα νοικοκυρά.»
 
Το πλοίο και πιο συγκεκριμένα η πρώτη θέση, που εκεί εστιάζεται το ενδιαφέρον της συγγραφέως, αποτελείται από μια σειρά από νευρωτικούς και αρκετούς στα όρια της ψυχοπάθειας χαρακτήρες, κυρίως Γερμανούς που είναι και οι περισσότεροι επιβάτες στη συγκεκριμένη θέση και μοιράζονται το τραπέζι του πλοιάρχου. Οι χαρακτήρες είναι δεκάδες. Ένα ζευγάρι με το μονίμως ζαλισμένο από το κούνημα του πλοίου σκυλάκι του, μια νεαρή γυναίκα που συνοδεύεται από έναν ναζιστή και υπέρβαρο επιχειρηματία, ένας αλκοολικός και ένας φανατικός θρησκόληπτος, μια διαταραγμένη αριστοκρατική γυναίκα που εκδιώκεται από την Κούβα για πολιτικούς λόγους, ελαφρώς νυμφομανής και ναρκομανής, μια Γερμανίδα μεταφέρει το σώμα του νεκρού συζύγου της για να ταφεί στην πατρίδα, ένα ζευγάρι Αμερικανών ζωγράφων (από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου), που η σχέση τους περνάει κρίση, μια κομπανία ρομά Ισπανών «καλλιτεχνών» που ουσιαστικά είναι κλέφτες, με δύο μικρά παιδιά που η συμπεριφορά τους, υπερβαίνει τα όρια της σκανδαλιάς και αγγίζει τα όρια της εγκληματικότητας, ένας γιγαντόσωμος Σουηδός που ερωτεύεται μια από τις χορεύτριες, ένας ετοιμοθάνατος πάμπλουτος γέροντας που τον συνοδεύει ο κληρονόμος του, ένας ανεψιός του που τον απεχθάνεται, ένας Αμερικανός μπουρτζόβλαχος που όλα του φαίνονται παράξενα, ένας εβραίος έμπορος, ένας Γερμανός υψηλόβαθμος υπάλληλος εταιρείας που μεταβαίνει στη χώρα του για να επιστρέψει στο Μεξικό με την εβραία σύζυγό του, μια ομάδα φασαριόζων Κουβανών φοιτητών που μεταβαίνουν για σπουδές στην Ισπανία, μια Αμερικανίδα που πρόσφατα διαλύθηκε ο γάμος της, μια οικογένεια Ελβετών που επιστρέφει στη χώρα της για να αναλάβει ένα ξενοδοχείο και πολλοί άλλοι ακόμα χαρακτήρες που εισέρχονται και εξέρχονται από την «πλοκή» του βιβλίου.
 
Ο πλοίαρχος διοικεί το πλοίο του σαν ένας Φύρερ, άκαμπτος και χωρίς συναισθήματα, αντισημίτης και εθνικιστής, βλέπει τους ξένους με καχυποψία και εχθρότητα, ενώ δεν διστάζει να επιδείξει όλη την αυταρχική συμπεριφορά του, διατάσσοντας τους ναύτες του, να διαλύσουν βίαια μια διαμαρτυρία στο κατάστρωμα που στοιβάζονται οι περισσότεροι επιβάτες, αυτοί της τρίτης θέσης, όπου δεν λείπουν οι πολιτικές εντάσεις, αλλά και οι διαφωνίες για το παραμικρό. Στο προσωπικό του πλοίου, μαζί με ερωτύλους αξιωματικούς, που φλερτάρουν και χορεύουν με τις επιβάτιδες, βρίσκεται και ένας γιατρός (ο δόκτωρ Σούμαν), που πλησιάζει σε ηλικία σύνταξης, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει τις εντάσεις και να χαλιναγωγήσει το πάθος που αισθάνεται για την Κουβανή αριστοκράτισα.


 
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, το μίσος και η βία που είναι έτοιμη να ξεσπάσει κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα, οι Γερμανοί απεχθάνονται τον εβραίο έμπορο, ενώ διώχνουν από το τραπέζι τους τον φινετσάτο και καλοντυμένο συμπατριώτη τους, όταν ενημερώνονται ότι έχει εβραία σύζυγο και απόψεις διαφορετικές από τις δικές τους, ο ανεψιός που θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία, απεχθάνεται τον ετοιμοθάνατο θείο του που είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ο Αμερικανός χωριάτης που βγαίνει πρώτη φορά από την πατρίδα του, μισεί τους μαύρους, και το μόνο που τον νοιάζει είναι τα χρήματα, οι γυναίκες και πως θα πλουτίσει, η γλυκιά και προσηνής πρόσφατα διαζευγμένη κα Τρέντγουελ που η καλοσύνη διαγράφεται στο πρόσωπό της, δεν διστάζει να σαπίσει στο ξύλο, χτυπώντας με το τακούνι της, τον ναζιστή επιχειρηματία που μεθυσμένος χτυπούσε την πόρτα της καμπίνας της.
 
Ένας υπόγειος πόλεμος, διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα σε αυτό το πλοίο που χωρίς βιασύνη διασχίζει τον Ατλαντικό, μεταφέροντας αντιπροσωπευτικά δείγματα του ανθρώπινου είδους. Οι δολοπλοκίες δίνουν και παίρνουν, οι Ισπανοί χορευτές της Θαρθουέλα κλέβουν τους πάντες χωρίς αιδώ, τα παιδιά τους, πετάνε το μικρό σκυλί στη θάλασσα και παραμονεύουν να πετάξουν και κάνα μεθυσμένο, οι χορεύτριες εκδίδονται στα ανοιχτά, οι μισοί κοιτάνε περίεργα τους άλλους μισούς. Είναι ένας κόσμος που οδεύει προς την καταστροφή, ένας προάγγελος του χαλασμού που θα έρθει σε λίγα χρόνια.
 
Η Πόρτερ με ωραίο αφηγηματικό ρυθμό, διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, όμως το πλήθος των χαρακτήρων δεν ευνοεί την εξέλιξη της πλοκής, που έτσι κι αλλιώς απουσιάζει. Στην προσπάθειά της να εμπλουτίσει την τοιχογραφία ενός κόσμου που οδεύει στον χαμό του, η συγγραφέας περιγράφει στερεοτυπικά και γκροτέσκα τους χαρακτήρες της. Οι κακοί και μοχθηροί Γερμανοί έμποροι, επιχειρηματίες, μικροαστοί που κάνανε περιουσία στο Μεξικό, είναι σίγουρα οι μελλοντικοί οπαδοί του Χίτλερ που τότε αρχίζει να ανεβαίνει στην «μητέρα πατρίδα», οι φτωχοί και αναξιοπαθούντες του κάτω καταστρώματος είναι αριστεροί, επαναστάτες που είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να φέρουν τα πάνω-κάτω στο πλοίο, οι Αμερικανοί είναι μπερδεμένοι και αφελείς που τους ενδιαφέρουν κυρίως τα ερωτικά τους και εκπλήσσονται με το παραμικρό.
 
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα εξαίσιο «μυθιστόρημα ιδεών» αλλά τίποτα δεν εξελίσσεται καθώς προχωράει η αφήγηση, μένοντας σε μια περιγραφή χαρακτήρων – ευδιάκριτων μεν (και αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα και αξιοθαύμαστο κατόρθωμα για την συγγραφέα που κατάφερε να μπορεί ο αναγνώστης να ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά του καθενός), αλλά χωρίς ανάπτυξη – και εδώ ακριβώς έρχεται ο παραλογισμός της σύγκρισης που αποπειράθηκαν να κάνουν κάποιοι από τους κριτικούς της εποχής με το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν.
 
Το βιβλίο έχει ωραία ατμόσφαιρα, πολύ και οξύ χιούμορ, μερικές έξοχες σελίδες όπου κάποιοι από τους χαρακτήρες ενδελεχώς ψυχογραφούνται, ενώ είναι εντυπωσιακό ως κατασκευή και με ωραία δομή. Όμως, το «Πλοίο των Τρελών», είναι ένα βιβλίο που μάλλον δεν θα πει τίποτα στον σημερινό αναγνώστη – αναρωτιέμαι δε αν θα ολοκληρώσει κιόλας την ανάγνωσή του.
 
Είναι ένα βιβλίο, πολύ ενδιαφέρον με το πλήθος των χαρακτήρων και την προφανή αλληγορία του, είναι όμως ιδιαίτερα φλύαρο και ατέρμονο, επαναλαμβανόμενο και με πλήρη απουσία (μετά από κάποιο διάστημα) πλοκής, που θα λειτουργούσε άψογα σε μια νουβέλα 200 σελίδων και όχι σε ένα πυκνογραμμένο μυθιστόρημα της τριπλάσιας έκτασης. Η εξαιρετική διηγηματογράφος Porter, έπεσε άραγε στην παγίδα της πολυετούς απασχόλησής της με αυτό, αφού το έγραφε επί είκοσι (!) χρόνια; Ή είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μια λογοτεχνίας που δεν μπορεί να διαβαστεί πια;
 
Υ.Γ. «Το Πλοίο των Τρελών» σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1965 από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Stanley Kramer, αποσπώντας Όσκαρ και πολλά άλλα βραβεία, και πρωταγωνιστές μια πλειάδα εξαίρετων ηθοποιών,  Βίβιαν Λι (στον τελευταίο της ρόλο),  Σιμόν Σινιορέ (Όσκαρ και Bafta ερμηνείας), Λι Μάρβιν, Χ. Φερέρ, Όσκαρ Βέρνερ (Όσκαρ και Bafta ερμηνείας) και άλλους.
 

Βαθμολογία 75 / 100



 
 
Τρίτη, Μαΐου 18, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 18, 2021 | Permalink
Το απαράμιλλο στυλ του Robert Louis Stevenson ("Το διαμάντι του Μαχαραγιά")
Ένα από τα ονόματα που αυθόρμητα μου έρχεται ως απάντηση, στην ερώτηση που μπορεί να θέσει κάποιος, «καλή λογοτεχνία που δεν θα σε καταθλίψει και θα σε κάνει να περάσεις ευχάριστα μερικές ώρες», είναι αυτό του Robert Louis Stevenson. Ο σπουδαίος Σκώτος συγγραφέας (1850, Εδιμβούργο – 1894, Samoa), στον σύντομο, πολυτάραχο και ιδιαίτερα μυθιστορηματικό του βίο, έγραψε δυο-τρία αριστουργηματικά βιβλία («Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ», «Το νησί των θησαυρών») και πολλά διηγήματα. Μερικές από τις καλύτερες ιστορίες του, περιλαμβάνονται στο τρίτομο «Νέες Χίλιες και μια Νύχτες» που μέρη του (όχι ολόκληρο) έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
 
Το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου, του «Νέες Χίλιες και μια Νύχτες», αποτελεί το εξαιρετικό και εξόχως διασκεδαστικό «ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ» («The Rajahs Diamond»), οι ιστορίες του οποίου, πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1878 (σε συνέχειες σε ένα περιοδικό του Λονδίνου), και που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας, από τις πολύ δραστήριες νέες εκδόσεις Μάγμα, σε μετάφραση Χάρη Τανταρούδα Παπασπύρου (σελ. 139). Οι τέσσερις ιστορίες που απαρτίζουν τον μικρό αυτό τόμο, ακολουθούν την πορεία ενός περιβόητου διαμαντιού που μόνο τύχη δεν φέρνει σε όποιον πέσει στα χέρια του.


 
«Ο Σερ Τόμας ήταν ένας άνδρας περίπου στα εξήντα, βροντόφωνος, φασαριόζος και αυταρχικός. Εξαιτίας κάποιας αμφιλεγόμενης εκδούλευσης ο Μαχαραγιάς του Κασγκάρ τού είχε δωρίσει το έκτο πιο ξακουστό διαμάντι του κόσμου. Το δώρο αυτό μετέτρεψε τον αξιωματούχο μας από φτωχό σε πλούσιο ▪ από έναν άσημο, αφανή στρατιώτη σ’ έναν από τους λέοντες της λονδρέζικης υψηλής κοινωνίας. Ο κάτοχος του Διαμαντιού του Μαχαραγιά ήταν καλοδεχούμενος στους πλέον κλειστούς και πολυτελείς κύκλους. Είχε μάλιστα βρει μια κυρία – νεαρή, όμορφη και από αριστοκρατική οικογένεια – η οποία έδειχνε πρόθυμη να ιδιοποιηθεί το διαμάντι, ακόμα και με τίμημα τον γάμο μαζί του. Καθώς όμοιος ομοίω αεί πελάζει, διαδιδόταν εκείνον τον καιρό ότι ένα κόσμημα είχε προσελκύσει ένα άλλο. Και η Λαίδη Βάντελερ δεν ήταν μονάχα πραγματικό στολίδι ▪ φρόντιζε αποπάνω να επιδεικνύεται στον κόσμο με το πλέον ακριβό περιτύλιγμα. Εξ ου και θεωρείτο σύμφωνα με τις πλέον καταξιωμένες αυθεντίες της μόδας, ως μία εκ των τριών ή τεσσάρων πιο καλοντυμένων γυναικών της Αγγλίας.»
 
Το ξακουστό διαμάντι που έχει στα χέρια του ο Σερ Τόμας Βάντελερ, περνάει από χέρι σε χέρι στις τέσσερις ιστορίες του βιβλίου. Στην πρώτη («Η ιστορία της καπελιέρας»), ο νεαρός και χαριτωμένος (και σχετικά αφελής) υπηρέτης της (γεμάτης χρέη) Λαίδης Βάντελερ, παίρνει εντολή να μεταφέρει την καπελιέρα της σε μια μυστική διεύθυνση, στο κατόπι του όμως είναι ο υποψιασμένος Βάντελερ και εκείνος βρίσκει καταφύγιο στον κήπο ενός σπιτιού, καθώς όμως πήδαγε τον τοίχο του, το κουτί σπάει και αποκαλύπτεται ότι είχε μέσα κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες και το περίφημο διαμάντι που με τα πολλά θα περάσει στα χέρια ενός εφημέριου, του κυρίου Ρολς, που στη δεύτερη ιστορία («Η ιστορία του νεαρού κληρικού»), θα σκεφτεί να «κόψει» το διαμάντι γνωρίζοντας ότι αποκλείεται να μπορέσει να το πουλήσει ολόκληρο και προσπαθεί να μάθει την τεχνική πώς να το κάνει αυτό. Κατά κακή του τύχη όμως πέφτει πάνω στον Τζον Βάντελερ – αδελφό του Σερ Τόμας Βάντελερ – που αντιλαμβάνεται ότι ο κληρικός έχει το διαμάντι, αλλά επειδή το έχει επάνω του, δεν μπορεί να του το πάρει. Αποφασίζουν να συνεργαστούν, προς κοινό όφελος, δεδομένης της ελάχιστης εκτίμησης που τρέφει ο Τζον Βάντελερ προς τον αδελφό του.
 
Στην τρίτη ιστορία («Η ιστορία του σπιτιού με τα πράσινα στόρια»), μεταφερόμαστε στο Παρίσι, όπου μεταβαίνει ο Φράνσις Σκρίμτζερ, ταμίας σε τράπεζα στο Εδιμβούργο, όταν ένας δικηγόρος τον ενημερώνει ότι επιτέλους ο αληθινός του πατέρας τον αναγνώρισε και πλέον είναι κληρονόμος ενός ετήσιου ποσού αν μεταβεί στο Παρίσι, παρακολουθήσει μια παράσταση σε μια συγκεκριμένη θέση, και παντρευτεί μια δεσποινίδα, της απόλυτης επιλογής του (νέου του;) πατέρα. Το διαμάντι με έναν δαιδαλώδη τρόπο θα καταλήξει στα χέρια του ανυποψίαστου νεαρού που αντιλαμβανόμενος ότι είναι κάτοχος ενός κλοπιμαίου, θα το παραδώσει στα χέρια του Πρίγκιπα Φλόριζελ για να μην ατιμαστεί. Ο Πρίγκιπας Φλόριζελ που είναι ήρωας στις περισσότερες ιστορίες από τις «Νέες Χίλιες και μια νύχτες», στην τέταρτη ιστορία «Η ιστορία του Πρίγκιπα Φλόριζελ κι ενός επιθεωρητή» απαλλάσσει επιτέλους την ανθρωπότητα από το πολύτιμο πετράδι που ταλαιπωρεί και διαφθείρει όποιον το έχει στην κατοχή του.


 
«Για μένα τούτο εδώ το πετράδι είναι τόσο σιχαμερό όσο και τα έρποντα σκουλήκια του θανάτου ▪ τόσο αποκρουστικό σα να’χε φτιαχτεί με το αίμα αθώων. Το κοιτάζω βαστώντας το στο χέρι μου και ξέρω ότι η λάμψη του πηγάζει από τις φωτιές της κόλασης. (…) Η φαντασία αδυνατεί να συλλάβει τι έγινε σε παλιότερους καιρούς, σε τι εγκλήματα και προδοσίες οδήγησε τους προγόνους μας. Για χρόνια και χρόνια υπηρέτησε πιστά τις δυνάμεις του σκότους. Όμως φτάνουν πια οι αιματοχυσίες, φτάνει η ατίμωση ▪  αρκετά με τις κατεστραμμένες φιλίες και ζωές! Όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος: και τα κακά και τα καλά ▪ και η πανούκλα και η όμορφη μουσική.»
 
Ο Στήβενσον χρησιμοποιώντας τον Πρίγκιπα Φλόριζελ ως «από μηχανής θεό», με την σοφία και την εμπειρία του περί ζωής, που συμβουλεύει και δίνει την τελική λύση στην ιστορία, συνδέει τους μύθους του με αυτές των original ιστοριών από τις «Χίλιες και μια νύχτες» που έχουν τον Χαρούν – Αλ – Ρασίντ ως κεντρικό χαρακτήρα, όπου γύρω του πλάθονται οι αφηγήσεις του βιβλίου που ενέπνευσε τον συγγραφέα. Οι ιστορίες στο «Διαμάντι του Μαχαραγιά» έχουν ακόμα την επιρροή της «Φεγγαρόπετρας» του Γουίλκι Κόλινς που γράφτηκε μερικά χρόνια πριν, μια αρχετυπική αστυνομική ιστορία, που αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις λίθους του λογοτεχνικού αυτού είδους.
 
Ο Στήβενσον δείχνει μέσα από μια αριστοτεχνικά δομημένη αφήγηση την ανθρώπινη αδυναμία, το πόσο ευάλωτος είναι ο μέσος άνθρωπος μπροστά στην πρόκληση του εύκολου πλουτισμού, μπροστά σε κάτι που μπορεί να τον παρασύρει σε μια περιπέτεια επικίνδυνη και πολλές φορές παράνομη. Οι χαρακτήρες των ιστοριών του, προσεκτικά σκιαγραφημένοι, ένας άμυαλος και χαρούμενος γραμματέας, ένας νεαρός κληρικός, ένας άχρωμος ταμίας τραπέζης, έχουν σταθερές εργασίες, και ήρεμες ζωές, όμως αίφνης μεταβάλλονται μόλις πιάνουν το πετράδι, πως αλλάζει η σκέψη τους, ο ρυθμός της ζωής τους. Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, ούτε καταδικάζει, παραθέτει με δήθεν ανάλαφρο τρόπο τις αλλαγές στη συμπεριφορά τους, τις ενέργειές τους, τον φόβο και την πορεία τους προς το έγκλημα.
 
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο τον επίμονο αναγνώστη, είναι το αφηγηματικό στυλ του μεγάλου Σκώτου συγγραφέα, που εναλλάσσει τις ιστορίες του εκπληκτικά χωρίς περιττά στοιχεία, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού.
«Το διαμάντι του Μαχαραγιά» προσφέρει σελίδες ύψιστης λογοτεχνικής απόλαυσης, παρασύροντας μας σε ένα κοσμοπολίτικο ταξίδι όπου το μυστήριο ανακατεύεται δημιουργικά με την ειρωνεία και τον σαρκασμό, το χιούμορ με το δράμα, η περιπέτεια με τον έρωτα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Τετάρτη, Μαΐου 12, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 12, 2021 | Permalink
Πως μετατρέπεται ο "παράδεισος" σε "κόλαση" ("Μεθόριος")
Ένα πυκνό δάσος που απλώνεται σε δύο χώρες, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Και μέσα σ’ αυτό, η Μποντρέ ένα μέρος γεμάτο εξοχικές κατοικίες και ένα κάμπινγκ. Το όνομα τής Μποντρέ προέρχεται από μια παραφθορά του αγγλικού Boundary, που σημαίνει μεθόριος. Μεθόριος όμως τίνος; Γιατί η Μποντρέ και κατ’ επέκταση τα δάση με την άγρια φύση τους δεν ανήκουν πουθενά, ούτε στο Μέιν, ούτε στο Κεμπέκ. Τα σαλέ που χτίστηκαν γύρω από τη λίμνη Μπάουντρι Ποντ, συνιστούν μια εισβολή, μια αλλοίωση του φυσικού τοπίου.
 
Η Μποντρέ, είναι το μέρος, που εκτυλίσσεται η ιστορία, η οποία περιγράφεται στο έξοχο νουάρ μυθιστόρημα «ΜΕΘΟΡΙΟΣ» («Bondree»), της γαλλόφωνης Καναδής, λογοτεχνικής και θεατρικής συγγραφέως, Andree Michaud (1957, Κεμπέκ) – (Εκδόσεις του 21ου, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.331). Η «Μεθόριος» είναι το δέκατο βιβλίο της και έχει τιμηθεί με τρία βραβεία στον Καναδά (ανάμεσά τους το πολύ σημαντικό «Gouverneur general du Canada») και τρία βραβεία για polar βιβλίο, στη Γαλλία.


 
Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας που περιγράφει η Μισό, είναι το καλοκαίρι του 1967. Οι παραθεριστές έχουν αρχίσει ήδη τις διακοπές τους στο Μποντρέ και ανάμεσά τους, βρίσκεται η έφηβη Ζαζά, που με την κολλητή της φίλη Σίσι, έχουν αναστατώσει τους περίοικους, αφού προκαλούν με τις εμφανίσεις τους, τους «φιλήσυχους» οικογενειάρχες, τους αναστατώνουν με τις φωνές και τα τραγούδια τους (τραγουδώντας συνεχώς το Lucy in the Sky with Diamonds), και φλερτάρουν ανοιχτά με όλους. Μια μέρα, η Ζαζά εξαφανίζεται και στην αρχή κανείς δεν ανησυχεί, αφού θεωρείτο «ανακατώστρα» και «παλιοκόριτσο»!
Όταν όμως βρίσκεται το πτώμα της, βαθιά μέσα στο δάσος, πιασμένο σε ένα σκουριασμένο και παμπάλαιο δόκανο για αρκούδες, η φρίκη και ο τρόμος κυριαρχούν στην ειδυλλιακή κοινότητα. Το μυαλό όλων πηγαίνει στην αναβίωση του παλιού θρύλου που υπάρχει στην περιοχή, για τον πιονέρο Πιερ Λαντρί, έναν ιδιόρρυθμο τύπο που κατέφυγε στην περιοχή το 1940 για να γλυτώσει από την στράτευση, κι έζησε μια τραγική ερωτική ιστορία εκεί, έχοντας βρει το πτώμα της γυναίκας που ερωτεύτηκε πιασμένο από ένα δόκανο. Εκείνος βρέθηκε αργότερα κρεμασμένος στην καλύβα του, στις όχθες της λίμνης.
 
Τα χρόνια όμως έχουν περάσει και το αρχικό πάγωμα στους παραθεριστές της λίμνης (και τα μνησίκακα σχόλια τύπου «καλά να πάθει»), διαδέχεται η αγωνία για τον φόνο της Ζαζά που έγινε δίπλα τους. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο μεσήλικας επιθεωρητής Μισό, που κουβαλάει τα δικά του φαντάσματα από μια προηγούμενη ιστορία δολοφονίας νεαρού κοριτσιού που τον στοιχειώνει ακόμα και έχει επηρεάσει τον γάμο του. Καθώς όμως οι έρευνες για την ανεύρεση του δολοφόνου έχουν ξεκινήσει, εξαφανίζεται και η φίλη της Ζαζά, η Σίσι, η οποία βρίσκεται κι αυτή δολοφονημένη με τον ίδιο τρόπο κάπου μέσα στο δάσος. Η υπόθεση πλέον αποκτάει διαστάσεις που ξεπερνάνε τα στενά όρια της περιοχής, οι δημοσιογράφοι πλημμυρίζουν την περιοχή και η πίεση σε Αρχές και κατοίκους είναι μεγάλη.
 
«Πέρασαν τη βραδιά μέσα σ’ αυτά τα χρώματα, μέσα σ’ αυτές τις μυρωδιές, που έσμιγαν μ’ εκείνες της μαρμελάδας, των κρεάτων που ψήνονταν στα κάρβουνα, των βραστών φασολιών, ποτισμένων ελαφρά με τη γεύση του ξυλοκάρβουνου, μια γεύση αιώνιου καλοκαιριού. Για μερικές ώρες ο Σταν Μισό είχε αποφασίσει να θάψει τη Ζαζά Μάλιγκαν, να βάλει πάνω από τον τάφο της μια μηλιά, ένα λιβάδι με χρυσοκίτρινο χορτάρι. Θα την ξέθαβε την άλλη μέρα, το ήξερε, ή την παράλλη, και θ’ ασχολιόταν με τις άλλες του υποθέσεις περιμένοντας να ξυπνήσει και να τον χτυπήσει σαν μπούμερανγκ στον αυχένα, γιατί ήταν φτιαγμένη από το ξύλο που κατασκευάζαν τα μπούμερανγκ. Ως τότε, θα προσπαθούσε να ζήσει, ν’ αναπνεύσει κανονικά. Θα έκοβε τον κισσό, θα περικύκλωνε με τους συναδέλφους του φοράδες αγριεμένες από το φόβο, θα κέρδιζε τον παράδεισό του διατρέχοντας την κόλαση, αφού η μοίρα των απίστων του είδους του ήταν να διασταυρώνεται με τη μοίρα των κολασμένων.»
 
Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης μορφής, που αναλαμβάνει η εντεκάχρονη Αντρέ που γνώριζε τις δύο κοπέλες και τις θαύμαζε για το πνεύμα εξέγερσης και ελευθερίας που είχαν αλλά και τις ζήλευε ακριβώς για τα ίδια πράγματα. Μέσα από το βλέμμα της Αντρέ παρακολουθούμε την καθημερινότητα της κοινότητας, τις παρεξηγήσεις και τους τσακωμούς, την απελπισία και τον φόβο, ενώ στην τριτοπρόσωπη αφήγηση γύρω από τον Μισό, με τις δικές του λίγο πολύ αποτυχημένες προσπάθειες να βρει άκρη και την συμπόνια που έχει για τα δολοφονημένα κορίτσια. Αυτή η δισημία στην περιγραφή μέσα από δυο διαφορετικά βλέμματα είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου (ενώ η συγγραφέας «παίζει» δίνοντας στο μικρό κορίτσι το πρώτο της όνομα (Αντρέ) και στον επιθεωρητή το επίθετό της (Μισό)), ενώ και η δισημία στις γλώσσες που εναλλάσσονται από γαλλικά σε αγγλικά στους διαλόγους ή στις περιγραφές των μαρτύρων, τονίζοντας το εύθραυστο της μεθορίου και την αδυναμία συνεννόησης, προσδίδει ένα διαφορετικό στοιχείο στην ιστορία.
 
Χωρίς πολλούς διαλόγους και με έμφαση στα φυσικά στοιχεία που περιβάλλουν τον οικισμό, στο μυθιστόρημα της Μισό γίνεται εμφανές από την αρχή, ότι το κεντρικό θέμα δεν είναι οι φόνοι, ούτε το τελετουργικό τους, αλλά είναι το φυσικό περιβάλλον και η επίδρασή του στον άνθρωπο. Είναι επίσης, η επίδρασή τους στην κοινότητα και στο πόσο εύθραυστη είναι η ζωή της και η δημιουργία της. Οι πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες – ουσιαστικά οι κάτοικοι της μικρής παραθεριστικής / εποχιακής κοινότητας και οι ζωές τους -, δίνουν όγκο και βάρος στην πλοκή που διανθίζεται από τα στοιχεία γύρω από την ιστορία του τόπου.
 
«Όλοι ξέρουν ότι ο θάνατος λεκιάζει, ότι αφήνει ίχνη όπου περνάει, μεγάλες βρόμικες κηλίδες που όταν τις πατάμε γλιστράμε και πέφτουμε ανάσκελα.»


 
Γραμμένο με ωραίο στυλ και με ύφος που εναλλάσσεται μεταξύ λυρικότητας ενός παραμυθιού του 19ου αιώνα και ρεαλισμού για τα τεκταινόμενα με τους φόνους και τις επιπτώσεις τους στις ζωές των κατοίκων, η «Μεθόριος», είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, στο οποίο κυριαρχεί η ατμόσφαιρα.
Είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που μιλάει για την ενηλικίωση, την επιβίωση, την απώλεια, τη θλίψη, τον φόβο, τις μικροαστικές νοοτροπίες, αλλά και την ιδιαίτερη δυσκολία της κατανόησης των προβλημάτων της εφηβείας και της ελευθερίας. Ταυτόχρονα σαγηνευτικό αλλά και δραματικό, το μυθιστόρημα της Μισό τονίζει εμφαντικά ότι οι παράδεισοι υπάρχουν μόνο στις ιστορίες κι ότι η φύση θα πάρει την εκδίκησή της από την απληστία των ανθρώπων.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
Τετάρτη, Μαΐου 05, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 05, 2021 | Permalink
"Ταμιευτήρας 13"
Ο Βρετανός Jon McGregor (1976, Βερμούδες) είναι μια ιδιότυπη και άκρως χαρισματική προσωπικότητα συγγραφέα, αφού και τα τέσσερα μυθιστορήματά του, έχουν διακριθεί είτε με μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία, είτε μπαίνοντας στις βραχείες λίστες αυτών. Δεν μπορείς ως αναγνώστης να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στη μεγάλη αφηγηματική δεινότητα του McGregor, κάτι που μου συνέβη όταν διάβασα τα δύο βιβλία του που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα (το «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα» και το «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή»). Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του (το οποίο, κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 2017), που εκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά στα ελληνικά, το «ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑΣ 13» («Reservoir 13») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, σελ. 296), είναι γεγονός, ότι άργησε λίγο, για εμάς τους θαυμαστές του έργου του συγγραφέα, αλλά είναι τόσο καλό, που αποζημιώνει (και με το παραπάνω) γι’ αυτή την «αργοπορία».


 
Στο «Ταμιευτήρας 13», ο McGregor, ακολουθεί την ίδια περίπου τεχνική, με το (καλύτερό του βιβλίο μέχρι τώρα), «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα», το οποίο παρακολουθεί ένα 24ωρο από την ζωή των κατοίκων μιας συνοικίας μετά από ένα τραγικό συμβάν. Μόνο που στον «Ταμιευτήρα 13», το χρονικό πλαίσιο εκτείνεται στα 13 χρόνια, ενώ το γεωγραφικό πλαίσιο καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο, μια μικρή πόλη – έχουμε όμως και πάλι ένα τραγικό γεγονός, όπως και μια λεπτομερή περιγραφή της καθημερινότητας και την επίδραση που έχει αυτό το γεγονός στις ζωές των κατοίκων της.
 
«…Οι άνθρωποι το μόνο που ήθελαν ήταν να ανοίγουν το στόμα τους και να μιλάνε, χωρίς να τους νοιάζει ιδιαίτερα τι λένε. Μέχρι το πρώτο φως της ημέρας η ομίχλη είχε καθαρίσει. Από την κορυφή του χερσότοπου, καθώς οι άνθρωποι γύριζαν, μπορούσαν να δουν το χωριό: το δάσος με τις οξιές και τα μισθωμένα λιβάδια, το καμπαναριό της εκκλησίας και το γήπεδο κρίκετ, το ποτάμι και το λατομείο και το εργοτάξιο τσιμέντου δίπλα στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στην κωμόπολη. Η έκταση που έπρεπε να καλύψουν ήταν μεγάλη και εκείνη θα μπορούσε να βρίσκεται σε πολλά μέρη. Ξεκίνησαν. Πού και πού φαινόταν κάποιο φως από την κίνηση στον αυτοκινητόδρομο, που μόλις διακρινόταν στον ορίζοντα. Οι υδροταμιευτήρες είχαν μια ομοιόμορφη γκρίζα μεταλλική απόχρωση. Μια πλατιά λωρίδα βροχής πλησίαζε. Το έδαφος τώρα ήταν πιο μαλακό, το λιπαρό καφετί νερό μούσκευε τις αρβύλες τους. Ένα ελικόπτερο που κάλυπτε τις ειδήσεις πετούσε πάνω από τη γραμμή των εθελοντών. Ήταν δύσκολο να μην κοιτάξεις ψηλά και να χαιρετήσεις. Αργότερα η αστυνομία οργάνωσε μια συνέντευξη τύπου στο Γκλάντστοουν, αλλά δεν είχαν τίποτε να ανακοινώσουν πέρα από όσα ήταν ήδη γνωστά. Το όνομα του αγνοούμενου κοριτσιού ήταν Ρεμπέκκα Σώ. Ήταν δεκατριών χρονών. Την τελευταία φορά που την είδαν φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα, σκούρο μπλε ισοθερμικό αμάνικο μπουφάν, μαύρο τζην και πάνινα παπούτσια. Είχε ύψος ένα εξηνταπέντε και ίσια σκουρόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Έγιναν εκκλήσεις στο κοινό να ειδοποιήσουν την αστυνομία αν έβλεπαν κάποιο άτομο που ταίριαζε με την συγκεκριμένη περιγραφή. Η έρευνα θα ξανάρχιζε όταν θα το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Το βράδυ στην πλατεία υπήρχε μια λάμψη από φώτα της τηλεόρασης, καπνός που σηκωνόταν από τις γεννήτριες και δυνατές φωνές που έρχονταν από την αυλή πίσω από το παμπ. Οι αμφιβολίες είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους.»  
 
Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ένα συνηθισμένο χωριό της βόρειας Αγγλίας, ένα όμορφο δεκατριάχρονο κορίτσι, η Ρεμπέκκα Σω, εξαφανίζεται. Είχε έρθει με τους γονείς της να περάσουν τις γιορτινές ημέρες, νοικιάζοντας ένα δωμάτιο. Οι αστυνομικές και οι τοπικές αρχές, όπως και οι κάτοικοι, κινητοποιούνται για την ανεύρεση της κοπέλας, χωρίς καμία επιτυχία. Δεν θα βρεθεί παρά το ενδελεχές «χτένισμα» της περιοχής. Οι μήνες περνάνε, το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο αλλά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο αλλά ούτε ίχνος της κοπέλας. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης, που είδαν την καθημερινότητά τους να αλλάζει, επιστρέφουν στις ζωές τους. Άλλοι παντρεύονται, άλλοι χωρίζουν, άλλοι πεθαίνουν, άλλοι χρεοκοπούν, καινούργιοι κάτοικοι έρχονται να ζήσουν εκεί, άλλοι φεύγουν. Η Ρεμπέκκα όμως που η θύμησή της σιγά σιγά ξεθωριάζει, δεν βρίσκεται…
 
Το μυθιστόρημα του McGregor, ξεκινάει στο πρώτο του κεφάλαιο σαν μια αστυνομική ιστορία εξαφάνισης και εκτυλίσσεται στα επόμενα δώδεκα που ακολουθούν τελείως διαφορετικά. Η πρώτη πρόταση των κεφαλαίων, είναι ακριβώς η ίδια «τα μεσάνυχτα όταν άλλαξε ο χρόνος…» και ακολουθεί μια περιγραφή των πυροτεχνημάτων για τον εορτασμό της νέας χρονιάς. Τα χρόνια περνάνε και ο συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα των κατοίκων, παρακολουθώντας τους πανοραμικά.
 
Δεν επαναλαμβάνεται όμως μόνο ο εορτασμός κάθε πρωτοχρονιάς. Επαναλαμβάνονται οι τοπικές γιορτές, ένας ετήσιος αγώνας κρίκετ – με το ίδιο αποτέλεσμα, η περίοδος του θερισμού – ο κύκλος των γεγονότων θα διαρραγεί όταν η εφημέριος (και εξομολόγος και φίλη όλων) του χωριού θα μετακομίσει στο Μάντσεστερ και επιτέλους θα έρθει η πρώτη νίκη στο κρίκετ. Καθώς οι αστυνομικές έρευνες με τον καιρό σταματάνε, χωρίς ο φάκελος της υπόθεσης να κλείνει, η εξαφάνιση της Ρεμπέκκα περνάει στο συλλογικό υποσυνείδητο, στη μνήμη των εφήβων που πρόλαβαν να κάνουν παρέα μαζί της, στους γονείς που αγωνιούν αν το παιδί τους αργήσει ένα βράδυ να γυρίσει, στην καχυποψία που πάντα υπήρχε για ορισμένους από τους κατοίκους.
 
«..Στους ταμιευτήρες το νερό σχημάτιζε αφρισμένα κύματα. Είχε περάσει μια δεκαετία πια από τότε που είχε χαθεί το κορίτσι και παρόλο που δεν μιλούσαν πολύ γι’ αυτό, ήταν ακόμα στις σκέψεις των ανθρώπων. Την έλεγαν Ρεμπέκκα, ή Μπέκυ, ή Μπεξ. Φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα και ένα μπλε σκούρο ισοθερμικό αμάνικο μπουφάν. Την είχαν δει στο δάσος με τις οξιές, να σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο. Την είχαν δει στο σταθμό του τραίνου. Την είχαν ψάξει παντού. Θα μπορούσε να είχε κανονίσει να συναντήσει κάποιον και να την είχε παραλάβει ασφαλή κάποιο αυτοκίνητο. Θα μπορούσε να είχε πέσει σε κάποια τρύπα. Θα μπορούσαν να την έχουν έχουν χτυπήσει οι γονείς της κάποια κακιά στιγμή. Θα μπορούσε να έχει φύγε επειδή το διάλεξε ή επειδή δεν είχε άλλη επιλογή. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να θέλουν να ξέρουν.»


 
Ο συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο, σταδιακά μετατοπίζει το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον αναγνώστη η διαρκής αίσθηση ότι κάτι θα γίνει, κάτι δραματικό τον περιμένει στην επόμενη σελίδα, στο επόμενο κεφάλαιο. Τον McGregor όμως δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει τι γίνεται με την αστυνομική ιστορία, μας περιγράφει τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές των κατοίκων μετά το συμβάν. Ένα κρεοπωλείο που χρεοκοπεί και κλείνει και το ζευγάρι των ιδιοκτητών του που χωρίζει απασχολεί περισσότερες σελίδες από το τραγικό γεγονός της εξαφάνισης, παρακολουθούμε τη ζωή των εφήβων / συνομηλίκων της Ρεμπέκκα για μια περίοδο 13 ετών, τις αλλαγές που συνέβησαν στη ζωή τους, την ενηλικίωσή τους, τις σπουδές τους, το μέλλον τους, ενώ θα συνεχίσουμε να ενημερωνόμαστε για τα επίπεδα του νερού στους ταμιευτήρες.
 
Η επιλογή του συγγραφέα ξενίζει και θέλει χρόνο για να την συνηθίσεις. Η εξαφάνιση του κοριτσιού είναι το MacGuffin του βιβλίου, το «δόλωμα» που ρίχνει ο συγγραφέας, η μεγάλη εικόνα όμως είναι η ζωή των κατοίκων στο χωριό, οι σχέσεις μεταξύ τους, η καθημερινότητά τους. Δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που να ξεχωρίσει, κάποιος πρωταγωνιστής στην ιστορία – οι ήρωές της είναι οι κάτοικοι της πόλης. Οι λεπτομερείς περιγραφές της μικρής πόλης, των σπιτιών, των δρόμων, της φύσης, ο μικρόκοσμος της μικρής πόλης, οι κοινωνικές και προσωπικές αλλαγές μέσα σε μια περίοδο 13 χρόνων είναι τα κεντρικά στοιχεία αυτού του παράξενου και ιδιαίτερα σαγηνευτικού μυθιστορήματος, που στριφογυρίζει διαρκώς, μην αφήνοντας τον αναγνώστη να εφησυχάσει.
 
Υπαινικτικός και στιβαρός λόγος, στυλάτη αφήγηση και μια απεικόνιση της «πραγματικότητας» στη ζωή μιας πόλης, που μας δείχνει με «υπνωτιστικό ρυθμό», πόσο παράλογη και μάλλον αναξιόπιστη, μπορεί αυτή η πραγματικότητα να γίνει. Στον «Ταμιευτήρα 13», βλέπουμε ότι τα αληθινά δράματα, μπορούν να είναι και αυτά που γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες, είναι κι αυτά που εξελίσσονται αργά κατά τη διάρκεια μιας ζωής, χωρίς σκοπό, όταν ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι έχεις γίνει ένας άλλος, διαφορετικός άνθρωπος από αυτός που πίστευες ότι είσαι.
 
Ο McGregor σε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, μας υπενθυμίζει το πόσο σημαντικός συγγραφέας είναι, σε μια ιστορία γραμμένη με συμπόνια και τρυφερότητα, για την απώλεια και την καθημερινότητα, τους κύκλους της ζωής και τις αλλαγές που επέρχονται. Ένα βιβλίο που είναι αιχμηρό χωρίς να το καταλαβαίνεις και που εισέρχεται μέσα σου, με ήρεμο και «ύπουλο» τρόπο, καθιστώντας σε, αιχμάλωτό του. Λογοτεχνία που ξεβολεύει,  τολμηρή και δυναμική που μας περιγράφει με ενσυναίσθηση τους χαρακτήρες και τα απλά γεγονότα της ζωής.
 
Βαθμολογία 85 / 100