Στις
δυστοπίες τους οι συγγραφείς οραματίζονται το «τέλος του κόσμου». Η πιο διάσημη βέβαια φράση, είναι από τον στίχο
του T.S.Eliot (από το ποίημά του «Κούφιοι άνθρωποι») : «έτσι
τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ έναν βρόντο, μα μ’ ένα λυγμό». Ο σχετικά νέος Ιρλανδός
συγγραφέας Paul Lynch (Λίμερικ, 1977),
στο βραβευμένο με το Booker του 2023, μυθιστόρημά του «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ» («Prophet song»), τελειώνει τον
κόσμο του ήρεμα και αργά, στην αρχή σαν ένα τοπικό γεγονός, που εξαπλώνεται
σιγά-σιγά, και μέχρι να το καταλάβεις, το σκοτάδι έχει επικρατήσει και το χάος
έχει κυριαρχήσει.
Το
«ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ», που εκδόθηκε
στις αρχές της χρονιάς από τις εκδόσεις Gutenberg, σε ωραία μετάφραση των Μ.Αγγελίδου και Γ.Αγγελίδη
(σελ.343), είναι ένα βιβλίο που μόνο η λέξη «συγκλονιστικό» του ταιριάζει. Το διαβάζεις με μια ανάσα, σε
στοιχειώνει, σε κυριεύει. Δεν είναι η πρωτοτυπία της ιστορίας – έχουν γράψει παρεμφερείς ιστορίες κι
άλλοι. Είναι το απαράμιλλο ασθματικό ύφος του συγγραφέα, που με ευφυέστατο
τρόπο, αναμιγνύει παραδοσιακή αφήγηση με στοιχεία της επικαιρότητας για να
μεταφέρει τον αναγνώστη του, κυριολεκτικά εντός της κόλασης που περιγράφει.
Σε
χρόνο που δεν αναφέρεται (μπορεί να είναι σήμερα, μπορεί στο πολύ κοντινό μέλλον),
η Ιρλανδία μετά από τις εθνικές εκλογές, έχει περάσει στη διακυβέρνηση μιας
μάλλον ακροδεξιάς και ιδιαίτερα αυταρχικής διακυβέρνησης, όπως άλλωστε συμβαίνει και
σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου (αλλά και της Ευρώπης). Η κυβέρνηση έχει
συστήσει την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας Γκάρντα (Garda
National Services Buraeu), για να ελέγχει την κατάσταση, όλοι παρακολουθούνται
είτε ηλεκτρονικά, είτε με τις κάμερες να βρίσκονται παντού. Η οικογένεια Στακ
αποτελείται από 6 μέλη, ο Λάρι Στακ είναι συνδικαλιστής δάσκαλος, αναπληρωτής
γενικός γραμματείας της Ένωσης τους και η σύζυγός του Άιλις, μόλις έχει επιστρέψει
στη δουλειά της ως μικροβιολόγος, ενώ μερικούς μήνες πριν γέννησε τον μικρό
Μπεν και έχουν άλλα τρία μεγαλύτερα παιδιά, τον έφηβο Μαρκ, ένα κορίτσι, την
Μόλι, λίγο μικρότερο, και άλλο ένα αγόρι, τον Μπέιλι που μπαίνει στην εφηβεία.
Η Άιλις φροντίζει και τον πατέρα της, τον Σάιμον που μένει μόνος του στην άλλη
άκρη της πόλης.
«Αργά ή γρήγορα,
φυσικά, η πραγματικότητα έρχεται στο φως, λέει, σ’ αφήνει λάσκα για λίγο η
πραγματικότητα, αλλά δεν σ’ αφήνει για πάντα, η πραγματικότητα περιμένει
υπομονετική, σιωπηλή, αμίλητη, και στο τέλος κλείνει τους ανοιχτούς
λογαριασμούς και παίρνει πίσω όσα της χρωστάς.» Σε
ένα Δουβλίνο που δεν αναφέρεται πουθενά, αλλά η γεωγραφία της πόλης μας δίνει
να το καταλάβουμε, ο Λάρι αρνείται να αντιληφθεί τους κινδύνους που προκαλεί η
συμπεριφορά του, καθώς επικαλείται την δημοκρατία, τη δύναμη του συνδικαλισμού
και το δικαίωμα στην απεργία. Μετά από μια πρώτη προειδοποιητική επίσκεψη της Ασφάλειας
σπίτι τους, θα κληθεί για κατάθεση και δεν θα ξαναγυρίσει σπίτι. Βρίσκεται
προφυλακισμένος και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με την οικογένειά του, βάσει ενός
Νόμου Έκτακτης Ανάγκης που έχει περάσει η κυβέρνηση. Από τότε τα ίχνη του
χάνονται και η Άιλις από τη μια προσπαθεί να βρει μια άκρη, από την άλλη να
φροντίσει την οικογένεια και τον πατέρα της, ενώ από μέρα σε μέρα, τα μέτρα
σκληραίνουν – δημοσιογράφοι φυλακίζονται, ακόμα και στην ίδια της την εταιρεία,
άνθρωποι εξαφανίζονται, και η Άιλις συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση εκτραχύνεται
όλο και περισσότερο. Παρά
τις εκκλήσεις της αδερφής της που μένει στον Καναδά, να φύγουν, η Άιλις
αρνείται μέχρι να βρει τον σύζυγό της. Ακόμα όμως δεν έχουν δει τίποτα, γιατί
μια ομάδα ή ένας αντιστασιακός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της πόλης,
βομβαρδίζοντας και κερδίζοντας έδαφος. Η περιοχή που μένει η οικογένεια Σταρκ
βρίσκεται κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, τα τρόφιμα λιγοστεύουν, το ρεύμα κόβεται
και ο μεγαλύτερος γιος, ο Μαρκ εξαφανίζεται, καθώς πηγαίνει να βοηθήσει τους αντάρτες,
που η επαφή μαζί τους είναι απογοητευτική για την Άιλις που δεν μπορεί να κατανοήσει
τι ακριβώς θέλουν, κι ενώ οι φήμες πυκνώνουν για «μια από τα ίδια». Η αδερφή της,
τής στέλνει χρήματα, καθώς και ανθρώπους που αναλαμβάνουν να τους φυγαδεύσουν
έξω από τη χώρα, αλλά η Άιλις συνεχίζει να αρνείται. Όταν όμως ο γιος της, ο
Μπέιλι θα τραυματιστεί, γνωρίζει ότι πρέπει να πάρει αποφάσεις δύσκολες και
σκληρές, για την επιβίωσή τους. Η Άιλις αφυπνίζεται όταν, μόνο αδιέξοδα
υπάρχουν μπροστά της κι όταν η οικογένειά της, έχει μείνει μισή. Η φυγή από την
πόλη είναι μονόδρομος, αλλά κι εκεί τι θα συναντήσουν; «…Προχωράει
παρακάτω στο δρόμο ψάχνοντας άλλο ΑΤΜ, θυμάται κάτι που είπε η αδερφή της, την
αυτάρεσκη φωνή της στο τηλέφωνο, η ιστορία είναι ένα βουβό αρχείο, ο κατάλογος
των ανθρώπων που άργησαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να φύγουν, αυτή η φράση είναι
προφανώς λάθος, λέει, στον Λάρι μιλάει, τον βλέπει καθισμένο απέναντί της στο
τραπέζι της κουζίνας, παίζει με το τηλέφωνό του προσπαθώντας να κρύψει το
ολοφάνερο δεν-ακούω ύφος του. Η ιστορία είναι ο βουβός κατάλογος των ανθρώπων
που δεν μπόρεσαν να φύγουν, ο κατάλογος των ανθρώπων που δεν είχαν επιλογή, δεν
μπορείς να φύγεις όταν δεν έχεις που να πας, όταν δεν έχεις τρόπο να φύγεις,
δεν μπορείς να φύγεις όταν δεν δίνουν στα παιδιά σου διαβατήριο, δεν μπορείς να
φύγεις όταν τα πόδια σου είναι ρίζες μέσα στο χώμα κι αν φύγεις θα γίνουν
κομμάτια.» Θεματικά
μοιάζει με τα μυθιστορήματα (κυρίως) της Μάργκαρετ Άτγουντ
ή και ακόμα το «1984» του Όργουελ, στο βιβλίο όμως του Λιντς, δεν απεικονίζεται μια
φουτουριστική κοινωνία, αλλά ο σημερινός κόσμος, όπως είναι. Τον συγγραφέα δεν
τον ενδιαφέρει να περιγράψει, πως φθάσαμε ως εκεί. Δεν υπάρχει η παραμικρή
αναφορά για τις συνθήκες που οδήγησαν στην επιλογή του λαού για το κυβερνών κόμμα. Το
μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι, το αποτέλεσμα προήλθε μέσα από εκλογές και έτσι
δυο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, τα μέτρα σκλήραιναν σιγά σιγά, νόμοι
ψηφίστηκαν από το κοινοβούλιο, οι τηλεοπτικοί δέκτες αναπαρήγαγαν το
κυβερνητικό ρεπορτάζ και ο κόσμος άβουλος, βρέθηκε μπροστά σε μια νέα
κατάσταση.
Ευφυέστατα
κινούμενος ο συγγραφέας, αναπαράγει σκηνές στο βιβλίο του, από τον εμφύλιο στη
Βόρεια Ιρλανδία, από τα καραβάνια των προσφύγων που βλέπουμε καθημερινά στα
δελτία ειδήσεων από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ενώ δεν διστάζει να
ανατρέξει στην ιστορία της χώρας, μεταφέροντας στη σημερινή εποχή, σκηνές από τις
μάχες μέσα στο Δουβλίνο την εποχή των πρώτων δεκαετιών του 20ου
αιώνα (τον πόλεμο της ανεξαρτησίας το 1916, τον Ιρλανδικό εμφύλιο του 22-23). Χρησιμοποιώντας
την ειρωνεία των ιστορικών στιγμών, οι κάτοικοι του Ιρλανδικού Νότου,
προσπαθούν να διαφύγουν στον Βορρά για να γλυτώσουν, σε καταστάσεις που
ενδεχομένως να μην είναι πολύ καλύτερες. Ο Λιντς
επίσης, δεν αναφέρει πουθενά, αν οι αντάρτες που προσπαθούν να καταλάβουν την
εξουσία, είναι Δημοκρατικοί ή απλά αντιπροσωπεύουν μια σχεδόν παρόμοια
κατάσταση, εντείνοντας την ήδη υπάρχουσα σύγχυση για το ποιος είναι με ποιον. Συνδυάζοντας
λυρισμό με σκληρότητα, ο Λιντς με
ασθματικό ύφος και μακροπερίοδο αφηγηματικό στυλ, περιγράφει τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης
εμπειρίας με ένταση και ζωντάνια. Εστιάζει στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων
του, περιγράφοντας την προσωπική πάλη του καθενός από αυτούς μέσα από την
απόγνωσή τους, την ανάγκη τους για την παραμικρή ελπίδα, την αγωνία για τη
λύτρωση, ευρισκόμενοι στις πλείστες των περιπτώσεων στα όρια τους. Αντιμέτωποι
με το πεπρωμένο τους, οι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι υποχρεωμένοι να
επιλέξουν μεταξύ των πολύπλοκων επιλογών που προκύπτουν διαρκώς από τα
γεγονότα. Γραμμένο
χωρίς παραγράφους, με έναν λόγο που τρέχει χωρίς πλατειασμούς και χάσματα είναι
ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, όσο κι αν σε
ταράσσει, όσο κι αν σε ισοπεδώνει. Σκληρό και προκλητικό, αλληγορικό
μυθιστόρημα, το «Τραγούδι του Προφήτη»,
είναι ένα απολαυστικό βιβλίο που σε ταράζει και σε δονεί. Ο Paul Lynch, προκαλεί τους αναγνώστες του να
σκέφτονται διαρκώς, τι θα έκαναν εκείνοι σε μια παρόμοια κατάσταση, θέτει
μπροστά στον εφησυχασμένο κάτοικο του Δυτικού κόσμου, το ερώτημα, πως θα ενεργούσε
αν έκανε την επιλογή να φύγει παράνομα από μια χώρα, τον «υποχρεώνει» να
συναισθανθεί τους ανώνυμους ανθρώπους που βλέπει στους τηλεοπτικούς δέκτες του,
να στριμώχνονται μπροστά σε φράκτες ή σε μια βάρκα.
Αυτό το σκοτεινό,
μελαγχολικό, βίαιο και ιδιαίτερα στενάχωρο, αλλά έξοχο μυθιστόρημα, δείχνει με τον πιο
χαρακτηριστικό τρόπο, το πόσο εύθραυστη είναι η κοινωνία μας και την εγρήγορση
που πρέπει να έχουμε, χωρίς διδακτισμό, απλά παραθέτοντας κάποια γεγονότα.
Βαθμολογία 86 / 100