Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010 | Permalink
"...Κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό, πικρό ψωμί..."
Η συλλογή με τα 16 διηγήματα του σχετικά νέου (γεν.1970), συγγραφέα / μεταφραστή και δημοσιογράφου Χ.Οικονόμου, με τίτλο «ΚΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΘΑ ΔΕΙΣ», (Εκδ.Πόλις, σελ.258), έχει προκαλέσει συζητήσεις και σχόλια κυρίως εγκωμιαστικά ενώ θεωρείται ως το πρώτο ουσιαστικά λογοτεχνικό βιβλίο που περιγράφει την οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και κάποιους μήνες - ένα μάλλον εύκολο σχόλιο που αντικατοπτρίζει απόλυτα την άγνοια που έχουν οι περισσότεροι γύρω από τον κόσμο που κατοικεί στις Δυτικές συνοικίες της Αθήνας, ο οποίος βιώνει την κρίση στο πετσί του από τη μέρα που γεννήθηκε (όπως και το ίδιο το ελληνικό κράτος από την ημέρα της σύστασής του, το 1830).

Όποιος διαβάζει προσεκτικά αυτό το blog, θα πρέπει να έχει καταλάβει ότι ο νεορεαλισμός δεν είναι το φόρτε μου και προσπαθώ να τον αποφεύγω όπου και όσο μπορώ. Θεωρώ ότι η περιγραφή της καθημερινότητας είναι κάτι που ευκολότερα (και ίσως διεισδυτικότερα) περιγράφεται από ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ παρά με μια λογοτεχνική καταγραφή. Βρίσκω εξαιρετικά επικίνδυνο το πεδίο για τον συγγραφέα που θα αποπειραθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ο κίνδυνος να διολισθήσει στο μελό είναι συνεχής – κάτι που ένας δημοσιογράφος του ηλεκτρονικού τύπου θα προτιμήσει λόγω τηλεθέασης να κάνει. Αυτή η ισορροπία «σε τεντωμένο σχοινί» μπορεί να έχει θαυμαστά αποτελέσματα όπως είναι τα διηγήματα του Ρ.Κάρβερ αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε «ναυάγια». Το κατόρθωμα λοιπόν του Οικονόμου είναι ότι κατάφερε θαυμάσια να ισορροπήσει το συναίσθημα, να αποφύγει το μελό (εκτός μιάς ή δύο ίσως αναπόφευκτων περιπτώσεων) και να μεταφέρει στο χαρτί εικόνες δυνατές και ταυτόχρονα ακριβείς, με εξαιρετικό τρόπο γραφής απόλυτα δουλεμένο και προσεκτικό στη χρήση των λέξεων ώστε από τη μια να μην πέσει στη γραφικότητα και από την άλλη να περιγράψει ελαφρώς αποστασιοποιημένα τα δρώμενα.

Τα 16 διηγήματα εκτυλίσσονται όλα στις συνοικίες του Πειραιά. Κερατσίνι, Πέραμα, Νίκαια, Κορυδαλλό, Σαλαμίνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Σχιστός, Δραπετσώνα, στο λιμάνι, σε ουζερί, σε καφενεία. Μικροαστοί, εργάτες, λούμπεν, κόσμος που ζει για το μεροκάματο, που έχει απολυθεί από τη δουλειά του, που τον κυνηγάνε οι τράπεζες για τις δόσεις του δανείου και των πιστωτικών καρτών, κόσμος απογοητευμένος από τη ζωή του αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό, κόσμος «ηττημένος» και χωρίς προοπτική. Ζευγάρια που χωρίζουν, ζευγάρια που συνεχίζουν να παλεύουν μαζί, ζευγάρια που βρίσκονται στα όριά τους. Συνταξιούχοι που κάνουν ουρά στο ΙΚΑ από τα μεσάνυχτα, άνθρωποι που χάνουν κάποιον δικό τους και απελπίζονται, άνθρωποι που έχουν πεθάνει αλλά νομίζουν ότι συνεχίζουν να ζουν.

«Να σε διώχνουν απ΄τη δουλειά είναι σαν κάταγμα.
Στην αρχή δεν νιώθεις τίποτα, είπε ο Άρης, είναι ακόμα το σπάσιμο ζεστό και δεν πονάει. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα όταν κρυώσει το τραύμα. Όταν θυμηθείς το νοίκι και τους λογαριασμούς και τις αγγελίες στις εφημερίδες. Τα πρωινά τηλέφωνα, τις σκληρές φωνές. Σε πρόλαβε άλλος αδερφέ. Πάρε ξανά αύριο. Στείλε κάνα βιογραφικό να δούμε – και για χαμάλης να πας πια βιογραφικό ζητάνε. Ο πόνος και ο φόβος έρχεται αργότερα, είπε ο Άρης. Ο Άρης, που μας πέταξαν μαζί στο δρόμο σαν αποτσίγαρα χωρίς πως και γιατί, μ’ένα τηλεφώνημα. Ο Άρης, που έιπε πως δεν ήξερε τι θα’κανε απόψε – μπορεί να κρεμαστώ με τη ζώνη, μου είπε, ή να κατεβώ στο Φάληρο να φουντάρω. Θα δούμε. Δεν το’χω αποφασίσει ακόμα. Αναλόγως τη διάθεση. Άμα είχα κάνα κουμπούρι όμως θα ήταν πιο εύκολα τα πράματα. Μπαμ και κάτω. Σίγουρα. Το’χε πάρει κατάκαρδα ο φουκαράς παρότι το ξέραμε κι οι δυο το ξέραμε από καιρό πως ερχόταν η σειρά μας. Θέμα χρόνου που λένε. Εσάς στις αποθήκες ζβιν ζβιν ζβιν με λέιζερ θα σας αποκεφαλίσουν, μας έλεγε ο κιτρινιάρης απ’το λογιστήριο. Ζβιν ζβιν ζβιν, έκανε του Άρη όποτε τον πετύχαινε στο διάδρομο ή στο κυλικείο. Ζβιν ζβιν ζβιν – και γελούσε. Κι είχε δίκιο ο καριόλης, μια κι έξω μας φάγανε, όχι με λέιζερ μα με το τηλέφωνο. Το πρωί τηλεφώνησαν, το μεσημέρι μας πέταξαν στο δρόμο. Κι ύστερα έγινε κάτι παράξενο. Καθώς φεύγαμε, ο Άρης στάθηκε να πιεί νερό από τη βρύση που ήταν έξω δίπλα στη μπάρα της εισόδου. Ιούλιος μήνας, απομεσήμερο, έβραζε ο τόπος. Με το που άνοιξε όμως τη βρύση – ήταν από κείνες τις μεγάλες για τους κήπους, με τη κάνουλα γυρισμένη προς τα πάνω – το νερό τινάχτηκε με πίεση και τον χτύπησε στο πρόσωπο και κόντεψε να τον πετάξει χάμω. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράγμα, στ’αλήθεια. Παραπάτησε, με κοίταξε με βλέμμα χαμένο. Μούσκεμα απ’την κορφή μέχρι τα νύχια, το νερό έσταζε απ’τα μαλλιά του απ’το γιακά του απ’τα μπράτσα του. Με κοίταξε αμίλητος αλλά τα μάτια του άλλα έλεγαν. Πενηνταδυό χρονών εντάξει; Ο γιός φαντάρος η κόρη φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Η μάνα τους τετράωρα στου Σκλαβενίτη. Δάνεια κάρτες. Και τώρα μείναμε χωρίς δουλειά. Πενηνταδυό χρονών εντάξει. Και τώρα τι γίνεται; Τι κάνουμε τώρα. Μου λες;»

Καταστάσεις που βιώνει ο κόσμος παντού. Τα διηγήματα θα μπορούσαν να διαδραματίζονται στις φαβέλες του Ρίο, στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, σε κάποιες συνοικίες του Ντητρόιτ, στο Δελχί, στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου ή οποιασδήποτε μητρόπολης του κόσμου. Άνθρωποι που ζουν με τον φόβο, που πίστεψαν κάποια στιγμή ότι μπορούν ν’αλλάξουν τη ζωή τους, που χρεώθηκαν για πράγματα ανούσια και τώρα δεν μπορούν να τα ξεπληρώσουν, άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και θα πεθάνουν φτωχότεροι.

Ο Οικονόμου δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ούτε τις κριτικάρει. Οι ήρωες των διηγημάτων του δείχνουν να έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους και αυτή η μοιρολατρία και η μιζέρια φέρνει ένα κόμπο στο στήθος καθώς διαβάζεις τις ιστορίες. Περιμένουν κάτι να γίνει – το «κάτι θα γίνει, να δεις» είναι μια μόνιμη επωδός, αλλά κι εκείνοι δεν ξέρουν τι μπορεί να είναι αυτό. Ο κόσμος που ζει στα απρόσωπα διαμερίσματα τσακώνεται και χωρίζει αλλά δεν είναι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όπως είναι οι πρωταγωνιστές των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη (κυρίως στις δύο πρώτες, Σπιρτόκουτο και Ψυχή στο στόμα) ή των θεατρικών του Διαλεγμένου. Είναι θυμωμένοι με την κατάστασή τους, με την κοινωνία, με όλους και με όλα αλλά δεν ξεσπάνε, απλά βρίσκονται στα όριά τους (όποια κι αν είναι αυτά). Το καθένα από τα διηγήματα θα μπορούσε να συνεχίζεται στο διηνεκές αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για μια τυπική κατάληξη των ιστοριών του.

Τα διηγήματα είναι όλα εξαιρετικά. Μερικά ξεχωρίζουν ίσως περισσότερο αλλά μεγάλες διαφορές δεν υπάρχουν. Είναι σίγουρο ότι ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο (αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του), θα νιώσει τη μελαγχολία και την πικρία που διαπερνάει τις σελίδες του. Ο Οικονόμου ξεχωρίζει από το σύνολο της νεοελληνικής παραγωγής. Δεν ασχολείται με τα υπαρξιακά του, ούτε με τον εμφύλιο και την καταστροφή της Σμύρνης. Οι ήρωες του κυκλοφορούν δίπλα μας και δεν τους προσέχουμε, είναι στη γειτονιά μας και ακούμε τους καυγάδες τους. Δεν είναι ο κόσμος του Καζαντζίδη και των ρεμπέτικων, είναι ο κόσμος του σήμερα που ονειρεύτηκε κάτι άλλο και θυμάται στίχους των Doors και εκφράζεται με γκράφιτι στους τοίχους. Αν έλειπαν και τα πολλά αποφθέγματα ίσως και να ήταν ακόμα καλύτερα αλλά μιλάμε για λεπτομέρειες… Το γεγονός είναι ότι το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το πιο ενδιαφέρον νεοελληνικό βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά.

Υ.Γ. Την άποψή του για το βιβλίο εξέφρασε και ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του, ενώ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του συγγραφέα θα βρείτε εδώ κι εδώ

 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2010 | Permalink
Ο ΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Η αναζήτηση της οικογενειακής ιστορίας μέσα από τα πλοκάμια της μνήμης και τις αποσπασματικές διηγήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι το υλικό από το οποίο συντίθεται το πολύ συναισθηματικό και κατά τα φαινόμενα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, «Ο ΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» (The visible world), του Αμερικανού συγγραφέα (Τσέχικης καταγωγής) Mark Slouka, ( Εκδ. Πάπυρος, (ωραία) μετάφρ. Τ.Μενδράκος, σελ. 287). Ιστορία και μύθος ανακατεύονται σ’αυτό το ελεγειακό μυθιστόρημα, το οποίο «παγιδεύει» τον αναγνώστη με το αργό και μελαγχολικό του ύφος.

Ο αφηγητής (ο οποίος παραμένει ανώνυμος καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας), είναι ένας πρώτης γενιάς Αμερικανός που οι Τσέχοι γονείς του μετανάστευσαν στις Η.Π.Α λίγο μετά το τέλος του Β Παγκόσμιου πολέμου. Ο αφηγητής που γεννιέται το 1950 μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον με μια μητέρα τελείως φευγάτη και έναν πατέρα ήσυχο και διακριτικό. Ένα μυστικό που κουβαλάει η μητέρα του, καθορίζει όχι μόνο τη δικιά της ζωή αλλά επηρεάζει και τους γύρω της. Από μικρός και από μισόλογα των γύρω του, ο αφηγητής γνωρίζει ότι η μητέρα του κατά τη διάρκεια του πολέμου ερωτεύτηκε έναν άνδρα, τον οποίο δεν μπορεί να ξεχάσει. Κανείς δεν του λέει τίποτα γι’αυτό και όταν εκείνος τολμάει να την ρωτήσει, εκείνη αποφεύγει την απάντηση. Η αυτοκτονία της αρκετά χρόνια μετά όταν ο ήρωας/αφηγητής είναι 34 χρονών του δίνει την αφορμή να ψάξει για το παρελθόν μήπως κατανοήσει συμπεριφορές και γεγονότα τόσων χρόνων.

Το μυθιστόρημα απαρτίζεται από 3 μέρη. Το πρώτο μέρος με τίτλο «Ο καινούργιος κόσμος, μια αυτοβιογραφία», είναι η αφήγηση της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μέσα από τα μάτια καθημερινών γεγονότων, όπως είναι οι συγκεντρώσεις διαφόρων φίλων της οικογένειας, μεταναστών από την Τσεχία, τα μισόλογα πίσω από κλεισμένες πόρτες, οι οικογενειακές διακοπές σε μια λίμνη, η ιστορία της γνωριμίας και του γάμου των γονιών του αφηγητή, διάφορες ιστορίες γύρω από τον πόλεμο και κυρίως την απόπειρα δολοφονίας του Διοικητή της Πράγας, του Ρ.Χάϊνριχ το 1942, ένα γεγονός που σημάδεψε την περίοδο της Ναζιστικής κατοχής της πόλης αφού η κατά λάθος επιτυχημένη απόπειρα συνετέλεσε στην εκτέλεση χιλιάδων Τσέχων μέχρι να βρεθούν οι υπαίτιοι της δολοφονίας.

Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο, «Πράγα, ιντερμέδιο» και είναι η αναζήτηση του οικογενειακού παρελθόντος στην Πράγα όπου μεταβαίνει ο αφηγητής ψάχνοντας απαντήσεις και παραιτούμενος από την δουλειά του στις Η.Π.Α και πηγαίνοντας να ζήσει στη γη των προγόνων του. Πηγαίνει στο Μπρνό της Μοραβίας, τόπο καταγωγής των δικών του, ψάχνει συγγενείς, ανθρώπους που θυμούνται τα γεγονότα της κατοχής και μπορούν να του δώσουν κάποια στοιχεία για την ιστορία της μητέρας του. Βρίσκει πολύ λίγα πράγματα, σχεδόν απογοητευτικά και τότε αποφασίζει να συμπληρώσει την ιστορία βάζοντας δικά του φανταστικά στοιχεία μήπως έτσι μπορέσει να απελευθερωθεί από το βάρος που κουβαλάει.

Το τρίτο μέρος είναι αυτή η ιστορία που επινοεί ο αφηγητής και έχει τίτλο, «1942, ένα μυθιστόρημα». Θεωρώντας ότι η «καρδιά» και ταυτόχρονα η λύση του μυστηρίου είναι η απόπειρα κατά του Χάινριχ, περιγράφει την ερωτική ιστορία μεταξύ ενός Τσέχου αντάρτη εκπαιδευμένου στο Λονδίνο, ο οποίος φτάνει στην Πράγα μαζί με άλλους επτά με σκοπό την εκτέλεση του αρχιδήμιου κατακτητή και μιας κοπέλλας (της μητέρας του αφηγητή) που τον βοηθάει στην αρχή και μετά ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλον. Ο συγγραφέας αυθαιρετεί στην αληθινή ιστορία (οι επτά αντάρτες πέθαναν στην εκκλησία των αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου πολιορκούμενοι από τις ναζιστικές δυνάμεις σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά την απόπειρα, κατόπιν προδοτικής ενέργειας κάποιου από τους συνεργούς τους), εισάγοντας ένα όγδοο άτομο όπως είναι ο ήρωας της ιστορίας αυτής, το οποίο εμπλέκεται στην απόπειρα δολοφονίας του Χάινριχ ζώντας ταυτόχρονα μια έντονη ερωτική περιπέτεια. Λυρικό και ρομαντικό το κομμάτι αυτό του μυθιστορήματος δίνει μια άλλη τροπή στο βιβλίο, η δράση γίνεται γρήγορη , η αγωνία έντονη και τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ρεαλισμός και φαντασία συμπλέουν σ’αυτό το βιβλίο του Σλούκα. Η «κατασκευή» του παρελθόντος είναι αναγκαία για να συνεχίσουμε τη ζωή μας; Εκεί που η αλήθεια συναντάει τον μύθο και εμπλέκονται σε έναν «ατελείωτο χορό» δεν είναι το κοινό στοιχείο κάθε οικογενειακής ιστορίας; Μήπως η ζωή κάθε ενός από εμάς δεν απαρτίζεται από μισοτελειωμένες ιστορίες;
«…Κάποιος είπε κάποτε ότι στο τέλος κάθε ζωής μπαίνει μια τελεία και ότι ο θάνατος νοιάζεται λιγότερο αν το κομμάτι είναι λειψό. Απομένει σ’εμάς, τους ζωντανούς, να ολοκληρώσουμε ένα σχήμα εκεί που δεν υπάρχει, να σώσουμε από τον κατακλυσμό ακόμα κι αυτούς που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Σαν ζητιάνοι, πρέπει να συμμαζέψουμε το σύμπαν όσο καλύτερα μπορούμε.»

Ο ανώνυμος αφηγητής του Σλούκα, τόσο οικείος αλλά και τόσο μακρινός ταυτόχρονα, προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του μέσα από τις μνήμες, από αποσπάσματα, από μισόλογα. Η απορία του αναγνώστη στο τέλος παραμένει, πόσο απ’ότι διάβασε είναι μύθος και πόσο είναι πραγματικότητα αλλά στο κάτω-κάτω τι σημασία έχει τελικά…Αυτό που μένει είναι ένα ωραίο και ελκυστικό μυθιστόρημα που αφήνει περιθώρια για πολλές σκέψεις και επηρεάζει με τον άκρατο συναισθηματισμό του τελευταίου μέρους οποιεσδήποτε αντιρρήσεις μπορεί να έχει κάποιος για το άνισο του εγχειρήματος και την δυσαρμονία μεταξύ των τριών κομματιών του βιβλίου. Η ατμόσφαιρα της κατεχόμενης Πράγας, η καθημερινότητα της αποδίδονται εξαιρετικά και με πολύ λυρισμό, τα παιχνίδια της μνήμης και ο διάχυτος ρομαντισμός παραπέμπουν στον «Άγγλο ασθενή» (ίσως πολύ έντονα σε κάποιες σελίδες), ενώ το καθαρά κινηματογραφικό τέλος προσδίδει συγκίνηση και μελαγχολία.

«Μια νύχτα όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, η μητέρα μου βγήκε από το εξοχικό, όπου μέναμε εκείνη την εποχή. Ξύπνησα, ακούγοντας τον πατέρα μου να φοράει το παντελόνι του στο σκοτάδι. Ήταν πολύ αργά και τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Σκοτάδι παντού. Τον ρώτησα που πάει; Κοιμήσου μου είπε. Η μαμά βγήκε για μια βόλτα. Θα γυρίσω αμέσως, συμπλήρωσε.
Αλλά εγώ άρχισα να κλαίω, γιατί η μαμά δεν είχε ξαναβγεί ποτέ για βόλτα στο δάσος και γιατί δεν είχα ξυπνήσει ποτέ, ακούγοντας τον πατέρα μου να φοράει το παντελόνι του στο σκοτάδι. Δεν ήξερα αυτό το μέρος και τα μεγάλα τετράγωνα του φεγγαρόφωτου που έπεφτε από τα παράθυρα στο πάτωμα με τρόμαξαν. Τέλος, μου είπε να είμαι γενναίος, φόρεσε τα παπούτσια του κι έφυγε αναζητώντας την γυναίκα του. Και τη βρήκε, τελικά να κάθεται ακουμπισμένη σ’ένα δέντρο ή στην όχθη μιας λίμνης, σφιχτοτυλιγμένη με τις άκρες του ρούχου της στις γάμπες και με τα ξεφτισμένα αθλητικά της παπούτσια, δεκαπέντε χρόνια αργότερα.
Και αναρωτιέμαι αν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, το φεγγάρι εκείνης της νύχτας ή η μυρωδιά των αγρών, που την έστειλε από το κρεβάτι του πατέρα στο δάσος, λες και με μια απλή μακρινή περιπλάνηση, αρκετά βαθιά, θα μπορούσε να τον βρει, όπως και τον εαυτό της, κοιμισμένους πάνω στα μούσκλια και σκεπασμένους με μια μοναδική κουβέρτα. Φαντάζομαι τον πατέρα μου να κλείνει την ασπροβαμμένη πόρτα του εξοχικού και να περπατάει στο σκοτάδι, φωνάζοντας το όνομά της, όταν απομακρύνθηκε από τα άλλα σπιτάκια. Να αφουγκράζεται το θόρυβο από τον αυτοκινητόδρομο, δυο λαγκαδιές πιο πέρα.
Απορώ πως τη βρήκε μέσα σε τόσο σκοτάδι. Και πως δεν είπε λέξη, απλά την έφερε πίσω – άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; - κρατώντας την από το μπράτσο σαν ανάπηρη, ακρωτηριασμένη από την οδύνη. Και πως κατά κάποιο τρόπο σε τούτη τη γη, σε τούτη τη ζωή, δεν τον είχε μισήσει ακριβώς γι’αυτό.
Αλλά τώρα πια, θα το ήθελα για λογαριασμό
της, ένα απέραντο δάσος και είκοσι χρόνια μέχρι το χάραμα.»
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2010 | Permalink
Αλμπέρ Καμύ, μια εξαιρετική βιογραφία
Το έχω ξαναγράψει σχετικά πρόσφατα, η στάση μου απέναντι στις βιογραφίες ήταν πάντα επιφυλακτική. Τους ανθρώπους που θαυμάζω και εκτιμώ θέλω να τους διαβάζω ή να βλέπω τα έργα τέχνης τους αλλά να μη «μπαίνω» στη καθημερινότητά τους – εκεί που δεν μένει τίποτα κρυφό. Η βιογραφία είναι ένα λογοτεχνικό είδος εξαιρετικά δημοφιλές στις Αγγλοσαξωνικές χώρες (έχω γνωρίσει αρκετούς ανθρώπους – Βρετανούς κυρίως – που δεν διαβάζουν άλλο είδος βιβλίου), όπου οι περισσότερες εξ’αυτών δεν είναι τίποτε άλλο από «ματιά από την κλειδαρότρυπα». Από την άλλη είναι αρκετοί αυτοί οι άνθρωποι της τέχνης που σημάδεψαν μια φάση της ζωής μου, που τους αγάπησα πολύ και επηρρέασαν τη σκέψη μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σοκ που ένιωσα όταν στα φοιτητικά μου χρόνια «ανακάλυψα» τα βιβλία του Α.Καμύ. Διαβάζοντας τον «Ξένο» σε μια μετάφραση του σωρού ένιωσα λες και κάποιος ξαφνικά έμπαινε στο μυαλό μου, ενώ η εμπειρία της ανάγνωσης του «Μύθου του Σίσυφου» μόνο με ηλεκτροσόκ μπορώ να την παρομοιάσω.

Ο Albert Camus (Νοέμβριος 1913-Ιανουάριος 1960), λοιπόν δεν είναι απλά ένας συγγραφέας για μένα – είναι κάτι παραπάνω από σύμβολο. Από τη ζωή του γνώριζα τα βασικά. Τον σύντομο βίο του, το τραγικό δυστύχημα που έβαλε απότομο τέλος στη ζωή του λίγα χρόνια μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, το ότι ήταν ΓαλλοΑλγερινός, ότι ήταν σε κόντρα με τον Σαρτρ, ότι λάτρευε το ποδόσφαιρο και τις γυναίκες και κυρίως ότι από κάποια στιγμή και μετά τον κατηγορούσαν οι αριστεροί για δεξιό και οι δεξιοί για αριστερό. Το βιβλίο του Olivier Todd, «ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, ΜΙΑ ΖΩΗ», (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. (με κάποια λαθάκια) Ρ.Κολαϊτη, σελ.788) αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία να μάθω περισσότερα για αυτόν τον πολύ μεγάλο συγγραφέα και στοχαστή όχι μόνο για τη ζωή του που αποδείχθηκε ιδιαίτερα συναρπαστική αλλά και για όλα αυτά που διαμόρφωσαν τη σκέψη και την βαθιά ανθρωπιστική ιδεολογία του. Η βιογραφία που έγραψε ο Τοντ δεν είναι με κανένα τρόπο, αγιογραφία, ούτε εμπεριέχει σκανδαλοθηρικά τεχνάσματα (παρ’ότι ο άστατος ερωτικός βίος του ανδρός θα επέτρεπε και κάποιες σκαμπρόζικες νότες), αλλά είναι μια ενδελεχής και προσεκτική ανάγνωση – ίσως υπερβολικά εκτενής – της ζωής του συγγραφέα σε συνδιασμό με μια τοιχογραφία της ταραγμένης εποχής στην οποία έζησε.

Είναι κάτι ανεξήγητο και η απορία του βιογράφου στο τέλος του βιβλίου το επισημαίνει, το πώς ένα παιδί που γεννιέται σε μια επαρχία της Αλγερίας τον χειμώνα του 1913, από έναν οιναποθηκάριο Γάλλο που οι γονείς του μετανάστευσαν τον προηγούμενο αιώνα στην Αλγερία και μια αγράμματη και σιωπηλή μητέρα Ισπανικής καταγωγής, και το οποίο δεν θα γνωρίσει τον πατέρα του που έπεσε στο μέτωπο πολεμώντας για τη Γαλλική σημαία το 1914 θα αναπτύξει τη διάνοια του σε τέτοιο υψηλό βαθμό. Ο Αλμπέρ Καμύ έζησε τα παιδικά του χρόνια σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Η μητέρα του για να καταφέρει να αναθρέψει εκείνον και τον μεγαλύτερο αδερφό του, Λυσιέν, μετακομίζει στο σπίτι της μητέρας της, της δεσποτικής γιαγιάς του Αλμπέρ η οποία ουσιαστικά είναι ο «αφέντης του σπιτιού», όπου ζουν σε ελάχιστα τετραγωνικά όλοι μαζί. Ο Αλμπέρ θα μεγαλώσει κυριολεκτικά στον δρόμο και θα πάρει υποτροφία στο σχολείο ως ορφανό νεκρού κατά τον πόλεμο. Η απουσία του πατέρα είναι κάτι που δεν θα ξεπεράσει ποτέ.

Τα χρόνια της Αλγερίας, η φυματίωση που θα τον προσβάλλει και θα καθορίσει τη ζωή του, ο αγώνας της οικογένειας για επιβίωση, ο πρώτος του γάμος με την ναρκομανή Σιμόν, ο χωρισμός και ο έρωτας με την Φρανσίν την οποία παντρεύεται παρ’ότι ταυτόχρονα «παίζει» και με άλλες, είναι κεφάλαια συναρπαστικά. Ο Τοντ περιγράφει με ακρίβεια την διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού Αλμπέρ, τα διαβάσματά του, τις επιρροές του, τους καταπληκτικούς δάσκαλους που είχε οι οποίοι καθόρισαν κατά ένα μεγάλο μέρος την πορεία του, την ανεξάρτητη και άναρχη φύση του, τους έρωτές του. Είναι όμως ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος που θα βοηθήσει το ταλέντο του Καμύ να ακμάσει, να ανθίσει. Αναγκασμένος λόγω των πνευμόνων του να ζήσει σε βουνό, και έχοντας ουσιαστικά μείνει χωρίς δουλειά λόγω του αναγκαστικού κλεισίματος της εφημερίδας που δούλευε ως αρχισυντάκτης στο Αλγέρι, ο Καμύ θα περάσει αρκετά μεγάλο διάστημα σε μια επαρχία της Γαλλίας, όπου θα έρθει σε επαφή με την αντίσταση. Τα χρόνια του πολέμου όμως θα τον αναδείξουν ως συγγραφέα. Η έκδοση του «Ξένου» το ’42 και λίγο αργότερα το μπαμ με τον «Μύθο του Σίσυφου» που κυκλοφόρησαν σχεδόν μαζί από τον Γκαλιμάρ, καθιερώνουν δια μιάς τον νεαρό συγγραφέα. Η απελευθέρωση τον βρίσκει αρχισυντάκτη της ανεξάρτητης και μαχητικής εφημερίδας «Combat» (που δεν θα μακροημερεύσει λόγω οικονομικών και άλλων προβλημάτων αλλά) η οποία θα επηρρεάσει σημαντικά με την στάση που θα κρατήσει στα πολιτικά γεγονότα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Ο Καμύ είναι πλέον μια σημαντική φιγούρα στα Γαλλικά γράμματα. Η ιδιόμορφη σχέση με το ζεύγος Σαρτρ-Μπωβουάρ, με τους οποίους κάνει παρέα αλλά διατηρεί ταυτόχρονα και αποστάσεις με τον Σαρτρ με τον οποίο διαφωνεί σχεδόν σε όλα ενώ η ερωτική προσέγγιση της Μπωβουάρ (η οποία έχει συνηθίσει να κατακτά ότι βάζει στο μάτι) μάλλον αποτυγχάνει – κάτι που δεν θα του συγχωρέσει ποτέ.

Έρωτες, σχέσεις με ηθοποιούς και καλλιτέχνιδες, έντονη ζωή, παρεμβάσεις πολιτικές, πολύ θέατρο όπου κυρίως με την «Κατάσταση Πολιορκίας» καθιερώνεται και ως θεατρικός συγγραφέας πρώτου μεγέθους, ενώ η έκδοση της «Πανούκλας» θα αποτελέσει μια τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία. Ο Καμύ είναι το πρόσωπο της εποχής. Ενώ όμως γνωρίζει την παγκόσμια αποδοχή, ο γάμος του καταρρέει καθώς η Φρανσίν παθαίνει νευρικό κλονισμό, έχει τάσεις αυτοκτονίας και πέφτει σε κατάθλιψη. Ο Αλμπέρ είναι τρελλά ερωτευμένος με την γνωστή ηθοποιό Μαρία Καζαρές, κυκλοφορούν δημοσίως μαζί – ένα τόσο όμορφο ζευγάρι, από την άλλη δεν μπορεί να εγκαταλείψει την Φρανσίν με την οποία τον δένουν τόσα πολλά. Ο Καμύ έτσι θα πορευτεί σε όλη του τη ζωή, διχασμένος και με μία σχέση με την σύζυγό του περισσότερο αδελφική παρά ερωτική. Η γέννηση των διδύμων δεν θα τους φέρει πιο κοντά, αλλά θα δημιουργήσει μια έστω εικονική οικογενειακή πραγματικότητα και μια εστία ζεστασιάς για τον ήδη πετυχημένο συγγραφέα ο οποίος πλέον βάλλεται από παντού μετά την έκδοση του «Επαναστατημένου ανθρώπου».

Έτσι κι αλλιώς ο Καμύ με την ανθρωπιστική του στάση φάνταζε ως παραδείσιο πτηνό μέσα στον ζωολογικό κήπο που ήταν η πολιτική κατάσταση παγκοσμίως. Ο ψυχρός πόλεμος που διαδέχθηκε τον Β Παγκόσμιο πόλεμο με τις ισορροπίες του τρόμου που επικρατούσαν δεν άνεχονταν άλλες απόψεις πέραν του «άσπρου-μαύρου». Ο Καμύ στα νιάτα του ήταν κομμουνιστής αλλά σύντομα διαπίστωσε τα αδιέξοδα του Σταλινισμού – όταν δε συνειδητοποίησε την φρίκη των γκουλάγκ αποστασιοποιήθηκε τελείως. Η μεταπολεμική κατάσταση στη Γαλλία και η αντιμετώπιση των δοσιλόγων και των υποστηριχτών του φιλοναζιστικού καθεστώτος του Βισύ του προκάλεσε απέχθεια και διαμάχη με τους μέχρι τότε συνοδοιπόρους του. Ο Καμύ απεχθανόταν το αίμα και τη βία και όταν το ζεύγος Σαρτρ-Μπωβουάρ ξερογλείφονταν με την λαγνεία της εκδίκησης, αηδίασε τελείως. Από την άλλη, η έξαρση του εθνικισμού τον τρόμαζε. Στον «Επαναστατημένο άνθρωπο», αναδεικνύεται ένας στοχαστής μακριά από την εποχή του βάζοντας ένα ηθικό και πανανθρώπινο δίλημμα: Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που βρίσκεται στη μέση των ιδεολογιών, των άκρων; Πως μπορεί να αλλάξει η κοινωνία χωρίς να γίνουν ριζικές τομές; Ο Καμύ βρίσκει ανέφικτες τις ουτοπίες και απορρίπτει τους ολοκληρωτισμούς κάθε είδους – «ο κόσμος δεν είναι ούτε ρόδινος, ούτε μαύρος, είναι απλώς περίπλοκος.», «ένα πράγμα είναι πιο ανόητο από την απόλυτη απαισιοδοξία: η απόλυτη αισιοδοξία.». Οι ιδέες του σχεδόν διαπομπεύονται όταν εκείνος πρεσβεύει το πασιφανές, το αυτονόητο θέτοντας ένα θεμελιώδες ερώτημα: «Πως ορισμένοι άνθρωποι, στο όνομα της εξέγερσης που έγινε επανάσταση, αποδέχτηκαν τον συλλογικό φόνο; Πως αγωνιστές, που δίκαια εξεγέρθηκαν και στη συνέχεια έγιναν επαγγελματίες επαναστάτες, δημιούργησαν κατά τον 20ο αιώνα ολοκληρωτικά κράτη;». Οι ιδέες του κρίνονται «αφελείς» ενώ εκείνος αποθεώνει το «μέτρο» βάζοντάς τα με τα τοτέμ της γαλλικής κουλτούρας, τον Σαιν Ζυστ, τον Ρεμπώ, τους Σουρρεαλιστές, τον Λωτρεαμόν. Ο Σαρτρ, πιο «διαβασμένος» και πιο στέρεος φιλόσοφος αλλά λιγότερο ικανός ως λογοτέχνης δηλαδή το αντίθετο του Καμύ, αρχίζει πόλεμο – έναν πόλεμο που δεν θα τελειώσει ποτέ παρά μόνο με την αναγγελία θανάτου του Καμύ όταν ο μνησίκακος Ζαν Πωλ θα παραδεχτεί την αξία του παλιού του φίλου.

"...Υπάρχουν φορές που μισώ την εποχή μου. Δεν είμαι ιδεαλιστής. Και δεν είναι τούτες οι πραγματικότητες, όσο άθλιες και απηνείς κι αν είναι, αυτό που μισώ. Είναι τα ψέμματα μέσα στα οποία κυλιούνται. Η Ρωσία είναι σήμερα γη σκλάβων οριοθετημένη από φυλάκια...Το γεγονός ότι το καθεστώς των στρατοπέδων συγκέντρωσης λατρεύεται ως μέσο απελευθέρωσης και ως σχολή μελλοντικής ευτυχίας, αυτό ακριβώς θα πολεμήσω μέχρις εσχάτων... Ένα μόνο πράγμα στον κόσμο μου φαίνεται πιο μεγάλο από τη δικαιοσύνη: αν όχι η αλήθεια, τουλάχιστον η προσπάθεια για την αλήθεια. Δεν μας λείπει η ελπίδα, η αλήθεια μας λείπει."

Το αποκορύφωμα της κριτικής θα έρθει με τα γεγονότα της Αλγερίας. Ο Καμύ δεν θα πάρει θέση, διότι γνωρίζει την κατάσταση από μέσα. Η μητέρα του, ο αδελφός του ζουν εκεί. Υποστηρίζει ότι Άραβες και Γάλλοι μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα καθεστώς καντονίων, μια Ελβετοποίηση της χώρας – ότι πιο ανέφικτο να υποστηρίξει κανείς εκείνη την εποχή. Η Γαλλική κυβέρνηση σκληραίνει τη στάση της και οι αυτόχθονες περνάνε στην εξέγερση που τις περισσότερες φορές αγγίζει τα πλαίσια της τρομοκρατίας. Ο Καμύ στέκεται απέναντι στους παλιούς του συντρόφους της αριστεράς που υποστηρίζουν ανοιχτά την ανεξαρτησία της Αλγερίας και το διώξιμο των Γάλλων «πλουτοκρατών». Η πλειονότητα – τους λέει – των pied noirs (των Γάλλο-Αλγερίνων) είναι άνθρωποι του μόχθου, με το ζόρι τα βγάζουν πέρα, τι θα τους κάνετε αυτούς;

"...Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι υπέρ μιας δίκαιης Αλγερίας, όπου οι δυο λαοί θα ζουν με ειρήνη και ισότητα. Είπα και επανέλαβα πως πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη στον αλγερινό λαό και να υπάρχει ένα πλήρως δημοκρατικό καθεστώς, γιατί το μίσος εκατέρωθεν μπορεί να πάρει τέτοιες διαστάσεις, που κανένας διανοούμενος δεν θα μπορεί πλέον να επέμβει, εφόσον οτιδήποτε πει θα κινδυνεύει να λειτουργήσει υπέρ της τρομοκρατίας. Έκρινα πως είναι καλύτερα να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να ενώσουμε αντί να χωρίσουμε. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, παρ'όλα αυτά, ότι έχετε συντρόφους που σήμερα είναι ζωντανοί χάρη σε ενέργειες που εσείς δεν γνωρίζετε. Απεχθάνομαι να δημοσιοποιώ κατ'αυτό τον τρόπο τις πράξεις μου. Ανέκαθεν καταδίκαζα την τρομοκρατία. Πρέπει να καταδικάσω και την τρομοκρατία που ασκείται τυφλά στους δρόμους του Αλγερίου και που μια μέρα μπορεί να σκοτώσει τη μητέρα μου ή την οικογένειά μου. Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά πριν από τη δικαιοσύνη θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου."

Η απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1957, μετά από τους διθύραμβους που θα προκαλέσει η έκδοση του πλέον φιλοσοφικού μυθιστορήματος του μεγάλου συγγραφέα, της "Πτώσης", θα φέρει επιτέλους την οικονομική άνεση στην οικογένεια (και τα πάντα μνησίκακα σχόλια από τους πάντα έτοιμους άσπονδους φίλους/συναδέλφους), κυρίως όταν οι Καμύ θα αγοράσουν ένα σπίτι στην εξοχή. Ο Καμύ πλέον είναι ένας σταρ. Γοητευτικός, μπον-βιβέρ, τα βιβλία του γνωρίζουν εμπορική επιτυχία, οι γυναίκες τρελλαίνονται μπροστά του, η θεατρική του καρριέρα γνωρίζει άνθηση όταν διασκευάζει ένα θεατρικό έργο του Φώκνερ, η Φρανσίν έχει ηρεμήσει έχοντας αποδεχτεί ότι ο σύζυγός της είναι ένας «Δον Ζουάν», λάτρευε τις γυναίκες και εκείνες του το ανταπέδιδαν απλόχερα, αλλά δεν μπορούσε να «δεθεί» με καμμία… «Όλη μου τη ζωή, μόλις ένα πλάσμα δενόταν μαζί μου έκανα τα πάντα για να το απομακρύνω…». Ο Καμύ βλέπει τα παιδιά του να μεγαλώνουν, τους νέους να τον λατρεύουν και τότε έρχεται ο ξαφνικός θάνατος. Θα ταξιδέψει με τους κολλητούς του, τον Μισέλ Γκαλιμάρ και την γυναίκα του Ζανίν, μαζί και η κόρη τους η Ανν προς το Παρίσι. Ήρθαν στο εξοχικό του να περάσουν τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς του ’60 – τον παίρνουν μαζί τους με το καινούριο τους αυτοκίνητο. Κάθεται δίπλα στον Μισέλ που οδηγεί, η Ζανίν του παραχωρεί τη θέση της, «είσαι πιο ψηλός από μένα…». Το αυτοκίνητο στουκάρει σε ένα δέντρο, ο Αλμπέρ πεθαίνει ακαριαία, ο Μισέλ λίγες μέρες μετά, οι γυναίκες που κάθονταν πίσω δεν παθαίνουν τίποτα… «Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα.»

Το βιβλίο του Τοντ δεν αφήνει τίποτα έξω. Τα μυθιστορήματα του Καμύ αναλύονται διεξοδικά, ενώ ο χαρακτήρας του σκιαγραφείται με ευκρίνεια και πραγματική αγάπη. Η δίψα του Καμύ για τη ζωή, η μαχητικότητά του, ο ανθρωπισμός του, η τιμιότητά του, οι ανασφάλειές του αλλά και η πολλές φορές τεράστια αυτοπεποίθησή του περιγράφονται ζωντανά και με ένα στυλ που δεν κουράζει παρά τον όγκο του βιβλίου και τις πολλές φιλοσοφικές έννοιες που αναπόφευκτα ξεχειλίζουν από τις σελίδες ενός έργου που αναφέρεται σ’αυτόν τον τεράστιο στοχαστή. Η ατμόσφαιρα της εποχής είναι συγκλονιστική ενώ η παρέλαση προσωπικοτήτων σου φέρνει ζαλάδα προτρέποντάς σε να ψάξεις ορισμένα γεγονότα που θίγονται ακόμα περισσότερο. Πιο επίκαιρος από ποτέ, ο Καμύ ξεπροβάλλει μέσα από τις σελίδες του Τοντ σαν να είναι δίπλα μας κάνοντας ακόμα πιο έντονη την έλλειψη αληθινά μεγάλων στοχαστών στους καιρούς που ζούμε...


Υ.Γ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί και ο φίλος Δ.Αθηνάκης στο blog του


Erik Satie, Gymnopedies - 01 - No. 1 by librofilo
 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010 | Permalink
Σκλάβοι της ελευθερίας
Οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις των Ουτοπικών κοινοτήτων συνιστούσαν ανέκαθεν ένα πολύ ελκυστικό θέμα το οποίο δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο. Όταν δε αυτή η ιδεατή κοινότητα – πανανθρώπινο όνειρο από την αρχαιότητα – συνδιάζεται με κάποια μορφή επανάστασης ή εξέγερσης η επιτυχία του μυθιστορήματος είναι δεδομένη. Μια τέτοια προσπάθεια αφηγείται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο ο Ιταλός συγγραφέας και ποιητής Giuseppe Conte (γεν.1945) στο χορταστικό μυθιστόρημά του «ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» (Il terzo ufficiale), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Δ.Δότση, σελ. 372).

Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης, δηλαδή τέλος του 18ου αιώνα και περνάει όλη μέσα από τα μάτια του αφηγητή, ενός αγρότη του Γιαν Κεργκενέκ που αναγκάστηκε εκ των συνθηκών (άγρια φτώχεια στην γαλλική ύπαιθρο) να μπαρκάρει σε ένα δουλεμπορικό ως μούτσος. Πενήντα και, χρόνια μετά και καθώς ξεσπάει μια άλλη επανάσταση στους δρόμους του Παρισιού, αυτή του 1848, ο Κεργκενέκ αφηγείται την ηρωική περιπέτεια μιας δράκας ανθρώπων που του άλλαξε τη ζωή.

Το πλοίο είναι το Σαντ’Άννα και είναι ένα τυπικό δουλεμπορικό της εποχής. Τα αμπάρια του είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να χωρέσουν εκατοντάδες ανθρώπους στοιβαγμένους κυριολεκτικά τον ένα πάνω στον άλλον. Ο καπετάνιος, ανηψιός του ιδιοκτήτη έχει μαζί του στο πλοίο και την σύζυγό του ενώ ο τρίτος πλοίαρχος είναι ένας μυστηριώδης νεαρός Ιταλός, ο Φλοριάνο ντι Σανταφλόρα (τι όνομα!!) που δείχνει καθαρά ότι ξεχωρίζει από το σινάφι των υπολοίπων με την ποιότητά του και τις «προοδευτικές» του ιδέες. Ο Κεργκενέκ προσκολλάται πάνω στον Σανταφλόρα (διδάσκεται απ'αυτόν γραφή και ανάγνωση), ο οποίος εξεγείρεται όταν βλέπει τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιεί κατά πρώτον λόγο ο αντιπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας στη Γουινέα – ένας γιατρός με το παρατσούκλι «Χειρούργος» - στη διαχείριση των σκλάβων και κατά δεύτερο λόγο όταν διαπιστώνει την μεταχείριση αυτών των ανθρώπων κατά τη μεταφορά τους στον «Νέο Κόσμο» για να πουληθούν. Ο Σανταφλόρα βέβαια μπορεί και να μην αντιδρούσε εάν δεν είχε ερωτευτεί σφόδρα μια πανέμορφη μαύρη πριγκίπισσα των Ασάντι η οποία αποτελεί μέρος του «εμπορεύματος». Ο νεαρός καρδιοχτυπημένος θα πραγματοποιήσει μια ανταρσία και θα οδηγήσει το πλοίο συνεπικουρούμενος από σχεδόν όλο το πλήρωμα σε μια απόμερη ακτή της Αφρικής.

Εκεί σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο από ήλιο και θάλασσα, μαύροι και λευκοί, σκλάβοι και αφέντες, θα φτιάξουν μια κοινότητα βασισμένη στις αρχές της ισότητας και της δημοκρατίας. Όλα στην αρχή φαντάζουν ειδυλλιακά αλλά σιγά-σιγά όπως συμβαίνει πάντα σ’αυτού του είδους τις καταστάσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, πολιτισμικές διαφορές, θρησκευτικές μονομανίες, θα κυριαρχήσουν και θα επέλθει η διχόνοια. Όλα αυτά σε συνδιασμό με τους εξωτερικούς εχθρούς θα φέρουν το τέλος της ουτοπίας και την (μάλλον φυσιολογική) εξόντωσή της. Ο Σανταφλόρα θα υπερασπιστεί ηρωικά το δημιούργημά του και σαν γνήσιος ιδεολόγος και επαναστάτης θα φροντίσει να διασώσει όποιους μπορεί. Ο Κεργκενέκ θα διαφύγει τον κίνδυνο ανακαλύπτοντας την ύστατη ώρα το μεγάλο μυστικό της ζωής του λατρεμένου του φίλου, και θα τα περιγράψει μετά στα τελειώματα της δικής του ζωής.

Όχι, δεν είναι η «Ανταρσία του Μπάουντι», ούτε ο Σανταφλόρα είναι ο Μάρλον Μπράντο ή ο Μελ Γκίμπσον (εξαρτάται ποια version προτιμάει κανείς) – αν και η εμφανισιακή του περιγραφή δεν διαφέρει και πολύ από αυτούς τους γόητες της οθόνης. Το μυθιστόρημα δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας ενώ ο Κόντε δεν φτάνει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του τεράστιου Τζόζεφ Κόνραντ (εντάξει, είμαι προκατειλημένος, διότι ο τελευταίος είναι μέσα στους 5-6 αγαπημένους μου συγγραφείς) και παρότι είναι συναρπαστικό μέχρι την στιγμή της ναυτικής εξέγερσης μετά χωλαίνει φανερά στην δημιουργία της κοινότητας παρουσιάζοντας σοβαρά προβλήματα ρυθμού κατά το τελευταίο 1/3 του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα είναι χορταστικό όσον αφορά τη δράση, διέπεται από «politically correct» διάθεση και ύφος, στέκεται με αρκετές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο πως γινότανε η όλη διακίνηση των σκλάβων, πως τους μαζεύανε οι διάφοροι φύλαρχοι από τα βάθη της Αφρικάνικης ηπείρου για να τους παραδώσουνε στους ναυτιλιακούς πράκτορες των διαφόρων εταιρειών, πως στοιβάζονταν όλοι αυτοί στα καράβια, τις συνθήκες υγιεινής (λέμε τώρα) που επικρατούσαν, τις νοοτροπίες της εποχής. Ο Κόντε περιγράφει μια εποχή που αλλάζει, τα μηνύματα της μεγαλύτερης επανάστασης της ιστορίας είναι ευδιάκριτα και χρησιμεύουν για ένα ωραίο εφηβικό μάθημα ιστορίας ή στην καλύτερη για μια ιστορία μαθητείας που θα γινότανε μια ενδιαφέρουσα ταινία.

Η τελική εντύπωση όμως είναι ότι το βιβλίο μάλλον κουράζει με τα χιλιοειπωμένα κλισέ περί δημοκρατίας, ελευθερίας, αδελφοσύνης, ισότητας. Ο Κόντε δεν αποφεύγει τους χοντροκομμένους συμβολισμούς, ενώ ορισμένοι χαρακτήρες είναι τόσο γκροτέσκοι που φαντάζουν τελείως ψεύτικοι. Θα μπορούσε να ήταν μια εξαιρετική ναυτική περιπέτεια εάν έλειπαν όλα τα παραπάνω – ακόμα κι έτσι όμως έχει αρκετό ενδιαφέρον κυρίως για νεαρότερους (και μάλλον «αγνότερους») αναγνώστες.
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010 | Permalink
Άνθρωπος σε πτώση
Θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι το τελευταίο μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, Don DeLillo με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΕ ΠΤΩΣΗ» (Falling man), (Εκδ.Εστία, μετάφρ.Έ.Φρυδά, σελ.313), σηματοδοτεί κάτι καινούργιο ή σημαντικό στην υπάρχουσα (και τόσο ενδιαφέρουσα) βιβλιογραφία του. Στην πραγματικότητα είναι μάλλον από τα πιο μέτρια έργα του, αλλά όπως έγραψα πριν από λίγες μέρες και για τα τελευταία βιβλία του Φ.Ροθ, κάτι μέτριο του ΝτεΛίλο είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο και έστω κι έτσι είναι πάντα ευπρόσδεκτο και αξιανάγνωστο. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο αειθαλής συγγραφέας (γεν. 1936) ασχολείται και πάλι με την σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα όπως κάνει σε όλα τα έργα του, μόνο που εδώ πιάνει ένα πολύ συναισθηματικό και ακόμα ολοζώντανο θέμα όπως είναι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Ο Κηθ βγαίνει από τα ερείπια των Δίδυμων Πύργων ζωντανός. Είναι από τους τυχερούς που πρόλαβαν και βγήκαν έξω πριν την κατάρρευση. Περπατάει στον δρόμο ζαλισμένος και με μικροαμυχές. «Προσπάθησε να πει στον εαυτό του ότι ήταν ζωντανός, αλλά η ιδέα ήταν πολύ αόριστη για να τον συνεπάρει». Στο χέρι του βρίσκεται ένας χαρτοφύλακας που δεν είναι δικός του αλλά τον κρατάει σφιχτά. Αντί να πάει σπίτι του, πηγαίνει στο σπίτι που ζούσε με την Λιάν την σύζυγο του και τον εφτάχρονο γιό τους προτού έρθουν σε διάσταση. Εκείνη τα χάνει αλλά τον υποδέχεται και τον φροντίζει, μοιράζονται και πάλι το ίδιο κρεβάτι. Η Λιάν επιμελήτρια βιβλίων και περιστασιακή κοινωνική λειτουργός είναι μια γυναίκα που νιώθει ξένη από όλους και από όλα. Ο εφιάλτης της αυτοκτονίας του πατέρα της όταν ήταν ακόμα μικρή με ένα όπλο μόλις είδε τα πρώτα συμπτώματα του αλτζχάιμερ την κατατρέχει ακόμα. Ασχολείται με μία ομάδα γηραιών ανθρώπων που βρίσκονται στην πρώτη φάση της αρρώστειας αυτής, προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις της σε μία τάξη αλλά νιώθει ότι όλα και όλοι την προσπερνάνε. Έχει μια ιδιότυπη σχέση έλξης-απώθησης με την διανοούμενη μητέρα της, την Νίνα Μπάρτος και τον σύντροφο αυτής, τον μυστηριώδη ευρωπαίο Μάρτιν που εμπορεύεται έργα τέχνης – με τον Κηθ δεν ξέρει τι να κάνει.

«Ενδιαφέρον έτσι; Να κοιμάσαι με τον άντρα σου, μια τριανταοχτάχρονη γυναίκα κι ένας τριανταεννιάχρονος άντρας, κι ούτε ένας ερωτικός αναστεναγμός. Είναι ο πρώην άντρας σου, που, από τεχνική άποψη, ποτέ δεν ήταν πρώην, ο άγνωστος που παντρεύτηκες σε μια άλλη ζωή. Ντύθηκε, ξεντύθηκε, και εκείνος και έβλεπε και δεν έβλεπε. Ήταν παράξενο αλλά ενδιαφέρον. Δεν δημιουργήθηκε κάποια ένταση. Πράγμα πολύ παράξενο. Τον ήθελε εδώ, κοντά της, αλλά δεν ένιωθε την οξεία αίσθηση της αντίφασης απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό ή της αυτό-απόρριψης. Απλώς περίμενε, αυτό ήταν όλο, μια μεγάλη παύση σε αναγνώριση χιλίων πικρών ημερών και νυχτών, που δεν μπορούσες εύκολα να παραβλέψεις. Το πράγμα ήθελε χρόνο. Δεν μπορούσε να γίνει όπως γίνονται τα πράγματα όταν ακολουθούν την φυσιολογική τους πορεία. Και ο τρόπος που περιφέρεσαι στο δωμάτιο, μηχανικά, σχεδόν γυμνή, παρουσιάζει ενδιαφέρον, πράγματι, και ο σεβασμός που τρέφεις για το παρελθόν, η υποταγή στην παραφορά γου για τα λάθος πράγματα, στα πάθη του για τις πληγές του.
Αυτή ήθελε επαφή, και το ίδιο ήθελε κι εκείνος.»

Ο Κηθ βρίσκει την κάτοχο του χαρτοφύλακα. Είναι μια μαύρη γυναίκα η Φλόρενς που σώθηκε κι αυτή ως εκ θαύματος. Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί ο ένας απ’τον άλλον έρχονται κοντά με αφορμή το τραγικό γεγονός και συνάπτουν μια τρυφερή σχέση χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Ο Κηθ βέβαια δεν μπορεί να κάτσει πουθενά. Η παλιά του παρέα, άνθρωποι που έπαιζε πόκερ μαζί τους μια φορά την εβδομάδα έχει διαλυθεί αφού οι περισσότεροι έτυχε να βρίσκονται στους Δίδυμους Πύργους την μοιραία ημέρα. Ο Κηθ για να ξορκίσει τα φαντάσματα τους γυρνάει την Αμερική συμμετέχοντας σε τουρνουά πόκερ περισσότερο για το παιχνίδι παρά για τα λεφτά ενώ η Λιάν εύθραυστη και αποξενωμένη βρίσκεται στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης.

Στο μυθιστόρημα υπάρχει επίσης και «ο άνθρωπος σε πτώση» (που αποτελεί ίσως και τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα του βιβλίου παρ’ότι αινιγματικός όσο κανείς). Ένας περίεργος performance artist, που διαλέγει κάποια τυχαία σημεία της πόλης για να πραγματοποιήσει την πτώση του. Πηγαίνει, στέκεται και βουτάει φορώντας κάποια προστατευτικά γύρω από τη μέση του. Μετά εξαφανίζεται αφού έχει προκαλέσει την κινητοποίηση του κόσμου και της αστυνομίας. Μία πράξη που θυμίζει τις αυτοκτονίες των ανθρώπων που έπεσαν από τους Πύργους που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και η οποία απηχεί την ψυχική διάθεση των κατοίκων της πόλης ενώ χρησιμεύει κατά κάποιο τρόπο στο να ζωντανεύει εκείνη τη μέρα. Υπάρχει επίσης και η ιστορία του Χαμάντ, υποτίθεται ενός από τους αεροπειρατές που πραγματοποίησαν τις επιθέσεις εκείνης της μοιραίας μέρας, ο συγγραφέας παρακολουθεί την προετοιμασία του, τις ιδεολογικές εμμονές του – μια ιστορία που αδυνατώ να κατανοήσω γιατί μπήκε στο μυθιστόρημα, η οποία φαίνεται τελείως ξεκομμένη από την υπόλοιπη πλοκή και είναι μακράν η πιο αδιάφορη και ανούσια του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα είναι άνισο αλλά γοητευτικό. Ο ΝτεΛίλο αφήνει πολλά ερωτήματα να αιωρούνται, καμμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται ενώ οι χαρακτήρες (στην αρχή συναρπαστικοί αλλά μετά…) μένουν μετέωροι. Νιώθεις (ως αναγνώστης) ένα χαοτικό συνοθύλευμα το οποίο από την άλλη είναι απροσδιόριστα ελκυστικό και ολοζώντανο. Η έλλειψη συνοχής γίνεται ακόμα πιο έντονη στο εξαιρετικό φινάλε του βιβλίου που σ’αφήνει και μια αίσθηση ανολοκλήρωτου αλλά γοητευτικού ερωτηματικού. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από ωραίες προτάσεις, φράσεις εξαιρετικές, διαλόγους υπαινικτικούς και μεστούς αλλά νιώθεις σαν να διαβάζεις κάτι ξεκομμένο και αποσπασματικό. Θεωρώ ότι ο Φόερ και ο J.McInerney (συγγραφείς που θέλουν ακόμα δρόμο για να φτάσουν σε μέγεθος και αξία τον ΝτεΛίλο), στα μυθιστορήματά τους «Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά» και «Η καλή ζωή» αντίστοιχα κατάφεραν να αποδώσουν καλύτερα την ατμόσφαιρα, τις εντάσεις και τα συναισθήματα (περί απώλειας, αναζήτησης οικογενειακής εστίας, έλξης-απώθησης της πόλης, φόβος για το άγνωστο - πόσο ευάλωτοι είμαστε κλπ.) που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου στους μεσοαστούς Νιουγιορκέζους.