Ιστορία
που με «βασανίζει» από πολύ παλιά, είτε (αρχικά) ως ταινία που αγάπησα, όταν
την είδα σε τηλεοπτική προβολή, στα τέλη της δεκαετίας του 70, είτε ως βιβλίο
που με εντυπωσίασε όταν το διάβασα στα Αγγλικά, νέος στα μέσα της δεκαετίας του
’80, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ»,
ακόμα και ως φράση, σού μένει αλησμόνητη! Η έκδοση επιτέλους στα ελληνικά, του
εμβληματικού μυθιστορήματος του Thomas Hardy (Ντόρσετ 1840 –
Ντόρτσεστερ 1928), «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ
ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ» («Far from the madding crowd»), σε (εξαιρετική) μετάφραση (και επίμετρο) από την Τόνια Κοβαλένκο (ως συνήθως) – (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.564), ήρθε να
αποκαταστήσει ένα μεγάλο κενό στα (αρκετά) μεταφρασμένα έργα του σπουδαίου
Βρετανού συγγραφέα, με ένα βιβλίο που αποτέλεσε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία
όταν πρωτοεκδόθηκε το 1874, αλλά και να μου δώσει την ευκαιρία να επανεκτιμήσω,
αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα σε ωριμότερη ηλικία.
Ο
στίχος που δίνει τον (απόλυτα επιτυχημένο) τίτλο στο βιβλίο, προέρχεται από το
ποίημα «Ελεγεία γραμμένη σε επαρχιακό
νεκροταφείο» του Άγγλου ποιητή του 18ου αιώνα, Τ. Γκρέι, και βρίσκεται στη 19η
στροφή του ποιήματος: «Μακριά απ’ του
αγριεμένου πλήθους τη χαμερπή τριβή, οι μετρημένες τους ελπίδες δεν ξεστράτισαν
ποτέ…», όπου ο συγγραφέας, επισημαίνει την αγάπη του για την αγροτική ζωή
της υπαίθρου, που απλώνεται διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της βιβλιογραφίας του.
Η
ιστορία του βιβλίου, τοποθετείται στην επινοημένη επαρχία του Ουέσεξ, στη
νοτιοδυτική Αγγλία, τόπου που εκτυλίσσονται τα μεγάλα μυθιστορήματα του Χάρντι, όπου σε αυτή την απομονωμένη
γωνιά, εκτυλίσσεται ένα συναρπαστικό δράμα με τραγικούς ήρωες, τέσσερις
ανθρώπους, έρμαια καταστάσεων που τους οδήγησαν σε ακραίες συμπεριφορές και
μπορεί η ιστορία να έχει happy-end, αλλά για να φτάσουμε ως εκεί, περνάμε από πολλές έντονες
(και φορτισμένες συναισθηματικά) στιγμές με μεγάλη ένταση.
Οι
δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, εμφανίζονται ήδη από το πρώτο κεφάλαιο
και θα μας συνοδεύσουν έως το τέλος. Είναι η νεαρή Μπαθσίμπα (τι όνομα!)
Έβερντιν, που θα κληρονομήσει μια μεγάλη φάρμα, και ο Γκάμπριελ Όουκ, που είναι
ιδιοκτήτης φάρμας στην αρχή της ιστορίας, που την χάνει όμως γρήγορα μετά από
τον μαζικό θάνατο των προβάτων του. Ο Γκάμπριελ θα υποχρεωθεί να ζητήσει
εργασία στη φάρμα της Μπαθσίμπα, η οποία πριν από μερικούς μήνες, όταν ήταν
ακόμα φτωχή φιλοξενείτο από μια θεία της και είχε απορρίψει την πρόταση γάμου
που της είχε κάνει ο μικροκτηματίας (τότε) Γκάμπριελ. Τώρα η τύχη τα φέρνει
έτσι, ώστε εκείνος να πάει ως βοσκός στη φάρμα της (μεγαλοκτηματία πλέον)
Μπαθσίμπα και σιγά-σιγά με τις γνώσεις και την σκληρή εργασία του να τής γίνει
απαραίτητος.
Ο
Γκάμπριελ βλέπει την αγαπημένη του, να δέχεται το έντονο φλερτ, του γειτονικού
κτηματία Γουίλιαμ Μπόλντγουντ, ενός μεσόκοπου αγρότη που στην αρχή συγκρατημένα
και δωρικά, στη συνέχεια όμως φορτισμένα και παθιασμένα πολιορκεί την Μπαθσίμπα
να ενδώσει στις προτάσεις του. Η Μπαθσίμπα είναι ένα άτομο ανεξάρτητο και
ξεροκέφαλο, δυναμική και ταυτόχρονα ευάλωτη, που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια
της ιστορίας σε μια γυναίκα που θα περάσει από διάφορα στάδια. Πεισματάρα και
επίμονη, αυστηρή και λιγομίλητη στην αρχή, ερωτευμένη με πάθος με τον λάθος
άνθρωπο στη συνέχεια που της γίνεται εμμονή, συνειδητοποιημένη και με συνεχή
ενδοσκόπηση στη συνέχεια, καθώς οι συνθήκες την ωριμάζουν.
«Ο χαρακτήρας της
Μπαθσίμπα ήταν παρορμητικός και υπολογιστικός μαζί. Ελισάβετ στο μυαλό, Μαρία Στιούαρτ
στην ψυχή, συχνά πραγματοποιούσε ενέργειες αδιανόητα παράτολμες με εξαιρετική
περίσκεψη. Πολλές από τις ιδέες της ήταν άψογοι συλλογισμοί ∙ δυστυχώς,
παρέμεναν πάντα στη θεωρία ∙ λίγες μόνο ανάμεσά τους ήταν παράλογες υποθέσεις,
μα, για κακή της τύχη, αυτές οι δεύτερες κατέληγαν συχνότερα σε πράξεις.»
Το
μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, είναι ο όμορφος και επιπόλαιος λοχίας Τρόι, που
τον γνωρίζουμε ως εραστή της καμαριέρας της Μπαθσίμπα, η οποία το σκάει για να
τον ακολουθήσει, εκείνος όμως (δείχνει να) αδιαφορεί γι’ αυτήν. Η Μπαθσίμπα
ερωτεύεται σφόδρα τον πονηρό και φιγουρατζή λοχία, ο οποίος εκμεταλλεύεται την
περίσταση για να γίνει κάτοχος μιας μεγάλης κτηματικής περιουσίας και
παντρεύεται την θολωμένη από το έντονο συναίσθημα γυναίκα. Οι πάντες
εκπλήσσονται από αυτή την κίνηση της (μέχρι τότε σκληρής) Μπαθσίμπα, και
περισσότερο απ’ όλους ο Μπόλντγουντ που θεωρούσε σίγουρο τον γάμο. Η έλευση του
Τρόι στο αγρόκτημα, ως ιδιοκτήτη πλέον θα δυσκολέψει τη σχέση όλων, ο δε
Γκάμπριελ Όουκ θα διακρίνει από την αρχή ότι η κρίση δεν θα αργήσει να
ξεσπάσει, αλλά προσώρας δεν μπορεί να κάνει τίποτα, σε μια ιστορία που θα
περάσει από πολλά κύματα για να καταλήξει κάπου.
«Όμως, όταν παίρνει
κανείς σθεναρά την απόφαση να αποφύγει ένα κακό, το κακό έχει συνήθως
προχωρήσει τόσο, ώστε η αποφυγή του είναι πλέον αδύνατη.»
Οι
χαρακτήρες του βιβλίου είναι συγκλονιστικοί. Ο Γκάμπριελ Όουκ, αντιπροσωπεύει
το υπέρτατο Καλό στην ιστορία. Υπομονετικός και ρομαντικός, εργατικός και
πιστός, ταπεινόφρων και συγκροτημένος, είναι ένας ιδανικός χαρακτήρας. Η
προσήλωσή του στο καλό της Μπαθσίμπα είναι συγκινητική και η βαθιά αγάπη του
γι’ αυτήν, δονεί το βιβλίο και γίνεται ο καταλύτης της εξέλιξης. Ο λοχίας Τρόι,
είναι ένας χαρακτήρας προορισμένος να γίνει αντιπαθής στο αναγνωστικό κοινό.
Ματαιόδοξος και τυχοδιώκτης, φιλόδοξος και αριβίστας, που όμως βλέπουμε ότι
διακατέχεται από ισχυρά αισθήματα ενοχής και θα εκπλήξει τον αναγνώστη με
κάποιες κινήσεις του, που δείχνουν έναν άνθρωπο αποπροσανατολισμένο και ίσως
όχι τόσο μοχθηρό, όσο φαινόταν στην αρχή. Ο στιβαρός και σοβαρός Μπόλντγουντ,
θα πέσει θύμα της γοητείας της Μπαθσίμπα, θα την ερωτευτεί αργά αλλά σταθερά
και θα οδηγηθεί σε μια απονενοημένη κίνηση χωρίς λογική που θα ανατρέψει τα
πάντα στο βιβλίο.
«Η ιδιοσυγκρασία,
σε συνδυασμό με τα γυρίσματα της τύχης, είχαν βάλει στον χαρακτήρα του λοχία
Τρόι τη σφραγίδα της μοναδικότητας.
Ήταν ένας άνθρωπος
για τον οποίο οι αναμνήσεις αποτελούσαν βάρος και οι προσδοκίες περίττευαν.
Μπορούσε να αισθάνεται, να συμπάσχει και να νοιάζεται μονάχα για ό,τι βρισκόταν
μπροστά του την εκάστοτε παρούσα στιγμή. Αντιμετώπιζε τον χρόνο σαν
περιστασιακή, φευγαλέα αναλαμπή: του ήταν άγνωστη η προβολή της συνείδησης σε
εποχές είτε περασμένες είτε μελλοντικές, που κάνει το παρελθόν συνώνυμο του
αξιοθρήνητου και το μέλλον κάτι το οποίο συνιστά περίσκεψη. Για τον Τρόι, το
παρελθόν ήταν το χθες ∙ το μέλλον, το αύριο ∙ το μεθαύριο ήταν το ποτέ.»
Η
Μπαθσίμπα, είναι ένας στέρεος και πλήρης μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που βάζει
την ανεξαρτησία της πάνω απ’ όλα, αλλά θα πέσει θύμα της ερωτικής της αφέλειας,
που εξιδανικεύει τον ωραίο λοχία για να γίνει στα χέρια του, το τέλειο θύμα.
Είναι όμως ένας χαρακτήρας, που εξελίσσεται καθώς οι σελίδες του βιβλίου
προχωράνε. Από ένα ατίθασο αγρίμι στην αρχή, σε μια ικανή και δυναμική
αγρότισσα και κτηματία, σε μια ερωτευμένη με πάθος γυναίκα, σε μια
συνειδητοποιημένη προσωπικότητα στη συνέχεια. Ο Χάρντι στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, προτάσσει μια γυναίκα
πρωτοπόρο για την εποχή της λογοτεχνικά, μια γυναίκα που δεν έχει ανάγκη
κανέναν και είναι σύμβολο μιας εποχής που αλλάζει.
Ο
Χάρντι με εκπληκτική ικανότητα,
περιγράφει τις κοινωνικές διαφορές και τάξεις στην αγροτική κοινότητα, τις
συμπεριφορές και τα στερεότυπα που ανατρέπονται, τον ρόλο των φύλων και τις
αλλαγές που επέρχονται σε μια κοινωνία που σε ορισμένα πράγματα δείχνει
πρωτόγονη και μακριά από τον πολιτισμό. Εκτός όμως από τους αλησμόνητους και
συγκροτημένους χαρακτήρες, πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η Φύση. Η φύση που
παρεμβαίνει στην ιστορία, ηρεμώντας και τιμωρώντας, ατίθαση και γαλήνια, ανυπότακτη
και πλανεύτρα. Είναι στη Φύση, που αντανακλώνται μέσα στο βιβλίο, οι εσωτερικές
καταστάσεις των χαρακτήρων και ο κύκλος της ζωής και της αγάπης.
Ενδεχομένως
η σχολαστική λεπτομέρεια στην απεικόνιση της αγροτικής ζωής της υπαίθρου να
κουράσει τον αναγνώστη, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Είναι όμως
τόσο δυνατή και συναρπαστική η συνέχεια της ιστορίας που θα τον αποζημιώσει. Με
μαεστρικό αφηγηματικό ρυθμό, που επιταχύνεται καθώς προχωράμε στο τέλος της
ιστορίας, ο Χάρντι γνωρίζει πώς να
κρατήσει τον αναγνώστη του, χαρίζοντάς του στιγμές λογοτεχνικού μεγαλείου.
Ποιοτικά σχεδόν ισοδύναμο με τα μεταγενεστέρα αριστουργήματα του
συγγραφέα («Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», «Τζουντ», «Η Τες των Ντ’ Υρμπένβιλ») αλλά, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ»,
βιβλίο που δεν χάνει τη γοητεία του μέσα στο χρόνο με τη δύναμη της ιστορίας
και του κοινωνικού πλαισίου που περιγράφει, μεταφέρθηκε δυο φορές στον
κινηματογράφο με απόλυτη επιτυχία (είναι δύσκολο για τον θεατή να ξεχάσει την «απόλυτη»
Julie Christie ως Μπαθσίμπα, αλλά
και να μη τη φέρνει στο μυαλό του, καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου),
αλλά και στην τηλεόραση. Μυθιστόρημα που είναι ένας αριστοτεχνικός συνδυασμός
αφήγησης και κοινωνικού σχολιασμού, μια ακαταμάχητη εξερεύνηση του ερωτικού
πάθους, της επιθυμίας για ανεξαρτησία αλλά και μια αποθέωση της Φύσης, που το
καθιστούν απαραίτητα ανάγνωσμα για τους εραστές της κλασσικής λογοτεχνίας.
Βαθμολογία 86 / 100
Δημοσίευση σχολίου