Το
(κάτι σαν μυθιστόρημα) «Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» («Заговор ангелов») του Ρώσου
συγγραφέα Igor Sakhnovsky (1958, Ιρκούτσκ –
2019, Αικατερίνμπουργκ) – (Εκδόσεις Ποταμός, μετάφρ. Στ. Αργυροπούλου,
σελ.290), είναι ένα παράξενο και πολύ σαγηνευτικό βιβλίο, μια λογοτεχνική
έκπληξη, από έναν βραβευμένο συγγραφέα που έφυγε νεότατος, τον οποίον αγνοούσα –
όπως υποθέτω και οι περισσότερο εξ ημών.
«Η
συνωμοσία των αγγέλων», είναι ουσιαστικά ένα (μεταφυσικό) βιβλίο που μοιάζει να
περιέχει τα πάντα. Ένα ταξίδι στον χρόνο, από την Παλαιά Διαθήκη και την
Αίγυπτο, στην Αναγέννηση και την Ισπανία του 16ου αιώνα, από τον Β
παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή των Ναζί στην Ουκρανία μέχρι τα βάθη της Ρωσίας,
από την παγανιστική αρχαία Ελλάδα, στην σύγχρονη Αγγλία, από τη βάσανο της γραφής
στο πως γίνεσαι συγγραφέας, για τον έρωτα και την αυτογνωσία, για τα θαύματα
καθημερινά ή όχι, ενώ το παιχνίδι των αγγέλων ή της μοίρας (μάλλον του
πεπρωμένου) καθορίζει τις ζωές των ηρώων του. «Θα
μας χρειαστούν τριακόσια χρόνια ενήλικης ζωής για να αντιληφθούμε ότι βαθμιαία
η ψυχή γίνεται θνητή. Εκατοντάδες ανηλεώς ενήλικα χρόνια για να αποσαφηνιστεί
ότι οι όποιοι κομπασμοί γύρω από το θέμα του θανάτου ή ακόμα και η αληθινή
προσωπική αφοβία αποτελούν προνόμιο του μοναχικού ανθρώπου, αυτού που απέφυγε τη στενή συνάφεια με
οποιονδήποτε. Όσο μεγαλύτερη είναι στη ζωή σου αυτή η συνάφεια, τόσο
μεγαλύτερες είναι οι ανησυχίες και οι φόβοι, τόσο σφιχτότερα γαντζώνεσαι από τη
ζωή. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο χώρος της εσωτερικής ελευθερίας περιζώνεται και
περιορίζεται από τα όρια δέσμευσης της καρδιάς.» Στο
«ταξίδι μέσα στον χρόνο» που σε προσκαλεί ο Σαχνόφσκι, παρακολουθείς με απλό
καθημερινό τρόπο, ενταγμένες σε ένα ρεαλισμό που αφοπλίζει, την ιστορία της Λίλιθ,
την γέννηση του Χριστού («Ο σύζυγος και η έγκυος γυναίκα του έφτασαν σε μια
απόμερη ασιατική πόλη, όπου δεν βρήκαν μέρος σε ξενοδοχείο για να μείνουν. Κι
εκείνη γέννησε ένα αγοράκι σε κάποιο φτωχικό στάβλο.»), την εκτέλεση της Άννας
Μπολέιν, την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη. Οι ήρωες των ιστοριών, είναι οι
άνθρωποι της διπλανής πόρτας, χωρίς τίποτα το εξωπραγματικό, χωρίς λούστρο και
υπερβολές, ουσιαστικά μέσα από τα μάτια τους εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις – πως θα
ήταν άραγε αν μπορούσαν αυτοί να τις αφηγηθούν; Πόση «μαγεία» θα είχαν; Στο
επίκεντρο της ιστορίας, είναι η Γυναίκα. Η γυναίκα με την μορφή της Λίλιθ, η
γυναίκα που δεν ανήκει πουθενά, όπως η αινιγματική Μαρία ντελ Ροζάριο που
απεικονίζεται σε μια ελαιογραφία του 16ου αιώνα, ένα πορτρέτο που
από μια σύμπτωση βρίσκεται στα χέρια μιας οικογένειας στη Ρωσία. Η γυναίκα του
πορτρέτου εμφανίζεται στους άντρες της οικογένειας κάθε φορά λίγο πριν από τον
θάνατό τους – ένας προάγγελος θανάτου. «Αν συναντούσα στην πραγματική ζωή αυτή
τη γυναίκα, θα την αναγνώριζα αλάνθαστα, κι αυτό ίσως χάρη στο βεδουίνικο σχήμα
των ματιών της, στην αισθησιακά ανασηκωμένη μακρουλή μύτη, στις ακρούλες των
βλεφάρων που ήταν τραβηγμένες και μυτερές, παραπέμποντας στη μόδα της αρχαίας
Αιγύπτου, για να μη μιλήσω για τη μικρή ελιά ανάμεσα στο μάτι και στον αριστερό
κρόταφο.» Γύρω
από αυτό το πορτρέτο, αυτή την αινιγματική γυναίκα που με έναν υπερφυσικό
τρόπο, κάνει την εμφάνισή της, κινούνται οι ζωές τριών ανδρών, από την
βιομηχανική πόλη των Ουραλίων και την Σοβιετική εποχή, έως το Λονδίνο και την
Αγγλική εξοχή, που περιγράφεται ως μια ζώνη ελευθερίας και έρωτα. Μεταφυσικά
γεγονότα, θαύματα που συμβαίνουν, περιγράφονται κι αυτά ως πράξεις ενταγμένες
σε μια καθημερινότητα – η γυναίκα που χάνεται στο τρένο της φυγής από την
Ουκρανία και εμφανίζεται μετά από δύο ημέρες στα παιδιά της, ένας άντρας που
γλυτώνει από τις νάρκες και από τις ανατινάξεις γύρω του, η γυναίκα του
πορτρέτου που διασχίζει τους αιώνες, όλα αυτά τα απεικονίζει ο συγγραφέας ως
σκηνές φαινομενικά διάσπαρτες, που όμως στο τέλος του βιβλίου ενώνονται.
«Όσο
περισσότερο (…) ερευνάς κάποια ζητήματα, τόσο σαφέστερα φωτίζεται το
παρασκήνιο. Σ’ αυτά τα φονικά σκαμπανεβάσματα, στη συνέργεια των αγγέλων και
των θηρίων που συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο κρύβεται πιθανότατα και η απάντηση
στο ερώτημα για το παράνομο περιεχόμενο εκείνου του μαύρου κουτιού που μια ζωή
το κουβαλάς μέσα σου δίχως να ρισκάρεις, δίχως καν να ξέρεις πώς να κοιτάξεις
εντός του.»
Είναι
πρακτικά αδύνατο να περιγράψεις την ιστορία αυτού του βιβλίου, οποιαδήποτε
προσπάθεια, είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στην παραπλάνηση του
αναγνώστη. Η αφήγηση είναι θραυσματική, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ,
ενώνει κομμάτια, σαν διηγήματα, που ενώ (και εδώ ακριβώς έγκειται η δεξιοτεχνία
του συγγραφέα) αρχικά δίνουν την αίσθηση αυτόνομων ιστοριών, στο τέλος ενώνονται
τόσο αρμονικά, οι κύκλοι κλείνουν, όλα αποκτούν νόημα – ακόμα και ιστορίες που ναι
μεν την ώρα που τις διαβάζεις σε γοητεύουν αλλά από την άλλη αναρωτιέσαι που
κολλάνε. Η τεχνική αυτή αποκαλύπτει την βαθιά εσωτερικότητα του βιβλίου ενώ
δικαιώνει τον χαρακτηρισμό «μυθιστόρημα».
Μόνο
θαυμασμό προκαλεί αυτή η ιδιόμορφη μυθιστορηματική σύνθεση του Σαχνόφσκι. Ο
αναγνώστης έχει διαρκώς την αίσθηση ότι κάτι του διαφεύγει, κάπου χάνει το
νόημα, κάτι δεν καταλαβαίνει. Ο καλύτερος τρόπος για να το απολαύσεις, είναι να
αφεθείς στην μεγάλη γοητεία του ύφους, του στυλ – έτσι κι αλλιώς αυτά που
διαβάζεις είναι υπέροχα. Βρίσκεσαι μεταξύ συμπαντικών μυστηρίων και αντιφάσεων της
ζωής, χάνεσαι μέσα στις μαύρες τρύπες της ύπαρξης, ψάχνοντας για φως μέσα στο
σκοτάδι.
Είναι
εμφανής η επιρροή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην σαγηνευτική «Συνωμοσία των
αγγέλων». Αυτό το παιχνίδι με την παγκόσμια ιστορία και τις σημαντικές ή
ασήμαντες λεπτομέρειες που έκανε ο μέγας Αργεντίνος, το παρατηρούμε και στο
μυθιστόρημα του Σαχνόφσκι, ενός συγγραφέα που πρόλαβε προτού φύγει από τη ζωή
να γράψει μερικά σημαντικά βιβλία που εύχομαι να δούμε στη γλώσσα μας.
Ένας
σαγηνευτικός λαβύρινθος («σαν να έχουμε αναμειχθεί ισόβια σε μια συνωμοσία τον
στόχο της οποίας λησμόνησαν να μας ανακοινώσουν»), ένα παζλ που ενώνεις τα
κομμάτια του είναι αυτό το υπέροχο πληθωρικό και ταυτόχρονα περιεκτικό
μυθιστόρημα, που παρασύρει και προκαλεί τον ενεργό αναγνώστη του, σε ένα
οδοιπορικό αυτογνωσίας, ουσιαστικά εκμαυλίζοντάς τον.
Βαθμολογία
84 / 100