Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010 | Permalink
"...Κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό, πικρό ψωμί..."
Η συλλογή με τα 16 διηγήματα του σχετικά νέου (γεν.1970), συγγραφέα / μεταφραστή και δημοσιογράφου Χ.Οικονόμου, με τίτλο «ΚΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΘΑ ΔΕΙΣ», (Εκδ.Πόλις, σελ.258), έχει προκαλέσει συζητήσεις και σχόλια κυρίως εγκωμιαστικά ενώ θεωρείται ως το πρώτο ουσιαστικά λογοτεχνικό βιβλίο που περιγράφει την οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και κάποιους μήνες - ένα μάλλον εύκολο σχόλιο που αντικατοπτρίζει απόλυτα την άγνοια που έχουν οι περισσότεροι γύρω από τον κόσμο που κατοικεί στις Δυτικές συνοικίες της Αθήνας, ο οποίος βιώνει την κρίση στο πετσί του από τη μέρα που γεννήθηκε (όπως και το ίδιο το ελληνικό κράτος από την ημέρα της σύστασής του, το 1830).
Όποιος διαβάζει προσεκτικά αυτό το blog, θα πρέπει να έχει καταλάβει ότι ο νεορεαλισμός δεν είναι το φόρτε μου και προσπαθώ να τον αποφεύγω όπου και όσο μπορώ. Θεωρώ ότι η περιγραφή της καθημερινότητας είναι κάτι που ευκολότερα (και ίσως διεισδυτικότερα) περιγράφεται από ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ παρά με μια λογοτεχνική καταγραφή. Βρίσκω εξαιρετικά επικίνδυνο το πεδίο για τον συγγραφέα που θα αποπειραθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ο κίνδυνος να διολισθήσει στο μελό είναι συνεχής – κάτι που ένας δημοσιογράφος του ηλεκτρονικού τύπου θα προτιμήσει λόγω τηλεθέασης να κάνει. Αυτή η ισορροπία «σε τεντωμένο σχοινί» μπορεί να έχει θαυμαστά αποτελέσματα όπως είναι τα διηγήματα του Ρ.Κάρβερ αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε «ναυάγια». Το κατόρθωμα λοιπόν του Οικονόμου είναι ότι κατάφερε θαυμάσια να ισορροπήσει το συναίσθημα, να αποφύγει το μελό (εκτός μιάς ή δύο ίσως αναπόφευκτων περιπτώσεων) και να μεταφέρει στο χαρτί εικόνες δυνατές και ταυτόχρονα ακριβείς, με εξαιρετικό τρόπο γραφής απόλυτα δουλεμένο και προσεκτικό στη χρήση των λέξεων ώστε από τη μια να μην πέσει στη γραφικότητα και από την άλλη να περιγράψει ελαφρώς αποστασιοποιημένα τα δρώμενα.
Τα 16 διηγήματα εκτυλίσσονται όλα στις συνοικίες του Πειραιά. Κερατσίνι, Πέραμα, Νίκαια, Κορυδαλλό, Σαλαμίνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Σχιστός, Δραπετσώνα, στο λιμάνι, σε ουζερί, σε καφενεία. Μικροαστοί, εργάτες, λούμπεν, κόσμος που ζει για το μεροκάματο, που έχει απολυθεί από τη δουλειά του, που τον κυνηγάνε οι τράπεζες για τις δόσεις του δανείου και των πιστωτικών καρτών, κόσμος απογοητευμένος από τη ζωή του αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό, κόσμος «ηττημένος» και χωρίς προοπτική. Ζευγάρια που χωρίζουν, ζευγάρια που συνεχίζουν να παλεύουν μαζί, ζευγάρια που βρίσκονται στα όριά τους. Συνταξιούχοι που κάνουν ουρά στο ΙΚΑ από τα μεσάνυχτα, άνθρωποι που χάνουν κάποιον δικό τους και απελπίζονται, άνθρωποι που έχουν πεθάνει αλλά νομίζουν ότι συνεχίζουν να ζουν.
«Να σε διώχνουν απ΄τη δουλειά είναι σαν κάταγμα.
Στην αρχή δεν νιώθεις τίποτα, είπε ο Άρης, είναι ακόμα το σπάσιμο ζεστό και δεν πονάει. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα όταν κρυώσει το τραύμα. Όταν θυμηθείς το νοίκι και τους λογαριασμούς και τις αγγελίες στις εφημερίδες. Τα πρωινά τηλέφωνα, τις σκληρές φωνές. Σε πρόλαβε άλλος αδερφέ. Πάρε ξανά αύριο. Στείλε κάνα βιογραφικό να δούμε – και για χαμάλης να πας πια βιογραφικό ζητάνε. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα, είπε ο Άρης. Ο Άρης, που μας πέταξαν μαζί στο δρόμο σαν αποτσίγαρα χωρίς πως και γιατί, μ’ένα τηλεφώνημα. Ο Άρης, που έιπε πως δεν ήξερε τι θα’κανε απόψε – μπορεί να κρεμαστώ με τη ζώνη, μου είπε, ή να κατεβώ στο Φάληρο να φουντάρω. Θα δούμε. Δεν το’χω αποφασίσει ακόμα. Αναλόγως τη διάθεση. Άμα είχα κάνα κουμπούρι όμως θα ήταν πιο εύκολα τα πράματα. Μπαμ και κάτω. Σίγουρα. Το’χε πάρει κατάκαρδα ο φουκαράς παρότι το ξέραμε κι οι δυο το ξέραμε από καιρό πως ερχόταν η σειρά μας. Θέμα χρόνου που λένε. Εσάς στις αποθήκες ζβιν ζβιν ζβιν με λέιζερ θα σας αποκεφαλίσουν, μας έλεγε ο κιτρινιάρης απ’το λογιστήριο. Ζβιν ζβιν ζβιν, έκανε του Άρη όποτε τον πετύχαινε στο διάδρομο ή στο κυλικείο. Ζβιν ζβιν ζβιν – και γελούσε. Κι είχε δίκιο ο καριόλης, μια κι έξω μας φάγανε, όχι με λέιζερ μα με το τηλέφωνο. Το πρωί τηλεφώνησαν, το μεσημέρι μας πέταξαν στο δρόμο. Κι ύστερα έγινε κάτι παράξενο. Καθώς φεύγαμε, ο Άρης στάθηκε να πιεί νερό από τη βρύση που ήταν έξω δίπλα στη μπάρα της εισόδου. Ιούλιος μήνας, απομεσήμερο, έβραζε ο τόπος. Με το που άνοιξε όμως τη βρύση – ήταν από κείνες τις μεγάλες για τους κήπους, με τη κάνουλα γυρισμένη προς τα πάνω – το νερό τινάχτηκε με πίεση και τον χτύπησε στο πρόσωπο και κόντεψε να τον πετάξει χάμω. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράγμα, στ’αλήθεια. Παραπάτησε, με κοίταξε με βλέμμα χαμένο. Μούσκεμα απ’την κορφή μέχρι τα νύχια, το νερό έσταζε απ’τα μαλλιά του απ’το γιακά του απ’τα μπράτσα του. Με κοίταξε αμίλητος αλλά τα μάτια του άλλα έλεγαν. Πενηνταδυό χρονών εντάξει; Ο γιός φαντάρος η κόρη φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Η μάνα τους τετράωρα στου Σκλαβενίτη. Δάνεια κάρτες. Και τώρα μείναμε χωρίς δουλειά. Πενηνταδυό χρονών εντάξει. Και τώρα τι γίνεται; Τι κάνουμε τώρα. Μου λες;»
Καταστάσεις που βιώνει ο κόσμος παντού. Τα διηγήματα θα μπορούσαν να διαδραματίζονται στις φαβέλες του Ρίο, στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, σε κάποιες συνοικίες του Ντητρόιτ, στο Δελχί, στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου ή οποιασδήποτε μητρόπολης του κόσμου. Άνθρωποι που ζουν με τον φόβο, που πίστεψαν κάποια στιγμή ότι μπορούν ν’αλλάξουν τη ζωή τους, που χρεώθηκαν για πράγματα ανούσια και τώρα δεν μπορούν να τα ξεπληρώσουν, άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και θα πεθάνουν φτωχότεροι.
Ο Οικονόμου δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ούτε τις κριτικάρει. Οι ήρωες των διηγημάτων του δείχνουν να έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους και αυτή η μοιρολατρία και η μιζέρια φέρνει ένα κόμπο στο στήθος καθώς διαβάζεις τις ιστορίες. Περιμένουν κάτι να γίνει – το «κάτι θα γίνει, να δεις» είναι μια μόνιμη επωδός, αλλά κι εκείνοι δεν ξέρουν τι μπορεί να είναι αυτό. Ο κόσμος που ζει στα απρόσωπα διαμερίσματα τσακώνεται και χωρίζει αλλά δεν είναι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όπως είναι οι πρωταγωνιστές των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη (κυρίως στις δύο πρώτες, Σπιρτόκουτο και Ψυχή στο στόμα) ή των θεατρικών του Διαλεγμένου. Είναι θυμωμένοι με την κατάστασή τους, με την κοινωνία, με όλους και με όλα αλλά δεν ξεσπάνε, απλά βρίσκονται στα όριά τους (όποια κι αν είναι αυτά). Το καθένα από τα διηγήματα θα μπορούσε να συνεχίζεται στο διηνεκές αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για μια τυπική κατάληξη των ιστοριών του.
Τα διηγήματα είναι όλα εξαιρετικά. Μερικά ξεχωρίζουν ίσως περισσότερο αλλά μεγάλες διαφορές δεν υπάρχουν. Είναι σίγουρο ότι ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο (αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του), θα νιώσει τη μελαγχολία και την πικρία που διαπερνάει τις σελίδες του. Ο Οικονόμου ξεχωρίζει από το σύνολο της νεοελληνικής παραγωγής. Δεν ασχολείται με τα υπαρξιακά του, ούτε με τον εμφύλιο και την καταστροφή της Σμύρνης. Οι ήρωες του κυκλοφορούν δίπλα μας και δεν τους προσέχουμε, είναι στη γειτονιά μας και ακούμε τους καυγάδες τους. Δεν είναι ο κόσμος του Καζαντζίδη και των ρεμπέτικων, είναι ο κόσμος του σήμερα που ονειρεύτηκε κάτι άλλο και θυμάται στίχους των Doors και εκφράζεται με γκράφιτι στους τοίχους. Αν έλειπαν και τα πολλά αποφθέγματα ίσως και να ήταν ακόμα καλύτερα αλλά μιλάμε για λεπτομέρειες… Το γεγονός είναι ότι το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το πιο ενδιαφέρον νεοελληνικό βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά.
Υ.Γ. Την άποψή του για το βιβλίο εξέφρασε και ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του, ενώ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του συγγραφέα θα βρείτε εδώ κι εδώ
Όποιος διαβάζει προσεκτικά αυτό το blog, θα πρέπει να έχει καταλάβει ότι ο νεορεαλισμός δεν είναι το φόρτε μου και προσπαθώ να τον αποφεύγω όπου και όσο μπορώ. Θεωρώ ότι η περιγραφή της καθημερινότητας είναι κάτι που ευκολότερα (και ίσως διεισδυτικότερα) περιγράφεται από ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ παρά με μια λογοτεχνική καταγραφή. Βρίσκω εξαιρετικά επικίνδυνο το πεδίο για τον συγγραφέα που θα αποπειραθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ο κίνδυνος να διολισθήσει στο μελό είναι συνεχής – κάτι που ένας δημοσιογράφος του ηλεκτρονικού τύπου θα προτιμήσει λόγω τηλεθέασης να κάνει. Αυτή η ισορροπία «σε τεντωμένο σχοινί» μπορεί να έχει θαυμαστά αποτελέσματα όπως είναι τα διηγήματα του Ρ.Κάρβερ αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε «ναυάγια». Το κατόρθωμα λοιπόν του Οικονόμου είναι ότι κατάφερε θαυμάσια να ισορροπήσει το συναίσθημα, να αποφύγει το μελό (εκτός μιάς ή δύο ίσως αναπόφευκτων περιπτώσεων) και να μεταφέρει στο χαρτί εικόνες δυνατές και ταυτόχρονα ακριβείς, με εξαιρετικό τρόπο γραφής απόλυτα δουλεμένο και προσεκτικό στη χρήση των λέξεων ώστε από τη μια να μην πέσει στη γραφικότητα και από την άλλη να περιγράψει ελαφρώς αποστασιοποιημένα τα δρώμενα.
Τα 16 διηγήματα εκτυλίσσονται όλα στις συνοικίες του Πειραιά. Κερατσίνι, Πέραμα, Νίκαια, Κορυδαλλό, Σαλαμίνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Σχιστός, Δραπετσώνα, στο λιμάνι, σε ουζερί, σε καφενεία. Μικροαστοί, εργάτες, λούμπεν, κόσμος που ζει για το μεροκάματο, που έχει απολυθεί από τη δουλειά του, που τον κυνηγάνε οι τράπεζες για τις δόσεις του δανείου και των πιστωτικών καρτών, κόσμος απογοητευμένος από τη ζωή του αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό, κόσμος «ηττημένος» και χωρίς προοπτική. Ζευγάρια που χωρίζουν, ζευγάρια που συνεχίζουν να παλεύουν μαζί, ζευγάρια που βρίσκονται στα όριά τους. Συνταξιούχοι που κάνουν ουρά στο ΙΚΑ από τα μεσάνυχτα, άνθρωποι που χάνουν κάποιον δικό τους και απελπίζονται, άνθρωποι που έχουν πεθάνει αλλά νομίζουν ότι συνεχίζουν να ζουν.
«Να σε διώχνουν απ΄τη δουλειά είναι σαν κάταγμα.
Στην αρχή δεν νιώθεις τίποτα, είπε ο Άρης, είναι ακόμα το σπάσιμο ζεστό και δεν πονάει. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα όταν κρυώσει το τραύμα. Όταν θυμηθείς το νοίκι και τους λογαριασμούς και τις αγγελίες στις εφημερίδες. Τα πρωινά τηλέφωνα, τις σκληρές φωνές. Σε πρόλαβε άλλος αδερφέ. Πάρε ξανά αύριο. Στείλε κάνα βιογραφικό να δούμε – και για χαμάλης να πας πια βιογραφικό ζητάνε. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα, είπε ο Άρης. Ο Άρης, που μας πέταξαν μαζί στο δρόμο σαν αποτσίγαρα χωρίς πως και γιατί, μ’ένα τηλεφώνημα. Ο Άρης, που έιπε πως δεν ήξερε τι θα’κανε απόψε – μπορεί να κρεμαστώ με τη ζώνη, μου είπε, ή να κατεβώ στο Φάληρο να φουντάρω. Θα δούμε. Δεν το’χω αποφασίσει ακόμα. Αναλόγως τη διάθεση. Άμα είχα κάνα κουμπούρι όμως θα ήταν πιο εύκολα τα πράματα. Μπαμ και κάτω. Σίγουρα. Το’χε πάρει κατάκαρδα ο φουκαράς παρότι το ξέραμε κι οι δυο το ξέραμε από καιρό πως ερχόταν η σειρά μας. Θέμα χρόνου που λένε. Εσάς στις αποθήκες ζβιν ζβιν ζβιν με λέιζερ θα σας αποκεφαλίσουν, μας έλεγε ο κιτρινιάρης απ’το λογιστήριο. Ζβιν ζβιν ζβιν, έκανε του Άρη όποτε τον πετύχαινε στο διάδρομο ή στο κυλικείο. Ζβιν ζβιν ζβιν – και γελούσε. Κι είχε δίκιο ο καριόλης, μια κι έξω μας φάγανε, όχι με λέιζερ μα με το τηλέφωνο. Το πρωί τηλεφώνησαν, το μεσημέρι μας πέταξαν στο δρόμο. Κι ύστερα έγινε κάτι παράξενο. Καθώς φεύγαμε, ο Άρης στάθηκε να πιεί νερό από τη βρύση που ήταν έξω δίπλα στη μπάρα της εισόδου. Ιούλιος μήνας, απομεσήμερο, έβραζε ο τόπος. Με το που άνοιξε όμως τη βρύση – ήταν από κείνες τις μεγάλες για τους κήπους, με τη κάνουλα γυρισμένη προς τα πάνω – το νερό τινάχτηκε με πίεση και τον χτύπησε στο πρόσωπο και κόντεψε να τον πετάξει χάμω. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράγμα, στ’αλήθεια. Παραπάτησε, με κοίταξε με βλέμμα χαμένο. Μούσκεμα απ’την κορφή μέχρι τα νύχια, το νερό έσταζε απ’τα μαλλιά του απ’το γιακά του απ’τα μπράτσα του. Με κοίταξε αμίλητος αλλά τα μάτια του άλλα έλεγαν. Πενηνταδυό χρονών εντάξει; Ο γιός φαντάρος η κόρη φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Η μάνα τους τετράωρα στου Σκλαβενίτη. Δάνεια κάρτες. Και τώρα μείναμε χωρίς δουλειά. Πενηνταδυό χρονών εντάξει. Και τώρα τι γίνεται; Τι κάνουμε τώρα. Μου λες;»
Καταστάσεις που βιώνει ο κόσμος παντού. Τα διηγήματα θα μπορούσαν να διαδραματίζονται στις φαβέλες του Ρίο, στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, σε κάποιες συνοικίες του Ντητρόιτ, στο Δελχί, στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου ή οποιασδήποτε μητρόπολης του κόσμου. Άνθρωποι που ζουν με τον φόβο, που πίστεψαν κάποια στιγμή ότι μπορούν ν’αλλάξουν τη ζωή τους, που χρεώθηκαν για πράγματα ανούσια και τώρα δεν μπορούν να τα ξεπληρώσουν, άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και θα πεθάνουν φτωχότεροι.
Ο Οικονόμου δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ούτε τις κριτικάρει. Οι ήρωες των διηγημάτων του δείχνουν να έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους και αυτή η μοιρολατρία και η μιζέρια φέρνει ένα κόμπο στο στήθος καθώς διαβάζεις τις ιστορίες. Περιμένουν κάτι να γίνει – το «κάτι θα γίνει, να δεις» είναι μια μόνιμη επωδός, αλλά κι εκείνοι δεν ξέρουν τι μπορεί να είναι αυτό. Ο κόσμος που ζει στα απρόσωπα διαμερίσματα τσακώνεται και χωρίζει αλλά δεν είναι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όπως είναι οι πρωταγωνιστές των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη (κυρίως στις δύο πρώτες, Σπιρτόκουτο και Ψυχή στο στόμα) ή των θεατρικών του Διαλεγμένου. Είναι θυμωμένοι με την κατάστασή τους, με την κοινωνία, με όλους και με όλα αλλά δεν ξεσπάνε, απλά βρίσκονται στα όριά τους (όποια κι αν είναι αυτά). Το καθένα από τα διηγήματα θα μπορούσε να συνεχίζεται στο διηνεκές αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για μια τυπική κατάληξη των ιστοριών του.
Τα διηγήματα είναι όλα εξαιρετικά. Μερικά ξεχωρίζουν ίσως περισσότερο αλλά μεγάλες διαφορές δεν υπάρχουν. Είναι σίγουρο ότι ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο (αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του), θα νιώσει τη μελαγχολία και την πικρία που διαπερνάει τις σελίδες του. Ο Οικονόμου ξεχωρίζει από το σύνολο της νεοελληνικής παραγωγής. Δεν ασχολείται με τα υπαρξιακά του, ούτε με τον εμφύλιο και την καταστροφή της Σμύρνης. Οι ήρωες του κυκλοφορούν δίπλα μας και δεν τους προσέχουμε, είναι στη γειτονιά μας και ακούμε τους καυγάδες τους. Δεν είναι ο κόσμος του Καζαντζίδη και των ρεμπέτικων, είναι ο κόσμος του σήμερα που ονειρεύτηκε κάτι άλλο και θυμάται στίχους των Doors και εκφράζεται με γκράφιτι στους τοίχους. Αν έλειπαν και τα πολλά αποφθέγματα ίσως και να ήταν ακόμα καλύτερα αλλά μιλάμε για λεπτομέρειες… Το γεγονός είναι ότι το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το πιο ενδιαφέρον νεοελληνικό βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά.
Υ.Γ. Την άποψή του για το βιβλίο εξέφρασε και ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του, ενώ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του συγγραφέα θα βρείτε εδώ κι εδώ