Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2023
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2023 |
Permalink
Oh, sinnerman, where you gonna run to? ("Πρόσωπο από πέτρα")
Ο
Αφροαμερικανός συγγραφέας William Gardner Smith (Philadelphia 1927 – 1974), έχει
αδικηθεί από την λογοτεχνική ιστορία. Θεωρούμενος στη δεκαετία του 1950, μια
από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές ελπίδες των Η.Π.Α., μετά τον ξαφνικό του
θάνατο το 1974 από λευχαιμία, και σε ηλικία μόλις 47 ετών, λησμονήθηκε εντελώς
και με το έργο του ασχολούνταν περισσότερο οι αφροαμερικανοί θεωρητικοί της
Λογοτεχνίας. Ο Gardner Smith που εργαζόταν ως
Δημοσιογράφος, είχε εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα και ένα δοκίμιο. Παρά την
επιτυχία των πρώτων του μυθιστορημάτων, σημαντικότερο όλων θεωρείται αυτό που
έγραψε τελευταίο και προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις. Είναι το «ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ» («The Stone Face»), βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963, που ήταν
αποσυρμένο από την αγορά για δεκαετίες και επανεκδόθηκε το 2021,
επαναπροσδιορίζοντας τον συγγραφέα του και συστήνοντάς τον σε ένα νέο κοινό. Αξίζει
βεβαίως, να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, παρότι γράφτηκε στη
Γαλλία και εκεί διαδραματίζεται, δεν εκδόθηκε ποτέ εκεί – τους λόγους μπορεί να
τους αντιληφθεί ο αναγνώστης όταν το διαβάσει!
Το
«ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ» είναι το πρώτο
μυθιστόρημα του Gardner Smith, που εκδίδεται στα
ελληνικά. Εκδόθηκε πριν από μερικούς μήνες από τις (πάντα ποιοτικές) εκδόσεις Στερέωμα, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά και το
συνοδεύει, ένα θαυμάσιο επίμετρο/εισαγωγή
του Adam Shatz (που καλό είναι να
διαβαστεί μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος). Ο Gardner Smith, ακτιβιστής από
πολύ νέος, δεν μπορούσε να ζήσει άλλο στις Η.Π.Α. λόγω του φυλετικού θέματος
και μετανάστευσε το 1951 – κι ενώ είχε ήδη εκδώσει δύο μυθιστορήματα -, στο
Παρίσι της Γαλλίας και το 1956 η Αμερικανική κυβέρνηση αρνήθηκε να του
ανανεώσει το διαβατήριο, καθιστώντας τον άπατρι στη χώρα που τον φιλοξενούσε.
«… Πλησίαζε τα
τριάντα ∙ ήταν Νέγρος και το όνομά του Σίμιον Μπράουν. Είχε μόνο ένα μάτι – ένα
μαύρο κάλυπτρο έκρυβε τη κόγχη του άλλου. Ήταν ψηλός και λεπτός, με νευρικά
ευαίσθητα χέρια.
Οι άλλοι επιβάτες
του κουπέ συζητούσαν, αλλά ο Σίμον δεν συμμετείχε. Το μυαλό του έτρεχε πέρα από
το τρένο, έξω, στον ανοιξιάτικο αέρα ∙ βρισκόταν ήδη στο Παρίσι.
Μεγάλο ταξίδι,
σκέφτηκε ο Σίμιον. Η Αμερική ήταν πίσω του, το παρελθόν του ήταν πίσω του, ήταν
ασφαλής. Η βία δεν θα ήταν απαραίτητη, ο φόνος δεν θα ήταν απαραίτητος. Παρίσι.
Ειρήνη.»
Ο
ήρωας και κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, είναι ο Σίμιον Μπράουν, ένας νεαρός
Αφροαμερικανός δημοσιογράφος, που αποφασίζει στο τέλος της δεκαετίας του ’50 να
μεταναστεύσει στο Παρίσι, μην αντέχοντας πλέον τον ρατσισμό που βίωνε
καθημερινά στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. Ο Σίμιον είχε γεννηθεί και μεγαλώσει
στους δρόμους της πόλης αυτής και στην εφηβεία του είχε χάσει το μάτι του σε
έναν καβγά, όταν δέχτηκε μια ρατσιστική επίθεση. Από τότε κυκλοφορεί με ένα
κάλυμμα στο ένα μάτι, που τον κάνει να μοιάζει σαν πειρατής του παλιού καιρού.
Στο Παρίσι μαγεύεται από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι του εκεί. Έτσι κι
αλλιώς η «Πόλη του Φωτός» ήταν ο τόπος που πολλοί ομόχρωμοι συμπατριώτες του
έκαναν μεγάλη καριέρα, είτε ως καλλιτέχνες, είτε ως συγγραφείς. Ο Σίμιον θεωρεί
ότι βρήκε τον Παράδεισό του, καθώς ουδείς ασχολείται με το χρώμα του, μπορεί να
περπατήσει στους δρόμους αγκαλιά με μια λευκή γυναίκα και να μη γυρίσει να τους
κοιτάξει κανείς, να τον υποδέχονται στα μαγαζιά ως άνθρωπο (και ως «δολάριο» βέβαια). Γενικότερα απολαμβάνει
μια πρωτόγνωρη γι’ αυτόν ελευθερία κινήσεων, ενώ η παντοδυναμία του
αμερικανικού νομίσματος, του δίνει μια μεγάλη άνεση κινήσεων.
Στο
δωμάτιο του ξενοδοχείου που νοικιάζει, ζωγραφίζει έναν πίνακα, ο οποίος
αναπαριστά ένα παραμορφωμένο πρόσωπο με μια παγωμένη έκφραση. Είναι ένα «πρόσωπο από πέτρα» και είναι ο μόνιμος
εφιάλτης που συνοδεύει τον Σίμιον, που προσπαθεί έτσι να θεραπεύσει τους φόβους
του, την φρίκη της ρατσιστικής επίθεσης – μεταφέροντας στον καμβά, αυτό που
αντίκρισε καθώς ο άνθρωπος που του επιτέθηκε, του έβγαζε το μάτι. Όταν η όμορφη
Πολωνέζα ηθοποιός Μαρία, με την οποία γνωρίζεται και η έλξη μεταξύ τους είναι
ακαταμάχητη, τον ρωτάει γιατί έφυγε από τη χώρα του, της απαντάει: «Έφυγα για να μην αναγκαστώ να σκοτώσω».
«… Το Θηρίο στη
Ζούγκλα ∙ είσαι πάντα σε επιφυλακή, με τεντωμένα τα νεύρα, περιμένοντας να
ορμήσει. Είναι τρομερό, ναι. Και θέλουμε να ανασαίνουμε ελεύθερα, δεν θέλουμε
να σκεφτόμαστε το χρώμα μας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Δεν θέλουμε
να έχουμε τη μύτη μας σφηνωμένη στο φυλετικό ζήτημα για τα εβδομήντα τόσα
χρόνια της ζωής μας. Αλλά δεν γίνεται ∙ είσαι υποχρεωμένος να το σκέφτεσαι ∙ σε
αναγκάζουν να το σκέφτεσαι συνέχεια, χωρίς διακοπή.»
Η
Μαρία έχει χάσει τους γονείς της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου είχε βιώσει
οδυνηρές εμπειρίες, όταν ήταν μικρή. Προσπαθεί να κάνει καριέρα στη Γαλλία,
καθώς εντυπωσιάζει με την εμφάνισή της. Το ζευγάρι ζει τον έρωτά του,
τριγυρνάει στα κλαμπ, και οι νέοι φίλοι του Σίμιον κάθε μέρα κάτι διοργανώνουν.
Δεν έχουν αντιληφθεί ή δεν θέλουν να αντιληφθούν αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία
με τον πόλεμο της Αλγερίας και την καταπίεση που υφίστανται οι Αλγερίνοι που
ζουν στην πόλη. Ο Σίμιον προσπαθώντας να προστατεύσει μια γυναίκα, μπλέκει σε
ένα καβγά με κάποιους Αλγερινούς. Θα οδηγηθούν όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα,
όπου εκεί ζει μια σκηνή που έχει δει πολλές φορές στην πατρίδα του, αλλά από
την άλλη πλευρά. Οι αστυνομικοί μόλις βλέπουν το διαβατήριό του, τού μιλάνε
στον πληθυντικό, δέχονται την άποψή του και τον συνοδεύουν στην έξοδο. Οι
Αλγερίνοι θα κλειστούν σε ένα κελί, και οι αστυνομικοί τους φέρονται ως
εγκληματίες.
Όταν
μερικές ημέρες αργότερα, θα συναντηθεί μαζί τους στο δρόμο, οι Αλγερινοί του
λένε ότι είναι στην πραγματικότητα «λευκός» και τότε εκείνος αρχίζει να συνειδητοποιεί
τι ακριβώς γίνεται. Θα κάνει παρέα μαζί τους, θα πάει στα σπίτια τους και μόνο
τότε θα αντιληφθεί και θα κατανοήσει τι συμβαίνει στην Αλγερία, κι ότι είναι
μια υπόθεση που τον αφορά άμεσα. Η στάση του θα αλλάξει, ενώ οι ομόχρωμοι φίλοι
του, δεν μπορούν να κατανοήσουν την εμμονή του με τον αγώνα της ανεξαρτησίας της
Αλγερίας, ούτε τους προβληματισμούς του, ακόμα κι η Μαρία (που προσβάλλεται από
τους Αλγερινούς σε μια συνάντηση), δεν τον καταλαβαίνουν. Ο Σίμιον
συνειδητοποιεί ότι ο ρατσισμός είναι κάτι πέρα από σύνορα και χρώματα και ο αγώνας
εναντίον του δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στα σύνορα μιας χώρας - οφείλει να
αφοσιωθεί σε αυτόν. Οι ταραχές του ’61 στο Παρίσι και η σφαγή των Αλγερινών από
την Γαλλική αστυνομία θα βάλουν το οριστικό τέλος στην ψευδαίσθησή του περί
παραδείσου στο Παρίσι.
Μυθιστόρημα
με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το «ΠΡΟΣΩΠΟ
ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ», αναπτύσσεται με στιβαρότητα και κλιμακούμενη ένταση, παρά την
αρχική χαλαρότητα και την αίσθηση ότι διαβάζεις κάτι που έχεις ξανασυναντήσει
στο παρελθόν. Η πορεία του Σίμιον προς την αυτογνωσία και η έκπληξη που νιώθει
βλέποντας το αληθινό πρόσωπο ενός τόπου που φάνταζε ονειρικός στην αρχή, είναι
καθηλωτική. Ο ήρωας του βιβλίου γνωρίζοντας την άλλη πλευρά, διαπερνώντας τα βολικά όρια, αντιλαμβάνεται ότι παρά τις
όποιες διαφορές, η κατάσταση δεν διαφέρει και πολύ από την χώρα που γεννήθηκε,
μεγάλωσε και υπέφερε.
Υπάρχουν
πολλά βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες που απεικονίζουν την ζωή των
Αμερικανών στο Παρίσι, ακόμα και των Αφροαμερικανών που καταφεύγουν από ανάγκη
λίγο, πολύ. Εκεί που διαφέρει ο Gardner Smith, είναι στην
περιγραφή του τρόπου σκέψης των ομόχρωμων συμπατριωτών του, αλλά και γενικότερα
των εμιγκρέδων που βρίσκονται στον στενό του κύκλο. Ουδείς μπορεί να κατανοήσει
τη στάση του Σίμιον. Είναι διστακτικοί ή και εχθρικοί απέναντι στους Αλγερινούς
και τον απελευθερωτικό τους αγώνα. Αρνούνται να κατανοήσουν ότι είναι κάτι που
μοιάζει με αυτά που πέρασαν (ή περνάνε) στην πατρίδα τους. Θεωρούν ότι είναι
ένα εσωτερικό ζήτημα των Γάλλων και το αντιμετωπίζουν παθητικά, φοβούμενοι ότι
θα κινδυνεύσουν αν πάρουν θέση. Ο συγγραφέας όμως δεν θίγει μόνο αυτό το
γεγονός. Στέκεται και στην καχυποψία των Αλγερινών, απέναντι σε ότι βρίσκεται
στην άλλη όχθη, τους Εβραίους (ή τους ανθρώπους με εβραϊκή καταγωγή), στους
Αμερικανούς ασχέτως χρώματος (για εκείνους είναι όλοι «λευκοί» ως προνομιούχοι).
«… κάθε μέλος
προνομιούχας ομάδας σε μια ρατσιστική κοινωνία θεωρείται ένοχο. Κάθε λευκός
Νοτιοαφρικανός είναι ένοχος. Κάθε Γάλλος είναι ένοχος στα μάτια των Αλγερινών.
Κάθε λευκός Αμερικανός είναι ένοχος. Η ενοχή μπορεί να εξαλειφθεί μόνο όταν
εξαλειφθεί και ο ρατσισμός.»
Ο
ρατσισμός βρίσκεται παντού και δεν έχει χρώμα μας λέει ο Gardner Smith στο εξαιρετικό του
βιβλίο, οι κοινωνικές συνθήκες τον διαμορφώνουν. Ο Σίμιον είναι ουσιαστικά
μόνος του σε αυτόν τον αγώνα. Οι Αλγερίνοι, του το λένε και το βλέπει κι ο
ίδιος ∙ αισθάνονται και είναι παρίες σε μια χώρα που τους θέλει υποταγμένους. Και
ο Σίμιον, που αφυπνίζεται με βίαιο τρόπο, πρέπει να απαντήσει σε μια σειρά από
ερωτήματα που προκύπτουν διαρκώς. Είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τις ανέσεις
που του παρέχει το Γαλλικό κράτος; Είναι διατεθειμένος να διαχωρίσει τη θέση
του από τους Αφροαμερικανούς συμπατριώτες του, που τον στήριξαν από την πρώτη
μέρα που πήγε στο Παρίσι για να παλέψει μαζί με τους Αλγερινούς; Είναι
διατεθειμένος να ρισκάρει τη σχέση του με μια γυναίκα που αγαπάει, για έναν
αγώνα που δείχνει να μην είναι δικός του;
Μυθιστόρημα
αντιρατσιστικό σε πρώτο επίπεδο, με έντονο κοινωνικό πρόσημο, το «ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ» είναι ουσιαστικά ένα
βιβλίο αναζήτησης ταυτότητας, αυτογνωσίας και ενηλικίωσης. Ένα διαφορετικό «bildungsroman», χωρίς συναισθηματισμούς
και λυρισμούς, που εναλλάσσει με επιτυχία το ατμοσφαιρικό ύφος της αρχής με τους
κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς της συνέχειας. Με αυτό το έξοχο
μυθιστόρημά του, ο Gardner Smith, συστήνεται έστω
και με καθυστέρηση στο ελληνικό κοινό, επισημαίνοντάς μας ουσιαστικά, πόσοι
σπουδαίοι συγγραφείς άγνωστοι σε εμάς, υπάρχουν στο λογοτεχνικό σύμπαν.
Βαθμολογία
85 / 100
Τρίτη, Ιουνίου 20, 2023
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 20, 2023 |
Permalink
Μυστικά και κρυμμένες αλήθειες ("Η ζωή παίζει μαζί μου")
«Προτού
ξαναγεννηθείς, έλεγξε καλά που βρίσκεσαι» (Μορντεχάι (Μότι) Μπαχάραβ)
Μια
δυναμική 90άχρονη γυναίκα, που βρέθηκε από ένα χωριό της πρώην Γιουγκοσλαβίας,
σε ένα κιμπούτζ του Ισραήλ, παντρεμένη με έναν άντρα που δεν γνώριζε, ο οποίος
είχε έναν 16χρονο γιο που ξαφνικά βλέπει να εισβάλλουν στη ζωή του, όχι μόνο
μια νέα μητέρα που μίλαγε περίεργα τη γλώσσα τους αλλά και ένα εκπάγλου
καλλονής κορίτσι που ήταν η κόρη της. Δυο παιδιά που θα ερωτευτούν παράφορα, θα
ταλαιπωρηθούν λόγω της αδυναμίας προσαρμογής του κοριτσιού και θα κάνουν μια
κόρη, που έρχεται σαράντα χρόνια αργότερα να κινηματογραφήσει ένα (τουλάχιστον)
περίεργο ταξίδι, επιστροφής στις ρίζες της γριάς γυναίκας, ένα ταξίδι
αποκάλυψης αλλά και συνειδητοποίησης της αλήθειας που καθόρισε τη ζωή της κόρης
της.
Το
«Η ΖΩΗ ΠΑΙΖΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ» το νέο μυθιστόρημα του εξαιρετικού Ισραηλίτη συγγραφέα David Grossman (Ιερουσαλήμ, 1954)
– (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφρ. Λουίζα Μιζάν, σελ. 404), διαθέτει όλα τα στοιχεία
που χαρακτηρίζουν το λογοτεχνικό ύφος του συγγραφέα, και που θαυμάσαμε στο
αριστουργηματικό «ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ» πριν κάποια χρόνια. Θαυμάσιος αφηγηματικός
λόγος, ωραίος ρυθμός, χαρακτήρες που μένουν αλησμόνητοι, δομή και πυκνότητα
λόγου που συγκινεί. Ο Γκρόσμαν στο νέο του βιβλίο, διηγείται μια υπέροχη
ιστορία θυσίας και αγάπης, μυστικών και παρεξηγήσεων, έρωτα και απογοήτευσης,
που αν διέθετε καλύτερο φινάλε θα μιλούσαμε για ένα μεγάλο μυθιστόρημα.
Η
Βέρα, η Νίνα και η Γκίλι, τρεις γυναίκες που τις ενώνει ένα μυστικό. Και στη
μέση ο Ραφαήλ. Η Γκίλι ακολουθεί τα βήματά του πατέρα της, και ασχολείται με
τον κινηματογράφο. Είναι μια νέα γυναίκα, τραυματισμένη ψυχολογικά από την
απουσία μητέρας στη ζωή της και από έναν πατέρα που βρισκόταν σε μόνιμη
κατάθλιψη. Έχοντας ήδη κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θέλει να
κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την γιαγιά της, με την οποία οι σχέσεις της
εναλλάσσονταν μεταξύ ψυχρού και κρύου.
Την
Γκίλι, την μεγάλωσε η Βέρα, η γιαγιά της, που τώρα, το 2008 που είναι ο
μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου, έκλεισε τα 90 της χρόνια και ετοιμάζεται
για μια επιστροφή στην πατρική της γη, εκεί απ’ όπου διέφυγε την δεκαετία του ’50,
για να καταφύγει στο Ισραήλ και να παντρευτεί μετά από λίγο καιρό, τον χήρο
πατέρα του Ραφαήλ, που ήταν τότε 16 χρονών και είχε χάσει τη μητέρα του πριν
από ένα χρόνο.
Η
Βέρα το 1960, είχε ήδη μια κόρη από τον αξιωματικό του Σερβικού στρατού και
μεγάλου της νεανικό έρωτα, τον Μίλος. Η Νίνα, η κόρη της Βέρας, ήταν ένα
ατίθασο αλλά πανέμορφο κορίτσι στην ηλικία του Ραφαέλ. Τα δυο παιδιά βρίσκονται
αίφνης στο ίδιο σπίτι, σε μια ένωση θυελλώδη, κι έναν έρωτα που δεν θα
μπορέσουν να του αντισταθούν. Όμως η Νίνα ήταν απρόβλεπτη και δεν μπορούσε να
ανεχθεί οποιουδήποτε είδους δεσμεύσεις, έτσι λοιπόν θα φύγει – χωρίς να αφήσει
κανένα ίχνος πίσω της, παρά μόνο έναν διαλυμένο Ραφαήλ.
Μετά
από μερικά χρόνια και με έναν Ραφαήλ να την αναζητά παντού, η Νίνα επιστρέφει
και μένουν μαζί, γεννιέται η Γκίλι. Η Νίνα όμως δεν μπορεί αυτό το είδος ζωής,
εργασία, σπίτι, οικογένεια – θα ξαναφύγει και θα χαθεί από προσώπου γης. Η
Γκίλι μεγαλώνει με την Βέρα και με έναν Ραφαήλ που τής αφοσιώνεται
ολοκληρωτικά.
Τώρα
όμως, τόσα χρόνια αργότερα, το 2008, η Γκίλι ετοιμάζει το ντοκιμαντέρ για την
Βέρα. Θα πάνε όλοι μαζί στο Τσάκοβετς της Κροατίας (πλέον) που είναι ο
γενέθλιος τόπος της γηραιάς γυναίκας (από την εβραϊκής καταγωγής οικογένειά
της), κι από εκεί θα καταλήξουν στο μικρό νησί Γκόλι Ότοκ, όπου η Βέρα
φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τις δυνάμεις Ασφαλείας του Τίτο, κάποια χρόνια
μετά την απελευθέρωση από τους Ναζί και την ανάληψη της εξουσίας από τους
Κομμουνιστές. Αίφνης, την βραδιά των γενεθλίων της Βέρας και λίγο πριν την
αναχώρηση, εμφανίζεται η Νίνα, που τους ανακοινώνει ότι θα έρθει μαζί τους στο
ταξίδι, μόλις ενημερώνεται γι’ αυτό. Ενημερώνει δε, τον έκπληκτο Ραφαήλ, ότι
είναι άρρωστη με λίγα χρόνια ζωής μπροστά της, οπότε το ταξίδι αυτό έχει
ιδιαίτερη σημασία για εκείνη, ώστε να καταλάβει κάποια πράγματα για τις
αποφάσεις που πήρε η μητέρα της τότε.
Η
οικογενειακή ομάδα για το ταξίδι, σχηματίζεται. Ο άβουλος Ραφαήλ που νιώθει σαν
χαμένος με την επιστροφή της αιώνιας αγαπημένης του και θα συμβουλεύει ως
εμπειρότερος, την Γκίλι στα γυρίσματα, η Νίνα, μαέστρος στον χειρισμό των
ανθρώπων, που δεν έχει καμία επαφή με την κόρη της (η οποία δεν θέλει να την
βλέπει), η Γκίλι που εκτός από το άγχος και την προετοιμασία του ντοκιμαντέρ,
παλεύει με τις ανασφάλειές της και την φανερή της ενόχληση για την «εισβολέα»,
και η Βέρα που με την αφήγησή της θα κυριαρχήσει στην ιστορία μέχρι το τέλος.
«Έμειναν
μαζί σε ένα διαμέρισμα ενάμισι δωματίου στον τρίτο όροφο στη συνοικία Κιριάτ
Γιοβέλ στην Ιερουσαλήμ. Η Νίνα εργαζόταν στο εργαστήριο αναλύσεων, και ο Ραφαέλ
δούλευε σε ευκαιριακές δουλειές. Την αγαπούσε με κάθε τρόπο που εκείνη του
επέτρεπε ή του επέβαλλε. Μπορεί να τον αγαπούσε κι αυτή – ούτε που ασχολούμαι
με αυτό, τι αισθανόταν για εκείνον υπάρχουν περιοχές που όποτε μπαίνω
στον πειρασμό να τις περιδιαβώ, μου έρχεται να αυτοκτονήσω , και γιατί να το
κάνω αυτό – αλλά η έκφραση στο πρόσωπό της δεν επέστρεψε. Το αντίθετο. Το
όμορφο πρόσωπό της λες κι έγινε ακόμα πιο αδιάφορο. Εκείνος υποψιαζόταν πως το
άδειαζε επίτηδες από νόημα κάθε φορά που την κοίταζε με τα ευγενικά του μάτια.
«Λες και με τιμωρούσε για κάτι», είπε έκπληκτος στη Sony,
κι εκείνη που έπαιρνε τη συνέντευξη, η νεαρή ειδική στον τέλειο γάμο σε
συνδυασμό με την πραγματεία του ζευγαρώματος, σιωπούσε από το πολύ τακτ.
Και
τη μια φορά μετά την άλλη, διηγούνταν ο Ραφαέλ, η Νίνα γύριζε από τις
περιπλανήσεις της κοντά του, «βρόμικη, βρομερή, ντροπιασμένη», είπε σιγά,
«μερικές φορές πραγματικά πληγωμένη, κομμένη, με μαύρους και μπλε μώλωπες».
Όταν έβλεπε το βλέμμα του, άναβε μεμιάς και του χυμούσε, και αρκετές φορές τον
χτυπούσε κιόλας, εκείνος αμυνόταν, προσπαθούσε να την κλείσει στην αγκαλιά του
για να ηρεμήσει, εκείνη όμως ήταν πιο γρήγορη και πιο άγρια από αυτόν. Και τότε
ερχόταν η στιγμή που έβγαινε εκτός εαυτού και άρχιζε να τη χτυπά κι αυτός,
συνέχισε ο Ραφαέλ να διηγείται στην τρομαγμένη νεαρή που έπαιρνε τη συνέντευξη,
που παρ’ όλη τη δύναμη της αχαλίνωτης φαντασίας της δεν της περνούσε από το
μυαλό αυτή η πιθανότητα. «Όμως την αγαπούσες!» ψιθύρισε εκείνη που έπαιρνε τη
συνέντευξη με πνιχτή φωνή, «πώς μπορούσες να τη χτυπάς αφού την αγαπούσες; «Δεν
ξέρω, Γκίλι. Δεν ξέρω. Αυτά τα δυο…» και τράβηξε με το δάχτυλο το πάνω χείλος
και αποκάλυψε στην αμήχανη κάμερα το στόμα του και το κενό στους δυο
τραπεζίτες, «αυτά τα δυο τα έχασα στις μάχες μας». Σιωπή. Η κάμερα επάνω του,
το δράμα όμως είναι τώρα της εικονολήπτριας. Γιατί ξαφνικά, με σημερινή ματιά,
είναι ξεκάθαρο μέχρι πόνου πως το
κορίτσι που ήμουν τότε, όταν κινηματογραφούσαμε, πληρώνει εδώ μπροστά στα μάτια
μας το τίμημα της μεγάλης της απάτης: να παριστάνει την ενήλικη.»
Από
την στιγμή που οι τέσσερις συνταξιδιώτες, συγγενείς είτε εξ αίματος, είτε εξ
αγχιστείας, προσγειώνονται στην Κροατία, το βιβλίο γίνεται συγκλονιστικό!
Μεταξύ «μυθιστορήματος δρόμου» και στρατοπεδικής λογοτεχνίας, η αφήγηση του
Γκρόσμαν, μέσα από την φωνή της Βέρας, περιγράφει τον παθιασμένο έρωτα με τον
Μίλος, τις μέρες του πολέμου και τον χαμό των γονιών της στο Άουσβιτς, και
τέλος, το τι έγινε υπό του καθεστώς του Τίτο και τα βασανιστήρια που υπέστη η
Βέρα στο νησί Γκόλι Ότοκ στις ακτές της Αδριατικής. Η Βέρα αφηγείται τις
μοιραίες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, καταστρέφοντας δια βίου, την σχέση της
με την μικρή τότε κόρη της, που άφησε σε συγγενείς στο Βελιγράδι, ενώ μέσα από
το μικροσκόπιο του συγγραφέα, θα περιγραφούν οι αντιδράσεις της Νίνα όταν
ακούει για πρώτη φορά, αυτά που πέρασε η μητέρα της.
Ο
Γκρόσμαν περιγράφει με την συνήθη γλαφυρότητά του, σκηνές από γεγονότα, άγνωστα
(στους περισσότερους) της Ιστορίας, με τις εκκαθαρίσεις του νέου καθεστώτος του
Τίτο, με τα απάνθρωπα βασανιστήρια σε ένα κολασμένο στρατόπεδο – όπου η ύπαρξη
των φυλακισμένων εξαρτιόταν από τις καθημερινές βουλές των φυλάκων τους, μέχρι
να ομολογήσουν «εγκλήματα» ή «παραβατικές συμπεριφορές» - άνθρωποι που εκτελούνταν
με μια σφαίρα στο κεφάλι ή ρίχνονταν από τους γκρεμούς στα βράχια της θάλασσας.
Η αγωνία για την επιβίωση θυμίζει μέρες των Ναζιστικών ή των Σοβιετικών
στρατοπέδων συγκέντρωσης και οι μικρές καθημερινές σκηνές που αφηγείται η
κραταιά Βέρα, συγκλονίζουν.
Το
βάρος της Ιστορίας και τα σκοτεινά κομμάτια της ζωής μας, είναι ένα από τα
κεντρικότερο στοιχεία στο λογοτεχνικό σύμπαν του Ισραηλίτη συγγραφέα. Έτσι κι
εδώ, το προσωπικό τραύμα συνδέεται με το συλλογικό στο μυθιστόρημα του
Γκρόσμαν, που θίγει σοβαρά θέματα και μυεί τον αναγνώστη σε ιστορικά
περιστατικά που είτε έχουν λησμονηθεί, είτε έχουν μείνει στο σκοτάδι. Ηθικά
διλήμματα τίθενται διαρκώς στο βιβλίο, όπως η ηρωική επιλογή της Βέρας να
αντισταθεί μέχρι τέλους που θα έχει συνέπειες στην υπόλοιπη ζωή της και στη ζωή
της κόρης της αλλά και η επιλογή της Νίνα ως μητέρας πλέον να φύγει, ακολουθώντας
τις παρορμήσεις της, παρατώντας την μικρή Γκίλι, που θα έχει συνέπειες στη ζωή
και των δύο.
Η
πλοκή στο βιβλίο κλιμακώνεται μετά την μέση του και το ταξίδι στα πατρογονικά
εδάφη της Βέρας, αλλά κλιμακώνεται και η αμηχανία του Γκρόσμαν, μπροστά στο
υλικό του. Ερωτήματα μένουν αναπάντητα, οι στέρεοι λογοτεχνικά χαρακτήρες των
γυναικών που με υπομονή και γλαφυρότητα «χτίζει» ο συγγραφέας, μένουν
ανολοκλήρωτοι και το φινάλε αφήνει περισσότερα ερωτηματικά από αυτά που
περίμενε ο αναγνώστης.
Τα
μεγάλα μυστικά που δεν λέγονται, οι μοιραίες ή και αυθόρμητες αποφάσεις που παίρνουμε,
ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειες μπορούν να καθορίσουν ζωές, μας λέει ο
Γκρόσμαν μέσα από το «Η ΖΩΗ ΠΑΙΖΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ».
Μνήμη
και αναζήτηση εαυτού, η λύτρωση ή το βάσανο που επέρχεται μετά την αποκάλυψη της
αλήθειας, οι σχέσεις γονέα με παιδί, το παρελθόν που εισέρχεται στο παρόν, όλα
αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, ενώ η θυσία και η αυτογνωσία
επανέρχονται διαρκώς, το δε πολιτικό στοιχείο με την τραγική ιστορία της Βέρας
και του Μίλος που από ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα, γίνονται αποδιοπομπαίοι
τράγοι στο «επαναστατικό» καθεστώς του Τίτο, παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον. Η
αδυναμία (ή η επιλογή) του Γκρόσμαν να δώσει τις απαντήσεις που περιμένει ο αναγνώστης στο
τέλος, επηρεάζει μεν την τελική κρίση, αλλά δεν αφαιρεί την μεγάλη γοητεία ενός
παραλίγο μεγάλου μυθιστορήματος.
Βαθμολογία
84 / 100
Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2023 |
Permalink
John Langan, "Ο Ψαράς"
Η
επιλογή ενός μυθιστορήματος που ανήκει στην κατηγορία «βιβλίο τρόμου» ή
«ψυχολογικού θρίλερ», οφείλω να ομολογήσω δεν αποτελεί προτεραιότητά μου –
μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Τέτοιου είδους ιστορίες, προτιμώ να τις απολαμβάνω
σε μορφή κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς (με απαραίτητη
προϋπόθεση να μην έχουν ζόμπι ή σκηνές που εμπίπτουν στο υπερφυσικό). Η επιλογή
όμως του μυθιστορήματος του Αμερικανού συγγραφέα John Langan (1969), «Ο ΨΑΡΑΣ»
(«The Fisherman»)
– (εκδόσεις Αίολος, μετάφρ. Π.Τομαράς, σελ. 388), προέκυψε ως
μέθοδος αποφόρτισης από δυο-τρία πολύ δυνατά βιβλία, και την επιθυμία για ένα
μυθιστόρημα page-turner, που να έχει
στοιχεία αγωνίας. Η προσπάθεια αυτή, πέτυχε κατά το ήμισυ, γιατί το υπερφυσικό
στοιχείο δεν το απέφυγα, ούτε την παρουσία νεκροζώντανων, αλλά η γενικότερη
αίσθηση ήταν μάλλον απολαυστική!
Το
βραβευμένο με «Bram Stoker award», μυθιστόρημα του Langan, είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, το πρώτο («Άντρες
δίχως γυναίκες»), και το τρίτο («Στην ακτή του μαύρου ωκεανού»), είναι
γραμμένα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κι έχουν τη μορφή χρονικού, ή κάτι σαν «memoir», και το δεύτερο (εξαιρετικό) μέρος, που καταλαμβάνει
τον μεγαλύτερο χώρο στο βιβλίο (γύρω στις 200 σελίδες), έχει τον τίτλο «Der Fischer:
Μια ιστορία τρόμου»,
και αποτελεί την κεντρική του ιστορία, που σε αντίθεση με τα άλλα μέρη,
εκτυλίσσεται στις Η.Π.Α. των αρχών του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας θα συνδέσει τις
δύο ιστορίες στο τρίτο μέρος.
Ο
ήρωας του βιβλίου είναι ο Έιμπ (άμεση αναφορά στον Μέλβιλ), που είναι χήρος,
καθώς η σύζυγός του Μαρί, πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο Έιμπ
προσπαθεί να ξεπεράσει τον χαμό της χωρίς επιτυχία, περνώντας όλα τα στάδια της
κατάθλιψης, μέχρι που «ανακαλύπτει» το ψάρεμα. Μετά από τις πρώτες αποτυχημένες
προσπάθειες, παθαίνει εμμονή με το σπορ, και ακολουθεί πιστά ένα τυπικό, που
τον βοηθάει να νιώθει όλο και καλύτερα όταν ψαρεύει. Στα βουνά του Κεντάκι δε,
που επιλέγει μετά από κάνα χρόνο ψαρέματος, νιώθει κάποιες φορές δίπλα του την
Μαρί να τον παρακολουθεί. Στην εταιρεία που εργάζεται, στο διπλανό του γραφείο,
είναι ο πανύψηλος Νταν που μια μέρα θα βιώσει την δικιά του τραγωδία. Το
αυτοκίνητο που οδηγούσε, με την οικογένειά του μέσα (την σύζυγό του και τα δύο
τους μικρά δίδυμα παιδιά), παρασύρεται από ένα φορτηγό. Μόνο ο Νταν θα ζήσει, και
η θλίψη που τον κατακυριεύει θα τον φέρει κοντά με τον συνάδελφό του Έιμπ, και
ο δεύτερος θα τον μυήσει στο ψάρεμα που τουλάχιστον σ’ εκείνον λειτούργησε
θεραπευτικά. Οι δύο άντρες ψαρεύουν τα Σαββατοκύριακα χωρίς να πολυμιλάνε, με
το πένθος να ρίχνει τη βαριά σκιά του ανάμεσά τους.
«…
Δεν είναι όλες οι απώλειες ίδιες, βλέπετε. Η απώλεια είναι… Είναι σαν μια
σκάλα, κι εσύ στέκεσαι στην κορυφή της αλλά δεν το ξέρεις, και η σκάλα
κατεβαίνει μέχρι κάτω, πολύ κάτω, πέρα από την απώλεια της δουλειάς σου, των
υπαρχόντων σου, του σπιτιού σου, πέρα από την απώλεια των γονιών σου, της
συζύγου σου, των παιδιών σου, μέχρι κάτω, στην απώλεια της ίδιας σου της ζωής –
και κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά, όπως κατέληξα να πιστεύω. Σύμφωνα μ’ αυτή τη
φρικτή ιεράρχηση, αυτό που είχα περάσει εγώ, δηλαδή το αργό λιώσιμο της
γυναίκας μου μέσα σε ένα διάστημα σχεδόν δύο χρόνων, απείχε τόσο από εκείνα που
είχε υποφέρει ο Νταν – δηλαδή τον χαμό της γυναίκας του και των παιδιών του
μέσα σε λιγότερο διάστημα απ’ όσο χρειάζεται για να το πεις με λόγια – όσο
απείχε από μένα κάποιος που δεν είχε χάσει τίποτα απολύτως. Η Μαρί κι εγώ είχαμε χρόνο, και παρόλο που ο
χρόνος αυτός αμαυρώθηκε από ένα γεγονός που ερχόταν καταπάνω μας και μάς
πλησίαζε συνεχώς, τουλάχιστον είχαμε κατορθώσει να εκμεταλλευτούμε εκείνους
τους μήνες για να πάμε μια εκδρομή οδικώς στο Γουαϊόμινγκ πριν αρρωστήσει πολύ
άσχημα, είχαμε καταφέρει να αντλήσουμε κάτι καλό μέσα από όλη αυτή τη δυστυχία.
Μπορείτε να φανταστείτε πόσο θα με ζήλευε γι’ αυτό κάποιος στη θέση του Νταν, ή
και να με μισούσε ακόμα, πολύ περισσότερο κι από κάποιον που η γυναίκα του
ζούσε. Εγώ μπορούσα να φανταστώ ένα τέτοιο μίσος κι έτσι κράτησα σκόπιμα μια
απόσταση σεβασμού.»
Μετά
από αρκετό καιρό, ο Νταν προτείνει στον Έιμπ, να δοκιμάσουν το ψάρεμα σε ένα
μέρος που έχει ακούσει και το οποίο βρίσκεται στα όρη Κάτσκιλ του Κεντάκι που
ήδη πηγαίνουν. Το μέρος λέγεται «Ρέμα του Ολλανδού» ή «Der
Platz das Fischer», όπως τους λέει ο ιδιοκτήτης ενός diner που συχνάζουν, προσπαθώντας να τους αποτρέψει από το
να πάνε εκεί, αρχικά λέγοντάς τους ότι έχουν χαθεί πολλοί ψαράδες εκεί. Το Ρέμα
του Ολλανδού είναι πολύ βαθύ, δύσκολα το βρίσκεις στον χάρτη και έχει μια
περίεργη (τουλάχιστον) ιστορία να το συνοδεύει, όπως τους την αφηγείται ο γκόθικ
εστιάτορας, που την είχε ακούσει από έναν ιερέα. Είναι η ιστορία για την
κατασκευή μιας τεχνητής λίμνης που οι εργασίες της ξεκίνησαν στις πρώτες
δεκαετίες του 20ου αιώνα. Είναι η ιστορία της Λότι Σμιντ και του πατέρα της, του
Γερμανού Ράινερ που αποκαλείτο «Das Fischer». Είναι η ιστορία ενός μαυροντυμένου
ανθρώπου και του τι προκάλεσε στον συνοικισμό των εργατών-μεταναστών. Είναι μια
ιστορία με φόνους, θανάτους, νύμφες των νερών, νεκροζώντανους, πάρα πολύ αίμα
και φρίκη που καταλαμβάνει τον αναγνώστη καθώς υπάρχει ένα tour-de-force καταστάσεων, εν πολλοίς ακατανόητων αλλά γοητευτικών.
Το
μυθιστόρημα του Langan, που ξεκινάει νατουραλιστικά
και με αργό ρυθμό, περιγράφοντας την θλίψη και την συντριβή των δύο ανδρών που
γκρεμίστηκε η γη κάτω από τα πόδια τους, συνεχίζεται με ένα εμβόλιμο (και
αρκετά αυτόνομο) βιβλίο, που εμπεριέχει μια εκπληκτική ιστορία στο ύφος των
Δασκάλων του Αμερικανικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Μια ιστορία
τρόμου με gothic στοιχεία όπου η αφήγηση αλλάζει ύφος και
μετατρέπεται σε εφιαλτική και με φρενήρη ρυθμό. Ο ιδιαίτερα ενδιαφέρων
συνδυασμός του βιβλίου μέσα στο βιβλίο, προσθέτει το υπερφυσικό στοιχείο στην
κεντρική ιστορία που ολοκληρώνεται με το τρίτο μέρος με την «ανάβαση» των δύο
κεντρικών χαρακτήρων στο περιβόητο Ρέμα του Ολλανδού και το δραματικό φινάλε
που ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία.
Θα
μπορούσε να είναι ένα βιβλίο του Stephen King, αλλά ο Langan δείχνει να έχει
αυτόνομο συγγραφικό μέγεθος με πολύ αξιοπρόσεκτες λογοτεχνικές αρετές. Οι
επιρροές από Μέλβιλ (οι αναφορές στο «Μόμπι Ντικ» είναι σαφείς) και Πόε, όπως
και η έντονη επίδραση του Lovecraft στο βιβλίο (ο
ιδιοκτήτης του diner, που περιγράφει
την παλιά ιστορία, όχι μόνο ονομάζεται Χάουαρντ αλλά έχει και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά
του Lovecraft!), μετατρέπουν την μάλλον προβλέψιμη
ιστορία του πρώτου μέρους σε κάτι σαγηνευτικά φρικιαστικό, καθώς ο συγγραφέας
σε αυτή την αιώνια διαμάχη του Καλού με το Κακό, και τη μίξη του σουρεαλιστικού
με το νατουραλιστικό, του γκόθικ και του pulp
με τα φιλοσοφικά στοιχεία, κινείται με αξιοθαύμαστη άνεση, περιγράφοντας με γλαφυρό
και ολοζώντανο τρόπο, πλάσματα με κίτρινα μάτια, νύμφες του νερού,
νεκροζώντανους και διάφορα άλλα απόκοσμα.
«Ο
ΨΑΡΑΣ», είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την απώλεια και την θλίψη, το
υπερφυσικό και τους θρύλους, την συντροφικότητα και την μοναξιά, την αγάπη και
τη λησμονιά και το πως διαχειρίζεται ο καθένας μας τις τραγωδίες της ζωής του.
Με δύο κεντρικούς χαρακτήρες που βιώνουν με διαφορετικό τρόπο την τραγωδία τους
και που στο τέλος (ίσως και να) παίρνουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν και με
μια εμβόλιμη ιστορία βιβλικού ύφους που θα μπορούσε να αποτελεί και ένα υπέροχο
διαφορετικό βιβλίο από μόνη της.
Το
μυθιστόρημα του Langan, είναι σίγουρα
εντυπωσιακό και διαθέτει πολλές λογοτεχνικές αρετές. Θα μπορούσα να το φανταστώ
να μεταφέρεται στον κινηματογράφο ή σε μορφή τηλεοπτικής σειράς με μεγάλη
επιτυχία αν βρεθεί στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη. Δεν είναι τυχαία η μεγάλη
του επιτυχία στις Η.Π.Α., καθώς ο τρόπος που δομείται η ιστορία, εκτείνεται
πέρα από είδη, διαθέτοντας βάθος και στιβαρότητα, ενώ η αίσθηση του εφιάλτη που
υπάρχει στην αφήγηση μετά τη μέση του, είναι ιδιαίτερα εθιστική και σαγηνευτική
παρά τον τρόμο που σε κατακυριεύει.
Βαθμολογία
82 / 100
Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023 |
Permalink
"Μιλάνε, για καιρούς, δοξασμένους και πάλι..."(Walter Kempowski "Όλα για το τίποτα")
Μπορούν
οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος με τις εκατοντάδες λεπτομέρειες και τα οράματα
που τους κατακλύζουν, να μεταφερθούν σε ένα λογοτεχνικό έργο; Στο συγκλονιστικό
μυθιστόρημα «ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ» («Alles Umsonst»), του Γερμανού συγγραφέα Walter Kempowski (Ροστόκ 1929 –
Ρότενμπουργκ 2007), που εκδόθηκε στα ελληνικά λίγο πριν το τέλος της προηγούμενης
χρονιάς (εκδόσεις Δώμα, μετάφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, σελ. 417), η
αναπαράσταση της Κόλασης είναι καθηλωτική, ενώ η έμφαση στις λεπτομέρειες μιας
διαδρομής προς τον θάνατο συγκλονίζει.
Το
μυθιστόρημα που ξεκινάει ως θεατρικό σκηνικό στο πρώτο του μέρος, για να
συνεχιστεί στο δεύτερο του μισό, ως ευφυέστατη πρόσμειξη ντοκιμαντέρ με
μυθοπλασία (σε ένα ιδιόμορφο ταμπλό-βιβάν), περιγράφει τις τελευταίες
ημέρες/μήνες του Β παγκόσμιου πολέμου στα Ανατολικά σύνορα του Γ’ Ράιχ, μέσα
από την ιστορία μιας οικογένειας που αρνείται να συνειδητοποιήσει την
επερχόμενη καταστροφή.
«Ένα
αμείλικτο παγερό χιονόβροχο έπεφτε στις βελανιδιές. Κι ύστερα ήρθε το μεγάλο
καραβάνι! Στην αρχή μονάχα λίγα κάρα, μεμονωμένα, αθόρυβα, και μετά πολλά μαζί,
το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Διακρίνονταν από μακριά πάνω στη γέφυρα, μια ατελείωτη
πομπή, με μουσαμάδες που ανέμιζαν ∙ διέσχιζαν το Μίτκαου, έβγαιναν από την Πύλη
Ζεντάγκενερ και περνούσαν μπροστά από το Γκεόργκενχοφ. Αμαξοπομπές από μεγάλα
κτήματα, πεισματικά αδιάσπαστες, καθεμιά με έναν έφιππο επικεφαλής. Είχαν
γράψει στα κάρα το όνομα του χωριού τους, για να μη χαθούν μεταξύ τους. Υπήρχαν
και μερικά μηχανοκίνητα οχήματα, άλλα καλοβαλμένα, άλλα σε άθλια κατάσταση.
Καρότσες φορτωμένες μέχρι απάνω – και κάπου-κάπου κανένα αυτοκίνητο μ’ ένα
μπιτόνι βενζίνη να ξεπροβάλλει από το πορτ-μπαγκάζ.
Προχωρούσαν
αθόρυβα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο των τροχών και το «Χο!Χάι!» των
αμαξάδων, που ως επί το πλείστον ήταν γυναίκες. Τα άλογα να γλιστρούν στο
χιόνι, το χνότο να βγαίνει αχνιστό απ’ τα ρουθούνια τους, και πίσω από τα κάρα
ν’ ακολουθούν δυο-τρία άλογα για ρεζέρβα. Πάνω στις καρότσες υπήρχαν μικρές
καλύβες, στέρεες ή προχειροφτιαγμένες, σκεπασμένες με χαρτόνια ή χαλιά. Τα
δεμάτια με το σανό για τ’ άλογα κρέμονταν με σπάγκο από τα κάρα. Δίπλα
περπατούσαν νεαρά κορίτσια, που κρατούσαν μικρά παιδιά από το χέρι. Και κάτω απ’
τις καρότσες έτρεχαν σκυλιά. Ανάμεσα στα κάρα προχωρούσαν και μερικοί πεζοί, με
σακίδια και παιδικά έλκηθρα. Είχαν το κεφάλι τους σκυφτό, το γιακά τους σηκωμένο.
Ποδήλατα, παιδικά καρότσια, χειράμαξες.
Είχε
ξαναδεί ποτέ κανείς τέτοιο πράγμα;»
Στην
Ανατολική Πρωσία των αρχών του ’45, το Ναζιστικό μέτωπο καταρρέει. Είναι
χειμώνας και λίγο έξω από το Μίτκαου, πίσω από τον τοίχο (μάλλον μάντρα) του
κτήματος βρίσκεται η έπαυλις των φον Γκλόμπιχ ∙ ξεπεσμένοι αριστοκράτες που κατείχαν
τεράστιες εκτάσεις, που μετά την πώλησή τους χτίστηκε ολόκληρος συνοικισμός
κοντά τους. Ο κόσμος – οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που μένουν εκεί,
προετοιμάζουν την φυγή τους από την περιοχή. Βλέπουν όλο το 24ωρο να περνάνε
μπροστά τους, από τον κεντρικό δρόμο που διασχίζει τα μέρη τους, τα καραβάνια
των προσφύγων, με τον Σοβιετικό στρατό να προελαύνει, να απέχει πλέον λιγότερο
από 100 χιλιόμετρα, και τα αεροπλάνα του να βομβαρδίζουν και να πολυβολούν
χωρίς δισταγμό.
Μέσα
στον πύργο των Φον Γκλόμπιχ, όμως ο κόσμος μοιάζει ακίνητος, σταματημένος. Η
Καταρίνα Φον Γκλόμπιχ, η πανέμορφη σύζυγος του Έμπερχαρντ, δείχνει μια
εκνευριστική αδιαφορία για τα πάντα, κλεισμένη τις περισσότερες ώρες στο
μπουντουάρ της, διαβάζοντας και κοιτάζοντας από το παράθυρο τα κάρα να περνάνε.
Ο σύζυγός της υπηρετεί στη Βέρμαχτ και αυτή τη περίοδο βρίσκεται στη Βόρεια
Ιταλία, απ’ όπου προσπαθεί να τους στείλει τρόφιμα και βέβαια τον μισθό του,
που αποτελεί και την πηγή εισοδήματος του παρηκμασμένου κτήματος. Μαζί της,
ζουν ο γιος τους, ο δωδεκαετής Πέτερ που έχει γλυτώσει για την ώρα, τα συνεχή στρατιωτικά
γυμνάσια – υπήρχε και μια μικρότερη κόρη, η Έλφι, που πέθανε πριν από αρκετά
χρόνια από οστρακιά και το δωμάτιό της, είχε διατηρηθεί άθικτο -, και μια
μακρινή συγγενής, η αποκαλούμενη ως «Θείτσα», μια σιτεμένη δεσποινίς που
ουσιαστικά διαχειριζόταν την καθημερινότητα του πύργου με την βοήθεια δύο
κοριτσιών από την Ουκρανία και ενός Πολωνού εργάτη. Την οικογένεια επισκέπτεται
σχεδόν καθημερινά, ο γηραιός καθηγητής Βάγκνερ που έχει αναλάβει την διδασκαλία
του «φιλάσθενου» Πέτερ με το αζημίωτο (σε τρόφιμα) φυσικά.
Η
φυγή υπάρχει ως διέξοδος στο μυαλό των ενοίκων της έπαυλης, αλλά η
αναποφασιστικότητα κυριαρχεί, όπως και ο δισταγμός για το που θα πάνε, καθώς οι
μέχρι πρότινος επωφελούμενοι από τα «καλούδια» του κτήματος συγγενείς του
Βερολίνου και αλλού, έχουν πλέον είτε εξαφανιστεί, είτε τους διαμηνύουν να
μείνουν εκεί που είναι.
Την
«ησυχία» της έπαυλης, εκτός από τα κάρα που περνάνε από τον δρόμο, την
διαταράσσουν και οι συχνές επισκέψεις διαφόρων ανθρώπων που χτυπάνε τη πόρτα τους,
ζητώντας καταφύγιο για μια νύχτα. Είναι πρόσφυγες ή περιπλανώμενοι ή άνθρωποι
που δεν ακολουθούν τα καραβάνια αλλά μετακινούνται με άλλους σκοπούς. Ένας οικονομολόγος,
μια ναζί βιολίστρια, ένας ζωγράφος, μια οικογένεια προσφύγων.
Η
ζωή στον πύργο βρίσκεται, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ναζί κομματάρχη της περιοχής,
του Ντρυγκάλσκι, που αντιπαθούσε σφόδρα τους Φον Γκλόμπιχ και ανυπομονούσε να
γεμίσει την κάποτε πολυτελή έπαυλη, με πρόσφυγες και να βρει πάτημα για να τους
βγάλει από το «συννεφάκι» τους. Το «πάτημα» που περιμένει ο Ντρυγκάλσκι θα
έρθει από μια επιπολαιότητα της Καταρίνα, η οποία θα δεχτεί την πρόταση του
πάστορα της περιοχής, να φιλοξενήσει στον πύργο, έναν Εβραίο φυγά που προσπαθεί
να διαφύγει προς τα Σοβιετικά στρατεύματα. Η Καταρίνα χωρίς να το πολυσκεφτεί,
θα δεχτεί να βάλει στο σπίτι της τον φυγά, χωρίς να το αποκαλύψει σε κανέναν. Ο
φυγάς θα κοιμηθεί στο προσωπικό της διαμέρισμα και το πρωί θα φύγει, αλλά μερικές
ώρες αργότερα θα συλληφθεί και θα ομολογήσει την διαδρομή του. Η Καταρίνα
συλλαμβάνεται και ο Ντρυγκάλσκι επιτέλους πατάει πόδι μέσα στον (απρόσιτο για
εκείνον) πύργο, η δε Θείτσα πείθεται εκ των συνθηκών, να εγκαταλείψει μαζί με
τον Πέτερ το κτήμα, προσπαθώντας να φτάσει στη θάλασσα της Βαλτικής.
Ο
Κεμπόφσκι, οικοδομεί το μυθιστόρημά του, χρησιμοποιώντας στο πρώτο μισό του
βιβλίου, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η αινιγματική Καταρίνα, στοιχεία σάτιρας
σε ένα θεατρικό σκηνικό, όπου η εφιαλτική αίσθηση αναμονής δημιουργεί ένα μίγμα
εκρηκτικό χωρίς να συμβαίνει κάτι δραματικό. Πρόσωπα εισέρχονται στην αφήγηση,
το ένα μετά το άλλο, οι διάλογοι σε πλείστες των περιπτώσεων δεν αφορούν κάτι
ιδιαίτερο, αλλά οι εξωτερικές συνθήκες – τα καραβάνια που περνάνε, οι
βομβαρδισμοί, οι περιγραφές των επισκεπτών, προσθέτουν άγχος στην ατμόσφαιρα
και μια αίσθηση ασφυξίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι η φυγή της οικογένειας,
ως κεντρικός χαρακτήρας αναδεικνύεται ο δωδεκαετής Πέτερ, όπου μέσα από το
βλέμμα του, διαδραματίζονται σκηνές θανάτου και φρίκης, με την αφήγηση να
γίνεται τελείως προφορική με τα συνεχή «Χάιλ Χίτλερ» στους διαλόγους να
μεταφέρουν την αίσθηση του παραλογισμού και της εφιαλτικής ατμόσφαιρας που
επικρατούσε καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να διαφύγουν χωρίς
ουσιαστικά μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
«Τότε
ακούστηκαν οι σειρήνες από το Μίτκαου: συναγερμός αεροπορικής επιδρομής. Οι
Γκλόμπιχ δεν έκαναν ποτέ τίποτα όταν τον άκουγαν. Σαν τι να κάνουν δηλαδή; Το
καλοκαίρι όταν έπιανε κακοκαιρία, έτρεχαν να προστατευτούν, εντάξει, αλλά στο
βομβαρδισμό τι μπορούσαν να κάνουν; Το υπόγειο ήταν πλημμυρισμένο, δεν μπορούσαν
να πάνε. Τι να έκαναν; Να έτρεχαν στο δάσος; Εντάξει, αλλά όχι και κάθε βράδυ.
Ένα
μοναχικό αεροπλάνο ακούστηκε να βρυχάται πάνω από τα σπίτια: πλησίασε και
ύστερα ξεμάκρυνε πάλι. Φωτεινά σινιάλα που θύμιζαν Βόρειο Σέλας ψηλαφούσαν τον
μαύρο, έναστρο ουρανό. Ένας προβολέας έσκισε το σκοτάδι, ενώ κάπου στο βάθος
ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο εκτόξευσε μια ριπή από τροχιοδεικτικά πυρά.
Ακούστηκαν τέσσερις εκρήξεις, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, και τα βαριά
αντιαεροπορικά κανόνια του Μίτκαου άρχισαν να ρίχνουν. Μετά, ησυχία, και το
μοναχικό αεροπλάνο απομακρύνθηκε, ο ήχος του έσβησε σιγά-σιγά. Οι βόμβες είχαν
πέσει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μίτκαου, τώρα καιγόταν, πάλι θα κόβονταν τα
δρομολόγια.»
Το
μυθιστόρημα είναι γεμάτο από στέρεους και (εν πολλοίς) αλησμόνητους χαρακτήρες.
Η Καταρίνα, είναι σε ένα δικό της κόσμο και όλες οι περιγραφές ισορροπούν
μεταξύ της υποκειμενικής της διάστασης της πραγματικότητας και των βαθύτερων
επιθυμιών της. Την βλέπουμε από τη μια να αναπολεί τις ωραίες στιγμές που
έζησε, την σχέση της (ερωτική ή όχι, προχωρημένη ή μη) με τον Δήμαρχο της περιοχής,
την κοσμική ζωή του Βερολίνου κι από την άλλη, το άγχος που προσπαθεί να
κοντρολάρει – τον σύζυγο που δεν είναι βέβαιη ότι θα ξαναδεί, τον γιο που
προσπαθεί να γλυτώσει από την Χιτλερική Νεολαία, το σπίτι που καταρρέει – όλα αυτά,
την έχουν φέρει σε ψυχικό και σωματικό αδιέξοδο και αναζητά την φυγή με κάθε
τρόπο, νοητικό και σωματικό. Η εκνευριστική Θείτσα, που δεν καταλαβαίνει τι
γίνεται μέσα σ’ αυτό το σπίτι που προσπαθεί να κουμαντάρει, κι απ’ την άλλη
προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Ο μικρός Πέτερ, που από το προστατευτικό
κέλυφος του πύργου, αίφνης βρίσκεται χαμένος ουσιαστικά μέσα στο χάος των
δρόμων, μη ξέροντας αν θα ξαναδεί τους γονείς του, περιγράφεται από τον
συγγραφέα, να αντιμετωπίζει τον θάνατο ψυχρά – όλα τα τραγικά γεγονότα όπως οδηγούμαστε
στο φινάλε της ιστορίας, περνάνε από το βλέμμα του, πτώματα των οικείων του,
αντικείμενα τους, που βλέποντάς τα αντιλαμβάνεται τι συνέβη.
Κανείς
δεν είναι αθώος στο βιβλίο του Κεμπόφσκι, κανείς δεν είναι απόλυτα καλός ή
απόλυτα κακός. Η δε ανατροπή του τέλους, καταδεικνύει με τον εμφαντικότερο τρόπο,
ότι ακόμα και ο χειρότερος άνθρωπος έχει μια (ή πολλές) αναλαμπή καλοσύνης και
γενναιοδωρίας. Ο συγγραφέας θίγει έμμεσα (κριτικάροντάς την ουσιαστικά), την
αντίληψη που είχαν (και αρκετοί ακόμα έχουν) οι συμπατριώτες του, ότι το Γ Ράιχ
αποτελούσε μια παρέκκλιση στην υπερχιλιετή ιστορία της Γερμανίας. Τα δώδεκα
χρόνια που κυβέρνησε το Ναζιστικό κόμμα και που οδήγησαν σε θάνατο δεκάδες
εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, για τους οπαδούς αυτής της θεωρίας,
αποτελούν μια λεπτομέρεια στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η οικογένεια των Φον
Γκλόμπιχ, αρνείται να κατανοήσει το τι συμβαίνει πραγματικά. Οι βόμβες μπορεί
να σκάνε γύρω τους, οι Σοβιετικοί να επελαύνουν, αλλά εκείνοι πιστεύουν ότι
κάτι θα γίνει και η ανατροπή θα έρθει. Αυτή η αντίληψη του «ιστορικού
διαλείμματος» συνόδευσε την αντίληψη της πλειονότητας των Γερμανών, τα
μεταπολεμικά χρόνια όταν οποιαδήποτε κουβέντα για τα ναζιστικά εγκλήματα,
έπεφτε στο κενό και η σιωπή κυριαρχούσε. Ο μοναδικός που προβάλλει ως
αντι-ναζιστής μέσα στα δεκάδες πρόσωπα που παρελαύνουν από τις σελίδες του
βιβλίου, είναι ο πάστορας του συνοικισμού, που θα προσφέρει διαφυγή στον Εβραίο
φυγά. Ο Κεμπόφσκι στην πανοραμική περιγραφή της Γερμανικής κοινωνίας, όταν η
ήττα είναι πλέον βέβαιη, δεν τους δείχνει θυμωμένους ή εξοργισμένους με τον
Χίτλερ, αλλά να πιστεύουν ότι μπορεί να έρθει η ανατροπή – ο Σοβιετικός στρατός
στα μάτια τους είναι ο «βάρβαρος», οι «άγριοι που ψάχνουν την ευκαιρία να μας καταστρέψουν».
Ουσιαστικά
λοιπόν όλα συμβαίνουν «για το τίποτα»; Η θυσία του πάστορα να σώσει έναν
Εβραίο, η πολυτέλεια στην έπαυλη των Φον Γκλόμπιχ, οι προσπάθειες επιβίωσης, το
αυθόρμητο της απόφασης της Καταρίνα να κάνει κάτι επικίνδυνο για πρώτη φορά στη
ζωή της, οι 750.000 πρόσφυγες που προσπάθησαν να διαφύγουν από την Ανατολική
Πρωσία (γεγονός που χρησιμοποιείται και από τον σπουδαίο Γκίντερ Γκρας στο
μυθιστόρημά του «Σαν τον κάβουρα») τι μπορούν να προσφέρουν στην «μεγάλη εικόνα»
μιας παγκόσμιας καταστροφής παρά μόνο ένα σπουδαίο βιβλίο!
«Όταν
η ανθρωπότητα δεινοπαθεί, τα δεινά της πρέπει να γίνονται βιβλίο. Οι μεγάλες
αφηγήσεις από τον Τριακονταετή Πόλεμο. Η μάχη του Βερντέν…» γράφει προς το
τέλος ο συγγραφέας. Τι μπορεί να διδαχθεί η ανθρωπότητα από όλα αυτά, είναι το
βασικό ερώτημα, αυτού του εξαιρετικού μυθιστορήματος, που με απλό και απόλυτα
κατανοητό ύφος, χωρίς συναισθηματισμούς και υπερβολές, περιγράφει τον
παραλογισμό του πολέμου και των δεινών που επιφέρει.
Το
«ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ» - βιβλίο εκπληκτικά δομημένο, με αφηγηματικό ρυθμό που σε
παρασύρει, είναι ένα πολύτιμο και ιδιαίτερα σημαντικό μυθιστόρημα, που
ουσιαστικά είναι πολλά παραπάνω από ένα απλό λογοτεχνικό έργο.
Βαθμολογία
87 / 100