Τρίτη, Ιουλίου 26, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 26, 2022 | Permalink
Miss Blandish i suppose

 

Θεωρήθηκε το βιαιότερο λογοτεχνικό βιβλίο που έχει εκδοθεί, ενώ ο George Orwell (ναι, ο γνωστός!), το χαρακτήρισε ως «βουτιά στο βόθρο» (αναγνωρίζοντας όμως την λογοτεχνική του αξία). Ο λόγος για ένα αρχετυπικό γκανγκστερικό θρίλερ, το σπουδαίο pulp μυθιστόρημα «ΟΧΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΣ ΜΠΛΑΝΤΙΣ» («No orchids for Miss Blandish»), του James Hadley Chase (1906 Λονδίνο – 1985 Ελβετία), κυκλοφόρησε πριν αρκετούς μήνες στα ελληνικά σε μια έκδοση σε νέα (εξαιρετική) μετάφραση και (κατατοπιστικότατο) επίμετρο του Ανδρέα Αποστολίδη, από τις εκδόσεις Άγρα (σελ. 331), για τέταρτη φορά (οι τρεις προηγούμενες ήταν από τα «Βίπερ» το «Λυχνάρι» και τον «Εξάντα»).


Ο θρύλος της άκρατης βιαιότητας που συνοδεύει το «Όχι ορχιδέες…» δεν είναι τυχαίος. Εκδόθηκε το 1939, ακολουθώντας την επιτυχία ιδιαίτερα σκληρών βιβλίων όπως «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» του Cain και γκαγκστερικών ταινών της δεκαετίας όπως «Ο σημαδεμένος» και το «Angels with dirty faces» ή και το εκπληκτικό «Little Caesar», αντικατοπτρίζει την εικόνα μιας κοινωνίας που βγαίνοντας από την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-32, κάνει τα πάντα για το χρήμα, και οι απαγωγές ήταν σε ημερήσια διάταξη.
 
Η δεσποινίς Μπλάντις συμπληρώνει τα 24 της χρόνια. Είναι κόρη του μεγιστάνα του Κάνσας σίτι κ.Μπλάντις που η περιουσία του εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια δολάρια. Την ημέρα των γενεθλίων της, ο πατέρας της θα της χαρίσει ένα περιδέραιο με τα διαμάντια της οικογένειας, που η αξία τους υπολογίζεται στα 50.000 δολάρια. Το νέο διαδίδεται, αλλά, η μις Μπλάντις ζώντας σε ένα κόσμο άνεσης και ασφάλειας, μέσα στην αφέλειά της, φοράει το περιδέραιο και βγαίνει το βράδυ με τον αρραβωνιαστικό της να διασκεδάσει.
Μια συμμορία μικροκακοποιών, του Ράιλυ και του Μπέηλυ, που ενημερώνεται από έναν κοσμικό δημοσιογράφο για τις κινήσεις της, στήνει καρτέρι και σκοτώνοντας τον αρραβωνιαστικό της, αρπάζει την μις Μπλάντις αλλά γίνονται αντιληπτοί από την συμμορία της αδίστακτης Μα Γκρίσσον που μπορεί να μην είναι η μεγαλύτερη της πόλης, αλλά είναι από τις πιο επικίνδυνες. Με καθοδηγητή την Μα και αρχιεκτελεστή τον γιο της, τον ψυχοπαθή παθολογικό δολοφόνο Σλιμ Γκρίσσον και μέλη διάφορους απελπισμένους άντρες, πρώην φυλακισμένους, σωματοφύλακες, πιστολάδες, διαρρήκτες και έναν γιατρό αλκοολικό που είχε χάσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, η συμμορία της Γκρίσσον αποτελούσε το ιδανικό σκηνικό παράνοιας για να γίνει της μουρλής.
 
«Έσπρωξαν τη μις Μπλάντις κάτω από το σκληρό φως μιας λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι. Της είχαν κλείσει τα μάτια με μπαμπάκι και μονωτική ταινία. Την κρατούσε ο Έντυ. Είχε αφεθεί ολοκληρωτικά πάνω του. Το χέρι του Έντυ ήταν σφιχτό και ζεστό πάνω στο μπράτσο της. Ήταν η μόνο επαφή που είχε μέσα στο σκοτάδι.
Η Μα Γκρίσσον κοιτούσε από την καρέκλα της την κοπέλα. Πριν φύγουν από του Τζώννυ, ο Έντυ τής είχε τηλεφωνήσει να της πει ότι επέστρεφαν. Είχε το χρόνο να αποτιμήσει τι σήμαινε αυτή η απαγωγή για την ίδια και τη συμμορία της. Με προσεκτικό χειρισμό και με λίγη τύχη θα αποκτούσαν ένα εκατομμύριο δολάρια πριν από το τέλος της βδομάδας. Τα τελευταία τρία χρόνια έχτιζε συστηματικά τη φήμη της συμμορίας της. Δεν είχαν βγάλει πολλά χρήματα, αλλά δεν τα πήγαιναν κι άσχημα. Οι άλλες συμμορίες τη θεωρούσαν τρίτης κατηγορίας. Τώρα, λόγω της κομψής κοκκινομάλλας κοπέλας, θα γίνονταν η πιο πλούσια συμμορία και ο πλέον καταζητούμενος δημόσιος εχθρός του Κάνσας Σίτυ.»
 
Η συμμορία της Γκρίσσον, δεν δυσκολεύεται να αρπάξει με τη σειρά της, την μις Μπλάντις από τους αρχικούς απαγωγείς της σφαγιάζοντάς τους, και να διαπραγματευτεί με τον Μπλάντις το ποσό των λύτρων. Έχοντας θάψει τον Ράιλυ και τον Μπέηλυ, στρέφουν την προσοχή των Αρχών σε αυτούς κι εκείνοι περνάνε απαρατήρητοι. Ο Μπλάντις απελπίζεται από την αδυναμία της Αστυνομίας να βρει κάτι και υποκύπτει στην απαίτηση για ένα εκατομμύριο δολάρια για να απελευθερώσει την κόρη του. Η Μα Γκρίσον δεν είχε σκοπό να παραδώσει την απαχθείσα εξαρχής, όμως ο τρελάρας Σλιμ Γκρίσον, έχει ερωτευτεί την πανέμορφη κοπέλα και την θέλει ολοκληρωτικά δική του, απειλώντας ακόμα και την μητέρα του για να την προστατέψει. Η μις Μπλάντις είναι μονίμως ναρκωμένη από τις ενέσεις που της κάνει ο γιατρός της συμμορίας, ενώ με τα χρήματα που παίρνουν από την απαγωγή, αγοράζουν ένα κλαμπ που το μετατρέπουν σε απόρθητο φρούριο, με κρυφές εξόδους και θωρακισμένες πόρτες, ενώ η άτυχη κοπέλα βρίσκεται κλειδωμένη σε ένα πολυτελές δωμάτιο, όπου μόνο ο Σλιμ έχει το δικαίωμα εισόδου.
 
Ο Μπλάντις απογοητευμένος και απελπισμένος, θεωρώντας ότι η κόρη του είναι πλέον νεκρή, στρέφεται προς έναν πρώην επιτυχημένο δημοσιογράφο και νυν ιδιωτικό ερευνητή, τον Ντέηβ Φέννερ για να εξιχνιάσει την υπόθεση. Ο Μπλάντις πιστεύει (δικαιολογημένα) ότι αν ζει η κόρη του, θα είναι μια γυναίκα τραυματισμένη από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες, ενώ δίνει μια πλουσιοπάροχη αμοιβή στον Φέννερ να βρει την άκρη με την ιστορία – όπου όλοι θεωρούν ότι τα χρήματα τα έχει λάβει η αρχική συμμορία, που δεν βρίσκονται πουθενά (αφού είναι όλοι τους νεκροί). Ο Φέννερ δεν έχει παρά να ακολουθήσει την πορεία του χρήματος, και τη ζωή της εντυπωσιακής στριπτιζέζ Άννας Μποργκ, φιλενάδας του Ράιλυ, που τον ψάχνει εναγωνίως για να εξιχνιάσει την υπόθεση, σε μια θεαματική εξέλιξη της ιστορίας με απρόσμενο φινάλε.
 
«Έχω έναν φάκελο με όλα τα δεδομένα. Αυτόν θέλω να μελετήσω. Ένα πράγμα από την αρχή με παραξένεψε. Γνώριζα προσωπικά τον Ράιλυ και τον Μπέηλυ. Έπεφτα συνέχεια πάνω τους σε καταγώγια και μπαρ όταν έβγαινα να μαζέψω πληροφορίες για τη δουλειά μου. Ήταν ψιλικατζήδες. Από που έως που βρήκαν το θράσος να κάνουν απαγωγή; Κι όμως φαίνεται ότι την έκαναν. Δεν βγαίνει πάντως νόημα. Αν ξέρατε τους κακοποιούς με τον τρόπο που τους ξέρω εγώ, το ίδιο συμπέρασμα θα βγάζατε. Το περισσότερο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι μια μικροληστεία τράπεζας. Τέλος πάντων. Απήγαγαν την κόρη σας. Μετά αναρωτιέμαι πώς μπόρεσαν να εξαφανιστούν από προσώπου γης; Πώς και δεν έχει φανεί ούτε ένα δολάριο από τα λύτρα; Με τι χρήματα ζούνε οι απαγωγείς, αν όχι από τα λύτρα;»
 
Το «Όχι ορχιδέες…», είναι το πρώτο μυθιστόρημα, του Άγγλου Rene Lodge Brabazon Raymond, που έμελλε να γίνει γνωστός με το ψευδώνυμο James Hadley Chase, ως ένας εκ των κυριότερων εκπροσώπων του αμερικανικού νουάρ χωρίς να πατήσει ποτέ το πόδι του στην Αμερική (και μάλιστα πριν το Google)! Εργαζόμενος στην εμπορία βιβλίων την δεκαετία του ’30, είδε την τεράστια επιτυχία των ιστοριών με γκάνγκστερς και αποφάσισε να γράψει κάτι ανάλογο. Το πέτυχε και με το παραπάνω αφού θεωρείται πλέον ως ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του «καθαρού νουάρ», αν και στο βιβλίο αυτό, βασίστηκε εν πολλοίς στο εξαιρετικό «ΙΕΡΟ» του W.Faulkner που κυκλοφόρησε το 1931 (μια απόπειρα στο αστυνομικό μυθιστόρημα από τον σπουδαίο συγγραφέα) και στη βάση του έχει μια παρόμοια ιστορία. Εκεί όμως που ο Φώκνερ «ξεστρατίζει» δίνοντας μεγάλη «λογοτεχνικότητα» στην ιστορία του, ο Chase δεν δίνει δεκάρα για κάτι τέτοιο. Στο βιβλίο του κυριαρχεί η δράση, το πιστολίδι, η βία, η απανθρωπιά και η ιλιγγιώδης πλοκή με συνεχείς ανατροπές.


Το σημαντικό, στην έκδοση που κρατάμε στα χέρια μας, είναι ότι η μετάφραση γίνεται από την έκδοση του 1961 και όχι από την πρώτη του 1939 που είναι βιαιότερη αλλά και τολμηρότερη (πυροδοτώντας μια διαμάχη που κρατάει ακόμα, για το ποια εκδοχή είναι καλύτερη), όπως αναφέρει ο μεταφραστής του βιβλίου Ανδρέας Αποστολίδης στο λεπτομερές επίμετρό του. Υπήρξαν μεταξύ 1939 με 1961 διάφορες εκδοχές του βιβλίου, σε μια δε (αυτή του 1948) έχει αλλαχθεί το τέλος για να γραφτεί και συνέχεια. Η έκδοση του 1961 έχει «στρογγυλέψει» λίγο ορισμένα άκρως σοκαριστικά στοιχεία (που όμως δίνουν πολλές διαστάσεις στην ιστορία) αλλά είναι ως βιβλίο περισσότερο ισορροπημένο και πιο σύγχρονο. Το πρωτοποριακό για την εποχή του, στυλ του Chase, διαφαίνεται σε μια σκηνή της έκδοσης του 1939, όταν περιγράφει μια σκηνή σφαγής από τον ψυχοπαθή Σλιμ ως εξής: «Δεν ήθελε να πεθάνει. Όχι με τον τρόπο που θα τον σκότωνε ο Σλιμ. Είχε ξαναδεί το στιλέτο του Σλιμ. Το σπέρμα μέσα του άρχιζε να αναβλύζει. Ως προς αυτό δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Του ήρθε απρόσμενα ως ανακούφιση. Ένιωσε για τελευταία φορά την έκσταση που τού ήταν τόσο αναγκαία στη σύντομη ζωή του. Ένιωσε τους μυς του να χαλαρώνου μέσα της κι έπειτα η ατσάλινη λεπίδα τα έσβησε όλα.» Στην έκδοση του 1961, όλα αυτά έχουν απαλειφθεί: «Ο Ρόκκο μέσα στη ζαλάδα του διαισθάνθηκε τον κίνδυνο∙ βρισκόταν μια ανάσα από το θάνατο. Γύρισε ανάσκελα με σηκωμένα τα χέρια για να προστατευτεί. Ο Σλιμ πλησίασε χαμογελώντας πλατιά. Η μις Μπλάντις είδε το μαχαίρι να γυαλίζει στο χέρι του και έκλεισε τα μάτια της. Άκουσε τον Ρόκκο να κλαψουρίζει. Οι ήχοι που ακολούθησαν την έκαναν να γονατίσει με τα χέρια στ’ αυτιά της. Κάθε μουντός κρότους που αντηχούσε κάθε φορά που το μαχαίρι χωνόταν στο κορμί του Ρόκκο, την έκανε να συνταράσσεται σύγκορμη.»
 
Μπορεί το βιβλίο να είναι γεμάτο στερεότυπα – οι κακοί είναι πάρα πολύ κακοί, οι καταστάσεις είναι ακραίες, αλλά είναι τέτοια η ένταση και η ζωντάνια της ιστορίας, που ο αναγνώστης καθηλώνεται σε συνδυασμούς με τους απολαυστικούς, άκρως κυνικούς και ιδιαίτερα σαρκαστικούς διαλόγους, ενώ η πρωτοτυπία του Chase φαίνεται σε δύο καθοριστικά στοιχεία: Καταρχάς, δεν μαθαίνουμε ποτέ το μικρό όνομα της μις Μπλάντις, κάτι που συνάδει με την γενικότερη αοριστία γύρω από αυτήν. Παρότι είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, γύρω από την οποία γίνεται όλος ο χαμός, παραμένει ένας χαρακτήρας αινιγματικός και διφορούμενος, χωρίς ουσιαστικά προσωπικότητα, με τον συγγραφέα να μην ξεκαθαρίζει τι ακριβώς συνέβαινε με τον Σλιμ (τι έκανε μαζί της στο δωμάτιο), μέχρι ποιο βαθμό εκείνη συμμετείχε ή αντιδρούσε, πόσο ισχυρά ήταν τα ναρκωτικά… Επίσης, ο Chase εισάγει τον «ήρωα» που θα επιλύσει την ιστορία, τον ιδιωτικό ερευνητή Φέννερ λίγο πριν από τη μέση του βιβλίου, κλείνοντας το μάτι στο κοινό που ζητάει απεγνωσμένα έναν «ήρωα» να ξεκαθαρίσει την ιστορία.
 
Διάλογοι κοφτοί, ατμόσφαιρα σαγηνευτική, ιστορία με συνεχείς ανατροπές και ένα φινάλε εκπληκτικό, το «ΟΧΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΣ ΜΠΛΑΝΤΙΣ» είναι ένα έξοχο pulp μυθιστόρημα, πολύ πιο «σύγχρονο» από τις χιλιάδες αστυνομικές ιστορίες που κατακλύζουν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, αποδεικνύοντας την δύναμη που έχουν οι μεγάλοι νουάρ συγγραφείς.
Το βιβλίο έχει μεταφερθεί δύο φορές στη μεγάλη οθόνη, τελείως αυθαίρετα το 1948 με τον ομώνυμο τίτλο και πολύ καλά το 1971 από τον πολύ καλό Robert Aldrich με τίτλο «The Grissom gang».
 
Βαθμολογία 87 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home