Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2021
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2021 | Permalink
"Μάχη"

 

Στη μέση του Β παγκοσμίου πολέμου, τον Μάρτιο του 1942, στη πόλη / λιμάνι Σεν-Ναζέρ της Γαλλίας, έγινε μια από τις πιο ηρωικές αλλά και πλέον αιματηρές μάχες. Βρετανοί κομάντος επιτέθηκαν στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη των εγκαταστάσεων του λιμανιού, τις οποίες είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί κατακτητές της Γαλλίας. Η σχεδόν αυτοκτονική επιχείρηση, πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 28 Μαρτίου, 1942, σχεδιασμένη από το επιτελείο του Μαουντμπάτεν και είχε την ονομασία «Επιχείρηση Chariot»
 
Το γεγονός αυτό, ενέπνευσε τον εξαίρετο και πολυγραφότατο Αργεντινό συγγραφέα Federico Jeanmaire (1957, Baradero Buenos Aires), στο εικοστό του βιβλίο, να αναμίξει τα ιστορικά γεγονότα και το auto-fiction (την «αυτομυθοπλασία»), στο πολύ καλό μυθιστόρημά του «ΜΑΧΗ» («Werra») – (εκδ. Opera, μετάφρ. Αχ.Κυριακίδης, σελ. 367), που είναι μια αφήγηση πάνω στην έννοια του πολέμου και στην σχετικότητα των πραγμάτων, όπως φαίνονται εκ των υστέρων.


 
Για άλλο λόγο πήγε ο Ζανμέρ στο Σεν-Ναζέρ, αλλού κατέληξε! Φιλοξενούμενος σε μια εστία για συγγραφείς και μεταφραστές στη πόλη, και ευρισκόμενος στο τελευταίο στάδιο ολοκλήρωσης ενός μυθιστορήματός του, επηρεάστηκε τόσο από τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν πριν από μερικές δεκαετίες, λίγα μέτρα μακριά από το καφέ που επισκεπτόταν, που παράτησε το κείμενο που ετοίμαζε, και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη λεπτομερή περιγραφή όχι μόνο της «επιχείρησης Chariot» αλλά και σε ένα στοχασμό για τον πόλεμο και τις συνέπειές του, την (άπιαστη) ειρήνη και το τι σημαίνει για την ανθρωπότητα.
 
«Ο πόλεμος είναι επινόηση του ανθρώπου. Μία από τις αρχαιότερες και μακροβιότερες επινοήσεις μας. Και αποκλειστικής χρήσεως, συν τοις άλλοις. Θέλω να πω, άγνωστη σε όλα τα άλλα πλάσματα που κατοικούν στον πλανήτη. Τα ζώα ενός είδους μπορεί να μάχονται εναντίον ζώων άλλου είδους. Μπορεί να συμβαίνει. Συμβαίνει. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με την ανάγκη τροφής ή επιβίωσης. Ακόμα και τα φυτά μπορεί ν’ αγωνίζονται εναντίον άλλου είδους φυτών για να κερδίσουν ένα χώρο πιο ευνοϊκό ώστε ν’ αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν επιτυχώς.
Αλλά δεν πολεμούν μεταξύ ομοίων.
Ποτέ.»
 
Ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα του, περιγράφει όχι μόνο την μοιραία ημέρα του Σαββάτου 28 Μαρτίου 1942, αλλά και την προετοιμασία, τον σχεδιασμό της «επιχείρησης Chariot» από τους Βρετανούς, την σημασία του Σεν – Ναζέρ για την έκβαση του πολέμου, αναφέρει με περισσότερες λεπτομέρειες τα στοιχεία κάποιων από τους εμπλεκόμενους, ενώ κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, έχει ως τίτλο το όνομα καθενός από τους πεσόντες. Ο Ζανμέρ, αισθάνεται οικειότητα με το μέρος, τους θαμώνες του καφέ που συχνάζει, τον δονεί η ιστορία της μάχης που διεξήχθη, και περιγράφει το πώς βιώνουν οι σημερινοί κάτοικοι της πόλης, ένα ιδιαίτερα «βαρύ» περιστατικό που συνέβη πριν επτά-οκτώ δεκαετίες, καθώς πίνει το ποτό του ρεμβάζοντας στον λιμάνι, ενώ κάποτε οι δρόμοι του ήταν γεμάτοι αίμα και οι Γερμανοί έβγαζαν τον κόσμο από τα κοντινά σπίτια ψάχνοντας για επιζώντες Βρετανούς.
 
Το λιμάνι του Σεν-Ναζέρ βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Λίγηρα και λόγω της γειτνίασης με τον Ατλαντικό ωκεανό, βρίσκεται σε ιδανική θέση για όποιον κατέχει την πόλη σε περίοδο πολέμου, για να ελέγξει τις διόδους του Ατλαντικού. Εκτός των άλλων, το Σεν – Ναζέρ, είχε μια μεγάλη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, όπου προπολεμικά κατασκευάστηκαν εκεί υπερωκεάνεια, ενώ διαθέτει τη μεγαλύτερη δεξαμενή (dry dock) στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Γερμανοί είχαν κατασκευάσει μια μεγάλη βάση υποβρυχίων (των «U-Boot»), που ήταν τόσο καλά καλυμμένη που ήταν απρόσβλητη από τους βομβαρδισμούς που συχνά-πυκνά επιχειρούντο από τα βομβαρδιστικά των Άγγλων. Στις αρχές του ’42, ολοκληρώθηκε και η κατασκευή του θωρηκτού «Τίρπιτς», που αποτελούσε φόβητρο για τον Αγγλικό στόλο.


 
Οι Βρετανοί σχεδίασαν την επιχείρηση, με σκοπό να καταστρέψουν ή να προκαλέσουν τεράστια ζημιά στις εγκαταστάσεις, ώστε να μη μπορούν οι Γερμανοί να τις χρησιμοποιούν για ορμητήριο των σκαφών τους. Το σχέδιο ήταν παράτολμο, μάλλον αυτοκτονικό. Εν ολίγοις, χρησιμοποιήθηκε ένα παλιό πλοίο, το αντιτορπιλικό «Κάμπελτάουν» που δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σε μάχες, για να μετατραπεί σε κινούμενη βόμβα που περιείχε 4,5 τόνους εκρηκτικών. Το σχέδιο ήταν το ειδικά διαμορφωμένο πλοίο, που στο κατάστρωμά του θα ήταν ξαπλωμένοι κομάντος, να συνοδευτεί από μικρά περιπολικά σκάφη, επανδρωμένα με στρατιώτες. Το αντιτορπιλικό, θα ανέπτυσσε όλη του την ταχύτητα και θα έπεφτε με δύναμη πάνω στη πύλη της δεξαμενής, εκείνη την ώρα θα πηδούσαν στο λιμάνι οι στρατιώτες για να προκαλέσουν καταστροφές, ενώ το πλοίο ήταν προγραμματισμένο έτσι ώστε, τα εκρηκτικά να εκραγούν λίγη ώρα μετά την πρόσκρουση.
 
Το σχέδιο δεν είχε και μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, όμως ουσιαστικά λειτούργησε, έστω και με κάποιες αποκλίσεις, αλλά οι απώλειες των Βρετανών ήταν τεράστιες. Τα 18 μικρά σκάφη που συνόδευαν την αποστολή, βυθίστηκαν όλα, ενώ από τους 621 κομάντος που συνόδευαν την αποστολή, επέστρεψε το 1/3 από αυτούς, 169 σκοτώθηκαν, 215 αιχμαλωτίστηκαν. Από στρατηγικής όμως άποψης, ήταν ένας θρίαμβος, η δεξαμενή αχρηστεύτηκε κι έτσι το Τίρπιτς δεν μπορούσε να επιστρέψει, εγκλωβίστηκε στα Νορβηγικά φιορδ, όπου τελικά βυθίστηκε από τους Άγγλους.
 
«Οι πόλεμοι είναι σκατά. Αλλά συναρπαστικά σκατά. Αυτή η δήλωση, αν και καταφατική, τώρα που τη βλέπω γραμμένη, μου φαίνεται κάπως αμφιλεγόμενη. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι οι πόλεμοι μπορεί να είναι σκατά, αλλά, κατά κάποιον παράξενο τρόπο, κρύβουν κάτι συναρπαστικό.
Μοιάζει με αντίφαση.
Από την άλλη, αν θεωρούσαμε ότι οι πόλεμοι είναι μόνο σκατά, δεν θα υπήρχαν, κι αν ότι είναι μόνο συναρπαστικοί, δεν θα σταματούσαν ποτέ. Να, όμως, που τίποτα απ’ αυτά τα δύο ακραία δε συμβαίνει. Αυτό που όντως συμβαίνει, είναι ότι οι άνθρωποι συνηθίζουμε να διαθέτουμε χώρο στο νου, ή στην καρδιά μας, σε τόσο πολλά θέματα, ώστε τα θέματα αυτά συγκρούονται μεταξύ τους. Ανελέητα. Ενδόμυχες αλήθειες που καθιστούν τον πόλεμο ισοβαρώς ενδόμυχη αλήθεια με όλες μας τις άλλες: να σκέφτεσαι ότι κάτι είναι σκατά και, ταυτόχρονα, ότι αυτό το κάτι, που είναι ολοφάνερα σκατά, σε συναρπάζει.»
 
Ο Ζανμέρ ανασύρει μια αρχαία γερμανική λέξη για τον πόλεμο, ως τίτλο στο βιβλίο του «Werra», από την οποία προέρχονται οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι Άγγλοι («war»), οι Γάλλοι («Guerre»), και οι Ισπανοί («Guerra»), στις γλώσσες του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τονίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα του βιβλίου, που ναι μεν περιγράφει ένα σημαντικότατο και μοναδικό γεγονός που συνέβη στον Β παγκόσμιο πόλεμο, αλλά του δίνει την δυνατότητα να μιλήσει για όλους τους πολέμους της ιστορίας.

 
Ο συγγραφέας, που στα μικρά αυτοτελή του κεφάλαια, ξεκινάει την αφήγησή του, προβληματιζόμενος από τους γαλλικούς βομβαρδισμούς στη Συρία, επικεντρώνεται στη μάχη του Σεν-Ναζέρ, θυμάται και παραλληλίζει με την ήττα (ή μάλλον τον εξευτελισμό) των Αργεντινών δυνάμεων στα Φόκλαντς (τις Μαλβίνες κατά τους Αργεντινούς), και ανασύρει από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, την εμβληματική τηλεοπτική σειρά «Μάχη» («
Combat»), αγαπημένη σειρά όλων των παιδιών (και όχι μόνο) τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (που προβλήθηκε στη χώρα μας). Σε αυτή τη σειρά, ένα απόσπασμα Αμερικανών στρατιωτών αποκόπτεται και περιπλανιέται στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς, Γαλλία. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να προκαλέσουν δολιοφθορές, έχουν απώλειες, διασώζουν αμάχους και προσπαθούν από τη μια να επιβιώσουν, από την άλλη, να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους μέσα σε συνθήκες φρίκης και άκρατης βίας.
 
«Ωστόσο, μπορεί και να μην πρόκειται για παράνοια, ούτε για υπερβολική φαντασία. Ούτε να οφείλεται στα τόσα απογεύματα που έβλεπα τη Μάχη δίπλα στον πατέρα μου. Ίσως δεν είναι παρά μια φυσιολογική αντίδραση που’ χει να κάνει με την ιστορία της ζωής μου.
Οι στρατιωτικοί γυρόφερναν τη ζωή μου από παιδί.
Το ίδιο και οι δικτατορίες.
Και σ’ αυτόν τον σχεδόν οικείο ιστορικό τρόμο συμβάλλουν ως και οι χοντροί αστυνομικοί του χωριού μου που, μια φορά, χωρίς λόγο, με κράτησαν στο τμήμα ένα ολόκληρο απόγευμα. Μεγάλωσα με φόβο για τις στολές. Και με τρόμο για τα όπλα που μεταφέρουν αυτοί οι ένστολοι.
Δεν υπήρξα ποτέ γενναίος.»
 
Η τηλεοπτική σειρά επηρέασε τον συγγραφέα που την παρακολουθούσε στην παιδική του ηλικία, μαζί με τον πατέρα του και τώρα στην μικρή γαλλική πόλη, βρίσκει την ευκαιρία να στοχαστεί γι’ αυτήν μέσα από την περιγραφή μιας πραγματικής και ιδιαίτερα βίαιης μάχης που διεξήχθη στα μέρη που τώρα πίνει τον καφέ του και βολτάρει ως φιλοξενούμενος. Στοχάζεται λοιπόν, πάνω στην έννοια του πολέμου, από τον Όμηρο έως τις μέρες μας, για το τι σημαίνει «ήρωας», για τα συναισθήματα των στρατιωτών που συμμετείχαν σε μια αποστολή που γνώριζαν ότι το πιθανότερο θα ήταν να πεθάνουν, για τον θάνατο, για τον παραλογισμό του να λύνονται οι διαφορές ανθρώπων με τον πόλεμο.


 
Ο Ζανμέρ, όπως είδαμε και στο προηγούμενο βιβλίο του, που κυκλοφορεί στη χώρα μας, το θαυμάσιο «Απ’ τον αέρα πιο ελαφριά», είναι σπουδαίος στυλίστας και αφηγητής. Στη «Μάχη», ένα μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί δημιουργικά τον όρο «auto-fiction», περιγράφει το δραματικό γεγονός που επηρέασε τον Β παγκόσμιο πόλεμο, με λυρικό και στοχαστικό ύφος, χωρίς εντάσεις, ζωντανεύοντας με σπαρακτικό (που αφήνει να περνάει και σαρκασμός μέσα του) τρόπο, όχι μόνο το μοιραίο (και πολύ δραματικό) Σάββατο του Μάρτη του 42, αλλά και την προετοιμασία που προηγήθηκε, όπως και τα επακόλουθα.
Με τον τρόπο του, απευθύνει μια έκκληση για παγκόσμια ειρήνη, χωρίς φανφάρες και μεγαλοστομίες, κάνοντας το μήνυμα του βιβλίου, ακόμα πιο ηχηρό και επιδραστικό. Η «Μάχη» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα, όχι μόνο από τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας, αλλά και από τους αναγνώστες των βιβλίων Ιστορίας.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2021 | Permalink
"Η συνωμοσία των αγγέλων"
Το (κάτι σαν μυθιστόρημα) «Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» («Заговор ангелов») του Ρώσου συγγραφέα Igor Sakhnovsky (1958, Ιρκούτσκ – 2019, Αικατερίνμπουργκ) – (Εκδόσεις Ποταμός, μετάφρ. Στ. Αργυροπούλου, σελ.290), είναι ένα παράξενο και πολύ σαγηνευτικό βιβλίο, μια λογοτεχνική έκπληξη, από έναν βραβευμένο συγγραφέα που έφυγε νεότατος, τον οποίον αγνοούσα – όπως υποθέτω και οι περισσότερο εξ ημών.


«Η συνωμοσία των αγγέλων», είναι ουσιαστικά ένα (μεταφυσικό) βιβλίο που μοιάζει να περιέχει τα πάντα. Ένα ταξίδι στον χρόνο, από την Παλαιά Διαθήκη και την Αίγυπτο, στην Αναγέννηση και την Ισπανία του 16ου αιώνα, από τον Β παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή των Ναζί στην Ουκρανία μέχρι τα βάθη της Ρωσίας, από την παγανιστική αρχαία Ελλάδα, στην σύγχρονη Αγγλία, από τη βάσανο της γραφής στο πως γίνεσαι συγγραφέας, για τον έρωτα και την αυτογνωσία, για τα θαύματα καθημερινά ή όχι, ενώ το παιχνίδι των αγγέλων ή της μοίρας (μάλλον του πεπρωμένου) καθορίζει τις ζωές των ηρώων του.
 
«Θα μας χρειαστούν τριακόσια χρόνια ενήλικης ζωής για να αντιληφθούμε ότι βαθμιαία η ψυχή γίνεται θνητή. Εκατοντάδες ανηλεώς ενήλικα χρόνια για να αποσαφηνιστεί ότι οι όποιοι κομπασμοί γύρω από το θέμα του θανάτου ή ακόμα και η αληθινή προσωπική αφοβία αποτελούν προνόμιο του μοναχικού ανθρώπου,  αυτού που απέφυγε τη στενή συνάφεια με οποιονδήποτε. Όσο μεγαλύτερη είναι στη ζωή σου αυτή η συνάφεια, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ανησυχίες και οι φόβοι, τόσο σφιχτότερα γαντζώνεσαι από τη ζωή. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο χώρος της εσωτερικής ελευθερίας περιζώνεται και περιορίζεται από τα όρια δέσμευσης της καρδιάς.»
 
Στο «ταξίδι μέσα στον χρόνο» που σε προσκαλεί ο Σαχνόφσκι, παρακολουθείς με απλό καθημερινό τρόπο, ενταγμένες σε ένα ρεαλισμό που αφοπλίζει, την ιστορία της Λίλιθ, την γέννηση του Χριστού («Ο σύζυγος και η έγκυος γυναίκα του έφτασαν σε μια απόμερη ασιατική πόλη, όπου δεν βρήκαν μέρος σε ξενοδοχείο για να μείνουν. Κι εκείνη γέννησε ένα αγοράκι σε κάποιο φτωχικό στάβλο.»), την εκτέλεση της Άννας Μπολέιν, την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη. Οι ήρωες των ιστοριών, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, χωρίς τίποτα το εξωπραγματικό, χωρίς λούστρο και υπερβολές, ουσιαστικά μέσα από τα μάτια τους εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις – πως θα ήταν άραγε αν μπορούσαν αυτοί να τις αφηγηθούν; Πόση «μαγεία» θα είχαν;
 
Στο επίκεντρο της ιστορίας, είναι η Γυναίκα. Η γυναίκα με την μορφή της Λίλιθ, η γυναίκα που δεν ανήκει πουθενά, όπως η αινιγματική Μαρία ντελ Ροζάριο που απεικονίζεται σε μια ελαιογραφία του 16ου αιώνα, ένα πορτρέτο που από μια σύμπτωση βρίσκεται στα χέρια μιας οικογένειας στη Ρωσία. Η γυναίκα του πορτρέτου εμφανίζεται στους άντρες της οικογένειας κάθε φορά λίγο πριν από τον θάνατό τους – ένας προάγγελος θανάτου. «Αν συναντούσα στην πραγματική ζωή αυτή τη γυναίκα, θα την αναγνώριζα αλάνθαστα, κι αυτό ίσως χάρη στο βεδουίνικο σχήμα των ματιών της, στην αισθησιακά ανασηκωμένη μακρουλή μύτη, στις ακρούλες των βλεφάρων που ήταν τραβηγμένες και μυτερές, παραπέμποντας στη μόδα της αρχαίας Αιγύπτου, για να μη μιλήσω για τη μικρή ελιά ανάμεσα στο μάτι και στον αριστερό κρόταφο.»
 
Γύρω από αυτό το πορτρέτο, αυτή την αινιγματική γυναίκα που με έναν υπερφυσικό τρόπο, κάνει την εμφάνισή της, κινούνται οι ζωές τριών ανδρών, από την βιομηχανική πόλη των Ουραλίων και την Σοβιετική εποχή, έως το Λονδίνο και την Αγγλική εξοχή, που περιγράφεται ως μια ζώνη ελευθερίας και έρωτα. Μεταφυσικά γεγονότα, θαύματα που συμβαίνουν, περιγράφονται κι αυτά ως πράξεις ενταγμένες σε μια καθημερινότητα – η γυναίκα που χάνεται στο τρένο της φυγής από την Ουκρανία και εμφανίζεται μετά από δύο ημέρες στα παιδιά της, ένας άντρας που γλυτώνει από τις νάρκες και από τις ανατινάξεις γύρω του, η γυναίκα του πορτρέτου που διασχίζει τους αιώνες, όλα αυτά τα απεικονίζει ο συγγραφέας ως σκηνές φαινομενικά διάσπαρτες, που όμως στο τέλος του βιβλίου ενώνονται.
 

«Όσο περισσότερο (…) ερευνάς κάποια ζητήματα, τόσο σαφέστερα φωτίζεται το παρασκήνιο. Σ’ αυτά τα φονικά σκαμπανεβάσματα, στη συνέργεια των αγγέλων και των θηρίων που συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο κρύβεται πιθανότατα και η απάντηση στο ερώτημα για το παράνομο περιεχόμενο εκείνου του μαύρου κουτιού που μια ζωή το κουβαλάς μέσα σου δίχως να ρισκάρεις, δίχως καν να ξέρεις πώς να κοιτάξεις εντός του.»

 Είναι πρακτικά αδύνατο να περιγράψεις την ιστορία αυτού του βιβλίου, οποιαδήποτε προσπάθεια, είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στην παραπλάνηση του αναγνώστη. Η αφήγηση είναι θραυσματική, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ, ενώνει κομμάτια, σαν διηγήματα, που ενώ (και εδώ ακριβώς έγκειται η δεξιοτεχνία του συγγραφέα) αρχικά δίνουν την αίσθηση αυτόνομων ιστοριών, στο τέλος ενώνονται τόσο αρμονικά, οι κύκλοι κλείνουν, όλα αποκτούν νόημα – ακόμα και ιστορίες που ναι μεν την ώρα που τις διαβάζεις σε γοητεύουν αλλά από την άλλη αναρωτιέσαι που κολλάνε. Η τεχνική αυτή αποκαλύπτει την βαθιά εσωτερικότητα του βιβλίου ενώ δικαιώνει τον χαρακτηρισμό «μυθιστόρημα».
 
Μόνο θαυμασμό προκαλεί αυτή η ιδιόμορφη μυθιστορηματική σύνθεση του Σαχνόφσκι. Ο αναγνώστης έχει διαρκώς την αίσθηση ότι κάτι του διαφεύγει, κάπου χάνει το νόημα, κάτι δεν καταλαβαίνει. Ο καλύτερος τρόπος για να το απολαύσεις, είναι να αφεθείς στην μεγάλη γοητεία του ύφους, του στυλ – έτσι κι αλλιώς αυτά που διαβάζεις είναι υπέροχα. Βρίσκεσαι μεταξύ συμπαντικών μυστηρίων και αντιφάσεων της ζωής, χάνεσαι μέσα στις μαύρες τρύπες της ύπαρξης, ψάχνοντας για φως μέσα στο σκοτάδι.
 
Είναι εμφανής η επιρροή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην σαγηνευτική «Συνωμοσία των αγγέλων». Αυτό το παιχνίδι με την παγκόσμια ιστορία και τις σημαντικές ή ασήμαντες λεπτομέρειες που έκανε ο μέγας Αργεντίνος, το παρατηρούμε και στο μυθιστόρημα του Σαχνόφσκι, ενός συγγραφέα που πρόλαβε προτού φύγει από τη ζωή να γράψει μερικά σημαντικά βιβλία που εύχομαι να δούμε στη γλώσσα μας.
Ένας σαγηνευτικός λαβύρινθος («σαν να έχουμε αναμειχθεί ισόβια σε μια συνωμοσία τον στόχο της οποίας λησμόνησαν να μας ανακοινώσουν»), ένα παζλ που ενώνεις τα κομμάτια του είναι αυτό το υπέροχο πληθωρικό και ταυτόχρονα περιεκτικό μυθιστόρημα, που παρασύρει και προκαλεί τον ενεργό αναγνώστη του, σε ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας, ουσιαστικά εκμαυλίζοντάς τον.
 
Βαθμολογία 84 / 100
 


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2021 | Permalink
Homo homini lupus κλπ ("Λύκος ανάμεσα σε λύκους")

 

Η έκδοση και η μετάφραση του magnum opus «ΛΥΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΥΚΟΥΣ» («Wolf unter Wolfen»), του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα Hans Fallada (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Rudolf Wilhelm Friedrich Hitzen), (1893, Greifswald – 1947, Βερολίνο), είναι ένα γεγονός για τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μας. Οι δύο τόμοι, των συνολικά 1501 σελίδων, στη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg, στην μετάφραση (και εισαγωγή), της Ιωάννας Αβραμίδου, δεν είναι κάτι απλό για την σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, όσο δημοφιλής και αγαπητός κι αν είναι ο Φάλαντα πλέον στη χώρα μας, μετά την έκδοση αρκετών εξαιρετικών βιβλίων του.
 

Η μεγάλη ικανοποίηση για την έκδοση αυτής της saga του Φάλαντα, δεν μπορεί να μη σκιάζεται από μια σειρά από προβληματισμούς που εγείρονται και τον «τρόμο» που προκαλεί ο όγκος του βιβλίου. Πόσοι έχουν την δυνατότητα να διαθέσουν τα (κάτι πάνω από) 40 ευρώ για την αγορά του βιβλίου; Πόσοι αναγνώστες υπάρχουν, που θα ασχοληθούν με τον όγκο του βιβλίου, όταν βλέπουμε γύρω μας, τον κόσμο να δηλώνει ότι δεν μπορούν να διαβάσουν βιβλία πάνω από 300 σελίδες; Πόσοι θα έχουν την υπομονή να εισέλθουν στον κόσμο που περιγράφει ο Φάλαντα στην ιστορία του, να αφιερώσουν ημέρες και νύχτες ανάγνωσης; Οι περισσότεροι, το ξέρουν, θα «βγουν νικητές» με την αφοσίωσή τους αυτή, πόσοι όμως είναι διατεθειμένοι να το προσπαθήσουν;
 
Το βέβαιο είναι ότι, η ανάγνωση του «Λύκος ανάμεσα στους Λύκους», αποτελεί αναγνωστική εμπειρία ολκής. Το μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα, απεικονίζει με άκρως ρεαλιστικό τρόπο, την ατμόσφαιρα των ημερών «της Βαϊμάρης», της ταραγμένης εποχής, που η Γερμανία, τραυματισμένη και ταλαιπωρημένη από την περιπέτεια του Α Παγκοσμίου πολέμου, με φανερές της πληγές της ήττας, προσπαθεί να συνέλθει. Το βιβλίο διαδραματίζεται το δεύτερο μισό της χρονιάς – ορόσημο, του 1923. Είναι μια χρονιά που το γερμανικό μάρκο έχει πιάσει πάτο (ή πιο σωστά έχει εξευτελιστεί τελείως). Χαρακτηριστικά, όταν ξεκινάει το μυθιστόρημα, τον Ιούλιο του 1923, η αντιστοιχία του έναντι του Αμερικανικού δολαρίου ήταν 414.000 (1 δολάριο=414.000 μάρκα) και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, λίγο πριν την επιβολή του καινούργιου νομίσματος, του Rentenmark, η αναλογία είχε φτάσει στο αστρονομικό νούμερο των 4 τρις ανά δολάριο (1 δολάριο = 4 τρισεκατομμύρια μάρκα – μάλλον πατσαβούρες πλέον). Ο υπερπληθωρισμός αυτός, είχε συντελέσει στο να υπάρχει ουσιαστική διάλυση στην Γερμανική οικονομία που διακινείτο μόνο με δολάρια ή χρυσά μάρκα, ενώ η κοινωνία υπέφερε και το εμπόριο περίμενε να πάει 12 το μεσημέρι, να ανακοινωθεί η ισοτιμία της ημέρας.


 
Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και παρακμής, εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει ο Φάλαντα στις σελίδες του βιβλίου. Βασικός ήρωας είναι ο Βόλφγκανγκ Πάγκελ (με πολλά κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή του συγγραφέα), ένας ευπαρουσίαστος νεαρός 23 χρονών, ήδη βετεράνος του Μεγάλου πολέμου, που έχει καταντήσει τζογαδόρος. Παίζει στη ρουλέτα εκατομμύρια μάρκα κάθε βράδυ, στα παράνομα καζίνο του Βερολίνου, τριγυρισμένος από κοκαϊνομανείς, πόρνες, έχει ουσιαστικά εκδιωχθεί από το σπίτι του και στην αρχή του βιβλίου, είναι άλλος ένας από τους νέους της εποχής στη χώρα του, που γέρασαν απότομα και γρήγορα, χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον, χωρίς την παραμικρή προοπτική.
 
«Κι όμως δεν ήταν εντάξει! Δεν είχε ζωντάνια μέσα του, δεν ενθουσιαζόταν με τίποτε, δεν θύμωνε. Το παλικάρι ήταν είκοσι τριών ετών – δεν ήταν δυνατόν να τριγυρνά μ’ αυτό το κρυφό μειδίαμα και να μην παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Λες κι όλος ο κόσμος ήταν μια απάτη και μόνον αυτός το είχε ανακαλύψει! Αν το σκεφτόσουν, ήταν λες και τον έβλεπες πίσω από ένα θολό, μουντό πέπλο – σαν να μη ζούσε, μόνο φυτοζωούσε, λες και η συναισθηματική του ζωή είχε παραλύσει!»
 
Στην ιστορία όμως πρωταγωνιστούν τρεις άνθρωποι, που οι περιστάσεις τους ενώνουν. Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, συμπολεμιστές στον Α παγκόσμιο πόλεμο, που οι ζωές τους ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας, συναντιούνται ξανά πέντε χρόνια μετά, τυχαία, σε μια επανένωση που θα τους αλλάξει τη μοίρα.
 
Ο απόστρατος ίλαρχος Φον Πράκβιτς, παντρεμένος με την κόρη ενός μεγαλοκτηματία και αριστοκράτη, του μυστικοσύμβουλου Φον Τέσοβ, βρίσκεται διαρκώς υπό την σκιά της καχυποψίας του πεθερού του (ενός ανθρώπου που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η εξουσία που έχει απέναντι στους αγρότες που δουλεύουν στα κτήματά του, και που βλέπει με μέγιστη αντιπάθεια τον άντρα που του «έκλεψε» τη μονάκριβη κόρη), που του έχει εκμισθώσει με όρους αποικιοκρατικούς μια μεγάλη έκταση, για εκμετάλλευση. Η αντιπάθεια που έτρεφε ο πεθερός του για τον ίλαρχο, δεν ήταν απολύτως αδικαιολόγητη. Ο Φον Πράκβιτς, δεν είναι ικανός, όχι μόνο να κουμαντάρει και να βγάλει κέρδος από την καλλιέργεια των εκτάσεων, αλλά ούτε και να φέρει εις πέρας τις απλούστερες πράξεις που απαιτεί η διαχείριση ενός κτήματος.
 
Στην αρχή του Α τόμου, ο Φον Πράκβιτς έχει μεταβεί στο Βερολίνο, για να βρει φθηνά εργατικά χέρια για την ετήσια συγκομιδή σίκαλης και πατάτας. Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο θα συναντήσει μετά από πέντε χρόνια τον παλιό του συμπολεμιστή, τον Φον Στούτμαν που εργάζεται εκεί ως ρεσεψιονίστ. Ο υπερφίαλος ίλαρχος, σοκάρεται με την εικόνα του Φον Στούτμαν (που οι ικανότητές του στην οργάνωση είναι αδιαμφίσβητες), να βγάζει το ψωμί του με τρόπο που εκείνος θεωρεί «ταπεινό». Μετά από μια γκροτέσκα σκηνή που διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο και υπεύθυνος για τον χαμό που δημιουργείται, θεωρείται ο Στούντμαν, ο Φον Πράκβιτς του προτείνει να αναλάβει διαχειριστής του κτήματος του. Ο Στούτμαν μέσα στην απελπισία του, μετά την αδικαιολόγητη απόλυσή του από το ξενοδοχείο, θα δεχτεί την πρόταση του ίλαρχου και μεταβαίνουν σε ένα κεντρικό καφέ να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της συνεργασίας τους. Εκεί συναντούν τον μεθυσμένο Πάγκελ, τον κάποτε έφηβο συμπολεμιστή τους, που έτρεμε τα κανόνια, και τώρα τον βρίσκουν σε χαοτική κατάσταση με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στα χέρια του, έτοιμο να αυτοκτονήσει.
 
Ο 23άχρονος Βόλφγκανγκ Πάγκελ, είναι μια διαφαινόμενη χαμένη περίπτωση. Γόνος αστικής οικογένειας, με τον νεκρό πλέον πατέρα του, να υπήρξε διάσημος ζωγράφος και μεγαλωμένος από μια καταπιεστική και εξουσιαστική μητέρα, είναι πλέον εθισμένος στον τζόγο, ποντάροντας κάθε μέρα στα παράνομα καζίνο που έχουν πλημμυρίσει την πόλη. Συζεί με τα την Πέτρα (που την αποκαλεί Πέτερ), ένα όμορφο νεαρό κορίτσι, από τα δεκάδες χιλιάδες που ωρίμασαν γρήγορα, μετά την κατάρρευση της Γερμανίας, και η ανάγκη για επιβίωση, τα έβγαλε στους δρόμους, να κάνουν δουλειές του ποδαριού, κάποιες να εκπορνεύονται αραιά και που, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Η Πέτρα είναι ερωτευμένη με τον Πάγκελ και ανέχεται τις εκρήξεις του, την μανία του να παίζει καθημερινά ότι έχει και δεν έχει, να ισορροπούν μεταξύ πείνας και έρωτα, σε μια πολυκατοικία που θυμίζει κοινόβιο. Εκτός των άλλων, η Πέτρα, είναι πλέον έγκυος και το ζευγάρι έχει κανονίσει να παντρευτούν εκείνη ακριβώς τη μέρα. Το προηγούμενο όμως βράδυ, ο Πάγκελ είχε μια πολύ άτυχη βραδιά στο καζίνο και μέσα στην απελπισία του, θα πάει στο πατρικό του, και θα πάρει τον πιο διάσημο πίνακα του πατέρα του, που θα τον πουλήσει σε μια γκαλερί. Στο ενδιάμεσο, η Πέτρα απελπισμένη που ο σύντροφός της δεν έχει γυρίσει σπίτι, βγαίνει στον δρόμο, φορώντας μόνο μια καπαρντίνα, να τον περιμένει – εκεί θα την δει ένας αστυνομικός που έχει καθυστερήσει στη δουλειά του και για να δικαιολογήσει την αργοπορία του, την συλλαμβάνει για πορνεία.
Ο Πάγκελ με όλα αυτά τα χρήματα στα χέρια, συνειδητοποιεί ότι τα έχει θαλασσώσει. Απελπισμένος κάνει σκέψεις αυτοκτονίας και εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται μπροστά του, οι παλιοί ανώτεροί του στον λόχο, που βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση, του προσφέρουν μια θέση εργασίας – αδιευκρίνιστη στην αρχή, κάτι σαν μαθητευόμενος -, στο αγρόκτημα. Εκείνος δέχεται, αφού μετά από αρκετά ποτά, θα παρασύρει τους δύο συμπολεμιστές του, σε μια θεότρελη βραδιά στο καζίνο, ενώ η άμοιρη Πέτρα, μάταια θα περιμένει κάποιο χέρι βοήθειας.
 
«Αχ, πώς απογυμνώθηκε ο κόσμος, πώς χάθηκε ο κομψός τρόπος ομιλίας, πώς εξανεμίστηκαν οι χαριτωμένες φράσεις! Μέσα στην οικογενειακή ζωή, τα φτιασίδια ξεβάφουν και η κούφια νεκροκεφαλή του εγωισμού σού χαμογελά μέσ’ από τις μαύρες κοιλότητες των ματιών. Ο Πάγκελ είδε ξαφνικά τον εαυτό του σαν φάντασμα ξαπλωμένο δίπλα στην Πέτρα στο δωμάτιο της Μαντάμ Γιογιό, είδε τις βρόμικες κουρτίνες να κρέμονται μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα. Τώρα του φαίνονταν σαν κάποιο σύμβολο, ή μάλλον όχι! Σαν τα προκαταρκτικά μιας δύσκολης δοκιμασίας. Τότε μπορούσε να πάρει τη βαλίτσα του και να φύγει σαν δειλός, εδώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατον! Τέρμα τα χαριτωμένα ψέματα με τη γλυκιά τους γεύση, πέταξε μακριά η τρυφερή μορφή της αγάπης – άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, λύκος ανάμεσα σε λύκους, πρέπει να είσαι σταθερός στην απόφασή σου αν θέλεις να επιβληθείς!»
 
Στο βιβλίο που γράφτηκε μέσα σε δέκα μήνες, από το καλοκαίρι του ’36 έως την άνοιξη του ’37, μέσα στην ακμή της Ναζιστικής περιόδου, ο συγγραφέας, για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε παρά να αποφύγει «ευαίσθητα θέματα». Εβραίοι δεν αναφέρονται, το όνομα του Χίτλερ δε, καθόλου, ενώ ένα πραξικόπημα που ετοιμάζεται και αποτυγχάνει, αξιωματικών του στρατού και απόστρατων, δεν είναι τίποτε άλλο, από μια απεικόνιση της αποτυχημένης εξέγερσης του Μονάχου κατά της Βαυαρικής κυβέρνησης που προκάλεσε την φυλάκιση του Χίτλερ. Ο Φάλαντα προσεκτικός, περιορίζεται στην απεικόνιση της εποχής και επικεντρώνεται στις ζωές των δεκάδων χαρακτήρων που περνάνε από τις σελίδες του.


 
Εκτός λοιπόν, από τους τρεις πρωταγωνιστές του βιβλίου, τον ήρωα του, Βόλφγκανγκ Πάγκελ και τους δύο παλιούς συμπολεμιστές του, από το μυθιστόρημα παρελαύνουν μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Κυρίως στο δεύτερο μέρος, που η δράση περνάει στα κτήματα του ίλαρχου Φον Πράκβιτς (αν και ουσιαστικά αυτά ανήκουν στον μυστικοσύμβουλο Φον Τέσοβ), οι χαρακτήρες είναι τόσοι πολλοί που μόνο θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει η άψογη δομή του βιβλίου. Βεβαίως η προσοχή από τη μέση του Β τόμου και μετά πέφτει πάνω στον Βόλφγκανγκ Πάγκελ που προβάλλει ως ο απόλυτος ήρωας του βιβλίου, εξελισσόμενος διαρκώς ως χαρακτήρας, αποσυνάγωγος και loser στην αρχή του βιβλίου, βαίνοντας προς την ωριμότητα και την συνειδητοποίηση της ταυτότητάς του.
 
Εξαρχής το μυθιστόρημα θέτει τον αναγνώστη του, μπροστά σε δύο τελείως διαφορετικούς ρυθμούς. Στον Α τόμο, που ο αφηγηματικός χρόνος είναι 24 ώρες, απεικονίζεται η ζωή στο παρακμιακό και ξέφρενο Βερολίνο, που τη νύχτα είναι μια άλλη πόλη. Παράνομα καζίνο, πόρνες, λαμπερά ή μη καφέ, εκατομμύρια μάρκα να γίνονται φτερά, γκροτέσκες καταστάσεις. Στον Β τόμο (και πολύ πιο ενδιαφέροντα), περιγράφεται η ζωή στην ύπαιθρο, όπου οι οικογενειακές και ερωτικές ίντριγκες είναι πολλές, η δράση γίνεται εντονότερη και η μοχθηρία των ανθρώπων πιο έντονη.
 
Σε αυτόν τον διαρκή αγώνα για επιβίωση, δεν αντέχεις αν δεν μεταμορφώνεσαι σε Λύκο! Μπορεί το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Βόλφγκανγκ Πάγκελ να παραπέμπει εκεί, αλλά ουσιαστικά (και όπως αναφέρει συχνά-πυκνά ο συγγραφέας) ήταν μια «λαίμαργη εποχή, η εποχή των λύκων», οι εφημερίδες αγοράζονταν μόνο για να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις του νομίσματος, κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον διπλανό του, για το ποιος κυβερνάει. Όλοι είναι πάμπτωχοι, εκτός από την ανώτερη αστική τάξη (που κι αυτή δυσκολεύεται), μόνο να ζήσουν μέρα με τη μέρα τους ενδιαφέρει. Οι σκηνές από τις εξαθλιωμένες οικογένειες που ζουν στοιβαγμένες στα διαμερίσματα, η εξωφρενική ανεργία, η πείνα όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο, που παλεύουν για ένα κομμάτι σίκαλης ή μια πατάτα, συνταράσσουν και συγκλονίζουν.
 
Μυθιστόρημα μαθητείας αλλά πανόραμα μιας εφιαλτικής εποχής, το βιβλίο (που μεταφέρθηκε στηντηλεόραση το 1964 σε μορφή μίνι-σειράς 4 επεισοδίων), αποτελεί μια σκληρή και απόλυτα ρεαλιστική τοιχογραφία ενός κόσμου, μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται καθημερινά, όπου οι καλοί γίνονται κακοί ή ακόμα καλύτερα, οι διαφορές μεταξύ Καλού και Κακού είναι ρευστές. Ο μόνος χαρακτήρας που παραμένει μοχθηρός και κακός καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου είναι ο μυστικοσύμβουλος Φον Τέσοβ, οι υπόλοιποι μεταβάλλονται διαρκώς είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο, καθώς «ανήμποροι και μοιραίοι» θα υποχρεωθούν κάποια δεδομένη στιγμή να κοιτάξουν το συμφέρον τους, ανήμποροι να ελέγξουν τη ροή των εξελίξεων.
 
Επικό μυθιστόρημα (με μια μετάφραση της Ι. Αβραμίδου που αποτελεί άθλο), το «Λύκος ανάμεσα σε λύκους», μια κοινωνικοπολιτική saga, που μπορεί να περιγράφει με έντονα χρώματα μια εποχή ζόφου και εξελίξεων, όμως, η αφηγηματική μαεστρία του Φάλαντα, περνάει σελίδες γεμάτες σαρκασμό και χιούμορ δίνοντας άλλη διάσταση και αναδεικνύοντας πολλές φορές το κωμικοτραγικό κάποιων γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο αποφορτίζεται το κλίμα, και αποστασιοποιείται ο αναγνώστης από τις μελοδραματικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν.
Πορτρετίστας μοναδικός ο Φάλαντα έγραψε ένα βιβλίο χωρίς ηθικολογίες και διδακτισμό, που «ρουφιέται» κυριολεκτικά, γραμμένο απλά, με σχεδόν δημοσιογραφική γλώσσα, με μια ιστορία που ολοκληρώνεται αφήνοντας κάποιες ελπίδες στο τέλος, μια αχτίδα αισιοδοξίας μέσα στη σκοτεινιά – ίσως και για λόγους λογοκρισίας. Όπως κι αν το δει κανείς πάντως, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, ζωντανό και άκρως επίκαιρο, καθαρή λογοτεχνική απόλαυση.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
 
 
 
 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2021 | Permalink
"Άντρες χωρίς άντρες", ένα μυθιστόρημα ωριμότητας

«Θυμάσαι από πότε άρχισες να θυμάσαι;»

 Ο Νίκος Δαββέτας (Αθήνα, 1960) με κάθε βιβλίο του, έρχεται όλο και πιο κοντά στην πεζογραφική ωριμότητα. Ολιγογράφος καθώς μέσα σε μια δημιουργική περίοδο περίπου τεσσάρων δεκαετιών έχει εκδώσει ελάχιστα μυθιστορήματα, ποιητής στιβαρός, με πολύ αξιόλογο έργο, είναι γενικότερα ένας συγγραφέας που δεν εφησυχάζει, παλεύει τη γραφή του, διαβάζει και ενημερώνεται πολύ για τις διεθνείς τάσεις, και είναι ένας από τους πιο οξυδερκείς κριτικούς λογοτεχνίας που έχουμε.
 
Αυτό που χαρακτηρίζει το συγγραφικό ύφος του Δαββέτα είναι η διακριτικότητα και η υπαινικτικότητα της γραφής του – κάτι που συναντάμε κυρίως σε Βρετανούς δημιουργούς, όπως και η χρήση της Ιστορίας από την μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις μέρες μας. Σε όλα του τα μυθιστορήματα, η ιστορία είναι παρούσα είτε σε πρώτο, είτε σε δεύτερο πλάνο, το δε παρελθόν, συλλογικό ή προσωπικό διαμορφώνει τις τύχες των ηρώων του.
 
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο «ΑΝΤΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΡΕΣ» (εκδ. Πατάκη, σελ. 235), ο Νίκος Δαββέτας πλάθει την ιστορία του, από τη μεριά των αντρών και πιο συγκεκριμένα μέσα από δύο γενιές. Η γενιά της Κατοχής και του Εμφυλίου και η «χαμένη γενιά» της Μεταπολίτευσης, εν μέσω σημαντικών γεγονότων, ισορροπούν μεταξύ του αγώνα για την επιβίωση και την απότομη ενηλικίωση (η πρώτη γενιά), και της προσπάθειας για αναζήτηση ταυτότητας και την συνειδητοποίηση ότι ζωή κρύβει πολλά περισσότερα μυστικά απ’ όσα μπορούμε ν’ αντέξουμε.


 
Τρία πρόσωπα/ήρωες, βρίσκονται στο επίκεντρο του βιβλίου. Ο αφηγητής, ο συνομήλικος φίλος του κι ο πατέρας του φίλου, που λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, εξομολογείται στον γιο του, ότι όχι μόνο ήταν ομοφυλόφιλος αλλά και ότι ήταν, ενεργό μέλος της ακροδεξιάς οργάνωσης Χ στο τέλος της Κατοχής και στον Εμφύλιο, διετέλεσε χαφιές της Ασφάλειας, βολεμένος σε μια θέση του Δημοσίου, άνθρωπος του καθεστώτος, μετέπειτα Χουντικός και με κάποια οικονομική άνεση. Ένας άνθρωπος που ήταν θύμα του ερωτικού πάθους που τον κατέτρωγε, που κινείτο μόνιμα στο περιθώριο, κρυπτόμενος από πολιτικούς αντιπάλους αλλά και από την ίδια του την υπηρεσία λόγω της «αποκλίνουσας σεξουαλικής του συμπεριφοράς» (που τελικά πλήρωσε).
 
«…λίγο πριν πεθάνει στον έβδομο όροφο του «Μετροπόλιταν», ο πατέρας του θα του εξομολογηθεί ότι την ώρα της σύλληψής τους στο νυφικό κρεβάτι, με τα ρύζια του γάμου ακόμα στα λινά σεντόνια, εκείνον δεν τον διέγειρε  η κάθιδρη πλάτη της νεόνυμφης, ούτε τα μαλακά της οπίσθια που χτυπιόνταν πάνω στην κοιλιά του γιατί απλούστατα είχε τα μάτια του μισόκλειστα κι αγχωμένος όσο δεν παίρνει, ονειρευόταν για να τελειώσει, το αγόρι που πριν από έναν μήνα, όρθιο πίσω από τις πικροδάφνες του Ιλισού, εκσπερμάτιζε στο πρόσωπό του.»
 
Ο γιος ακούει την πατρική εξομολόγηση, αρχικά σοκαρισμένος, αργότερα ψύχραιμος. Έχει ήδη την δική του ζωή στην Γαλλία, όπου πήγε να σπουδάσει χωρίς επιτυχία, καταφέρνοντας όμως να γίνει γνωστός ως συγγραφέας, κριτικά αναγνωρισμένος. Χρησιμοποιεί το όνομα της μητέρας του (ως πιο «Δυτικό»), μιας μητέρας που είχε μείνει στο σκοτάδι, σε μια απρόσωπη και αδιάφορη συζυγική σύνδεση, με έναν άνθρωπο που ποτέ της δεν αγάπησε και δεν συνδέθηκε, ενώ αιωρείται και η ερωτική της σχέση με έναν αριστερό. Η σχέση του με τον αφηγητή,  εκτός από φιλική (που με τα χρόνια έχει ξεφτίσει), είναι και «συναδελφική» καθώς και οι δύο είναι συγγραφείς, μόνο που ο αφηγητής δεν είναι τόσο αναγνωρισμένος όσο ο παλιός του φίλος, ενώ κι ο πατέρας του παραμένει ένας άγνωστος αφού σκοτώθηκε νωρίς σε ένα δυστύχημα.
 
Ο Δαββέτας ξετυλίγει την αφήγησή του με θραύσματα, εναλλάσσοντας τη μια φωνή με την άλλη. Στο επίκεντρό του, δεν βρίσκονται τα ιστορικά γεγονότα, αλλά οι άνθρωποι που παρασύρονται από αυτά και προσπαθούν να μείνουν στην επιφάνεια, να μη βουλιάξουν και να βρουν μια ταυτότητα. Οι σχέσεις των γιων με τους πατεράδες τους, ανθρώπους άγνωστους ουσιαστικά που προσπαθούν να βρουν κοινά στοιχεία με αυτούς. Τον συγγραφέα τον απασχολεί κυρίως να καταδείξει τι είναι αυτό που ενώνει δυο διαφορετικούς ανθρώπους, που ο ένας έφερε στον κόσμο τον άλλον, τι είναι αυτό που καθορίζει την προσωπικότητα του γιου, πόσο καλά γνωρίζουμε τον άνθρωπο που αποκαλούμε «πατέρα». Πόσο βαρύ είναι το «προπατορικό αμάρτημα» και πως μπορούμε να το αποτινάξουμε από πάνω μας.
 
«Μεγάλος χαφιές το αίμα. Στυγνός πληροφοριοδότης. Όλα τα ξερνάει: προγόνους, αρρώστιες, επιπλοκές, καταγωγή, ανατροφή, κληρονομιά. Αρκεί μια σταγόνα μεγεθυσμένη και ο γιατρός σαν καλός μάγος, βλέπει στη γυάλινη σφαίρα του τα περασμένα, προλέγει τα μελλούμενα, βάζει το παρόν σ’ άλλες ράγες. Τι κληρονομώ εγώ και από ποιόν; Ποιος είναι αυτός που κατοικεί στο αίμα μου;»
 
Με οδηγό το «Γράμμα στον Πατέρα» του Φραντς Κάφκα, ο Δαββέτας προβληματίζεται στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα, για την μορφή του πατέρα. Είναι γεγονός ότι τα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (αλλά και της ελληνικής, αφού κυριαρχεί ως τάση τα τελευταία χρόνια), είναι γραμμένα από γιους, είτε με τη μορφή αναμνήσεων, είτε με τη μορφή μυθοπλασίας, είτε ελαφρώς καταγγελτικά. Πως μπορεί να επιτευχθεί η περίφημη «συγχώρεση», αρκεί η αγάπη και η ψυχαναλυτική εξομολόγηση;


 
Το παρελθόν καθορίζει το παρόν μας λέει ουσιαστικά ο συγγραφέας και με το αποστασιοποιημένο ύφος που τον χαρακτηρίζει (κάποιοι το χαρακτηρίζουν «ψυχρό» - έννοια που θεωρώ ότι «μειώνει» την δυναμική του), περιγράφει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60, την «αστικοποίηση» της χώρας, τις ραδιοφωνικές σειρές που διαμόρφωσαν γενιές – η μητέρα αποσύρεται κάθε απόγευμα για να ακούσει την συνέχεια από το «Σπίτι των Ανέμων», την διείσδυση της τηλεόρασης στην ελληνική οικογένεια, τη ζωή των μικροαστών. Ο Δαββέτας δεν ηθικολογεί, δεν περιγράφει με μεγάλες και ατελείωτες προτάσεις, δεν τραβάει σε μάκρος σκηνές (που θα μπορούσε). Με ήρεμο ύφος, και κινηματογραφικό τρόπο, αφήνει εικόνες γεμάτες κίνηση στα μάτια του αναγνώστη.
 
Μικρό αλλά πολυεπίπεδο το «Άντρες χωρίς άντρες», είναι όχι μόνο ένα μυθιστόρημα φθασμένης ωριμότητας, αλλά και ένα ευκρινές σχόλιο πάνω στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Εντυπωσιακό (για έλληνα συγγραφέα) στην υπαινικτικότητά του, χαμηλότονο και χωρίς εξάρσεις, με ωραία γλώσσα και υποδόριο χιούμορ, είναι ένα βιβλίο που απαιτεί την προσοχή και την εγρήγορση του αναγνώστη του, ο οποίος στο τέλος θα αποζημιωθεί και σίγουρα, θα το ξαναδιαβάσει.
 
Βαθμολογία 83 / 100